Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Σοφοκλή Τραχίνιαι, εγκαινιάζοντας έτσι τη φετινή σειρά, του θέρους του 2020, παρουσιάσεων έργων του αρχαίου ελληνικού δραματικού ρεπερτορίου.
Πρόκειται για ένα έργο βαθιά φιλοσοφικό, ιδιότυπο και εξαιρετικά ποιοτικό, ίσως είναι το πιο σπάνια παιγμένο έργο του Σοφοκλή παρά το γεγονός ότι είναι συναρπαστικό,. Οι Τραχίνιες χαρακτηρίζονται ως έργο γνώσης που έρχεται αργά.
Μέχρι πριν 30-40 χρόνια οι νεώτεροι ερευνητές θεωρούσαν το έργο περίεργο και αιρετικό, σε βαθμό που ο Schlegel, εύχονταν να μπορούσε να το απορρίψει από το Corpus του Σοφοκλή ως νόθο.
Βασικό θέμα του έργου αποτελεί το επίγειο τέλος του Ηρακλή, ενώ όλα τα γεγονότα της τραγωδίας διαδραματίζονται μέσα σε μία μόνο ημέρα.
Πρόκειται για μία συγκλονιστική τραγωδία που εξιστορεί το απόλυτο πάθος της Δηινειράς για τον Ηρακλή και τις ακραίες συνέπειες του. Ένας κόσμος έρωτα όπως θα διαπιστώσουμε κινεί ορμητικά και ανεξέλεγκτα τις πράξεις των ηρώων του, αναδεικνύεται όμως δηλητηριώδης και καταστροφικός καθώς οι θεοί εκδικούνται, ενώ η γνώση εν προκειμένω δεν οδηγεί στο φως. Οι Τραχίνιες είναι ένα έργο για τον τρόμο του ανθρώπου μπροστά σε ένα σύμπαν που προσπαθεί να δαμάσει αλλά τελικά αποδεικνύεται πως λίγο κατανοεί…
Το έργο έχει χαρακτηριστεί και ως η τραγωδία της Άγριας Γης, καθώς δεν εξελίσσεται όπως οι άλλες τραγωδίες μέσα σε ένα παλάτι αλλά στην Τραχίνα, σε ένα καταυλισμό σε μία βουνοπλαγιά της Οίτης, με την τραχύτητα του τοπίου και των χαρακτήρων σε όλων το μεγαλείο τους.
Όσον αφορά τη χρονολόγηση του έργου, μάλλον αυτή προσδιορίζεται πριν το 438 π.Χ. Οι Τραχίνιες εντάσσονται στα πρώιμα έργα του Σοφοκλή. Το έργο πρέπει να διδάχθηκε κοντά στα δύο αρχαιότερα έργα του ποιητή, δηλαδή τον Αίαντα και την Αντιγόνη.
Η τραγικότητα του έργου έγκειται στο γεγονός ότι η άγνοια εμποδίζει τους ανθρώπους να έχουν τον πλήρη έλεγχο των επιλογών τους, ενώ συνείδηση της μοίρας τους αποκτούν όταν είναι πια αργά. Σίγουρα η τραγικότητα σχετίζεται με την πτώση του κολοσσιαίου Ηρακλή.
Το έργο είναι βασισμένο σε έναν Αιτωλικό και ένα Θεσσαλικό σχετικό θρύλο. Η Δηιανειρά σύμφωνα με το συγκεκριμένο μύθο όπως επαληθεύει και η ετυμολογία του ονόματος της κάποια στιγμή δολοφονεί ενσυνείδητα τον άντρα της (I. Erandonen), αυτό όμως δε είναι δυνατό να συμβαίνει στο έργο του Σοφοκλή.
Απίθανη επίσης θεωρείται και μία ευριπίδεια παλινόρθωση του μύθου του ήρωα, να παραστήσει τη Δηιανειρά ως μία καρτερική και ερωτευμένη γυναίκα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ομοιότητες στην αφήγηση του αποχωρισμού της Διεινειράς από το κρεβάτι μ’ αυτές της Άλκηστης του Ευριπίδη. Για την παρουσία ευριπιδικών στοιχείων στο έργο θα μιλήσουμε παρακάτω.
Το έργο αναμφίβολα βρίσκεται σε διαρκή συνομιλία με την Οδύσσεια και την Ορέστεια.
Ο Χορός του έργου αποτελείται από κορίτσια (παρθένες) από την Τραχίνα. Η στάση του Χορού είναι παρηγορητική έναντι της Δηιανειράς, καθώς παραστέκεται στην ερωτευμένη γυναίκα, ενώ παράλληλα εξυμνείται η δύναμη της Κύπριδας (Αφροδίτης).
Ο Σένεκας τέλος εμπνεύστηκε από αυτό το δράμα ένα δικό του με τίτλο Ο Ηρακλής στη Οίδα.
Η εξέλιξη του έργου.
(Βρισκόμαστε στο σπίτι που παραχώρησε ο βασιλιάς της Τραχίνας στο φυγάδα Ηρακλή)
Από την προϊστορία πληροφορούμαστε το φριχτό κυνηγητό που είχε υποστεί η Δηιανειρά από τον Αχελώο, το ποτάμιο τέρας και την απελευθέρωση της από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής τώρα λείπει από το σπίτι δεκαπέντε μήνες.
Η Δηιανειρά αυτοπαρουσιάζεται, ολόκληρη η ύπαρξη της βασίζεται στον Ηρακλή που τη γλίτωσε από το τέρας και τώρα γεμάτη από εναγώνια φροντίδα, φιλοξενούμενη στην Τραχίνα τον αναζητεί νοερά.
Ενώ όλα τα έργα του Σοφοκλή ξεκινούν διαλογικά, το συγκεκριμένο ξεκινά με μία προλογική ρήση της Δηιανειράς. Η σύζυγος του Ηρακλή αναπτύσσει την προϊστορία του έργου γεγονός που αποτελεί ευριπιδικό στοιχείο αλλά είναι απαραίτητο για τη συνέχεια.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ευριπιδικό στοιχείο αποτελεί και το ερωτικό κίνητρο της Δηιανειράς, η επίδραση του έργου από τον Ευριπίδη έχει όμως μεγαλοποιηθεί χωρίς σοβαρό λόγο. Η ήσυχη αγάπη της γυναίκας του Ηρακλή ουδεμία σχέση έχει με τις εκρήξεις γυναικείου πάθους του ευριπίδειου έργου.
Παρεμβαίνει στη ρήση της Δηιανειράς η θεράπαινα που την προτρέπει να στείλει το γιο της Ύλλο να φέρει ειδήσεις για τον Ηρακλή. Ο Ύλλος πείθεται και αποφασίζει να ξεκινήσει την αναζήτηση του πατέρα του.
Ο Χορός στην πάροδο συμμερίζεται τη θλίψη και την αδυναμία της Δηιανειράς, και προσπαθεί να την εμψυχώσει.
Ύστερα η Δηιανειρά στρέφεται στο Χορό και αντιπαραβάλλει με μοναδική λεπτότητα την ξέγνοιαστη χαρά της νιότης με τις έγνοιες της ώριμης γυναίκας. Την Δηιανηρά όμως ανησυχεί ο χρησμός που έλαβε από τον Ηρακλή. Ο ήρωας πήγε στη Δωδώνη και πληροφορήθηκε ότι μέσα σε δεκαπέντε μήνες είτε θα πεθάνει είτε θα ζήσει μία ανέμελη ζωή εάν φυσικά ξεπεραστεί αυτό το διάστημα. Τώρα που έφτασε το τέλος του διαστήματος ήρθε και η αποφασιστική στιγμή. Η τραγικότητα της Διεινειράς έγκειται στο γεγονός ότι την απόφαση την καθορίζει αυτή η ίδια, που μοναδική της έγνοια έχει αυτή την προθεσμία.
Η Δηιανειρά περιμένει, μαζί με το γιο της Ύλλο, την επιστροφή του άντρα της, που οι περιπέτειες της ανήσυχης ζωής του τον οδήγησαν ξανά σε άγνωστα ξένα μέρη. Ο Ηρακλής όμως της μηνά ότι θα γυρίσει στο σπίτι φέρνοντας μία νέα και όμορφη βασιλοπούλα την Ιόλη. Μετέπειτα ο κήρυκας Λίχας (είναι ο συνοδός των σκλάβων γυναικών) της το κρύβει ευλαβικά, πλην όμως ένας αγγελιοφόρος διαλύει το όμορφο ψέμα του Λίχα. Έντεχνα ο Σοφοκλής παρουσιάζει το Λίχα να καθυστερεί αρχικά από το φιλοπερίεργο πλήθος. Ακολουθεί ο χαρμόσυνος διάλογος του με την Δηιανειρά όπου περιγράφεται η νίκη του Ηρακλή, ο οποίος έρχεται φορτωμένος με δώρα για τους εγχώριους θεούς. Η Δηιανειρά αλαλάζει χαρμόσυνα!
Στο πρώτο στάσιμο ο Χορός συνεχίζει το χαρμόσυνο αλαλαγμό της Διεινειράς που καταλήγει σε βακχική παραφορά.
Η παραπλανητικά χαρούμενη κραυγή ηχεί σε μία στιγμή που κλείνει μέσα της την καταστροφή.
Εισέρχεται στη σκηνή ο Λίχας, και ο Σοφοκλής διαγράφει με θαυμάσιο τρόπο το πρόσωπο της βουβά ερωτευμένης γυναίκας. Η Δηιανειρά τον ρωτάει όπως είναι φυσικό για την τύχη του Ηρακλή μαθαίνει ότι βρίσκεται στο ακρωτήριο Κύναιο (στη βορειοδυτική Εύβοια) για να προσφέρει θυσίες στο Δία. Ο Ηρακλής σε προγενέστερο χρόνο δέχτηκε προσβολή από τον Εύρυτο, τον βασιλιά της Οιχαλίας γι' αυτό και σκότωσε το γιο του Ίφιτο και έτσι με εντολή του Δία αναγκάστηκε να θητεύσει δούλος στη Λύδη Ομφαλή, προκειμένου να εξιλεωθεί από το φόνο του Ίφιτου. Στο τέλος όμως πήρε μία φοβερή εκδίκηση από τον Εύρυτο για την ταπείνωση του κυριεύοντας την πόλη και παίρνοντας μαζί του αιχμάλωτες τις γυναίκες, τις οποίες ο Λίχας έφερε μαζί του στο παλάτι.
Στο σημείο αυτό της αφήγησης του Λίχα το βλέμμα της Δηιανειράς πέφτει ενστικτωδώς επάνω στην Ιόλη, καθώς οι αιχμάλωτες έχουν εισέλθει τώρα στη σκηνή. Ρωτά τον Λίχα για την ξένη. Η Διεινηρά της μιλά στη συνέχεια με συμπάθεια όμως δεν παίρνει απάντηση. Η νεαρή πριγκίπισσα θυμίζει την Κασσάνδρα και τη βουβή της στάση έναντι της Κλυταιμνήστρας.
Στη σκηνή λοιπόν έχει εισέλθει αγγελιοφόρος που εισάγει στην αφήγηση του μία αλληλουχία σκηνών που είναι διαρθρωμένες με μοναδική σοφία. Ύστερα από πολλές περιστροφές η Δηιανειρά φτάνει στη φρικτή αλήθεια Ο γέρο αγγελιοφόρος πληροφορεί ότι ο Ηρακλής δεν κυρίεψε την Οιχαλία για να ξεπλύνει τη ντροπή της Λύδας αλλά για χάρη της όμορφης Ιόλης, επειδή ο πατέρας της δε δεχόταν να τη δώσει κρυφά στην κλίνη του!
Τελικά η Δηιανειρά μαθαίνει ότι η νεαρή πριγκίπισσα θα είναι ομόκλινη της, στο άκουσμα της είδησης δεν ξεσπά σε μίσος ούτε επαναστατεί. Έχουν περάσει πια τα πρώτα νιάτα της και τρέμει για την καρδιά του ανδρός της με εξαιρετική όμως τρυφερότητα. Η Δηιανειρά ξεσπά τελικά σε μία κραυγή πόνου!!
Ως τώρα ο Σοφοκλής ήταν πολύ φειδωλός στη χρήση της στιχομυθίας αλλά τώρα στην κορύφωση της δραματικής έντασης τη χρησιμοποιεί με εξαιρετική δραματικότητα. Η Δηιανειρά στρέφεται προς το Λίχα και του ζητά να επιβεβαιώσει την αλήθεια με όλη τη δεσποτική εξουσία που μπορεί να ασκήσει. Ο Λίχας όμως πάλι υπεκφεύγει.
Ο Κένταυρος επιχειρεί να βιάσει τη Δηιάνειρα.
Η Δηιανειρά αν και έχει πληγωθεί μιλά για την παντοδυναμία του έρωτα, δικαιολογεί τον Ηρακλή δείχνοντας επιείκεια απέναντι του(!). Η Ιόλη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, καθώς έχει κερδίσει τη συμπάθεια της. Τώρα οδηγεί το Λίχα στο σπίτι προκειμένου να ετοιμάσει το δώρο της για τον Ηρακλή.
Σ’ αυτό το σημείο η Δηιανειρά θυμάται ένα μαγικό φίλτρο που έχει στη διάθεση της. Ο Κένταυρος πεθαίνοντας της είχε δώσει λίγο από το αίμα του, για να τη βοηθήσει να βρει την αγάπη του Ηρακλή εάν ποτέ εκείνη την έχανε. Ολοκληρώνεται έτσι η σύνθεση μίας ομάδας σκηνών προτού εμφανιστεί το νέο στοιχείο: η αποστολή του μοιραίου χιτώνα.
Ο Χορός τώρα ψάλλει θριαμβευτικά τη χαρά που απλώθηκε στη χώρα με την άφιξη του ήρωα, ύστερα εύχεται να ενεργήσει πάνω του το μαγικό φίλτρο. Ο τόνος του Χορού δημιουργεί αντίφαση με τη συμφορά που πρόκειται να ξεσπάσει σε λίγο…
Η σύζυγος του Ηρακλή μιλά ως γυναίκα στις έμπιστές της, στο λόγο της εκφράζεται στο λόγο της η πικρία μίας πληγωμένης ψυχής. Ο γάμος της τώρα διατρέχει κίνδυνο. Η Δηιανειρά κερδίζει τη συμπάθεια όλων λέγοντας ότι δεν μπορεί να οργίζεται μ’ εκείνον που πάσχει από την αρρώστια του έρωτα.
Κατόπιν η Δηιανειρά διηγείται πως ο Κένταυρος Νέσσος, καθώς αυτή περνούσε από το ποτάμι, επιχείρησε να απλώσει ανόσιο χέρι πάνω της και πως ακόμη την ώρα που πέθαινε πληγωμένος από το δηλητηριασμένο βέλος του Ηρακλή τη συμβούλευσε να κρατήσει λίγο από το αίμα του ως αποτελεσματικό ερωτικό φίλτρο. Μ’ αυτό το φίλτρο η ερωτευμένη γυναίκα άλειψε το γιορταστικό χιτώνα του Ηρακλή.
Η Διεινειρά λειτουργεί σαν μία αθώα ερωτευμένη καρδιά, το μόνο που θέλει είναι να ξανακερδίσει την αγάπη του Ηρακλή, διαποτίζει λοιπόν το γιορτινό ρούχο του με αίμα και του το στέλνει για την επίσημη ευχαριστήρια θυσία. Το ρούχο όμως είναι μολυσμένο, επειδή ο Ηρακλής είχε ποτίσει με φαρμάκι (αίμα από τη Λερναία Ύδρα) το βέλος που σκότωσε τον Κένταυρο Νέσσο.
Στο τέλος τα λόγια της προδίδουν μία αβεβαιότητα, μήπως είναι τρελό αυτό που πάει να κάνει; Η κορυφαία του Χορού την ενθαρρύνει να το κάνει… Η Δηιανειρά ενεργεί οπωσδήποτε χωρίς κακή πρόθεση όμως στην πράξη αισθάνεται κάποια ηθική ανασφάλεια που έδωσε αφορμή για πολλές ερμηνείες που είχαν ως επίκεντρο την ενδεχομένως κεκαλυμμένη αριστουργηματικά από το Σοφοκλή περίτεχνα πρόθεση της να σκοτώσει τον Ηρακλή. Ο Λίχας τελικά αποστέλλεται με το μοιραίο δώρο….
Τώρα εμφανίζεται ο Ύλλος που διηγείται πως ο πατέρας του φόρεσε το κακορίζικο ρούχο για να τελέσει τη θυσία και πως προσβλήθηκε από αφόρητους πόνους και τώρα μεταφέρθηκε στην Τραχίνα ετοιμοθάνατος.
Η δραματική αφήγηση του Ύλου έφερε τα νέα επιπλέον αναφέρεται και το τέλος του Λίχα: έπεσε θύμα της οργής του Ηρακλή που τον εξόντωσε εκσφενδονίζοντας ένα βράχο επάνω του μόλις άρχισε να επιδρά το δηλητήριο. Ο Ύλλος αποχωρεί εκτοξεύοντας μία κατάρα για τη μητέρα του. Η Δηιανειρά στο σημείο αυτό φεύγει από τη σκηνή χωρίς να πει λέξη
Στο τρίτο στάσιμο ο Χορός των παρθένων κορασίδων μιλά για την εκπλήρωση του χρησμού για τον θάνατο του Ηρακλή και για την οδύνη της Δηιανειράς. Ο Χορός αναφέρεται στη δύναμη της Κύπριδας και στον αγώνα ανάμεσα στον Αχελώο και τον Ηρακλή. Η αναδρομή βοηθά ώστε να κατανοήσουμε ακόμη μία φορά τη Διεινειρά μέσα από την ίδια της τη μοίρα. Τονίζεται στο χορικό ιδιαίτερα το αδιέξοδο της.
Σημαντικά εξωσκηνικά γεγονότα μεταδίδονται στο τέταρτο επεισόδιο στη σκηνή με αφήγηση. Η τροφός διηγείται σε συζήτηση της με την κορυφαία του Χορού την αυτοκτονία της Δηιανειράς , περιγράφει επίσης και το θρήνο του Ύλλου που αναγνωρίζει τελικά την αθωότητα της μάνας του και κατηγορεί τον εαυτό του ότι η απότομή οργή του την οδήγησε στο θάνατο της.
Ακολουθεί ένας σύντομος θρήνος του Χορού για το θάνατο της Δηιάνειρας.
Σιγά σιγά φθάνει η θλιβερή πομπή με τον Ηρακλή κοιμισμένο σε ένα φορείο, τον συνοδεύει ο Ύλλος και ένας πρεσβευτής επικεφαλής των μεταφορέων. Ο Ήρωας τινάζεται από τον ύπνο μέσα σε φρικτούς πόνους, ο παροξυσμός του πόνου και η αμηχανία των άλλων τώρα μορφοποιείται μέσα σε μία λυρική σκηνή που εκφράζει το πιο άγριο πάθος, μέσα σε μία διαρθρωμένη περίπλοκη σύνθεση.
Ο Ηρακλής ζητά από τον Ύλλο απεγνωσμένα να πάρει εκδίκηση από τη Δηιανειρά. Ο Ύλλος αρνείται και υπερασπίζεται τώρα τη μάνα του. Προοδευτικά απλώνεται μία στιχομυθία που οδηγεί στην αποκάλυψη της απάτης του Νέσσου. Ο Ηρακλής απαιτεί από το γιο του υποταγή και συντρίβει με αυταρχικό τρόπο οποιαδήποτε άρνηση του. Στη συνέχεια ξεχνά τη Δηιανειρά και θυμάται τη δύναμη των χρησμών. Δεσμεύει το γιο του να πραγματοποιήσει τις δύο τελευταίες επιθυμίες του:
1)Απαιτεί να τον κάψει πάνω στην Οίτη
2)Και να πάρει γυναίκα του την Ιόλη. Ο Ύλλος με φρίκη αυτό το αρνείται, τελικά όμως υποτάσσεται μπροστά στη βαναυσότητα του Ηρακλή.
Ο Ηρακλής πια δεν έχει άλλο δρόμο από αυτόν της νεκρικής πυράς. Εδώ ο Ύλλος επαναστατεί με λόγια που δεν έχουν παράλληλο τους στα έργα του Σοφοκλή, κατηγορεί τους θεούς που ενώ θέλουν να λέγονται γεννήτορες και πατέρες επιτρέπουν να συμβαίνουν γεγονότα που τους φέρνουν ντροπή!
Τα τελευταία όμως λόγια του Χορού αναιρούν ότι έχει ειπωθεί. Είναι φοβερά όσα έχουν συμβεί αλλά δεν υπάρχει τίποτα μέσα σ’αυτά που να μην είναι Δίας!! Ο μεγάλος αγαπημένος της ανθρωπότητας, που τον θεωρούσαν προσωποποίηση του Ήλιου καίγεται στην πυρά, ο πιο σπουδαίος και παντοδύναμος ήρωας του αρχαίου κόσμου!!!
Επιπλέον στοιχεία για το έργο
Τι να πρωτοπεί κανείς για αυτό το έργο…
Θα ξεκινήσω από αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε κατά τη γνώμη μου καύσιμη ύλη του έργου: Τους χρησμούς. Οι χρησμοί σ’ αυτό το έργο παίζουν ξεχωριστό ρόλο, ενώ βρίσκονται σε συγγένεια με τον Οιδίποδα. Σκοτεινοί, διφορούμενοι, πίσω από αυτούς βρίσκεται η βεβαίωση για την εκπλήρωση του πραγματικού νοήματος, οι θεϊκές δυνάμεις φανερώνονται στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι ένα νωθρό θύμα της μοίρας του, ενώ αυτός (ο άνθρωπος) νομίζει ότι απομακρύνεται από τη μοίρα του οι θεοί φροντίζουν ώστε να τον φέρουν βήμα βήμα κοντά στο πεπρωμένο του.
Ο χρησμός για τον οποίο η Δηιανειρά μιλά στην αρχή επιδέχεται δύο ξεχωριστές ερμηνείες, καθώς ύστερα από την εισαγωγή πληροφορούμαστε για θάνατο ή ήρεμη ευτυχία. Ο Χορός όμως μιλάει για απαλλαγή από τους μόχθους στο στίχο 825. Η αντίφαση στην πραγματικότητα είναι μόνο φαινομενική και προτάσσεται για λόγους δραματικής αναγκαιότητας, πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την εισαγωγή του στοιχείου της αγωνίας και της επακόλουθης ελπίδας. Οι χρησμοί αποκαλύπτουν το ακριβές νόημα μετά από την επαλήθευση τους ακόμη μία φορά…
Η μοναδική ηρωίδα απομονώνεται, το τέλος της παριστάνεται ουσιαστικά σαν αντίδραση για τη μοίρα της. Τα δραματικά γεγονότα εξελίσσονται ανεξάρτητα από τους ήρωες, οι συνέπειες τους έρχονται όμως αργότερα να επικυρώσουν τις σκοτεινές προφητείες.
Ο άνθρωπος όσο και αν πολεμά να γνωρίσει το άγνωστο και να εδραιώσει την πολυπόθητη ασφάλεια στη ζωή του πάντα θα τον ξαφνιάζει το πεπρωμένο, σαν τη φύση που παραμένει αδάμαστη, αναγεννητική και συνάμα καταστροφική, αδιαφορώντας για τους ανθρώπινους μόχθους, τις προσδοκίες και τις οργανωμένες προσπάθειες. Ο άνθρωπος όμως πάντα αναζητά το ξεπέρασμα των ορίων του, έτσι η μάχη παρατείνεται στο διηνεκές και κάθε ανθρώπινη γενιά όσο και αν δώσει σύνεση γίνεται μάρτυρας της πτώσης των ηρώων της και των μύθων της. Ταυτόχρονα η απομυθοποίηση προκύπτει σχεδόν σαν φυσική ανάγκη, στη θέση του μύθου έρχεται τότε ο λόγος η λογική και ο διάλογος. (Culturenow)
Ο Ηρακλής
Ο μυθικός ήρωας είναι ο μεγάλος χαρακτήρας του έργου, η δράση του ορίζει το πεδίο των εξελίξεων στην τραγωδία, δράση η οποία επιπλέον δημιουργεί καταστάσεις και δεδομένα στα οποία οι άλλοι πρέπει να αντιδρούν περισσότερο ή λιγότερο. Οι υπόλοιποι ήρωες είτε αντιδρούν είτε όχι χαρακτηρίζονται ως μικροί άνθρωποι.
Ο Ηρακλής παρουσιάζεται σαν τέρας, όμοιο με αυτά που σκοτώνει στους άθλους του, μην έχοντας τίποτα το αξιαγάπητο πάνω του. Ο μυθικός ήρωας επέδειξε αγριότητα στην καταστροφή μιας πόλης εξαιτίας της Ιόλης, επιπλέον τη φέρνει δίπλα στη γυναίκα του ως παλλακίδα. Ο σωματικός πόνος ακόμη τον οδηγεί στην εξόντωση του Λίχα. Ο G Murray τον παρέστησε ως μυσαρό τέρας. Την ίδια σκληρότητα που επιδεικνύει ο Ηρακλής σε άλλους την εφαρμόζει και στον εαυτό του.
Ερωτικά ο Ηρακλής λειτουργεί με το ίδιο βίαιο πάθος που είχε και κατά τους άθλους του. Ο υπερβατικός του χαρακτήρας ως εκπολιτιστής της ανθρωπότητας θα μεταλλάξει το βίωμα του έρωτα σε καταστροφική νόσο για τον ίδιο και τον οίκο του, καθώς και γι αυτούς που θα δοκιμάσουν την ερωτική του συμπεριφορά. Ο Σοφοκλής θα τον παρουσιάσει ως εκδικητικό όμως η Διηανειρά, ο Ύλλος και ο Χορός θα τον δουν ως ένα μεγάλο ενάρετο άνδρα που πέτυχε πολλά κατορθώματα, φέρνοντας εις πέρας μία σειρά από άθλους που απάλλαξαν τον κόσμο από πολλά τέρατα. Στο έργο όμως δε γίνεται λόγος για κανένα άθλο.
Σαν μία ακραία εικόνα ανθρώπινου εγωισμού που ταυτόχρονα γεννά τον οίκτο που εξεγείρεται ενάντια στον άδικο αφανισμό και μάχεται ως την τελευταία στιγμή το παράλογο του θανάτου. Παρά το γεγονός ότι έχει γίνει τώρα στο τέλος πράγμα, όπως σαν πράγμα τον μεταχειρίσθηκε ο Ευρυσθέας στο παρελθόν. Στο τέλος όταν κείτεται στο φορείο ο ένδοξος ήρωας είναι ο φονιάς που επιτίθεται στις πόλεις βιάζοντας και καταστρέφοντας.
Η Διηανειρά
Πρόκειται για την πιο συμπαθή ευγενή και τρυφερή ηρωίδα των έργων του Σοφοκλή. Ενώ θέλει να φέρει κοντά της τον Ηρακλή με την αγάπη της όμως τον καταδικάζει άθελα της σε φρικτό θάνατο. Ο Σοφοκλής επιδεικνύει μία συμπαθητική στάση απέναντι της, καθώς συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της Αθηναίας συζύγου. Η ηρωίδα ζει τον έρωτα σε ένα καθεστώς φόβου χωρίς αυτό να αποτρέπει την ορθή φροντίδα και την επιμέλεια του συζυγικού της οίκου.
Σύμφωνα με τον Ισιόδειο κατάλογο, η Διηανειρά ήταν η κόρη του βασιλιά Οιδέα, μια από τις πιο φημισμένες ζηλόφθονες συζύγους της αρχαιοελληνικής μυθολογίας. Ο Σοφοκλής αν και γνώριζε φυσικά το μυθολογικό της παρελθόν και το γενικότερο επικριτικό πνεύμα που διατηρούνταν εναντίων της κατάφερε και πρόβαλλε μέσω αυτής το ευγενές ήθος της Αθηναίας αστής του 5ου αιώνα π.Χ.
Ο φοβικός έρωτας κυριαρχεί στη ζωή της, άλλωστε κυρίαρχο θέμα του έργου είναι ο Έρωτας, το ποτάμιο τέρας ο Αχελώος ποταμός την ερωτεύεται και εύχεται να είχε πεθάνει, παρά να συμβιώσει με το ποτάμιο αυτό πλάσμα. Ο Ηρακλής τη σώζει και τη νυμφεύεται. Ο έγγαμος βίος της με το μυθικό ήρωα είναι ένας διαρκής φόβος, και ειδικότερα φόβος εγνοιών, καθώς η παρατεταμένη απουσία του Ηρακλή κατέστησε τη ζωή της Διηανειράς μαρτυρική. Ο Έρωτας της εξελίσσεται στην πορεία σε μανιακό, οι φόβοι της θα καταλυθούν προσωρινά από τον αγγελιοφόρο και το Λίχα (που φέρνει καλά νέα για τις επιτυχίες του Ηρακλή), η αποκάλυψη όμως της παρασυζυγίας του Ηρακλή κλονίζει την ψύχραιμη έως τώρα στάση της. Τώρα ουρλιάζει για το κακό που τη βρήκε, γνωρίζει ότι εδώ και καιρό ο Ηρακλής πλαγιάζει με άλλες γυναίκες εδώ όμως καλείται να μοιραστεί το συζυγικό κρεβάτι . Η ομορφιά και τα κάλλη της νέας γυναίκας θα την κέρδιζαν κατά κράτος, η συνοίκηση τη φοβίζει, πρέπει να πάρει πίσω τον Ηρακλή…
Σειρά τώρα θα πάρει ο μύχιος έρωτας, καθώς λοιπόν η Διηανειρά είναι έως τώρα μία γυναίκα παρά τα όποια συναισθήματα τη διακατέχουν με ορθολογική σκέψη και δράση που νοιάζεται για την ασφάλεια του οίκου της, ξέρει ότι δε μπορεί να πάρει πίσω τον άντρα της συμβατικά και έτσι καταφεύγει στο μαγικό φίλτρο. Η ερωτευμένη γυναίκα εκτελώντας τη μαγική συνταγή αποφάσισε να περάσει από το μονοπάτι του μύχιου έρωτα. Στο τέλος όμως με την τελετουργική της αυτοκτονία επανέρχεται μέσω ενός πλήθους συμβολισμών (χάιδεμα των σκευών του οίκου της, μεταμόρφωση σε παρθένα που μοιρολογεί στο βωμό του σπιτιού κ.α.) στην πρέπουσα γυναικεία συμπεριφορά και στο κοινωνικά αποδεκτό εσώκλειστο του οίκου της.
Η Διηανειρά είναι ένοχη για την αφέλεια και την ευπιστία της, με το θάνατο της θα κερδίσει τη συμπάθεια όλων. Η προσφυγή στο μαγικό φίλτρο εξηγείται από την αγωνία της ώριμης γυναίκας που παλεύει για την αγάπη του άντρα της, μία γυναίκα όμως σαν τη Διηανειρά δεν είναι σε θέση να εξαπατήσει κανέναν.
Ο έρωτας είναι το πιο δυνατό και παράφορο συναίσθημα που μπορεί να νοιώσει κάθε άνθρωπος στη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Η δραματική ποίηση πραγματεύτηκε τον έρωτα λογοτεχνικά τον παρουσίασε όμως τραγικά, καθώς αναδείχθηκαν τα ιδιαίτερα στοιχεία της φύσης και της ψυχοσυναισθηματικής σύγκρουσης των δύο φύλλων, καθώς και της αναπόφευκτης μοίρας και των θείων επεμβάσεων στη ζωή των ανθρώπων.
Ο Ηρακλής και η Διηανειρά αποτελούν επί της ουσίας συνάντηση δύο κόσμων: του αρχαϊκού μυθικού του Ηρακλή και της σύγχρονης των θεατών και όμοιας με όλες τις Τραχινίες που ήρθαν σπίτι της από το πρωί και άκουσαν τον καημό της, Διηνειράς. Η ηρωίδα είναι από την ίδια ράτσα με τον Οιδίποδα, η ήττα του οποίου αρχίζει με τη λύση του αινίγματος της Σφίγγας, η ήττα της Διηανειράς αρχίζει με την ανακάλυψη της πραγματικής φύσης του δηλητηρίου.
Οι φόβοι της Διειανειράς έρχονται νύχτα και οι νύχτες της είναι μακρές. Ξέρει ότι ο Ηρακλής δεν της έμεινε ποτέ πιστός, για πρώτη φορά όμως της έστελνε παλλακίδα. Το δράμα της είναι συνηθισμένο και καθημερινό (άντρας και γυναίκα στο κατώφλι των γηρατιών, εμφάνιση νέας γυναίκας. Σύμφωνα πάλι με τον Murray, μπορεί κανείς να τους δει κάθε Δευτέρα πρωί σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα.
Στο βάθος της ψυχής της Διηανειράς, όπως διαπιστώνει κανείς μετά από ένα εκτεταμένο κοσκίνισμα του έργου, συγκεντρώνεται δηλητήρια, πιο φαρμακερά ακόμη και από το πηγμένο αίμα του Κενταύρου το οποίο φύλαγε κρυφά στη λύκηθο. Η Διηανειρά είναι εν τέλει η ζηλιάρα που θέλει να μάθει όλη την αλήθεια. Η μόλυνση είναι μεταδοτική, ο μολυσμένος είναι κατά κάποιο περίεργο τρόπο ο μολύνων, ο Ηρακλής είναι ο λυτρωτής που σκοτώνει τα τέρατα με το αίμα του τέρατος (Κένταυρος-Λερναία Ύδρα). Και οι δύο μορφές είναι δεμένες με τη μοίρα και οδηγούνται από διαφορετικούς δρόμους στο θάνατο σύμφωνα με τη διμερή σύνθεση των παλιότερων έργων.
Αντίφαση θα αποτελέσει το γεγονός ότι το ζευγάρι δε συναντάται ποτέ στο έργο επί σκηνής. Στο πρώτο μέρος θα κυριαρχήσει η εσωστρεφής οργή, ενώ στο δεύτερο η έκρηξη της θεατρικότητας.
Επανερχόμαστε τώρα στον μεγάλο μυθικό ήρωα Ηρακλή, την ώρα του μαρτυρίου του το δηλητήριο έχει εισχωρήσει βαθιά στο σώμα του και του κατατρώει τα κόκαλα, ο γιος του Δία ουρλιάζει από τους πόνους, ηχούν οι τρομερότερες κραυγές σε όλη την ελληνική τραγωδία, ζητά από τον πατέρα του να συντομεύσει την οδύνη με ένα κεραυνό, ύστερα απευθύνεται στον Άδη παρακαλώντας να τον νανουρίσει στον αιώνιο ύπνο. Στο τέλος φτάνει μέχρι του σημείου να ζητήσει από τους γύρω ανθρώπους να του κόψουν το κεφάλι!
Ο Σοφοκλής συγκροτεί ένα σκοτεινό και αβυσσαλέο κόσμο στα έργα του μέσα και έξω από τις ψυχές των πρωταγωνιστών του. Ένας κόσμος που εκ πρώτης όψεως φαντάζει εγκαταλειμμένος από τους θεούς και παραδομένος στα πάθη και την απελπισία των ανθρώπων.
Το είδαμε και στον Οιδίποδα και αλλού, κεντρικό θέμα της τραγωδίας είναι το πεπρωμένο. Η τύχη πέφτει πάνω στον άνθρωπο και όχι το μοιραίο, οποιεσδήποτε και αν είναι οι πράξεις του. Ο στόχος του Σοφοκλή είναι διττός ,να διδάξει ότι ο καλός και δυνατός Ηρακλής υποφέρει με τη θέληση των θεών και η προδομένη σύζυγος υποφέρει και αυτή περιμένοντας πιστά τον ήρωα. Έτσι λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά στο δράμα της το οποίο εκφράζει με το δικό του τρόπο ο Σοφοκλής.
Δύο εικόνες μας μένουν βαθιά χαραγμένες στην ψυχή ως θεατές: Η αναμονή της συζύγου, μόνη σε ξένη πόλη να πιστεύει ότι ο χιτώνας έχει μαγικές ιδιότητες και το δράμα του Ηρακλή να παίρνει θρησκευτικό μεγαλείο μπροστά στο πεπρωμένο του καθώς για να σώσει την αξιοπρέπεια του ο ήρωας δε βρίσκει άλλο καταφύγιο από το θάνατο.
Ο ποιητής προσφέρει όμως μία εντυπωσιακή μαρτυρία της ευσέβειας του αναφωνώντας μέσω του Ύλλου, που πρωτύτερα κατηγορούσε τους θεούς ότι ¨τίποτα δεν υπήρχε μέσα σε όλα αυτά που να μην είναι Δίας¨ (στιχ. 1278), την ευσέβεια αυτή την έχει λατρέψει σε όλο το έργο του και την παρουσιάζει με τον τρόπο αυτό αναλλοίωτη στο τέλος του δράματος.
.
Από μία άφθαστα μακριά και αιώνια σκοτεινή θέληση η θεότητα λειτουργεί έτσι και όχι αλλιώς μέσα στον κόσμο.
Ας χαλαρώσουμε όμως λίγο το κλίμα, και ας επανέλθουμε στην ύπαρξη τυχόν ευριπίδειων στοιχείων στο δράμα. Οι διαφορές ξεπερνούν τις ομοιότητες στον πρόλογο του έργου, αυτό το δομικό στοιχείο εάν αυτοδύναμο στο έργο του Ευριπίδη, ενώ εδώ είναι δεμένο με την υπόλοιπη οργανική σύνθεση. Λάθος αποτελεί και ο παραλληλισμός του μαγικού φίλτρου της Διηανειράς με τις σκευωρίες στα έργα του Ευριπίδη. Ο έρωτας σαφώς και παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά ο χαρακτήρας του εδώ είναι διαφορετικός από τα δράματα πάθους του Ευριπίδη. Οι Τραχινίες δεν αποτελούν ένα απλό ψυχόδραμα, οι δυνάμεις που συντρίβουν τις ανθρώπινες προσπάθειες δεν αναδύονται από τον εσωτερικό κόσμο των δραματικών προσώπων όπως στον Ευριπίδη παρά υψώνονται απέναντι τους σαν άτεγκτες και ανεξιχνίαστες μορφές εξουσίας…
Τελειώνοντας θα πούμε ότι ο χρόνος του παρελθόντος στο έργο υπήρξε απειλή για το παρόν, τη στιγμή που το πάθος αποτέλεσε μία κτηνώδη δύναμη που επηρέασε τους ανθρώπους και τον πολιτισμό. Η γνώση με την οποία ξεκινήσαμε την ανάλυση του έργου και η μεταβλητότητα των πραγμάτων καθώς και η τραγική ανθρώπινη άγνοια και ο πεπερασμένος χαρακτήρας της ανθρώπινης αντίληψης, σε συνάρτηση πάντα με την αδυναμία της ανθρώπινης τύχης, συμβάλλουν καθοριστικά στην αδυναμία του ανθρώπινου νου να συλλάβει τελικά τη βουλή του Δία.
Πραγματικά είναι δύσκολο να βγεις από την ανάλυση ενός έργου όπως οι Τραχίνιες. Σίγουρα θα πρέπει όμως το άρθρο κάποια στιγμή να ολοκληρωθεί, και μπορεί να ολοκληρωθεί με την διατύπωση μίας πεποίθησης κρίνοντας από όσα συνέβησαν σ’ αυτό το έργο και από τη γενικότερη θεώρηση του έργου του Σοφοκλή: Ότι η πραγματική γνώση σύμφωνα μ’ αυτόν είναι πηγή ισορροπίας και συνιστά την ευθυγράμμιση της ανθρώπινης τύχης με τη συνείδηση των αθανάτων.
Η μοναδική παράσταση που κατόρθωσα να βρω στο διαδίκτυο είναι σε έκδοση... όπερας
Καλό καλοκαίρι!
Πηγές: Κρατικό Θέτρο ΒορείουΕλλάδος, Περαιβία, Λεμονιά Βασβάνη, Εθνικό Θέατρο, Τραγικοί (Κρεβαττάς), Λωτοφάγοι, Ιστορία της Αρχαίας Λογοτεχνίας (Α. Λέσκυ), Ιστορία της Αρχαίας Δραματικής Ποίησης τ.1, (Α. Λέσκυ)
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.