Οπτικοακουστικό υλικό την κινηματογραφική ταινία "ΑΕΡΑ,ΑΕΡΑ,ΑΕΡΑ" της Καρατζόπουλος-Καραγιάννης, ένα ντοκυμαντέρ " Ντοκουμέντα" του Κ. Γκιουλέκα και ένα εκπαιδευτικό βιντεάκι του ηλεκτρονικού περιοδικού "ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ" με θέμα "τον Τορπιλισμό της Έλλης". Το υλικό χρησιμοποιήθηκε στην τάξη για να ζωντανέψει ομώνυμο λογοτεχνικό κείμενο του Σπύρου Μελά από το έργο του "Η δόξα του ' 40 στα βουνά και στα πέλαγα", εκδόσεις Μπίρης.
Η Ελυμική * Εγέστη, Αίγεστα
Πενήντα χιλιόμετρα δυτικά του Παλέρμο, σε ένα τοπίο ιδιαίτερα φυσικού κάλλους, βρίσκεται η Ελυμική Εγέστη. Αγκαλιασμένη από το φαράγγι του Σκάμανδρου, είναι μια αληθινή αποκάλυψη.
Ναός Εγέστας
Ο ναός της Μεγάλης Μητέρας (Tempio della Dea Mandre) της Έγεστα (Segesta) πιθανόν αφιερωμένος στην Άρτεμη, είναι το μοναδικό κτίσμα που έμεινε ανέπαφο στους αιώνες όχι μόνο από τους σεισμούς, αλλά και από όλους τους κατά καιρούς κατακτητές της πόλης. Ο εξάστυλος, περίπτερος ναός είναι από τα ωραιότερα δείγματα δωρικής αρχιτεκτονικής και αδιάψευστος μάρτυρας της προέκτασης του Τρωικού πολέμου στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Λέγεται ότι είναι έργο Αθηναίου αρχιτέκτονα και χτίστηκε βιαστικά μεταξύ 426-416 π.Χ. για να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους πρέσβεις. Γι’ αυτό το λόγο παρέμεινε ημιτελής, , όπως μαρτυρούν η έλλειψη ραβδώσεων στους κίονες και η απουσία διακόσμησης (μετόπες, αέτωμα και σηκός). Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο ναός δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί λόγω επίθεσης των Σελινούντιων το 416 π.Χ. με τους οποίους οι κάτοικοι της Έγεστας (Έλληνες άποικοι και Έλυμοι, δηλαδή Έλληνες Τρώες) βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη. Μια προσεκτική παρατήρηση του ναού αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει ευθεία γραμμή σε κανένα σημείο του κτίσματος. Είναι φανερό κι εδώ το εκλεπτυσμένο επίτευγμα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, η καμπυλότητα, όπως στο ναό του Παρθενώνα.
Στην κορυφή του όρους Μόντε Μπάρμπαρο σε μια τοποθεσία με πανοραμική θέα βρίσκεται το ελληνικό θέατρο, όπου το καλοκαίρι πραγματοποιούνται θεατρικές παραστάσεις.
( Οι Έλυμοι οι πρώτοι Τρώες που κατέφθασαν στην Τρινάκρια)
Μία μέρα, διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο
Με άρπαξαν από τον ύπνο, ίσως κατά λάθος, και με πέταξαν έξω από το τρένο σ’ έναν ασήμαντο σταθμό. Τη νύχτα, χωρίς να έχω τίποτα μαζί μου.
Δεν μπορώ να συνέλθω από την κατάπληξη. Εκείνο όμως που μ’ εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το ότι δεν βρίσκω επάνω μου κανένα σημάδι της βίας που έχω υποστεί· όχι μόνο, αλλά από το γεγονός αυτό δεν διατηρώ την παραμικρή εικόνα, ούτε καν μια συγκεχυμένη ανάμνηση.
Βρίσκομαι πεσμένος καταγής, μόνος, μες στα σκοτάδια ενός ερημικού σταθμού και δεν ξέρω σε ποιον ν’ αποταθώ για να μάθω τι μου συνέβη, πού είμαι.
Διέκρινα μόνο ένα φαναράκι με αδύνατο φως που έτρεξε να κλείσει την πόρτα του τρένου απ’ όπου με πέταξαν έξω. Το τρένο αναχώρησε αμέσως. Εξαφανίστηκε αμέσως μες στο σταθμό εκείνο το φαναράκι με την τρεμάμενη ανταύγεια που έστελνε το λιγοστό του φως. Μέσα στη σαστισμάρα μου, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τρέξω ξωπίσω του για να ζητήσω εξηγήσεις και να παραπονεθώ.
Να διαμαρτυρηθώ όμως για ποιο πράγμα;
Πολύ σαστισμένος διαπιστώνω πως δεν έχω πλέον ιδέα ότι ξεκίνησα ένα ταξίδι με το τρένο. Δεν θυμάμαι πια καθόλου από πού ξεκίνησα και προς τα πού κατευθυνόμουν και εάν πραγματικά, τη στιγμή της αναχώρησής μου, είχα μαζί μου κάτι. Μου φαίνεται πως δεν είχα τίποτα.
Στο κενό αυτής της φοβερής αβεβαιότητας, με κυριεύει ξαφνικά ο τρόμος για εκείνο το φαναράκι-φάντασμα που χάθηκε αμέσως, χωρίς να προσέξει ότι με πέταξαν έξω από το τρένο. Μήπως είναι το φυσικότερο των πραγμάτων σ’ αυτό το σταθμό να κατεβαίνει κανείς μ’ αυτό τον τρόπο από το τρένο;
Μες στο σκοτάδι δεν καταφέρνω να διακρίνω το όνομα της πόλης, η οποία μου είναι, βέβαια, άγνωστη. Μέσα στο πρώτο θαμπό φως της αυγής φαίνεται έρημη. Στη μεγάλη μουντή πλατεία μπρος από το σταθμό υπάρχει ένα φανάρι του δρόμου ακόμη αναμμένο. Το πλησιάζω, σταματώ και, μην τολμώντας να σηκώσω το βλέμμα, τρομαγμένος καθώς είμαι από την ηχώ που έκαναν τα βήματά μου μες στη σιωπή, κοιτάζω τα χέρια μου, τα παρατηρώ από την καλή και από την ανάστροφη, τα κλείνω, τα ξανανοίγω, αγγίζομαι, ψαχουλεύομαι, ακόμη και για να αισθανθώ πώς είμαι φτιαγμένος, επειδή ούτε και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, ότι δηλαδή υπάρχω στην πραγματικότητα και ότι όλα αυτά είναι αληθινά. Λίγο αργότερα, προχωρώντας μέχρι το κέντρο της πόλης, βλέπω πράγματα που θα με έκαναν να σταματώ σε κάθε βήμα από την έκπληξη, εάν μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη δεν με κυρίευε βλέποντας ότι όλοι οι άλλοι, παρόλο που είναι όμοιοι μ’ εμένα, κινούνται ανάμεσα στα πράγματα αυτά χωρίς να δίνουν σημασία, λες και γι’ αυτούς είναι τα πιο φυσικά και τα πιο συνηθισμένα. Νιώθω σαν να σέρνομαι, αλλά κι εδώ χωρίς ν’ αντιλαμβάνομαι ότι εξασκείται βία επάνω μου. Μόνο που εγώ, μέσα μου, αγνοώντας τα πάντα, είμαι σχεδόν από παντού περικυκλωμένος. Θεωρώ όμως, αν και δεν ξέρω πώς, ούτε από πού, ούτε γιατί έχει προκύψει, πως πρέπει να έχω βέβαια άδικο εγώ και δίκιο όλοι οι άλλοι που, όχι μόνο φαίνεται να το ξέρουν, αλλά ξέρουν ακόμη τι κάνουν, σίγουροι ότι δε σφάλουν, χωρίς την παραμικρή αβεβαιότητα, τόσο φυσικά πεπεισμένοι να κάνουν ό,τι κάνουν, που θα προκαλούσα βέβαια την έκπληξη, την μομφή, μπορεί ακόμη και την αγανάκτηση εάν, είτε λόγω της εμφάνισής τους, ή κάποιας πράξης ή έκφρασής τους, άρχιζα να γελάω ή έδειχνα έκπληκτος. Στην έντονη επιθυμία μου ν’ ανακαλύψω κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός, θα πρέπει συνέχεια να διώχνω από τα μάτια μου εκείνο το κάπως οξύθυμο βλέμμα που στα πεταχτά έχουν στα μάτια τους οι σκύλοι. Το λάθος είναι δικό μου, το λάθος είναι δικό μου, που δεν καταλαβαίνω τίποτα, που δεν καταφέρνω ακόμη να συλλάβω το νόημα. Πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να προσποιηθεί ότι κι εγώ είμαι πεπεισμένος γι’ αυτά που γίνονται και ότι πασχίζω να κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν οι άλλοι, όσο και αν μου λείπει κάθε κριτήριο και κάθε πρακτική έννοια, ακόμη κι εκείνων των πραγμάτων που φαίνονται κοινότερα και ευκολότερα.
Δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, ποιον δρόμο να πάρω, τι ν’ αρχίσω να κάνω.
Είναι όμως δυνατόν να έχω τόσο μεγαλώσει, παραμένοντας πάντα σαν παιδί, χωρίς να έχω κάνει ποτέ τίποτα; Ίσως να έχω δουλέψει στον ύπνο μου, δεν ξέρω πώς. Μα έχω βέβαια δουλέψει, έχω πάντα δουλέψει και μάλιστα πολύ, πολύ. Εξάλλου φαίνεται πως το ξέρουν όλοι, επειδή πολλοί γυρίζουν και με κοιτάζουν και περισσότεροι από ένας με χαιρετούν, χωρίς εγώ να τους γνωρίζω. Στην αρχή είμαι αμήχανος, εάν πράγματι ο χαιρετισμός απευθύνεται σ’ εμένα· κοιτάζω πλάι μου, κοιτάζω πίσω μου. Μήπως με χαιρέτησαν κατά λάθος; Όχι, εμένα χαιρετούν. Αγωνίζομαι, αμήχανα, με κάποια ματαιοδοξία που θα ήθελε και όμως δεν τα καταφέρνει να ξεγελαστεί, και προχωρώ σαν μετέωρος, χωρίς να μπορώ να απελευθερωθώ από μία περίεργη ενόχληση για κάτι – το αναγνωρίζω – πραγματικά άθλιο: δεν είμαι σίγουρος για το ρούχο που φοράω, μου φαίνεται περίεργο που είναι δικό μου και τώρα μου γεννιέται η αμφιβολία μήπως χαιρετούν αυτό το ρούχο κι όχι εμένα. Εγώ στο μεταξύ, εκτός από αυτό το ρούχο, δεν έχω τίποτε άλλο πλέον!
Αρχίζω πάλι να ψάχνομαι. Μία έκπληξη. Κρυμμένος μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου ένας μικρός δερμάτινος φάκελος. Τον βγάζω έξω, σίγουρος σχεδόν ότι δεν ανήκει σ’ εμένα, αλλά στο ρούχο που φοράω και που δεν μου ανήκει. Είναι πράγματι ένας παλιός μικρός δερμάτινος φάκελος, μ’ ένα ξεθωριασμένο, ξεπλυμένο κίτρινο χρώμα, λες και έπεσε σε κανένα ρυάκι ή σε κανένα πηγάδι απ’ όπου το ψάρεψαν. Τον ανοίγω ή, καλύτερα, τον ξεκολλάω στο σημείο που είναι κολλημένος και κοιτάζω μέσα. Ανάμεσα σε λίγα διπλωμένα χαρτιά, δυσανάγνωστα λόγω των κηλίδων που προκάλεσε το νερό διαλύοντας το μελάνι, βρίσκω μία μικρή εικονίτσα, κιτρινισμένη, από εκείνες που χαρίζουν στα παιδιά στις εκκλησίες, και κολλημένη σ’ αυτή, σχεδόν στο ίδιο μέγεθος, επίσης ξεθωριασμένη, μία φωτογραφία. Την ξεκολλάω και την παρατηρώ. Ω! Είναι η φωτογραφία μιας ωραιότατης νέας, με μαγιό, σχεδόν γυμνή, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν και τα μπράτσα σηκωμένα ζωηρά, σε στάση χαιρετισμού. Θαυμάζοντάς την, αν και με κάποια λύπη, πώς να το πω, μακρινή σχεδόν, αισθάνομαι να μου προκαλεί την εντύπωση, εάν όχι τη βεβαιότητα, ότι ο χαιρετισμός αυτών των χεριών, τόσο ζωηρά ανασηκωμένων στον άνεμο, απευθύνεται σ’ εμένα. Αλλά όσο και να προσπαθώ, δεν κατορθώνω να την αναγνωρίσω. Είναι ποτέ δυνατόν, μία τόσο όμορφη γυναίκα, να έχει εξαφανιστεί από τη μνήμη μου, να την έχει παρασύρει ο άνεμος που της ανακατεύει τα μαλλιά; Βέβαια, σ’ εκείνο το μικρό δερμάτινο φάκελο, που κάποτε έπεσε στο νερό, η φωτογραφία αυτή, πλάι στην εικονίτσα, έχει τη θέση που αρμόζει σε μιαν αρραβωνιαστικιά.
Συνεχίζω το ψάξιμο μέσα στο μικρό φάκελο και, με περισσότερη έκπληξη παρά με ευχαρίστηση, αφού αμφιβάλλω εάν μου ανήκει, βρίσκω σε μια μυστική κρυψώνα ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Ποιος ξέρει πόσον καιρό βρίσκεται εκεί ξεχασμένο, διπλωμένο στα τέσσερα, φθαρμένο εντελώς, τρυπημένο εδώ κι εκεί επάνω στις ήδη φαγωμένες τσακίσεις του διπλωμένου χαρτονομίσματος.
Στερημένος όπως είμαι των πάντων, θα μπορούσα να βοηθηθώ από αυτό; Δεν ξέρω με ποια δύναμη πειθούς, το πρόσωπο που απεικονίζει αυτή η μικρή φωτογραφία με διαβεβαιώνει ότι το χαρτονόμισμα είναι δικό μου. Μπορεί όμως να βασίζεται κανείς σ’ ένα κεφαλάκι που το έχει κάνει άνω-κάτω ο άνεμος; Έχει κιόλας περάσει το μεσημέρι και η πείνα με θερίζει. Πρέπει κάτι να φάω και μπαίνω μέσα σ’ ένα μαγέρικο.
Με έκπληξη βλέπω κι εδώ να με υποδέχονται σαν ένα σημαντικό επισκέπτη, πολύ ευπρόσδεκτο. Μου δείχνουν ένα στρωμένο τραπέζι και μετακινούν μία καρέκλα, προσκαλώντας με να πάρω θέση. Εμένα όμως με συγκρατεί κάποιος δισταγμός. Κάνω νεύμα στον ιδιοκτήτη και, παίρνοντάς τον κατά μέρος, του δείχνω το φθαρμένο χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Εκείνος το παρατηρεί έκπληκτος, με λύπη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται· το εξετάζει. Μου λέει έπειτα ότι χωρίς αμφιβολία είναι μεγάλης αξίας, αλλά εδώ και καιρό εκτός κυκλοφορίας. Όμως να μην φοβάμαι: εάν το δώσει στην τράπεζα ένα άτομο σαν κι εμένα, θα το πάρουν σίγουρα και θα το ανταλλάξουν με τρέχοντα χαρτονομίσματα.
Λέγοντας αυτά ο ιδιοκτήτης του μαγέρικου βγαίνει μαζί μου στο δρόμο και μου δείχνει το κτίριο της τράπεζας που βρισκόταν εκεί κοντά.
Πηγαίνω και όλοι σ’ εκείνη την τράπεζα μου δείχνουν τη χαρά τους που θα μου κάνουν αυτή τη χάρη. Το χαρτονόμισμά μου – μου λένε – είναι από τα ελάχιστα εκείνα που δεν μπήκαν ακόμη στην τράπεζά τους, η οποία, εδώ και καιρό, στις συναλλαγές της δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο πολύ μικρής αξίας νομίσματα. Μου το ανταλλάσσουν με πολλά, με πάρα πολλά μικρότερα χαρτονομίσματα, σε σημείο που τα χάνω και αισθάνομαι άσχημα. Δεν έχω μαζί μου παρά μόνο εκείνο το μικρό φθαρμένο δερμάτινο φάκελο. Με προτρέπουν να μην τα χάνω. Υπάρχει λύση για τα πάντα. Μπορώ να καταθέσω τα χρήματά μου στην τράπεζα σε λογαριασμό ταμιευτηρίου. Προσποιούμαι ότι έχω καταλάβει· βάζω στην τσέπη μερικά από εκείνα τα χαρτονομίσματα και ένα βιβλιάριο που μου δίνουν για όλα τα υπόλοιπα που τους αφήνω, και επιστρέφω στο μαγέρικο. Δεν βρίσκω εκεί φαγητά της αρεσκείας μου· φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να τα χωνέψω. Θα πρέπει όμως να έχει διαδοθεί η είδηση ότι εγώ, αν και όχι πλούσιος, δεν είμαι πλέον φτωχός, και πράγματι, βγαίνοντας από το μαγέρικο, βρίσκω ένα αυτοκίνητο να με περιμένει κι έναν οδηγό που βγάζει το καπέλο του με το ένα χέρι και με το άλλο ανοίγει την πόρτα για να μπω. Δεν ξέρω πού με πάει. Αλλά από τη στιγμή που έχω αυτοκίνητο, θα έχω, χωρίς να το ξέρω, και ένα σπίτι. Μα βέβαια, ένα ωραιότατο σπίτι, παλιό, όπου σίγουρα θα έχουν μένει πολλοί πριν από μένα και πολλοί θα κατοικήσουν μετά από μένα. Να είναι όντως δικά μου όλα αυτά τα έπιπλα; Αισθάνομαι ξένος εδώ, σαν παρείσακτος. Όπως σήμερα την αυγή η πόλη, τώρα και αυτό το σπίτι μου φαίνεται έρημο. Φοβάμαι πάλι την ηχώ που θα κάνουν τα βήματά μου, ενώ θα κινούμαι μέσα σε τόση σιωπή. Το χειμώνα νυχτώνει πολύ νωρίς· κρυώνω και νιώθω κουρασμένος. Κάνω κουράγιο· κινούμαι· ανοίγω στην τύχη μία από τις πόρτες· μένω έκπληκτος που βρίσκω το δωμάτιο φωτισμένο, την κρεβατοκάμαρα και, επάνω στο κρεβάτι, εκείνη, η νεαρή κοπέλα της φωτογραφίας, ζωντανή, με τα δυο της μπράτσα ακόμη γυμνά, ανασηκωμένα ζωηρά, αυτή τη φορά όμως με καλεί να τρέξω κοντά της και να με σφίξει στην αγκαλιά της, χαρούμενη.
Είναι όνειρο;
Βέβαια, σαν σε όνειρο, εκείνη επάνω στο κρεβάτι, μετά τη νύχτα, την αυγή δεν υπάρχει πια. Κανένα ίχνος από εκείνη. Και το κρεβάτι, που ήταν τόσο ζεστό τη νύχτα, αγγίζοντάς το τώρα, είναι παγωμένο, σαν τάφος. Και μέσα σ’ όλο το σπίτι υπάρχει εκείνη η μυρωδιά που φωλιάζει στα μέρη τα οποία είναι γεμάτα σκόνη, όπου η ζωή έχει μαραθεί εδώ και καιρό, κι εκείνο το συναίσθημα ενοχλητικής κόπωσης, που για να κρατηθεί κανείς στη ζωή έχει ανάγκη από καλορυθμισμένες και ωφέλιμες συνήθειες. Εμένα πάντα με τρόμαζαν τέτοιες καταστάσεις. Θέλω να το σκάσω. Δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι το σπίτι μου. Αυτό είναι ένας εφιάλτης. Σίγουρα έχω ονειρευτεί ένα από τα πιο παράλογα όνειρα. Για να βεβαιωθώ, πηγαίνω να κοιταχτώ σ’ έναν καθρέφτη που κρέμεται στον τοίχο απέναντι κι αμέσως σχηματίζω την εντύπωση ότι πνίγομαι, έντρομος, μέσα σε μία παραζάλη χωρίς τέλος. Από πόσο μακριά τα μάτια μου, αυτά που μου φαίνεται ότι τα έχω από μικρός, κοιτάζουν τώρα, ορθάνοιχτα από τρόμο, χωρίς να μπορούν να πεισθούν, αυτό το γεροντίστικο πρόσωπο; Εγώ, ήδη γέρος; Τόσο σύντομα; Πώς είναι δυνατόν;
Ακούω να χτυπούν την πόρτα. Ανασκιρτώ. Μου αναγγέλλουν ότι έφτασαν τα παιδιά μου.
Τα παιδιά μου;
Μου φαίνεται τρομαχτικό να έχουν γεννηθεί παιδιά από μένα. Πότε όμως; Μάλλον θα τα είχα από χθες. Χθες ήμουν ακόμη νέος. Θα πρέπει τώρα, γέρος πια, να τα γνωρίσω. Μπαίνουν, κρατώντας παιδιά στα χέρια τους, παιδιά που γεννήθηκαν από αυτούς. Τρέχουν αμέσως να με υποβαστάξουν· με αγάπη με ψέγουν που σηκώθηκα από το κρεβάτι· προσεκτικά με βάζουν να καθίσω, για να σταματήσει η δύσπνοιά μου. Εγώ δύσπνοια; Μα βέβαια, αυτοί το ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορώ πια να σταθώ στα πόδια μου και ότι είμαι πολύ μα πολύ άρρωστος.
Αφού κάθισα, τους κοιτάζω, τους ακούω· και μου φαίνεται ότι μου κάνουν ένα αστείο μες στο όνειρό μου.
Τέλειωσε κιόλας η ζωή μου;
Και ενώ τους παρατηρώ, όλους σκυμμένους επάνω μου, με μοχθηρία, σαν να μην έπρεπε να το πάρω είδηση, βλέπω να φυτρώνουν στα κεφάλια τους, κάτω από το βλέμμα μου, και να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν πολλά, πολλά άσπρα μαλλιά.
-Βλέπετε ότι δεν είναι αστείο; Κι εσείς ήδη με άσπρα μαλλιά.
Και κοιτάξτε, κοιτάξτε εκείνα τα μικρά που μόλις μπήκαν από εκείνη την πόρτα: να, ήταν αρκετό να πλησιάσουν την πολυθρόνα μου για να μεγαλώσουν και μία από αυτά, εκείνη εκεί, είναι κιόλας μία δεσποινίδα που θέλει ν’ απομακρυνθεί λίγο, για να την θαυμάσουν. Εάν δεν τη συγκρατήσει ο πατέρας της, θα έρθει να καθίσει στα γόνατά μου, ν’ απλώσει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό μου, ακουμπώντας στο στήθος μου το κεφαλάκι της.
Μου ’ρχεται να πεταχτώ όρθιος. Πρέπει να το παραδεχτώ όμως ότι δεν μπορώ πια να το κάνω. Και με τα ίδια μάτια που είχαν πριν λίγο αυτά τα μικρά, που έχουν ήδη τόσο μεγαλώσει, απομένω να κοιτάζω, μέχρις ότου μπορώ να το κάνω, με τόση, τόση συμπόνια, τώρα πια πίσω από τα καινούρια παιδιά, τα παλιά παιδιά μου.
[1935]
Ο Φόβος, του Λουίτζι Πιραντέλο. Νουβέλα
Αποτραβήχτηκε από το παράθυρο με μια κίνηση και μια κραυγή έκπληξης· ακούμπησε στο τραπεζάκι το εργόχειρό της δαντέλας που κρατούσε στο χέρι της και πήγε να κλείσει βιαστικά, αλλά προσεκτικά την πόρτα μέσα από την οποία επικοινωνούσε αυτό το δωμάτιο με τα άλλα· έπειτα περίμενε μισοκρυμμένη πίσω από ένα παραβάν της άλλης πόρτας που οδηγούσε στην είσοδο.
-Κιόλας εδώ; είπε χαμηλόφωνα, ικανοποιημένη, σηκώνοντας τα χέρια της επάνω στο γεροδεμένο στήθος του Ατόνιο Σέρα, αυτή, που ήταν εύθραυστη, μικροκαμωμένη, προτείνοντας το πρόσωπό της για να λάβει στα γρήγορα το συνηθισμένο κλεφτό φιλί.
Αλλά ο άντρας ξεγλίστρησε ταραγμένος.
-Δεν είσαι μόνος; ρώτησε και συμμαζεύτηκε αμέσως η Λιλίνα Φάμπρις. Πού άφησες τον Αντρέα;
-Επέστρεψα πρώτος απόψε..., απάντησε με τόνο τραχύ ο Σέρα και πρόσθεσε, σαν να ήθελε να απαλύνει την προηγούμενη έκφραση: Με μια δικαιολογία... Όμως ήταν αλήθεια: έπρεπε να βρίσκομαι εδώ το πρωί, για υποθέσεις...
-Δεν μου είπες τίποτα..., τον έψεξε εκείνη τρυφερά. Μπορούσες να με ειδοποιήσεις... Τι έχεις;
Ο Σέρα την κοίταξε στα μάτια σχεδόν με μίσος, έπειτα ξέσπασε χαμηλόφωνα, αλλά έντονα:
-Τι έχω; Φοβάμαι ότι ο άντρας σου μας υποψιάζεται...
Εκείνη έμεινε, σαν ένας κεραυνός να έπεσε δίπλα της και με έκπληξη γεμάτη τρόμο είπε:
-Ο Αντρέας; Πώς το ξέρεις; Μήπως σου ξέφυγε τίποτα;
-Όχι, πάντως προδοθήκαμε και οι δύο! έσπευσε εκείνος ν’ απαντήσει. Το βράδυ της αναχώρησης...
-Εδώ;
-Ναι την ώρα που εκείνος κατέβαινε τις σκάλες... Ο Αντρέας κατέβαινε μπροστά μου, θυμάσαι; με τη βαλίτσα... Εσύ κρατούσες το φανάρι στην πόρτα, έτσι δεν είναι; κι εγώ περνώντας...
Η Λιλίνα Φάμπρις έφερε και τις δυο παλάμες στο πρόσωπο, έπειτα τις απομάκρυνε:
-Μας είδε;
-Μου φάνηκε πως έστρεψε, κατεβαίνοντας..., πρόσθεσε εκείνος ξερά και σκυθρωπά. Δεν κατάλαβες τίποτα εσύ;
-Εγώ όχι, τίποτα! Μα πού είναι;. Ο Αντρέας, πού είναι;
Ο Σέρα, σαν να μην είχε ακούσει την αγωνιώδη ερώτηση της μικρής ερωμένης του, της οποίας δεν κατάλαβε ποτέ τη μεγαλοσύνη της ψυχής και της αγάπης, ξαναείπε σκυθρωπά:
-Πες μου: είχα αρχίσει να κατεβαίνω, όταν εκείνος σε φώναξε;
-Και με χαιρέτησε! αναφώνησε εκείνη. Και με το χέρι ακόμα... Άρα έγινε στη στροφή του πλατύσκαλου;
-Όχι, πριν... πριν.
-Μα, εάν μας είχε δει...
- Μάλλον φευγαλέα μας είδε... Για μια στιγμή!
-Και σ’ άφησε να έρθεις πρώτος; είπε εκείνη με αυξανόμενη αγωνία... Μα είσαι σίγουρος πως δεν αναχώρησε;
-Βεβαιότατος! Όσο γι’ αυτό, σιγουρότατος... Και πριν από τις έντεκα δεν υπάρχει άλλο δρομολόγιο από την πόλη...
Κοίταξε το ρολόι και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.
-Όπου να ΄ναι φτάνει... Και στο μεταξύ εμείς...σ’ αυτή τη αβεβαιότητα... πάνω από μία άβυσσο...
-Πάψε, πάψε, για όνομα του Θεού! τον παρακάλεσε εκείνη. Ηρέμησε... Πες τα μου όλα... Τι έκανες; Θέλω να τα ξέρω όλα...
-Τι θέλεις να σου πω; Σ’ αυτή την κατάσταση, τα πιο ασήμαντα πράγματα σου φαίνονται υπαινιγμοί: κάθε βλέμμα, μία χειρονομία...
-Ηρεμία... ηρεμία... επανέλαβε εκείνη.
-Ναι, ηρεμία. Άντε να τη βρεις!
Και ο Σέρα άρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο συστρέφοντας τα χέρια του. Μετά από λίγο σταμάτησε και ξανάρχισε:
-Εδώ, το θυμάσαι; πριν αναχωρήσουμε, συζητούσαμε εγώ κι εκείνος για εκείνη την καταραμένη υπόθεση που μας έκανε να πάμε επειγόντως στην πόλη... Εκείνος είχε πάρει φωτιά...
-Ναι, κι έπειτα;
-Μόλις βρεθήκαμε στο δρόμο ο Αντρέας δεν μιλούσε πια· προχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι· τον κοίταξα, ήταν ταραγμένος, συνοφρυωμένος... «Το πήρε είδηση!» σκέφτηκα και δεν μιλούσα. Φοβόμουν μήπως έτρεμε η φωνή μου· έτρεμα ολόκληρος... Αλλά, ξαφνικά, με απλό ύφος, φυσικό, μέσα στην ησυχία της ψυχρής νύχτας, μες στο δρόμο, μου κάνει: -«Είναι μια θλίψη, ε; Να ταξιδεύεις το βράδυ, ν’ αφήνεις βραδιάτικα το σπίτι σου...»
-Έτσι σου είπε;
-Ναι. Του φαινόταν θλιβερό και για εκείνον που έμενε πίσω... Έπειτα μια φράση... (μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας!): - «Ν’ αποχαιρετά κανείς με το φως του κεριού σε μια σκάλα...»
-Α, αυτό... πώς το είπε; αναφώνησε εκείνη εντυπωσιασμένη.
-Με την ίδια φωνή..., απάντησε ο Σέρα, φυσικά... Δεν ξέρω· το έκανε επίτηδες! Μου μίλησε για τα παιδιά, που είχε αφήσει στο κρεβάτι, κοιμισμένα· αλλά όχι μ’ εκείνη την απλή αγάπη που καθησυχάζει... και για σένα.
-Για μένα;
-Ναι, αλλά με κοίταζε.
-Τι είπε; - ρώτησε εκείνη με κομμένη την ανάσα.
-Ότι εσύ αγαπάς πολύ τα παιδιά του.
-Τίποτα άλλο;
-Στο τρένο ξανάπιασε τη συζήτηση για τη διαμάχη που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε. Με ρώτησε για το δικηγόρο Γκόρι, εάν τον γνώριζα.
-Πάψε! τον διέκοψε εκείνη ξαφνικά.
Μπήκε η υπηρέτρια για να ρωτήσει εάν ήταν η ώρα να πάνε για τα παιδιά, που τα είχαν στείλει το πρωί στους γονείς του πατέρα τους. Δεν έπρεπε να επιστρέψει εκείνη τη μέρα το αφεντικό; Οι άμαξες είχαν κιόλας αναχωρήσει για το σταθμό.
Η Λιλίνα, αναποφάσιστη, απάντησε στην υπηρέτρια να περιμένει ακόμη λίγο και στο μεταξύ να τελειώνει με το στρώσιμο του τραπεζιού στο άλλο δωμάτιο. Όταν έμειναν και πάλι μόνοι κοιτάχτηκαν χαμένοι κι εκείνος επανέλαβε:
-Θα είναι εδώ σε λίγο...
Εκείνη του έσφιξε δυνατά το μπράτσο, με οργή:
-Μα πες μου κάτι! Δεν μπόρεσες να βεβαιωθείς για τίποτα; Είναι δυνατόν αυτός, o τόσο βίαιος, με την καχυποψία στην ψυχή, να μπορέσει να προσποιηθεί μαζί σου μ’ αυτόν τον τρόπο;
-Κι όμως..., είπε εκείνος χτυπώντας τα χέρια. Λες η καχυποψία μου να μ’ έχει κάνει αναίσθητο μέχρις αυτού του σημείου; Πολλές φορές, βλέπεις, μέσα από τα λεγόμενά του μου φάνηκε ότι διάβαζα κάτι... Αμέσως μετά έλεγα στον εαυτό μου καθησυχάζοντάς τον: «Όχι, είναι ο φόβος!»
-Φοβόσουν εσύ;
-Ναι, εγώ! Επειδή εκείνος έχει δίκιο..., δήλωσε, μες τη χοντροκοπιά του, ο Σέρα με τον αυθορμητισμό της πιο φυσικής πεποίθησης. Τον μελέτησα, κατασκόπευσα όλες τις κινήσεις του: πώς με κοίταζε, πώς μου μιλούσε... Ξέρεις ότι δε συνηθίζει να μιλά πολύ ... ωστόσο, αυτές τις τρεις μέρες να τον άκουγες! Συχνά όμως κλεινόταν για μεγάλα διαστήματα σε μιαν ανήσυχη σιωπή· έβγαινε όμως από εκεί κάθε φορά, ξαναπιάνοντας τη συζήτηση της υπόθεσής του. «Να τον απασχολεί αυτό το θέμα;» διερωτόμουν τότε, «ή κάτι άλλο; Ίσως τώρα μου μιλά για να κρύψει την υποψία του...». Μια φορά μου φάνηκε ότι δε θέλησε καν να μου σφίξει το χέρι... Κοίταξε, το αντιλήφτηκε ότι του το είχα απλώσει κι έκανε ότι ήταν αφηρημένος· κάπως περίεργο πράγματι. Συνέβη την επαύριον της αναχώρησής μας. Αφού έκανε λίγα βήματα, με φώναξε. «Το μετάνιωσε!», έσπευσα να παρατηρήσω. Και πράγματι είπε: «Α, με συγχωρείς... ξέχασα να σε χαιρετήσω! Το ίδιο κάνει...». Άλλες φορές μου μίλησε για σένα, για το σπίτι, χωρίς καμία φανερή πρόθεση... Μου φάνηκε όμως ότι απέφευγε να με κοιτάζει στο πρόσωπο... Συχνά επαναλάμβανε τρείς, τέσσερις φορές την ίδια φράση, χωρίς κανένα νόημα... λες και σκεφτόταν κάτι άλλο... Κι ενώ μιλούσε για άσχετα πράγματα ξαφνικά έβρισκε τον τρόπο να ξαναρχίσει απότομα να μου μιλά για σένα ή για τα παιδιά, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου και μου έκανε μερικές ερωτήσεις... Με δόλιο τρόπο; Ποιος να ξέρει; Ήλπιζε να με αιφνιδιάσει; Γελούσε, αλλά με μια άσχημη έκφραση χαράς στο πρόσωπο...
-Κι εσύ; ρώτησε εκείνη κρεμασμένη από τα χείλη του.
-Εγώ; πάντα προσοχή...
Η Λιλίνα Φάμπρις κούνησε το κεφάλι με οργίλη αγανάκτηση:
-Θα πήρε είδηση την καχυποψία σου...
-Αφού μας υποπτευόταν ήδη! είπε εκείνος, ανασηκώνοντας τους φαρδιούς του ώμους.
-Θα επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του! ανταπάντησε εκείνη. Έπειτα, τίποτα άλλο;
-Ναι… την πρώτη νύχτα στο ξενοδοχείο..., ξανάρχισε αποκαρδιωμένος ο Σέρα. Θέλησε να πάρουμε ένα δωμάτιο από κοινού, με δύο κρεβάτια. Πέρασε ώρα αφότου ξαπλώσαμε... κατάλαβε ότι δεν κοιμώμουν, δηλαδή δεν το κατάλαβε, επειδή ήταν σκοτάδι – το υπέθεσε. Και κοίταξε να δεις, εγώ δεν έκανα την παραμικρή κίνηση – εκεί τη νύχτα... μέσα στο ίδιο δωμάτιο μαζί του και με την υποψία ότι εκείνος ήξερε... για φαντάσου! Είχα τα μάτια ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, περιμένοντας - ξέρω κι εγώ; - να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε περίπτωση που... Με την παραμικρή κίνησή του θα πεταγόμουν απ’ το κρεβάτι ... και τότε... Μα καταλαβαίνεις; η ζωή του και η ζωή μου, καλύτερα η δική του παρά η δική μου... Ξαφνικά, μες στην ησυχία, ακούω να προφέρει αυτές ακριβώς τις λέξεις: «Εσύ δεν κοιμάσαι».
-Κι εσύ τι απάντησες;
-Τίποτα. Δεν απάντησα. Έκανα πως κοιμάμαι. Μετά από λίγο επανέλαβε: «Εσύ δεν κοιμάσαι». Εγώ τότε του έκανα: «Είπες κάτι;» Κι εκείνος: «Ναι, ήθελα να ξέρω εάν κοιμάσαι». Δεν είναι όμως αλήθεια, δεν ρωτούσε, ξέρεις, όταν έλεγε: «Εσύ δεν κοιμάσαι». Πρόφερε την πρόταση με τη βεβαιότητα ότι εγώ δεν κοιμόμουν, ότι εγώ δεν μπορούσα να κοιμάμαι... καταλαβαίνεις; Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.
-Τίποτα άλλο; ξαναρώτησε εκείνη.
-Τίποτα άλλο... Δεν έκλεισα μάτι δυο νύχτες.
-Έπειτα, μαζί σου, πάντα ο ίδιος;
-Ναι... ο ίδιος...
Εκείνη έμεινε για μια στιγμή σκεφτική, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό· έπειτα είπε αργά, σαν να μιλούσε στον εαυτό της:
-Όλες αυτές οι προσποιήσεις... αυτός!... Εάν μας είχε δει...
-Κι όμως έστρεψε κατεβαίνοντας..., αντέτεινε ο Σέρα.
Εκείνη τον κοίταξε μες στα μάτια μια στιγμή, σαν να μην είχε καταλάβει.
-Ναι, αλλά δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα! Είναι δυνατόν;
-Μπορεί ν’ αμφιβάλλει..., έκανε εκείνος.
-Ακόμη και αν αμφιβάλλει! Δεν τον ξέρεις καλά... Να επιβληθεί αυτός έτσι στον εαυτό του, να μην αφήσει να φανεί τίποτα... Τι ξέρεις εσύ; Τίποτα! Υπόθεσε ότι μας είχε δει, την ώρα που περνούσες και έσκυψες προς το μέρος μου. Εάν του είχε γεννηθεί η παραμικρή υποψία... ότι με φίλησες... θα είχε ξανανέβει επάνω... να ’σαι σίγουρος! Σκέψου, σκέψου τι θα παθαίναμε! Όχι, άκουσέ με, όχι· δεν είναι δυνατόν! Φοβήθηκες, αυτό είναι όλο! Φοβήθηκες εσύ, Αντόνιο!... Όχι, όχι εκείνος δεν μπορεί να σκέφτηκε κάτι κακό... Δεν έχει λόγους να μας υποψιάζεται: πάντα μου συμπεριφερόσουν με οικειότητα μπροστά του...
Χαρούμενος κατά βάθος από την αναπάντεχη εμπιστοσύνη που έδειξε η ερωμένη του ο Σέρα επέμενε, ωστόσο, στην αγωνιώδη αμφιβολία του, γιατί τον ευχαριστούσε να τον καθησυχάζει όλο και περισσότερο εκείνη:
-Ναι, αλλά η υποψία μπορεί να γεννηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Τότε - καταλαβαίνεις; - χιλιάδες άλλα γεγονότα, μόλις αντιληπτά, που δεν τα υπολογίζει κανείς, παίρνουν χρώμα ξαφνικά. Κάθε απροσδιόριστη νύξη γίνεται απόδειξη· κατόπιν η αμφιβολία γίνεται βεβαιότητα: να τι φοβάμαι...
-Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί..., απάντησε εκείνη.
Απογοητευμένος ο Σέρα ένιωσε κάτι σαν θυμό προς την ερωμένη του:
-Τώρα να είμαστε προσεκτικοί; Εγώ πάντα σου το έλεγα!
Εκείνη τον κοίταξε περιφρονητικά:
-Με μέμφεσαι τώρα;
-Δεν σε μέμφομαι καθόλου! απάντησε εκείνος με μεγαλύτερο θυμό. Μπορείς όμως να αρνηθείς το γεγονός ότι τόσες φορές σου είπα: Πρόσεχε! Κι εσύ...
-Ναι, ναι... επιβεβαίωσε εκείνη, σαν να ήταν αηδιασμένη.
-Δεν ξέρω τι ευχαρίστηση υπάρχει, είπε εκείνος, στο να αφήνεται κανείς να τον ξεσκεπάζουν έτσι, για το τίποτα... λόγω μιας ασήμαντης αμέλειας... όπως έγινε πριν τρία βράδια... Εσύ ήσουν εκείνη που...
-Πάντα εγώ, ναι...
-Εάν δεν ήταν για σένα!
-Ναι, έκανε εκείνη και σηκώθηκε μ’ έναν κοροϊδευτικό μορφασμό, ο φόβος!
Θιγμένος, ο Σέρα ξέσπασε:
-Μα σου φαίνεται η περίσταση να είμαστε χαρούμενοι εσύ κι εγώ; Εσύ, ειδικά!
Ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο, σταματώντας πότε πότε και μιλώντας θαρρείς στον εαυτό του:
-Ο φόβος... Νομίζεις ότι δεν σκέφτομαι κι εσένα; Ο φόβος... Είχαμε μεγάλη εμπιστοσύνη, αυτό είναι όλο! Ναι, και τώρα όλη μας η ανεμελιά, όλες μας οι τρέλες ξεπηδούν μπρος στα μάτια μου, βλέπεις, και διερωτώμαι πώς και δεν υποψιάστηκε τίποτα μέχρι στιγμής...
Θιγμένη από την κατηγόρια του εραστή της, έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της και παραδέχτηκε:
-Είναι αλήθεια... είναι αλήθεια... πολύ τον εξαπατήσαμε...
Έμειναν για πολύ σιωπηλοί, έπειτα, αποκαλύπτοντας πάλι το πρόσωπό της, εκείνη συνέχισε:
-Με κατηγορείς τώρα; Είναι φυσικό! Ναι, εξαπάτησα έναν άνθρωπο που έδειχνε περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ εμένα παρά στον εαυτό του. Ναι, και φταίω εγώ γι’ αυτό, πράγματι.
-Δεν ήθελα να πω αυτό, είπε εκείνος πνιχτά, συνεχίζοντας να πηγαινοέρχεται.
-Μα ναι, μα ναι... ξανάρχισε εκείνη με θέρμη, πηγαίνοντας προς το μέρος του. Το ξέρω, και κοίταξε, μπορείς ακόμη να προσθέσεις ότι μαζί του το ’σκασα από το σπίτι μου, ναι, και ότι εγώ σχεδόν τον έσπρωξα να το κάνει – εγώ επειδή τον αγαπούσα, ναι – κι έπειτα τον πρόδωσα μ’ εσένα! Είναι σωστό τώρα να με καταδικάζεις, πολύ σωστό! Εγώ όμως, άκου, εγώ το ’σκασα μαζί του επειδή τον αγαπούσα, όχι για να βρω εδώ όλη αυτή την ηρεμία, όλη αυτή την καλοπέραση σ’ ένα καινούριο σπίτι: εγώ είχα το δικό μου· δεν θα έφευγα μαζί του... Εκείνος όμως, όπως είναι γνωστό, έπρεπε να δικαιολογηθεί απέναντι στους άλλους για την επιπολαιότητα στην οποία υπέκυψε, αυτός που ήταν σοβαρός άνθρωπος, μετρημένος... Ε, ναι! η τρέλα είχε γίνει· να θεραπευθεί τώρα! να επανορθώσει και μάλιστα γρήγορα! Πώς; Με το να αφοσιωθεί όλος στη δουλειά, με το να μου κάνει ένα πλούσιο σπίτι, όπου κυριαρχεί η αδράνεια... Κι έτσι δούλεψε σαν χαμάλης· δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά μόνο τη δουλειά, πάντα· χωρίς να επιθυμεί άλλο από μένα εξόν τους επαίνους για την εργατικότητά του, για την τιμιότητά του... και την ευγνωμοσύνη μου επίσης! Μάλιστα, γιατί θα μπορούσα να βρίσκομαι σε χειρότερη κατάσταση!... Ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, αυτός· θα με ξανάκανε πλούσια, αυτός, όπως πριν, καλύτερα από πριν... Εμένα, που τον περίμενα κάθε βράδυ ανυπόμονη, ευτυχισμένη για την επιστροφή του... Γύριζε στο σπίτι κουρασμένος, εξαντλημένος, ευχαριστημένος από την εργάσιμη μέρα του, ανήσυχος ήδη για τις δουλειές της επόμενης μέρας... Ε, λοιπόν, στο τέλος κουράστηκα κι εγώ να είμαι υποχρεωμένη να σέρνω σχεδόν αυτόν τον άνθρωπο να με αγαπά με το ζόρι, ν’ ανταποκρίνεται με το ζόρι στον έρωτά μου. Η εκτίμηση, η εμπιστοσύνη, η φιλία του συζύγου μερικές φορές μοιάζει να προσβάλλουν τη φύση... Κι εσύ εκμεταλλεύτηκες την περίσταση, εσύ που τώρα με κατηγορείς για την αγάπη και την προδοσία, τώρα που ο κίνδυνος έφτασε και φοβάσαι· το βλέπω ότι φοβάσαι! Εσύ όμως τι έχεις να χάσεις; Αλλά εγώ...
-Με συμβουλεύεις εμένα να είμαι ήρεμος! είπε ψυχρά ο Σέρα. Μα, εάν φοβάμαι, φοβάμαι για σένα, για τα παιδιά σου...
-Τα παιδιά μου μην τα πιάνεις στο στόμα σου! του φώναξε εκείνη πληγωμένη, με μάτια που γυάλιζαν από μίσος. Είναι αθώα πλάσματα! πρόσθεσε ξεσπώντας σε κλάματα.
Ο Σέρα την κοίταξε κάμποση ώρα, έπειτα περισσότερο εκνευρισμένος παρά ενοχλημένος, της είπε:
-Τώρα κλαις... Φεύγω...
-Τώρα; τώρα; είπε μέσα στα αναφιλητά εκείνη. Φυσικά, τώρα δεν έχεις πια τίποτα να κάνεις εδώ...
-Είσαι άδικη! απάντησε εκείνος, τονίζοντας τις λέξεις. Σε αγάπησα, όπως με αγάπησες κι εσύ, το ξέρεις! Σε συμβούλεψα να προσέχεις, έκανα άσχημα; Περισσότερο για σένα παρά για μένα: ναι, επειδή εγώ, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω να χάσω τίποτα, εσύ το είπες. Έλα, έλα Λιλίνα... σύνελθε... δεν έχουν νόημα τώρα οι αντεγκλήσεις... Αυτός δεν θα μάθει τίποτα· το πιστεύεις και έτσι θα γίνει... Κι εμένα μου φαίνεται τώρα δύσκολο για εκείνον να μπορέσει να συγκρατηθεί μέχρι τέτοιου σημείου... Μάλλον δεν θα κατάλαβε τίποτα... κι έτσι... έλα, έλα... τίποτα δεν έχει τελειώσει... Εμείς θα είμαστε...
-Α. όχι! τον διέκοψε εκείνη αγέρωχα. Όχι! Τι θέλεις τώρα πια; Όχι, είναι καλύτερα, είναι καλύτερα να τελειώνουμε...
-Όπως νομίζεις..., είπε απλά ο Σέρα.
-Να ποια είναι η αγάπη σου! αναφώνησε εκείνη αγανακτισμένη.
Ο Σέρα πήγε προς το μέρος της σχεδόν απειλητικά:
-Μήπως βάλθηκες να με τρελάνεις;
-Όχι, πραγματικά είναι καλύτερα να τελειώνουμε..., ξανάρχισε εκείνη, και μάλιστα από αυτή τη στιγμή, ό.τι και αν συμβεί. Μεταξύ μας όλα τέλειωσαν. Άκουσε, θα ήταν καλύτερα να τα μάθει εκείνος όλα... Καλύτερα, καλύτερα έτσι! Τι ζωή είναι η δική μου; Το φαντάζεσαι; Δεν έχω πια το δικαίωμα ν’ αγαπώ κανέναν εγώ! Ούτε καν τα παιδιά μου... Εάν σκύψω να τα φιλήσω, μου φαίνεται πως η σκιά της ενοχής μου προβάλλεται επάνω στα άσπιλα μέτωπά τους! Όχι... όχι... Θα με βγάλει από τη μέση; Θα το κάνω εγώ, εάν δεν το κάνει εκείνος!
-Τώρα παραλογίζεσαι..., είπε εκείνος ήρεμα και σκληρά.
-Πράγματι! συνέχισε η Λιλίνα. Πάντα το έλεγα! Είναι πολύ... είναι πολύ... Δεν μου μένει πια τίποτα...
Έπειτα, δίνοντας δύναμη στον ίδιο της τον εαυτό για να συνεχίσει, πρόσθεσε:
-Πήγαινε, πήγαινε τώρα... να μη σε βρει εκείνος εδώ...
-Πώς... πρέπει να φύγω; έκανε ο Σέρα σκεφτικός. Να σ’ αφήσω; Ήρθα επί τούτου... Δεν είναι καλύτερα εγώ...
-Όχι, τον διέκοψε εκείνη, δεν πρέπει να σε βρει εδώ. Γύρνα όμως, όταν εκείνος επιστρέψει σε λίγο. Τη μάσκα πρέπει να τη φορέσουμε ακόμα μαζί. Γύρνα σύντομα, και ήρεμος, αδιάφορος... όχι έτσι! Μίλα μου μπροστά του, απεύθυνέ μου συχνά το λόγο... καταλαβαίνεις; Εγώ θα σε σιγοντάρω...
-Ναι... ναι...
-Γρήγορα. Εάν όμως...
-Εάν όμως;
Έμεινε σκεφτική για μια στιγμή, ανασηκώνοντας τους όμως:
-Τίποτα, έτσι κι αλλιώς...
-Τι; ρώτησε ο Σέρα μπερδεμένος.
-Τίποτα... τίποτα... Σου λέω: έχε γεια!
-Μα, στ’ αλήθεια, λοιπόν..., δοκίμασε εκείνος να πει.
-Φύγε! τον διέκοψε αμέσως εκείνη με καταφρόνια.
Και ο Σέρα έφυγε υποσχόμενος:
-Σε λίγο.
Εκείνη έμεινε στη μέση του δωματίου, με το βλέμμα απλανές, σαν να είχε στο νου της κάτι απειλητικό, που έπαιρνε πραγματική μορφή μπροστά της. Έπειτα κούνησε το κεφάλι και έβγαλε την εσωτερική της δυσφορία μ’ έναν λυπημένο και κουρασμένο αναστεναγμό. Έτριψε δυνατά το μέτωπό της, αλλά δεν τα κατάφερε να διώξει την σκέψη που κυριαρχούσε. Περπάτησε για λίγο ανήσυχη μες στο δωμάτιο· σταμάτησε μπροστά σ’ έναν περιστρεφόμενο καθρέφτη στο βάθος, κοντά στην είσοδο. Η εικόνα της μέσα στον καθρέφτη την έκανε ν’ αφαιρεθεί και απομακρύνθηκε. Πήγε να καθίσει μπρος στο τραπεζάκι του εργόχειρου και εκεί επάνω έσκυψε κι έκρυψε το πρόσωπό ανάμεσα στους βραχίονές της. Μετά από λίγο ανασήκωσε το κεφάλι ψιθυρίζοντας:
-Δεν θα είχε ξανανέβει τη σκάλα με κάποια αφορμή; Θα μ’ εύρισκε εκεί... πίσω από το παράθυρο να κοιτάζω...
Κούνησε πάλι το κεφάλι δίνοντας στο πρόσωπό της έκφραση περιφρόνησης και αηδίας και πρόσθεσε:
-Εάν δεν ήταν ο φόβος... Φοβάται τόσο πολύ! Α, τώρα όμως τελείωσε... Τελείωσε... Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Τα παιδιά μου... τα παιδιά μου... Κακόμοιρε Αντρέα!
(1897)
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Χρίστος Αλεξανδρίδης.
Γιατί νικήσαμε τους Ιταλούς το 1940-41
Λέγεται συχνά, εντελώς λανθασμένα, ότι οι Ιταλοί το 1940-41, ήταν δειλοί, ότι τρέπονταν σε φυγή έναντι των Ελλήνων, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν, ακόμα και ότι επίτηδες έχασαν για να φέρουν τους Γερμανούς στα Βαλκάνια ! Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, εκτός και αν δεχθούμε ότι οι Έλληνες που έπεσαν στην Αλβανία σκοτώθηκαν μόνοι τους. Οι Ιταλοί, ούτε δειλοί ήταν, ούτε το έβαζαν στα πόδια όταν άκουγαν την ιαχή «Αέρα». Πολέμησαν και μάλιστα φανατικά, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα τα επίλεκτα τμήματα Αλπινιστών και Βερσαλλιέρων.
Η εξήγηση για την ιταλική ήττα δεν έχει να κάνει με το θάρρος των Ιταλών στρατιωτών, αλλά με την ευφυΐα της ηγεσίας του και την εν γένει θεώρηση του κατά της Ελλάδας πολέμου από την φασιστική ιταλική ηγεσία, με το επίπεδο εκπαίδευσης του Ιταλικού Στρατού και με την ηθική προπαρασκευή του στρατού αυτού ενόψει της εισβολής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους «φωστήρες» τους φασισμού (Μουσολίνι, Τσιάνο, Γκάιντα, Ντε Βέκκι, Πράσκα, Σοντού) η Ελλάδα θα ήταν εύκολη λεία. Οι Έλληνες πίστευαν, δεν θα πολεμούσαν, γιατί ήταν διχασμένοι πολιτικά και ανοργάνωτοι στρατιωτικά. Την άποψή τους δε αυτή φρόντισαν να τη διοχετεύσουν και σε όλα τα κλιμάκια του στρατεύματος. Δυστυχώς για αυτούς τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε. Οι Έλληνες μόνο διχασμένοι δεν υποδέχθηκαν τους Ιταλούς και κάθε άλλο παρά ανοργάνωτοι στρατιωτικά ήταν.
Η κυβέρνηση Μεταξά είχε εγκαταστήσει ένα εξαίρετο δίκτυο πληροφοριών, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να γνωρίζει πολλά. Για παράδειγμα οι ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι επίκειται η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, πριν καν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι το υποψιαστούν. Επίσης η πολιτική χαμηλών τόνων που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στις εκατοντάδες ιταλικές προκλήσεις, αποκοίμισε τρόπο τινά τους Ιταλούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αντίσταση. Έτσι οι Ιταλοί αποτόλμησαν την επίθεση με δυνάμεις σαφώς ανεπαρκέστερες αυτών που θα μπορούσαν να διαθέσουν (9 μόλις μεραρχίες σε ολόκληρη την Αλβανία). Από δε τις δυνάμεις αυτές περίπου τις μισές (4 μεραρχίες) τις ανέπτυξαν αμυντικά, στην Δυτική Μακεδονία και στα γιουγκοσλαβικά σύνορα.
Η ιταλική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει και εναντίον της Ελλάδας τα γερμανικά διδάγματα περί κεραυνοβόλου πολέμου. Στη θεώρηση της αυτή όμως παρέλειψε να μελετήσει τρεις σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, το ορεινό του ελληνικού εδάφους, ειδικά στον τομέα της Ηπείρου. Δεύτερον τις ελληνικές προετοιμασίες και την άριστη οργάνωση του εδάφους από τις ελληνικές δυνάμεις της πρώτης γραμμής κα τρίτον, τέλος, το ηθικό του Ελληνικού Στρατού που ήταν άριστο, όχι μόνο γιατί πολεμούσε για το δίκιο, αλλά και γιατί ο Ελληνικός Στρατός της εποχής ήταν πραγματικά άριστα εκπαιδευμένος, διαθέτων εξαίρετους και το κυριότερο εμπειροπόλεμους αξιωματικούς – σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί από τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και πάνω ήταν βετεράνοι τουλάχιστον ενός πολέμου, αρκετοί δεν ανώτατοι αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μέχρι και 5 πολέμων (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία).
Σε αντιστάθμισμα αυτού οι Ιταλοί στρατιωτικοί είχαν πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατόπιν στην Ισπανία, χωρίς να διακριθούν ιδιαίτερα και στην Αιθιοπία, όπου χρειάστηκαν μέχρι χημικά αέρια για να συντρίψουν τους άτακτους Αφρικανούς αντιπάλους τους. Το γεγονός αυτό, της καταλυτικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των αντιπάλων τους αξιωματικών, δυστυχώς παραβλέπετε από τους περισσότερους – οπαδούς συγκεκριμένων πολιτικών θεωριών – ιστορικούς. Και όμως ήταν σαφώς ένας από τους κύριους παράγοντες της ελληνικής νίκης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Ελληνικός Στρατός παρουσίασε μεταξύ των εμπολέμων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν την υψηλότερη αναλογία νεκρών αξιωματικών. Οι Έλληνες αξιωματικοί της εποχής δεν περιορίζονταν να διοικούν τα τμήματά τους, εκ του ασφαλούς, όπως έπρατταν οι Ιταλοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από ανθυπολοχαγό μέχρι στρατηγό βρίσκονταν κοντά στους άνδρες τους, συμμερίζονταν τις κακουχίες τους και σε πολλές περιπτώσεις πέθαιναν μαζί τους.
Ο Έλληνας στρατιώτης του ’40 επίσης υπερείχε του αντιπάλου του, σε εκπαίδευση και κατά συνέπεια σε ηθικό. Ο Ιταλός στρατηγός Πράσκα, έκπληκτος από την αποτελεσματικότητα των ελληνικών πυρών όλμων, εξέφρασε την άποψη ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ειδικά πυρομαχικά. Φυσικά κανένα ειδικό πυρομαχικό δεν χρησιμοποιήθηκε. Απλώς οι άνδρες είχαν υποστεί τόσο εντατική εκπαίδευση που χρησιμοποιούσαν τον οπλισμό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τους Έλληνες πυροβολητές, που με την ευστοχία τους τρόμαξαν ακόμα και τους Γερμανούς βετεράνους. Ο Ελληνικός Στρατός, πτωχός όπως και η πατρίδα του δεν είχε κανένα περιθώριο σπατάλης. Η κάθε σφαίρα, η κάθε οβίδα έπρεπε να πιάνει τόπο. Και αυτό μόνο με την εκπαίδευση επιτυγχάνεται.
Επίσης η σκληρή εκπαίδευση είναι καταλυτικός παράγοντας ανάπτυξης υψηλού ηθικού, εφόσον ο καλά εκπαιδευμένος στρατιώτης γνωρίζει τις δυνατότητές του και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πέραν αυτών ο Έλληνας στρατιώτης, διαχρονικά στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του υπήρξε πείσμων στην άμυνα, αλλά και εξαίρετος στην επίθεση, διαθέτοντας κάτι παραπάνω από θάρρος, ένα ακατανόητο αίσθημα αυτοθυσίας και φιλοτιμίας. Αυτές ακριβώς τις αρετές του, που γνώριζαν καλά χάρη στην εμπειρία τους, ανέπτυξαν και εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι διοικήσεις, με αποτέλεσμα να επιτύχουν όσα πέτυχαν. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, ηγεσία και στράτευμα.
Αντί να δουν τους αντιπάλους τους να τρέπονται σε άτακτη φυγή ενώπιον των αρμάτων τους, του όγκου του πυροβολικού τους και των εκατοντάδων αεροσκαφών τους, αντίκρισαν έναν αντίπαλο που εφορμούσε και σταματούσε τα άρματα με κουβέρτες, που αγνοούσε τα πυρά και πυροβολούσε τα αεροσκάφη, ακόμα και με τα τυφέκιά του. Ο αιφνιδιασμός των Ιταλών κορυφώθηκε δε όταν, σύμφωνα με την περιγραφή Ιταλού αξιωματικού, «είδαν αυτούς τους δαίμονες να ορμούν ουρλιάζοντας, με εφ’ όπλου λόγχη» ! Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα σίγουροι για την επιτυχία τους, εφόσον – όπως έγραφαν οι εφημερίδες τους – «ο πόλεμος δεν γινόταν πλέον με δόρατα και σπαθιά, αλλά με άρματα και βαρύ πυροβολικό». Οι Έλληνες όμως τους απέδειξαν ότι η νέα έκδοση του δόρατος, η ξιφολόγχη, αλλά και η σπάθη του ιππικού, δεν είχαν χάσει καθόλου, μα καθόλου, την αξία τους.
ΧΙΛΙΆΔΕΣ ΝΕΚΡΟΊ ΚΆΤΩ ΑΠΌ ΜΙΑ ΣΤΈΓΗ.... Παλέρμο Ιταλίας
Ένα τρομακτικό μουσείο της Ιταλίας...🇮🇹🇮🇹
Ένα μουσείο θανάτου με εκθέματα περισσότερα από 8.000 μούμιες και σκελετούς!
Το μυστηριώδες μουσείο βρίσκεται σε κατακόμβες στο Παλέρμο της Σικελίας
Το κρύο και το μισοσκόταδο εντείνουν την ήδη τρομακτική ατμόσφαιρα.
Η ιστορία αυτής της κρύπτης αρχίζει τον 16ο αιώνα όταν οι μοναχοί καπουτσίνοι δεν είχαν επαρκή γη για τις ταφές και αποφάσισαν να θάψουν τους νεκρούς σε όρθια στάση ώστε να εξοικονομήσουν χώρ
Τα σώματα των νεκρών διατηρήθηκαν σε σχετικά καλή κατάσταση έτσι οι καπουτσίνοι κατά την εκταφή αποφάσισαν να αφήσουν τα σώματα των νεκρών αδελφών τους ως κειμήλια και τα τοποθέτησαν σε θήκες κατά μήκος των τοίχων στους διαδρόμους του νέου πια νεκροταφείου.
Η σειρά τοποθέτησης των νεκρών εξαρτάται από την κοινωνική θέση που κατείχε ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του, το φυλο του, τις επαγγελματικές του δραστηριότητες...
Έτσι υπάρχουν διάδρομοι νεκρών ανδρών γυναικών και παιδιών.
Ο επισκέπτης κατά την περιήγηση του στο μουσείο βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής με τα νεκρά σώματα ώστε μπορεί να απλώσει το χέρι του και να τα αγγίξει..
Ιδιαίτερη δε εντύπωση προκαλεί το σώμα ενός δίχρονου κοριτσιού... 🇮?
.
«Οι Ελληνες δεν θα πολεμήσουν…» Του Φανη Κοιλανιτη*
Αν θέλουμε πραγματικά να φωτίσουμε πληρέστερα το ιστορικό παρελθόν και να δούμε τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο από μιαν άλλη οπτική γωνία, από αυτή του «αντιπάλου» και μάλιστα των απλών Ιταλών στρατιωτών και των κατώτερων αξιωματικών, τίποτα δεν είναι πιο διαφωτιστικό από τις λογοκριμένες κυρίως επιστολές και τα ημερολόγιά τους. Τα γράμματα που στάλθηκαν από το αλβανικό μέτωπο αποτελούν μιαν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τα συγκεχυμένα συναισθήματά τους, τις τάσεις τους και τις απόψεις τους, γιατί είναι γνήσια και χωρίς υπαινιγμούς και μέσα απ’ αυτά οι στρατιώτες εκφράζουν τις ελπίδες τους, τις ψευδαισθήσεις τους, το θυμό τους και την πικρία τους.
Γράφτηκαν από ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και χαρακτηρίζονται από ελευθερία στην έκφραση και ειλικρίνεια σε αντίθεση με τα απομνημονεύματα της ανώτερης και ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως για παράδειγμα αν ο Ιταλός στρατιώτης είχε πειστεί γι’ αυτόν τον πόλεμο, κατά πόσον η προπαγάνδα είχε διεισδύσει στην επιχειρηματολογία του, κατά πόσον πίστευε ότι θα είναι ένας νικηφόρος πόλεμος, τι τον απασχολούσε, ποιους θεωρούσε συμμάχους και ποιους εχθρούς, πώς έκρινε την ανώτερη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Ξεκίνησαν αισιόδοξοι
Οι Ιταλοί στρατιώτες ξεκίνησαν για το ελληνικό μέτωπο αισιόδοξοι και πεπεισμένοι για μια εύκολη νίκη. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 πίστευαν ακράδαντα στην στρατιωτική υπεροχή της Ιταλίας και στα ιδεολογικά οράματά τους. Ο κατευθυνόμενος Τύπος, το ραδιόφωνο και ένα πλήθος οργανώσεων και συλλόγων είχαν πείσει τον ιταλικό λαό ότι ο Μουσολίνι είναι ο μεγάλος πολιτικός άνδρας, που θα δημιουργήσει μιαν ισχυρή Ιταλία και ότι είναι αυτός που θα φέρει την εσωτερική ειρήνη και την κοινωνική ισορροπία. Υπήρχε εξάλλου η Γερμανία, ο ισχυρός σύμμαχός τους, και όλα θα επιτυγχάνονταν χωρίς κόστος και θυσίες, αφού κανένας Ιταλός δεν πίστευε εκείνη την περίοδο ότι θα μπορούσε μια μέρα να βρεθεί από την πλευρά των ηττημένων.
Μέσα σ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις ζούσε η πλειοψηφία όχι μόνο της αστικής τάξης αλλά και των φτωχών ανθρώπων που πίστεψαν ότι θα καρπώνονταν και αυτοί τα αγαθά μιας ισχυρής Ιταλίας. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να πούμε ότι η πλειοψηφία του ιταλικού λαού τάχθηκε φανατικά με τον ίδιο το φασισμό και ασπάστηκε τις επιλογές του. Ο ιταλικός λαός έδωσε απλώς τη συναίνεσή του και υποστήριξε τις επιλογές τους κράτους, της κυβέρνησης, του βασιλιά, που για τους περισσότερους αντιπροσώπευαν την ίδια την πατρίδα, η οποία στο τέλος ταυτίστηκε με το φασισμό.
Οταν άρχισε ο πόλεμος, στα γράμματα των στρατιωτών συναντά κανείς το υψηλό φρόνημα του Ιταλού στρατιώτη, αγνά πατριωτικά αισθήματα, εμπιστοσύνη στον Ντούτσε και στον ιταλικό στρατό και την πεποίθηση ότι ο πόλεμος θα είναι σύντομος και εύκολος. Με την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όμως, και όσο οι νίκες γίνονταν όλο και πιο δύσκολες και οι ήττες και οι οπισθοχωρήσεις όλο και πιο συχνές, η αρχική αισιοδοξία θα αντικατασταθεί από απαισιοδοξία και φόβο και αγωνία. Μόνο όταν θα έρθουν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα και βρεθούν από τη μεριά των ηττημένων, των τραυματισμένων και των αιχμαλώτων, οι Ιταλοί στρατιώτες θα αρχίσουν να αμφιβάλουν και να διερωτώνται τους λόγους για τους οποίους βρίσκονται μακριά από την πατρίδα τους, να πολεμούν σε ξένο έδαφος ένα λαό που δεν μισούν, ανθρώπους που υπερασπίζονται τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους και που στο παρελθόν -θα σκεφτούν οι πιο μορφωμένοι- προσέφερε στον κόσμο έναν αξιόλογο πολιτισμό.
Οι Ιταλοί θα αιφνιδιαστούν από τη σκληρή ελληνική αντίσταση και θα ακολουθήσει πανικός και σύγχυση. Πίστευαν, όπως άλλωστε διέδιδε και η προπαγάνδα, ότι οι Ελληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να πολεμήσουν, ότι δεν είχαν στρατό και ότι τους έλειπε η οργάνωση. Οι επιστολές, που λογοκρίνονται μετά την πρώτη εβδομάδα της κήρυξης του πολέμου, αυξήθηκαν κατά πολύ και όλο και περισσότεροι στρατιώτες εξέφραζαν παράπονα και διαμαρτυρίες. Η κριτική διάθεση θα αρχίσει να γίνεται εχθρική απέναντι στους υπεύθυνους αυτής της εκστρατείας. Εκτός από την εθνική ντροπή για την ήττα οι στρατιώτες θα υποφέρουν σ’ αυτό τον πόλεμο από την έλλειψη κατάλληλου ρουχισμού και εξάρτησης για ορεινές επιχειρήσεις.
Ο βαρύς χειμώνας, το χιόνι, το κρύο και η λάσπη θα καταλάβουν ένα μεγάλο μέρος των ημερολογίων τους και των επιστολών τους. Πολλές αναφορές γίνονται επίσης σε ένα πρόβλημα που βασάνιζε και τυραννούσε τους φαντάρους μέρα νύχτα και δεν ήταν άλλο από τις ψείρες και τους κοριούς, που βασάνιζαν βέβαια και τους Ελληνες στρατιώτες. Η πείνα στο μέτωπο υπήρξε ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Ο ανεφοδιασμός γινόταν με καθυστέρηση, το φαγητό δεν επαρκούσε και ήταν άσχημα μαγειρεμένο. Κάποιες φορές δεν δίστασαν να φάνε ακόμη και τα μουλάρια που είχαν επιτάξει για τη μεταφορά του οπλισμού! Σε πολλές, δε, επιστολές ζητούν από τους δικούς τους στην Ιταλία να τους στείλουν και φαγώσιμα με το ταχυδρομείο! Ζητούν επίσης από το σπίτι τους ραφτικά για να επισκευάσουν τις στολές τους, χαρτί αλληλογραφίας, λάμπες για το φακό, ακόμη και κορδόνια, πράγματα και υλικά που έπρεπε βέβαια να προμηθεύει ο ιταλικός στρατός.
Ο ιταλικός στρατός ξεκίνησε για έναν πόλεμο που θα διαρκούσε το πολύ μια εβδομάδα, η διάρκεια όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων κάνει τους στρατιώτες να νοσταλγούν το σπίτι τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, την καθημερινή ζωή, τον καιρό της ειρήνης. Ανησυχούν για τους δικούς τους στην πατρίδα. Για να μη στενοχωρήσουν οι πολίτες τους στρατιώτες ή οι στρατιώτες τους πολίτες, γράφουν ψέματα ότι όλα βαίνουν καλώς και χωρίς προβλήματα. Η ανέχεια, η πείνα και ο πόλεμος φέρνουν μια κρίση και στις ηθικές αξίες. Ο λογοκριτής καταγράφει τα πάντα και καταγράφει επίσης και την αγωνία του συζύγου ή αρραβωνιαστικού για τη σύζυγο ή ερωμένη που άφησε πίσω. Ανησυχία όμως εκδηλώνεται και για τις δουλειές τους, τα ζώα τους, το επάγγελμά τους και αμφιβάλλουν αν τα πράγματα μετά τον πόλεμο θα είναι όπως τα είχαν αφήσει. Οι κατηγορίες που εκτοξεύονται μέσα από τις επιστολές έχουν στόχο πρώτα απ’ όλα τη στρατιωτική ηγεσία. Η διαφθορά στα ανώτερα κλιμάκια, η έλλειψη οργάνωσης, οι αποτυχημένες στρατιωτικές ενέργειες εξαιτίας της έλλειψης οργανωτικών και στρατηγικών ικανοτήτων, η ελλιπής κατάρτιση πολλών αξιωματικών, η αλαζονεία και η έπαρση άλλων, το κυνήγι των μεταλλίων και οι ψευτοηρωισμοί, εξόργισαν τον απλό στρατιώτη.
Αισθάνθηκαν προδομένοι
Η πολιτική ηγεσία δεν θα μείνει στο απυρόβλητο. Η παράλογη απόφαση αυτού του πολέμου, ο χρόνος που επελέγη να γίνει η επίθεση και οι απατηλές υποσχέσεις και ψευδαισθήσεις προκάλεσαν ένα αίσθημα θυμού και αγανάκτησης και ο Ιταλός στρατιώτης αισθάνθηκε προδομένος. Παρ’ όλα αυτά, ο μύθος του Μουσολίνι θα σβήσει τελευταίος. Κυρίως ευθύνες θα καταλογιστούν στους συνεργάτες του, ενώ ο Ντούτσε «αν γνώριζε τι συμβαίνει θα άλλαζε τα πράγματα». Αυτή η εχθρότητα απέναντι στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πάρει σιγά σιγά τη μορφή ιδεολογίας και θα εξελιχθεί σε αντιφασισμό και μάλιστα οργανωμένο.
* Ο κ. Φάνης Κοιλανίτης είναι ιστορικός.
Πηγή Καθημερινή
Πλάνα από το εσωτερικό της όπερας της Ραβέννα...
Τα πλάνα τραβήχτηκαν μετά από παράσταση την 01-02-2020
Χάρηκα που κέρδισε η Ιταλία, Τάκης Θεοδωρόπουλος
Για φαντασθείτε τι είχαμε να ακούσουμε αν η Αγγλία κέρδιζε το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Ιστορία της μετά το Brexit. Φαντασθείτε τον Τζόνσον. Δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία. Αρκεί να ρίξει μια ματιά κανείς στην ψυχολογική προπόνηση του κοινού πριν από τον αγώνα. «Το νησί μόλις απελευθερώθηκε από τα ευρωπαϊκά δεσμά, ανέκτησε την κυριαρχία του». Το απωθημένο της χαμένης αυτοκρατορίας θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να ξεμεθύσει. Ετσι τουλάχιστον το πρωτάθλημα έμεινε στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Και το κράτησε η Ιταλία, μία από τις χώρες που πριν από μερικά χρόνια η υπόλοιπη Ευρώπη την είχε κατατάξει στην κατηγορία των PIGS. Να ακόμη ένας λόγος που χάρηκα επειδή η Ιταλία κέρδισε την Αγγλία, η οποία απέκλεισε τη Γερμανία.
Οφείλω να πω πάντως ότι τον αγώνα τον παρακολούθησα έως το τελευταίο λεπτό και δεν σηκώθηκα να φύγω όπως συνηθίζω. Οσο για το γεγονός ότι γράφω για ποδόσφαιρο, μου φαίνεται κι εμένα κάπως παράξενο. Δεν ξέρω. Ισως φταίει το εμβόλιο.
Η πολη Παλέρμο...
🟢 Παλέρμο
Η πόλη τής Σικελίας (Palermo) μέσω του λατινικού Panormus προήλθε από το αρχ. Πάνορμος (<παν- + ὅρμος), με τη σημ. «ασφαλής όρμος, δηλ. κατάλληλος για αγκυροβόληση», ελληνική ονομασία (ήδη στον Θουκυδίδη) φοινικικής αποικίας, που είχε ιδρυθεί με το όνομα Ziz «άνθος».
https://t.co/FFhYrtRbhI
Πλάνα από την πλατεία 20ης Σεπτεμβρίου στη Ραβένα Ιταλίας
Η ίδρυση του εξαρχάτου της Ραβέννας ως βυζαντινός θύλακας στη βόρεια Ιταλία
Η ανάπτυξη της ερευνήτριας κας Λεοντίνη σχετικά με τις συνθήκες ίδρυσης της Ραβέννας είναι διαφωτιστική:
Τα εδάφη της Δύσης που είχαν κατακτηθεί επί Ιουστινιανού Α' (527-565) δεν διατηρήθηκαν για πολύ υπό τον βυζαντινό έλεγχο.
Η Ιουστινιάνεια reconquista, την οποία στην Κωνσταντινούπολη προόριζαν για μόνιμη, ανατράπηκε πολύ γρήγορα με την εισβολή των Λογγοβάρδων στην Ιταλία (568).
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν αρχικά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της λογγοβαρδικής εισβολής εφαρμόζοντας την τακτική των συμμαχιών με τους ορθόδοξους Φράγκους.
Οι αποστολές βυζαντινών στρατευμάτων την εποχή αυτή στη Δύση ήταν περιορισμένες και είχαν πάντοτε χαρακτήρα επικουρικό στα εκστρατευτικά σώματα των Φράγκων. Όταν η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε πλέον να αλλάξει άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η ανάκτηση της Ιταλίας κατά το Ιουστινιάνειο πρότυπο ήταν ανέφικτη. Η αδυναμία του Βυζαντίου να διατηρήσει στρατιωτικές δυνάμεις ικανές να αναχαιτίσουν τους Λογγοβάρδους, πέρα από το πλήγμα που κατάφερε στη βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία, είχε ως συνέπεια την ανάδειξη του πάπα της Ρώμης σε ρόλο πρωταγωνιστή για την ομοιογενή και με ειρηνικά μέσα εξάπλωση της Ορθοδοξίας στη
Δύση.
Μπροστά σε αυτές τις δραματικές αλλαγές, το Βυζάντιο -παράλληλα με την αξιοποίηση της διπλωματικής του φιλίας με τους Φράγκους-, προχώρησε στην ίδρυση του Εξαρχάτου της Ραβέννας. Σε αυτή τη νέα διοίκηση των Βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας τοποθετείται επικεφαλής ένας πατρίκιος και Έξαρχος με πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Ωστόσο, οι στρατιωτικές δυνάμεις που εδρεύουν στην Ιταλία υπό τον Έξαρχο, αν δεν ενισχύονταν από τους Φράγκους από το Βορρά, ήταν εξαιρετικά ανεπαρκείς για να υποτάξουν τους Λογγοβάρδους και να εμπνεύσουν τον σεβασμό στους ισχυρούς κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες της Ιταλίας.
ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΧΩΡΟ
Η Ιταλία αρχικά ήταν ανίσχυρη στην περιοχή, σταδιακά όμως εξελίχθηκε σε σημαντικό ανταγωνιστή της Αυστροουγγαρίας.
Η πανίσχυρη όμως αυτοκρατορία των Αψβούργων με επίκεντρο το αυστριακό προξενείο των Ιωαννίνων προωθούσε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μεγάλου αλβανικού κράτους, το οποίο και θα μετατρέπονταν σταδιακά σε προτεκτοράτο της.
Το Νοέμβριο του 1863 η Αυστροουγγαρία πέτυχε την ουδετεροποίηση των Ιονίων νήσων με ειδική διάταξη (είχαν παραχωρηθεί στο ελληνικό βασίλειο τον Ιούνιο του ίδιου έτους).
Η Αυστροουγγαρία είχε σημαντικά εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή. Πραγματοποίησε επίσης λιμενικά έργα ταχυδρομείο και άλλα. Γενικά είχε πολιτικές βλέψεις στην περιοχή.
Το 1907 προσανατολίζονταν στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνέδεε το Κατάρο με τη Σκόδρα επεκτείνοντας έτσι το ελεγχόμενο από αυτή σιδηροδρομικό δίκτυο στην περιοχή (την ίδια περίοδο οι Ιταλοί θα σχεδιάσουν την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε την Αυλώνα με το Δυρράχιο ή το Μοναστήρι) .
Οι δύο αυτοκρατορίες, λοιπόν, διείσδυσαν οικονομικά και πολιτικά στην περιοχή της Αλβανίας με απώτερο σκοπό την προτεκτορατοποίηση της περιοχής...
Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911 και ο αντίκτυπος του στις ελληνικές υποθέσεις
Ιταλικό πυροβολικό στην Τρίπολη |
Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Για τα οικονομικά της Μακεδονίας δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές παρά μόνο κάποιες φορολογικές. Κυριότερη πηγή αποτελούν τα αρκετά νομ...
-
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας της εποχής του. Κατάφερε να ζήσει απ’ το γράψιμο σε μια εποχή που λογοτέχνες και κ...