Σε αυτή την εκπομπή γίνεται απόλυτα κατανοητό τι έχει γίνει στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Πώς η Αμερική παίζει τελικά στα δάκτυλα τη Ρωσία. Και γιατί οι λαοί της πρώην ΕΣΣΔ προτιμούν να χάσουν εδάφη προκειμένου να ξεφύγουν από τα νύχια των Ρώσων και να ενταχθούν στη Δύση.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρμενία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρμενία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εκτέλεση 300 νεαρών Αρμενίων μέσα σε φορτηγίδα μεσοπέλαγα, καθώς και άλλων κοντά στην Τραπεζούντα...
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά Γη του Πόντου:
Οι σφαγές των Αρμενίων μέσα από τα μάτια του Γερμανού Άρμιντ Βέγκνερ...
Για τον τόπο τούτον θα μας μιλήση αργότερα ένας Γερμανός μάρτυρας της τραγωδίας μ' αυτά τα λόγια: «Είναι μια έκταση από γκρίζα πέτρα, γυμνή βραχώδης γη, κατεστραμμένες όχθες ξερών ποταμιών, της οποίας οι μόνοι κάτοικοι είναι οι Βεδουίνοι, στεγνοί από κάθε ανθρώπινο αίσθημα. Όλη αυτή η έκταση είναι εκτεθειμένη σ' έναν ανελέητο ήλιο, σε ατέλειωτες φθινοπωρινές βροχές και σκληρές χειμωνιάτικες νύχτες, που δεν αφήνουν τίποτε άλλο πίσω τους παρά πυκνά στρώματα πάγου. Εκτός απ' τα δυο μεγάλα ποτάμια της η χώρα αυτή δεν έχει νερό. Τα ελάχιστα μικρά χωριά της μόλις καταφέρνουν να ζήσουν τους λιγοστούς Βεδουίνους, που καταρρακωμένοι απ' τη φτώχεια τους, βλέπουν τον επισκέπτη μόνο σαν λεία τους».
Ο τόπος αυτός ήταν εκείνος όπου το τούρκικο κράτος είχε αποφασίσει να στείλη την Αρμενικήν Κοινότητα... «να κατοικήσει... προσωρινώς».
Ως που να φτάσουν, όμως, εκεί τα κοπάδια των δυστυχισμένων, οι Τουρκικές αρχές, έχοντας μυστικές διαταγές του Κομιτάτου των Νεοτούρκων, φρόντιζαν να τα εξοντώνουν μ' όλους τους τρόπους, καθώς σερνόντουσαν με την ψυχή στα δόντια στους ατέλειωτους δρόμους της θανατερής πορείας. Ο μικρός τόμος με τ' απομνημονεύματα και τα επίσημα στοιχεία του Ναΐμ μπέη συμπληρώνεται με μια ανοικτή επιστολή του Γερμανού Αρμίντ Βέγκνερ, αυτόπτη μάρτυρα της σφαγής, που δημοσιεύτηκε στις 19 Ιανουαρίου 1919 κι απευθύνεται προς τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον.
Η επιστολή αυτή δίνει την τραγωδία σ' όλη την έκτασή της και λέει στα κυριώτερα σημεία της: «Ως αυτόπτης μάρτυς της φοβερής καταστροφής του Αρμενικού έθνους, από της απαρχής της στις εύφορες πεδιάδες της Ανατόλια, μέχρι της τελικής εξοντώσεως των θλιβερών επιζησάντων στις όχθες του Ευφράτη, θεωρώ χρέος μου να εκθέσω τις απαίσιες εκείνες σκηνές που είδα με τα ίδια μου τα μάτια κατά την διάρκεια δύο περίπου ετών και οι οποίες δεν πρόκειται ποτέ ν' απαλειφθούν από την μνήμη μου. ...
Όταν η τουρκική κυβέρνηση την άνοιξη του 1915 άρχισε την εκτέλεση του διαβολικού της σχεδίου για την εξάλειψη ενός εκατομμυρίου Αρμενίων, όλα τα έθνη της Ευρώπης αιμορροούσαν ακόμη από το πρόσφατο πλήγμα το οφειλόμενο στην τραγική και κοινή παρεξήγηση και δεν υπήρχε κανείς που να ήταν σε θέση να εμποδίση τους Τούρκους τυράννους στην εκτέλεση μέχρις εσχάτων αυτού του σχεδίου που μπορεί να συγκριθή μόνο με τις πράξεις ενός σχιζοφρενούς. Και έσυραν όλους αυτούς τους ανθρώπους — άνδρες, γυναίκες, ανήμπορους γέρους, παιδιά, εγκύους μητέρες και άκακα μωρά— στην Αραβική έρημο με κανένα άλλον σκοπόν παρά να τους αφήσουν να πεθάνουν από την πείνα. ...Πήραν τους Αρμενίους από τις κατοικίες όπου είχαν ζήσει για περισσότερο από δύο αιώνες, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Αυτοκρατορίας, από τις ορεινές περιοχές μέχρι τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και την εύφορη γη του Νότου και τους ανάγκασαν να προχωρήσουν μέχρι αυτή την έρημο, με τον απώτερον σκοπό να τους μεταφυτέψουν κυριολεκτικά στην παράξενη αυτή γη. Ακόμη και αν ήταν ο σκοπός αυτός ο πραγματικός, είναι αντίθετος σε κάθε ανθρώπινο αίσθημα. Κτυπούσαν τους άνδρες με τα ρόπαλα, τους έδεναν μεταξύ τους με σχοινιά και αλυσίδες και τους έρριχναν στα ποτάμια ή τους γκρέμιζαν στις χαράδρες με σπασμένα μέλη. Τα γυναικόπαιδα τα πουλούσαν στις αγορές των σκλάβων. Έσερναν τους γέρους και τα αγόρια με φοβερές απειλές στα καταναγκαστικά έργα. Ούτε όμως αυτά ήταν αρκετά. Κάνοντας το έγκλημά τους ακόμη πιο ανεξίτηλον, έσερναν τους ανθρώπους αυτούς, αφού τους είχαν πάρει τους αρχηγούς και τους εμψυχωτάς τους, έξω από τις πόλεις που ζούσαν, σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, μισόγυμνους. Λεηλατούσαν μπροστά στα μάτια τους τα σπίτια τους, έκαιγαν τα χωριά τους, κατάστρεφαν τις εκκλησιές ή τις έκαναν τζαμιά, άρπαζαν τα κοπάδια τους, τα αμάξια τους, και το ψωμί από τα χέρια των θυμάτων τους και τα ρούχα από πάνω τους. Οι αξιωματούχοι —στρατιωτικοί, πολίτες, ακόμη και βοσκοί— παράβγαιναν ο ένας τον άλλον στο όργιό τους αυτό της σφαγής και της καταστροφής, τραβώντας έξω από τα σχολεία ορφανά κορίτσια για να τα χρησιμοποιήσουν στον κορεσμό των κτηνωδών επιθυμιών τους, έδερναν με ρόπαλα γυναίκες που πέθαιναν ή που περίμεναν παιδί, οι οποίες ούτε να συρθούν δεν ήταν ικανές. Τις χτυπούσαν, μέχρι που έπεφταν οι ταλαίπωρες στο δρόμο και πέθαιναν εκεί, μετατρέποντας το χώμα σε ματωμένη λάσπη. Οι ταξιδιώται που περνούσαν από το δρόμο γύριζαν τα μάτια τους αλλού για να μη βλέπουν αυτό το απαίσιο κοπάδι που ήταν συνέχεια σε κίνηση με τόσο άγριες φοβέρες. Και στα χάνια που σταματούσαν εύρισκαν νεογέννητα μωρά που μόλις είχαν ταφή στην αυλή και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κομμένα κεφάλια αγοριών, που τα είχαν σηκώσει σε διαμαρτυρία για τα μαρτύριά τους. Ομάδες που όταν ξεκίνησαν από την πατρική τους γη στην ορεινή Αρμενία αποτελούνταν από χιλιάδες, μόλις που έφταναν μερικές εκατοντάδες στο Αλέππο, ενώ οι περιοχές που ήσαν πάνω στο δρόμο τους ήταν σκεπασμένες από πρησμένα, μαυρισμένα πτώματα, που μόλυναν την ατμόσφαιρα έτσι όπως ήσαν αφημένα, βιασμένα, γυμνά. Άλλα τα πετούσαν στον Ευφράτη για να θρέψουν τα πεινασμένα ψάρια. Καμμιά φορά οι χωροφύλακες τους ρίχναν για να διασκεδάσουν μερικά ξεροκόμματα, που δεν έκαναν τίποτ' άλλο παρά να παρατείνουν το μαρτύριό τους. Ακόμα και μπροστά στις πύλες του Αλέππο δεν τους άφηναν να ξεκουραστούν. Για λόγους σκοπιμότητας οι ομάδες αυτές σέρνονταν συνεχώς, ξυπόλυτες, επί χιλιάδες μίλια, κάτω από ένα καυτερό ήλιο, μέσα από τους βράχους και τις στέππες, εξαντλημένες απ' τον πυρετό και τις αρρώστειες, μέσα από τροπικά έλη, στην αγριάδα της ερήμου. Πέθαιναν εκεί, κατακρεουργημένοι από τους Κούρδους, λεηλατημένοι απ' τους χωροφύλακες, τουφεκισμένοι, δηλητηριασμένοι, στραγγαλισμένοι, θερισμένοι απ' τις επιδημίες, πνιγμένοι, θύματα της πείνας και της δίψας. Τα πτώματά τους έμεναν εκεί για να σαπίσουν ή για να φαγωθούν απ' τα τσακάλια. Τα παιδιά πέθαιναν από το κλάμα, άντρες έρριχναν τα κορμιά τους στους βράχους, μάνες πετούσαν τα παιδιά τους ή έπεφταν μαζί τους στον Ευφράτη, τραγουδώντας. Πέθαναν όλους τους θανάτους του κόσμου, τους θανάτους όλων των εποχών... Λόφοι ολόκληροι από σώματα ήσαν στιβαγμένα στο καραβανσεράι, μισοπεθαμένα, περιμένοντας το τέλος τους, χωρίς να βρεθή κανένας να τους λυπηθή. Πόσον καιρό μπορούσαν να κρατήσουν ακόμα την ταλαίπωρη ύπαρξή τους, ψάχνοντας για κανένα κόκκο καλαμπόκι μέσ' στις τροφές των ζώων ή τρώγοντας ωμά τα ξεραμένα χόρτα; Όλα αυτά, όμως, είναι ελάχιστα παραδείγματα απ' όσα έχω δει και απ' όσα έχω ακούσει. ... Η Τουρκία έχει απαρνηθή για πάντα το δικαίωμα να αυτοκυβερνάται».
Πηγή: Ψαθάς, Η γη του Πόντου.
Η υπουλη τακτική εξόντωσης των Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915...
Για τους Αρμένηδες, μελετούσαν άλλα «μέτρα» οι Νεότουρκοι, πιο αποτελεσματικά. Έτσι, τον δεύτερο χρόνο του πολέμου —1915— βρίσκοντας αφορμή κάποιο κίνημά τους στο Βαν, αποφασίσαν τον αφανισμό τους με την γενική σφαγή.
Προσεχτικοί, ωστόσο, δεν πήραν με το άγριο τους Αρμένηδες για να μη βρεθούν μπροστά σε αναπάντεχη αντίσταση. Δουλέψανε με σύστημα, σοφά, μελετημένα, αρχίζοντας καλοσυνάτα με μια πολύ καθώς πρέπει επίσημη «δήλωση», που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, κι όπου εξηγούσαν πολύ ευγενικά, ότι, τίποτα δεν είχε να φοβηθή κανένας Αρμένης γιατί τα «εξαιρετικά μέτρα τα οποία αναγκάζεται να λάβη το Κράτος» αποβλέπουν στην εξασφάλιση... της ησυχίας και της ασφάλειας όχι μόνο των Τούρκων, αλλά και των ίδιων των Αρμένηδων.
Αληθινό μνημείο υπουλότητας είναι η «δήλωση» που δημοσιεύτηκε στις 13 Ιουνίου 1915, γι' αυτό κι αξίζει να μεταφέρω εδώ μερικές από τις ανεξίκακες γραμμές της: «Οι συμπολίται μας Αρμένιοι —άρχιζε— συνεπεία εξωτερικών εισηγήσεων παρασυρόμενοι εις σφαλεράς και ανατρεπτικάς ιδέας, διαταράσσουσι την ιδίαν αυτών ησυχίαν και τα συμφέροντα, συνάμα δε την ησυχίαν και την ασφάλειαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Γι' αυτό λοιπόν: «... Το Κράτος ευρέθη εις την ανάγκην να αποστείλη την Αρμενικήν Κοινότητα (έθνος) εις μέρη τα οποία έχει ετοιμάσει εις τας Γενικας Διοικήσεις του εσωτερικού, ίνα κατοικήσουν εκεί μέχρι τέλους του πολέμου. Ούτω αποφασίζεται:
1) Εξαιρουμένων των ασθενών, άπαντες οι Αρμένιοι είναι υποχρεωμένοι πέντε ημέρας μετά την παρούσαν δήλωσιν, ν' αναχωρήσουν συνολικώς κατά χωρία και συνοικίας υπό την φρούρησιν και συνοδείαν της χωροφυλακής.
2) Κατά την αναχώρησιν αυτών είναι ελεύθεροι να συναποκομίσουν εκ των κινητών όσα επιθυμούν, απαγορεύεται όμως να πωλούν τα κτήματα και τας γαίας αυτών και τα περιπλέον κινητά και να τ' αφήνουν εις τον μεν και τον δε. Διότι της απουσίας αυτών ούσης... προσωρινής (!) θα φυλαχθώσιν εις δέματα εντός στερεών και υπό την επιτήρησιν της κυβερνήσεως φυλαττομένων οικοδομών, κατά δε την... επιστροφήν των (!) θα επιστραφούν αυτούσια εις αυτούς τους ιδίους.
3) Δια την εξασφάλισιν της καθ' οδόν ησυχίας αυτών ητοιμάσθησαν ξενώνες (χάνια) και κατάλληλα οικήματα και συνεπληρώθησαν τα μέτρα της ασφαλούς αφίξεως αυτών εις τας προσωρινάς αυτών κατοικίας χωρίς να εκτεθούν εις καμμίαν υπερβασίαν και επίθεσιν.
4) Κατά των επιτιθεμένων κατά της περιουσίας, της ζωής και της τιμής ενός ή περισσοτέρων Αρμενίων τα αποσπάσματα της χωροφυλακής θα κάμουν χρήσιν των όπλων, όσοι δε εξ αυτών συλληφθούν ζώντες, θα αποσταλούν εις το στρατοδικείον και θα καταδικασθούν εις θάνατον».
Τόσο πολύ, δηλαδή, θα φρόντιζε το τουρκικό κράτος για την προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των Αρμένηδων, ώστε δήλωνε επίσημα ότι όποιος Τούρκος πείραζε στο δρόμο Αρμένη, θα... τουφεκιζόταν επί τόπου.
Πηή : Ψαθας, Γη του Ποντου
Ο Δημήτρης Ψαθάς περιγράφει το διωγμό των Αρμενίων της Τραπεζούντας στο έργο του"Η γη του Πόντου"
Ο Δημήτρης Ψαθάς στο έργο του " Η γη του Πόντου" περιγράφει μέσα από τα αθώα παιδικά του μάτια στιγμιότυπα από το διωγμό των Αρμενίων στο πλαίσιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου:
Απότομα ήλθε ο φόβος, ένα πρωινό. Χαράματα. Βρισκόμαστε ακόμα στα κρεβάτια μας, όταν στο δρόμο ακούστηκαν άγριες φωνές. Πρώτος τινάχτηκε ο πατέρας μου κι έτρεξε στο παράθυρο.
—Τι είναι; ρώτησα κι εγώ, βλέποντάς τον να κοιτά κάτι πολύ σοβαρό, που γινότανε απ' έξω. Κι επειδή εκείνος δεν μιλούσε, έτρεξα στο παράθυρο κι εγώ κι είδα κάτι παράξενο κι ασυνήθιστο: Τούρκοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη βγάζαν απ' το πλαϊνό μας σπίτι ολόκληρη την οικογένεια των Αρμένηδων
—γείτονες ήσαν, άνθρωποι αγαθοί, καλοσυνάτοι, που μας ξέραν και τους ξέραμε— τον άντρα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τον γέρο:
—Άιντε, άιντε, γκιαούρ ογλού γκιαούρ! φωνάζανε οι Τούρκοι αγριεμένοι.
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ! Έκλαιε το κορίτσι, έκλαιε ο φίλος μου ο Αράμ, έκλαιε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, τρομαγμένοι και κατάχλωμοι ήσαν οι άλλοι, καθώς τους είχαν ξεσηκώσει και τους τράβηξαν στο δρόμο, χωρίς να τους αφήσουν να πάρουν τίποτ' άλλο, εκτός από τα ρούχα τους.
—Άιντε, άιντε!
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ, αγρίευαν όλο και περισσότερο οι Τούρκοι στρατιώτες. Κι ενώ κλαίγαν τα παιδιά και ρωτούσαν οι μεγάλοι γιατί και που τους πάνε και τι έκαναν, εκείνοι τους τραβολογούσαν απειλώντας με τα όπλα τους και τους έσυραν πέρα με βρισιές. Χάθηκε ο Αράμ μαζί μ' όλους κι ένοιωθα κάτι να δαγκώνει την ψυχή μου καθώς το κλάμα του αντηχούσε στ' αυτιά μου ώρες και ώρες.
Αυτό —όπως γρήγορα μάθαμε— έγινε εκείνη τη μέρα σ' ολόκληρη την πόλη που είχε αποκλεισθεί από στρατό κι ολούθε όπου καθόντουσαν Αρμένηδες τους πήραν με τον ίδιο τρόπο. Κι ούτε δα ήταν λίγος ο Αρμένικος πληθυσμός της Τραπεζούντας — άνθρωποι καλοστεκούμενοι οι περισσότεροι, εμπορευόμενοι, νοικοκυρεμένα σπίτια και οικογένειες, πολλοί πλούσιοι, με τα σχολειά τους, την εκκλησιά τους, ολόκληρη παροικία κι ωστόσο δεν έμεινε ούτ' ένας!
Τους μάζεψαν, τους βγάλαν απ' την πόλη κι ένας Θεός ήξερε που τους πήγαιναν. Για κάμποσες μέρες το περιστατικό αυτό μας είχε αναστατώσει και μας κρατούσε σε αγωνία. Φήμες κυκλοφορούσαν, ότι θα τους εξοντώσουν όλους εκείνους τους Αρμένηδες κι ήταν πολύ φυσικό ν' αναρωτιόμαστε —μικροί, μεγάλοι—μήπως η ίδια τύχη μας περίμενε κι εμάς.
Η μητέρα μου, ωστόσο, με ησύχαζε:
—Μη φοβάσαι, παιδάκι μου, για μας δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Να, απέναντι, κοντά μας είναι η Ρουσία! Μύτη Ρωμιού ν' ανοίξει... έφτασε ο Ρώσος!
Απότομα ήλθε ο φόβος, ένα πρωινό. Χαράματα. Βρισκόμαστε ακόμα στα κρεβάτια μας, όταν στο δρόμο ακούστηκαν άγριες φωνές. Πρώτος τινάχτηκε ο πατέρας μου κι έτρεξε στο παράθυρο.
—Τι είναι; ρώτησα κι εγώ, βλέποντάς τον να κοιτά κάτι πολύ σοβαρό, που γινότανε απ' έξω. Κι επειδή εκείνος δεν μιλούσε, έτρεξα στο παράθυρο κι εγώ κι είδα κάτι παράξενο κι ασυνήθιστο: Τούρκοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη βγάζαν απ' το πλαϊνό μας σπίτι ολόκληρη την οικογένεια των Αρμένηδων
—γείτονες ήσαν, άνθρωποι αγαθοί, καλοσυνάτοι, που μας ξέραν και τους ξέραμε— τον άντρα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τον γέρο:
—Άιντε, άιντε, γκιαούρ ογλού γκιαούρ! φωνάζανε οι Τούρκοι αγριεμένοι.
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ! Έκλαιε το κορίτσι, έκλαιε ο φίλος μου ο Αράμ, έκλαιε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, τρομαγμένοι και κατάχλωμοι ήσαν οι άλλοι, καθώς τους είχαν ξεσηκώσει και τους τράβηξαν στο δρόμο, χωρίς να τους αφήσουν να πάρουν τίποτ' άλλο, εκτός από τα ρούχα τους.
—Άιντε, άιντε!
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ, αγρίευαν όλο και περισσότερο οι Τούρκοι στρατιώτες. Κι ενώ κλαίγαν τα παιδιά και ρωτούσαν οι μεγάλοι γιατί και που τους πάνε και τι έκαναν, εκείνοι τους τραβολογούσαν απειλώντας με τα όπλα τους και τους έσυραν πέρα με βρισιές. Χάθηκε ο Αράμ μαζί μ' όλους κι ένοιωθα κάτι να δαγκώνει την ψυχή μου καθώς το κλάμα του αντηχούσε στ' αυτιά μου ώρες και ώρες.
Αυτό —όπως γρήγορα μάθαμε— έγινε εκείνη τη μέρα σ' ολόκληρη την πόλη που είχε αποκλεισθεί από στρατό κι ολούθε όπου καθόντουσαν Αρμένηδες τους πήραν με τον ίδιο τρόπο. Κι ούτε δα ήταν λίγος ο Αρμένικος πληθυσμός της Τραπεζούντας — άνθρωποι καλοστεκούμενοι οι περισσότεροι, εμπορευόμενοι, νοικοκυρεμένα σπίτια και οικογένειες, πολλοί πλούσιοι, με τα σχολειά τους, την εκκλησιά τους, ολόκληρη παροικία κι ωστόσο δεν έμεινε ούτ' ένας!
Τους μάζεψαν, τους βγάλαν απ' την πόλη κι ένας Θεός ήξερε που τους πήγαιναν. Για κάμποσες μέρες το περιστατικό αυτό μας είχε αναστατώσει και μας κρατούσε σε αγωνία. Φήμες κυκλοφορούσαν, ότι θα τους εξοντώσουν όλους εκείνους τους Αρμένηδες κι ήταν πολύ φυσικό ν' αναρωτιόμαστε —μικροί, μεγάλοι—μήπως η ίδια τύχη μας περίμενε κι εμάς.
Η μητέρα μου, ωστόσο, με ησύχαζε:
—Μη φοβάσαι, παιδάκι μου, για μας δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Να, απέναντι, κοντά μας είναι η Ρουσία! Μύτη Ρωμιού ν' ανοίξει... έφτασε ο Ρώσος!
- Ενδιαφέρον προκαλεί στο τέλος του αποσπάσματος (μέσα από τα λόγια της μάνας του) η ελπίδα (μάταια όπως αποδείχθηκε) που έτρεφαν οι Έλληνες στην προστασία που θα παρείχαν οι Ρώσοι σε ενδεχόμενο διωγμό από τους Τούρκους.
Πορτραίτα
Δύο πορτραίτα τα οποία φιλοτεχνήθηκαν για να εκφράσουν την γενοκτονία των Αρμενίων η οποία και διαδραματίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Υπολογίζεται ότι περίπου 1,5 εκατομύρια Αρμένιοι εξολοθρεύτηκαν από τους Οθωμανούς.
Η βαρβαρότητα αποτυπώνεται σε όλο το μεγαλείο της.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
Η αρμένικη γενοκτονία ήταν η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα.
Με διάφορους τρόπους θανατώθηκαν περίπου 1,5 εκατομμύρια Αρμένιοι
Είχαν προηγηθεί οι σφαγές του Αβδούλ Χαμίτ (Σουλτάνος) 1894-96 και των Νεότουρκων στα Άδανα το 1905
Ημερομηνία έναρξης της εξόντωσης των Αρμενίων θεωρείται η 24-04-1915. Τα πρώτα θύματα των Τούρκων ήταν πρόκριτοι διανοούμενοι και εκκλησιαστικοι.
Οι φάσεις της γενοκτονίας ήταν τέσσερις:
1) Εξόντωση της διανόησης.
2) Αφοπλισμός όλων των Αρμενίων
3) Στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας των ανδρών
4) Εκτοπισμός υπολοίπου πληθυσμού και εξόντωση σε άγνωστους τόπους.
Το 1918 με το τέλος του Α Π.Π. πάρθηκε από τους νικητές του πολέμου απόφαση επιστροφής των περιουσιών των Αρμενίων. Δεν εφαρμόστηκε όμως ποτέ, καθώς στην Τουρκία επικράτησαν οι Κεμαλικοί.
Εώς το 1923 οι μισοί περίπου Αρμένιοι είχαν χαθεί ή εκτοπιστεί...
Μέχρι και σήμερα οι Τούρκοι (Κεμαλιστές και μη) ομιλούν όσον αφορά τα γεγονότα μεταξύ 1915-1923 για καταστολή ένοπλης εξέγερσης, αρνούμενοι να αποδεχθούν την αλήθεια.
Είναι ξακουστή η γενναιότητα των Τούρκων έναντι παιδιών, γυναικών, ιερέων και λοιπών αμάχων... |
Με διάφορους τρόπους θανατώθηκαν περίπου 1,5 εκατομμύρια Αρμένιοι
Είχαν προηγηθεί οι σφαγές του Αβδούλ Χαμίτ (Σουλτάνος) 1894-96 και των Νεότουρκων στα Άδανα το 1905
Ημερομηνία έναρξης της εξόντωσης των Αρμενίων θεωρείται η 24-04-1915. Τα πρώτα θύματα των Τούρκων ήταν πρόκριτοι διανοούμενοι και εκκλησιαστικοι.
Οι φάσεις της γενοκτονίας ήταν τέσσερις:
1) Εξόντωση της διανόησης.
2) Αφοπλισμός όλων των Αρμενίων
3) Στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας των ανδρών
4) Εκτοπισμός υπολοίπου πληθυσμού και εξόντωση σε άγνωστους τόπους.
Σφαγή Αρμένιων μαθητών |
Το 1918 με το τέλος του Α Π.Π. πάρθηκε από τους νικητές του πολέμου απόφαση επιστροφής των περιουσιών των Αρμενίων. Δεν εφαρμόστηκε όμως ποτέ, καθώς στην Τουρκία επικράτησαν οι Κεμαλικοί.
Εώς το 1923 οι μισοί περίπου Αρμένιοι είχαν χαθεί ή εκτοπιστεί...
Μέχρι και σήμερα οι Τούρκοι (Κεμαλιστές και μη) ομιλούν όσον αφορά τα γεγονότα μεταξύ 1915-1923 για καταστολή ένοπλης εξέγερσης, αρνούμενοι να αποδεχθούν την αλήθεια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο
Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...
-
Ο Ευριπίδης όπως είδαμε στην εκτεταμένη ανάλυση της 24-08-2019 του έργου "Ελένη" ( https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019...
-
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος. Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το Θ...
-
Η μαντική και τα μαντεία κατείχαν σπουδαία θέση στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Ο Αισχύλος...