Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΝΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΝΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Μέγας Αλέξανδρος συνδέεται με τη Μεγάλη Ιδέα σε μια αναφορά στον Πόντο

Η  σύνδεση  του  Αλέξανδρου  με  τη  Μεγάλη  Ιδέα  τεκμηριώνεται  και  από  μια αναφορά  ενός  πνευματικού  ανθρώπου  της  περιοχής  του  Πόντου,  του  Περικλή Τριανταφυλλίδη,  ο  οποίος,  σε  λόγο  που  εκφώνησε  στην  Τραπεζούντα  στις  7  Απριλίου 1865  με  αφορμή  την  ανάρρηση  στο  θρόνο  της  Ελλάδας  του  Γεωργίου    Α΄, απευθυνόμενος στο  Γεώργιο,  ανάμεσα  στα  άλλα  σημειώνει:   





 «Ἐλθέ,  λοιπόν,  ἐκλεκτέ  τοῦ  ἔθνους,  χριστέ  Κυρίου,  λαοπόθητε  καί  ἐθνοσῶστα  βασιλεῦ,  ἐλθέ ἐκ  τῶν  ὑπερβορείων  τόπων  εἰς  τήν  γῆν  μεγάλων  ἀναμνήσεων  καί  συμβεβηκότων,  εἰς  τήν πατρίδα  τῆς  σοφίας  καί  δόξης,  εἰς  τήν  γενέτειραν  τῶν  θεῶν  καί  τῶν  ἡρώων….

Ἐλθέ,  ἄναξ,  οἱ λαοί  τῆς  Ἀνατολῆς  σέ  προσδοκῶσι.  Καί  καθώς  ὁ  μαθητής  τοῦ  Ἀριστοτέλους,  ὁ  Ἕλλην Ἀλέξανδρος,  διά  τῶν  δέκα  χιλιάδων  γάμων  συνεφιλίου  καί  συνήνωνε  τά  φύσει  ἐχθρά  καί πολέμια  ἔθνη,  καί  διά  τῶν  Ἑλληνικῶν  γραμμάτων  ἐνεφύτευε  τόν  πολιτισμόν  εἰς  τήν ἐκβαρβαρωμένην  Ἀσίαν,  ὥστε  διά  τῶν  διαδόχων  αὐτοῦ  ἡ  Ἑλληνική  παιδεία  κατέστη πανταχοῦ,  καί  ἀνεδείκνυε  κέντρον  πολιτισμοῦ  τάς  ἀγόνους  καί  χέρσους  τῆς  Ἀσίας  πεδιάδας, καί  τραγωδίαι  Ἑλληνικαί  παρίσταντο  καί  εἰς  αὐτάς  τάς  ἀγρίας  τῶν  Πάρθων  αὐλάς,  οὕτω  καί Σύ,  τόν  θρόνον  σου  παρά  τά  προπύλαια  τῆς  Ἀνατολῆς  στήσας,  φάρον  σελαγίζοντα  καί δαδουχοῦντα  ἀνάδειξον  τήν  πατρίδα,  ἀφ’  ἧς  νά  ἀρύωνται  φῶς  οἱ  ἐσκοτισμένοι  τῆς  Ἀσίας λαοί…»

  (από το  βιβλίο του Τριανταφυλλίδη  «Τα  Ποντικά»  σε:  Λαμψίδης  2015: 87).   

Οι Τούρκοι καταληστεύουν τους Έλληνες Αστούς στον Πόντο.

Πως καταλήστευαν οι Τούρκοι τους Έλληνες Αστούς στις πόλεις του Πόντου κατά τη διάρκεια του των γεγονότων της Γενοκτονίας, οι μαρτυρίες που παραθέτει ο Δημήτρης Ψαθάς από το έργο του "Γη του Πόντου".



Κι  όσο  για  τους  καλοστεκούμενους  νοικοκυρέους,  τους  εμπόρους,  τους  πλουσίους,  όλο  και βρίσκαν  νέες  μηχανές  να  τους  ληστεύουν.  Εκτός  από  τους  έκτακτους  φόρους  και  τις εισφορές,  βαλαν  μπροστά  τις  επιτάξεις.  Μ'  όλους  τους  τύπους  και  την  τάξη  μπαίναν  στα ελληνικά  μαγαζιά  και  τα  γδύνανε  γενναία  «για  τις  ανάγκες  του  στρατού»  απ'  όλα  τα  είδη, χωρίς  να κρίνουν  άχρηστα  για  την  περίσταση  ούτε  τα  είδη  πολυτελείας  —υφάσματα μεταξωτά,  κάλτσες  γυναικείες,  βραχιόλια,  δαχτυλίδια,  πολύτιμα  κοσμήματα.  

Με  απορία καμιά φορά  τολμούσε ν'  αναστενάξη ο  μαγαζάτορας: —Βραχιόλια,  σκουλαρίκια,  για το  στρατό,  εφέντη μου; —Έβετ,  εφέντη μου,  για τον στρατό. —Και κάλτσες μεταξωτές για τον στρατό,  εφέντη μου; —Παρά ολίορ,  εφέντη  μου,  παρά! Παράς  γίνονται  όλα  τούτα  για  το  ασκέρι  τάχα,  κι  ο  Έλληνας  έμπορος  που  γδυνόταν  έπαιρνε την  απόδειξη  ότι  είχε  να  λαβαίνη  απ'  τον  πολυχρονεμένο  τον  σουλτάνο.  Φυσικά  δούλευε για  όλες  τις  περιστάσεις  και  το  μπαχτσίσι  —πατροπαράδοτη  αδυναμία  των  Τούρκων— πέφταν  οι  λίρες  στην  χεράκλα  του  αξιωματικού  κι  εκείνος  έδειχνε  αμέσως  κατανόηση ανάλογη  με  το  βάρος  του  χρυσαφιού,  που  όσο  περισσότερο  ήταν  τόσο  του  θάμπωνε  τα μάτια και  στραβόβλεπε. 

Κοντά στο Ερζερούμ...

Λίγες γραμμές από το Δημήτρη Ψαθά στο έργο του Γη του Πόντου σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα τάγματα εργασίας...





Αντίσκηνα  για  την  διαμονή  τους  —μέσα  στα  κρύα  και  τις  βροχές—  να  τουρτουρίζουν  την νύχτα,  και  για  τροφή  τους  κανένα  ξεροκόμματο  και  καζάνια  να  βράζουν  γεμάτα  νερό, λιγοστά  φασόλια  ή  ρεβύθια  ή  κανένα  κομμάτι  βρώμικο  κρέας,  «γερμανική  σούπα»  την λέγαν κοροϊδευτικά,  χασκογελώντας. 

Μέσα  στην  άγρια  χειμωνιά,  επάνω  στα  βουνά  της  Ζύγανας  και  του  Κοπτάγ  —στην σιδηροδρομική  γραμμή  του  Ερζερούμ  κι  ολούθε  στην  ύπαιθρο  χώρα—  νέα  παιδιά  κι  ώριμοι άντρες,  το  ίδιο  σκελετοί,  κουρελιασμένοι,  σέρνουνταν  σαν  τα  φαντάσματα,  αγκομαχούσαν με  την  ψυχή  στα  δόντια.  

Πότε  να  ξεφτυαρίζουνε  το  χιόνι  για  ν'  ανοίγουνε  περάσματα,  πότε να  ζεύωνται  στα  κάρρα  του  στρατού  και  να  τα  σέρνουν,  κάτω  απ'  τις  βρισιές  και  το  καμτσίκι του τσαούση.  Όποιος  πέθαινε πεταγόταν παραπέρα. 

Η Τραπεζούντα σε ελαφρός καλύτερη θέση σε σχέση με τον υπόλοιπο Πόντο σχετικά με τη συμμετοχή των Ελλήνων στα τάγματα εργασίας.

Η μοίρα της Τραπεζούντας ήταν καλύτερη από αυτή του υπόλοιπου Πόντου όσον αφορά τη συμμετοχή των Ελλήνων στα τάγματα εργασίας κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου εξαιτίας κυρίως του Μητροπολίτη Χρύσανθου. Ας δούμε τι λέει ο Ψαθάς στη Γη του Πόντου...





Η Τραπεζούντα,  είναι αλήθεια,  δεν  τα  γνώρισε σ'  όλη την  εξοντωτική τους  έκταση.  Χάρη  στη μεσολάβηση  του  μητροπολίτη  Χρύσανθου  και  την  επιρροή  που  ασκούσε  επάνω  στον αιμοβόρο  νομάρχη  Τζεμάλ  Αζμή,  οι  Έλληνες  κρατήθηκαν  μέσα  στην  πόλη  και χρησιμοποιήθηκαν  μόνο  στις  επιμελητείες,  στα  νοσοκομεία  και  σε  άλλες  τέτοιες  ελαφριές δουλειές. 

 Πέρα  απ'  την  Τραπεζούντα,  όμως,  σ'  όλο  τον  Πόντο,  τα  εργατικά  τάγματα  φέραν τον  όλεθρο  σ'  αμέτρητες  χιλιάδες  κόσμο.  Τραβούσαν  τους  άντρες  έξω  απ'  τις  πόλεις  και  τα χωριά,  βαθιά  στο  εσωτερικό,  επάνω  στα  βουνά,  στις  δημοσιές,  στους  μουλαρόδρομους  για να δουλεύουν  σ'  αβάσταχτες  δουλειές,  απ'  τα  ξημερώματα  μέχρι  τη  νύχτα  του  Θεού,  να φορτώνονται  πέτρες  στην  πλάτη  κι  ύστερα  να  τις  σπάζουν,  ώρες  ατέλειωτες,  όγκους, σωρούς,  που  ποτέ δεν  είχαν  τελειωμό. 

Τούρκοι προσφυγες βρίσκουν καταφύγιο στην Τραπεζούντα το 1916.

Έχει ενδιαφέρον η ανάπτυξη που ακολουθεί από το Δημήτρη Ψαθά στο έργο του Η γη του Πόντου που περιγράφει το κατάντημα των Τούρκων του Ανατολικού Πόντου, μετά την προέλαση του ρωσικού στρατού το 1916. Κατά χιλιάδες εσπευδαν στην Τραπεζούντα να ζητήσουν έλεος από τους Έλληνες.  Θα το ξεχρεωναν φυσικά λίγα χρόνια μετά με τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού. 






Στο  ασκέρι,  στον  στρατό.  Παρ'  όλα  αυτά  και  χιλιάδες  από  δαύτους,  προτιμώντας  την  βολική ρούσικη  κατοχή  απ'  τις  λαχτάρες  της  προσφυγιάς  και  τον  κίνδυνο  του  ασκεριού,  γύριζαν πίσω  και  κατέβαιναν  προς  την  Τραπεζούντα,  όπου  κι  ανασαίνανε.  Γιατί,  ευτυχώς,  εκείνος  ο γκιαούρης  ο  μητροπολίτ  μαζί  με  τους  Έλληνες  «προύχοντες»  όχι  μονάχα  πήραν  τα  μέτρα τους  κανείς  να  μη  πειράξη  τους  Τούρκους,  αλλά  και  φρόντισαν  να  τους  βολέψουν  σε  σπίτια και να  τους δίνουν και φαΐ και χαρτζηλίκι.

 Πλημμύρισε  από προσφυγιά η  Τραπεζούντα,  αλλά  κι  έκανε  θαύματα  σωστά  η ανθρωπιά  και περηφάνεια  της  ντόπιας  ρωμιοσύνης  με  το  φιλανθρωπικό  της  σωματείο  «Φιλόπτωχος Αδελφότης»  —  βράζαν  γεμάτα  τα  καζάνια  για  τους  χιλιάδες  ξερριζωμένους,  χωρίς  να γίνεται  καμιά  διάκριση  ανάμεσα  σε  Τούρκους  και  Ρωμιούς. 

 Ήταν  στ'  αλήθεια  ένα  ωραίο θέαμα  να  βλέπης  στην  ουρά  μπροστά  στα  καζάνια  τους  χτεσινούς  άγριους  αφεντάδες  του τόπου,  κουρελιασμένους  τώρα  και  πεινασμένους,  ξυπόλυτους,  ψειριάρηδες,  να  παίρνουν το  φαΐ  από  τα  χέρια  εκείνων  που  μόλις  πριν  από  λίγο  βρίζαν  «γκιαούρηδες»  κι επιθυμούσαν  τον χαμό τους. Άντρακλες,  Τουρκαλάδες  με  φέσια  και  σαρίκια,  Τουρκάλες  μανάδες  με  τα  μωρά  στην αγκαλιά  —βρώμικα,  μυξιάρικα—  χανουμάκια  στραπατσαρισμένα  μέσα  στα  τσαλακωμένα τους  «τσαρτσάφια»,  εφέντηδες,  χαμάληδες,  ένα  ολόκληρο  πλήθος  τουρκαλάδικο, σακατεμένο  και  ισοπεδωμένο  απ'  την  προσφυγιά,  ευλογούσε  την  αναπάντεχη  τούτη καλωσύνη  των  Χριστιανών  κι  ευχαριστούσε  όλο ευγνωμοσύνη: —Αλλάχ μπιν  μπερεκέτ βερσίν. «Ο  Αλλάχ  να  σας  δίνη  χίλια  αγαθά».  

Έρανοι  γινόντουσαν  για  τους  πρόσφυγες  και  τότε  ήταν που τα παιδιά του Φροντιστηρίου βγαίναμε να  πούμε τα  κάλαντα: Γι'  αυτά τ'  αδέλφια  δόστε  μας και  σεις  τον οβολό σας. Κι η  ευτυχία,  του Θεού  να  μπει  στ'  αρχοντικό σας... Το  ίδιο  έρανοι  γινόντουσαν  κι  ανάμεσα  στον  ελληνισμό  της  Ρωσίας  —βροχή  ερχόντουσαν τα  ρούβλια—  κι  ακόμα  η  «Φιλόπτωχος  Αδελφότης»  είχε  παρακαλέσει  τη  ρούσικη κυβέρνηση  για  τους  πρόσφυγες,  που  καθώς  ήσαν  χιλιάδες  χιλιάδων,  είχαν  ανάγκες  πολύ μεγαλύτερες  από  τις  δυνάμεις  της  λεγόμενης  ιδιωτικής  πρωτοβουλίας.  Με  την  μεσολάβηση του  Ρώσου  στρατηγού  Λιάχωβ  η  αίτηση  έγινε  δεκτή  κι  έτσι  βοήθησε  κι  η  ρούσικη κυβέρνηση  στο  έργο  της  περίθαλψης  που  το  απολάμβαναν  πάντα  σε  ίση  μοίρα  Έλληνες  και Τούρκοι. Η εικόνα  που παρουσίαζε  τώρα  ο  Πόντος  ήταν  χωρισμένη,  έλεγες,  σε  δυο  διαφορετικά κομμάτια,  το  ένα  που  το  χτυπούσε  το  φως  του  ήλιου  καθώς  είχε  προβάλει  γελαστός  μέσ' απ'  τα  σύννεφα,  και  τ'  άλλο  που  δεχόταν  την  μπόρα  και  την  σκοτεινιά  ενός  κατάμαυρου ουρανού,  που  όχι  μονάχα  δεν  καθάριζε  παρά  όλο  γινόταν  πιο  βαρύς  κι  όλο  πιο θεοσκότεινος. 

Στα  δυο  αυτά  κομμάτια  (το  ένα  που  κατεχόταν  απ'  τους  Ρώσους  και  τ'  άλλο  απ'  τους Τούρκους)  βρισκόντουσαν  δυο  διαφορετικοί  πολιτισμοί,  κατάντικρυ  ο  ένας  στον  άλλον.  Ο αιώνιος  ελληνικός  πολιτισμός  από  την  μια  μεριά,  που  κρατούσε  ψηλά  την  ανθρωπιά  του απέναντι  στους  ξεπεσμένους  χτεσινούς  δυνάστες  κι  από  την  άλλη  ο  τούρκικος «πολιτισμός»,  που  ξέφρενος  ξεσπούσε  σε  βάρος  του  αθώου  κι  ανυπεράσπιστου  λαού,  που η  Μοίρα  καταδίκασε  να  μένη  κάτω  απ'  την  τούρκικη  εξουσία.  

Μερικές  γραμμές  απ'  το βιβλίο του  μητροπολίτη Χρύσανθου δίνουν καλύτερα  την  διαφορά: «Εν  μέσω  ποικίλων  δυσχερειών  και  αντιδράσεων,  γράφει,  ανέλαβεν  η  μητρόπολις  παρά των ρωσικών  στρατιωτικών αρχών την  υπεύθυνον  πληρεξουσιότητα  προς  εγκατάστασιν των μουσουλμάνων  προσφύγων  εις  τας  ιδίας  αυτών  εστίας  και  ειργάζετο  νυκτός  και  ημέρας  να αποκαταστήση  με  όλα  τα  έπιπλα  και  κτήνη  αυτών,  δεκάδας  χιλιάδας  μουσουλμάνων προσφύγων  εις  τα  ίδια  αυτών  χωρία,  εν  ταις  περιφερείαις  Ριζαίου,  Όφεως,  Σουρμένων, Γεμουράς,  Ματσούκας  και  Πλατάνων.  Άλλας δε δεκάδας χιλιάδας προσφύγων μουσουλμάνων  επί  διετίαν  όλην  διέτρεφεν  η  εν  τη  μητροπόλει  Επιτροπή  Προσφύγων,  ενώ κατά  τον  αυτόν  χρόνον  η  τουρκική  κυβέρνησις  απέσπα  από  των  εστιών  αυτών  τους  Έλληνας του  τουρκοκρατουμένου  Πόντου  και  εν  καιρώ  παγερού  χειμώνος  και  δια  μέσου  δυσβάτων και  χιονοσκεπών  ορέων  ηνάγκαζε  αυτούς  να  μεταναστεύσωσιν  εις  την  περιφέρειαν Σεβαστείας,  ίνα αποθάνωσι  καθ'  οδόν  εκ του  ψύχους,  των  κακουχιών  και  της  πείνης». 


Πηγή: Ψαθας, Γη του Πόντου. 

Το περιστατικό που προκάλεσε την έναρξη του αντάρτικου στον Πόντο

Από το πόνημα του Δημήτρη Ψαθά μαθαίνουμε μία εκδοχή του περιστατικού που προκάλεσε την έναρξη του θρυλικού αντάρτικου...

Το  ξεκίνημα  του  αντάρτικου  έγινε,  λένε,  από  ένα  περιστατικό  στα  τάγματα  εργασίας:  Μια μέρα  ένας  απ'  τους  βασανισμένους  Ρωμιούς  μέσα  σε  κάποιο  τάγμα  που  έσπαζε  πέτρες, πήρε  γράμμα  απ'  την  γυναίκα  του,  παράτησε  το  τσεκούρι  του  κι  άρχισε  να  το  διαβάζη  με μεγάλη  λαχτάρα.  Ήταν  ψηλά  στον  δρόμο  μιας  έρημης  βουνοπλαγιάς,  όπου  δεν  ακουόταν παρά  το  ξερό,  μονότονο  χτύπημα  των  τσεκουριών  των  σκλάβων  κι  οι  μακρυνές  βλαστήμιες του τσαούση,  που γύριζε από ομάδα σε ομάδα. 




Διάβαζε  ο  δυστυχισμένος,  τα  μάτια  του  βούρκωσαν  κι  άρχισε  να  λέη  στον  πλαϊνό  του  για  τα δεινά  που  τού γραφε  η  γυναίκα  του,  πείνα  και  δυστυχία  και  ξεσπίτωμα  και  φοβέρες  των Τούρκων  ότι  θα κάψουν  το  χωριό  τους,  επειδή  ψάχνανε  για  φυγόστρατους  και  δεν  τους βρίσκαν.  Μαυρίλα  εδώ,  λαχτάρα  εκεί,  δάκρυζε  ο  άνθρωπος  κι  αναστέναζε,  όπου  νάσου  τον βλέπει  ο  τσαούσης  ότι  είχε  παρατήσει  την  δουλειά,  τρέχει,  τον  βλαστημά  και  τον  βαρά  με το καμτσίκι στο πρόσωπο,  ουρλιάζοντας,  «βάι ντινινί,  αβρατινί,  γκιαούρ ογλού γκιαούρ»! Οργή  και  πόνος  έγιναν  μονομιάς  μπαρούτι  και  φωτιά  μέσ'  στην  ψυχή  του  Έλληνα,  αρπάζει το  τσεκούρι  και  το  κατεβάζει  στο  κεφάλι  του  τσαούση,  που  σωριάστηκε.  Ύστερα  παίρνει δρόμο,  φεύγει  μαζί  κι  ο  φίλος  του,  τρέχουν  κι  οι  δυο,  τρυπώνουν  σ'  ένα  δάσος,  κρύβονται και  μένουν  εκεί  μέρες  και  μέρες,  τρώγοντας  χόρτα  κι  αγριόριζες.  Αλλά  από  τον  φόβο  της εκδίκησης  των  Τούρκων  ακολούθησαν  κι  άλλοι  —έτσι  κι  αλλιώς  ήσαν  χαμένοι—  οι  δυο γίνονται  τρεις,  πέντε,  δέκα,  κι  όπου  ξεμονάχιαζαν  Τούρκο  χυμούσαν  απάνω  του,  τον γδύναν,  του  παίρνανε τα  όπλα και ανέβαιναν  στο  βουνό. Έτσι  ιστορούνε  την  αρχή  του  αντάρτικου  μερικοί  απ'  όσους  θέλησαν  να  γράψουν  την ιστορία  εκείνων  των  καιρών,  αλλά  κι  αν  το  περιστατικό  αυτό  το  έπλασε  μόνο  η  φήμη, κρύβει,  ωστόσο,  όλη  την  αλήθεια  για  τον  τρόπο  που  γεννήθηκε  ο  ένοπλος  αγώνας  στα βουνά  του  Πόντου.  Δεν  ήταν  προμελετημένη  η  αντίσταση,  ούτε  κι  οργανωμένη,  αλλά  μια αυθόρμητη  κίνηση  απόγνωσης,  ένα  πηγαίο  ξέσπασμα  οργής,  σχεδόν  πρωτόγονο,  κάτι  σαν λειτουργία  ενός  πανάρχαιου  νόμου  των  περήφανων  λαών  που  αντιστέκονται  στους χαλασμούς των  πιο τραγικών  ενάντιων  καιρών.

Πηγή: Δ. Ψαθάς

Από που έλαβε την ονομασία της η Κερασούντα...

Ο Δημήτρης Ψαθάς μας πληροφορεί σχετικά στο έργο-αριστούργημα του "Γη του Πόντου"



Ταξιδεύοντας  προς  τα  δυτικά,  άλλες  πόλεις  προβάλλουν,  γεμάτες  κι  αυτές  ελληνισμό, Ελεβή,  Τρίπολη,  Κερασούντα

 Η  τελευταία  πήρε  τ'  όνομά  της  —λένε—  απ'  τους  γελαστούς της  κερασόκαμπους  κι  από  κει  ο  καλοφαγάς  κι  αχόρταγος  εκείνος  Λούκουλος  έφερε  το κεράσι στην Ευρώπη. 

Ποιος ήταν ο Τοπάλ Οσμάν...

Επρόκειτο για ένα ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ από τα λίγα...

Η ανάπτυξη του Δημητρίου Ψαθά είναι κατατοπιστική...


Απλός  βαρκάρης,  αλλά  με  άγριο  μίσος  στην  ψυχή  του  για  την  χριστιανωσύνη,  πήγε  να πολεμήση στους  Βαλκανικούς  πολέμους,  χτυπήθηκε  στο  πόδι  και  γύρισε  κουτσός  — τοπάλ—  κι  από  την  κουτσαμάρα  του  αυτή  πήρε  τον  τίτλο  του  ήρωα  μαζί  με  το  παρατσούκλι του:  Τοπάλ Οσμάν. 

Μόλις  κηρύχτηκε  ο  μεγάλος  πόλεμος  έφτιαξε  μια  ομάδα  από  εθελοντές  —τσέτες—  απ'  όλα τα  καθάρματα  και  τ'  αποβράσματα  του  υπόκοσμου,  που  η  τούρκικη  κυβέρνηση  έβγαλε  απ' τις  φυλακές...  «για  να  υπηρετήσουν  την  πατρίδα».  



Τράβηξε  για  τον  Καύκασο,  αλλά  είδε  ότι η δόξα  δεν  ήταν  εύκολη  στα  μέτωπα  του  πολέμου.  Από  την  πρώτη  επαφή  στις  μάχες  με  τον ρούσικο  στρατό  οι  τσέτες  του  διαλύθηκαν  και  πήρε  αμέσως  τον  δρόμο  του  γυρισμού  με όσους του απόμειναν,  για  να κερδίση  τις δάφνες  του  αλλού. Έτσι  δεν  άργησε  να  γίνει  ο  πιο  μανιακός  ερμηνευτής  των  πόθων  του  Κομιτάτου  κι  ο  πιο άγριος  βασανιστής  της  ρωμιοσύνης.  

Η  σφαγή  του  άοπλου  κι  απροστάτευτου  λαού  ήταν  η χαρά  του,  το  αίμα  των  αθώων  η  δόξα  του.  

Απ'  όπου  περνούσε  με  τη  λυσσασμένη  ορδή  του ακουόταν  ο  θρήνος  και  το  κλάμα  —  η  πιο  μεγάλη  τέρψη  του  ήταν  να  βλέπη  άντρες  να σφάζωνται,  γυναίκες  ν'  αφανίζωνται,  κοπέλλες  να  βιάζωνται,  μωρά  ν'  αρπάζωνται  απ'  το βυζί της μάνας τους  και  να  περνάνε απ'  το λεπίδι. 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΑΝΤΑΞΙΟ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ: ΤΟΝ ΚΡΕΜΑΣΕ Ο ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ ΣΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ.
ΣΙΓΟΥΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΑΤΑΒΑΘΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ...

Ορισμένα γεγονότα από την επαρχία Κολωνίας της περιφέρειας Νικοπόλεως κατά το 1916.


Ο μεγάλος Πόντιος λογοτέχνης Δημήτριος Ψαθάς μας παραθέτει και άλλα στοιχεία από τη Μαύρη Βίβλο του Ποντιακού Ελληνισμού στο μνημειώδες έργο του Γη του Πόντου. Οι φρικωδίες διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ ο ρωσικός στρατός προελαύνει στον Ανατολικό Πόντο. 

ΣΗΜΕΙΩΤΈΩΝ ΟΤΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο ΨΑΘΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΙΝΑΙ  ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΑ(!!)

Να  μερικές  γραμμές  από  την  «Μαύρη  Βίβλο»  που  αφορούν  την  επαρχία Κολωνίας,  τμήμα Νικοπόλεως

Είναι  αδύνατο  να  μεταφέρω  εδώ  το  είδος  της  κάθε  αγριότητας  και  των  εγκλημάτων  στις διάφορες  περιοχές  γιατί  θα  χρειαζόντουσαν  ατέλειωτες  σελίδες  γεμάτες  από  φρίκη. Λιγοστά  δείγματα  μόνο  θα  δώσω  ακόμα,  για  να  πάρη  ο  αναγνώστης  μια  ιδέα  σε  ποια ακολασία  αίματος  επιδόθηκαν  οι  Τούρκοι  απέναντι  στον  άοπλο  κι  απροστάτευτο  λαό,  σ' αδύναμα  κι  αθώα  γυναικόπαιδα,  που  ξεσήκωναν  απ'  τα  σπίτια  τους  για  λόγους  «ασφαλείας του  κράτους».




«Κατά  μήνα  Νοέμβριον  1916  και  κατά  διαταγήν  του  διοικητού  Ασάφ,  εξεκενώθησαν  εντός τριών  ωρών  δια  της  βίας  τα  χωρία  Βάλδγανα  και  Τρουπτσή,  χωρίς  να  επιτραπή  εις  τους κατοίκους  να  παραλάβουν  τι  των  απολύτως  αναγκαίων.  Η  Σοφία  Ασλανίδου,  χήρα  και μητέρα  έξι  τέκνων,  αντιστάσα  εις  την  διαταγήν  να  μη  παραλάβει  κάτι,  εσφάγη  θηριωδώς ενώπιον  των  τέκνων  της.  Η  σύζυγος  Στεφάνου  Τζεντεμή  εβιάσθη  ενώπιον  του  συζύγου  της, οδηγηθείσα  έπειτα  εις  το  χαρέμιον  του  Ταπάνογλου  Ασήμ.  Την  αυτήν  οικτράν  τύχην υπέστησαν  η  Σοφία  Καραλόγλου  και  η  Ανατολή  Δερμιτζόγλου,  η  δε  Παρθένα  Τουμανίδου εννοήσασα  την  τύχην  η  οποία  ανέμενε  αυτήν  ερρίφθη  εις  τον  ποταμόν  Λύκον  και  επνίγη.  Ο Νικήτας  Θωμαΐδης  διαμαρτυρηθείς  δια  την  τοιαύτην  συμπεριφοραν  των  διενεργούντων την  απέλασιν  κατεκρεουργήθη  αμέσως  φρικωδώς  προς  παραδειγματισμόν  των  άλλων!  Οι λοιποί  χριστιανοί  κατέφθαναν  την  26  Δεκεμβρίου  εις  Τοκάτην,  οπόθεν  μετ'  αποχωρισμόν των  γυναικοπαίδων  από  των  ανδρών,  απεστάλησαν  ανά  τα  διάφορα  καθαρώς  τουρκικά χωρία  της περιφερείας. »

Καθ'  οδόν  υπέστησαν  αληθινά  μαρτύρια.  Άσιτοι,  υβριζόμενοι,  και  παντοιοτρόπως εξευτελιζόμενοι  δεν  ηδύναντο  ουδέ  σιωπηλήν  τινα  λύπην  να  αισθανθούν  επί  τη  θέα  των φρικαλεοτήτων,  τας  οποίας  συνήντων  διερχόμενοι  τα  αρμενικά  χωρία.  

Απεκόπτετο  αμέσως η  γλώσσα  και  ενίοτε  και  η  κεφαλή  του  τολμητίου.  Τούτο  συνέβη  εις  τον  Ηλίαν Κυνηγόπουλον,  όστις  ΚΟΦΩΣ  ων  και  μη  ακούσας  την  σχετικήν  διαταγήν  των  Τούρκων εκραύγασεν  επί  τη  θέα  των  αρμενικών  πτωμάτων.  Αμέσως  απεκόπη  η  γλώσσα  του  και απεκεφαλίσθη  και  αυτός  και η  σύζυγός  του Αικατερίνη  και  η  θυγάτηρ του  Σοφία. »

Η θηριωδία  των  επισήμων  και  ανεπισήμων  Τούρκων  υπήρξεν  απερίγραπτος,  μεταξύ  δε πάντων  προείχεν  ο  κακός  δαίμων  της  περιφερείας  εκείνης  Χαλήλ  Ταπάν  αγάς  μετά  των αδελφών  αυτούΟύτος  προέβη  εις  την  σφαγήν  του  Αναστασίου  Αθανάσογλου,  του  Σάββα Γεκένογλου,  έδειρεν  έπειτα  τον  ιερέα  Στέφανον  ξυρίσας  αυτόν  προς  εμπαιγμόν,  εβασάνισε κατόπιν  τον  Ελευθέριον  Καραγκιόζ,  διαφθείρας  και  εγκλείσας  εις  το  χαρέμιόν  του  την θυγατέρα  του  Σοφίαν,  εξέσχισε  τας  κοιλίας  των  γυναικών:  Σοφίας  Μήλογλου,  Κερασιάς Τζίπιζ  και  Ελένης  Χουπά  εκ  Καραπεζή,  αποκεφαλίσας  και  τους  συζύγους  αυτών

 Το  μίσος των  Τούρκων  εξεδηλούτο  και  μετά  τον  θάνατον  των  Χριστιανών,  των  οποίων  τα  πτώματα δεν  ενεταφιάζοντο,  δια  να  γίνουν  βορά  των  ορνέων  και  των  σκύλων.  Τα  πτώματα  των αποθανόντων  παπα  ‐Ευθυμίου,  της  θυγατρός  του  Ελισάβετ  και  του  Θεοφ.  Κυνηγοπούλου ερρίφθησαν  εις  τους  σκύλους,  η  δε  Μαρία  Αθανάσογλου  επιχειρήσασα  να  τους  εκδιώξη κατεξεσχίσθη  υπ'  αυτών  υπό  τους  σαρκαστικούς  γέλωτας  των  καμηλατών  Χουρσή  και Σουκρή». 

Πηγή: Δημήτριος Ψαθάς

ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΣΧΕΡΗΣ ΙΣΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟΣ Ο ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΑΠΟΙΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ.

Τα γεγονότα της Αμισού.

Με αφορμή τη σημερινή επέτειο Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού η Διαδρομή  σας παραθέτει ένα απόσπασμα από το μνημειώδες έργο του Δημητρίου Ψαθά  " Γη του Πόντου". Με κομένη κυριολεκτικά την ανάσα παρακολουθεί ο αναγνώστης τα στοιχεία που παραθέτει ο Μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός...




Και  μερικές  γραμμές  από  την  τραγωδία  της  Αμισού  έτσι  όπως  τις  χάραξε  ο  μητροπολίτης Αμασείας  Γερμανός:

  «Την  27  Δεκεμβρίου  1916  συνελήφθησαν  περί  τους  80  ομογενείς,  οι εγκριτώτεροι  και  πλουσιώτεροι  πολίται  της  Αμισού,  άνευ  ουδενός  λόγου  και  ερρίφθησαν εις  τας  φυλακάς,  χωρίς  να  επιτραπή  εις  αυτούς  η  επικοινωνία  μετά  των  οικογενειών  των, ούτε  η  παραλαβή  εσωρρούχων  ή  κλινοσκεπασμάτων.  Την  επαύριον  δε  όρθρου  βαθέος επιβιβασθέντες  επί  αμαξών  απεστάλησαν  δια  μέσου  χιονοσκεπών  ορέων  προς  τα  μέρη  της Κάβζας...  Την  αυτήν  ημέραν  επολιορκήθη  υπό  στρατού  η  πόλις,  εις  μίαν  δε  πλατείαν  της Άνω  Αμισού  —Καδή  Μαχαλεσί—  προσεκλήθη  ο  πληθυσμός  της  ενορίας,  όπως  ακροασθή δήθεν  του  Διοικητού,  ο  οποίος  θα  ωμίλει  ολίγα  τινά  προς  το  πλήθος.  Ως  ήτο  ο  πληθυσμός ολόκληρος,  συνελήφθη  και  ενεκλείσθη  εις  τους  στρατώνας.  
Το  ίδιον  έπραξαν  και  εις  το προάστιον  Ελιάζκιοϊ.  Οι  άνδρες  ευρέθησαν  ούτω  άνευ  χρημάτων,  οι  γυναίκες  και  τα κορίτσια  με  μπλούζες  και  με  παντούφλες,  χωρίς  ούτε  μανδήλιον  εις  τα  θηλάκια.  Οι ασθενείς  υπεχρεώθησαν  δια  της  βίας  να  μεταφερθούν  δια  των  συγγενών  των,  δεν εφείσθησαν  ουδέ  των  λεχώ,  ουδέ  των  νηπίων  των.  Μετ'  ολίγην  ώραν  απεστάλησαν  ως ήσαν  δια  μέσου  βαρέος  χειμώνος,  περί  τας  4  χιλιάδας  ψυχάς  γυναικοπαίδων,  άνευ  αμαξών και  υποζυγίων,  πάντες  πεζοί,  εν  αξιοθρηνήτω  και  απελπιστική  καταστάσει.  Καθ'  όλην  την νύκτα  μέχρι  πρωίας  ευρίσκοντο  εν  οδοιπορία,  οδηγούμενοι  δια  μέσου  χιονοσκεπών  ορέων νήπια,  γέροντες,  οικογένειαι  στρατιωτών  θανόντων  ή  εργαζομένων  ακόμη  εις  τα  αμελέ ταμπουρού. 
 Η  τραγική  αυτή  σκηνή  είχε  την  όψιν  αγέλης  κτηνών  μεταφερομένων  εις  το σφαγείον.  Οι  ασθενείς,  οι  γέροντες  και  λεχοί  εσύροντο  υπό  των  συγγενών  των,  τα  νήπια εθρήνουν  ζητούντα μάτην  άρτον και ύδωρ. «Εν τω  μεταξύ διεδραματίσθησαν  γεγονότα  φρικώδη.  Μόλις  συνελήφθη  ο  εν  Αμισώ έμπορος  Βασ.  Ανταβαλόγλου,  η  19έτις  θυγάτηρ  του  Ουρανία  έπεσε  νεκρά.  Εις  το  έξωθεν διαμέρισμα  Αμισού  —Καδή  Μαχαλεσί—η  17έτις  κόρη  Ευφροσύνη  Γαροφαλίδου,  της οποίας  ο  αδελφός  εργάζεται  εις  τα  αμελέ  ταμπουρού,  μεταβάσα  εις  την  οικίαν  και  μη ευρούσα  την  χήραν  μητέρα  της,  εξωσθείσα  προ  ολίγου  μετά  των  άλλων,  απώλεσε  τας φρένας.  Επειδή  δε  η  επικοινωνία  μετά  του  εκκενωθέντος  τμήματος  της  Αμισού  ήτο αδύνατος,  όσοι  ασθενείς  δεν  μετεφέρθησαν,  έμειναν  άσιτοι  επί  ημέρας  και  απέθανον  εκ πείνης.  Εθάψαμεν  τρεις  γυναίκας  ευρεθείσας  νεκράς...  Ακολούθως  ήρχισεν  η  λεηλασία. Ηρπάγησαν  πάντα  τα  κτήνη  και  υποζύγια,  τα  φορέματα,  τα  κοσμήματα  των  γυναικών  και ό,τι  ευρέθησαν  εις  τας  οικίας,  αι  οποίαι  απεγυμνώθησαν τελείως. »
Την  1ην  Ιανουαρίου  του  νέου  έτους  αστυνόμοι  μεταβάντες  εις  την  εκκλησίαν  ανεζήτουν και  τους  εναπομείναντας  πλουσίους  και  προκρίτους  της  Αμισού,  μέχρι  δε  το  εσπέρας  της πρωτοχρονιάς,  συνελήφθησαν  έτεροι  40.  Αφηρπάγησαν  εν  τοιαύτη  ημέρα  εκ  των  αγκαλών των  οικογενειών  των,  εν  μέσω  θρήνων  και  ολολυγμών  νηπίων  και  συζύγων  και  ερρίφθησαν εις  τας  φυλακάς.  Την  επαύριον  απήχθησαν  και  ούτοι  εις  τας  φυλακάς,  μετά  δύο  δε  ημέρας συνελήφθησαν  και  άλλοι  και  απεστάλησαν...  
Εν  τω  μεταξύ  και  οι  εις  Αμισόν  καταφυγόντες χωρικοί,  εκ  των  πυρποληθέντων  χωρίων,  συν  γυναιξί  και  τέκνοις  κατά  ομάδας εξαποστέλλονται  εις  το  εσωτερικόν,  άνευ  ενδυμάτων  και  σκεπασμάτων  εν  οικτροί καταστάσει...  Μεταξύ  Καβάκ  και  Κάβζας,  απέθανον  πολλοί  εκ  ψύχους,  της  πείνης  και  της οδοιπορίας,  εν  Κάβζη  δε  κείνται  εν  τη  εκκλησία  πολλοί  νεκροί,  καθ'  ας  έλαβον  την  ώραν ταύτην  πληροφορίας  παρά  του  αγίου  Αριστείας.  Ενώ  ελέγετο  ότι  θα  διέμενον  εις  τα  μέρη της  Κάβζας,  εις  τα  εκεί  ευρισκόμενα  χριστιανικά  χωρία,  απεστάλησαν  οι  πάντες  μετά  των εμπόρων  εις  Τσορούμ,  του  βιλαετίου  Αγκύρας.  
Καθ'  οδόν  τα  κοράσια  του  Καδήκιοϊ,  αφού επείσθησαν  περί  της  τύχης  η  οποία  τα  ανέμενε,  έψαλλον  ενώ  εβάδιζον  προς  τον  τόπον  της καταδίκης  των  το  «έχε  γεια  καημένε  κόσμε».  Την  10ην  Ιανουαρίου  διετάχθησαν  συλλήψεις και  άλλων  11  εμπόρων,  καταστηματαρχών  και  εκ  των  λαϊκών  τάξεων  και  την  13ην απεστάλησαν και ούτοι εις το εσωτερικόν».

Ρημάχτηκε  κυριολεκτικά  η  Αμισός  κι  όλη  η  περιφέρεια  του  Τσαρσαμπά  και  Πάφρας.  Τους καταλόγους  των  εκτοπισμών  και  απελάσεων  κατάρτιζε  ο  έκτακτος  στρατιωτικός  διοικητής Ραφέτ  πασάς  με τον  ειδικό  απεσταλμένο  της  κυβέρνησης  Βαχαεδίν,  που  είχε  έλθει  από  την Πόλη για  να  επιβλέψη  και  να  βοηθήση  το  έργο.  Μέσα  στην  πόλη  της  Αμισού  δεν  ήταν σπάνιο  το  θέαμα  των  κρεμασμένων  —πριν  και  μετά  τους  εκτοπισμούς—  που  οι  πιο φανατισμένοι  απολάμβαναν  με  ιδιαίτερη  ευχαρίστησή  τους

Όλοι  όσοι  έχουν  ασχοληθή  με τους  διωγμούς  και  τα  μαρτύρια  της  πόλης  τούτης,  αναφέρουν  και  το  χαρακτηριστικό  τούτο περιστατικό  της  άγριας  ψυχής  ακόμα  και  των  γυναικών:  Μια  μέρα  επρόκειτο  να κρεμαστούν  48  Αμισηνοί στην πλατεία  Ωρολογίου  της  πόλης.  Η  αξιότιμη  κυρία Στρατιωτικού  Διοικητού  δεν  ήθελε  να  χάση  την  ωραία  ψυχαγωγία  και  ειδοποίησε  τις  φίλες της  να  έλθουν  το  πρωί  για  ν'  απολαύσουνε  το  θέαμα.  Έσπευσαν  χαρούμενες  οι  ευγενικές χανούμισες,  αλλά  η  κυρία  Στρατιωτικού  Διοικητού  άργησε  να  ξυπνήση  κι  όταν  όλες  μαζί φτάσαν  στον  τόπο  τη  διασκέδασής  τους,  είχαν  κιόλας  κατεβαστή  απ'  τις  κρεμάλες  τα περισσότερα πτώματα. Στενοχωρήθηκαν  οι  ευγενικές  κυρίες,  αλλά  η  κυρία  Στρατιωτικού  Διοικητού  δεν  ήταν γυναίκα  χωρίς  εμπνεύσεις.  Έδωσε  διαταγή  να  ξανακρεμάσουνε  τα  πτώματα  και  σε  λίγο  οι ευαίσθητες  χανούμισσες  είχαν  μπροστά  τους  ολόκληρο  το  πανόραμα  των  48  κρεμασμένων, το απήλαυσαν  και  γύρισαν  στα  σπίτια τους κατευχαριστημένες.

Γιατί,  όμως,  αυτή  η  ιδιαίτερη  μανία  των  Τούρκων  στην  Αμισό;  Έγραφε  ο  μητροπολίτης Αμασείας  Γερμανός,  στις  27  Φεβρουαρίου  1917: 

«Αφορμή  του  διωγμού  τούτου  είναι  οι ολίγοι  ένοπλοι  φυγόστρατοι,  οίτινες  προς  φύλαξιν  αυτών  από  της  καταδιώξεως  των χωροφυλάκων,  μεταβάντες  εις  την  Τραπεζούντα,  εζήτησαν  και  έλαβον  όπλα,  τα  οποία μετέφερον δια ρωσικών  τορπιλλικών». Οι  ένοπλοι,  όμως,  ήσαν  απλό  πρόσχημα  για  την  εξόντωση  του  ελληνισμού.  Αυτό  ήταν γνωστό  και  ολοφάνερο  ακόμα  και  στους  τότε  σύμμαχους  της  Τουρκιάς.  
Μας  το  βεβαιώνει ένα  έγγραφο  από  τα  Αρχεία  της  Βιέννης,  που  παρουσίασε  ο  κ.  Ενεπεκίδης.  Σ'  αυτό  ο υπουργός  των  Εξωτερικών  της  Αυστρίας  διαβιβάζοντας  τις  εκθέσεις  για  τους  διωγμούς  στο Βερολίνο,  σημειώνει: «Αι  εκ  της  Τουρκίας  καταφθάνουσαι  ειδήσεις  καθιστούν  ολοέν  και  πιθανωτέραν  την υπόθεσιν,  ότι  αι  συνέπειαι  αι  προκληθείσαι  εκ  της  αγκιστρώσεως  των  Ρώσων  εις  τας τουρκικας  ακτάς  της  Μαύρης  Θαλάσσης  μεταξύ  των  εκεί  χριστιανικών  (ελληνικών) πληθυσμών,  δηλαδή  οι  σχηματισμοί  ανταρτικών  σωμάτων,  χρησιμεύουν  ως  προσχήματα δια  τους  Τούρκους  δια  μίαν  εκτεταμένην  γενικήν  καταδίωξιν  του  ελληνικού  στοιχείου  με την  έκδηλον  τάσιν  να  εξοντώσουν  ολοσχερώς  τους  Έλληνας  ως  εχθρούς  του  κράτους  όπως προγενεστέρως  και  τους  Αρμενίους.  Την  τακτικήν  αυτήν  εφαρμόζουν  οι  Τούρκοι καταπολεμούντες  όχι  μόνον  τους  αντάρτας,  αλλά  και  εκτοπίζοντες  τους  πληθυσμούς  άνευ διακρίσεως  της  δυνατότητος  αν  θα  επιζήσουν  από  τας  ακτάς  εις  το  εσωτερικόν  της  χώρας, χωρίς  την  λήψιν  καταλλήλων  μέτρων  εκ  μέρους  της  τουρκικής  διοικήσεως,  ώστε  οι εκτοπιζόμενοι  να  είναι  εκτεθειμένοι  εις  την  αθλιότητα  και  τον  εκ  πείνης  θάνατον. 
 Τα εγκαταλειπόμενα  σπίτια  των  εξοριζομένων  λεηλατούνται  εις  το  πλείστον  υπό  των τουρκικών  ταγμάτων  τιμωρίας,  ή  καίονται  και  καταστρέφονται.  Και  όλα  τα  άλλα  μέτρα,  τα οποία  εις  τους  διωγμούς  των  Αρμενίων  ευρίσκοντο  εις  την  ημερησίαν  διάταξιν, επαναλαμβάνονται  τώρα  εναντίον  των  Ελλήνων.  Τα  γεγονότα  αυτά,  ενδέχεται  φυσικά  να προκαλέσουν  εις  ολόκληρον  τον  πολιτισμένον  κόσμον  κύμα  αγανακτήσεως  εναντίον  του τουρκικού  καθεστώτος.  Εκτός  αυτού  υφίσταται  και  ο  κίνδυνος  η  Ελληνική  Κυβέρνησις  της οποίας  η  στάσις  απέναντι  της  Τουρκίας  ουδαμώς  εμπνέεται  υπό  της  φροντίδος  δια  το ελληνικόν  στοιχείον  της  οθωμανικής  αυτοκρατορίας,  θα  ήτο  δυνατόν  να  εγκαταλείψη  την εν  λόγω  στάσιν  της  εάν  καταλήξη  εις  το  συμπέρασμα  ότι  δεν  είναι  εις  θέσιν  να  αποτρέψη την μοίραν των συμπατριωτών της εις την Τουρκίαν».

 Να τι  έγραφε  προς τον  υπουργό του και ο Αυστριακός πρόξενος  της  Αμισού Κβιατκόβσκι: «Όσον  κι  αν  μου  φαίνεται  αναγκαία  η  καταπολέμησις  των  συμμοριών  και  η  εκτέλεσις  των προληπτικών  τουρκικών  μέτρων,  εν  τούτοις  πρέπει  να  εκφράσω  εντόνως  τας  αντιρρήσεις μου  ως προς  την  τιμωρίαν  των  Ελλήνων  αδιακρίτως  καθώς  και  τον  γενικόν  εκτοπισμόν  των —αντιρρήσεις  υπαγορευομένας  εκ  πολιτικών,  οικονομικών  και  καθαρώς  ανθρωπιστικών λόγων.  Όπως  επανειλημμένως  ετόνισα,  θεωρώ  τον  εκτοπισμόν  των  Ελλήνων  της  ποντικής παραλίας  εν  τω  πλαισίω  της  εκτελέσεως  του  προγράμματος  των  Νεοτούρκων,  το  οποίον επιδιώκει  την  εξασθένισιν  του  Χριστιανικού  στοιχείου  —  ως  μίαν  καταστροφήν  μεγίστης απηχήσεως,  ήτις  θα  έχει  εις  την  Ευρώπην  ζωηρότερον  αντίκτυπον  από  τας  αγριότητας ενατίον των  Αρμενίων». Κι  όμως  ο  Γερμανός  στρατάρχης  Λίμαν  φον  Σάνδερς  πασάς  —όπως  άλλο  έγγραφο  μας μαρτυρά—  ισχυριζόταν  ότι  εμπνεύστηκε  και  σύστησε  το  μέτρο  των  εκτοπισμών  μόνο  για «στρατιωτικούς  λόγους». 

Πολλά  μας  αποκάλυψαν  τα  μυστικά  Αρχεία  της  Βιέννης,  που δόθηκαν  ελεύθερα  στην  ιστορική  έρευνα  το  1958  κι  απ'  όπου  ο  Πόντιος  καθηγητής  στο Πανεπιστήμιο  της  Βιέννης  κ.  Πολ.  Ενεπεκίδης  μας  έδωσε  πολύτιμα  ντοκουμέντα.  Από  αυτά αποκαλύφθηκε  με  τον  πιο  επίσημο  τρόπο  ότι  ο  αφανισμός  των  Ρωμιών  δεν  άρχισε  εξ  αιτίας του  αντάρτικου.  Η  σφαγή  των  Αρμένηδων  είχε  ανοίξει  για  καλά  την  όρεξη  των  Τούρκων  και τους  γοήτευε  η  ιδέα  να  επαναλάβουν  τα  ίδια  και  για  τους  Έλληνες,  που  ήσαν,  μάλιστα,  λεία πολύ  πιο  πλούσια  —  περισσότεροι  απ'  τους  Αρμένηδες  και  με  βίος  και  πλούτη  απείρως μεγαλύτερα. 

Το τι  είχαν  στο  μυαλό  τους  φαίνεται  πιο  καθαρά  ακόμα  απ'  τις  πληροφορίες  του  τότε Αυστριακού  προξένου  της  Αμισού  Κβιατόβσκι,  που  τον  Νοέμβριο  του  1916  ενημέρωσε  την κυβέρνησή του,  γράφοντας σε μυστική  έκθεση: «Η  διάθεσις  των  Τούρκων  απέναντι  των  Ελλήνων  εκφράζεται  εντονώτατα  με  τας  δύο κάτωθι  γνώμας  του  εδώ  μουτεσαρίφη  Ραφέτ  μπέη,  ο  οποίος  είναι  κατά  τα  άλλα  ένας ήσυχος  άνθρωπος.  Εις  τας  26  Νοεμβρίου  τρέχοντος  έτους  (1916)  μου  είπε  ο  Ραφέτ  μπέης:
 «Τελικά  με  τους  Έλληνας  πρέπει  να  ξεκαθαρίσωμε  όπως  και  με  τους  Αρμενίους.  Η  Ελλάς  θα εισέλθη  εις  τον  πόλεμον  το  αργότερον  κατά  τας  διαπραγματεύσεις  της  ειρήνης,  οπότε  θα είμεθα  ελεύθεροι  για  δράσι»Μετά  δύο  ημέρας  μου  είπεν  ο  Ραφέτ  μπέης:  «Πρέπει  τώρα να  τελειώνουμε  με  τους  Έλληνας.  Έστειλα  σήμερα  εις  τα  περίχωρα  τάγματα  δια  να σκοτώσουν επάνω στο  δρόμο κάθε Έλληνα». Και ο κ.  Ενεπεκίδης  συμπληρώνει  τα  επίσημα  ντοκουμέντα του με  τα παρακάτω: «Στις  20  Ιανουαρίου  1917  γράφει  ο  πρέσβυς  Παλλαβιτσίνι  προς  τον  υπουργόν  του  στην Βιέννην:  Εκ  Σαμψούντος  αγγέλλονται  νέοι  εκτοπισμοί  και  φυλακίσεις  Ελλήνων.  Η κατάστασις  των  εξορισθέντων  προκαλεί  την  απόγνωσιν.  Όλους  τους  αναμένει  ο  θάνατος. Προσπάθησα  να  επιστήσω  την  προσοχήν  του  Μεγάλου  Βεζύρη  επί  των  γεγονότων  και  να τονίσω  πόσον  λυπηρόν  θα  ήτο  εάν  οι  διωγμοί  του  ελληνικού  στοιχείου  θα  ελάμβανον  την μορφήν  και  τας  διαστάσεις  των  αρμενικών  διωγμών.  Ο  Μέγας  Βεζύρης  μοι  υπεσχέθη  ότι  θα προσπαθήση  να ασκήση  την  επιρροήν  του επί του  Ταλαάτ μπέη  και του Εμβέρ πασά».

 Την  ίδια  υπόσχεσι  έδωσε  ο  διαβόητος  αυτός  Ταλαάτ  μπέης  και  στον  Αμερικανό  πρέσβυ. Είπε  ότι  θα  εξαιρέση  από  τους  εκτοπισμούς  τουλάχιστο  τις  γυναίκες  και  τα  παιδιά.  Αλλά  την επομένη  ημέρα  κιόλας,  31  Ιανουαρίου  1917,  εκμυστηρεύεται  ο  αιμοσταγής  αυτός  πασάς και  Μέγας  Βεζύρης  Ταλαάτ  μπέης  τα  εξής  σ'  ένα  Αυστριακό  πράκτορα:  «Βλέπω  να  πλησιάζη η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τώρα με τους Έλληνας όπως το  1915  με τους  Αρμενίους».

Πηγή: Δημήτριος Ψαθάς

Ο Παντελής Ελευθερίου από το Καρακιόλ του Πόντου.

Από το έργο του Δημήτρη Ψαθά "Γη του Πόντου" πληροφορούμαστε το τέλος του Παντελή Ελευθερίου και της οικογένειας του...




Καμία φορά βλέπουμε  και  πράξεις  απελπισμένου  ηρωισμού  και  περηφάνειας,  σαν κάποιους  αντίλαλους  που  μας  έρχονται  απ'  το  Αρκάδι  και  το  Κούγκι.  

Στο  χωριό  Καρακιόλ της  περιφέρειας  Αμισού,  τούρκικος  στρατός  είχε  περικυκλώσει  το  σπίτι  του  φυγόστρατου Παντελή  Ελευθερίου,  που βρι σκόταν κρυμ μένος μέσα στην οικογέ νειά του. 
Λυσσομανούσαν απ'  έξω  οι  Τούρκοι: 
—Ατς καπού! «Άνοιξε  την  πόρτα». 
 Αλλά  η  πόρτα  δεν  άνοιγε,  γιατί  αν  θ'  άνοιγε,  γυναίκα,  αδελφές,  παιδιά, μητέρα,  θα  βρισκόντουσαν  στα  νύχια  των  στρατιωτών,  με  σίγουρη  την  ατίμωσή  τους.  Αντί γι'  αυτό,  λοιπόν,  καλύτερος  ο  θάνατος  
—  μια  βροντή  τράνταξε  το  σπίτι  κι  όταν  μπήκαν  οι Τούρκοι  βρήκαν  μια  μάζα  από  σάρκες.  Μια  βόμβα  του  άντρα  έδωσε  την  περήφανη απάντηση και  λύτρωση. 

Πηγή : Δημήτρης Ψαθάς

Ο Αθηναίος συγγραφέας Κος Παπαμιχαλόπουλος εξυμνεί το Φροντιστήριο Τραπεζούντας

Ο Αθηναίος λόγιος με αφορμή την επίσκεψη του στην Τραπεζούντα το 1902 σημειώνει εντυπωσιασμένος σχετικά με το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της πρωτεύουσας του Πόντου.

(Από το έργο του Δημήτρη Ψαθά "Γη του Πόντου")




Αλλά  στα  1902  που  επισκέπτεται  την  Τραπεζούντα  ο  Αθηναίος  λόγιος  Κ. Παπαμιχαλόπουλος,  έχει  γίνει  —μέσα  στα  τριάντα  χρόνια  που  μεσολαβούν—  ένα  τεράστιο άλμα προόδου  και  στη  θέση  του  παλιού  εκείνου  μικρού  και  αιωνόβιου  Φροντιστηρίου υψώνεται  ένα  θεόρατο  κτίριο  που  μόλις  έχει  τελειώσει.  


Να  πώς  το  περιγράφει  ο  Αθηναίος συγγραφέας: 

«...Περί  του  Φροντιστηρίου  γινομένου  λόγου  σταματώ  προ  αυτού  μετά  συγκινήσεως,  μετά βαθυτάτης  και  ειλικρινούς  εκτιμήσεως  προς  τους  Τραπεζουντίους,  μετ'  ευγνωμοσύνης  ως ομοεθνής  και  τέλος  ως  φίλος  των  γραμμάτων,  μετά  τιμής  προς  τα  απαράμιλλα  αισθήματα της  φιλομουσίας  και  γενναιοδωρίας  αυτών.  

Από  του  έτους  τούτου  το  περίλαμπρον  τούτο και  ύπατον  Διδακτήριον  καθ'  άπαντα  τον  Πόντον,  το  αιωνόβιον  Φροντιστήριον,  εκτήσατο ίδιον  ίδρυμα,  άξιον  της  υψηλής  αποστολής  αυτού  υπέρ  των  γραμμάτων,  της  παιδείας  και του  καθόλου  πολιτισμού. 

 Το  οικοδόμημα  του  Φροντιστηρίου  καθ'  άπαντα  τον  ελληνικόν κόσμον των  γραμμάτων,  εξαιρουμένων  μόνον  του  Εθνικού  Πανεπιστημίου  και  του Μετσοβίου  Πολυτεχνείου,  δύο  μόνον  ετέρων  ελληνικών  διδακτηρίων  εν  όλη  τη  Τουρκία, έρχεται  δεύτερον: 

 Τ ης μεγάλης του ΓένουςΣχολής και του Ζαππεί ου της Κωνσταντινουπόλεως.  Κτισθέν  κατά  λαμπρόν  σχέδιον  δοκιμωτάτου  Τραπεζουντίου αρχιτέκτονος,  του  κ.  Αλεξ.  Κακουλίδου,  επιθαλάσσιον,  τετραώροφον,  περιλαμβάνει τεσσαράκοντα  περίπου  αιθούσας  και  δωμάτια.  Ωκοδομήθη  καθ'  όλους  τους  κανόνας  της υγιεινής  και  της  παιδαγωγικής,  καταλλήλως  φωτιζόμενον,  πληρέστατα  αεριζόμενον  και  δι' υποκαύστων  (calorif?re)  θερμαινόμενον.

  Δια  την  κατασκευήν  αυτού  εδαπανήθησαν  12.000 λίραι  Τουρκίας.  Το  δε  ποσόν  τούτο  θ'  ανήρχετο  εις  15.000  εάν  μη  εχορηγείτο  υπό  της τουρκικής  κυβερνήσεως  προστατευτικώς  ελάττωσις  των  δασμών  επί  των  εισαγομένων  προς αγοράν επίπλων και οργάνων  φυσικής  και χημείας λίραι  1.000  και  επέκεινα. »Αλλά  πόθεν,  λοιπόν  —συνεχίζει—  λαμβάνονται  τα  μεγάλα  ταύτα  ποσά,  άτινα  κατ'  έτος προσαυξάνονται  και  εξογκούνται  κατά  2.100‐2.200  λίρας,  όσας  απαιτεί  η  συντήρησις πάντων  των  εν  Τραπεζούντι  σχολείων;  

Η  φιλομουσία,  η  φιλοτιμία,  η  γενναιοδωρία  και γενναιοφροσύνη  των  Τραπεζουντίων,  επαρκεί  εις  πάντα  ταύτα.

  Της  δια  το  Φροντιστήριον δαπάνης  τας  μεν  2.000  λίρας  τέσσαρες  μόνον  φιλογενείς  άνδρες  κατέβαλον,  έκαστος  ανά 500,  το  δε  λοιπόν  ποσόν  συνεπλήρωσαν  οι  άλλοι  Τραπεζούντιοι,  οι  τε  τη  πόλει  οικούντες και  οι  εν  ταις  παρακαυκασίαις  πόλεις  και  κώμαις  της  Ρωσίας  αποδημούντες,  δι'  εθελουσίου εράνου  100,  80,  50  ή  ολιγωτέρων  λιρών  έκαστος...

  Δια  τοιούτων  εισφορών  ανεγείρονται τοιαύτα  εκπαιδευτήρια  και  συντηρείται  η  εν  αυτοίς  παρεχομένη  δαψιλής  και  υγιεινή πνευματική  τροφή.  Και  ταύτα  πάντα,  διότι  οι  Τραπεζούντιοι  ουδέποτε  επιλανθάνονται  ότι οικούσι  πόλιν  ιστορικήν,  πόλιν  ένδοξον,  πόλιν  επιφανείσαν  εν  τη  ιστορία  προ  είκοσι  και πέντε  αιώνων  και  επέκεινα,  πόλιν  έχουσαν  και  νυν  έτι  εν  συνεχεία  προορισμόν  υπέρ  της διαδόσεως  των  φώτων,  της παιδείας  και  του εξ αυτών πολιτισμού.  
Εύγε τοις Τραπεζουντίοις!...». 

Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος αναφέρεται στους "Μύριους" από άμβωνος. Μαρτυρία Δημητρίου Ψαθά.

Προκειμένου να ανυψώσει το ηθικό των Ελλήνων της Tραπεζούντας ο μητροπολίτης Χρύσανθος κήρυττε από άμβωνος τα εξής:




Να κι  ο  Άη Γρηγόρης,  η  μεγαλόπρεπη  μητροπολιτική  μας  εκκλησιά,  όπου  ο  μητροπολίτης Χρύσανθος  δεν  αφήνει  σχεδόν  καμιά  Κυριακή  χωρίς  να  θυμηθεί  στο  κήρυγμά  του  τους θρυλικούς  «μυρίους»  του  Ξενοφώντος  που  απ'  τα  ψηλά  βουνά της  Τραπεζούντας αντικρύσαν το γαλάζιο πέλαγος και φώναξαν: 
—Θάλαττα!  Θάλαττα! Εδώ στην Τραπεζούντα  κατέβηκαν,  κι  εδώ  σε  τούτον  τον  γιαλό  λούστηκαν,  ύστερα  από πολλές  περιπλανήσεις,  μάχες,  δοκιμασίες  —λέει  ο  δεσπότης—  αιώνων  ιστορία  ελληνική έχει  η  πόλη  τούτη,  όλα  το  μαρτυρούν,  αρχαίοι  συγγραφείς,  αρχαία  τείχη  και  κάστρα,  τάφοι αυτοκρατόρων,  εκκλησιές  και  προ  πάντων  ο  λαός  ο  ριζωμένος  στ'  άγια  τούτα  χώματα,  που τα  ποτίζει  με  δάκρυ  και  ιδρώτα  και  συνεχίζει  από  γενιά  σε  γενιά  την  προαιώνια  ιστορία  της Ελλάδας. 

Από το βιβλίο του Δ. Ψαθά "Γη του Πόντου"

Οι Ρώσοι βομβαρδίζουν την Τραπεζούντα. Η Γη του Πόντου- Ψαθάς

Ο πρώτος βομβαρδισμός της Τραπεζούντας από το ρωσικό στόλο μέσα από την παιδική μάτια του Δημήτρη Ψαθά...
Παίζαμε  τα  παιδιά  κάτω  στο  γιαλό,  όταν  μακριά,  στο  βάθος  του  ορίζοντα  φάνηκαν  καπνοί. Το  πράγμα  μας  έκανε  εντύπωση,  γιατί  άλλοτε  μόνο  ένας  καπνός  πρόβαλλε  πάντα  στον ορίζοντα,  που  σιγά  ‐  σιγά  γινότανε  βαπόρι,  σφύριζε  κι  έμπαινε  πέρα  στο  λιμάνι,  πίσω  απ'  το Γκιουζέλ  Σαράι.  Τώρα  οι  καπνοί  ήσαν  πολλοί  κι  όταν  γινήκανε  καράβια  —ζυγώνοντας ολοένα—  είδαμε ότι δεν μοιάζαν καθόλου με τ'  άλλα  τα εμπορικά,  ήσαν γκρίζα και λάμπανε στον ήλιο.




 —Πολεμικά! Να  ήσαν  τουρκικά;  Να  ήσαν  γερμανικά;  Με  απορία  και  κάποια  ανησυχία  άρχισε  να τα  κοιτά κι  ο  άλλος  κόσμος  από  μπαλκόνια  και  παράθυρα,  αλλά  γρήγορα  κυριάρχησε  σ'  όλους  η χαρά. Τα  πολεμικά  εκείνα,  που  όλο  ζύγωναν,  ώστε  να  φαίνονται  πιο  καθαρά,  δεν  ήσαν  ούτε τουρκικά,  ούτε  γερμανικά,  αλλά...  δικά  μας,  ρούσικα!  Αυτοί  που  τα  διάκριναν  πρώτοι  με  τα κιάλια ανάγγειλαν το  νέο  στους άλλους  και  γρήγορα  η  φήμη έτρεξε  σ'  όλη την  πόλη: —Ρούσικα πολεμικά!  Μας  ήλθαν  ρούσικα πολεμικά! Τα  είχαν  δει  και  οι  Τούρκοι  και  κατέβασαν  τις  μούρες,  ενώ  οι  Ρωμιοί  τρέχαν  στο  γιαλό  για  ν' απολαύσουν  τ'  ωραίο  και  μεγαλόπρεπο  θέαμα  των  ρούσικων  πολεμικών,  που  είχαν  κατέβει πια πολύ χαμηλά και παραταχθήκανε καταντικρύ μας. Νάτο,  λοιπόν,  ότι  τώρα  οι  ελπίδες  στην  Ρωσία  βγαίναν  βάσιμες!  Ήταν  πια  ολοφάνερο,  ότι  ο τσάρος  είχε  το  νου  του  στον  ορθόδοξο  ελληνισμό  κι  άπλωνε  το  προστατευτικό  του  χέρι  στα παράλια  του  Πόντου!  Γιατί  μας  έστελνε  τον  στόλο  του;  Για  να  μας  δώσει  θάρρος,  φυσικά, και  για  να  πει  στους  Τούρκους  ότι  ήταν  παρών  εκεί,  άγρυπνος  φύλακας  της  ορθοδοξίας  κι αλλοίμονό τους αν μας πείραζαν! Έτσι  όπως  κατέβηκαν  τώρα  τόσο  χαμηλά,  ήσαν  χαρά  Θεού  και  τα  πλήθη  που  τρέξαν  στο γιαλό  ή  γέμισαν  τα  μπαλκόνια  και  τα  παραθύρια  των  σπιτιών,  κουνούσαν  τα  μαντήλια  και τα χαιρετούσαν: 
—Θεέ μου,  τι  όμορφα που  είναι! 
Απότομα,  όμως,  από  ένα  καράβι  άστραψε  φωτιά,  ένα  σφύριγμα  ακούστηκε  κι  ευθύς αμέσως  μια  βροντή  συγκλόνισε  την  πόλη.  Κοιτάχτηκε ο κόσμος: 
—Τ'  ήταν τούτο; 
Άλλοι είπαν: 
—Άσφαιρα θα  είναι!  Μας χαιρετάνε!  Άλλοι όμως: —Τι άσφαιρα;  Οβίδα ήταν... Κι  ώσπου  να  λύση ο  κόσμος  το  μυστήριο  της  πρώτης  κανονιάς,  άστραψε  άλλη  φωτιά  κι άλλη  βροντή  —Ύψιστε  Κύριε  —απανωτές  άρχισαν  οι  ομοβροντίες,  σπίτια  πέφταν,  καπνοί πηδούσαν μέσα στην πόλη,  οβίδες  σφύριζαν,  ω  λαχτάρα! 
—Βομβαρδίζουν! Κι όπου φύγει ‐  φύγει ο κόσμος! —Παναγίτσα  μου! Άδειασε  ο  γιαλός,  ερημώθηκαν  τα  παράθυρα,  κόσμος  κατρακυλούσε  απ'  τις  σκάλες, μανάδες  τρέχανε  στους  δρόμους,  παιδάκια  κλαίγαν,  τρύπωναν  άλλοι  στα  υπόγεια,  ενώ  η πόλη  ολόκληρη  τρανταζόταν  από  κανονιές,  σκάζαν  οι  οβίδες,  χαλάσματα,  καπνοί,  πυρκαϊές, φωνές,  αίματα,  τραυματίες. Ήταν το πρώτο βάπτισμα του πυρός. 

Από το βιβλίο: Η Γη του Πόντου

Το φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Δείτε πως είναι σήμερα...

Το κάτωθι γραμματόσημο με θέμα το φροντιστήριο της Τραπεζούντας κυκλοφόρησε στις 12-12-1985.



Η εικόνα του περίφημου εκπαιδευτικού ιδρύματος της Τραπεζούντας σήμερα είναι αυτή...


Ο Δημήτρης Ψαθάς περιγράφει το διωγμό των Αρμενίων της Τραπεζούντας στο έργο του"Η γη του Πόντου"

Ο Δημήτρης Ψαθάς στο έργο του " Η γη του Πόντου" περιγράφει μέσα από τα αθώα παιδικά του μάτια στιγμιότυπα από το διωγμό των Αρμενίων στο πλαίσιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου:

Απότομα ήλθε  ο  φόβος,  ένα  πρωινό.  Χαράματα.  Βρισκόμαστε  ακόμα  στα  κρεβάτια  μας, όταν  στο  δρόμο  ακούστηκαν  άγριες  φωνές.  Πρώτος  τινάχτηκε  ο  πατέρας  μου  κι  έτρεξε  στο παράθυρο.




 —Τι είναι;  ρώτησα κι  εγώ,  βλέποντάς  τον να κοιτά  κάτι πολύ  σοβαρό,  που γινότανε απ'  έξω. Κι  επειδή  εκείνος  δεν  μιλούσε,  έτρεξα  στο  παράθυρο  κι  εγώ  κι  είδα  κάτι  παράξενο  κι ασυνήθιστο:  Τούρκοι  στρατιώτες  με  εφ'  όπλου  λόγχη  βγάζαν  απ'  το  πλαϊνό  μας  σπίτι ολόκληρη  την  οικογένεια  των  Αρμένηδων
 —γείτονες  ήσαν,  άνθρωποι  αγαθοί,  καλοσυνάτοι, που μας ξέραν και  τους ξέραμε—  τον άντρα,  τη  γυναίκα,  τα  παιδιά,  τον γέρο:
—Άιντε,  άιντε,  γκιαούρ  ογλού γκιαούρ!  φωνάζανε οι Τούρκοι αγριεμένοι.
—Τσαμπούκ,  τσαμπούκ! Έκλαιε  το  κορίτσι,  έκλαιε  ο  φίλος  μου  ο  Αράμ,  έκλαιε  το  μωρό  στην  αγκαλιά  της  μάνας  του, τρομαγμένοι και κατάχλωμοι ήσαν οι άλλοι,  καθώς τους είχαν ξεσηκώσει και τους τράβηξαν στο δρόμο,  χωρίς  να  τους  αφήσουν  να  πάρουν τίποτ'  άλλο,  εκτός  από τα ρούχα  τους.
—Άιντε,  άιντε!
—Τσαμπούκ,  τσαμπούκ,  αγρίευαν όλο και περισσότερο οι Τούρκοι στρατιώτες. Κι  ενώ  κλαίγαν  τα  παιδιά  και  ρωτούσαν  οι  μεγάλοι  γιατί  και  που  τους  πάνε  και  τι  έκαναν, εκείνοι  τους  τραβολογούσαν  απειλώντας  με  τα  όπλα  τους  και  τους  έσυραν  πέρα  με  βρισιές. Χάθηκε  ο  Αράμ  μαζί  μ'  όλους  κι  ένοιωθα  κάτι  να  δαγκώνει  την  ψυχή  μου  καθώς  το  κλάμα του αντηχούσε στ'  αυτιά  μου ώρες  και  ώρες.

Αυτό  —όπως  γρήγορα  μάθαμε—  έγινε  εκείνη  τη  μέρα  σ'  ολόκληρη  την  πόλη  που  είχε αποκλεισθεί  από  στρατό  κι  ολούθε  όπου  καθόντουσαν  Αρμένηδες  τους  πήραν  με  τον  ίδιο τρόπο.  Κι  ούτε  δα  ήταν  λίγος  ο  Αρμένικος  πληθυσμός  της  Τραπεζούντας  —  άνθρωποι καλοστεκούμενοι  οι  περισσότεροι,  εμπορευόμενοι,  νοικοκυρεμένα  σπίτια  και  οικογένειες, πολλοί  πλούσιοι,  με  τα  σχολειά  τους,  την  εκκλησιά  τους,  ολόκληρη  παροικία  κι  ωστόσο  δεν έμεινε  ούτ'  ένας!

Τους  μάζεψαν,  τους  βγάλαν  απ'  την  πόλη  κι  ένας  Θεός  ήξερε  που  τους πήγαιναν. Για  κάμποσες  μέρες  το  περιστατικό  αυτό  μας  είχε  αναστατώσει  και  μας  κρατούσε  σε αγωνία.  Φήμες  κυκλοφορούσαν,  ότι  θα  τους  εξοντώσουν όλους  εκείνους  τους  Αρμένηδες  κι ήταν  πολύ  φυσικό  ν'  αναρωτιόμαστε  —μικροί,  μεγάλοι—μήπως  η  ίδια  τύχη  μας  περίμενε  κι εμάς.

Η  μητέρα  μου,  ωστόσο,  με  ησύχαζε:
—Μη  φοβάσαι,  παιδάκι  μου,  για  μας  δεν  υπάρχει  τέτοιος  φόβος.  Να,  απέναντι,  κοντά  μας είναι  η  Ρουσία!  Μύτη Ρωμιού ν'  ανοίξει...  έφτασε  ο  Ρώσος!


  • Ενδιαφέρον προκαλεί  στο τέλος του αποσπάσματος (μέσα από τα λόγια της μάνας του) η ελπίδα (μάταια όπως αποδείχθηκε) που έτρεφαν οι Έλληνες στην προστασία που θα παρείχαν οι Ρώσοι σε ενδεχόμενο διωγμό από τους Τούρκους.


Από πού πήρε το όνομα της η Σινώπη;

Οι περισσότερες πόλεις του Πόντου η ίδρυση τους από Έλληνες αποίκους συνδέονταν με την μυθολογία.



Η Σινώπη έλαβε το όνομα της από τη νύμφη Σινώπη, την οποία ο Απόλλων έκλεψε και έκρυψε στην περιοχή.

Κατά την αρχαιότητα στις ελληνικές πόλεις του Πόντου λατρεύονταν μόνο ελληνικές θεότητες.

Σαν σήμερα απαγχονίστηκε ο Ματθαίος Κωφίδης

Σαν σήμερα το 1921 απαγχονίστηκε ο βουλευτής της τουρκικής εθνοσυνέλευσης Ματθαίος Κωφίδης.



Ο Κωφίδης εκτελέστηκε μαζί με άλλους 317 συντοπίτες του.

Σας παραθέτουμε την τελευταία του επιστολή προς τη σύζυγο του Ουράνια.

Φυλακαί Τιμαρχανέ-Αμάσειας, 15/28 Σεπτεμβρίου 1921.
Φιλτάτη Ουρανία,
Χθες ημέραν της Σταυροπροσκυνήσεως επαρουσιάσθην εις το Δικαστήριο Ιστικλάλ. Καμμίαν ελπίδα δεν έχω πλέον, σήμερον θα δοθή η απόφασις, η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφίνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου· περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, διά να ημπορέσης τό κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου. Σας γλυκοφιλώ όλους, ο Ματθαίος σου.
Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν, όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται. Ο ίδιος.

Ο Πόντιος βουλευτής πρωτοστάτησε στις προσπάθειες δημιουργίες ανεξάρτητου ποντιακού Κράτους.

Ηράκλεια Πόντου και μυθολογία

Ο Ηρακλής προκειμένου να φέρει τον Κέρβερο από τον Κάτω κόσμο μετέβη στην Ηράκλεια του Πόντου.



Από κει κατέβηκε ο μυθικός ήρωας στον κατω κόσμο και έφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα.

Στην Ηράκλεια Πόντου υπάρχει ένα από τα τέσσερα νεκρομαντεία της αρχαίας Ελλάδας...

Τι συνέβη στη Ματσούκα του Πόντου το 1578;

Το 1578 συνέβη ένα απίστευτο περιστατικό στην περιοχή της Ματσούκας στον Πόντο.


Χάρτης

Τα γεγονότα παραθέτει ο μητροπολίτης Σεβάστειας Γερβάσιος στο βιβλίο που έγραψε σχετικά με τους κρυπτοχριστιανούς του Πόντου το 1919.

Η Ματσούκα ήταν ένα σύμπλεγμα χωριών Ν.Δ. της Τραπεζούντας, εκεί κατέφυγαν πρόσφυγες από την πρωτεύουσα του Πόντου διωγμένοι από τους Τούρκους.

Το όνομα της περιοχής εικάζεται πως προέρχεται από το ματσούκι, το ραβδί που κρατάει ο άνθρωπος όταν αμύνεται ή επιτίθεται. Θεωρείται ότι οι κάτοικοι της Ματσούκας, από την αρχαιότητα μέχρι την ανακάλυψη των πυροβόλων όπλων, ήταν οπλισμένοι με ραβδιά – ματσούκια, αφού η ζωή τους ήταν συνυφασμένη με την προστασία της Διάβασης της Ζύγανας και του Δρόμου του Μεταξιού, που οδηγούσε στο λιμάνι της Τραπεζούντας. Στην Άνω Ματσούκα άλλωστε και συγκεκριμένα στην Κουνάκα, μέχρι πριν την ανταλλαγή, δεν υπήρχε άνθρωπος χωρίς να κρατάει τη «ματσούκα», το «στουράκ΄», κατά την τοπική διάλεκτο. (pontos news)

Εν τω μέσω του σκότους της Τουρκοκρατίας στην πλέον δυσκολότερη περίοδο για τον Ελληνισμό και ενώ η τουρκική κατοχή στον Πόντο απλώνεται από άκρη σε άκρη κάποιοι τέως κάτοικοι της Τραπεζούντας αρνούνται να τη δεχτούν... Φέρουν βαρέως όπως θα σημειώσει ο μητροπολίτης τη νέα κατάσταση.

Αποφασίζουν να δράσουν φουσκωμένοι από αγανάκτηση καθώς βλέπουν τους Τούρκους να έχουν στρογγυλοκαθίσει μέσα στα σπίτια τους...




Συγκεντρώνονται από την περιοχή της Ματσούκας (Μάτσκας-τουρκιστί), κρατώντας ρόπαλα στα χέρια ημέρα Παρασκευή ενώ λοιπόν όλοι οι Τούρκοι είναι συγκεντρωμένοι στο τζαμί και τους τσακίζουν στο ξύλο!!!

Οι Πόντιοι ηττούνται όμως τελικά όπως είναι φυσικό ελλείψει όπλων και κατόπιν κατασφάζονται στην πλατεία που θα ονομαστεί αργότερα Γκιαουρ Μεϊδάν... 

Από αυτούς προφανώς επικράτησε και η σύνδεση της λέξης ματσούκι με τον ξυλοδαρμό.

Αυτός είναι ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΠΟΝΤΙΟΣ, όταν τον πνίγει το δίκαιο ενεργεί και δεν φείδεται της ζωής του.







Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...