Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων η μουσική παίζει τις νύχτες – οι παλιές αγάπες αναβιώνουν – οι στίχοι γράφονται στους τοίχους... για ένα βράδυ, μόνο για ένα βράδυ ο καθένας, στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων.
Πώς έφτασες δεν είναι σίγουρο, μόνο
κοιτάς αφηρημένα το κορίτσι που σου προτείνει τα κλειδιά για κάποιο δωμάτιο που
δε θυμάσαι να ζήτησες.
- Σας έβαλα στο 201.
Και σου κλείνει το μάτι συνωμοτικά.
Τα χείλη της – συνειδητοποιείς καθώς απομακρύνεσαι από τη ρεσεψιόν – δεν άνοιξαν
ποτέ. Διατήρησαν το σχήμα τους – σαν κόκκινη λεπτή γραμμή - το σύνορο μεταξύ Κόλασης
και Παράδεισου – από την πρώτη ματιά μέχρι την τελευταία. Κι όμως θυμάσαι τον αριθμό
του δωματίου ξεκάθαρα και τη φωνή της ν’ αντηχεί στ αυτιά σου.
Πριν βάλεις το κλειδί στην πόρτα
– μπρούτζινα γράμματα που αντανακλούν στο φως του διαδρόμου – νιώθεις το παιδί με
τις βαλίτσες πίσω σου. Έφερες βαλίτσες; Από πού; Καθώς του δίνεις ένα μικρό φιλοδώρημα
– ό,τι βρήκες στις τσέπες του παντελονιού σου – σε ενημερώνει επί του ορόφου
- Απέναντι σας μένει πάντα ο Τζιμ
Μόρισον. Δεν δίνουμε ποτέ το δωμάτιό του σε επισκέπτες. Τους ενοχλεί, ξέρετε, όλη
νύχτα απαγγέλλει ποιήματα. Αν δεν μπορέσετε να κοιμηθείτε ειδοποιήστε τη ρεσεψιόν
σας παρακαλώ.
Τον ευχαριστείς με ένα νεύμα
– αβέβαιος πώς μπορείς να απαντήσεις.
Παρακολουθείς
τα πάντα μουδιασμένα, από μια σκοτεινή γωνία – κρυμμένη κάπου στις πτυχές της
δειλής σου ύπαρξης. Ακόμα και τον εαυτό σου που κλείνει την πόρτα απαλά.
Κρυφοκοιτάς το σκουρόχρωμο κορμί, τον τρόπο που περπατάς κάπως σκυφτός, κάπως
όρθιος – ενδιάμεσα. «Η ζωή σου κρίθηκε στα ημίμετρα», σιγοτραγουδάει το
χαιρέκακο κομμάτι σου καθώς ανοίγεις τις κουρτίνες και χαζεύεις ένα δάσος
σκοτεινό, ριγμένο κάπως άτακτα πέρα από τις μαρμάρινες αυλές και το μισογεμάτο
σιντριβάνι. Τα βατράχια στήνουν χορό στα ξεχασμένα νερά.
Στο
τραπέζι περιμένει ένας δίσκος με φαγητό – μήπως το παρήγγειλες και δεν το
θυμάσαι; Δεν πεινάς, πείθεις τον εαυτό σου, και μπαίνεις στο μπάνιο. Στον
καθρέφτη, το κορμί σου φαίνεται θολό μέσα από τους υδρατμούς, κι αυτή την ουλή
στο στήθος σου δεν τη θυμάσαι καθόλου. Περνάς τα δάχτυλα σου πάνω από το ροζ
σημάδι, από το λαιμό σου, στη θηλή σου, στα πλευρά σου, μία γραμμή λεπτή – πολύ
λεπτή – όπως τα χείλη του κοριτσιού στη ρεσεψιόν – το σύνορο μεταξύ Κόλασης και
Παράδεισου.
Στάλες
νερό στολίζουν το χαλί καθώς τινάζεις τα μαλλιά σου πίσω. Στον καθρέφτη ρίχνεις
μια φευγαλέα ματιά και καθώς έρχεται το αναμενόμενο χτύπημα στην πόρτα, το
είδωλο σου σηκώνει το αριστερό του φρύδι στον καθρέφτη. «Στα ημίμετρα!» –
ψιθυρίζει το επίμονο κομμάτι σου καθώς βάζεις το χέρι σου στο πόμολο και το
γυρνάς αργά.
Το
χέρι της είναι ακόμα στον αέρα, το στόμα της είναι μισάνοιχτο – επιτέλους ένας
κύκλος παρά μια κόκκινη γραμμή – και τα μάτια της κοκκινίζουν σχεδόν
αστραπιαία. Αυτόματα θυμάσαι, βγαίνεις σαν μισοπνιγμένος από την ομίχλη και
βάζεις το χέρι σου στο στόμα της.
-
Χωρίς ονόματα. Αν το πεις χάθηκα.
Και
την τραβάς μέσα.
Στα λινά σεντόνια το δέρμα της είναι ακόμα το ίδιο
τρυφερό, το ίδιο σκούρο, το ίδιο... με το δικό σου. Κλαίει ονειρικά στην αρχή, κυλάνε
αλμυρά δάχτυλα στον τρυφερό λαιμό της. Χωρίς κουβέντα– την κρατάς αγκαλιά από πίσω,
σαν παιδί, την ασφαλίζεις ανάμεσα στα πόδια σου και δένεις τα χέρια σου μπροστά
στο στήθος της.
Τη
γαμάς απλά και γρήγορα. Δεν υπήρχε άλλωστε ποτέ καλύτερο κρεβάτι μεταξύ σας.
Και τραβάς νοητή γραμμή κάτω από την πρόταση. Ποτέ καλύτερο κρεβάτι. Γραμμή.
Λεπτή και κόκκινη - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου.
Φιλάς
τα άγια της δάχτυλα και κλείνεις τα μάτια της με το χέρι σου, καθώς κοιμάται.
Τα τσιγάρα είναι στην τσέπη σου – δεν είχες σκεφτεί το κάπνισμα μέχρι τώρα –
και ο αναπτήρας αφημένος σε ένα από τα τραπεζάκια του δωματίου. Ανοίγεις την
πόρτα αλλά δεν κοιτάς πίσω – ξέρεις, πολύ βαθιά και πολύ σίγουρα, ότι το κορμί
δεν είναι πια εκεί αν και η μυρωδιά παραμένει.
Στέκεσαι
στο παράθυρο του διαδρόμου, τα φώτα κάπως χαμηλωμένα και, καθώς ο καπνός σου
στροβιλίζει στον αέρα, οι μπότες του Τζιμ Μόρισον αντηχούν στο διάδρομο και η
φωνή του μελωδικά διώχνει το φως. Από τις σκιές του διαδρόμου σε ρωτάει
νυσταγμένα:
-
Ακόμα εδώ;
-
Ακόμα.
-
Ήρθε;
-
Κι έφυγε ήδη.
Απλώνει
το χέρι του μέσα από το σκοτάδι και σε χτυπάει στον ώμο.
Σηκώνεις
το τσιγάρο στα χείλη σου και η μυρωδιά της – που έχει μείνει στα δάχτυλά σου –
εισβάλει βίαια και γρήγορα και ανατινάζει το σώμα σου.
-
Είναι κρίμα που δεν γράφεις μουσική – ψιθυρίζει ο Τζιμ Μόρισον από τις σκιές –
ίσως να περνούσε ο καιρός γρηγορότερα, κι απομακρύνεται απαγγέλλοντας το
Shaman’s Blues.
Εσύ, ο Τζιμ Μόρισον και ο Μαρά – γεμάτοι ουλές που
έκλεισαν εδώ και χρόνια, μόνιμοι κάτοικοι στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Ο Τζιμ
δέχτηκε την επίσκεψή του πολύ πριν φτάσεις και δεν μιλάει ποτέ γι αυτήν. Ο Μαρά
σου είπε μια νύχτα μεθυσμένος ότι ο επισκέπτης άφησε καινούριες ουλές στον τρυφερό
Καλιφορνέζο ποιητή. Άλλες λεπτομέρειες δεν έμαθες. Ο Μαρά ακόμα περιμένει τη δική
του – αιώνες μετά. Υποπτεύεσαι καμιά φορά, τις λευκές νύχτες της ανίας, ότι η επίσκεψή
του ήρθε και πέρασε αιώνες πριν ενώ αυτός χασομερούσε κάπου πνιγμένος στο ποτό και
τις τύψεις.
Όλοι
οι άλλοι περνάνε και φεύγουν. Άλλοι μια νύχτα, άλλοι δύο. Εσύ σταμάτησες να
μετράς εδώ και καιρό. Περίμενες χωρίς αιτία, μπεκρόπινες με τους ποιητές της
επανάστασης και συζητούσες στίχους και γυναίκες με την ίδια απάθεια.
Τώρα
που ήρθε κι έφυγε η επίσκεψή σου – σε μια στιγμή κατάλαβες, σε μια στιγμή
απόκτησες, σε μια στιγμή έχασες. Θα περιμένεις. Εσύ... επισκέπτης στο
ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Μόνιμος κάτοικος. Στο μεταίχμιο, στο μεταξύ, στο
ημίμετρο. Στη λεπτή και κόκκινη γραμμή - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και
Παράδεισου.
Στο
ξενοδοχείο των φαντασμάτων η μουσική παίζει τις νύχτες – οι παλιές αγάπες
αναβιώνουν – οι στίχοι γράφονται στους τοίχους... για ένα βράδυ, μόνο για ένα
βράδυ ο καθένας, στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων.
Δημοσιεύθηκε
στο blog Φιλοξενείο