Ωστόσο, μόνο μία από αυτές τις ευέλικτες μεραρχίες παρέμεινε στη δύση μετά
την κρίση που προκάλεσε η περικύκλωση του Στάλινγκραντ από τους Ρώσους: η 10η
Μεραρχία Πάντσερ, η οποία είχε σταλεί στη βόρεια Αφρική μετά τις αγγλοαμερικανικές
αποβάσεις τον Νοέμβριο του 1942. Η μηχανοκίνητη μεραρχία "Χέρμαν Γκέρινγκ" στάλθηκε επίσης στην Τυνησία (τυπικά, επρόκειτο για μια μονάδα της αεροπορίας, εξ ου και το όνομα).
Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης στη νότια Ρωσία τον χειμώνα του 1942/43, αν
και ο Χίτλερ ήταν σε θέση να στείλει μερικές ενισχύσεις στην ανατολή, οι Βρετανοί και οι
Αμερικανοί δέσμευαν αποτελεσματικά 5 πρώτης τάξεως γερμανικές μεραρχίες ταχείας ανάπτυξης -τη 10η, τη 15η και την 21η μεραρχίες πάντσερ μαζί με τις μηχανοκίνητες
"Χέρμαν Γκέρινγκ" και 90ή Ελαφρά Μεραρχία, και άλλους, μικρότερους και ευέλικτους
σχηματισμούς. Οι δυτικοί Σύμμαχοι κρατούσαν απασχολημένο ένα σχετικά μικρό αριθμό
γερμανικών στρατευμάτων, μεγάλης, ωστόσο, μαχητικής ικανότητας, των οποίων η
απόσυρση από το ανατολικό μέτωπο βοήθησε σημαντικά τον Κόκκινο Στρατό. Η Βόρεια
Αφρική αποτέλεσε, λοιπόν, ένα αυθεντικό «δεύτερο μέτωπο».
Άλλη μια συμβολή σ τις δυσχέρειες τ ων Γερμανών στη Ρωσία ή ταν η απασχόληση
μεταγωγικών αεροσκαφών για τη μεταφορά ανδρών και εφοδίων στη Βόρεια Αφρική, λόγω
βύθισης των γερμανικών πλοίων από τους Βρετανούς στη Μεσόγειο.
Επίσης, τα συμμαχικά εφόδια προς τη Ρωσία, τα οποία συχνά απέπλεαν με μόνιμο αντίπαλο τις αρκτικές καιρικές
συνθήκες, έπαιξαν σημαντικό ρόλο το 1942. Πριν από τον Ιούλιο του 1942, Βρετανοί και Αμερικανοί είχαν στείλει πάνω από 2.500 αεροπλάνα και 3.500 άρματα μάχης, καθώς και
άλλα εφόδια, όπως τα 608.000 χιλιόμετρα τηλεφωνικού καλωδίου.
Όπως και να 'χει όμως, ο κύριος όγκος του γερμανικού στρατού βρισκόταν στο ρωσικό
μέτωπο και αναχαιτίστηκε από τον Κόκκινο Στρατό. Τον Δεκέμβριο του 1941, πολυάριθμες
σοβιετικές μεραρχίες -στην πλειονότητά τους ελλιπώς επανδρωμένες και εξοπλισμένες, με
ελλιπή μεταφορικά μέσα, πολλές από τις οποίες ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένες και συχνά
υπό την διοίκηση ανεπαρκών αξιωματικών, ανίκανων για ελιγμούς πιο σύνθετους από τις
μαζικές και μετωπικές επιθέσεις του πεζικού- τώρα εξαπέλυαν επίθεση κατά της
γερμανικής Ομάδας Στρατιών Κέντρου, μετά την αποτυχία της τελευταίας να κυριέψει την
Μόσχα, έχοντας φτάσει στο τέλος μιας υπερβολικά εκτεταμένης γραμμής επικοινωνιών, με
ελλείψεις σε εφόδια, συχνά με ακατάλληλο ιματισμό και εξίσου ακατάλληλα καταφύγια.
Οι στρατιωτικές ιδιοφυΐες, Στάλιν και Χίτλερ, ανέλαβαν τα ηνία του πολέμου. Ο Στάλιν,
υπερβάλλοντας κατά πολύ στις εκτιμήσεις του για την εξασθένιση των Γερμανών, επέμενε
για μια μεγάλη επίθέση σε ευρύ μέτωπο. Ο Χίτλερ απέρριπτε λογικές προτάσεις για
σύμπτυξη των γερμανικών στρατευμάτων σε χειμερινούς καταυλισμούς.
Παρά τις απώλειες του 1941, ο Κόκκινος Στρατός υπερτερούσε αριθμητικά - διέθετε ίσως και
4 εκατομμύρια άνδρες στα πεδία μαχών έναντι σχεδόν 3 εκατομμυρίων Γερμανών αλλά σε
πυροβόλα και άρματα μάχης οι Γερμανοί ήταν ανώτεροι, τόσο σε αριθμό όσο και σε ποιότητα
υλικού.
Η σοβιετική αντεπίθεση ήταν καλά συγχρονισμένη και εξασφάλισε άμεση επιτυχία. Ο Ζούκοφ, επικεφαλής του «δυτικού μετώπου» -της σοβιετικής ομάδας στρατιών
που βρισκόταν μπροστά στη Μόσχα- ήθελε να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα,
ιδιαίτερα τα μεταφορικά, για να επικεντρωθούν κατά της εξέχουσας που είχε δημιουργηθεί
από τη γερμανική προέλαση προς τη Μόσχα.
Ο Μπράουχιτς, Αρχιστράτηγος του γερμανικού στρατού, ήθελε να συμπτύξει την Ομάδα Στρατιών Κέντρου, και να ξεκουράσει τα κατάκοπα στρατεύματα, μειώνοντας το εύρος του μετώπου.
Ο Χίτλερ -φοβούμενος ίσως ότι η υποχώρηση θα εξελισσόταν σε άτακτη φυγή, και επειδή πάντα τον δυσαρεστούσε το ενδεχόμενο να καμφθεί το ηθικό των Γερμανών πολιτών εξαιτίας οποιασδήποτε υποχώρησης- απαγόρευσε μια τέτοια σύμπτυξη. Μέσα στον Ιανουάριο του 1942, προελαύνουσες ρωσικές δυνάμεις απείλησαν να περικυκλώσουν δύο γερμανικές στρατιές. Ο Ζούκοφ
ισχυρίζεται ότι ο Στάλιν επέβαλε το σχέδιό του για μια γενική επίθεση, παρά τις
διαμαρτυρίες του, στις 5 Ιανουαρίου 1942· δύο εβδομάδες αργότερα, ο Στάλιν αφαίρεσε 2
στρατιές από τον Ζούκοφ και τις έδωσε στην Ανώτατη Διοίκηση Εφεδρειών για να ενισχύσει
άλλες επιθέσεις.
Η ρωσική χειμερινή επίθεση στις αρχές του 1942 ανάγκασε τους Γερμανούς να
συμπτυχθούν· πουθενά όμως δεν σημειώθηκε κάποια συντριπτική νίκη - αυτό έμελλε να
γίνει ένα χρόνο αργότερα. Για την ώρα οι ρωσικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετά ισχυρές σε
άρματα μάχης ή σε μεταφορικά μέσα ώστε να διεξάγουν πόλεμο ελιγμών μεγάλης
κλίμακας. Οι γερμανικές απώλειες στη διάρκεια της χειμερινής επίθεσης ήταν μικρότερες
από τις ρωσικές· οι Γερμανοί υπέφεραν περισσότερο από ασθένειες και κρυοπαγήματα (οι γερμανικές απώλειες σε μάχες έφτασαν τους 100.000 νεκρούς και 265.000 τραυματίες· ενώ
οι απώλειες λόγω ασθενειών έφτασαν τις 500.000 περίπου).
Την άνοιξη, η λάσπη εμπόδιζε τη μετακίνηση και των δύο πλευρών· τους Γερμανούς
ευνοούσε η θερινή περίοδος, οπότε οι επικοινωνίες τους λειτουργούσαν άριστα και η
ανωτερότητά τους αναδεικνυόταν πλήρως.
Σκοπός του Χίτλερ ήταν μια αποφασιστική
εκστρατεία μέσα στο 1942. H Ομάδα Στρατιών Νότου, ανακτώντας την πλήρη ισχύ της, θα
περικύκλωνε και θα συνέτριβε τους Ρώσους δυτικά του ποταμού Ντον, και στη συνέχεια θα
κατακτούσε την κυριότερη προπολεμική βιομηχανική περιοχή της Σοβιετικής Ένωσης.
Κατόπιν θα κυριευόταν το Στάλινγκραντ, ώστε να αποκοπεί η οδός ανεφοδιασμού του
Βόλγα αλλά και να προστατευθεί το πλευρό μιας γερμανικής προέλασης για την κατάληψη
του Καυκάσου και των ρωσικών πετρελαιοπηγών. Η 4η και η 1η στρατιά τεθωρακισμένων θα αποτελούσαν την ευέλικτη αιχμή του δόρατος. Προτού αρχίσει η κύρια επίθεση, θα εκκαθαριζόταν η Κριμαία, όπως επίσης και μία σοβιετική εξέχουσα στο Ίζιουμ επί του ποταμού Ντονέτς, που είχε απομείνει εκεί μετά την ρωσική χειμερινή επίθεση. Ο Μάνσταϊν, επικεφαλής της γερμανικής 11ης Στρατιάς, καθοδήγησε με επιτυχία τις δύσκολες επιχειρήσεις στην Κριμαία και προκάλεσε στους Ρώσους απώλειες 250.000 ανδρών· η εξέχουσα του Ίζιουμ αποκόπηκε και άλλοι 250.000 Ρώσοι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν
ή αιχμαλωτίστηκαν.
Η συνεχιζόμενη άρνηση του Στάλιν να επιτρέψει έγκαιρες υποχωρήσεις, συνέβαλε στις γερμανικές επιτυχίες. Ωστόσο, η παιδεία του ως στρατιωτικού σημείωσε πρόοδο ύστερα από αυτά τα γεγονότα, κι έτσι έπαψαν να καταφθάνουν διαταγές από το Ανώτατο Αρχηγείο, να κρατούνται οι θέσεις πάση θυσία.
Ο Κόκκινος Στρατός είχε το ελεύθερο να παραχωρεί έδαφος για να κερδίζει
χρόνο. Με τις υποχωρήσεις θα αποφεύγονταν οι περικυκλώσεις.
Όπως ήταν επόμενο, στη
θερινή επίθεση οι Γερμανοί κατέλαβαν τεράστιες περιοχές αλλά, συγκριτικά, κατέστρεψαν πολύ
λίγες σοβιετικές μονάδες. Οι Ρώσοι ανασυγκρότησαν αργά τις δυνάμεις τους και ενίσχυσαν τις απειλούμενες περιοχές· και οι γερμανικές στρατιές απλώθηκαν τόσο ώστε να καταστεί εφικτή μια αντεπίθεση.
Η κύρια γερμανική επίθεση άρχισε στις 28 Ιουνίου στο βόρειο άκρο της Ομάδας Στρατιών
Νότου, με διπλή περικύκλωση και κατάληψη της πόλης Βορόνιεζ, στις 6 Ιουλίου. Μόνο
30.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι, μια που οι ρωσικές δυνάμεις πρόλαβαν να περάσουν στην
αντίπερα όχθη του Ντον. Στις επόμενες 6 εβδομάδες, μεγάλο μέρος της περιοχής δυτικά
του Ντον καταλήφθηκε με μια σειρά γρήγορων κυκλωτικών κινήσεων. Πάλι, μόνο 50.000
πιάστηκαν αιχμάλωτοι, καθώς υποχωρούσε ο κύριος όγκος των ρωσικών στρατιών. Παρ'
όλο που ο Στάλιν είχε εκδώσει εντολή μη υποχώρησης που ανακοινώθηκε στα στρατεύματα στα
τέλη Ιουλίου, οι οπισθοχωρήσεις δεν ήσαν πλέον απολύτως απαγορευμένες όπως το 1941. Ο Χίτλερ μείωσε την αποτελεσματικότητα της επίθεσης ξεκινώντας να κινείται νότια
προς τον Καύκασο προτού ακόμη διασφαλιστούν οι αντικειμενικοί στόχοι στην περιοχή του Ντον
. Η Ομάδα Στρατιών Νότου διασπάστηκε σε δύο ομάδες στρατιών: την "Α" που θα κυρίευε
τον Καύκασο, και την "Β" που θα εκκαθάριζε την καμπή του Ντον και θα
προχωρούσε προς το Στάλινγκραντ. Στα τέλη Ιουλίου λοιπόν υπήρχαν δύο χωριστές
γραμμές επίθεσης, η καθεμία με δύο γερμανικές στρατιές. Τον Αύγουστο, η Ομάδα
Στρατιών Α προωθήθηκε περίπου 480 χιλιόμετρα μέσα στην περιοχή του Καυκάσου, και η Ομάδα
Σ τρατιών Β κ ινήθηκε π ρος τ ον Βόλγα κ αι τ ο ί διο τ ο Στάλινγκραντ, μ ια πόλη π ου απλωνόταν
κατά μήκος της δυτικής όχθης του ποταμού. Στην φάση αυτή ο ι γερμανικές δυνάμεις
φάνηκαν να θριαμβεύουν. Πολλοί Βρετανοί και Αμερικανοί παρατηρητές πίστεψαν
ότι η Σοβιετική Ένωση ίσως αναγκαζόταν να διαπραγματευτεί ή ακόμη και να
παραδοθεί.
Τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, η γερμανική προέλαση άγγιξε τα όριά της. Από τους τρεις
αντικειμενικούς στόχους της γερμανικής επίθεσης, μόνο ένας είχε επιτευχθεί - κι αυτός
προσωρινά: το Στάλινγκραντ είχε τεθεί εκτός δράσης ως βιομηχανικό και επικοινωνιακό
κέντρο, και η κυκλοφορία στον ποταμό Βόλγα είχε διακοπεί. Αλλά οι πετρελαιοφόρες
περιοχές του Καυκάσου δεν είχαν καταληφθεί, ούτε είχαν διασφαλιστεί τα νεοαποκτηθέντα
εδάφη. Οι θεαματικές προελάσεις απέκρυπταν τις αυξανόμενες αδυναμίες. Η εκτεταμένη
γραμμή επικοινωνιών που ξεκινούσε από τη μία και μοναδική σιδηροδρομική γέφυρα του
Δνείπερου, δεν αρκούσε για την απρόσκοπτη στήριξη της προέλασης και για τη διατήρηση
της ισχύος των προωθημένων κλιμακίων. Η Ομάδα Στρατιών Α (της οποίας την διοίκηση
είχε αναλάβει ο Χίτλερ και την ασκούσε από το μακρινό προσωπικό του αρχηγείο) και η
Ομάδα Στρατιών Β δεν αλληλοϋποστηρίζονταν πλέον.
Η σοβιετική Ανώτατη Διοίκηση συγκέντρωνε ολοένα και περισσότερες δυνάμεις στο
Στάλινγκραντ, ενάντια στην γερμανική 6η Στρατιά και την 4η Στρατιά Πάντσερ. Επί τρεις
μήνες σχεδόν, οι μάχες στην πόλη ήταν συνεχείς και θηριώδεις. Στις οδομαχίες οι Γερμανοί
έχασαν το πλεονέκτημα της ανώτερης οργάνωσης και τακτικής. Αργά και βασανιστικά, η γερμανική 6η Στρατιά επιχειρούσε να εκκαθαρίσει την πόλη, δρόμο με δρόμο, σπίτι με
σπίτι.
Δυτικά του Στάλινγκραντ εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος η πλευρά των δυνάμεων του Άξονα, την
οποία φρουρούσαν ιταλικά και ρουμανικά στρατεύματα. Ο Χίτλερ ήξερε από την αρχή ότι ήταν ανάγκη να φρουρηθεί αυτή η πλευρά. Στην αρχική του διαταγή, τον Απρίλιο του1942, παρατηρούσε ότι το μέτωπο του Ντον θα επεκτεινόταν ολοένα και περισσότερο.
Έπρεπε λοιπόν να προετοιμαστούν αμυντικές θέσεις, και οι σύμμαχοι που τις κρατούσαν
έπρεπε να ενισχυθούν από γερμανικές εφεδρικές μεραρχίες. Όμως οι μεραρχίες αυτές
συμμετείχαν στη μάχη του Στάλινγκραντ. Και ενώ ήταν φανεροί οι κίνδυνοι που
εγκυμονούσε η α δύναμη εξέχουσα της καμπής τ ου Ντον, ο Χίτλερ σ υνέχιζε να αρνείται
οποιαδήποτε στρατηγική οπισθοχώρηση, επιμένοντας ότι τα εδάφη που είχαν καταληφθεί
το 1942, μαζί και το Στάλινγκραντ, έπρεπε να κρατηθούν ως γραμμή αφετηρίας για την
εκστρατεία του 1943. Στα μέσα του Νοεμβρίου, η μια πλευρά της γερμανικής εξέχουσας,
κορυφή της οποίας ήταν το Στάλινγκραντ, προστατευόταν από μια ρουμανική στρατιά, με
το -φοβερό μόνο κατ' όνομα- «480 Σώμα Πάντσερ» σε εφεδρεία, αποτελούμενο από μια
ρουμανική θωρακισμένη μεραρχία (με παρωχημένα τσέχικα άρματα) και τη γερμανική 22η Μεραρχία Πάντσερ. η οποία ήταν ελλιπώς επανδρωμένη και βρισκόταν σε φάση
επανεξοπλισμού.
Στις 19 Νοεμβρίου, μετά από παρατεταμένο μπαράζ πυροβολικού, οι Ρώσοι επιτέθηκαν
ρίχνοντας στη μάχη την 5η Θωρακισμένη Στρατιά (με 300 άρματα μάχης, από τα οποία τα
περισσότερα ήσαν Τ-34, αντίστοιχα των οποίων δεν διέθεταν οι Ρουμάνοι) και την 1η
Στρατιά Φρουράς.
Την άλλη πλευρά της εξέχουσας φρουρούσαν η ρουμανική 4η Στρατιά και η γερμανική 4η
Στρατιά Πάντσερ. Η τελευταία είχε χάσει τα μηχανοκίνητα στοιχεία της, τα οποία είχαν
αποσπαστεί και συμμετείχαν στις μάχες γύρω από το ίδιο το Στάλινγκραντ. Υπό τις διαταγές
του Στρατηγού Χοθ είχαν απομείνει μόνο 2 ρουμανικές και 2 γερμανικές μεραρχίες πεζικού.
Εναντίον αυτών των δυνάμεων επιτέθηκαν, στις 20 Νοεμβρίου, η 51η και η 57η σοβιετική
στρατιά. Η πρώτη περιλάμβανε το 40 Μηχανοκίνητο Σώμα, με 20.000 άνδρες, 2.000
καμιόνια και 220 άρματα μάχης. Στις 23 Νοεμβρίου, κάποιες από τις μονάδες της
συναντήθηκαν με προωθημένες μονάδες της σοβιετικής 5ης Θωρακισμένης Στρατιάς,
αποκόπτοντας περισσότερους από 200.000 Γερμανούς στο Στάλινγκραντ.
Ο Χίτλερ απέρριψε την ιδέα μιας άμεσης προσπάθειας να σπάσει ο κλοιός που περιέσφιγγε
την παγιδευμένη 6η Στρατιά. Προτίμησε τον από αέρος ανεφοδιασμό της, για να αντέξει
μέχρις ότου φτάσει βοήθεια απ' έξω.
Όμως τα εφόδια που μπορούσαν να μεταφερθούν
από αέρος αποδείχτηκαν ανεπαρκή, και οι δυνάμεις που συγκέντρωσε ο Μάνσταϊν για να
απεγκλωβίσουν τον Στρατηγό Πάουλους στο Στάλινγκραντ δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν
αρκετά.
Από τους 100.000 Γερμανούς που αιχμαλωτίστηκαν, ελάχιστοι επέστρεψαν στη Γερμανία.
Όσο οι μάχες μαίνονταν στο Στάλινγκραντ, η εκεί αντίσταση βοήθησε στη σωτηρία της
γερμανικής στρατιάς στον Καύκασο από το να αποκοπεί κατά την οπισθοχώρησή της από
μια ρωσική επίθεση σ το Ροστόβ· α κόμη κ ι έ τσι όμως ο ι Γερμανοί α ναγκάστηκαν ν α
εγκαταλείψουν αυτή την ύστατη προσπάθεια κατάληψης των ρωσικών πετρελαιοπηγών.
Με ενισχύσεις που κατέφθασαν εσπευσμένα από τη δύση, ο Μάνσταϊν μπόρεσε με τη
σειρά τ ου ν α α πειλήσει τις ρωσικές επικοινωνίες και -επιτιθέμενος υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες-
να ανασυγκροτήσει μια γραμμή στη νότια Ρωσία, κοντά σε εκείνη που υπήρχε στις
αρχές του 1942. Επρόκειτο να εξαπολυθεί μία ακόμη μεγαλύτερη γερμανική επίθεση, αλλά
η γερμανική εισβολή στη Ρωσία είχε εξαντλήσει τα όριά της εκείνο το φθινόπωρο του
1942: Ο Στάλιν και η Σοβιετική Ένωση θα επιβίωναν. Τη χρονιά εκείνη, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε πει
ότι η Γερμανία δεν θα κέρδιζε τον πόλεμο, αν ο γερμανικός στρατός δεν κρατούσε τον
Καύκασο και τη λεκάνη του Ντονέτς - και ακριβώς σ' αυτό είχε μόλις αποτύχει.
Πώς αναχαιτίστηκαν τελικά οι Γερμανοί;
Οπωσδήποτε όχι χάρη στην αριθμητική υπεροχή του Κόκκινου Στρατού.
Αυτό που μέτρησε πάνω απ' όλα ήταν οι καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες δυνάμεις. Το καλοκαίρι του
1942, οι γερμανικές χερσαίες δυνάμεις στην ανατολή αριθμούσαν 2.600.000 άνδρες. Ο
Κόκκινος Στρατός αντιπαρέταξε στα πεδία μαχών 3.000.000, ίσως και 3.500.000. Πολύ
σημαντικότερη, ωστόσο, υπήρξε η βελτίωση της ποιότητας και του εξοπλισμού των Ρώσων
στρατιωτών. Από τα τέλη του 1941, δόθηκε προτεραιότητα σε εξοπλισμό και ανθρώπινο
δυναμικό στις επίλεκτες μονάδες "Φρουρών". Επιπλέον -και ί σως α υτό α ποτέλεσε τ ην
μεγαλύτερη απογοήτευση των Γερμανών- η απώλεια ενός πολύ μεγάλου μέρους
βιομηχανικών περιοχών της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, μόνο προσωρινά ανέκοψε την ρωσική
πολεμική παραγωγή. Μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 1942, κατασκευάστηκαν σχεδόν
διπλάσια άρματα μάχης Τ-34 σε σύγκριση με το πρώτο: 8.100 έναντι 4.400. Άλλος μεγάλος
παράγοντας ήταν η ανεπάρκεια των γερμανικών γραμμών επικοινωνίας. Στη ρωσική
πλευρά, οι καλύτερες παράπλευρες επικοινωνίες επέτρεψαν στον ρωσικό στρατό να
ενισχύσει ευκολότερα κρίσιμους τομείς αντλώντας δυνάμεις από άλλους. Η βελτίωση της
οργάνωσης, επίσης, έκανε τους Ρώσους πιο ευέλικτους - αν και υπήρξαν στιγμές όπου οι
υποχωρήσεις τους μετατράπηκαν σε άτακτη φυγή. Οι δυτικοί Σύμμαχοι άρχισαν να
συνεισφέρουν εφοδιάζοντας τους Ρώσους με φορτηγά οχήματα: μέχρι τον Ιούλιο του 1942,
οι ΗΠΑ έστειλαν στη Ρωσία πάνω από 35.000 καμιόνια και 6.000 τζιπ. Από τον Ιούλιο ως τον
Οκτώβριο του 1942 οι Γερμανοί στο νότιο μέτωπο έχασαν τουλάχιστον 150.000 άνδρες,
τους οποίους δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις αυξάνονταν.
Στον τομέα του Στάλινγκραντ, τον Ιούλιο του 1942 Γερμανοί και Ρώσοι ήσαν σχεδόν
ισάριθμοι - ενώ τον Νοέμβριο οι Ρώσοι ήταν τουλάχιστον τριπλάσιοι από τους Γερμανούς,
που ως ισχνό αντιστάθμισμα είχαν στο πλευρό τους Ρουμάνους, Ούγγρους και Ιταλούς, και
μετά την παράδοση των Γερμανών στο Στάλινγκραντ, η Ομάδα Στρατιών του Μάνσταϊν
υπολειπόταν ακόμη περισσότερο.
Μετά το Στάλινγκραντ, η ισορροπία δυνάμεων στο ανατολικό μέτωπο απέκλειε μια τρίτη
απόπειρα μεγάλης γερμανικής επίθεσης που θα εξασφάλιζε μια για πάντα τη νίκη. Η
Γερμανία στηριζόταν στη στρατηγική άμυνα, και από τώρα και στο εξής η μόνη ελπίδα του
Χίτλερ ήταν να διασπάσει τους Συμμάχους. Για να το πετύχει, προσπάθησε να καταδείξει
ότι η καταστροφή τ ων Γερμανών εισβολέων θα απαιτούσε απίστευτες θυσίες και ότι ο
Στάλιν θα έπρεπε να επιδιώξει κάποιον συμβιβασμό. Στη συνέχεια, ο Χίτλερ θα μπορούσε γι' άλλη μια φορά να στρέψει την ανατολή κατά της δύσης.
Πηγή: Alastair Parker "Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος The Second World War"