Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βουκεφάλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βουκεφάλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο άγνωστος πόλεμος των Αρχαίων Ελλήνων εναντίον των Κινέζων η αλλιώς ο πόλεμος των Ουρανίων αλόγων(απόγονοι του Βουκεφάλα)

Η κινεζική αυτοκρατορία των Χαν εναντίον των Μεγάλων Ιώνων Ελλήνων (Dayuan) της Σογδιανής 

Ο πόλεμος που οδήγησε εν μέρει στο άνοιγμα του δρόμου του μεταξιού...



Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μεταφέρει τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της Ασίας. Στην κοιλάδα της Φεργκάνα, στο Τατζικιστάν, είχε ιδρύσει την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, στον ποταμό Ιαξάρτη (Σιρ Νταριά) την οποία αποίκησε με Έλληνες. Οι εκεί Έλληνες και ντόπιοι τελούσαν υπό το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτρίας μέχρι το 140 π.Χ. περίπου, όταν βαρβαρικά φυλές κατέκτησαν τη γύρω περιοχή και τους απομόνωσαν. Το 125 π.Χ., οι νομάδες Τόχαροι επεκτάθηκαν ακόμα περισσότερο προς τα νότια και τη Βακτριανή, αργότερα και στην Ινδία όπου και τον 1ο αιώνα μ.Χ. ίδρυσαν την αυτοκρατορία των Κουσάν, η οποία είχε πολλά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες τον 3ο αι. π.Χ. είχαν εκστρατεύσει μέχρι το κινεζικό Τουρκμενιστάν.

 Το βασίλειο των Ελλήνων και των απογόνων τους στη Φεργκάνα ήταν γνωστό στους Κινέζους ως Νταγιουάν που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «μεγάλοι Ίωνες», δηλαδή Έλληνες. Φαίνεται πως η ονομασία Γιουάν, ήταν απλώς μεταγραφή της ινδικής λέξης Γιόνα ή Γιαβάνα, η οποία χρησιμοποιούνταν σε όλη την Ασία για να περιγράψει τους Έλληνες (Ίωνες), έτσι το Τα-γιουάν αποδίδεται ως Μεγάλοι Ίωνες. 

Οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας Εσχάτης (Χουζάντ) διατηρούσαν σχέσεις με την Κίνα και στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Χαν. Σύμφωνα με Κινέζο περιηγητή που είχε μεταβεί στο βασίλειο περί το 130 π.Χ. η χώρα των Νταγιουάν είχε πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, υψηλό πολιτισμό και στρατό 60.000 ανδρών.

Η ανατολικότερη κτήση του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν στο Τατζικιστάν η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη. Γύρω στο 140 π.χ. ένας σπουδαίος Κινέζος διπλωμάτης (της δυναστείας των Haz) ο Ζhang Qian, βρέθηκε κατά λάθος στην Εσχάτη Αλεξάνδρεια. Βέβαια οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν και στα καλύτερά τους, 200 χρόνια μετά από την εγκαθίδρυσή τους στα βάθη της Ασίας, διότι ήταν υπόδουλοι σε μια νομαδική φυλή της περιοχής, τους Yuezhi (Τόχαρους) και όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τους πλήρωναν και το πατροπαράδοτο φόρο υποτέλειας, χαράτσι. Τέλος πάντων, ο Zhang Qian, διπλωμάτης ήταν ο άνθρωπος, εστίασε σε κάτι που του άρεσε περισσότερο και πίστευε ότι θα ενδιέφερε και τον αυτοκράτορα του: ήταν τα άλογά των εκεί Ελλήνων. Γύρισε λοιπόν πίσω ο Zhang στο αφεντικό του τον αυτοκράτορα και τον ενημέρωσε για τους Έλληνες που γνώρισε στα δυτικά σύνορα της Κίνας αλλά και για τα θεϊκά τους άλογα. Οι Κινέζοι ήταν εντυπωσιασμένοι από τα ψηλά και δυνατά άλογα (ουράνια άλογα) που είχαν στην κατοχή τους οι Νταγιουάν, η χρήση των οποίων από τους Κινέζους θα ήταν κρίσιμης σημασίας στη διαμάχη τους με τα τουρκο-μογγολικά φύλα των Ούννων Χιονγκ-νου.

Τα έθιμα των Νταγιουάν (Έλληνες Σογδιανης) αναφέρονται πως είναι πανομοιότυπα με αυτά των Ελληνο-βακτριανών στο νότο, οι οποίοι είχαν ιδρύσει το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. “Τα έθιμα τους [των Βακτρίων] είναι τα ίδια με αυτά των Νταγιουάν. Οι άνθρωποι έχουν σταθερές κατοικίες και ζουν μέσα σε οχυρωμένες πόλεις και κανονικά σπίτια όπως οι Νταγιουάν. Δεν έχουν μεγάλους βασιλείς ή αυτοκράτορες, αλλά παντού μέσα στις οχυρωμένες πόλεις τους έχει η κάθε μια τον δικό της μικρό βασιλιά.” Περιγράφονται ως αστικοί πληθυσμοί, σε αντίθεση με τους πληθυσμούς των Τόχαρων, Γουσούν (Σκύθες) ή τους Χιονγκ-νου (Ούννοι) οι οποίοι ήταν όλοι νομάδες. “Έχουν οχυρωμένες πόλεις και σπίτια, οι μεγάλες και οι μικρές πόλεις τους ανήκουν, εβδομήντα στον αριθμό, περιέχουν συνολικό πληθυσμό μερικών εκατοντάδων χιλιάδων…Υπάρχουν πάνω από εβδομήντα άλλες πόλεις στη χώρα.”

«Συνεχώς οι (Έλληνες) Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από τα σταφύλια. Οι πλούσιοι ανάμεσα τους αποθηκεύουν ως και 10.000 πέτρες [63.5 τόνους] και παραπάνω στα κελάρια τους, και το κρατάνε για αρκετές δεκάδες χρόνια χωρίς να χαλάει. Στους άνθρωπους αυτούς αρέσει το κρασί.» Τα σταφύλια και το τριφύλλι εισήχθησαν στη Κίνα από τους Έλληνες Νταγιουάν μετά το ταξίδι του Ζανγκ Κιουάν: "Οι περιοχές γύρω από το Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από σταφύλια, και οι πιο οικονομικά επιφανείς κρατάν ως και 10.000 ή περισσότερα πίκουλ αποθηκευμένο. Μπορεί να κρατηθεί για ως είκοσι με τριάντα χρόνια χωρίς να χαλάσει. Οι άνθρωποι αγαπούν το κρασί και τα άλογα το τριφύλλι. Οι αντιπρόσωποι του Χαν επέστρεψαν φέρνοντας σταφύλια και τριφύλλι σπόρους στην Κίνα και ο αυτοκράτορας για πρώτη φορά δοκίμασε να φυτέψει τα φυτά αυτά σε γόνιμο έδαφος. 

Αργότερα, όταν ο Χαν απέκτησε μεγάλο αριθμό των "ουράνιων αλόγων" και οι αντιπρόσωποι από άλλες χώρες άρχισαν να καταφθάνουν με τις συνοδείες τους, η γη σε όλες τις πλευρές των καλοκαιρινών παλατιών και πύργων αναψυχής του αυτοκράτορα ήταν φυτεμένη με σταφύλια και αλφάλφα τόσο μακριά όσο μπορεί να δεί το μάτι."


Μετά τις αναφορές του Ζανγκ Κιουάν ο οποίος αρχικά είχε σταλθεί για να συνάψει συμμαχία με τους λευκούς νομάδες Τόχαρους εναντίον των Ούννων Χιονγκ-νου -χωρίς αποτέλεσμα-, ο Κινέζος αυτοκράτορας Χαν Γουντί ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τους ανεπτυγμένους αστικούς πολιτισμούς της Φεργκάνα (Σογδιανης), Βακτριανής και Παρθίας. “Ο Γιός του Ουρανού στο άκουσμα όλων αυτών αποφάσισε έτσι λοιπόν: Η Φεργκάνα [Νταγιουάν] και οι κατοχές της Βακτριανής και της Παρθίας είναι μεγάλες χώρες, γεμάτες με σπάνια αγαθά, και με πληθυσμούς που ζουν σε μόνιμες κατοικίες και με επαγγέλματα τα οποία μοιάζουν αρκετά με αυτά των Κινέζων, αλλά με αδύναμους στρατούς, και με μεγάλη εκτίμηση στην πλούσια παραγωγή της Κίνας”. 

Οι κινέζοι στη συνέχεια έστειλαν πολυάριθμες αποστολές, γύρω στις δέκα ανά έτος, σε αυτές τις χώρες και τόσο μακριά όσο η ελληνιστική Συρία των Σελευκιδών. “Έτσι περισσότερες αποστολές απεστάλησαν στο Αν-σι [Παρθία], Αν-τσάι [Αλανοί? Σαρματες ρωσικού Καυκάσου], Λι-καν [Συρία των Σελευκιδών], Τιαου-τσι [Χαλδαία Μεσοποταμία], και Σον-του [Ινδία]... Ως γενική εκτίμηση, μάλλον πάνω από δέκα τέτοιες αποστολές στάλθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους, και το λιγότερο πέντε ή έξι.”


Η σύγκρουση μεταξύ της Κίνας των Χαν (202 π.Χ. – 9 μ.Χ. & 25 μ.Χ. – 220 μ.Χ.) και του ελληνιστικού βασιλείου, σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, προκλήθηκε από τη άρνηση των Ελλήνων να πουλήσουν στους Κινέζους πολεμικούς ίππους που διέθεταν για τις ανάγκες του στρατού του Κινέζου αυτοκράτορα. Αυτόθεωρήθηκε μεγάλη προσβολή και ο αυτοκράτορας Γου διέταξε τον στρατηγό του Λι Γκουάνγκ Λι να εκστρατεύσει κατά των αλαζόνων Νταγιουάν, διαθέτοντάς του 6.000 ιππείς και 20.000 πεζούς. Το 104 π.Χ. η κινεζική στρατιά ξεκίνησε. Οι Κινέζοι ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν το Σινγιάνγκ (δυτική Κίνα) και την έρημο Τακλαμακάν υπολογίζοντας ότι θα προμηθεύονταν τα αναγκαία από τους τοπικούς φυλάρχους στις εκεί οάσεις. Ωστόσο οι τελευταίοι αποδείχθηκαν απρόθυμοι και οι Κινέζοι χρειάστηκε αρκετές φορές να πολεμήσουν. Συνεχίζοντας την επίπονη πορεία τους οι Κινέζοι έφτασαν στα σύνορα των Νταγιουάν αλλά μέχρι τότε ο στρατός τους είχε υποστεί τρομακτική φθορά. Σαν να μην έφτανε αυτό οι Κινέζοι ηττήθηκαν κατά κράτος στη μάχη του Γιουκτσένγκ και κακήν – κακώς υποχώρησαν. Η κινεζική στρατιά καταστράφηκε ολοσχερώς.

Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας δεν απογοητεύτηκε. Το 102 π.Χ. συγκρότησε μια τεράστια στρατιά 60.000 πεζών και 30.000 ιππέων την οποία ακολουθούσαν 100.000 βοοειδή και 20.000 υποζύγια. Οι Κινέζοι, υπό τον στρατηγό Λι και πάλι, ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο, αλλά αυτή τη φορά η ισχύς των δυνάμεών τους δεν άφηνε περιθώρια στους φυλάρχους. Έτσι πέρασαν χωρίς σοβαρά προβλήματα από το Σινγιάνγκ (δυτική Κίνα) και την έρημο. Η τεράστια κινεζική στρατιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια Εσχάτη που οι Κινέζοι αποκαλούσαν Ερσί και την πολιόρκησαν. Οι αμυνόμενοι επιχείρησαν έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Η πολιορκία δεν εξελισσόταν ευχάριστα για τους Κινέζους, μέχρι που κατάφεραν να κόψουν την τροφοδοσία της πόλης με νερό. Παρόλα αυτά μόνο ύστερα από 40 ημέρες άγριων τειχομαχιών οι Κινέζοι κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στο εξωτερικό τείχος και να εισέλθουν σε τμήμα της πόλης. Υποχωρώντας στο εσωτερικό τείχος μερίδα ευγενών ζήτησε συνθηκολόγηση υπό όρους.

Οι Κινέζοι, εξαντλημένοι και οι ίδιοι δέχτηκαν ζητώντας όμως το κεφάλι του βασιλιά της πόλης που στα κινεζικά κείμενα αναφέρεται ως Γουγκουά το οποίο οι προδότες ευγενείς του το παρέδωσαν. Επίσης ζήτησε την παράδοση 3.000 πολεμικών ίππων. Αποχωρώντας, χωρίς να έχει εκπορθήσει την πόλη, ο Κινέζος στρατηγός Λι Γκουάνγκ Λι ενθρόνισε έναν εκ των ευγενών τους βασιλείου, τον αποκαλούμενο στα κινεζικά κείμενα Μικάι και αποχώρησε. Από τους 90.000 άνδρες τους όμως μόνο 11.000 επέστρεψαν λόγω της φθοράς κατά την πολιορκία κυρίως, αφού στη δεύτερη εκστρατεία τους οι Κινέζοι είχαν μαζί τους τρόφιμα, τρόφιμα τους δόθηκαν και από τους Νταγιουάν, μετά την συνθήκη και δεν παρενοχλήθηκαν από τοπικούς φυλάρχους παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ωστόσο η κινεζική εκστρατεία απέτυχε ουσιαστικά. Το 101 π.Χ. οι ευγενείς Νταγιουάν σκότωσαν τον βασιλιά Μικάι που θεωρήθηκε μαριονέτα των Κινέζων και ανέβασαν στο θρόνο τον αδερφό του νεκρού βασιλιά Γουγκουά. Οι Κινέζοι δεν αντέδρασαν και περιοριστήκαν να αποκαταστήσουν τις εμπορικές και διπλωματικές τους σχέσεις με το βασίλειο του Νταγιουάν. 

Κατά την επιστροφή του Λι Γκουανγκλί, όλα τα μικρά βασίλεια και φυλές αποδέχτηκαν την κινεζική κυριαρχία και την υποτέλεια σε αυτήν. Έφτασε στην πύλη του Νεφρίτη -πέρασμα Γιουέν προς την κύρια Κίνα- το 100 π.Χ. με 10.000 άντρες και 1.000 άλογα. Η επικοινωνία με τη Δύση αποκαταστάθηκε μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Νταγιουάν και οι απεσταλμένοι αναχώρησαν ακόμα μια φορά από την Κίνα για τη Δύση, με τα καραβάνια να ταξιδεύουν προς τις αγορές της Βακτριανής. 

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. θεωρείται πως υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών βασιλείων στην κεντρική Ασία και την Κίνα, και είναι πιθανό πως τα αγάλματα των πολεμιστών του πήλινου στρατού εμπνεύστηκαν από την ελληνική τεχνοτροπία, ή πως σχεδιάστηκαν από Έλληνες γλύπτες, με τους οποίους οι Κινέζοι ήρθαν σε επαφή στα δυτικά της χώρας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.. Επίσης έχουν ανακαλυφθεί κοντά στα 300 νομίσματα σε διάφορες επαρχίες της Κίνας τα οποία φέρουν ελληνικούς χαρακτήρες και χρονολογούνται στην περίοδο 1ου με 2ου αιώνα μ.Χ., τα οποία πιθανώς είναι ινδοσκυθικής ή Τοχαρικης κοσσανικής προέλευσης.

Ο δρόμος του Μεταξιού ουσιαστικά ξεκίνησε από τον 1ο αιώνα π.Χ., μετά τις προσπάθειες της Κίνας να σταθεροποιήσει μια διαδρομή προς τον δυτικό κόσμο, μέσω απευθείας διακανονισμών στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ (δυτική Κίνα) καθώς και με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τις χώρες των Ελλήνων Νταγιουάν, Παρθών και Βακτριανών Ελλήνων προς τα δυτικά. Σύντομα ακολούθησε έντονη εμπορική δραστηριότητα, η οποία επιβεβαιώνεται και απο τον ρωμαϊκό παροξυσμό για κινεζικό μετάξι που επικράτησε από τον 1ο αιώνα π.Χ. -το οποίο προμηθεύονταν μέσω των Παρθών Αρσακιδών-, στο σημείο όπου η ρωμαϊκή γερουσία εξέδωσε -χωρίς αποτέλεσμα- αρκετά διατάγματα για να απαγορεύσει το φόρεμα του μεταξιού, βάσει οικονομικών και ηθικών λόγων -αντιπαλότητα και εμπόλεμη δραστηριότητα με Πάρθους. 

Την ίδια περίοδο η βουδιστική θρησκεία και ο ελληνοβουδισμός ξεκίνησαν τη διαδρομή τους ακολουθώντας το δρόμο του Μεταξιού, και εισχωρώντας στην Κίνα από τον 1ο αιώνα π.Χ..

Πηγή Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία 

Ο Μέγας Αλέξανδρος δαμάζει τον Βουκεφάλα. (Χάλκινο άγαλμα στο Εδιμβούργο)

"Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός είχε φέρει στον Φίλιππο τον Βουκεφάλα για να τον αγοράσει για τριάντα τάλαντα, κατέβηκαν στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο , που φαινόταν ατίθασο και γενικά δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς, αφού ούτε δεχόταν αναβάτη ούτε ανεχόταν τη φωνή κανενός από τους ανθρώπους του Φιλίππου, αλλά αγρίευε με όλους.

Και ενώ ο Φίλιππος άρχισε να δυσανασχετεί και έδωσε εντολή να απομακρύνουν το άλογο, επειδή κατά τη γνώμη του ήταν πάρα πολύ άγριο και ατίθασο, ο Αλέξανδρος που ήταν παρών είπε: «τι άλογο χάνουν, επειδή δεν μπορούν να το χειριστούν από απειρία και μαλθακότητα».

Στην αρχή ο Φίλιππος σιώπησε·  επειδή όμως ο Αλέξανδρος έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια πολλές φορές και είχε ταραχθεί, ο Φίλιππος είπε: «τολμάς και κατακρίνεις εσύ τους μεγαλύτερους, επειδή πιστεύεις ότι ξέρεις κάτι περισσότερο ο ίδιος ή επειδή μπορείς να κουμαντάρεις το άλογο καλύτερα;»

«Αυτό τουλάχιστον» είπε «θα μπορούσα να το χειριστώ καλύτερα από άλλον»

«Αν δεν το χειριστείς, ποιά τιμωρία πρέπει να υποστείς για την αυθάδειά σου;»

«Θα πληρώσω εγώ, μα τον Δία» είπε «την αξία του αλόγου».

Έπεσε τότε γέλιο· στη συνέχεια όμως, αφού συμφώνησαν μεταξύ τους την τιμή σε χρήμα, έτρεξε αμέσως προς το άλογο, έπιασε τα χαλινάρια και το έστρεψε προς τον ήλιο, επειδή κατάλαβε, καθώς φαίνεται, ότι, βλέποντας το άλογο τη σκιά του να πέφτει μπροστά του και να κινείται, τρόμαζε.

Και, αφού έτρεξε για λίγο δίπλα στο άλογο κρατώντας τα χαλινάρια, ενώ αυτό κάλπαζε, και το χάιδεψε, καθώς το έβλεπε γεμάτο θυμό και αγριάδα, πέταξε ήσυχα τη χλαμύδα και με ένα πήδημα κάθισε σταθερά επάνω του. Τράβηξε ελαφριά με τα λουριά το χαλινάρι και έσφιξε το λουρί χωρίς μαστίγωμα και σπιρούνιασμα.

Και καθώς έβλεπε ότι το άλογο έπαψε να είναι απειλητικό και ήταν έτοιμο να τρέξει, χαλάρωσε τα χαλινάρια και το άφησε να τρέξει, φωνάζοντας πια πιο δυνατά και χτυπώντας το με τα πόδια.

Στην αρχή ο Φίλιππος και η ακολουθία του ήταν αγχωμένοι και σιωπηλοί· μόλις όμως έστριψε και γύρισε πίσω σοβαρός και χαρούμενος, όλοι γενικά ζητωκραύγασαν· ο πατέρας του όμως λένε πως δάκρυσε κάπως από χαρά και, αφού κατέβηκε ο Αλέξανδρος από το άλογο, τον φίλησε και του είπε: «παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιο με σένα, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».


"Αλέξανδρος", Πλούταρχος

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...