Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τεχνολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τεχνολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Όταν νικήθηκε το πακμαν

 Χρειάστηκαν να περάσουν 19 χρόνια έως ότου ο Billy Mitchell, σαν σήμερα το 1999, να ολοκληρώσει και τις 256 πίστες του Pac-Man κάνοντας το απόλυτο ρεκόρ πόντων, 3.333.360, έπειτα από 6 ώρες! 

Χωρίς βεβαίως, να χάσει ούτε μια ζωή!



Θυμάστε μέχρι ποια πίστα είχατε φθάσει;


Το Pac-Man κυκλοφόρησε το 1980. Οι «δυνατοί» παίκτες του είχαν ανακαλύψει ότι στην 256η πίστα, η μισή οθόνη γέμιζε με ακανόνιστα σχήματα με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος καθόλου εύκολα να ολοκληρώσει την πίστα και να το τερματίσει!


Το 1982 ένας οκτάχρονος παίκτη ισχυριζόταν ότι έφθασε τους 6 εκατομμύρια πόντους παίζοντας Pac-Man. Μάλιστα ο τότε

Πρόεδρος των Η.Π.Α Ronald Reagan, έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον οκτάχρονο.


Αυτό το γεγονός στάθηκε η αφορμή για τον Billy Mitchell να αναζητήσει ποιο είναι το υψηλότερο score που μπορεί να φθάσει κάποιος παίζοντας Pac-Man ως το τέλος του παιχνιδιού.


Ο Mitchell συνεργάστηκε με τον φίλο του Chris Ayra (κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ για την υψηλή βαθμολογία στο Ms. Pac-Man, μια μεταγενέστερη έκδοση του παιχνιδιού) το 1983 και βρήκαν ότι το απόλυτο score που μπορεί να πετύχει κάποιος, είναι 3.333.360! Για να επιτύχει ο παίχτης αυτό το σκορ, θα πρέπει να καταφέρει να συλλέξει όλες τις βούλες ,ακόμα και στην πίστα 256 που η μισή οθόνη δεν φαινόταν λόγω bug, άρα θα πρέπει να έχει μάθει καλά και αυτή την πίστα.


Το 1999, μια ομάδα Καναδών παικτών, ανάμεσα τους και ο Rick Fothergill, έφθασαν κοντά στο υψηλότερο σκορ. Συγκεκριμένα στις 8 Μαΐου 1999, ο Fothergill σημείωσε το παγκόσμιο ρεκόρ στο Pac-Man συγκεντρώνοντας 3.333.270 πόντους, μόλις 90 λιγότερους από το υψηλότερο σκορ που είχε υπολογίσει ο Mitchell ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί.


Ο Mitchell στο άκουσμα αυτής της είδησης, επαναδραστηριοποιήθηκε και ξεκίνησε να παίζει ξανά Pac-Man καταφέρνοντας στις 3 Ιουλίου του 1999 να επιτύχει το απόλυτο σκορ! 3.333.360 «έγραψε» το σκορ και ο Mitchell μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Guines.

Ο Mitchell έπαιξε αυτό το παιχνίδι σε ένα arcade που βρισκόταν στο Funspot Family Fun Center στην παραλία Weirs, New Hampshire.

Το ρεκόρ του καταγράφηκε από τις εταιρείες Funspot και Twin Galaxies οι οποίες διενεργούσαν τέτοιου είδους καταγραφές. Η εταιρεία Twin Galaxies ονόμασε τον Mitchell ως τον «Video Game Player of the Century».


Επίσης η εταιρεία Namco και ο δημιουργός του Pac-Man, Toru Iwatani, κάλεσαν τον Mitchell στο Τόκιο για να συμμετάσχει στο Game Show εκείνης της χρονιάς.


Από τότε υπάρχουν αρκετοί gamers να τερματίσουν τον Pac-Man, με τον πιο πρόσφατο να είναι ο Jake Goldberg, ο οποίος στις 14 Απριλίου χρειάστηκε 4 ώρες και 12 λεπτά για να φθάσει το απόλυτο σκορ, το 3.333.360.


#recall_memory #hellenicITmuseum #elmp #museum #technologymuseum #pacman #videogame #BillyMitchell

Έφθασε η εποχή που κοιτάμε τα μουσικά cd με μια ρετρό διάθεση.

Το μέσο που από το 1982, έβαλε το 0 και 1 στη μουσική και παρόπλισε τους δίσκους και τις κασέτες!

Αν και μέχρι σήμερα οι καλλιτέχνες λένε «έβγαλα καινούργιο δίσκο» και εννοούν cd, mp3 και youtube video.
Επίσης σήμερα κάποιοι για να κάνουν τη διαφορά κυκλοφορούν όντως τα μουσικά τους άλμπουμ σε βινύλιο.



Την 01.10.1982, η Sony κυκλοφόρησε το πρώτο CD player στον κόσμο και φυσικά η πρώτη χώρα ήταν Το μέσο που από το 1982, έβαλε το 0 και 1 στη μουσική και παρόπλισε τους δίσκους και τις κασέτες! η Ιαπωνία. Επτά μήνες αργότερα «έφτασε» τελικά στις Η.Π.Α. Η τιμή ήταν 1.000$, σε σημερινές τιμές 2.834 δολάρια!
Το όνομα μοντέλου CDP-101 επιλέχθηκε από τον Nobuyuki Idei, ο οποίος ήταν επικεφαλής του τμήματος ήχου της Sony. Το «101» αντιπροσωπεύει τον αριθμό 5 στο δυαδικό σύστημα και επιλέχθηκε από τον Idei γιατί θεώρησε ότι το μοντέλο άνηκε στην μεσαία κατηγορία.
H κυκλοφορία του CDP-101 αποκλειστικά στην Ιαπωνία, έγινε προκειμένου η Sony να τηρήσει τη συμφωνία με τη συνεργάτιδά της -την Philips-στην ανάπτυξη του πρότυπου Compact Disk, καθώς η τελευταία καθυστερούσε τη συναρμολόγηση του δικού της πρώτου CD Player, του Philips CD100, το οποίο και κυκλοφόρησε τελικά ένα μήνα μετά.
Το CD, «πνευματικό παιδί» της Sony και της Philips, ήταν μια εξέλιξη του LaserDisc που αναπτύχθηκε από τη Philips και την MCA το 1978.
Οι εταιρείες δούλευαν ανεξάρτητα σε έναν ψηφιακό διάδοχο του βινυλίου LP πριν συνεργαστούν για να ξεκινήσουν τη νέα μορφή (σ.σ. CD). Είναι ενδιαφέρον ότι το όνομα Compact Disc επιλέχθηκε επειδή ακουστικά παρομοίαζε με το Compact Cassette, τη γνωστή μας κασέτα ήχου.
Η Sony πούλησε 20.000 μονάδες του μοντέλου CDP-101 έως τα τέλη του 1982.

Άρθρο του Υποστρατήγου ε.α. κ Παπαπροδρόμου σχετικό με το παρεμπόριο στον κυβερνοχώρο.

Άρθρο  με θέμα: "Το παρεμπόριο στον Κυβερνοχώρο: Μια πρόκληση για την κοινωνία μας" , με αφορμή την πρόσφατη σχετική ημερίδα της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου κι Επιχειρηματικότητας ΕΣΕΕ https://bit.ly/2knJpdC, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό EPSILON, τεύχος 7 Ιουλίου - Αυγούστου 2019, https://www.e-forologia.gr/epsilon7/

#cybercrime
#fraud
#darknet
#greyeconomy


 






Πηγή Epsilon

Το ηχητικό θέατρο: τέχνη και τεχνολογία

 Το ηχητικό θέατρο [audio drama], ένα είδος θεάτρου που στηρίζεται αποκλειστικά στον ήχο (φωνή, ήχοι, μουσική αλλά και σιωπή) «που μεταδίδεται ή/και ηχογραφείται με ηλεκτροακουστικά μέσα» (Huwiler 2005: 46) και αποκλείει την επί σκηνής αναπαράσταση (για πολλούς ίδιον του δραματικού είδους) είναι αναμφισβήτητα παιδί της τεχνολογίας. Ήδη από την προϊστορία του, στα τέλη του 19ου αιώνα, και μέχρι και τις ημέρες μας το ηχητικό θέατρο συνδέεται στενά με τις τεχνολογικές εξελίξεις τόσο στον τομέα της μετάδοσης, ηχογράφησης και μηχανικής αναπαραγωγής του ήχου όσο και στους τομείς της επικοινωνίας και της πληροφορίας. Την ίδια στιγμή, πρόκειται για μια αυτόνομη μορφή τέχνης, που ενσωματώνει αισθητικές αξίες και συμμετέχει ενεργά στον καλλιτεχνικό διάλογο που διεξάγεται την εποχή της πραγμάτωσής της. Οι δύο αυτές διαστάσεις του ηχητικού θεάτρου –τεχνική και καλλιτεχνική– είναι ουσιαστικά αξεδιάλυτες, αφού η μια καθορίζει και μεταμορφώνει την άλλην.





Η προϊστορία του ηχητικού θεάτρου, ενός 'θεάτρου του νου' [theatre of the mind], αρχίζει με τη ζωντανή μετάδοση θεατρικών παραστάσεων μέσω της νεόκοπης τεχνολογίας του τηλεφώνου στη δεκαετία του 1880. Η πραγματική ακμή, όμως του ηχητικού θεάτρου ήρθε όταν αυτό άρχισε να μεταδίδεται μέσω των συχνοτήτων του ραδιοφώνου στη δεκαετία του 1920, του 'τυφλού' αυτού μέσου [blind medium] · έτσι προέκυψε το είδος που ονομάστηκε 'ραδιοφωνικό θέατρο' [radio drama]. Η μετάδοση ραδιοφωνικών έργων υπήρξε από τις πρώτες επιλογές για τις νεοσύστατες ραδιοφωνίες της Δύσης, με πρωτοπόρο το βρετανικό BBC, ενώ ακόμα και σήμερα οι ραδιοφωνικές συχνότητες χωρών όπως η Γερμανία ή η Γαλλία εξακολουθούν να φιλοξενούν ανάλογα προγράμματα, πάρα τις σημαντικές αλλαγές που σημειώθηκαν εν τω μεταξύ στις συνθήκες παραγωγής και τους όρους επικοινωνίας αλλά και τις διαφοροποιήσεις στην αισθητική.

Από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τα 1950 περίπου, τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ το ραδιοφωνικό θέατρο γνώρισε ευρεία διάδοση. Παρά το διαφορετικό μοντέλο παραγωγής (στη Βρετανία φορέας υπήρξε το κράτος, ενώ στις ΗΠΑ στήθηκε μια ανθηρή ανεξάρτητη βιομηχανία) και στις δύο περιπτώσεις η ακροαματικότητα υπήρξε εξαιρετικά μεγάλη. Έτσι, το είδος του ραδιοφωνικού θεάτρου εδραιώθηκε. Η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος, όταν η τηλεόραση ήρθε να πάρει τη θέση του ραδιοφώνου ως μέσου μαζικής επικοινωνίας και να αντιτάξει την εικόνα ως συμπλήρωμα στον ήχο.

Μεταπολεμικά, χάρη σε εξελίξεις στον τομέα της αισθητικής αλλά και εξαιτίας πολιτικών συγκυριών, οι δημιουργοί του ηχητικού θεάτρου στη Γερμανία [για τα έργα αυτά χρησιμοποιείται διεθνώς ο γερμανικός όρος Hoerspiel] επιτυγχάνουν να προσδώσουν λογοτεχνικό κύρος στο είδος. Κατά τη δεκαετία του 1960, ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων, αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία του λόγου και τα έργα ηχητικού θεάτρου δίνουν βάρος όλο και περισσότερο στον ήχο και τη μουσική, πλησιάζοντας την αισθητική της πρωτοποριακής μουσικής, που επίσης γεννιέται την εποχή εκείνη. Το νέας αισθητικής ηχητικό θεατρικό έργο ονομάζεται χαρακτηριστικά Neues Hoerspiel και δεν ενδιαφέρεται για όποια αφηγηματική συνέπεια μέσω του λόγου, αλλά κατατάσσει λόγο, ήχο και μουσική στο ίδιο επίπεδο σημασίας, συνιστώντας ένα συνολικό ηχητικό γεγονός.

Τέλος, το ραδιόφωνο χάνει την πρωτοκαθεδρία του όταν η υπόθεση του ήχου περνά στο βασίλειο των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου στην αυγή του 21ου αιώνα. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει πλέον αναζωογονήσει το ηχητικό θέατρο, καθώς διευκολύνει όχι μόνο τις συνθήκες παραγωγής ενός έργου αλλά και τη διάδοσή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ίδια στιγμή, νέες λειτουργίες έχουν ανακύψει οι οποίες θέτουν το ηχητικό θεατρικό έργο στην υπηρεσία μιας παγκοσμιοποιημένης κοινότητας.


Πηγή:

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΗΧΗΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...