Μόλις αρχίσανε να με σηκώνουνε τα πόδια μου έπιασα δουλειά. Ο χωριάτης το καθησιό δεν το ξέρει. Τ' αδέρφια όλα στρατευμένα! Ρημαδιό οι κόποι μας. Τι να σου κάνουνε μόνες γυναίκες. Τα δέντρα ακλάδευτα, απότιστα, δίνανε πολύ λίγο καρπό, κι αυτόν τον τρώγανε άγουρο τα παιδιά και τα πουλιά.
Ο μπάρμπα Στυλιανός, ο ζευγάς, που τόνε λέγανε «άγιο», έφαγε με τη φαμελιά του το στάρι που του δωκε η μάνα μας για τη σπορά. Γέμισε τσουκνίδα και τριβόλια η γη μας. Οι Τούρκοι λιποτάχτες δεν αφήνανε ήσυχο αγρότη. Για ν' αρπάξουνε προσφάι, ρούχο, βεργέτα ή χρυσό δόντι ξαπλώνανε τον πασαένα νεκρό. Οι νοικοκυραίοι άμα βγαίνανε απ' το σπίτι τους, κάνανε το σταυρό τους και παρακαλούσανε το Θεό, κ' έναν έναν όλους τους άγιους, να τους αξιώσουνε να γυρίσουνε ζωντανοί το βράδι.
Έτσι έγινε μια μέρα με τον Αντώνη Μάντζαρη, το γείτονα. Τον έβλεπα απ' το παραθύρι μου ν αποχαιρετάει τη γυναίκα του. Κείνη προσπαθούσε να τον κρατήσει.
- Μην πας στο μπαξέ, Αντώνη μου, για τ' όνομα του Θεού!
- Γυναίκα, γιατί γίνεσαι παιδί; Πρέπει να πάω να ρίξω ελέκια, αλλιώς θα πέσουνε τα σύκα και θα χάσουμε τη σοδειά!
- Χίλιες φορές να χάσουμε τη σοδειά, παρά να χάσω σένα! Άσε να περάσει η κακιά ώρα. Πούλησε τα φλουριά που μου χες δοσμένα.
- Μπρε, Ελένη, μάτια μου, τι να σου κάνουνε τα φλουριά; Τούτο, δεν είναι μια κακή ώρα·χρόνια θα βαστάξει. Μπα κ' έχουμε κομπόδεμα ή είμαστε ραντιέρηδες και δεν το ξέρω; Πώς θα θρέψουμε τα παιδιά μας;
Ο Μάντζαρης πίστευε πως δεν μπορούσε ποτέ Τούρκος να τόνε βλάψει. Τόσοι και τόσοι κοιμηθήκανε στο σπίτι του, και σηκωθήκανε χορτάτοι και δροσισμένοι απ' το τραπέζι του. Καθώς εκείνη τη στιγμή περνούσε ο φίλος του, ο Νικόλας Αϊντινλής, έφυγε μαζί του και πριν στρίψει το δρόμο φώναξε γελαστός στη γυναίκα του:
- Μη χολιάς, γυναίκα, θα γυρίσω το βράδι και θα σου φέρω και λεβάντα για τα ρούχα.
Το βράδι φέρανε τον Αντώνη Μάντζαρη σφαγμένο σα μοσχάρι! Για να τον τιμήσουνε, λέει, οι Τούρκοι αφήσανε να μεταφερθεί το κουφάρι του και να ταφεί στο κοιμητήρι, ενώ τον Αϊντινλή τον κάψανε ζωντανό και σκορπίσανε την τέφρα του!
Φωτογραφία: Η μόνη διέξοδος για τους Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης ήταν η θάλασσα. Στην φωτογραφία το πλοιάριο βυθίζεται λόγω υπερφόρτωσης. Η φωτογραφία λήφθηκε από Αμερικανικό αντιτορπιλικό πλοίο που ευρισκόταν στην περιοχή, μαζί με άλλα 26 συμμαχικά πολεμικά σκάφη, τα οποία όμως δεν έπραξαν απολύτως τίποτα ούτε για να αποτρέψουν την καταστροφή αλλά και ούτε για να βοηθήσουν τον Ελληνικό άμαχο πληθυσμό που ικέτευε για βοήθεια.
Διδώ Σωτηρίου, 'Ματωμένα Χώματα'