Δημήτρης Κοσμόπουλος – Ἀπὸ «Τὰ ὅρια τῆς φωνῆς», (Δοκίμια γιὰ τὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία), ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ Α.Ε. Άθήνα 2002, σελ. 162.
ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑΧΡΟΝΑ ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Φώτη Κόντογλου ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἔφεραν τὸ καταλάγιασμα ποὺ ἔρχεται συνήθως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε τὸ ἔργο του νὰ μελετᾶται μὲ τὴ νηφαλιότητα τὴν ὁποία χαρίζει ἡ ἄμβλυνση τῶν ἀγκυλώσεων. Ὁ Κόντογλου παραμένει ἰδιόρρυθμος σκανδαλοποιός, καὶ ἄλλους τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ τὸν παρακάμπτουν ὡς δευτερεύουσα περίπτωση —μιλῶ γιὰ ἐκείνους ποὺ διαμορφώνουν τὶς κρίσεις τους μὲ βάση τὶς αἰσθητικὲς τοὺς πεποιθήσεις, ἄρα καὶ τὶς ἰδεολογικές τους «ἀρχές». Ἄλλους πάλι, τοὺς «ἀναπαύει»— γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἔκφραση τοῦ συρμοῦ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν —ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς καὶ ὑπερμάχους μιᾶς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικότητας, τοποθετούμενος μέσα σὲ μιὰ «short-list (sic) ὀνομάτων, τὰ ὁποῖα περισσότερο τὰ ἐπικαλοῦνται σὰν ἕνα εἶδος «κομματικῶν» συγγραφέων καὶ δημιουργῶν, κατὰ κανόνα ἀγνοώντας βροντωδῶς τὸ βάθος τοῦ ἔργου τους. Προφανῶς καὶ στὴ δεύτερη αὐτὴ περίπτωση ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἰδεολογικὲς προκαταλήψεις, κάκου μάλιστα τύπου. Τέλος ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ποὺ ἀντιδρώντας στὰ καθεστῶτα ρητορεύματα, ἀναζητοῦν μίαν ἄσαρκη, σχεδὸν μονοφυσιτικὴ καθαρότητα καί, ἐνοχλούμενοι ἀπὸ ἀμυντικὲς —καὶ προπάντων ἀρκετὰ εὔλογες στὸν καιρὸ τους— ἐμμονὲς τοῦ μαστρο-Φώτη, συλλήβδην τὸν πετᾶνε στὰ σκουπίδια ἢ στὴν πυρά. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἐννοήσουνε ὅτι στὸ ὄνομα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντικότητας», τὴν ὁποία αὐτοκλήτως ἔχουν ταχθεῖ νὰ φανερώνουν, περιπίπτουν σὲ μία νέου τύπου ἰδεολογικὴ καθαρότητα, μὲ συντεταγμένες ἐξίσου ἀμβλυωπικές. Δὲν ἀντιλαμβάνονται πὼς οἱ ἐσχατολογικὲς ἀναφορὲς δὲν σημαίνουν αὐτομάτως τὴν ἄρνηση τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἱστορικῆς σάρκας. Συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐσχατολογίας.
Στὸν Κόντογλου, ὅμως, συμβαίνει ὅ,τι γίνεται μὲ τοὺς ἀληθινὰ ξεχωριστοὺς δημιουργούς.
Εἶναι, δηλαδή, τὸ ἔργο τους (καὶ ἡ συνάντηση μὲ τὸ ἔργο τους), στοίχημα διαρκοῦς ἀνακαλύψεως. Καί, ὅπως οἱ ὠσμώσεις καὶ οἱ ἀλληλοτροφοδοσίες ἀποτελοῦν ὅρο δημιουργικῆς προκοπῆς, ἔτσι καὶ στὴ νεώτερη Τέχνη μας τοῦ 20ου αἰώνα ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι πού, πέρα ἀπὸ τὴν προσωπική τους στάση ἢ πεποίθηση, ἐκτίμησαν τὸν ἀέρα τῆς γραφίδας ἢ τοῦ χρωστήρα τοῦ Κόντογλου, ἐνθουσιάστηκαν καὶ ἐπηρεάστηκαν — ἀποδεικνύοντας πὼς στὴν Τέχνη ὑπερβαίνονται οἱ προκαταλήψεις καὶ γκρεμίζονται οἱ πρόσκαιροι ἐπιμερισμοὶ πού, ἑκάστοτε, ταλανίζουν τὸ κοινωνικό μας σῶμα.
Ἀλλὰ γιατί ὁ Κόντογλου εἶναι ἰδιόρρυθμη περίπτωση; Μά, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, διότι στὴ φθίνουσα ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται, μοναχικὸς καὶ ἀπαρόμοιαστος ἐν σχέσει πρὸς τὸ γενικὸ κλίμα, τὸ ἀπολύτως μεταβατικὸ — μιλῶ γιὰ τὸ κλίμα τοῦ Μεσοπολέμου — , ἔρχεται σὰν θυελλώδης ἄνεμος καὶ ἀναποδογυρίζει τὰ κυρίαρχα μοτίβα. Ἡ ἰδιοτυπία τοῦ Πέδρο Καζᾶς, ποὺ ἐκδίδεται στὰ 1920, φέρνει φρέσκο νερό, ἀπὸ ἄλλὰ χώματα βγαλμένο. Αὐτὸ τὸ ἔνιωσαν ἀμέσως πολλοί. Ὁ Δασκαλάκης, ὁ Αὐγέρης, ὁ Ἀλεξίου, ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε:
Μιὰ πόρτα ἀνατολίτικη ἄνοιξε στὴ μίζερη, μικρόπνοη, μικροῦ χώρου λογοτεχνία μας καὶ μπῆκε μία μεγάλη ἀναπνοή.(1)
Τὸ 1924 ἔρχεται ἡ Βασάντα (καὶ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι σημαίνει Ἄνοιξη στὰ σανσκριτικά). Τὸ 1928 τὰ Ταξείδια, ἀγαπημένο βιβλίο τοῦ μαθητῆ του Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Πέδρο Καζᾶς ξεκινᾶ μὲ τὸν ἑξῆς ὑπότιτλο:
Ἡ πρωτάκουστη ἱστορία τοῦ Σπανιόλου κουρσάρου ὁ ὁποῖος ἢ ἔζησε τριακόσια χρόνια ἢ γύρισε ἀπὸ τὸν Ἅδη. Τυπωμένη ἀπὸ ἕνα παράξενο Πορτουγέζικο χειρόγραφο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Φώτη Κόντογλου στὸ Ὀπόρτο.
Ἐνῶ ἡ Βασάντα ἐκδίδεται «μὲ ζωγραφιὲς καὶ μὲ πλουμίδια ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ συγγραφέα», ἀφιερώνεται στὸν Στρατῆ Δούκα, καὶ ὁ πρόλογός της εἶναι γραμμένος στὶς 2 Ἰουνίου τοῦ 1929 στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὴ δεύτερη ἔκδοση τοῦ βιβλίου. Ἐκεῖ, βρίσκουμε τὶς πρῶτες σπουδαῖες περιγραφὲς τοῦ ἁγιορείτικου χώρου, ἀλλὰ καὶ τὶς δοκιμὲς γιὰ μετάφραση ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ, μὲ ἕναν τρόπο καὶ μίαν ἰδιόλεκτο ὑποδειγματικὰ προκλητικοὺς γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀποδόσεως Ἱερῶν κειμένων.
Τὴ νύχτα κάθουμαι στὸ παραθυράκι μου καὶ βλέπω τ’ ἄστρα ποὺ ἀγρυπνοῦν• μία οὐράνια δροσιὰ στάζει μέσα μου. Ὁ νοῦς μου ξεκουράζεται ἀκουμπώντας σὲ Σένα. Ἀκούγω τὸ γλυκὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς Σου ἀπὸ χιλιάδες μίλια• μοῦ φαίνεται πὼς κρατᾶ τὸ ρυθμὸ τοῦ Σύμπαντος.
Παραθέτω ἐπίτηδες τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο στὴ Βασάντα, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ αὐτονόητο, ὡς πρὸς τὸν κόσμο τοῦ Κόντογλου, ἐκείνης τῆς περιόδου. Καὶ τοῦτο γιατί πολλὰ ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τὶς ριζικὰ διαφορετικὲς ἕως ἀντίρροπες περιόδους στὴν λογοτεχνικὴ του δημιουργία. Θέλω νὰ πῶ ὅτι τὰ ἴχνη τοῦ κόσμου του τὰ ἔχει ὁ Κόντογλου σπαρμένα μέσα του ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Βεβαίως, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ξεκαθαρίζει περισσότερο τὸ τοπίο. Φυσᾶ πάντοτε Ὁ ἴδιος φοβερὸς ἀέρας τῆς Ἀνατολῆς, ἀποχτοῦν ψηλαφητὴ ὑπόσταση οἱ ἴδιες θάλασσες καὶ οἱ φοβεροὶ φονιάδες καὶ οἱ κουρσάροι ἔρχονται σιγὰ σιγὰ νὰ δέσουν μέσα στὰ ἴδια στέρεα πρόσωπα μὲ τὸν βαθύτερο καὶ ἀληθινὸ ἑαυτό τους. Μὲ τοὺς μετανοημένους, τοὺς Ἁγίους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Νεομάρτυρες. Γιατί τὸ ὕφος τοῦ Κόντογλου βγαίνει ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ ἀπαρχῆς ἴσαμε τὸ τέλος καὶ διαθέτει μία θαυμαστή, σχεδὸν ὑλικὴ ἑνότητα. Οἱ «ἥρωές» του εἶναι ἄνθρωποι. Μὲ ὅ,τι αὐτὸ σημαίνει. Μὲ ἀδυναμίες, πάθη ἀλλὰ καὶ ἀρετὲς καὶ ἁγιότητα. Γράφει στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου του Φημισμένοι ἄντρες καὶ λησμονημένοι, ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1942 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἀετός»:
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶνε ἀνακατεμένο τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ὅπως εἶνε στὸν κόσμο, ὅπου περισσεύει τὸ κακό.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὖνε γραμμένοι ἐδῶ μέσα εἶνε κακοῦργοι καὶ ληστές, ἀλλά, ὅπως γίνεται συχνά, νὰ πηγαίνει τὸ καλὸ μαζὶ μὲ τὸ κακό, ἔτσι κ’ ἡ ζωὴ αὐτουνῶν τῶν ἀνθρώπων ἔχει κάτι τὶς τὸ ἀσυνήθιστο καὶ φχάριστο, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὸ περιφρονὰ ὁ καλὸς ἄνθρωπος. Ἂν βγάλεις κατὰ μέρος τὰ γεννημένα τέρατα, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἤτανε πλάσματα κατατρεγμένα καὶ βασανισμένα, ποὺ κάνουν ὅ,τι κάνανε γιὰ νὰ πολεμήσουνε τὴν ἀδικία, κατὰ τὴν δική τους ἰδέα.
Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ληστές, γιὰ νὰ δείξει πὼς ὁ Θεὸς πονᾶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, δὲν τοὺς καταφρονᾶ, ὅπως κάνουνε οἱ ἐγωιστές, τ’ ἀδέρφια τους.
Γι’ αὐτὸ εἶπε καὶ στὸν ἕναν ποὺ μετάνοιωσε: «Σήμερα θἆσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο».Ἕνα τροπάρι λέγει πὼς ὁ Σταυρὸς στήθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ληστές, σὰν νὰ τανε ἡ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης. «Ἐν μέσῳ δυὸ ληστῶν, ζυγὸς δικαιοσύνης, εὑρέθη ὁ Σταυρός Σου».
.
Θυμᾶμαι ἐδῶ τὴν διατύπωση τοῦ σπουδαίου μας ποιητῆ, τοῦ Ν.Δ. Καρούζου, γραμμένη στὸ περιοδικὸ Σύνορο, στὰ 1965:
Ὅλα του, καὶ ζωγραφικὴ καὶ λογοτεχνία, καὶ ἄρθρα καὶ ἱερεμιάδες, φυτρώνουν ἄγρια κι ἀνόθευτα μὲ μοναχὴ τους ρίζα τὴν Ὀρθοδοξία.
Κι ὁ «Πέδρο Καζᾶς» ἀκόμη, ὀρθόδοξος εἶναι. Καὶ τὸ Ροβινσώνα Κροῦσο σὰν ὀρθόδοξο τὸν ἔβλεπε ὁ Κόντογλου. Κι ὅ,τι θαύμαζε, ὀρθόδοξα τὸ ζοῦσε καὶ τὸ φανέρωνε.(2)
Δὲν στέκει, λοιπόν, καὶ τόσο ἡ εὔκολη ταξινόμηση. Ἡ ὑπεραπλούστευση, ποὺ ἔκανε τοὺς αἰσθητές, ἀλλὰ καὶ τοὺς θρησκευάμενους νὰ πετᾶνε κατὰ ἰδεολογικὴ ἀναλογία τὸ μέρος τοῦ ἔργου του ποὺ δὲν τοὺς κάνει, μπάζει νερὰ ἀπὸ παντοῦ. Τὸν ὅρο «παλαιότερος» καὶ «νεώτερος» Κόντογλου, τὸν εἰσήγαγε ὁ ἀξιοσέβαστος καθ’ ὅλα Κ.Θ. Δημαρᾶς. Στὸν «παλαιότερο» Κόντογλου προσδίδεται ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ «ἐξωτικοῦ». Ὅμως ἐλάχιστοι εἶδαν ἐξαρχῆς ὅτι στὰ πρῶτα ἔργα ἐκεῖνο ποὺ ἕλκει καὶ σαγηνεύει τὸν Κόντογλου δὲν εἶναι οὔτε
«οἱ τροπικὲς πολυχρωμίες καὶ οἱ μουσικές, οὔτε τὰ ἡδυπαθῆ ἡλιοβασιλέματα»,(3)
ἀλλὰ ὁ πρωτογονισμὸς μίας ἐρημικῆς ἰθαγένειας, ποὺ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς κλίμα καὶ τὴν γονιμοποιεῖ, ἀντιστρατευόμενος μέσω τῶν ἀρχετύπων τῆς πρωτόγονης ἀθωότητας, τὴν μηδενιστικὴ παρακμὴ τῆς ἐποχῆς του.
Αὐτὴν τὴν λεπτὴ γραμμὴ ποὺ ἑνώνει τὸν Πέδρο Καζᾶς μὲ τὸν Μυστικὸ Κῆπο, δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν διακρίνουν, λόγω τῶν προαναφερθεισῶν προκαταλήψεων, χαρισματικοὶ κατὰ τὰ ἀλλὰ ἄνθρωποι. Ἔτσι, ὁ Αὐγέρης θὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ Κόντογλου «στὰ κονισαλέα Συναξάρια», ὁ Καζαντζάκης ὅμως θὰ παραμείνει ἔνθερμος ἀπέναντί του, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν Μυστικὸ Κῆπο. Ὁ ἀγαθώτατος καὶ τρυφερὸς ποιητὴς Γιῶργος Κοτζιούλας θὰ γράψει:
Μοβόρος ἄνθρωπος, σπορὰ Κουρσάρου Μπαρμπαρέσσου
(θιαμάζω Παντοδύναμε, κι ἐγὼ μὲ τὶς βουλές σου!)
ποιὸς τὸ ‘λεε, ποιὸς τὸ πίστευε θεοτικὸς νὰ γίνει
μὲ ράσο ἁγιονορείτικο, σταυρὸ καὶ κομποσκοῖνι;(4)
τὴν ἴδια, ἀκριβῶς ἐποχὴ ποὺ ὁ Κόντογλου ἔγραφε
Ὡστόσο, τίποτα δέ μοῦ πειράζει τὰ νεῦρα ὅσο ὁ σωβινισμὸς σ’ ἕνα ἄνθρωπο τῆς τέχνης. Ἡ φανατικὴ καὶ κουτὴ τούτη προσήλωση σὲ μικρὸν κύκλο, καταντᾶ νὰ λογαριάζεται γιὰ ἀρετὴ στοὺς περισσότερους λαούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ κάνει νὰ ἐπικρατοῦν τὰ μέτρια ἔργα.(5)
Σιγά-σιγά, ὁ Κόντογλου, μὲ περισσὴ τόλμη καὶ θάρρος, συνδέει τὴν τέχνη τῆς γραφίδας του (καὶ φυσικὰ καὶ τὴν τέχνη τοῦ χρωστῆρα του) μὲ τὴν προϋπόθεση μιᾶς βαθύτερης καὶ καθολικώτερης πνευματικῆς ἀναφορᾶς. Τὸ πρόβλημα τῆς ἔκφρασης γι’ αὐτὸν συνδέεται μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀπόλυτου ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ ἄνθρωπου εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένο γιὰ τὸν Κόντογλου, μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς συλλογικῆς ἑτερότητας στὴν ὁποίαν ἀνήκει. Δηλαδή, μὲ τὴν μετοχὴ στὴν καθ’ ἡμᾶς ὀρθόδοξη παράδοση. Τρεῖς διαφορετικὲς τοποθετήσεις του μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὰ στάδια αὐτῆς τῆς πορείας. Γράφει:
Ὅ,τι ἔκανα τὄκανα στὸ ὄνομα τῆς ἁπλότητας. Εἶναι λοιπὸν πιὸ ὡραῖο πράγμα ἀπὸ τὴν νίκη τῆς ἁπλότητας; Εὐτυχία χωρὶς ἁπλότητα δὲν γίνεται. Καὶ ἡ Τέχνη εἶναι εὐτυχία.(6)
Καὶ ἀλλοῦ:
Τὴν Τέχνη τὴν πήραμε στὰ χωρατά. Ὁ κάθε ἕνας γράφει καὶ ζωγραφίζει.(6)
Καὶ στὸν Μυστικὸ Κῆπο του, διαβάζουμε:
Δέντρο ἄκαρπο εἴμουνα. Ναὶ μὲν καὶ τ’ ἄγριο δέντρο ἔχει καὶ κεῖνο μεγαλεῖο καὶ παλληκαριά, καὶ μιλᾶ μὲ τοὺς ἀνέμους, κι ὄχι πὼς εἶναι ὁλότελα ἄκαρπο, ἀλλὰ τὰ πωρικά του δὲν δίνουνε ὠφέλεια σὲ κανέναν ἄνθρωπο ἐξὸν μονάχα στὰ ζῶα, μ’ ὅλον ὅτι στὴν ἀνάγκη μπορεῖ νὰ θρέψει κι ἀνθρώπους. Ἔκανα λοιπὸν κι ἐγὼ καρποὺς ποὺ δὲν ὠφελούσανε, ἀλλὰ συνεργούσανε μόνο στὴν μάταιη δόξα μου, πὼς τάχα εἴμουνα τεχνίτης ἄξιος. Ἀλλὰ τώρα βλέπω καὶ καταλαβαίνω τὶ χάρη ἔχει τὸ δέντρο πὠριμαζει ἥμερους καὶ γνωστοὺς καρπούς. Γιὰ νὰ θρέψει ἀνθρώπους. Εἶδα κι ἐγὼ ὅπως ὁ Θεόγλωσσος Παῦλος, πὼς ἔκανα ἔργα ματαιότητας. Τυφλοὶ καὶ ματαιόκοποι, γράφουμε βιβλία πού μᾶς δοξάζουνε μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ μᾶς δείχνουνε πὼς εἴμαστε κάτι τί. Ἐνῶ τὸ χάρισμα ποὺ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο κι ἡ τέχνη του πρέπει νὰ ὑπηρετήσουνε τὸ Θεό, καὶ τότες δὲ θὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἴσως ρίξει κάποιαν ἀχτίνα ἀπάνω σὲ ψυχὲς πλανεμένες. Καπνὸς εἶναι ἡ κοσμικὴ δόξα καὶ σκορπᾶ, ἐνῶ τῆς εὐσέβειας τὰ νοήματα θρέφουνε μὲ θροφὴ καθαρή, ὄχι μονάχα ἐκείνους ποὺ τ’ ἀκοῦνε, ἀλλὰ καὶ κεῖνον ποὺ τὰ γράφει, μὴν ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ τὰ παινέματα τὰ μάταια τῶν ἀνθρώπων […].(7)
Τί συμβαίνει ἐδῶ, λοιπόν; Ἰσχύει τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα μαθητῆ του, ὅπου ρητῶς ἀναφέρεται
«[…] Βασάντες καὶ Ταξίδια κι Ἀστρολάβοι,
στὴν μπάντα πιά! Ὁ Φώτης ὁ μαΐστωρ,
περνώντας ἀπ’ τὸ Μυστικὸ τὸν Κῆπο,
ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ τῆς Νέας
Σιών»;(8)
Σίγουρα, τὰ πράγματα δὲν μποροῦμε νὰ τὰ διαχωρίζουμε τόσο ἁπλά… Νομίζω ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἄνοδο ἀλλὰ γιὰ πλήρωμα καὶ ὡρίμανση. Αὐτὸς ποὺ κατὰ τὸν Αὐγέρη, (ὁ ὁποῖος ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοὶ κλώτσησαν μὲ τὴν «στροφή του»), ὑπῆρξε μὲ ὅλη τὴν στροφὴ αὐτὴ
ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους στυλίστες ποὺ παρουσιάστηκαν στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, δίνοντας μία πρόζα γεμάτη ποίηση,
αὐτὸς ποὺ —πάλι κατὰ Αὐγέρη—
ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πηγαίους ποιητές μας κι ἂς μὴν ἔδωσε παραπάνω ἀπὸ δυό- τρία ποιήματα μέσα στὰ δημοσιευμένα του(9)
δὲν ἀρνήθηκε τὴν Τέχνη του χάριν τοῦ «κηρύγματος» ἢ τῆς «ἁγιογραφίας», ποὺ ἔπνιξε τὴ ζωγραφική του. Ἁπλούστατα σεβάσθηκε περισσότερο τὴν Τέχνη του, προσδίδοντάς της πνευματικὸ περιεχόμενο καὶ ἐπιγινώσκοντας τὰ ὅριά της. Μάλιστα δέ, μὲ παράφορο πάθος ὑπηρέτησε τὴν Τέχνη του, λοιδορούμενος ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του, οἱ ὁποῖοι, στὴ μεγάλη τους πλειονότητα, ἔδιναν ὅλο τὸ βασίλειό τους, ὅπως καὶ σήμερα, ὅπως καὶ πάντα, γιὰ τὴν πρόσκαιρη καταξίωση ἀπὸ τὰ θεσμικὰ κέντρα καὶ τὴν ἐφημεριδογραφία. Στερούμενος τὶς περισσότερες φορὲς τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ ἀπαραίτητα τοῦ βίου γι’ αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του.
Ἀφήνω τὴ δουλειά μου [ἔγραφε σὲ ἕνα φίλο του] πού μοῦ δίνει τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσω κι ὑποφέρουμε ὑλικά, γιὰ νὰ κάνω τὸ πνευματικὸ ἔργο μου. Πάντα σιχαινόμουνα τὰ χρήματα, καὶ τὸ φιλάργυρο περισσότερο κι ἀπ’ τὸ φονιά, ἀλλὰ τώρα ἀνατριχιάζω βλέποντας τὴ λύσσα ποὺ ἔχει πιάσει τὸν κόσμο… Δὲν ἔχω μήτε σύνταξη μήτε πεντάρα. Ἀφηνόμαστε στὸν Κύριο. Ἤ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε.
Ξεροκέφαλη καὶ πείσμων ἰδιοσυγκρασία, ὅπως κάθε σπουδαῖος καλλιτέχνης, μετέστρεψε τὶς ἀρχικές του ἐμμονὲς σὲ πλήρωμα πίστεως, δίχως νὰ ἀρνηθεῖ τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν δημιουργική του παραγωγή. Ἕνας μικρόσωμος ἄνθρωπος μὲ ψυχικὴ ἀντοχὴ καὶ ἀποθέματα τιτάνα, ἐκ φύσεως καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων, κονταροχτυπήθηκε μὲ τὶς ἐπίσημες ἐκφράσεις τῆς συγκαιρινῆς του διανόησης καὶ τῶν περισσότερων ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του, ὄχι μὲ κωδωνοκρουσίες καὶ κυμβαλισμούς, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἔργου του. Μία μερίδα ἀπὸ αὐτοὺς τὸν κατηγοροῦσε ὅτι
ποτὲ δὲν τὸν εἴδαμε νὰ μετέχει στὰ ἀγωνιστικὰ στάδια, ποὺ ἔζησε ἡ Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν αὐγὴ τοῦ μεσοπολέμου μέχρι καὶ τῶν σύγχρονων καιρῶν, καὶ μάλιστα σ’ αὐτά, ποὺ συνδέονται μὲ τὶς κοινωνικὲς μεταλλαγὲς καὶ διαφοροποιήσεις […]
καὶ ἄλλοι, μὲ ἐπηρμένη τὴν ὀφρύ, ἔκρυβαν τὴν ζηλόφθονη ἀμηχανία τους κάτω ἀπὸ δισταγμοὺς τοῦ τύπου «τὸ σκοταδιστικὸν Βυζάντιο». Τώρα, εἶναι, ἄραγε, τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πρόσληψη τοῦ Κόντογλου, ἀνθοφορεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους τῶν συγχρόνων του, στοὺς μείζονες τῶν μοντερνιστῶν μας; Διόλου τυχαῖο, ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως εὐερμήνευτο. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης μιλᾶ ἐξ ὀνόματος ὅλης της γενηᾶς του:
τὴν ἀγάπη μου γιὰ ὅ,τι ἀποτελεῖ μία καταφρόνεση τῆς στεγνῆς λογικῆς, μία περιπέτεια τοποθετημένη πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ φρόνιμου καὶ τοῦ γνώριμου, τὸ κέντρισμα γι’ αὐτὸ τὸ κυνήγι τοῦ «θαυμαστοῦ», ποὺ λέω νὰ μὴν τὸ σταματήσω ποτέ μου, δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, μοῦ τὄδωσε πρώτη φορά, ὁ Pedro Cazas τοῦ Κόντογλου, τότε ποὺ μαθητής, ἀκόμα βυθιζόμουνα μὲ μία παράξενη κι ἀλλόκοτη γοητεία στὶς σελίδες του. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, δὲν παύω νὰ κηρύχνω τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ὁλόκληρο πιὰ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου, γιὰ τὴν γενιά μας, ἔργο ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνουν τὴν ἀπολησμονημένη φωνὴ τῆς Ἀνατολῆς νὰ ξανακουστεῖ καὶ πάλι μ’ ὅλα της τὰ δικαιώματα καὶ νὰ μᾶς θυμίσει ποιὰ μπορεῖ νάναι ἡ σωστὴ θέση ἑνὸς τόπου προορισμένου ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν παράδοση νὰ στέκει κυρίαρχα ἀνάμεσα στὰ δυὸ μεγάλα ρεύματα ποὺ τὸν διαπερνᾶνε, νὰ τὰ ζυγιάζει, νὰ τὰ κρίνει, νὰ κρατάει ὅ,τι καλλίτερο ἔχουνε, νὰ τὰ συγχωνεύει καὶ τελικά, νὰ τὰ ξαναδίνει — προσθέτοντας τὸ μεράκι τῆς ψυχῆς του — σὲ μίαν ἀμίμητη καὶ μοναδικὴ σύνθεση.(10)
Βεβαίως, ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος «ὁ βράχος ὁ τραχύτατος τοῦ Ἐλμπασάν» — ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Κόντογλου. Πέρα ἀπὸ τὴ ρητὴ ἀναφορά του στὴν μεγάλη ἀξία τοῦ βιβλίου ΤΑΞΕΙΔΙΑ, ποὺ τὸ θεωρεῖ ἀπὸ τὰ καλύτερα τῆς γλώσσας μας, ὁ Ἐγγονόπουλος στὰ πεζά του κείμενα μᾶς λέει:
Ὁ Κόντογλους εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς, μόνους πραγματικὰ μεγάλους Ἕλληνες τοῦ Μεσοπολέμου, μαζὶ μὲ τὸν ποιητὴ Καρυωτάκη καὶ τὸν ζωγράφο Παρθένη. Ἂν παλιότερα εἴχαμε τὸν Σολωμό, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καβάφη, στὸ Μεσοπόλεμο οἱ πραγματικὰ μεγάλοι ἦταν, τὸ ξαναλέω, αὐτοὶ μόνοι οἱ τρεῖς: Καρυωτάκης, Παρθένης καὶ Κόντογλους […], δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ καὶ τὸν μεγάλο ἐνθουσιασμό, τὸν μεγάλο θαυμασμό μου γιὰ τὰ «Ταξείδια» του. Εἶναι ἕνα βιβλίο ποὺ δύσκολα τὸ ἀποχωρίζεται κανείς, καὶ ἀπ’ ὅπου μποροῦν νὰ ἀντληθοῦν ἄφταστες πνευματικὲς κι αἰσθητικὲς ἀπολαύσεις. […] Ὁ Κόντογλους ὑπῆρξε ἄνθρωπος ἁγνός, εὐθύς, ἐνθουσιώδης, ἀνιδιοτελὴς καὶ γενναιόψυχος. Μοίραζε ἀφειδῶς τὶς γνώσεις του, τὴ φιλία του, τὰ ὑπάρχοντά του, στοὺς πάντες γύρω του, ποὺ τοὺς θεωροῦσε ὅλους ἀδελφούς. […] Θὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ θὰ τὸν θαυμάζω πάντα τὸν Κόντογλου γιὰ τὴ μεγαλοφυΐα του, καὶ σὰν συγγραφέα καὶ σὰ ζωγράφο, γιὰ τὸν χρυσό του χαρακτήρα καὶ γιὰ τὴ λεβεντιά του.(11)
Ἀναφέραμε προηγουμένως τὶς ἐκτιμήσεις τοῦ ποιητῆ μας Ν. Δ. Καρούζου. Ἡ συγκινητικὴ ἀλληλογραφία του μὲ τὸν Κόντογλου, δημοσιευμένη πρὶν ἀπὸ χρόνια, πιστοποιεῖ μία μακρόχρονη καὶ πολυσήμαντη σχέση. Ὁ Καροῦζος, νέος τότε, εἶναι ἐξόριστος στὴν Μακρόνησο καὶ ὁμολογεῖ ὅτι μέσα σὲ κεῖνο τὸ καμίνι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὁμότεχνοι σύντροφοί του ἀναρωτιοῦνταν γιατί ἔχασαν, αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἀναρωτιέται γιατί ὑπάρχει. Τοῦ γράφει, λοιπόν, ὁ Κόντογλου στὰ 1950:
Κάνε λοιπὸν κι ἐσὺ τὴν προσευχή του, καὶ φχαρίστα τον [τὸν Χριστό] πρῶτα γιατί σ’ ἔχει γερόν, δεύτερον γιατί σὲ ἀξίωσε νὰ μὴ ζητᾶς ματαιότητες, τρίτο γιατί σὲ ἀξίωσε νὰ δέχεσαι μὲ χαρὰ τὰ σημάδια τῆς υἱοθεσίας του, ποὺ εἶνε αὐτὰ ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι τούτου τοῦ κόσμου ἀτυχίες, ἀναποδιές, φτώχια, δάκρυα, ἀπομόνωση καὶ τἄλλα. Ὁ Θεὸς θὰ μὲ βοηθήσει νὰ σὲ βοηθήσω.(12)
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες, ἀρκετές, ἀναφορὲς ποὺ θὰ μποροῦσε κανείς νὰ κάνει στὴν οὐσιαστικὴ σχέση τοῦ γραπτοῦ καὶ ζωγραφικοῦ ἔργου τοῦ Κόντογλου μὲ τὸν ἑλληνικὸ μοντερνισμό, στὰ πρόσωπα καὶ στὸ ἔργο τῶν πρωτοπόρων του. Νομίζω ὅτι τὰ ὅσα κατετέθησαν βοηθοῦν στὴν ἀπόλυτη κατάδειξη αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὄχι γιατί τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου χρειάζεται τὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία, καὶ δὴ τὴν ἐπιγονική. Ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ φανερωθεῖ αὐτὸ ποὺ τόνισα στὴν ἀρχή, ὅτι ἡ ἴδια ἡ δυναμικὴ τοῦ ἔργου του, ὑπονομεύει καὶ τὴν τυποποίησή του στὸν ἄκοπο καὶ κακόγουστο μιμητισμό του ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς «ἀδάπανης ὀρθοδοξολογίας», καὶ τὴν ἄμαθη καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἀπαξίωσή του, ἀπὸ ἰδεολόγους κάθε φυράματος. «Μά, κατατρύχεται ἀπὸ ἀναχρονιστικὲς ἐμμονές!» θὰ μοῦ ἀντιτείνουν οἱ ἐπιφυλασσόμενοι. Σύμφωνοι. Ἀλλὰ νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα στὸν καιρὸ καὶ στὰ συμφραζόμενά τους. Αὐτὸς ὁ μικρὸς τὸ δέμας ἀναχρονιστής, εἶναι ποὺ τὸ 1925, στὸ περιοδικὸ Φιλικὴ Ἑταιρεία, στὸ 3ο τεῦχος (σ. 143), τοποθετεῖται κατὰ τῆς ἀπολύσεως τοῦ Βάρναλη γιὰ τὸ Φῶς ποὺ καίει ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση.
Ὁ Βάρναλης ἔγραψε ἔργο ποιητικό. Τὸ δημοσίεψε πρὶν τρία χρόνια μὲ ψευδώνυμο. Αὐτὸς ὁ λόγος χρησίμεψε γιὰ νὰ τὸν ἀπολύση τὸ ἐκπαιδευτικὸ συμβούλιο. […] Τὸ Ἔντιμο Ἐκπαιδευτικὸ Συμβούλιο[…] δὲν εἶχε ποτὲς γνώμη καὶ συνείδηση, συνηθισμένο νὰ σκέπτεται σύμφωνα μὲ τὸ κανονάρχημα τῶν δυνατῶν της ἡμέρας. Οἱ δημοτικιστὲς τοῦ 1919, οἱ καθαρεβουσιάνοι τοῦ 1921, οἱ δημοτικιστὲς τοῦ 1923.
Ἐάν, λοιπόν, βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ δίπολο «προοδευτικῶν — συντηρητικῶν», ἔτσι ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται κατὰ κόρον, εἰδικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, ὡς μὴ ὤφειλε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξετάσουμε τὶς πραγματικὲς συνθῆκες καὶ τὰ περιστατικά, τότε θὰ διαπιστώσουμε τὴν σπουδαία θέση καὶ τὴν ἐξαίρετη προσφορὰ τοῦ Κόντογλου καὶ στὴν Ἐκκλησιαστική μας ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν πνευματική μας ζωή. Στὴν πεζογραφία του, ἰδωμένη ὡς ἕνα σῶμα, ὁ Κόντογλου καταργεῖ τὰ στερεότυπα τοῦ συρμοῦ ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ἐποχή του καὶ φέρνει στοιχεῖα μοντέρνας ἀνατρεπτικότητας, τὰ ὁποῖα προσλαμβάνει ἀμέσως ὁ ἐπερχόμενος μοντερνισμός. Τὸ μοντερνιστικό, φερειπεῖν, στοιχεῖο τῆς ρεαλιστικῆς ἀνατροπῆς στὴν ἀφήγηση, δεμένο μὲ ὅλο τὸ βάθος τοῦ μεσαιωνικοῦ καὶ τουρκοκρατούμενου πλούτου στὴν γραμματεία καὶ στὴν δημιουργία μας. Οἱ ἄμυνές του χρειάζονταν στὴν ἐποχή τους καὶ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς σίγουρα χρειάζονται καὶ σήμερα. Καὶ θὰ ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Γιώργου Ἰωάννου:
Ὅποτε καθίσω καὶ λογαριάσω τί γερό, τί ἀκατάλυτο ἔχω στὴν βιβλιοθήκη μου, τί θὰ μποροῦσα νὰ πιάσω σὲ μιὰν ὥρα ἀνάγκης καὶ νὰ στυλωθῶ, πιάνω τὸν Κόντογλου.(13)
Ἀλλά, βλέπετε, καὶ ὁ Ἰωάννου κατηγορεῖται στὶς μέρες μας γιὰ παρωχημένες πατριωτικὲς εὐαισθησίες, ἄκρως ἰθαγενεῖς. Ἡ σφύρα τοῦ θρησκευτικοῦ ἐθνορητορεύματος, μπορεῖ νὰ ἀποτέλεσε τὸν δαμόκλειο κίνδυνο γιὰ πολλὰ χρόνια, ὅμως λύση δὲν εἶναι νὰ τὴν ἀλλάξουμε μὲ τὸν ἄκμονα τοῦ — ἐξίσου κακόγουστου — ὑπερεθνικοῦ μεταμοντέρνου συνδρόμου. Αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀξιοθαύμαστα συναντῶνται οἱ παντὸς εἴδους «καθαρότητες», μὲ θαυμαστὸ καὶ εὐερμήνευτο τρόπο στὸν καιρό μας.
Ὑπάρχουν, ἑπομένως, κατὰ συνθήκην ἀναγνώσεις τοῦ Κόντογλου. Θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε δυὸ κύριες τάσεις, στὶς ὁποῖες ἤδη ἀναφερθήκαμε ἐκτενέστερα, γιὰ νὰ κωδικοποιήσουμε τὴν προβληματικὴ ἐπὶ τῆς προσλήψεώς του. Ἀπὸ τὴν πρώτη τάση ὁ Κόντογλου ἀπορρίπτεται ὡς θρησκόληπτος ἀρνητὴς τῶν ἐγκοσμίων καὶ μὲ συγκατάβαση μόνον γίνεται ἀναφορὰ στὴ λεγόμενη «πρώτη περίοδο» καὶ τὸν ἐξωτικό της διάκοσμο. Ἡ τάση αὐτὴ ἐκφράζεται ἀφοριστικὰ ἀπὸ τὸν κριτικὸ Μ.Μ. Παπαϊωάννου στὸ κείμενό του «Φαινόμενα ἀκμῆς καὶ παρακμῆς στὴ νεοελληνικὴ ποίηση» (πέρ. Ἐπιθεώρηση Τέχνης, 1955). Ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα:
[…] Μαζὶ μὲ τὸν Καρυωτάκη, ὁ Κόντογλους, μὲ τὸν Πέδρο Καζᾶς, τὸν μισάνθρωπο καὶ τὸν ἐρημίτη, πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀσταμάτητης φυγῆς. Φεύγει κι ἀκόμα φεύγει ὁ Κόντογλου πρὸς τὸ Θεό. Κι ὁ Παπατσώνης κι ὁ Δούρας καὶ πολλοὶ ἄλλοι, τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολουθοῦν: πρὸς τὸ τίποτα […].
Ἡ τοποθέτηση τοῦ ὡς ἄνω κριτικοῦ δὲν κρατᾶ οὔτε τὸ πρόσχημα μιᾶς «πρώτης περιόδου». Ὅμως μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, καταδηλώνει, ἔστω καὶ διὰ τῆς ἀπορρίψεως, τὴν βαθύτερη ἑνότητα στὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου, ἡ ὁποία ἀναφέρθηκε νωρίτερα — ἕνα, δέ, εἶναι τὸ βασικὸ στοιχεῖο ἐξαρχῆς: «Ἡ φυγὴ πρὸς τὸ Θεό», κιόλας ἀπὸ τὸν Πέδρο Καζᾶς φανερωμένη. Μιὰ φυγὴ ποὺ γιὰ τὸν κριτικὸ συνιστᾶ ἄρνηση τῆς πραγματικότητας, ἀντίστοιχη μὲ ἐκείνη τοῦ αὐτόχειρα Καρυωτάκη. Γιὰ τὸν Καρυωτάκη, ὁ Κόντογλου, πολλὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν δημοσίευση τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου στὸ ὁποῖο ἀναφέρομαι (δηλαδὴ στὰ 1938 στὸ περιοδικὸ Νεοελληνικὰ Γράμματα, τχ. Ἀπριλίου), ἔχει γράψει τσεκουράτα λόγια φιλεύσπλαχνης ἐκτιμήσεως:
Πολλὴ φασαρία γίνεται τώρα τελευταία μὲ τὸν Καρυωτάκη. Σὰν πεθάνει κανένας ἀπ’ ὅσους γράφουνε βιβλία, πιάνουνε ἕνα σωρὸ ἄλλοι τὴν πένα καὶ τὸν κεντᾶνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ βροῦνε, λέει τὸ μυστήριό του καὶ διάφορα τέτοια πράγματα. Νὰ παινέσεις ἕναν νεκρό, νὰ τοῦ κάνεις ἕνα μνημόσυνο, εἶναι ὄμορφο, τίμιο πράμα μὰ νὰ σκαλίζεις ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο γιὰ νὰ βγάλει στὸ φανερὸ τὰ οἰκογενειακά του, αὐτὸ δὲν τὸ βρίσκω σωστό. Τυμβωρυχία! Ἴσως νὰ ‘μαι πίσω. Τὸν Καρυωτάκη τὸν ἤξερα κι ἐγώ, συχνὰ μιλούσαμε μαζί, καὶ μοῦ ‘στελνε ὅ,τι τύπωνε. Πάντα μοῦ ‘λεγε πὼς δὲν καταλαβαίνουνε ἀπὸ τέχνη οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ νὰ δεῖ τώρα πὼς ὅλοι τους παρακαταλαβαίνουνε. Εἶμαι σίγουρος πώς, ἂν δὲν σκοτωνότανε, στὴν Πρέβεζα μάλιστα, κι ἂν δὲν ἤτανε ἀπαισιόδοξος, πὼς δὲ θὰ γινότανε «σύμβολο τῆς μεταπολεμικῆς γενηᾶς», καὶ θὰ μοῦ ‘λεγε, ὅπως πάντα, πὼς δὲν τὸν καταλαβαίνει κανένας. Ὅσο γιὰ τοὺς ἐπιστημονικοὺς κυνισμοὺς μερικῶν κριτικῶν μας (μᾶς παραγινήκανε αὐτοὶ οἱ κριτικοί!) ποὺ σώνει καὶ καλὰ θέλουνε νὰ κάνουνε νεκροψία σωστὴ κι ἀμείλιχτη, μὲ κάνουνε νὰ θυμηθῶ τὰ παρακάτου λόγια ποὺ ‘γραψε ὁ Μπωντλαὶρ γιὰ ἕνα φίλο ποὺ ‘χε ὁ Ἔντγαρ Πόε, ὁ ὁποῖος, σὰν πέθανε ὁ Πόε, ἔβγαλε τ’ ἄπλυτά του καὶ τὰ πλυμένα στὴ φόρα: «Ὥστε λοιπὸν σ’ αὐτὴ τὴ χώρα (τὴν Ἀμερικὴ δηλαδή) δὲν εἶναι κανένας νόμος ποὺ ν’ ἀπαγορεύει νὰ μπαίνουνε τὰ σκυλιὰ μέσα στὰ νεκροταφεῖα!»
Οἱ ἀναγνωστικοὶ ἐθισμοὶ καὶ οἱ κοινότοπες κατατάξεις, πάμπολλες φορὲς δημιουργοῦν ἐπιμερισμούς, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται πάντοτε στὴν πραγματικότητα. Ἐνῶ, φερειπεῖν, ἀνιχνεύονται στοιχεῖα ἀνατρεπτικὰ στὸ ὕφος τοῦ Σκαρίμπα, γιὰ τὸν Κόντογλου ἐπικρατεῖ πρόδηλη ἀμηχανία ὡς πρὸς τὴν μορφικὴ καὶ ὑφολογική του ἰδιοτυπία. Καὶ ὅμως οἱ δυό τους, ὁ Κόντογλου καὶ ὁ Σκαρίμπας, βρίσκονται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ κατὰ τὴν πρώτη δεκαετία τῆς δημιουργικῆς τους παρουσίας, θεμελιώνοντας στὸ πεζογραφικὸ πεδίο μιὰ μοντερνιστικὴ παρουσία τελείως ἰδιαίτερη, ὡς καὶ ἀλλόκοτη γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἀταίριαστοι στὸ γενικὸ λογοτεχνικὸ κλίμα. Καί, παρὰ τοὺς διαφορετικοὺς δρόμους ποὺ πῆραν στὴν πορεία τους, ἡ σπιρτάδα καὶ ἡ ἀλλεγροσύνη μιᾶς κοινῆς ρωμαίϊκης ἰδιοσυγκρασίας ἑνώνει τὴν ἀτίθαση ἀνατρεπτικότητα τοῦ ἑνὸς (Σκαρίμπας), μὲ τὴν τσεκουράτη ξεροκεφαλιὰ καὶ τὴν «κατανυκτική», μέχρι πολεμική, εὐλάβεια στὴ ματιὰ τοῦ ἄλλου Κόντογλου). Ἄλλωστε τὸ «εἰσιτήριο» γιὰ τὴ λογοτεχνία ὁ Σκαρίμπας τὸ παίρνει μέσω τῆς συμμετοχῆς στὸ διαγωνισμὸ διηγήματος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ (1929). Στὴν ἐπιτροπή, ποὺ βράβευσε τὸν «Καπετὰν Σουρμελῆ» μετεῖχε καὶ ὁ Κόντογλου, ὁ ὁποῖος σὲ γράμμα του τῆς 6ης Ἰουνίου 1929, ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημά του γιὰ τὴν ἔκβαση τοῦ διαγωνισμοῦ, ἀνάμεσα σὲ ἀλλὰ τοῦ γράφει:(14)
Φίλε μου Σκαρίμπα. Πῆρα τὸ γράμμα σου καὶ σὲ φχαριστῶ. Μὴν δίνεις δὰ καὶ τόση σημασία στὸ διαγωνισμό. Πρέπει ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ξαίρῃς τί σου γίνεται• οἱ ἄλλοι τί θὰ ποῦν, ναὶ μέν, ἔχει σημασία, μὰ ὄχι καὶ τόση ποὺ δίνεις. Γιὰ τὴν «Πάπια τοῦ Γιαλοῦ» δὲ σοὔγραψα, ἀλλὰ φρόντισα. Μεῖνε ἥσυχος: «Ὁ Καπετὰν Σουρμελής» βραβεύθηκε πρῶτο ἀπ’ ὅλα σ’ αὐτὸ μείνανε σύμφωνοι ὅλοι οἱ κριτές. Ἐγὼ δὲν σὲ ὑποστήριξα καθόλου γι’ αὐτὸ νὰ μὴ θαρρεῖς πώς μοῦ χρωστᾶς τίποτα• ἴσα-ἴσα πῆγα κόντρα, ἔκανα τὸν ζώρικο γιὰ σένα, γιὰ νὰ μή μοῦ ποῦνε πὼς σὲ συμπαθῶ γιατί εἶσαι τῆς δικῆς μου παρέας ποὺ ἀγαπᾶ τὸ λαογραφικὸ διήγημα. […] Σὲ χαιρετῶ λοιπὸν καὶ λογαριάζω, σὰν ξεζαλιστῶ, ἀπ’ ἕνα σωρὸ βάσανα, νἄρθω νὰ καθήσω στὴ Χαλκίδα καμμιὰ δεκαπενταριὰ μέρες μὲ τὰ χαρέμια μου. […].
Σὲ ἄλλο γράμμα του, τῆς ἴδιας χρονιᾶς, μεταγενέστερο, ὁ Κόντογλου χαιρετίζει τὸν Σκαρίμπα:
[…] Γειά σου Χαλκίδα ντερτιλίδικη! Γειά σου Ἔγριπε! Γειά σου σαντουριέρη μερακλωμένε! […].
Ἡ δεύτερη ἀναγνωστικὴ τάση, θεμελιώνεται (ὡς «ἀντί-κοντογλισμός») στοὺς ἀντίποδες τοῦ «κοντογλισμοῦ», δηλαδὴ τῆς ἄκριτης καὶ καθαγιαστικὴς ἐπίκλησης τοῦ Κόντογλου καὶ τοῦ ζηλωτισμοῦ του. Προβάλλοντας ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σημερινά, «ἄνετα» κριτήρια στὸ ἔργο καὶ στὴν ἐποχή του. Λησμονοῦν αἴφνης, εὔκολα, τὸ πῶς αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του, καταφέρνει νὰ σπείρει τὸ σπόρο μιᾶς ἐπανασύνδεσης καὶ στὸ πεδίο τῆς εἰκονογραφίας καὶ στὸ πεδίο τῆς λογοτεχνίας. Διόλου εὔκολα πράγματα. Ἄλλοι θεωροῦν, πάλι, ὅτι ἡ ἐμμονή του στὴν αἴσθηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδιαιτερότητας σημαίνει αἴσθηση φυλετικῆς ὑπεροχῆς: Ἤ, ὅτι ἡ ἀναφορά του στὰ χαρακτηριστικὰ — στὰ πνευματικὰ χαρακτηριστικὰ — τῆς συλλογικῆς ἑτερότητας σημαίνει ἄγνοια τῶν συγχρόνων του ρευμάτων. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν σπουδαίων πρωτοπόρων τοῦ ἑλληνικοῦ μοντερνισμοῦ — ποὺ σήμερα παραναγιγνώσκεται ὡς ἐθνοκεντρικὸς ἀμυντισμός — ὁ Κόντογλου, κατὰ κοινή τους ὁμολογία, πιστοποιεῖται ὅτι διαθέτει τὴν παρθένα ματιὰ ποὺ ἐκεῖνοι ἔψαξαν νὰ βροῦν στὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὸν Θεόφιλο ἢ στὸν Μακρυγιάννη. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1979, ὁ ποιητὴς Διονύσης Καψάλης καὶ ὁ ζωγράφος Γιῶργος Χατζημιχάλης, σὲ κείμενό τους μίλησαν γιὰ τὰ προδρομικὰ μοντερνιστικὰ στοιχεῖα στὸν Κόντογλου. Ὅπως καὶ γιὰ τὴ βαθειὰ γνώση του τῆς εὐρωπαϊκῆς τέχνης. Ὁ Ἐγγονόπουλος στὴν «Μπαλλάντα τοῦ Ἰσιδώρου-Σιδερῆ Στέϊκοβιτς» — ὁμολογεῖ:
«[..] γιατί ὁ σεμνὸς καὶ πολλὰ θαυμαστὸς
αὐτὸς Σιδερῆς
ὑπῆρξε πράγματι ὁ μεγάλος Δάσκαλός μου
μαζὺ μὲ τὸν Παρθένη καὶ τὸν Κόντογλου
κι ἔπρεπε
νάν τὸ πῶ».(15)
Ὀφείλουμε νὰ τὸν (ξανά)διαβάσουμε, πέρα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες: Ἤγουν, πέρα ἀπὸ τὶς ἰδεοληψίες τοῦ ἀμυντικοῦ ἐθνοκεντρισμοῦ καὶ τῆς ἐθνομηδενιστικῆς «παγκοσμιότητας».
[Πρώτη δημοσίευση, στὸ περιοδικὸ Νέα Ἑστία, τεῦχος 1788, Ἀπρίλιος 2006, ἀφιέρωμα στὸν Φ. Κόντογλου.]
Σημειώσεις
1. Μ. Αὐγέρης, «Φώτης Κόντογλου», «Ἀφιέρωμα στὸν Φώτη Κόντογλου», περ. Αἰολικὰ Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971, σ. 31
2. Ν.Δ. Καροῦζος, Πεζὰ κείμενα, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1998, σ. 78.
3. Βλ. περ. Αἰολικὰ Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971, σ. 516-517 «Ἀφιέρωμα στὸν Κόντογλου» (Κριτικὸ Ἀνθολόγιο ὑπὸ τὸν τίτλο «Γνῶμες γιὰ τὸν Πέδρο Καζᾶς»). Πρβλ. Φ. Κόντογλου, Ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, σ. 322-323. Βλ. ἐπίσης τὸ ἄρθρο τοῦ Ν. Καζαντζάκη στὴν ἐφ. Ἡ Καθημερινή, τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1937, ὑπὸ τὸν τίτλο «Θνητοὶ καὶ ἀθάνατοι».
4. Γιῶργος Κοτζιούλας, Ἅπαντα, τόμ. Γ’, Δίφρος, Ἀθήνα 1956, σ. 290.
5. Φ. Κόντογλου, Πέδρο Καζᾶς καὶ Βασάντα, Ἔργα Ε’, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1986, σ. 15-16.
6. Συνέντευξη στὸν Ἄλκη Ἀγγελόγλου, περ. Νεοελληνικὰ Γράμματα, τχ. 49, Ἀθήνα 1937.
7. Φ. Κόντογλου, Μυστικὸς Κῆπος, Ἔργα Ι, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1986, σ. 20 κ.ἑ.
8. Βλ. Π.Β. Πάσχος, ποίημα στὸν τόμο Μνήμη Κόντογλου, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1975, σ. 163-165.
9. Βλ. Μ. Αὐγέρης, «Φώτης Κόντογλου», «Ἀφιέρωμα στὸν Φώτη Κόντογλου», περ. Αἰολικὰ Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβιος 1971, σ. 510.
10. Φώτης Κόντογλους, Ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1995, σ. 37. Πρβλ. καὶ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτὰ χαρτιά, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2004, σ. 573.
11. Νίκος Ἐγγονόπουλος, «Γιὰ τὸν Κόντογλου», Πεζὰ κείμενα, Ὕψιλον, Ἀθήνα 1987, σ. 67, 69, 71, 72.
12. Βλ. Φώτης Κόντογλους, Ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, ὅ.π., σ. 327.
13. Γ. Ἰωάννου, «Ὁ μεγάλος μάστορης», στὸν τόμο Μνήμη Κόντογλου, ὅ.π., σ. 60-61.
14. Ι.Μ. Χατζηφώτης, Φ. Κόντογλου, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, Γραμμή, Ἀθήνα 1978, σ. 264-265.
15. Νίκος Ἐγγονόπουλος, Ἡ κοιλάδα μὲ τοὺς ροδῶνες, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1979, σ.σ. 153-156.
Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/38293