Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρχαία ελληνική θρησκεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρχαία ελληνική θρησκεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οι χοές στα έργα του Αισχύλου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Στην ανάλυση που ακολουθεί θα αναφερθούμε στις χοές, όπως παρουσιάζονται μέσα στο έργο του Αθηναίου τραγικού ποιητή. Θα επικεντρωθούμε σε δύο έργα, στους Πέρσες και στις Χοηφόρους. Η σύνδεση των χοών με τον Κάτω Κόσμο, αναδεικνύεται μέσα στο έργο του Αισχύλου. 



  Οι χοές, όπως και οι σπονδές, ήταν απεριόριστες στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων. Οι χοές πραγματοποιούνταν με ρίψη υγρού σε βωμό ή στο έδαφος. Το υγρό που ρίπτονταν ήταν κρασί (με νερό) ή γάλα ή νερό ή μέλι. Η ρίψη του υγρού γινόταν από κανάτα (οινοχόη) σε κύπελλο με επίπεδο πυθμένα και από το κύπελλο κατόπιν στο πάτωμα.

  Οι χοές προσφέρονταν συνήθως στους νεκρούς. Σύμφωνα με τον Αισχύλο τα συγκεκριμένα υγρά είχαν εξιλεωτικές ιδιότητες ή σύμφωνα με τον Ευριπίδη μαγικές ή έχουν τη δύναμη να καλούν νεκρούς. Οι χοές, λοιπόν, περιλαμβάνουν μέλι γάλα νερό  και αίμα (στον Όμηρο) ώστε να μπορέσουν οι ψυχές να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς), κρασί και λάδι (στον Αισχύλο). Στον Ευριπίδη, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, οι προσφορές στους νεκρούς περιλαμβάνουν γάλα κρασί και μέλι. Οι χοές είχαν σκοπό, επίσης, και τον εξαγνισμό, ήταν υποχρεωτικές στην ταφική τελετουργία, πάνω από τον τάφο.

  Στο έργο του Αισχύλου Πέρσες η άφιξη της Ατόσας λαμβάνει χώρα με νεκρικές χοές. Έτσι λοιπόν με την εμφάνιση της η βασίλισσα θα πει: «Γι' αυτό το δρόμο αυτό χωρίς τ' αμάξια και την προτερινή πολυτέλεια από το παλάτι μου ξαναπήρα φέρνοντας εξιλαστήριες χοές στον πατέρα του παιδιού μου,». Αμέσως μετά η βασίλισσα θα αναφέρει το περιεχόμενο των χοών: «άσπρο γάλα καλόπιστο από γελάδα αγνή, κι απόσταγμα της ανθοεργάτριας, το μέλι το ολόλαμπρο. και σταλαγματιές νερού από πηγή παρθενική κι απ' άγρια μάνα ολόαγνο ποτό, αυτή την ευφροσύνη του παλιού του αμπελιού  κι ακόμη μέσα βρίσκεται ο ευωδιαστός καρπός της ξανθής ελιάς, που πάντα είναι θαλερή με τα φύλλα της και άνθη πλεκτά, παιδιά της παντοδότρας γης». Οι χοές πραγματοποιούνται από την Ατόσα και τις υπηρέτριες της στον τάφο του Δαρείου.

Παράσταση από οινοχόη (χουν) του 4ου αι. π.Χ. που σχετίζεται με τα Ανθεστήρια.

  Στις Χοηφόρους μαυροντυμένες γυναίκες, στο ξεκίνημα του έργου όπως αναγγέλλει ο Ορέστης στον πρόλογο, φτάνουν στον τάφο του Αγαμέμνονα με σκοπό να ρίξουν χοές. Καθώς προχωρούν σε σχήμα πομπής ψάλλουν έναν τελετουργικό θρήνο. Έτσι ο Ορέστης, στην προοπτική της τέλεσης χοών θα διερωτηθεί: «Ή να το πετύχω πως αυτές στον πατέρα μου φέρνουν χοές που μαλακώνουν όσους στον Άδη βρίσκονται;». Ο Ορέστης θα πει επίσης: «Τι πράγμα βλέπω; Ποια είναι αυτή εδώ η συντροφιά των γυναικών που βαδίζει ντυμένη μες τα μαύρα;» Και πιο κάτω ο ίδιος, ο Ορέστης, πάλι: «Τι συμβαίνει μ’ αυτή των γυναικών τη λιτανεία;». Οι Χοηφόροι θα είναι γενικά αυτοί οι οποίοι θα φέρνουν προσφορές.

  Οι χοές θα χυθούν για να κατευνάσουν την οργή των θεών. Ο Ορέστης φτάνει στον τάφο του πατέρα του με σκοπό να επισυνάψει επικοινωνία με τον υπερφυσικό κόσμο, για να τον βοηθήσει να εκτελέσει τη διαταγή του Δία (οι χθόνιες δυνάμεις έχουν ιδιαίτερο ρόλο σ’ αυτό το έργο). Στο σημείο αυτό ο Ορέστης θα ευχηθεί: «Ω Δία δώσε μου δύναμη να εκδικηθώ το θάνατο του πατέρα μου και γίνε πρόθυμος σύμμαχος μου».

Orestes, Electra and Hermes at the tomb of Agamemnon. Side A of a lucanian red-figure pelike, ca. 380–370 BC.

  Η βασίλισσα είδε κακά όνειρα, που σ’ αυτά οι νεκροί φανέρωσαν την έχθρα τους, κι έστειλε τούτες τις σκλάβες με εξιλαστήριες προσφορές (χοές) στου άντρα της τον τάφο. Η πρωτοβουλία της Κλυταιμνήστρας να στείλει τις σκλάβες για τέλεση χοών προέκυψε από ένα όνειρο που είχε δει. «Με στέλνει εδώ η αθεόφοβη γυναίκα». Η «ανόσια γυναίκα» δεν είναι άλλη από την Κλυταιμνήστρα, ταραγμένη από ένα όνειρο και την εξήγηση που δώσανε οι μάντεις ότι ο νεκρός βασιλιάς είναι οργισμένος, τις έστειλε στον τάφο για να τον εξιλεώσουν με νεκρικές προσφορές. Ο Χορός θα απαγγείλει: «Διότι τρανός φόβος ορθότριχος του παλατιού ονειρομάντης απ' τον ύπνο πνέοντας οργή, μεσονύχτια κραυγή απ' τα βάθη βγήκε με φόβο πέφτοντας βαριά στους γυναικωνίτες και οι εξηγητές των ονείρων αυτών με θεϊκή εγγύηση είπαν πως όσοι στον κάτω κόσμο βρίσκονται  παραπονούνται πολύ κι είναι με τους φονιάδες θυμωμένοι». Έτσι γίνεται αντιληπτή και η οργή που προκάλεσε στους θεούς η δολοφονία του Αγαμέμνονα.

  Ο Χορός εισέρχεται, στις Χοηφόρους, με νεκρικές χοές και λατρευτικές χειρονομίες στον τάφο. Οι οποίες πρέπει να είναι συνδεδεμένες με το νεκρό και τον εκδικητή. Λαμβάνει χώρα επίσης, επίκληση των χθόνιων θεοτήτων από το Χορό. Η Κλυταιμνήστρα επίσης, σε κατάσταση ταραχής, θυμίζει στις Ερινύες τις προσφορές που έκανε στον τάφο του Αγαμέμνονα. Πρόκειται για χοές, θυσίες, ολοκαυτώματα κλπ.

  Η Ηλέκτρα και ο Ορέστης πηγαίνουν στον τάφο του Αγαμέμνονα και χτυπάνε τη γη. Ο Αγαμέμνονας δε βγαίνει αλλά στέλνει τη δικαιοσύνη να βοηθήσει τα παιδιά της. Η μεγαλύτερη δύναμη αποδόθηκε στον Αγαμέμνονα πεθαμένο παρά ζωντανό, σ’ εκείνη την εντυπωσιακή σκηνή των Χοηφόρων του Αισχύλου, όπου τα παιδιά του, Ορέστης και Ηλέκτρα, τον ικετεύουν να τους βοηθήσει πριν σκοτώσουν την Κλυταιμνήστρα. Η τέλεση των χοών πραγματοποιήθηκε και η Ηλέκτρα δηλώνει ικανοποιημένη: «Ο πατέρας μου έχει πια τις χωματορουφήχτρες χοές».



  Η Ηλέκτρα, από την άλλη, έρχεται μαζί με το Χορό να προσφέρει χοές στον τάφο του πατέρα της, με εντολή, όπως προαναφέρθηκε της Κλυταιμνήστρας, η οποία θέλει να τον εξευμενίσει ώστε να μην την εκδικηθεί. Ο Ορέστης αφήνει μια τούφα από ξανθά μαλλιά στον τάφο και επικαλείται το χθόνιο Ερμή να τον βοηθήσει. Η Ηλέκτρα κατά την τέλεση των χοών θα πει: «Ερμή χθόνιε, βοήθησε με διαλαλώντας για χάρη μου ν' ακούσουν του κάτω κόσμου οι θεοί τις ευχές μου, όσοι το πατρικό παλάτι μας επιτηρούν, και η ίδια η γη, που όλα τα γεννά κι αφού τα θρέψει όλα, πάλι απ' αυτά παίρνει το σπόρο τους κι εγώ τώρα χύνοντας στους νεκρούς αυτές εδώ τις «χοές» λέω κράζοντας τον πατέρα μου: «Ελέησε κι εμένα  και τον αγαπημένο σου Ορέστη, άναψε φως στο παλάτι». Οι χθόνιες δυνάμεις και οι θεότητες που βρίσκονται στο κέντρο του θέματος αυτού του έργου, και αναμφισβήτητα η κεντρική θέση του τάφου του Αγαμέμνονα στη σκηνή είναι έντονο εκφραστικό σύμβολο όντας της περιοχής, στον Αγαμέμνων ο Χορός επισημαίνει τις χοές και τις θυσίες που διατάζει η Κλυταιμνήστρα επ’ αφορμή της επιστροφής του Αγαμέμνονα.

  Οι χοές, επομένως, προσφέρονταν στους νεκρούς και στους θεούς του Κάτω Κόσμου και αποτελούσαν συνδετικό στοιχείο των ζωντανών με αυτούς. Στους Πέρσες και στις Χοηφόρους, γίνονται νεκρικές χοές. Στους Πέρσες τις προκαλεί ένα κακό όνειρο της βασίλισσας και στις Χοηφόρους, προκειμένου να κατευναστούν οι θεοί και ο νεκρός Αγαμέμνονας.


ΠΗΓΕΣ:

Αισχύλος, Πέρσες, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

Αισχύλος, Χοηφόροι, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007. Κόγια Λ., Φόνοι συγγενικών προσώπων στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ρόδος 2019.

Μαρκαντωνάτος Γ., Πλατυπόδης Λ.,  Θέατρο και πόλη, εκδ. Guttenberg , Αθήνα 2012

GARVIE A. F.  , Aeschylus' Supplices: Play and Trilogy, University

Press of Cambridge 1969.

Anderews A., Αρχαία ελληνική κοινωνία, μετάφρ, Α. Παναγόπουλου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1983.

Lesky A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ., Α. Τσοπανάκη, εκδ. Κυριακίδη, Αθήνα 2014

Thomson G., Αισχύλος και Αθήνα, μετ. Γ. Βιστάλη και Φ. Αποστολόπουλου, εκδ. Ορίζοντες, Αθήνα 1954.

 

 

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

Σάτυροι και οι Σειληνοί – Η συνοδεία του Διονύσου

 Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.



Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Από μιαν ορισμένη εποχή και ύστερα, η διάκριση ανάμεσα στους Σάτυρους και τους Σειληνούς εξαφανίστηκε και γενικά τους συγχέουν δίνοντάς τους αδιάφορα το ένα ή το άλλο όνομα. Στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις επικράτησε περισσότερο ο τύπος του Σάτυρου με αυτιά και ουρά αλόγου.

Ο αριθμός των Σειληνών είναι απροσδιόριστος. Ένας τους ωστόσο έχει ειδική θέση ο οποίος θεωρείται ότι διαπαιδαγώγησε τον Διόνυσο. Έλεγαν πως ήταν γιος του Πανός και μιας Νύμφης. Άλλοι όμως συγγραφείς θεωρούσαν πατέρα του τον Απόλλωνα.

Κατά έναν άλλο μύθο ότι είχε γεννηθεί όπως οι Γίγαντες, από τις σταλαγματιές του αίματος του ακρωτηριασμένου Ουρανού. Διέμενε στο βουνό Νύσα που, κατά το μύθο, ανατράφηκε από τις Νύμφες ο Διόνυσος. Αυτές εμπιστεύθηκαν τη μόρφωση του νέου θεού στο Σειληνό, που έγινε κατά κάποιο τρόπο αχώριστος σύντροφός του. Τον θεωρούσαν σοφό και πως είχε το χάρισμα της προφητείας, που όμως δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει παρά μονάχα μεθυσμένος.

Γι’ αυτό φρόντιζαν να τον πιάσουν και να τον μεθύσουν για να του αποσπάσουν αποκαλύψεις για το μέλλον. Έτσι έπεσε στα χέρια του βασιλιά Μίδα, κοντά σε μια πηγή κατά τους μεν, επάνω στο βουνό Βέρμιο της Μακεδονίας κατά τους δε, Όταν τον έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αρνήθηκε στην αρχή να μιλήσει. Ωστόσο σε λίγο μίλησε για τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. “Θα ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο να μη γεννιόταν ή να πεθαίνει μόλις γεννιέται”, είπε.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Σειληνός είχε πιαστεί πολλές φορές από θνητούς που ήθελαν να φωτιστούν από τη σοφία του. Στην έκτη “Εκλογή” του, ο Βιργίλιος διηγείται, πως δύο τσοπανόπουλα, που τους είχε στ’ αστεία συχνά υποσχεθεί ο Σειληνός να τους πει ένα από τα τραγούδια του, βρήκαν το γερο-Σειληνό σε μια σπηλιά μέσα να κοιμάται. Τον έδεσαν με τη βοήθεια της Νύμφης Αίγλης με το στεφάνι που είχε γλιστρήσει μέσα στον ύπνο του από το κεφάλι του.

Σαν ξύπνησε, γέλασε με την πονηριά τους κι άρχισε ένα τραγούδι για το πως γεννήθηκε ο κόσμος και το κάθε τι που ζει, λέγοντάς τους πανάρχαιους μύθους του Κρόνου, της Πύρρας και του Προμηθέα. Έτρεξαν όλα τα γύρω ζωντανά κοντά του να τον ακούσουν.

Να ακούσουν το τραγούδι του γερο-Σειληνού, ακόμα κι οι βαλανιδιές σαλεύανε τις κορυφές τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας έδειχναν μια πέτρα όπου είχε καθίσει Σειληνός να ξαποστάσει, τότε που είχε έρθει μαζί με τον Διόνυσο στην πρωτεύουσα της Αττικής.

Στην αγορά της Ήλιδας, στην Πελοπόννησο, υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Σειληνό, με άγαλμα του θεού που η Μέθη του πρόσφερε ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Και στον Μαλέα της Λακωνίας τιμούσαν επίσης τον Σειληνό, όπου είχε εγκατασταθεί ο σύντροφος τούτος του Διονύσου, καθώς πίστευαν. Και στη Φολόη, ως έλεγαν είχε αποκτήσει ο Σειληνός από τη Νύμφη Μελία τον Κένταυρο τον Φόλο.

Σύμφωνα με κάποιο μύθο που αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, πίστευαν οι Αρκάδες πως ο Σειληνός ήταν πατέρας του “Νομίου Απόλλωνος”, του προστάτη των κοπαδιών δηλαδή. Σε μεταγενέστερη εποχή θεωρούσαν γιο του Σειληνού ένα μυθικό πρόσωπο, τον Στάφυλο, που πρώτος ανακάτεψε το κρασί με το νερό. Ένας Αιγύπτιος συγγραφέας, ο Νόννος, αναφέρει τρεις γιους του Σειληνού: τον Αστραίο, τον Μάρωνα και τον Ληνέο.

Οι Σειληνοί απεικονίζονται συχνά χορεύοντας με τις Μαινάδες, και ήταν και μουσικοί. Η λύρα δεν ήταν άγνωστη στους Σειληνούς, που συνόδευαν τα τραγούδια τους μ’ αυτή. Παράδειγμα, ο μύθος του Σάτυρου Μαρσύα που προκάλεσε τον Απόλλωνα με τη λύρα του.

Πριν να συσχετιστούν με τον Διόνυσο οι Σειληνοί και οι Σάτυροι υπήρχαν ως χωριστές οντότητες στη φαντασία των Ελλήνων. Εξηγούσαν το συνδυασμό τους αυτό με το θεό, στην αρχαιότητα, με τη μεγάλη έλξη που ασκούσε η νέα, η διονυσιακή λατρεία που υιοθετεί σιγά σιγά τα δευτερεύοντα πνεύματα των νερών, των δασών και των πηγών. Οι Σάτυροι ξανάρχισαν για τον Διόνυσο τους τελετουργικούς χορούς, που είχαν άλλοτε εκτελέσει για την Κυβέλη. Οι εξωτικές τελετές αυτής της λατρείας προκαλούσαν στους πιστούς κρίσεις ενθουσιασμού: πίστευαν πως είχαν καταληφθεί απ’ το θεό και πως μεταμορφώνονταν σε ιερά ζώα, τράγους και άλογα (Σάτυρους και Σειληνούς)

Ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί έχασαν το ζωωδικό τους χαρακτήρα και δεν ήταν πια παρά άνθρωποι μεταμφιεσμένοι, που έπαιρναν μέρος σε εκδηλώσεις θορυβώδικες κατά τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου. Κι από τούτη τη συμμετοχή γεννήθηκε στην Αθήνα ο διθύραμβος, η τραγωδία και το σατυρικό δράμα.

Οι ηθοποιοί που έπαιζαν ρόλο Σατύρων φορούσαν μάσκα που θύμιζε τα χαρακτηριστικά των μυθικών προσώπων που υποτίθεται πως παράσταιναν. Ήταν ως τη μέση γυμνοί ή φορούσαν τουλάχιστον εάν λεπτό “φανελάκι” σε απόχρωση δέρματος. Όχι σπάνια, όμως, σκεπάζονταν με δέρμα ζώου ή φορούσαν συνηθισμένα ρούχα. Στα πρώτα χρόνια οι Χορευτές ήταν δώδεκα. Στις καλλιτεχνικές παραστάσεις που διασώθηκαν βλέπουμε ανάμεσά τους και Σάτυρους, που εύκολα αναγνωρίζονται απ’ τη μορφή και το ντύσιμό τους.

Οι Σειληνοί βοήθησαν τον Διόνυσο κατά τη Γιγαντομαχία, καβάλα σε γαϊδάρους, που τα γκαρίσματά τους τρομοκράτησαν τους αντίπαλους των Ολύμπιων. Ένα αγγείο αρχαϊκής εποχής δείχνει τον Διόνυσο να μπήγει το θύρσο του στο σώμα ενός Γίγαντα που είχε πέσει κάτω, ενώ ένας πάνθηρας χώνει τα δόντια του στο στήθος του.

Οι δυο Σειληνοί τρέχουν προς το μέρος του Γίγαντα, που ο ένας τους κρατάει στο δεξί του μπράτσο ένα δέρμα πάνθηρα και με το αριστερό του χέρι παίρνει από κάτω μια πέτρα για να τη ρίξει κατά του πεσμένου Γίγαντα, ενώ ο σύντροφός του κρατάει ασπίδα και δόρυ με την αιχμή του προς τα κάτω. Στην άλλη πλευρά του αγγείου απεικονίζεται ένας οπλισμένος Σειληνός πάνω σε πολεμικό άρμα, που δυο άλλοι το σέρνουν άοπλοι και πίσω από το άρμα ένας τέταρτος Σειληνός σαλπίζει.

Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου παρουσιάζονται οι Σειληνοί να ‘χουν δοσοληψίες με τους θεούς. Στο περίφημο “αγγείο του Βρύγγου” απεικονίζονται να τσακώνονται με την αγγελειαφόρο των θεών, την Ίριδα, καθώς και η Ίριδα παίρνει από το βωμό την ουρά μιας αγελάδας που θυσιάστηκε, προστρέχουν τρεις Σειληνοί. Ο ένας πιάνει τη θεά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθεί να της πάρει την ουρά.

Ο άλλος ορμάει πάνω από το βωμό, ενώ ο τρίτος τρέχει κι αυτός να βοηθήσει. Ο Διόνυσος παρακολουθεί τούτη τη σκηνή μ’ ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι και μ’ έναν κάνθαρο στο δεξί. Και μένει κατάπληκτος απ’ την τολμηρή ασέβεια των Σειληνών. Στο ίδιο αγγείο, έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης Σειληνούς που θέλουν να βιάσουν την ίδια τη σύζυγο του Διός, την Ήρα. Την υπερασπίζει ο Ερμής, που μπήκε ανάμεσά τους, όμως η θεά σώζεται μόνο μετά την επέμβαση του Ηρακλή, που μόλις φάνηκε το έβαλαν στα πόδια.

Φαίνεται πως ο ένδοξος ήρωας ενέπνεε πάντα απερίγραπτο φόβο στους ακόλουθους του Διονύσου. Το μαρτυρούν πολλές αγειογραφίες που σώθηκαν ως τις μέρες μας. Σε μιαν απ’ αυτές έξι Σειληνοί είναι μαζεμένοι γύρω από τον Διόνυσο και δίπλα στον καθένα βρίσκεται ένα δοχείο γεμάτο κρασί. Ξαφνικά, φτάνει ο Ηρακλής φορώντας τη λεοντή και οπλισμένο με το ρόπαλό του και με το τόξο. Ο Διόνυσος χαιρετά το γιο της Αλκμήνης, ενώ οι Σειληνοί φαίνονται, περίτρομοι, να παίρνουν τις πιο κωμικές στάσεις.

Σ’ άλλην αγγειογραφία απεικονίζεται ο Ηρακλής ξαπλωμένος δίπλα στον Διόνυσο. Ένας Σειληνός, που σέρνεται στα γόνατα, πάει να κλέψει ένα γλύκισμα, ενώ ένας σύντροφός του κοιτάει αλλού, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σε άλλο αγγείο απεικονίζεται ο Ηρακλής να βαδίζει πίσω από δύο Σειληνούς δεμένους, ο ένας με τον άλλον απ’ τα χέρια, ενώ οι δυο άλλοι το βάζουν στα πόδια.

Ακόμα, βλέπουμε σε αγγειογραφίες Σειληνούς να έχουν κλέψει τα όπλα του Ηρακλή την ώρα που κοιμόταν και μόλις ο γιος του Διός και της Αλκμήνης κάνει κάποια κίνηση στον ύπνο του ή ανοίγει τα μάτια, το βάζουν στα πόδια εγκαταλείποντας τα κλοπιμαία.

Οι Σάτυροι τα βάζουν και με έναν άλλο διάσημο ήρωα, τον Περσέα, που για να απαλλαγεί από αυτούς αναγκάστηκε να δείξει το κεφάλι της Γοργόνας. Και είναι πραγματικά πολύ κωμικός ο τρόπος που οι Σάτυροι καταφοβισμένοι κλείνουν τα μάτια τους και γονατίζουν.

ΟΙ ΣΕΙΛΗΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΤΥΡΟΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Παρουσιάζονται στις αρχαιότερες καλλιτεχνικές απεικονίσεις που μας έχουν διασωθεί, πρώτοι οι Σειληνοί, που κατά τη διάπλασή τους μοιάζουν μάλλον με τα άλογα, ενώ οι Σάτυροι με τράγους.

Σε νομίσματα της Θάσου απεικονίζονται, καθώς και σε κοσμήματα, με ουρά, αυτιά και οπλές αλόγου. Σε μια σαρκοφάγο στις Κλαζομενές, σ’ ένα από τα αρχαιότερα μνημεία που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας βλέπουμε έναν Σειληνό με ολότελα κτηνωδική μορφή. Η μύτη του είναι χονδρή και ανασηκωμένη, στρογγυλά τα μάτια του, όμοια με χαίτη τα γένεια του και τα μαλλιά του, τ’ αυτιά του μυτερά. Κι έχει οπλές στα πόδια του και μια ουρά κάτω απ’ τη μέση.

Πάνω σ’ έναν αμφορέα στο Λέυντεν παρουσιάζονται έξι Σειληνοί και μαζί έξι Νύμφες. Οι Σειληνοί έχουν ανάλογα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά: χονδρό κεφάλι, μύτη πλακουτσωτή, γαϊδουρινά αυτιά, πυκνή χαίτη, μακρύ γένι που σκεπάζει την κοιλιά και ουρά αλόγου. Στην Αττική οι Σειληνοί, ενω διατηρούσαν στ’ αρχαϊκά αγγεία τον κτηνώδικο χαρακτήρα τους, έχουν και κάποια χάρη, με κεφάλι που δεν τους διαφοροποιεί πολύ απ’ τους ανθρώπους. Κι έχουν καμιά φορά αλόγου πόδια κι άλλες πάλι φορές ανθρώπου. Και είναι ολότελα ντυμένοι.

Στα αρχαιότερα αττικά αγγεία, απεικονίζονται οι Σειληνοί συνοδεύοντας προπάντων τον Διόνυσο, όμως και χορεύοντας με τις Μαινάδες ή απαγάγοντάς τες. Αλλά κυρίως ως υπηρέτες του θεού, όπως στη σκηνή της επιστροφής του Ηφαίστου, που τον ξαναφέρνει ο Διόνυσος στον Όλυμπο. Ωστόσο, η συνοδεία του θεού δεν έχει ακόμα τον οργιαστικό χαρακτήρα, που θα πάρει αργότερα. Αυτό δεν εμποδίζει τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς στις πιο άσεμνες στάσεις και να κουβαλάνε στη ράχη τους ασκιά γεμάτα κρασί ή να κρατάνε στο χέρι τους μια οινοχόη, χωρίς να πίνουν οι ίδιοι.

Κατά τον τρύγο οι Σειληνοί βοηθούν στο να συλλέγουν τον καρπό, να μαζεύουν δηλαδή τα σταφύλια, να τα φέρνουν στο πατητήρι (το ληνό) και να τα πατούν. Παίζουν κιθάρα και αυλό. Όσο για τα ζώα που τους συνοδεύουν, είναι το μουλάρι, ο γάιδαρος, ο τράγος και κάποιες φορές κι ο ταύρος.

Ο τύπος ωστόσο του Σειληνού, κάτω από την επιρροή των Αθηναίων καλλιτεχνών, κατά την περίοδο που ακολουθεί την εποχή της Αρχαϊκής τέχνης, μεταβάλλεται. Τα μακριά του τα μαλλιά εξαφανίζονται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια φαλάκρα σχεδόν ολοκληρωτική.

Η έκφραση του προσώπου γίνεται λιγότερο κτηνωδική, πιο ζωντανή, και συχνά βρίσκουμε τους Σειληνούς μαζί με τις Μαινάδες παρέα, αλλά προπάντων να συνοδεύουν τον Διόνυσο, χορεύοντας τριγύρω του και παίζοντας αυλό. Ετούτη μάλιστα την εποχή οι καλλιτέχνες απεικονίζουν τους Σειληνούς στις μυθικές σκηνές τους βιασμού της Ίσιδας και της Ήρας, πάλη με τον Ηρακλή, κ.α.

Στην κλασική εποχή η τάση να απεικονίζουν τους Σειληνούς λιγότερο άγριους, να τους δίνουν κάποια γλυκύτητα κι ευγένεια γίενται εντονότερη ολοένα: έχουν τώρα σώμα λυγερό κι είναι γενικά φαλακροί, πράμα που τους κάνει (η φαλάκρα) αστείους και συμπαθητικούς. Και τα γένια τους είναι αρκετά πυκνά, μα η ουρά τους πιο κοντή, που φτάνει μόλις ως τα γόνατά τους. Και είναι η έκφρασή τους στο πρόσωπο σοβαρή και κάποτε μάλιστα και μελαγχολική. Και είναι σχεδόν πάντοτε γυμνοί, με κύριο έμβλημά τους το θύρσο. Και παίζουν το διπλόν αυλό και παίζουν και τη λύρα.

Για ένα μάλιστα μεγάλο χρονικό διάστημα οι καλλιτέχνες αναπαρίσταναν τους Σειληνούς ως άνδρες προχωρημένης ηλικίας. Έπειτα πήραν τη συνήθεια να παρουσιάζουν πλάι σ΄αυτούς τους ηλικιωμένους και άτομα πιο νέα, με κινήσεις λιγότερο βαριές. Συναντούμε και τον τύπο του παιδαγωγού του Διονύσου, να φροντίζει ως πατέρας τον κύριό του – τύπος που θα γίνει κλασικός από τον 4ο π.Χ. αιώνα και ύστερα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με σωκρατικό πρόσωπο, φαλακρός κι αγένειος, άσχημος και πρόσχαρος μαζί, με μέλη παχιά και κοιλαράς.

Είναι μάλιστα εξακριβωμένο πως το δεύτερο μισό της Κλασικής εποχής εξαφανίστηκε η τάση να δίνεται στους Σειληνούς μια έκφραση λιγότερο αχαλίνωτη. Απεναντίας τώρα κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο η οργιαστική πλευρά της διονυσιακής λατρείας, που οδηγεί τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς όχι με την έκταση των Μαινάδων, αλλά με μια ελευθερία συμπεριφοράς που θυμίζει την Αχαϊκή τέχνη.

Η αναπαράσταση των Σειληνών με την πλαστική τέχνη παρουσιάζεται σε μια σχετικά νεότερη εποχή της ελληνικής τέχνης. Μονάχα από λογοτεχνικές πηγές μας είναι γνωστό το περίφημο σύμπλεγμα του Μύρωνα, με την Αθηνά να πετάει κάτω τον αυλό που είχε επινοήσει, μα που της παραμόρφωνε το στόμα, και τον Μαρσύα ν΄ανυπομονεί να τον περιμαζέψει.

Αντίθετα, κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα μεγάλοι γλύπτες βάλθηκαν ν’ απεικονίσουν πρόσωπα που ως τότε είχαν τραβήξει την προσοχή μονάχα των αγγειογράφων. Κι ήταν το περιφημότερο από τ’ αγάλματα αυτά ο “Σάτυρος του Πραξιτέλη”, που διασώθηκαν πολλά αντίγραφά του. ‘Εχουμε μπροστά μας ένα νέο με κανονικά χαρακτηριστικά, που μονάχα τα μυτερά του αυτιά θυμίζουν τους πρωτόγονους σύντροφους του Διονύσου. Στηρίζεται σε έναν κορμό δέντρου και με το κεφάλι του, ελαφριά σκυμμένο, κοιτάει μακριά στο άπειρο.

Στο “μνημείο του Λυσικράτη” επίσης είναι μαζεμένοι γύρω στον Διόνυσο νεαροί Σάτυροι. Ένας άλλος μεγάλος γλύπτης, ο Λύσιππος, είχε αναπαραστήσει τον Σειληνό με τον Διόνυσο παιδί. Το καλύτερο αντίγραφο του θαυμάσιου αυτού έργου, που είχε αποδοθεί στην αρχή στον Πραξιτέλη, βρίσκεται στον Λούβρο.



Όσο για το Σειληνό από τούτη την εποχή κυριάρχησε στη γλυπτική ο τύπος του καλοκαμωμένου ανθρώπου, που οι μυώνές του είχαν ήδη υποστεί την εισβολή του λίπους, ως αποτέλεσμα της καλοφαγίας. Κι είναι το κρανίο του μυτερό και φαλακρό, το μέτωπό του ρυτιδωμένο κι έχει και πυκνή γενειάδα. Τα χοντρά, μυτερά αυτιά του μοιάζουν με αυτιά χοίρου.

Η Ελληνιστική εποχή είναι πολύ πλούσια σε αναπαραστάσεις κάθε είδους Σειληνών και Σατύρων. Το ίδιο ισχύει και για τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Από τότε οι καλλιτέχνες επιδίδονταν ολοένα και περισσότερο στην αναπαράσταση νεαρών Σατύρων και γερόντων Σειληνών.

Πηγή: Pronews

Όνειρα και Νεκρομαντεία στις τραγωδίες του Αισχύλου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε ορισμένες απόψεις των ανθρώπων της αρχαιότητας για τα όνειρα και τη Νεκρομαντεία. Θα αντλήσουμε υλικό από τις τραγωδίες Πέρσες και Χοηφόροι  του Αισχύλου. Σκοπός μας θα είναι να καταδείξουμε πως λειτουργούν τα όνειρα και οι πρακτικές της Νεκρομαντείας στη δραματουργική παραγωγή του Αισχύλου.

Ο Άδης αναφερόταν και ως Άιδης, Αιδωνεύς, Εύβουλος, Ευρύπυλος, Κλυμενος, Αγησίλαος, Κρατερός. και ήταν αόρατος χάρη στο κράνος που φορούσε. Η Αχερουσία λίμνη αποστραγγίστηκε το 1960...


 Για τα όνειρα οι αρχαίοι Έλληνες είχαν καταρχήν την άποψη ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι κοιμώμενοι στο ναό, όντας άρρωστοι θα τους αποκαλύπτονταν η θεραπεία μέσω κάποιου ονείρου (εγκοίμηση). Η εγκοίμηση γινόταν σε ειδικούς τόπους (σπήλαια, χάσματα της γης, ιερά) όπου ήταν δυνατή η επικοινωνία με τους νεκρούς, τα χθόνια πνεύματα ή τους θεούς, μιας και τα χάσματα της γης αποτελούν για την αρχαϊκή αντίληψη μια πύλη για τον Κάτω Κόσμο. Πέρα από τα φαντάσματα και τα είδωλα, το όνειρο κατά τις αντιλήψεις των αρχαίων παρουσίαζε και αλήθειες.

  Η Νεκρομαντεία είχε πανάρχαιες ρίζες στην αρχαιοελληνική παράδοση. Μέσω αυτής επικαλούνταν τους νεκρούς για μαντικούς σκοπούς, η συσχέτιση της Νεκρομαντείας με τη μαντική είναι αδιαμφισβήτητη. Η μαντική εμπειρία οδήγησε στην τεχνική αναζήτηση πληροφοριών μέσω των ονείρων. Το σύστημα των ονειροκριτικών, κάνει καίριες όμως διακρίσεις στην αποκρυπτογράφηση των ονειρικών συμβόλων, ανάλογα με μεταβλητές όπως το επάγγελμα και η κοινωνική θέση ή τα έθιμα της πόλης του ονειρευόμενου.

  Η πίστη των αρχαίων Ελλήνων στην αθανασία της ψυχής σχετίζονταν με τη Νεκρομαντεία. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι η επικοινωνία με τα μέλη που δεν ανήκουν πλέον στη σφαίρα του φυσικού κόσμου μπορεί να προσφέρει στους θνητούς πληροφορίες που δε θα μπορούσαν να αποκτήσουν διαφορετικά, για το λόγο αυτό οι ψυχές ανακαλούνται από τον Κάτω Κόσμο. Η Νεκρομαντεία συνδέεται επίσης ξεκάθαρα και με την αρχαία ελληνική μαγεία. Η σύνδεση της Νεκρομαντείας με τη μαγεία προκύπτει από το γεγονός ότι ο νεκρός εξαναγκάζεται να εμφανιστεί, για να δώσει τους χρησμούς, ακριβώς όπως στη μαγεία οι θεότητες και οι φυσικές δυνάμεις εξαναγκάζονται να πράξουν τα όσα τους ζητούν οι μάγοι.

Η Εριχθώ


  Τα όνειρα στον Αισχύλο θα θεωρηθούν μηνύματα των νεκρών. Οι νεκροί θα δώσουν, κατά βάση, τη σοφία τους για το παρόν, ενώ δε θα είναι ξεκάθαρη η γνώση που κατέχουν οι νεκροί. Στους Πέρσες περιγράφεται διεξοδικά (στίχ. 176-200) το εφιαλτικό όνειρο της βασίλισσας Ατόσας. Η βασίλισσα, με την εμφάνιση της θα πει: «Πάντα πολλά όνειρα νυχτερινά βλέπω, αφότου ο γιος μου ετοίμασε στρατό και για των Ιώνων τη γη τράβηξε να την κουρσέψει θέλοντας· ωστόσο ως τώρα δεν είδα τόσο φανερό όνειρο όσο της νύχτας που μας πέρασε και θα σου το πω». Έτσι η Ατόσα, γυναίκα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη διηγείται το εφιαλτικό όνειρο που είδε και την τάραξε και αποφασίζει να εξευμενίσει τους θεούς με προσφορές.  Το όνειρο της βασίλισσας αποτελεί πρόρρηση της καταστροφής εξαιτίας, κυρίως της αλαζονείας του Ξέρξη, και ειδικότερα της προσπάθειας ζεύξης Ασίας Ευρώπης από αυτόν.

  Ο Αισχύλος θα χρησιμοποιήσει έντεχνα τις προειδοποιήσεις των ονείρων. Η Ατόσα στους Πέρσες θα ζητήσει συμβουλή από τους γέροντες του Χορού για το κακό όνειρο που έχει δει το προηγούμενο βράδυ. «Σ’ αυτά μια που είναι έτσι, του λόγου μου σύμβουλοι γίνετε για χάρη μου, Πέρσες, έμπιστοι μου γέροντες· γιατί όλες οι καλές συμβουλές για μένα είναι από εσάς». Στο πρώτο στάσιμο των Περσών, θα έρθουν στο προσκήνιο τα ανησυχητικά όνειρα που φέρνουν την καταστροφή. Έτσι ο Χορός θα μιλήσει με επιφυλάξεις στη βασίλισσα, ως εξής: «Μητέρα δε θέλουμε με λόγια ούτε να σε φοβίσουμε πολύ ούτε θάρρος να σου δώσουμε. Στους θεούς παρακαλώντας πάνε αν είδες όνειρο κακό· ζήτησε τους αυτό να το ξορκίσουν, και να γίνει το καλό, για σένα και για τα δικά σου παιδιά, για τη χώρα, για όλους τους αγαπημένους».

  Στις Χοηφόρους το όνειρο της Κλυταιμνήστρας με το φίδι θα ερμηνευτεί από τον Ορέστη ότι αυτός είναι το φίδι και τη σκοτώνει. Ο Ορέστης λέει: «με βία θα χαθεί κι αυτή· κι εγώ θα γίνω φίδι κι αυτή θα τη σκοτώσω όπως λέει το όνειρο αυτό». Ο Ορέστης, λοιπόν, συνδιαλέγεται με την κορυφαία του Χορού με αντικείμενο την εξήγηση του ονείρου της Κλυταιμνήστρας, και εκεί αποκαλύπτει το σχέδιο του ερμηνεύοντας το όνειρο. Στον Αισχύλο οι χρησμοί ή το όνειρο φαίνονται απλώς να ενισχύουν το φόβο ή τις προσδοκίες των σκηνικών προσώπων.

Χοηφόροι, σε σκηνοθεσία Λίλλυ Μέλεμε


  Αργότερα, στο ίδιο έργο, έρχεται η επιβεβαίωση από την Κλυταιμνήστρα τη στιγμή που τη σκοτώνει ο Ορέστης: «Αλήθεια, πολύ μάντης ήταν ο φόβος από το όνειρο». Ο Χορός επιβραβεύει τον Ορέστη ότι ελευθέρωσε το Άργος, με έμμεση αναφορά στο όνειρο της Κλυταιμνήστρας και έτσι μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι ψυχές των νεκρών, εν προκειμένω του Αγαμέμνονα, έχουν δύναμη να στείλουν μηνύματα ή να ζητήσουν εκδίκηση μέσω των ονείρων: «Την πόλη ολόκληρη των Άργειων ελευθέρωσες κόβοντας εύκολα το κεφάλι των δύο φιδιών». Ενώ ο Ορέστης βλέπει τις Ερυνίες: «Α,α! Γυναίκες υπηρέτριες αυτές εδώ σαν τις γοργόνες σταχτόμαυρα ντυμένες και πλακομαζωσμένες με πλήθος από φίδια· δε μπορώ να μείνω άλλο εδώ». Στην πραγματικότητα η γλώσσα των ονείρων και του χρησμού, η ερμηνεία και η επίτευξη του σκοπού διαμορφώνει πολλές τραγωδίες του Αισχύλου.

  Η νεκρομαντεία σχετίζονταν με την ηρωολατρεία, ήταν η επικοινωνία με τους ένδοξους νεκρούς. Η αντίληψη περί επικοινωνίας με τους νεκρούς υπήρχε ήδη σταθεροποιημένη από τον 8ο αιώνα (Νεκυία, Οδύσσεια). Ο Όμηρος κάνει την πρώτη φιλολογική αναφορά πριν από τον 8ο αιώνα. Στη σκηνή της ανάδυσης του φαντάσματος του Δαρείου στους Πέρσες είναι έντονο το ύφος της Νεκυομαντείας.

  Σε γενικές γραμμές η μαγεία κατακρίνεται στην τραγωδία της κλασικής περιόδου. Ο Οιδίποδας απευθύνεται στον Τειρεσία: «Με ύπουλη ενέργεια ζητάει να μου στερήσει, στέλνοντας μου έναν τέτοιο πανούργο απατεώνα». Ενώ στον Ορέστη του Ευριπίδη η απορία του Φρυγά σκλάβου είναι αν η εξαφάνιση της Ελένης οφείλεται ή απατεώνα σκλάβο: «Δεν ξέρω πώς - με τίποτα αλοιφές που φτιάχνουνε οι μάγισσες, με ξόρκια ή με θέλημα θεού... πάντως στο σπίτι δεν ήτανε... Καπνός! »

  Η βασίλισσα Ατόσα ζητά, στους Πέρσες από το Χορό να φέρει στον πάνω κόσμο το Δαρείο. Στο σημείο αυτό λαμβάνει χώρα μια σκηνή νεκρομαντείας. Ο Χορός αφήνεται σε μια παράξενη μιμική, βίαιη, λέγοντας συγχρόνως παράξενα λόγια και ονοματοτοπίες. Αυτή η μαγική δύναμη του άγριου τραγουδιού κάνει το Δαρείο να βγει από τον τάφο. «Βασιλιά μου παλιέ έλα, φτάσε· έλα στην κορυφή του τάφου σου σηκώνοντας του ποδιού σου το κροκόβαφο σαντάλι και της βασιλικής τιάρας σου το φαλακρό φανερώνοντας». Η μαγική επίκληση του Χορού θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάδυση του Δαρείου από τον τάφο.

Πέρσες του Αισχύλου


  Για το κάλεσμα της ψυχής του Δαρείου από τον τάφο προσφέρονται χοές από την Ατόσα, και γίνεται παράκληση για την καλοσύνη των χθόνιων θεών. Λαμβάνει χώρα η σκηνή της νεκρομαντείας. Η μετάβαση στον άνω κόσμο όπως λέει και ο ίδιος ο Δαρείος δεν είναι εύκολη. Ο Δαρείος θα πει μόλις εμφανιστεί στον κόσμο: «Κι εσείς θρηνείτε, καθώς στέκεστε δίπλα στον τάφο μου, με θρήνους τρανούς που τις ψυχές σηκώνουν απ' τον Άδη, πονετικά με κράζετε όμως δεν είναι εύκολο να βγεις από κει οπωσδήποτε κι οι θεοί του κάτω κόσμου να παίρνουν είναι πιο καλοί παρά πίσω να δίνουν».

  Ο Δαρείος θα μιλήσει για τα μελλούμενα εξαιτίας κάποιων χρησμών που κατείχε ενώ ζούσε. Ο νεκρός βασιλιάς επιβεβαιώνει ότι πραγματοποιήθηκαν οι προβλέψεις των θεών: «Αλίμονο, ήρθε των χρησμών η επαλήθευση στου παιδιού μου την κεφαλή έριξε ο Δίας το τέλος των  χρησμών κι εγώ βέβαια έλεγα πως ύστερα από καιρό πολύ θα τελειώσουν οι θεοί αυτά». Σε καμία περίπτωση δεν προφητεύει αλλά συμπεραίνει και δίνει πολλές συμβουλές. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις οι νεκροί κατέχουν γνώσεις που κατείχαν ως ζωντανοί. Ενώ γενικά οι νεκροί απαιτούν κανονικές κηδείες. Αν τιμηθούν σωστά οι νεκροί θα βοηθήσουν τους ζωντανούς, σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί. Έτσι γίνεται αντιληπτό και ότι υφίστανται κατά τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων και δοσοληψίες μεταξύ ζωντανών και νεκρών.

   Η εμφάνιση του Δαρείου επί σκηνή συμβολίζει την ανάκληση της συλλογικής μνήμης ενός λαού (στίχ. 769-786), δηλαδή την ιστορική μνήμη. Αυτό ενέτεινε ακόμη περισσότερο τη βασική λειτουργία του έργου που είναι η συστηματοποιημένη δραστηριοποίηση όχι θρησκευτικών ή παραθρησκευτικών αντιλήψεων όπως η επικοινωνία με τους νεκρούς, αλλά πνευματικών και ηθικών αξιών όπως η Ύβρις και η Δίκη. Δίνοντας έτσι μια έντονη αστική διάσταση, όπως η ιστορική συνείδηση.

 

Οδυσσέας και Τειρεσίας στον Άδη

  Συμπερασματικά, τα όνειρα κατά την κλασική εποχή αλλά και γενικά στην αρχαιότητα θεωρούνταν ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες. Η Νεκρομαντεία, που απασχόλησε και τους τρεις τραγικούς ποιητές,  συνδέθηκε με τη μαντική και τη μαγεία. Στους Πέρσες, ο Αισχύλος θα μας διδάξει ότι τα μηνύματα των νεκρών περιλαμβάνουν προειδοποιήσεις, καθώς επίσης και ότι οι νεκροί κατέχουν γνώσεις που είχαν ως ζωντανοί. Στις Χοηφόρους, τέλος, το όνειρο της Κλυταιμνήστρας θα έχει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης της τραγωδίας.


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Η τέχνη της μαντικής στη συγγραφή του Αισχύλου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Η μαντική και τα μαντεία κατείχαν σπουδαία θέση στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Ο Αισχύλος στο έργο του  παραθέτει αρκετές πληροφορίες για τη χρήση και την προέλευση της μαντικής τέχνης. Θα χρησιμοποιήσουμε χωρία από τα έργα Προμηθέας Δεσμώτης και Αγαμέμνων, προκειμένου να αντλήσουμε πληροφορίες σχετικές με τη μαντική.



  Οι άνθρωποι στην αρχαιότητα είχαν την πεποίθηση ότι γεγονότα της ζωής τους καθορίζονταν από τη θέληση των θεών. Η ανάγκη για την πρόβλεψη του μέλλοντος καλύπτονταν από τη μαντική και τα μαντεία, ιερούς, δηλαδή τόπους υπό την προστασία των θεών οπού εκεί κυρίως φανέρωναν τη θέληση τους. Οι μάντεις είχαν μεγάλη υπόληψη και τους συμβουλεύονταν τακτικά. Η αμφισβήτηση της μαντικής τέχνης από τον οποιοδήποτε θα κινούσε υποψίες για αθεΐα.

  Ένας μεγάλος αριθμός χρησμών μας είναι γνωστός στη σημερινή εποχή. Οι χρησμοί που έδιναν οι μάντεις, θεωρούνταν αυθεντικοί και παρουσιάζονταν σε απλή μορφή, δεν είχαν κανενός είδους αμφισημία, δεν περιείχαν προγνώσεις ούτε προφητείες, αλλά επρόκειτο κυρίως για θρησκευτικούς κανονισμούς. Η καταφυγή στη μαντική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια διαδεδομένη πρακτική, τόσο σε επίπεδο ατόμων όσο και σε επίπεδο πόλεων. Οι μαντικές τεχνικές, αν και εξαιρετικά πολυποίκιλες, διακρίνονται ουσιαστικά σε δύο ομάδες, εξαιρετικά άνισες μεταξύ τους αφενός οι διαφορετικοί χειρισμοί και η παρατήρηση οιωνών. Οι χρησμοί υπήρξαν τελικά θεϊκές επιταγές που δεν υπόκειντο σε επεξεργασία από το μάντη ή τα μαντεία.

Ο πίνακας αναπαριστά διαδικασία ΚαπνομαντείαςΩς μέθοδος μαντικής, η καπνομαντεία εξέταζε το καπνό που έβγαινε από τα φλεγόμενα αντικείμενα. Επιπλέον, υπήρχε και η μαντεία δι’ εμπύρων, κατά την οποία εξεταζόταν η συμπεριφορά της φωτιάς αλλά και η συμπεριφορά του αντικειμένου που δεχόταν την ενέργεια της φωτιάς.


  Ο θεός Απόλλων ήταν συνδεδεμένος με τη μαντική τέχνη. Σε όποιο μέρος εμφανίστηκε ο Απόλλωνας ήταν συνδεδεμένος με την προφητεία. Υπήρξαν πάρα πολλά προφητικά ιερά. Στην κλασική περίοδο η φήμη των Δελφών έτεινε να επισκιάσει όλα τα άλλα κέντρα τόσο όμως κατά την αρχαϊκή περίοδο, όσο μακριά φτάνουν οι ενδείξεις μας, όσο και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, που η επίδραση των Δελφών ελαττώθηκε και προσέλαβε τοπικό χαρακτήρα, άλλα μαντεία υπήρχαν και ανθούσαν.  Οι ιερείς του Απόλλωνα απαιτούσαν παρθενία από τις Πυθίες ιέρειες των Δελφών που εκλαμβάνονταν ως σύζυγοι του Απόλλωνα· αλλά ένας πιστός αποπλάνησε μία από αυτές και δημιουργήθηκε σκάνδαλο, και ύστερα απ’ αυτό οι ιέρειες έπρεπε να είναι τουλάχιστον πενήντα ετών κατά την εγκατάσταση τους, αν και εξακολουθούσαν να ντύνονται σαν νύφες. Στο έργο του Αισχύλου Ικέτιδες, πραγματοποιείται από μία ιέρεια επισκόπηση της ιστορίας του μαντείου των Δελφών (θα αναφερθούμε σε επόμενο κεφάλαιο).

  Στον Προμηθέα Δεσμώτη, ο Αισχύλος αναφέρει ότι την τέχνη της μαντικής έδωσε ο Τιτάνας Προμηθέας στους ανθρώπους: «και τους ποικίλους τρόπους της μαντικής διευθέτησα και έκρινα πρώτος ποια εκ των ονείρων επαληθεύονται· και τους δυσδιάκριτους οιωνούς των λόγων εδίδαξα εις αυτούς· και τα εν οδώ συναπαντήματα». Ο Προμηθέας γενικά προφητεύει το μέλλον της Ιούς, την απαλλαγή της από το μαρτύριο, την περιπλάνηση της και τη γέννηση του σωτήρα του από αυτή.

  Στο επεισόδιο της Ιούς (στίχ. 609-876) θα προβληθεί, επομένως, η άλλη πλευρά του πολύμορφου δώρου του Προμηθέα: η μαντική του τέχνη και η διαγνωστική του ικανότητα. Και πάλι ο λόγος του Προμηθέα γίνεται δημιουργός συνείδησης ιστορικού χρόνου· γεφυρώνει το παρελθόν, παρόν και απώτερο μέλλον. Θα αναφερθεί μια σειρά από όνειρα και χρησμούς. Η Ιώ θα πει στον Προμηθέα αναφερόμενη στο διωγμό που υπέστη: «Εις αυτά του Λοξίου τα μαντεύματα με εξεδίωξε και με απέκλεισε της οικίας, δίχως να θέλω, δίχως να το θέλει· αλλά εξηνάγκαζε αυτόν του Διός ο χάλινος, να πράττη ταύτα».



  Η Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα ιστορεί πως ο Απόλλωνας την ενέπνευσε στη μαντική τέχνη: «Στην τέχνη μ’ έβαλε ο μάντης Απόλλων», θα πει μα σαφήνεια. Η Κασσάνδρα είναι καταδικασμένη να γνωρίζει το τέλος της. Έτσι θα απευθυνθεί στον Απόλλωνα λέγοντας τα εξής: «Απόλλωνα, Απόλλωνα, οδηγέ και αποτελειωτή μου! Μ’ αποτελείωσες όχι με κόπο δεύτερη φορά!». Η μάντισσα αρχίζει να μιλάει με μια κραυγή οδύνης προς τον Απόλλωνα, του οποίου το σύμβολο βλέπει μπροστά στην πόρτα του παλατιού. Με τη μαντική της όραση βλέπει ξεκάθαρα το προσχεδιασμένο έγκλημα. Το λουτρό το δίχτυ το θανάσιμο πλήγμα.

  Ο σιγανός θρήνος της Κασσάνδρας, στον Αγαμέμνονα αποτελεί μια επίκληση της μάντισσας στον Απόλλωνα. Σε ένα παραληρηματικό κύμα προφητείας τραγουδά για τα από καιρό σφαγμένα παιδιά, βλέπει το φόνο που γίνεται μες το παλάτι, ακούει τις Ερινύες να τραγουδάνε από χαρά και τις βλέπει να χορεύουν στη σκεπή και, τέλος με στυφή θλίψη θρηνεί το χαμό της και το ξεκλήρισμα του Ατρέα. Η Κασσάνδρα θα πει σχετικά με τα σφαγμένα παιδιά: «Αυτά τα βρέφη που κλαιν για τη σφαγή τους, σάρκες ψημένες και απ’ τον πατέρα φαγωμένες». Για το φόνο που πρόκειται να γίνει στο παλάτι από την Κλυταιμνήστρα θα πει: «Αλίμονο τρισάθλια, αυτό λοιπόν θα κάνεις; Το σύντροφο της κλίνης σου τον άντρα σου! Λούζοντας τον σε λουτρό- πώς να το πω στο τέλος;». Ενώ για την επερχόμενη παρουσία των ερινυών η Κασσάνδρα θα πει: «Έχοντας πιει, έτσι που να αποθρασυνθεί πιο πολύ ο αχόρταγος όμιλος των Ερινυών, που δύσκολα έξω πετιέται. Στρογγυλοκαθισμένες αυτές μέσα στο σπίτι υμνούν τον ύμνο που αρχή έκανε των συμφορών».



  Έτσι, λοιπόν, η Κασσάνδρα ξεσπάει σε μια πλημμύρα προφητείας. Βλέπει καθαρά και ξάστερα όλα τα εγκλήματα που έγιναν στο καταραμένο τούτο παλάτι, τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα. Βλέπει τις Ερινύες να χορεύουν στη στέγη του και ακούει όλους τους ολολυγμούς, που εκφράζουν τη χαρά τους. Και τέλος μπαίνει μέσα η ίδια για να αντικρούσει το πεπρωμένο της. Λίγο πριν αποχωρήσει από τη σκηνή η Κασσάνδρα θα αναφωνήσει προς το Χορό: «Όμως θα μπω μες το παλάτι, για να θρηνήσω τη δική μου και του Αγαμέμνονα τη μοίρα. Μου αρκεί όσο έζησα! αχ ξένοι μου!»

  Στην Αυλίδα εμφανίστηκαν δύο αετοί που κατασπάραξαν μια έγκυο λαγίνα, μαζί με το ζωντανό καρπό της. Ο Κάλχας συσχετίζει το σημάδι με την άλωση της Τροίας, ταυτόχρονα όμως  -ξανά η αισχύλεια διπλή όψη- μήπως η Άρτεμη (εδώ τόσο ταιριαστή η πότνια θηρίων) αγανακτισμένη για την εξόντωση του φτωχού ζώου, απαιτήσει μια άλλη προσφορά που θα προκαλέσει φοβερό μίσος. «Μοίρα βαριά, αν δεν υπακούσω βαριά πάλι, αν σφάξω το τέκνο μου, τη χάρη του σπιτιού μου, ολύνοντας με αίμα παρθενικό τα πατρικά χέρια μου δίπλα στο βωμό». Εμφανίζονται δύο αετοί –κατάμαυρος ο ένας, με λευκή ουρά ο άλλος- που κατασπαράζουν μια λαγουδίνα ετοιμόγεννη. Ο μάντης Κάλχας ερμηνεύει τον οιωνό: οι αετοί είναι οι γιοι του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος, ενώ η λαγουδίνα είναι η Τροία. Οι αετοί θα νικήσουν στον πόλεμο και θα κατακτήσουν την Τροία.  Η Άρτεμις στο ξεκίνημα της τρωικής εκστρατείας οργίζεται και απαιτεί τη θυσία της Ιφιγένειας. Θυσία που ξυπνά όμως το πνεύμα εκδίκησης στο παλάτι.

  Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί και ένα απόσπασμα, που αφορά τη μαντική. από ένα χαμένο έργο του Αισχύλου, τον Γλαύκο Ποτνιέα. Στο έργο αναφέρεται ότι ο ψαράς Γλαύκος έφαγε ένα μαγικό βοτάνι και έγινε μάντης, ενώ μετατράπηκε σε θαλάσσια θεότητα. Την πληροφόρηση αυτή τη δίνει ο Στράβων, στα Γεωγραφικά.

  Οι άνθρωποι της αρχαιότητας ήταν πεπεισμένοι ότι η ζωή τους καθορίζονταν από τη θέληση των θεών. Μέσα από το έργο του Προμηθέα Δεσμώτη πληροφορούμαστε ότι ο Τιτάνας ήταν αυτός που δίδαξε τη μαντική τέχνη. Στον Αγαμέμνονα τέλος, η παρουσία της Κασσάνδρας μας παρέχει στοιχεία για τη λειτουργία της μαντικής.

 

 Πηγές:

1)    Αισχύλος, Αγαμέμνων, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

2)    Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, μετάφρ. Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου, εκδ. Γεωργιάδη, Αθήνα 2001.

3)    ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α., Προμηθεύς Δεσμώτης  και Λυόμενος του Αισχύλου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1973.

4)    ΚΟΓΙΑ Λ., Φόνοι συγγενικών προσώπων στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ρόδος 2019

5)    Μήλιος Α., Μπιργαλιάς Ν., Παπαευθιμίου Ε., Πετροπούλου Α., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα, τ.1: Από την αρχαιότητα εώς και τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.

6)    Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων τ.1, από τη γέννηση του είδους μέχρι το Σοφοκλή, μετάφρ. Ν. Χουρμουζιάδη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987.

7)    PARKE H. W., Τα ελληνικά μαντεία, μετάφρ. Α. Βόσκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000.

8)    THOMSON G., Το αειθαλές δέντρο, μετάφρ. Χ. Αλεξίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002.

9)    Zaidman L.B., Pantel P.S., Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής, μεταφρ. Κ. Μπούρας, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009.

10) GRAVES R., Οι ελληνικοί μύθοι, τ. 1, εκδ. Πλειάς-Ρούγκας, μετάφρ. Λ. Ζενάκος Αθήνα 1979, σελ. 206.

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...