Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε,
ἂν στ’ ὡραῖο σας περιβόλι
τὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτε
μὲ ὁλοφάνερη μορφή.
Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο,
μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη,
στ’ ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσω
μόσχους, χρώματα, ζωή.
Μὲ χαρούμενα σημεῖα,
σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,
νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία
τὴν εὐγνωμονη καρδιά.
Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέρια
γιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει;
Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια,
νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.