Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διόνυσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διόνυσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάτυροι και οι Σειληνοί – Η συνοδεία του Διονύσου

 Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.



Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Από μιαν ορισμένη εποχή και ύστερα, η διάκριση ανάμεσα στους Σάτυρους και τους Σειληνούς εξαφανίστηκε και γενικά τους συγχέουν δίνοντάς τους αδιάφορα το ένα ή το άλλο όνομα. Στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις επικράτησε περισσότερο ο τύπος του Σάτυρου με αυτιά και ουρά αλόγου.

Ο αριθμός των Σειληνών είναι απροσδιόριστος. Ένας τους ωστόσο έχει ειδική θέση ο οποίος θεωρείται ότι διαπαιδαγώγησε τον Διόνυσο. Έλεγαν πως ήταν γιος του Πανός και μιας Νύμφης. Άλλοι όμως συγγραφείς θεωρούσαν πατέρα του τον Απόλλωνα.

Κατά έναν άλλο μύθο ότι είχε γεννηθεί όπως οι Γίγαντες, από τις σταλαγματιές του αίματος του ακρωτηριασμένου Ουρανού. Διέμενε στο βουνό Νύσα που, κατά το μύθο, ανατράφηκε από τις Νύμφες ο Διόνυσος. Αυτές εμπιστεύθηκαν τη μόρφωση του νέου θεού στο Σειληνό, που έγινε κατά κάποιο τρόπο αχώριστος σύντροφός του. Τον θεωρούσαν σοφό και πως είχε το χάρισμα της προφητείας, που όμως δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει παρά μονάχα μεθυσμένος.

Γι’ αυτό φρόντιζαν να τον πιάσουν και να τον μεθύσουν για να του αποσπάσουν αποκαλύψεις για το μέλλον. Έτσι έπεσε στα χέρια του βασιλιά Μίδα, κοντά σε μια πηγή κατά τους μεν, επάνω στο βουνό Βέρμιο της Μακεδονίας κατά τους δε, Όταν τον έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αρνήθηκε στην αρχή να μιλήσει. Ωστόσο σε λίγο μίλησε για τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. “Θα ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο να μη γεννιόταν ή να πεθαίνει μόλις γεννιέται”, είπε.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Σειληνός είχε πιαστεί πολλές φορές από θνητούς που ήθελαν να φωτιστούν από τη σοφία του. Στην έκτη “Εκλογή” του, ο Βιργίλιος διηγείται, πως δύο τσοπανόπουλα, που τους είχε στ’ αστεία συχνά υποσχεθεί ο Σειληνός να τους πει ένα από τα τραγούδια του, βρήκαν το γερο-Σειληνό σε μια σπηλιά μέσα να κοιμάται. Τον έδεσαν με τη βοήθεια της Νύμφης Αίγλης με το στεφάνι που είχε γλιστρήσει μέσα στον ύπνο του από το κεφάλι του.

Σαν ξύπνησε, γέλασε με την πονηριά τους κι άρχισε ένα τραγούδι για το πως γεννήθηκε ο κόσμος και το κάθε τι που ζει, λέγοντάς τους πανάρχαιους μύθους του Κρόνου, της Πύρρας και του Προμηθέα. Έτρεξαν όλα τα γύρω ζωντανά κοντά του να τον ακούσουν.

Να ακούσουν το τραγούδι του γερο-Σειληνού, ακόμα κι οι βαλανιδιές σαλεύανε τις κορυφές τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας έδειχναν μια πέτρα όπου είχε καθίσει Σειληνός να ξαποστάσει, τότε που είχε έρθει μαζί με τον Διόνυσο στην πρωτεύουσα της Αττικής.

Στην αγορά της Ήλιδας, στην Πελοπόννησο, υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Σειληνό, με άγαλμα του θεού που η Μέθη του πρόσφερε ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Και στον Μαλέα της Λακωνίας τιμούσαν επίσης τον Σειληνό, όπου είχε εγκατασταθεί ο σύντροφος τούτος του Διονύσου, καθώς πίστευαν. Και στη Φολόη, ως έλεγαν είχε αποκτήσει ο Σειληνός από τη Νύμφη Μελία τον Κένταυρο τον Φόλο.

Σύμφωνα με κάποιο μύθο που αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, πίστευαν οι Αρκάδες πως ο Σειληνός ήταν πατέρας του “Νομίου Απόλλωνος”, του προστάτη των κοπαδιών δηλαδή. Σε μεταγενέστερη εποχή θεωρούσαν γιο του Σειληνού ένα μυθικό πρόσωπο, τον Στάφυλο, που πρώτος ανακάτεψε το κρασί με το νερό. Ένας Αιγύπτιος συγγραφέας, ο Νόννος, αναφέρει τρεις γιους του Σειληνού: τον Αστραίο, τον Μάρωνα και τον Ληνέο.

Οι Σειληνοί απεικονίζονται συχνά χορεύοντας με τις Μαινάδες, και ήταν και μουσικοί. Η λύρα δεν ήταν άγνωστη στους Σειληνούς, που συνόδευαν τα τραγούδια τους μ’ αυτή. Παράδειγμα, ο μύθος του Σάτυρου Μαρσύα που προκάλεσε τον Απόλλωνα με τη λύρα του.

Πριν να συσχετιστούν με τον Διόνυσο οι Σειληνοί και οι Σάτυροι υπήρχαν ως χωριστές οντότητες στη φαντασία των Ελλήνων. Εξηγούσαν το συνδυασμό τους αυτό με το θεό, στην αρχαιότητα, με τη μεγάλη έλξη που ασκούσε η νέα, η διονυσιακή λατρεία που υιοθετεί σιγά σιγά τα δευτερεύοντα πνεύματα των νερών, των δασών και των πηγών. Οι Σάτυροι ξανάρχισαν για τον Διόνυσο τους τελετουργικούς χορούς, που είχαν άλλοτε εκτελέσει για την Κυβέλη. Οι εξωτικές τελετές αυτής της λατρείας προκαλούσαν στους πιστούς κρίσεις ενθουσιασμού: πίστευαν πως είχαν καταληφθεί απ’ το θεό και πως μεταμορφώνονταν σε ιερά ζώα, τράγους και άλογα (Σάτυρους και Σειληνούς)

Ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί έχασαν το ζωωδικό τους χαρακτήρα και δεν ήταν πια παρά άνθρωποι μεταμφιεσμένοι, που έπαιρναν μέρος σε εκδηλώσεις θορυβώδικες κατά τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου. Κι από τούτη τη συμμετοχή γεννήθηκε στην Αθήνα ο διθύραμβος, η τραγωδία και το σατυρικό δράμα.

Οι ηθοποιοί που έπαιζαν ρόλο Σατύρων φορούσαν μάσκα που θύμιζε τα χαρακτηριστικά των μυθικών προσώπων που υποτίθεται πως παράσταιναν. Ήταν ως τη μέση γυμνοί ή φορούσαν τουλάχιστον εάν λεπτό “φανελάκι” σε απόχρωση δέρματος. Όχι σπάνια, όμως, σκεπάζονταν με δέρμα ζώου ή φορούσαν συνηθισμένα ρούχα. Στα πρώτα χρόνια οι Χορευτές ήταν δώδεκα. Στις καλλιτεχνικές παραστάσεις που διασώθηκαν βλέπουμε ανάμεσά τους και Σάτυρους, που εύκολα αναγνωρίζονται απ’ τη μορφή και το ντύσιμό τους.

Οι Σειληνοί βοήθησαν τον Διόνυσο κατά τη Γιγαντομαχία, καβάλα σε γαϊδάρους, που τα γκαρίσματά τους τρομοκράτησαν τους αντίπαλους των Ολύμπιων. Ένα αγγείο αρχαϊκής εποχής δείχνει τον Διόνυσο να μπήγει το θύρσο του στο σώμα ενός Γίγαντα που είχε πέσει κάτω, ενώ ένας πάνθηρας χώνει τα δόντια του στο στήθος του.

Οι δυο Σειληνοί τρέχουν προς το μέρος του Γίγαντα, που ο ένας τους κρατάει στο δεξί του μπράτσο ένα δέρμα πάνθηρα και με το αριστερό του χέρι παίρνει από κάτω μια πέτρα για να τη ρίξει κατά του πεσμένου Γίγαντα, ενώ ο σύντροφός του κρατάει ασπίδα και δόρυ με την αιχμή του προς τα κάτω. Στην άλλη πλευρά του αγγείου απεικονίζεται ένας οπλισμένος Σειληνός πάνω σε πολεμικό άρμα, που δυο άλλοι το σέρνουν άοπλοι και πίσω από το άρμα ένας τέταρτος Σειληνός σαλπίζει.

Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου παρουσιάζονται οι Σειληνοί να ‘χουν δοσοληψίες με τους θεούς. Στο περίφημο “αγγείο του Βρύγγου” απεικονίζονται να τσακώνονται με την αγγελειαφόρο των θεών, την Ίριδα, καθώς και η Ίριδα παίρνει από το βωμό την ουρά μιας αγελάδας που θυσιάστηκε, προστρέχουν τρεις Σειληνοί. Ο ένας πιάνει τη θεά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθεί να της πάρει την ουρά.

Ο άλλος ορμάει πάνω από το βωμό, ενώ ο τρίτος τρέχει κι αυτός να βοηθήσει. Ο Διόνυσος παρακολουθεί τούτη τη σκηνή μ’ ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι και μ’ έναν κάνθαρο στο δεξί. Και μένει κατάπληκτος απ’ την τολμηρή ασέβεια των Σειληνών. Στο ίδιο αγγείο, έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης Σειληνούς που θέλουν να βιάσουν την ίδια τη σύζυγο του Διός, την Ήρα. Την υπερασπίζει ο Ερμής, που μπήκε ανάμεσά τους, όμως η θεά σώζεται μόνο μετά την επέμβαση του Ηρακλή, που μόλις φάνηκε το έβαλαν στα πόδια.

Φαίνεται πως ο ένδοξος ήρωας ενέπνεε πάντα απερίγραπτο φόβο στους ακόλουθους του Διονύσου. Το μαρτυρούν πολλές αγειογραφίες που σώθηκαν ως τις μέρες μας. Σε μιαν απ’ αυτές έξι Σειληνοί είναι μαζεμένοι γύρω από τον Διόνυσο και δίπλα στον καθένα βρίσκεται ένα δοχείο γεμάτο κρασί. Ξαφνικά, φτάνει ο Ηρακλής φορώντας τη λεοντή και οπλισμένο με το ρόπαλό του και με το τόξο. Ο Διόνυσος χαιρετά το γιο της Αλκμήνης, ενώ οι Σειληνοί φαίνονται, περίτρομοι, να παίρνουν τις πιο κωμικές στάσεις.

Σ’ άλλην αγγειογραφία απεικονίζεται ο Ηρακλής ξαπλωμένος δίπλα στον Διόνυσο. Ένας Σειληνός, που σέρνεται στα γόνατα, πάει να κλέψει ένα γλύκισμα, ενώ ένας σύντροφός του κοιτάει αλλού, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σε άλλο αγγείο απεικονίζεται ο Ηρακλής να βαδίζει πίσω από δύο Σειληνούς δεμένους, ο ένας με τον άλλον απ’ τα χέρια, ενώ οι δυο άλλοι το βάζουν στα πόδια.

Ακόμα, βλέπουμε σε αγγειογραφίες Σειληνούς να έχουν κλέψει τα όπλα του Ηρακλή την ώρα που κοιμόταν και μόλις ο γιος του Διός και της Αλκμήνης κάνει κάποια κίνηση στον ύπνο του ή ανοίγει τα μάτια, το βάζουν στα πόδια εγκαταλείποντας τα κλοπιμαία.

Οι Σάτυροι τα βάζουν και με έναν άλλο διάσημο ήρωα, τον Περσέα, που για να απαλλαγεί από αυτούς αναγκάστηκε να δείξει το κεφάλι της Γοργόνας. Και είναι πραγματικά πολύ κωμικός ο τρόπος που οι Σάτυροι καταφοβισμένοι κλείνουν τα μάτια τους και γονατίζουν.

ΟΙ ΣΕΙΛΗΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΤΥΡΟΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Παρουσιάζονται στις αρχαιότερες καλλιτεχνικές απεικονίσεις που μας έχουν διασωθεί, πρώτοι οι Σειληνοί, που κατά τη διάπλασή τους μοιάζουν μάλλον με τα άλογα, ενώ οι Σάτυροι με τράγους.

Σε νομίσματα της Θάσου απεικονίζονται, καθώς και σε κοσμήματα, με ουρά, αυτιά και οπλές αλόγου. Σε μια σαρκοφάγο στις Κλαζομενές, σ’ ένα από τα αρχαιότερα μνημεία που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας βλέπουμε έναν Σειληνό με ολότελα κτηνωδική μορφή. Η μύτη του είναι χονδρή και ανασηκωμένη, στρογγυλά τα μάτια του, όμοια με χαίτη τα γένεια του και τα μαλλιά του, τ’ αυτιά του μυτερά. Κι έχει οπλές στα πόδια του και μια ουρά κάτω απ’ τη μέση.

Πάνω σ’ έναν αμφορέα στο Λέυντεν παρουσιάζονται έξι Σειληνοί και μαζί έξι Νύμφες. Οι Σειληνοί έχουν ανάλογα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά: χονδρό κεφάλι, μύτη πλακουτσωτή, γαϊδουρινά αυτιά, πυκνή χαίτη, μακρύ γένι που σκεπάζει την κοιλιά και ουρά αλόγου. Στην Αττική οι Σειληνοί, ενω διατηρούσαν στ’ αρχαϊκά αγγεία τον κτηνώδικο χαρακτήρα τους, έχουν και κάποια χάρη, με κεφάλι που δεν τους διαφοροποιεί πολύ απ’ τους ανθρώπους. Κι έχουν καμιά φορά αλόγου πόδια κι άλλες πάλι φορές ανθρώπου. Και είναι ολότελα ντυμένοι.

Στα αρχαιότερα αττικά αγγεία, απεικονίζονται οι Σειληνοί συνοδεύοντας προπάντων τον Διόνυσο, όμως και χορεύοντας με τις Μαινάδες ή απαγάγοντάς τες. Αλλά κυρίως ως υπηρέτες του θεού, όπως στη σκηνή της επιστροφής του Ηφαίστου, που τον ξαναφέρνει ο Διόνυσος στον Όλυμπο. Ωστόσο, η συνοδεία του θεού δεν έχει ακόμα τον οργιαστικό χαρακτήρα, που θα πάρει αργότερα. Αυτό δεν εμποδίζει τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς στις πιο άσεμνες στάσεις και να κουβαλάνε στη ράχη τους ασκιά γεμάτα κρασί ή να κρατάνε στο χέρι τους μια οινοχόη, χωρίς να πίνουν οι ίδιοι.

Κατά τον τρύγο οι Σειληνοί βοηθούν στο να συλλέγουν τον καρπό, να μαζεύουν δηλαδή τα σταφύλια, να τα φέρνουν στο πατητήρι (το ληνό) και να τα πατούν. Παίζουν κιθάρα και αυλό. Όσο για τα ζώα που τους συνοδεύουν, είναι το μουλάρι, ο γάιδαρος, ο τράγος και κάποιες φορές κι ο ταύρος.

Ο τύπος ωστόσο του Σειληνού, κάτω από την επιρροή των Αθηναίων καλλιτεχνών, κατά την περίοδο που ακολουθεί την εποχή της Αρχαϊκής τέχνης, μεταβάλλεται. Τα μακριά του τα μαλλιά εξαφανίζονται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια φαλάκρα σχεδόν ολοκληρωτική.

Η έκφραση του προσώπου γίνεται λιγότερο κτηνωδική, πιο ζωντανή, και συχνά βρίσκουμε τους Σειληνούς μαζί με τις Μαινάδες παρέα, αλλά προπάντων να συνοδεύουν τον Διόνυσο, χορεύοντας τριγύρω του και παίζοντας αυλό. Ετούτη μάλιστα την εποχή οι καλλιτέχνες απεικονίζουν τους Σειληνούς στις μυθικές σκηνές τους βιασμού της Ίσιδας και της Ήρας, πάλη με τον Ηρακλή, κ.α.

Στην κλασική εποχή η τάση να απεικονίζουν τους Σειληνούς λιγότερο άγριους, να τους δίνουν κάποια γλυκύτητα κι ευγένεια γίενται εντονότερη ολοένα: έχουν τώρα σώμα λυγερό κι είναι γενικά φαλακροί, πράμα που τους κάνει (η φαλάκρα) αστείους και συμπαθητικούς. Και τα γένια τους είναι αρκετά πυκνά, μα η ουρά τους πιο κοντή, που φτάνει μόλις ως τα γόνατά τους. Και είναι η έκφρασή τους στο πρόσωπο σοβαρή και κάποτε μάλιστα και μελαγχολική. Και είναι σχεδόν πάντοτε γυμνοί, με κύριο έμβλημά τους το θύρσο. Και παίζουν το διπλόν αυλό και παίζουν και τη λύρα.

Για ένα μάλιστα μεγάλο χρονικό διάστημα οι καλλιτέχνες αναπαρίσταναν τους Σειληνούς ως άνδρες προχωρημένης ηλικίας. Έπειτα πήραν τη συνήθεια να παρουσιάζουν πλάι σ΄αυτούς τους ηλικιωμένους και άτομα πιο νέα, με κινήσεις λιγότερο βαριές. Συναντούμε και τον τύπο του παιδαγωγού του Διονύσου, να φροντίζει ως πατέρας τον κύριό του – τύπος που θα γίνει κλασικός από τον 4ο π.Χ. αιώνα και ύστερα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με σωκρατικό πρόσωπο, φαλακρός κι αγένειος, άσχημος και πρόσχαρος μαζί, με μέλη παχιά και κοιλαράς.

Είναι μάλιστα εξακριβωμένο πως το δεύτερο μισό της Κλασικής εποχής εξαφανίστηκε η τάση να δίνεται στους Σειληνούς μια έκφραση λιγότερο αχαλίνωτη. Απεναντίας τώρα κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο η οργιαστική πλευρά της διονυσιακής λατρείας, που οδηγεί τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς όχι με την έκταση των Μαινάδων, αλλά με μια ελευθερία συμπεριφοράς που θυμίζει την Αχαϊκή τέχνη.

Η αναπαράσταση των Σειληνών με την πλαστική τέχνη παρουσιάζεται σε μια σχετικά νεότερη εποχή της ελληνικής τέχνης. Μονάχα από λογοτεχνικές πηγές μας είναι γνωστό το περίφημο σύμπλεγμα του Μύρωνα, με την Αθηνά να πετάει κάτω τον αυλό που είχε επινοήσει, μα που της παραμόρφωνε το στόμα, και τον Μαρσύα ν΄ανυπομονεί να τον περιμαζέψει.

Αντίθετα, κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα μεγάλοι γλύπτες βάλθηκαν ν’ απεικονίσουν πρόσωπα που ως τότε είχαν τραβήξει την προσοχή μονάχα των αγγειογράφων. Κι ήταν το περιφημότερο από τ’ αγάλματα αυτά ο “Σάτυρος του Πραξιτέλη”, που διασώθηκαν πολλά αντίγραφά του. ‘Εχουμε μπροστά μας ένα νέο με κανονικά χαρακτηριστικά, που μονάχα τα μυτερά του αυτιά θυμίζουν τους πρωτόγονους σύντροφους του Διονύσου. Στηρίζεται σε έναν κορμό δέντρου και με το κεφάλι του, ελαφριά σκυμμένο, κοιτάει μακριά στο άπειρο.

Στο “μνημείο του Λυσικράτη” επίσης είναι μαζεμένοι γύρω στον Διόνυσο νεαροί Σάτυροι. Ένας άλλος μεγάλος γλύπτης, ο Λύσιππος, είχε αναπαραστήσει τον Σειληνό με τον Διόνυσο παιδί. Το καλύτερο αντίγραφο του θαυμάσιου αυτού έργου, που είχε αποδοθεί στην αρχή στον Πραξιτέλη, βρίσκεται στον Λούβρο.



Όσο για το Σειληνό από τούτη την εποχή κυριάρχησε στη γλυπτική ο τύπος του καλοκαμωμένου ανθρώπου, που οι μυώνές του είχαν ήδη υποστεί την εισβολή του λίπους, ως αποτέλεσμα της καλοφαγίας. Κι είναι το κρανίο του μυτερό και φαλακρό, το μέτωπό του ρυτιδωμένο κι έχει και πυκνή γενειάδα. Τα χοντρά, μυτερά αυτιά του μοιάζουν με αυτιά χοίρου.

Η Ελληνιστική εποχή είναι πολύ πλούσια σε αναπαραστάσεις κάθε είδους Σειληνών και Σατύρων. Το ίδιο ισχύει και για τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Από τότε οι καλλιτέχνες επιδίδονταν ολοένα και περισσότερο στην αναπαράσταση νεαρών Σατύρων και γερόντων Σειληνών.

Πηγή: Pronews

O Διόνυσος στους Δελφούς. Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη

 H παράδοση διασώζει την πληροφορία ότι ο θεός που πήρε πρώτος στην κατοχή του τον μαντικό τρίποδα των Δελφών, πριν από την άφιξη του Aπόλλωνα, ήταν ο Διόνυσος, η προφητική πλευρά του οποίου δεν είναι αμάρτυρη. Aρκεί να μνημονεύσουμε εδώ τις γνωστές επωνυμίες του "Γυναικομάνης" και "Mουσόμαντις”, αυτός δηλαδή που προκαλεί μανία διονυσιακή στις γυναίκες και μαντεύει με τη συμβολή των Mουσών.



Πρέπει επομένως να δεχτούμε ότι ο Aπόλλων διεκδίκησε το Mαντείο και το κατεξοχήν σύμβολό του, τον μαντικό τρίποδα, όχι μόνο από την "Πρωτόμαντιν  Γαίαν", σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, αλλά και από τον νεότερο αδελφό του, Διόνυσο.

Σκηνή διαμάχης για την κατοχή του μαντικού τρίποδα μεταξύ του Aπόλλωνα και μιας ανδρικής θεότητας, που αναγνωρίζεται όμως ως Hρακλής και όχι ως Διόνυσος, εικονίζεται στο ανατολικό αέτωμα του Θησαυρού των Σιφνίων.

H οργιαστική λατρεία του Διονύσου ήταν  ιδιαίτερα ακμαία στους Δελφούς και ασκούνταν παράλληλα με την λατρεία του Aπόλλωνα. Tο άλογο, πάντως, μη νηφάλιο στοιχείο δεν έλειπε ούτε από το τυπικό της απολλώνειας λατρείας, όπως αποδεικνύεται τουλάχιστον από το ρόλο της Πυθίας, που χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης. Aυτό ακριβώς το στοιχείο του εν-θουσιασμού και της έκστασης είναι που χαρακτηρίζει τις οργιαστικές λατρείες.

O Aριστοτέλης ήξερε ότι κανείς δεν μπορεί να αντέξει τη ζωή της καθαρής λογικής, παρά μονάχα για σύντομα χρονικά διαστήματα. O θεός που με απλά μέσα δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο, για ένα έστω σύντομο χρονικό διάστημα, να πάψει να είναι ο εαυτός του ή να γίνεται εκτός εαυτού, να απελευθερώνεται από τις καθημερινές έγνοιες και ευθύνες, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής.

 

ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Kάθε χρόνο στις αρχές του Nοέμβρη, όταν οι μέρες γίνονταν μικρές και τα πρώτα χιόνια κάλυπταν τις κορφές του Παρνασσού, ο Aπόλλων εγκατέλειπε, όπως πίστευαν, το ναό του στους Δελφούς και μετέβαινε στη χώρα των Yπερβορείων, όπου παρέμενε επί τρεις μήνες, ώς τις αρχές του Φεβρουαρίου. Eπί τρεις μήνες το μαντείο δεν έδινε χρησμούς. Oι παιάνες σιγούσαν και στο δελφικό τέμενος αντηχούσαν οι διονυσιακοί διθύραμβοι.

Kάθε δύο χρόνια κατά τον δελφικό μήνα Aμάλιο (περί τα τέλη Iανουαρίου) τελούνταν στους Δελφούς επίσημη γιορτή προς τιμήν του Διονύσου. Tο τυπικό της το διεκπεραίωναν αποκλειστικώς γυναίκες που έφεραν την επωνυμία Θυιάδες (τοπική ονομασία των Mαινάδων) και συγκροτούσαν διονυσιακό θίασο με επικεφαλής την Aρχηίδα (Hγέτιδα) των Θυιάδων. Στη γιορτή συμμετείχαν και Θυιάδες από την Aττική, καθώς και μυημένοι στα διονυσιακά μυστήρια άνδρες και γυναίκες.

Oι Θυιάδες και η Aρχηγέτιδά τους ήταν υπαρκτά και όχι μυθικά πρόσωπα.

 

ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΥΜΝΟΙ

Tο λατρευτικό είδωλο του Διονύσου που δεχόταν θυσία κατσικιού και αναίμακτες προσφορές (κρασί, φρούτα, γλυκίσματα) είχε τη μορφή μιας μάσκας, τοποθετημένης μέσα σε λίκνο (κούνια μωρού) η κρεμασμένης σε ξύλινο στύλο, όπως δείχνουν παραστάσεις σε αττικά αγγεία. Σημαντική θεωρείται η πληροφορία του Παυσανία, ότι μια χάλκινη μάσκα του θεού, ανάθημα των Mηθυμναίων της Λέσβου, βρισκόταν κρεμασμένη στα BA του ναού του Aπόλλωνα.

Ξεχωριστή όμως αξία έχει η διονυσιακή παράσταση γύρω στον πόλο της Kαρυάτιδας του Θησαυρού των Σιφνίων, καθώς και η παρουσία του Διόνυσου στο κέντρο του δυτικού αετώματος του κλασικού ναού του Aπόλλωνα ανάμεσα στις Mαινάδες, που φορούν δορές ελαφιών.

Tον 4ο αι. π. X. κάποιος Φιλόδαμος συνέθεσε ύμνο για τις δελφικές γιορτές του Διονύσου, στον οποίο ακούγονταν οι τελετουργικές λέξεις ευοί και ιέ παιάν.

O φημισμένος Σάμιος αυλητής Σάτυρος ανέθεσε ένα χορικό άσμα με τον τίτλο "Διόνυσος", καθώς και απόσπασμα από τις “Bάκχες” του Eυριπίδη, συνοδευόμενο από μουσική για κιθάρα.

 

TΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

 

Oι Θυιάδες ανέβαιναν στον Παρνασσό (Oρειβασία) και μέσα στη μυστηριακή ατμόσφαιρα της ορεινής νύχτας (Παννυχίδα), υπό την επήρεια του οίνου και του οργιαστικού χορού με τη συνοδεία αυλού και τυμπάνου, έπεφταν σε έκσταση, έφταναν δηλαδή σε μια κατάσταση ομαδικής υστερίας, με αποκορύφωμα τον Διασπαραγμό και την Ωμοφαγία, τον διαμελισμό δηλαδή του ζωντανού κατσικιού και την βρώση της ωμής σάρκας του. Mε την πράξη αυτή γίνονταν κοινωνοί του θείου, πριν πάρουν τον δύσβατο δρόμο της επιστροφής για τους Δελφούς. O Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι κατά τη διάρκεια του τρίτου ιερού πολέμου (354 - 353 π.X.) οι Θυιάδες περιπλανήθηκαν μέσα στη χιονοθύελλα, επιστρέφοντας από τον Παρνασσό στους Δελφούςλ και βρέθηκαν κατά λάθος στο εχθρικό έδαφος της Λοκρικής Αμφισσας.

Tα φαινόμενα άλογης συμπεριφοράς, έκστασης και ομαδικής υστερίας παρέμεναν μέσα σε ελεγχόμενα από την κοινότητα όρια: Δεν έφταναν στον άγριο και επικίνδυνο βακχισμό που περιγράφεται στις “Bάκχες” του Eυριπίδη.

Oι γιορτές είχαν ως κεντρικό θέμα την άνοδο του Διονύσου από το βασίλειο του Αδη. Aνάλογο περιεχόμενο είχαν και τα λεγόμενα ορφικά όργια του Διονύσου, που τελούνταν στην Aθήνα και σχετίζονταν με τα πάθη του θεού, δηλαδή τον διαμελισμό του στα χέρια των Tιτάνων και την κάθοδό του στον Aδη για να μεταφέρει τη μητέρα του Σεμέλη στον Ολυμπο, όπου μετονομάστηκε σε Θυώνη.

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΣ

O Πλούταρχος σε πραγματεία του (de consolatione uxoris) αναφέρεται στη νεαρή κόρη Kλέα, που είχε μυηθεί από τους γονείς της στα μυστήρια του Oσίριδος και ήταν ταυτόχρονα Aρχηίς του θιάσου των Θυιάδων (Μαινάδων) στους Δελφούς. Tα μυστικά δρώμενα του Oσίριδος ήταν ανάλογα με αυτά του Διονύσου. O ίδιος Bοιωτός στοχαστής και ιερέας, με επιστολή που έστειλε στη σύζυγό του μετά τον αδόκητο θάνατο της κόρης τους Tιμοξένας, προσπαθεί να την παρηγορήσει, ζητώντας από αυτήν να ανακαλέσει με ευχαρίστηση στη μνήμη τις μυστικές τελετές της δελφικής διονυσιακής γιορτής, στις οποίες μυημένοι και οι δύο είχαν λάβει μέρος στα νιάτα τους.

Η επαφή του Αισχύλου με τα Μυστήρια και η στάση του ποιητή απέναντι στο Διόνυσο. Γράφει ο Παπαδόπουλος Παύλος.

   Στο παρόν άρθρο θα διερευνηθεί η σύνδεση του Αισχύλου με τις διάφορες μυστηριακές τελετές, οι οποίες εκτυλίσσονταν στην Αθήνα της κλασικής εποχής. Θα μας απασχολήσει η σύνδεση του έργου του ποιητή κυρίως με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Θα εξεταστεί επίσης και η σχέση του Αισχύλου με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, που υπήρξε διαδεδομένη και στην αρχαία Αθήνα. 

Σάτυροι και Σέληνοι, η συνοδεια του Διόνυσου. Λούβρος


  Ο Αισχύλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα, αυτό αναφέρει ο Αριστοφάνης στους Βάτραχους, κατά την επίκληση και προσευχή του ποιητή στη Δήμητρα ότι «έθρεψε το πνεύμα του» και ότι «πρέπει να φανεί αντάξιος των μυστηρίων»: «Δήμητρα που την ψυχή μου έθρεψες (με τόσα δώρα) για τα μυστήρια σου να με κρίνεις άξιον τώρα». Η γέννηση του ποιητή στην Ελευσίνα οδήγησε σε ορισμένα λάθος συμπεράσματα. ο Αισχύλος μπορεί να μην ήταν πυθαγόρειος, όπως αναφέρει ο Κικέρων, πιθανολογείται όμως, μόνο, ότι ήταν μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια, κάτι το οποίο όμως δεν είναι σε μεγάλο βαθμό εξακριβωμένο.

  Στις μυστηριακές λατρείες τελούνταν η πνευματική μεταμόρφωση του ατόμου που ακολουθεί μια μύηση, ενώ ταυτόχρονα το περιεχόμενο της μύησης στο οποίο υποβάλλεται το άτομο, δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί. Πιθανολογείται ότι στον Αισχύλο ασκήθηκε δίωξη για βεβήλωση των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Το αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια: «Όποιος πράττει κάτι από άγνοια όπως ο Αισχύλος με τα μυστήρια και δε λυπήθηκε για ότι έκανε». Υπονοήθηκε δηλαδή ότι ο Αισχύλος παρατύπησε όσον αφορά τα μυστήρια.

Αναπαράσταση του Διόνυσου, εμπνευσμένη από την κωμωδία του Αριστοφάνη Πλούτος, σε ερυθρόμορφο αγγείο.


  Ορισμένα ίχνη των Ελευσίνιων Μυστηρίων δύναται να εντοπιστούν στο συγγραφικό έργο και γενικότερα στις παραστάσεις του Αισχύλου. Σύμφωνα με μία παράδοση, που όμως δεν είναι απόλυτα αυθεντική, μερικά από τα κοστούμια που σχεδίασε για την τραγική σκηνή τα πήραν οι μεγάλοι ιερείς της Ελευσίνας. Αυτό όμως δεν είναι ξεκάθαρο εάν συνέβη. Το ένδυμα του ελευσίνιου ιερέα ήταν τόσο περίτεχνο, ώστε συχνά διαμοιράστηκε με το μεγαλόπρεπο ένδυμα, που λέγονταν ότι είχε σχεδιάσει ο Αισχύλος για τους βασιλείς των τραγωδιών του. Επιπρόσθετα υπάρχει και μια υπόνοια στις Χοηφόρους συσχετισμού ενός ύμνου του Χορού με τα Ελευσίνια μυστήρια. Την ώρα που ο Ορέστης σκοτώνει τη μητέρα του, οι τρωαδίτισσες σκλάβες που είχαν βαθιά χωνέψει πως το παλάτι καθάρθηκε τελικά, ψάλλουν έναν ύμνο, που ίσως στηρίζεται στο ελευσινιακό τελετουργικό.

  Σε καμία περίπτωση ο Αισχύλος δεν επαναστάτησε εναντίον της παράδοσης, απέναντι στην οποία σε γενικές γραμμές ήταν τοποθετημένες οι διάφορες μυστηριακές λατρείες. Στην ποίηση του Αισχύλου δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε από τον ορφισμό ούτε από άλλες μυστηριακές θρησκείες. Λαχτάρα για λύτρωση και πίστη-προσδοκία σωτηρίας χαρίζονται με βαθύ χάσμα από τον άτεγκτο νόμο της λογοδοσίας, που καθορίζει την τραγική τέχνη γενικότερα. Τον αγώνα του ανθρώπου να ανακαλύψει τη θέση του μέσα στον κόσμο. Μια φράση του Αριστοτέλη (απ 15R) αναφέρει ότι οι μύστες δε χρειάζονται να μάθουν κάτι αλλά διαμορφώνονται παθαίνοντας κάτι. Αντιπαραθέτουμε την πιο καίρια έκφραση της αισχύλειας τραγωδίας, το «παθεί μαθώς»! Μυστήρια και τραγωδία ήταν σε γενικές γραμμές διαφορετικές περιοχές.




  Στο θεό Διόνυσο ανήκαν η τραγωδία και η κωμωδία, τα δράματα παιζόταν στις αρχές της άνοιξης και του χειμώνα (που ανήκαν στο Διόνυσο) παιζόταν τα αρχαία δράματα. Τα δράματα φυσικά δεν ήταν αποκομμένα από την καθημερινή ζωή. Στα Εν Άστυ Διονύσια που τελούνταν κατά πάσα πιθανότητα αρχές Απριλίου, και ήταν ισότιμα με τα Παναθήναια, ο Πεισίστρατος εισήγαγε την τραγωδία. Στην γιορτή αυτή εξασφαλίζονταν η παρουσία του Διόνυσου. Πιθανότατα παραμονή (9 του μήνα Ελαφοβίωνα) οδηγούσαν το λατρευτικό άγαλμα σε ένα ναΐσκο έξω από τα τείχη, όχι πολύ μακριά από το Δίπυλο στα βορειοδυτικά της πόλης, και μετά τη δύση του ηλίου το έφερναν με τη συνοδεία πυρσών πίσω, στη μόνιμη θέση στο ιερό κοντά στο θέατρο. Πριν τις παραστάσεις γινόταν θυσίες και καθαρμοί, πιο συγκεκριμένα ράντισμα με αίμα του χώρου του θεάτρου, όπως επίσης και προσευχές. Στα Λήναια, όπου οι τραγικοί δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τους αγώνες, κυριαρχούσε η κωμωδία και τιμούσαν το θεό Διόνυσο με οργιαστικές τελετές, εκεί η τραγωδία είχε υποδεέστερη θέση.

  Ο Διόνυσος σχετίζονταν με το δράμα, περισσότερο όμως με την κωμωδία παρά με την τραγωδία. Εδώ υπάρχει μία θεότητα που το πεδίο δράσης της ήταν πιο πολύ το πάθος παρά ο νους, πιο πολύ η χαρά και ο τρόμος παρά η λογική, μια θεότητα που ήταν δυνατόν να της ανήκουν και η τραγωδία και η κωμωδία. Το μεγάλο βήμα για το ξεκίνημα της τραγωδίας άλλωστε προήλθε από τους, προς τιμήν του Διόνυσου, χορευτές Η πρωτότυπη σκέψη να παρουσιαστεί ο ηθοποιός ως το πρόσωπο που θα απαντά σ’ αυτούς τους τραγικούς χορούς (δηλαδή ως υποκριτής) έκανε ο Θέσπις. Την επινόηση παρουσίασε για πρώτη φορά στα Διονύσια του 534 π.Χ.



  Στο έργο του Αισχύλου, υπάρχουν κάποια ίχνη σύνδεσης με το Διόνυσο. Υπάρχει η αναφορά του Παυσανία ότι «ήρθε ο Διόνυσος και τον διέταξε να γράψει την τραγωδία»: «Ο Αισχύλος έλεγε πως όταν ήταν έφηβος και κοιμόταν στην εξοχή φυλάγοντας σταφύλια, είδε το Διόνυσο που τον προέτρεψε να γράψει τραγωδία. Όταν ξημέρωσε, θέλοντας να υπακούσει, δοκίμασε και έγραψε λοιπόν τραγωδία, με ευκολία. Αυτά έλεγε λοιπόν ο Αισχύλος» Πέρα από αυτή την αναφορά του Παυσανία όμως υπάρχουν και άλλα στοιχεία.

 Ορισμένα στοιχεία αναφοράς στο Διόνυσο υπάρχουν σε κάποια μη σωζόμενα έργα του Αισχύλου. Στους Ηδώνους, ένα χαμένο έργο του Αισχύλου, ο ποιητής είχε δώσει μια εικόνα του άγριου θορύβου των θρακικών οργίων και χαρακτηρίζει τον ήχο του αυλού παρακινητή μανίας (απ. 57) που βρυχώνται μιμούμενες φωνές ταύρων. Σε ένα άλλο χαμένο έργο ο Αισχύλος απευθύνεται στο Διόνυσο αποκαλώντας τον πατέρα θεοινό (θεό του κρασιού), ηγέτη μιας ομάδας μαινάδων. Από το λεξικό του Ησύχιου προκύπτει ότι Θεοίνια σήμαινε θεός Διόνυσος.

  Όσον αφορά τα έργα του Αισχύλου που διασώθηκαν, δεν απουσιάζουν οι αναφορές σ σε θέματα που αφορούν το Διόνυσο. Έτσι λοιπόν στις Ευμένιδες  η ιέρεια απευθύνεται στις Νύμφες του Διόνυσου: « Τις νύμφες προσκυνώ όπου βρίσκεται η Κωρύκεια βραχοσπηλιά». Στο ίδιο έργο επίσης, αρκετά παρακάτω, παρουσιάζει τις Ερινύες να ταυτίζονται με τις μαινάδες και να αυτοαποκαλούνται μαινάδες: «Διότι ούτε οργή από εμάς τις μαινάδες όπου παρακολουθούμε τους θνητούς θα τραβά τέτοιες πράξεις, θ’ αφήσω ελεύθερο κάθε θάνατο». Τώρα όσον αφορά την προέλευση των Μαινάδων στο έργο Ξαντριές, όπου παρουσιάζεται ο σπαραγμός του Πενθέα, από αυτές, εμφανίζονται ως ομάδα γυναικών που αντιστάθηκαν στη διονυσιακή λατρεία και κυριεύτηκαν από μανία.

Ο Αισχύλος του Ευφορίωνα

  Συμπερασματικά, οι καταβολές του Αισχύλου από την Ελευσίνα, οδήγησαν σε υποθέσεις μύησης του ποιητή στα Ελευσίνια Μυστήρια. Υπάρχουν μόνο ίχνη σύνδεσης του έργου του με τα εν λόγω μυστήρια. Η προσκόλληση του ποιητή στην παράδοση δεν αφήνει πολλά περιθώρια περαιτέρω σύνδεσης της δραματουργίας του με τις μυστηριακές τελετές. Στο έργο του ποιητή επίσης υπάρχουν αρκετές αναφορές και στίγματα σύνδεσης με το Διόνυσο και τη λατρεία του.

 

Πηγές :

Αισχύλος, Ευμένιδες,  μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, μετάφρ. Α. Τσολάκη, εκδ. De Agostini,  Αθήνα 2005.

Αριστοφάνης, Βάτραχοι, μετάφρ, Π. Δημητρακόπουλος, εκδ. Αλκυών, Αθήνα 1996.

Ησύχιος, Λεξικόν, μετάφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος Αθήνα 1994.

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησης, Αττικά, μετάφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα 1992.

BALDRY H.C., Το τραγικό θέατρο στη αρχαία Ελλάδα, μετάφρ. Γ. Χριστοδούλου, εκδ.Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992

BLUME H., Εισαγωγή στο αρχαίο θέατρο, μετάφρ. Μ. Ιατρού, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1982

Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων τ.1, από τη γέννηση του είδους μέχρι το Σοφοκλή, μετάφρ. Ν. Χουρμουζιάδη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987

PARKE H.W., Οι εορτές στην αρχαία Αθήνα, μετάφρ. Χ. Ορφανός, εκδ. Δαίδαλος, Αθήνα 2000

THOMSON G., Αισχύλος και Αθήνα, μετ. Γ. Βιστάλη και Φ. Αποστολόπουλου, εκδ. Ορίζοντες, Αθήνα 1954

WALTER F. O., Διόνυσος, Μύθος και Λατρεία, μετάφρ. Θ. Λουπασάκης, εκδ. 21ου αιώνα, Αθήνα 1991

Wilken U., Αρχαία ελληνική ιστορία, μετάφρ. Ι. Τουλουμάκος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2010

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.

O σούπερ Διόνυσος στην Ξάνθη – ένα παραμύθι για παιδιά. Θανάσης Μουσόπουλος Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής

 Μια φορά κι ένα καιρό τα παλιά τα χρόνια ήταν ένας αρχαίος θεός που τον έλεγαν Διόνυσο. Γυρνούσε από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη, από τότε ως τις μέρες μας. Η πατρίδα του ήταν κοντά σε μας, στη Θράκη. Έτσι βρέθηκε και στην πόλη μας, στην Ξάνθη. Η Ξάνθη εδώ και πολλά χρόνια, πάνω από πενήντα κάθε χρόνια στις Αποκριές γιορτάζει τον Διόνυσο, όπως κι εμείς σήμερα.



Ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και από τους πιο αγαπητούς στους ανθρώπους. Ο Διόνυσος πρόσφερε στον άνθρωπο το αμπέλι και το κρασί. Και οι θεοί τον αγαπούσαν. Ο εύθυμος θεός ταξίδευε συνέχεια κι επισκεπτόταν πολλές χώρες και πολιτείες για να μάθει στους ανθρώπους πώς να καλλιεργούν τα κλήματα και πώς να φτιάχνουν από τους καρπούς τους το κρασί. Το υπέροχο ποτό που κερνούσε ο θεός σκόρπιζε παντού το κέφι. Έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τις στενοχώριες τους και να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους το χαμόγελο.

Με πολύ περίεργο τρόπο γεννήθηκε όχι μία, αλλά δύο φορές και από τη μάνα και από τον πατέρα του. Μητέρα του ήταν μια όμορφη βασιλοπούλα η Σεμέλη που την ερωτεύτηκε ο Δίας. Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Διόνυσος. Όμως η ζηλιάρα γυναίκα του Δία η Ήρα έπεισε τη Σεμέλη να ζητήσεις από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της με όλη του τη δύναμη, το αποτέλεσμα ήταν οι κεραυνοί και οι αστραπές του Δία να κάψουν τη Σεμέλη. Την ώρα που οι φλόγες την τύλιγαν ο Δίας έσωσε το βρέφος που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του. Όταν συμπληρώθηκαν εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του θεϊκού πατέρα του. Ο πατέρας του φρόντισε το μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύτηκε στις Νύμφες. Αυτές τον ανέθρεψαν με περισσή στοργή κι αγάπη, στο δάσος όπου κατοικούσαν, μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια.

Η παρέα του μικρού Διόνυσου ήταν μεγάλη, από αγόρια και κορίτσια. Κι όταν μεγάλωσε τον ακολουθούσαν στα ταξίδια του οι Μαινάδες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Οι Μαινάδες ήταν νύμφες που μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα. Οι Σάτυροι ήταν πνεύματα των δασών και βουνών, τριχωτοί με μυτερά αυτιά, διχαλωτά πόδια και ουρά τράγου. Οι Σειληνοί ήρθαν από τα μέρη Μικράς Ασίας ήταν τα αρσενικά δαιμόνια των πηγών και των ποταμών. Είχαν ανθρώπινο κορμί με ουρά και αυτιά αλόγου.

Ο Διόνυσος και η παρέα του από τα παλιά τα χρόνια έπιναν κρασί και οργάνωναν γιορτές, πανηγύρια και θέατρα. Τραγουδούσαν, έλεγαν ιστορίες, έπαιζαν θέατρο και χόρευαν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το αρχαίο θέατρο, που διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Έτσι ο Διόνυσος είναι σήμερα γνωστός παντού, σε όλες τις χώρες. Οι ιστορίες που λέμε εδώ σήμερα είναι γνωστές και αγαπητές. Θα σας αφηγηθώ δυο ιστοριούλες για τον Διόνυσο, που είχε τόσο περιπετειώδη ζωή.

Μια φορά κινδύνεψε με πειρατές που θέλησαν να τον ληστέψουν. Κάποιοι πειρατές όταν τον είδαν ξαπλωμένο στην ακτή ένα νέο τόσο όμορφο και γεροδεμένο, πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο αρχοντόπουλο ή ακόμα και βασιλιά. Ευχαριστημένοι με τη σκέψη πως θα πάρουν πολλά λύτρα για να τον ελευθερώσουν, προσπάθησαν να τον δέσουν με βαριές αλυσίδες, χωρίς όμως να το πετύχουν· με μια μικρή κίνηση ο θεός τις τίναζε από πάνω του. Αυτοί συνέχιζαν τις προσπάθειές τους. Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού έλεγε να αφήσουν ελεύθερο το νέο παλικάρι, τον Διόνυσο. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να τρέχει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σε όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σε ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Όλους τους μεταμόρφωσε ο Διόνυσος σε δελφίνια και μόνο τον τιμονιέρη δεν πείραξε επιβραβεύοντάς τον για τη σύνεσή του.

Και μια δεύτερη ιστορία. Μια μέρα ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, περνούσε από τη Φρυγία με τη χαρούμενη συνοδεία του, αλλά ξαφνικά έχασε τον Σιληνό που ήταν ο αγαπημένος σύντροφος και δάσκαλος του. Όταν ο βασιλιάς Μίδας βρήκε και φιλοξένησε το γέρο Σιληνό, ο Διόνυσος δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του για να τον ευχαριστήσει. Ο άπληστος Μίδας ζήτησε να μπορεί ό,τι πιάνει να το μετατρέπει σε χρυσάφι. Σύντομα ο δύστυχος  βασιλιάς διαπίστωσε πως θα γινόταν πολύ πλούσιος αλλά θα πέθαινε από την πείνα και τη δίψα. Το ψωμί που άγγιζε να φάει μετατρεπόταν σε χρυσό και το νερό που ήθελε να πιει σε χρυσαφένιες σταγόνες. Μετανιωμένος ζήτησε από το θεό να τον κάνει όπως πριν και ο Διόνυσος που τον λυπήθηκε του είπε πως αν λουστεί στα νερά του Πακτωλού ποταμού θα απαλλαχτεί από το μαρτύριό του. Τα νερά γέμισαν χρυσάφι και ακόμη και τώρα το έδαφος στην ακροποταμιά έχει μια χρυσαφένια λάμψη.

Η Θράκη ήταν η αρχαία πατρίδα του Διόνυσου. Γι’ αυτό, ως τις μέρες μας γίνονται γιορτές που θυμίζουν εκείνα τα αρχαία καμώματα του σούπερ θεού Διόνυσου. Κούκεροι , χούχουτοι, Κιοπέκ Μπέης, Καλόγεροι που τους περιγράφει ο θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός. Αλλά και τα Αναστενάρια που ως τις μέρες μας γίνονται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, όπου ζούνε θρακιώτες και θρακιώτισσες. Ντυμένοι με δέρματα ζώων και κουδούνια, θυμίζουν τα πανηγύρια του Διονύσου. Όλες οι αποκριάτικες γιορτές από κείνες τις παλιές γιορτές. Κι εδώ στην Ξάνθη, τέτοιες διονυσιακές γιορτές κάθε χρόνο γίνονται.

Ο Διόνυσος, όταν τον συνάντησα κι εγώ πριν από πολλά πολλά χρόνια, μου είπε κι έγραψα ένα ποίημα και θα σας το πω τώρα, τελειώνοντας, αφού σας ευχαριστήσω.

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΕΦΤΑΣΕ…

Το καρναβάλι έφτασε

Εμπρός βήμα ταχύ

Να το προϋπαντήσουμε

Με μπαλ και κομφετί

 

Τρέξετε να γιορτάσετε

Όλοι μαζί στην Ξάνθη

Όπου γιορτάζουν τον παππού

Διόνυσο με άνθη.

 

Το καρναβάλι έφτασε

Διόνυσο κι Ορφέα

Που κάθονται και πίνουνε

Και κάνουνε παρέα.

 

Οι μάσκες της Αποκριάς

Θα μπούνε στα μπαούλα

Όταν τελειώσει  η  γιορτή.

 

Αλίμονο σε μας, οι μασκαράδες

μένουμε, φωνάξτε δυνατά:

«χαρά κι αγάπη θέλουμε σ’  όλη μας  τη ζωή!»

*Το κείμενο αυτό γράφτηκε και αναγνώστηκε στα μικρά παιδιά των Παιδικών Σταθμών Κοσμίδη, το 2019

Πηγή: https://empros.gr/2021/02/o-souper-dionysos-stin-ksanthi-ena-paramythi-gia-paidia/


“Ο Θεός Διόνυσος -Γέννησις” Νέαρχος Εμμ. Παπαδόπουλος

 Ο Διόνυσος ή Βάκχος είναι ο Θεός της δημιουργού δυνάμεως η οποία γονιμοποιεί την φύσιν υπό την επίδρασιν της λατρείας του οποίου το ελληνικόν πνεύμα υπήρξε γονιμότατον εις παραγωγήν πνευματικών και καλλιτεχνικών προϊόντων.



         Η παράδοσις μέσα από την στενόμυαλη ερμηνεία των διαφόρων “ειδικών” θέλει τον Διόνυσο σχετικά άγνωστον τον πρώτον Θεόν. Θεόν ο οποίος κατεξιώθη της  θεότητος παρά των Ελλήνων πολύ αργότερον όλων των υπολοίπων Θεών.

         Ο Θεός Διόνυσος πιστεύεται ότι είναι Θρακοφρυγικής προελεύσεως. Προφανώς οι ιστοριογράφοι δεν γνωρίζουν,  αρνούμενοι  να ασχοληθούν – με  το αρχαιότατο γκρεκοπελασγικό φύλο των Βρυγών, οι οποίοι μετά τον εποικισμό της Μ. Ασίας μετωνομάσθησαν σε Φρύγες. Πολύ αρχαία φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή των λιμνών της σύγχρονης Μακεδονίας (Μυγδονίας εκείνη την εποχή). Κάτοικοι του υγρού στοιχείου (ρίζα ΒΟ). Βλέπετε η ιστορία της Ελλάδος σε πείσμα του “Ελληνικού φύλου” δεν αρχίζει επι τη εμφανίσει των Ιώνων, αλλά προχωρά πολύ πίσω στον χρόνο και στην γνώση. Η δε άποψη των πολλών, ότι επι των ημερών των δημιουργείται και εξελίσσεται το γνωστικόν του ανθρώπου δεν παύει να είναι μία ψευδαίσθησις, αγνοούντες ότι δεν είναι δικό τους δημιούργημα αλλά μία ανασυρθείσα γνώσις από την λήθη του παρελθόντος.

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

          Κατά την παράδοσιν η κόρη του Κάδμου Σεμέλη, ερωμένη του Διός, η οποία είχε καταστεί έγκυος υπ’ αυτού, πείσθηκε από την ζηλόφθονη Ηρα να αξιώση την πάνδοξη και υπέρλαμπρα μεγαλειώδη εμφάνιση του Διός ενώπιον της. Ο Ζεύς μιάς και δεν μπόρεσε να μεταπείση την Σεμέλη από αυτή της την απαίτηση, ενεφανίσθει εμπρός της εν μέσω αστραπών και κεραυνών η ενέργεια των οποίων κατέκαυσε την Σεμέλη, αφήνοντας να βγη από τα σπλάγχνα της το έμβρυο της. Ο Δίας όμως φιλεύσπλαχνα το έκλεισε μέσα στον μηρό του έως ότου ολοκληρωθεί ο χρόνος του τοκετού. Λόγω αυτής της ιδιαιτέρου γεννήσεως του Διονύσου εκλήθη επίσης διμήτωρ και διθύραμβος (ως εκ δύο θυρών εξελθών). Ομοίως Ειραφιώτης (εκ του ερράφθαι) και μηροραφής και μηροτραφής .

         Όμως το μηρό-ς = μηλο-ς. Το μήλο ως γνωστόν είναι αλληγορία του Λόγου. Επομένως η Σεμέλη αφομοιώθηκε από τον Δία, αφομοιώθηκε από τον θείο Λόγο, θεώθηκε. Αυτό ακριβώς σημαίνει και το κάψιμο από τον θεϊκό κεραυνό –το θεϊκό ΠΥΡ – την  πλήρη αφομοίωση, την θέωση. Για τον ίδιο λόγο η μηρογέννησις του Διονύσου σημαίνει την Λογογέννησιν αυτού. Έπειδή το έμβρυο του Διονύσου αφομοιώθηκε με τον μηρό-μήλο-Λόγο. Άρα γεννήθηκε από τον Λόγο.

          Ας σταματήσουμε σε αυτό το σημείο του μύθου και ας τον δούμε με μια διαφορετική και γνωστική ματιά. Και ξεκινάμε από το όνομα της μητρός του Διονύσου την Σεμέλη. Αυτή γίνεται Ζε-μέλη = Ζε-μερη οπότε τελικά έχουμε το Ζα-μηρος = μηρός του Διός (Ζα=Ζεύς=Πύρ). Το ότι καίγεται η Σεμέλη αυτό σημαίνει ότι η Σεμέλη πήρε όλη την διανόηση του Διός. Δηλαδή η Σεμέλη αφομοιώθηκε απολύτως με τον Θείο Λόγο. Επομένως ο Διόνυσος είναι γέννημα της θεϊκής διανοήσεως του Διός. (Ετράφη εντός της ζεούσης διανοήσεως του Διός). Είναι ο Νούς του Διός.

Συνεχίζοντας τον μύθο της γεννήσεως του Διονύσου, ο τελευταίος μόλις εγεννήθη παρεδόθη από τον Ερμή εις τα νύμφας της Νύσης – ενός όρους με αναρίθμητες πηγές και πυκνά δάση – όπου η Θεά Γαία προστάτευσε το έμβρυο καλύπτοντα το με σκιερά φύλα κισσού . Εκεί εμεγάλωσε ο Διόνυσος τροφοί του δε (σύμφωνα με τον Φερεκύδη) υπήρξαν οι νύμφες της Δωδώνης Υάδες – βροχεραί νύμφαι – .

   Ο Διόνυσος είναι εκείνο το τέκνο που αγκαλιάσθηκε και προφυλάχθηκε από τον ουρανό (που αλληγορεί ο Δίας) αλλά και από την Γη (δηλαδή την Γαία), ενώ οδηγήθηκε να ανατραφεί όπως αρμόζει στην κάθε παιδική ηλικία μέσω του συναισθήματος (που αλληγορούν οι υγρές νύμφες και οι  Υάδες). Ξέρουμε από προηγούμενη ανάλυση ότι το μωρό είναι συναισθηματική ροή μω (υγρή ρίζα μου) – ρο (ροή). Έτσι λοιπόν η ανθρωπότητα οδηγήθηκε σε μόνιμη πλέον εγκατάσταση, δεδομένης της σταθερής και συνεχούς πλέον εργασίας καθ’όλο τον χρόνο. Δεν ονομάσθηκε λοιπόν τυχαία Σωτήρ ο Διόνυσος. Μέσω αυτού του υπέροχου θεού μπόρεσε ο άνθρωπος να γνωρίση την μάνα Γη και τα οφέλη από την καλλιέργειαν της. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Διόνυσος είχε στοιχεία χθόνια – γήϊνα ……..


Πηγή:https://hellenictheology.gr/o-theos-dionysos-gennisis/

Ο Διόνυσος με το αυγό

 ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΜΕ ΑΥΓΟ

Πήλινη προτομή Διονύσου με κάνθαρο και αυγό, σύμβολο ευγονίας και αναγέννησης.

380-360 π.Χ.

Αθήνα, Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου



DIONYSOS HOLDING AN EGG

Terracotta figurine of God Dionysos holding a cup (kantharos) and an egg, believed to be a symbol of fertility and rebirth.

380-360 B.C.

Athens, Paul & Alexandra Canellopoulos Museum

Η σύνδεση των Κουδουνοφόρων Αράπηδων της Νικίσιανης Καβάλας με την Αρχαία Ελλάδα

 Υπάρχει  βέβαια  και  μια  ερμηνεία  μάλλον  εγγύτερη  στην  πραγματικότητα,  σύμφωνα  με  την οποία  το  έθιμο  των  κουδουνοφόρων  Αράπηδων  της  Νικήσιανης  Παγγαίου,  που  τελείται  κάθε  χρόνο ανήμερα  των  Φώτων  ,  έχει  τις  ρίζες  του  στη  διονυσιακή  λατρεία,  που  ήταν  πολύ  διαδεδομένη  στην περιοχή.  



Άλλωστε  το  Παγγαίο  ήταν  το  ιερό  βουνό  του  Διονύσου  και  πιθανότατα  στις  κορυφές  του υπήρχε  και  το  μαντείο  του  θεού.  Τα  στοιχεία  του  εθίμου,  που  μας  επιτρέπουν  να  το  συσχετίσουμε  με  την πανάρχαια  διονυσιακή  λατρεία,  είναι  η  μεταμφίεση  των  ανδρών  με  προβιές  ζώων  και  με  κάλυμμα κεφαλής  από  μαύρο  τραγίσιο  δέρμα,  αλλά  και  το  στοιχείο  της  ανάστασης  του  νεκρού  αρχηγού  της  μιας ομάδας,  μετά  τη  θανατηφόρα  μονομαχία  του  με  τον  αντίπαλο  αρχηγό,  πάντα  στο  πλαίσιο  της θεατρικότητας  του  εθίμου,  που  συμβολίζει  την  ανανέωση  της  ζωής  και  της  φύσης.  Για  το  συσχετισμό  με τη  διονυσιακή  λατρεία  δες  και  το  βιβλίο  Ανατολική  Μακεδονία  –Θράκη:  λαογραφικό  Οδοιπορικό,  έκδοση Περιφέρειας  Α.Μακεδονίας  –Θράκης,  σελ  66.Στιγμιότυπα  από  το  ίδιο  το  έθιμο  μπορεί  να  δει  κανείς  στη διεύθυνση:  http://www.youtube.com/watch?v=a_twl5oG2nE  (προσπέλαση  8.9.2013).   

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...