Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδώ Σωτηρίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδώ Σωτηρίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πάθη Ελλήνων της Σμύρνης μετά την ήττα του Ελληνικού Στρατού μέσα από το μυθιστόρημα ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου.

Μόλις αρχίσανε να με σηκώνουνε τα πόδια μου έπιασα δουλειά. Ο χωριάτης το καθησιό δεν το ξέρει. Τ' αδέρφια όλα στρατευμένα! Ρημαδιό οι κόποι μας. Τι να σου κάνουνε μόνες γυναίκες. Τα δέντρα ακλάδευτα, απότιστα, δίνανε πολύ λίγο καρπό, κι αυτόν τον τρώγανε άγουρο τα παιδιά και τα πουλιά. 

Ο μπάρμπα Στυλιανός, ο ζευγάς, που τόνε λέγανε «άγιο», έφαγε με τη φαμελιά του το στάρι που του δωκε η μάνα μας για τη σπορά. Γέμισε τσουκνίδα και τριβόλια η γη μας. Οι Τούρκοι λιποτάχτες δεν αφήνανε ήσυχο αγρότη. Για ν' αρπάξουνε προσφάι, ρούχο, βεργέτα ή χρυσό δόντι ξαπλώνανε τον πασαένα νεκρό. Οι νοικοκυραίοι άμα βγαίνανε απ' το σπίτι τους, κάνανε το σταυρό τους και παρακαλούσανε το Θεό, κ' έναν έναν όλους τους άγιους, να τους αξιώσουνε να γυρίσουνε ζωντανοί το βράδι. 

Έτσι έγινε μια μέρα με τον Αντώνη Μάντζαρη, το γείτονα. Τον έβλεπα απ' το παραθύρι μου ν αποχαιρετάει τη γυναίκα του. Κείνη προσπαθούσε να τον κρατήσει.

- Μην πας στο μπαξέ, Αντώνη μου, για τ' όνομα του Θεού!

- Γυναίκα, γιατί γίνεσαι παιδί; Πρέπει να πάω να ρίξω ελέκια, αλλιώς θα πέσουνε τα σύκα και θα χάσουμε τη σοδειά!

- Χίλιες φορές να χάσουμε τη σοδειά, παρά να χάσω σένα! Άσε να περάσει η κακιά ώρα. Πούλησε τα φλουριά που μου χες δοσμένα.

- Μπρε, Ελένη, μάτια μου, τι να σου κάνουνε τα φλουριά; Τούτο, δεν είναι μια κακή ώρα·χρόνια θα βαστάξει. Μπα κ' έχουμε κομπόδεμα ή είμαστε ραντιέρηδες και δεν το ξέρω; Πώς θα θρέψουμε τα παιδιά μας;

Ο Μάντζαρης πίστευε πως δεν μπορούσε ποτέ Τούρκος να τόνε βλάψει. Τόσοι και τόσοι κοιμηθήκανε στο σπίτι του, και σηκωθήκανε χορτάτοι και δροσισμένοι απ' το τραπέζι του. Καθώς εκείνη τη στιγμή περνούσε ο φίλος του, ο Νικόλας Αϊντινλής, έφυγε μαζί του και πριν στρίψει το δρόμο φώναξε γελαστός στη γυναίκα του:

- Μη χολιάς, γυναίκα, θα γυρίσω το βράδι και θα σου φέρω και λεβάντα για τα ρούχα.

Το βράδι φέρανε τον Αντώνη Μάντζαρη σφαγμένο σα μοσχάρι! Για να τον τιμήσουνε, λέει, οι Τούρκοι αφήσανε να μεταφερθεί το κουφάρι του και να ταφεί στο κοιμητήρι, ενώ τον Αϊντινλή τον κάψανε ζωντανό και σκορπίσανε την τέφρα του!


Φωτογραφία: Η μόνη διέξοδος για τους Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης ήταν η θάλασσα. Στην φωτογραφία το πλοιάριο βυθίζεται λόγω υπερφόρτωσης. Η φωτογραφία λήφθηκε από Αμερικανικό αντιτορπιλικό πλοίο που ευρισκόταν στην περιοχή, μαζί με άλλα 26 συμμαχικά πολεμικά σκάφη, τα οποία όμως δεν έπραξαν απολύτως τίποτα ούτε για να αποτρέψουν την καταστροφή αλλά και ούτε για να βοηθήσουν τον Ελληνικό άμαχο πληθυσμό που ικέτευε για βοήθεια.



 Διδώ Σωτηρίου, 'Ματωμένα Χώματα'


Η Διδώ Σωτηρίου ζωντανεύει τις εικόνες της άφιξης των μικράσιατών προσφύγων στην Ελλάδα μετά την καταστροφή...

Η Διδώ Σωτηρίου στο έργο της Οι νεκροί περιμένουν, τις θλιβερές εικόνες της άφιξης τω Ελλήνων προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη συντριβή του ελληνικού στρατού και πληθυσμού στη Μικρά Ασία. 

Βαπόρια  φτάναν  το  ένα  πίσω  από  τ'  άλλο,  και  ξεφόρτωναν  κόσμο,  έναν  κόσμο  ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο,  άρρωστο,  συφοριασμένο,  λες  κι  έβγαινε  από  φρενοκομεία,  από  νοσοκομεία,  από νεκροταφεία.  Έπηξαν  οι  δρόμοι,  το  λιμάνι,  οι  εκκλησιές,  τα  σκολειά,  οι  δημόσιοι  χώροι.  Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και  πέθαιναν γέροι. Ενάμισυ  εκατομμύριο  άνθρωποι  βρεθήκανε  ξαφνικά  έξω  απ'  την  προγονική  τους  γη.  Παράτησαν σκοτωμένα  παιδιά  και  γονιούς  άταφους.  Παράτησαν  περιουσίες,  τον  καρπό  στα  δέντρα  και  στα χωράφια,  το φαΐ στη  φουφού,  τη σοδειά στην αποθήκη,  το κομπόδεμα στο συρτάρι,  τα πορτραίτα των προγόνων  στους  τοίχους.  Και  βάλθηκαν  να  τρέχουν,  να  φεύγουν  κυνηγημένοι  απ'  το  τουρκικό  μαχαίρι και  τη  φωτιά  του  πολέμου.  Έρχεται  μια  τραγική  στιγμή  στη  ζωή  του  ανθρώπου,  που  το  θεωρεί  τύχη  να μπορέσει  να  παρατήσει  το  έχει  του,  την  πατρίδα  του,  το  παρελθόν  του  και  να  φύγει,  να  φύγει λχανιασμένος  αποζητώντας  αλλού  τη  σιγουριά.  Άρπαξαν  οι  άνθρωποι  βάρκες,  καΐκια,  σχεδίες, βαπόρια,  πέρασαν  τη  θάλασσα  σ'  έναν  ομαδικό,  φοβερό  ξενητεμό. 





 Κοιμήθηκαν  από  βραδίς νοικοκυραίοι  στον  τόπο  τους  και  ξύπνησαν  φυγάδες,  θαλασσοπόροι,  άστεγοι,  άποροι,  αλήτες  και ζητιάνοι στα λιμάνια  του Πειραιά,  της  Σαλονίκης,  της  Καβάλλας,  του Βόλου,  της Πάτρας.

 Ενάμισυ  εκατομμύριο  αγωνίες  και  οικονομικά  προβλήματα  ξεμπάρκαραν  στο  φλούδι  της  Ελλάδας,  με μια  θλιβερή  ταμπέλα  κρεμασμένη  στο  στήθος:  «Πρόσφυγες!»  

Που  ν'  αποκουμπήσουν  οι  πρόσφυγες; Τι να  σκεφτούν;  Τι να  ξεχάσουν;  Τι να πράξουν;  Που να  δουλέψουν;  Πώς  να ζήσουν; Τρέμαν  ακόμα  απ'  το  φόβο.  Τα  μάτια  τους  ήταν  κόκκινα  απ'  το  αιμάτινο  ποτάμι  της  κόλασης  που διάβηκαν.  Και  σαν  πάτησαν  σε  στέρεο  έδαφος,  μετρήθηκαν  να  δουν  πόσοι  φτάσανε  και  πόσοι λείπουν. 

 Κι  οι  ζωντανοί  δεν  το  πιστεύανε,  μόνο  άπλωναν  τα  χέρια  τους  στο  κορμί  τους  και  το ψάχνανε,  για  να  βεβαιωθούνε  πως  δεν  ήταν  βρυκολάκοι.  Και  ψάχναν  και  για  την  ψυχή  τους,  να  δουν αν  ήταν  στη  θέση  της.  Μ'  αυτή  ήταν  άφαντη.  Είχε  μείνει  πίσω  στην  πατρίδα,  κοντά  στους αγαπημένους  νεκρούς  και  στους  αιχμάλωτους,  κοντά  στα  σπιτάκια,  στα  χωράφια,  στις  δουλειές  και στα καζάντια... Κι  είπαν:  Περαστικοί  είμαστε,  ας  βολευτούμε  όπως  ‐ όπως,  κι  αύριο  θα  ματαγυρίσουμε  στα  μέρη  μας. Κι αποζητούσαν,  τούτη την  ελπίδα,  με την ίδια λαχτάρα,  σαν  το ψωμί,  το νερό  και τ'  αλάτι. 

Τόσοι  ήταν.  Ενάμισυ  εκατομμύριο  ρωμιοί  μικρασιάτες,  που  στριφογύριζαν,  τώρα,  στο  καύκαλο  της Ελλάδας,  σαν  περιπλανώμενοι  Ιουδαίοι,  διωγμένοι  από  τη  γη  της  Χαναάν.  Χωρίς  πατρίδα,  χωρίς δουλειά,  χωρίς  σπίτι,  χωρίς  μπαούλο.  

Και  χτες,  μόλις  χτες,  να  θυμάσαι  πως  ήσουνα  νοικοκύρης,  πως είχες το κατιτί το δικό  σου. Ψάχναν  για  τον  αίτιο,  αναθεμάτιζαν  τον  ουρανό,  τη  γης,  τον  Κεμάλ,  το  Βενιζέλο,  τον  Κωνσταντίνο,  την Αντάντ,  τον  πόλεμο∙  μα  πριν  απ'  όλα  τον  ύπουλο  τον  Άγγλο,  τον  υπολογιστή,  το  διπλοπρόσωπο,  το σφετεριστή,  που έκανε  μπίζνες  και  αυτοκρατορική  πολιτική,  με  το  αίμα και τη  δυστυχία  ενός λαού... 

Υπεροπτική συμπεριφορά ελληνόπαιδων έναντι τουρκόπαιδων στη Μικρά Ασία...

Η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημα της "Οι νεκροί περιμένουν" μας δίνει ένα ενδιαφέρον στιγμιότυπο σχετικά με τη συμπεριφορά των μικρών παιδιών ελληνικής καταγωγής απέναντι σε αυτά τουρκικής καταγωγής...



Βρισκόμαστε στα χρόνια λίγο πριν τη μικρασιατική εκστρατεία, όταν ο ελληνικός πληθυσμός ήταν υπόδουλος στην Ιωνία...

Τα  Τουρκόπουλα,  με  τα  ξυρισμένα  κεφάλια,  που  οι  γονιοί  τους  δούλευαν  για  ένα  κομμάτι  ψωμί  στις γύρω  ρωμέικες  φάμπρικες,  όταν  έβλεπαν  εμάς  τα  καλοντυμένα  παιδιά,  δίσταζαν  να  μπουν  στο παιχνίδι.  

Στέκονταν  παράμερα  και  μας  κύτταζαν  με  περιέργεια  και  με  ζήλεια,  λες  κι  είμαστε  εμείς  οι κυρίαρχοι  και  εκείνα  οι  υπόδουλοι. 

 Κι  όταν  δεν  τα  καταφέρναμε  στο  παιχνίδι  και  τα  Τουρκάκια δοκίμαζαν  να  μας  ευκολύνουνε,  ο  Στέφος  και  οι  φίλοι  του  τους  ρίχνανε  πέτρες  και  τους  φωνάζανε  σα νάτανε σκυλιά: 

Ούξου!  ουστ,  κιοπέκ! 

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...