Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενόπουλος Γρηγόριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενόπουλος Γρηγόριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος

 Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας της εποχής του. Κατάφερε να ζήσει απ’ το γράψιμο σε μια εποχή που λογοτέχνες και καλλιτέχνες δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα παιδιά και τους νέους και τους έγραφε επί χρόνια επιστολές, υπογράφοντας πάντα με την ίδια φράση: «Σας ασπάζομαι, Φαίδων». Ένας άνθρωπος βαθύτατα μορφωμένος, που προσπαθούσε να μην εκπέμπει κάτι ακαδημαϊκό. Με τον τρόπο αυτό έκανε τη γνώση να μοιάζει με παιχνίδι. Άλλωστε, όπως είχε πει και ο ίδιος, ο στόχος του ήταν να μπορεί να διαβαστεί από έναν μαθητή Γυμνασίου μέχρι τον Κωστή Παλαμά.



Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννιέται στις 9 Δεκεμβρίου 1867 στην Κωνσταντινούπολη.Είναι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που επέλεξε συνειδητά να ζήσει από την πένα του. Yπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1934 μέχρι το 1936. Έγραφε καθημερινά 10-12 ώρες. Το πεζογραφικό του έργο είναι τεράστιο.Στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων» έγραφε παιδικά-νεανικά διηγήματα. 

Μερικά ζακυνθινά έργα του ήταν τα: «Στέλλα Βιολάντη», «Ραχήλ», «Φωτεινή Σάντρη», «Ο ποπολάρος». Έφυγε απ’ τη ζωή στις 14 Ιανουαρίου 1951. Τέσσερα χρόνια πριν φύγει απ’ τη ζωή, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε τη «Ζωή σαν παραμύθι», στο οποίο έγραφε την ευχαρίστηση και την πληρότητά του, αφού πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρό του.

«Εκείνο που μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα», γράφει στην αυτοβιογραφική παρουσίασή του, «είναι πως η γέννησή μου ήταν μια τύχη πολύ ευνοϊκή για ένα συγγραφέα. Έχω στο αίμα μου, καταλαβαίνω κι’ αισθάνουμαι όλο τον Ελληνισμό. Η πελοποννησιακή καταγωγή των Ξυνήδων μ’ εξοικειώνει με την κυρίως Ελλάδα. Η ζακυνθινή καταγωγή του πατέρα μου κι’ η ανατροφή μου στη Ζάκυνθο από την κούνια βάζει μέσα μου όλο τον επτανησιακό, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η πολίτικη τέλος κι’ ανατολίτικη καταγωγή της μητέρας μου μ’ εξοικειώνει με τον ελληνισμό τον επίλοιπο. Είμαι και Ζακυνθινός, και Μωραΐτης, κι’ Ανατολίτης, κι’ Αθηναίος. Είμαι Πανέλληνας..."

Το Ψυχοσάββατο, του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ραδιοφωνικό θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Αγαπητοί φίλοι απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω το μονόπρακτο του σπουδαίου Έλληνα θεατρικού συγγραφέα Γρηγόριου Ξενόπουλου: Το ψυχοσάββατο. Πρόκειται για ένα δραματικό έργο που έγινε παραμύθι στα χείλη των γιαγιάδων, καθώς το έλεγαν πειστικά κάθε ψυχοσάββατο. Ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν πιστεύοντας πως ήταν πραγματική ιστορία από εκείνες που περιέχουν μυστήριο και γοητεύουν τις ανθρώπινες ψυχές.



Το έργο γράφτηκε το 1911 και ανέβηκε το ίδιο έτος επί σκηνής με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος έλεγε, με αφορμή το έργο στη σπουδαία ηθοποιό: «μια φορά ωστόσο η φρίκη έχει και το γούστο της…» προσπαθώντας να διασκεδάσει τη φρίκη από το δράμα του. Πρόκειται για μονόπρακτο, δηλαδή για έργο που εξελίσσεται σε μία σκηνή και μία πράξη. Το Ψυχοσάββατο (σύμφωνα με το συγγραφέα) είναι μια σύγχρονη τραγωδία, η οποία εισέπραξε και αρνητικές κριτικές.

Το 1968 με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα, το εθνικό θέατρο παρουσίασε δύο μονόπρακτα του: το Ψυχοσάββατο και το Θείο Όνειρο.

 Το Ψυχοσάββατο δεν είχε ξανανεβεί στη σκηνή μετά το 1911. Η εκλογή των έργων χαρακτηρίστηκε ατυχέστατη από τον τύπο της εποχής, και λίγο άξια να τιμήσει τη μνήμη του συγγραφέα καθώς, όπως σημειώθηκε, αποτελούν τα χειρότερα ίσως έργα του συγγραφέα, ιδιαίτερα το Ψυχοσάββατο που είναι απίθανος και αφελής μύθος με χαλαρή πλοκή. Η κριτική της εποχής ήταν ιδιαίτερα σκληρή και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το έργο είναι γερασμένο, ασήμαντο και ακαλαίσθητο και δε θα μπορούσε να σταθεί ακόμη και σε σκηνή μικρής επαρχιακής πόλης.

 

Η πλοκή του έργου.

 Η γριά Μπάμπαινα ετοιμάζει στο φτωχόσπιτό της τα κόλλυβα της κόρης της, της Ευμορφίας, που έχει πεθάνει πριν από έξι μήνες, γιατί την επομένη είναι Ψυχοσάββατο. Εκεί ζει με τη νύφη της, τη Μαρία, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για το θάνατο της Ευμορφίας. Η Μαρία και η Μπάμπαινα συνομιλούν στην αρχή του έργου και αποτυπώνεται η αμοιβαία τους αντιπάθεια.

 Περιμένουν τον Κωνσταντή, τον άντρα της Μαρίας από τις δουλειές στην εξοχή. Όταν ο Κωνσταντής φτάνει και ανακοινώνει ότι σε λίγο θα έρθει ο ξάδερφός του ο Λυγερός. Η Μαρία δείχνει να περιμένει με λαχτάρα τον ερχομό του Λυγερού. Τρώνε όλοι μαζί και η γριά συνεχώς επιτίθεται στη νύφη της και υποστηρίζει ότι ζούμε μαζί με τους νεκρούς, ότι κάνουμε ό,τι εκείνοι θέλουν. Η Μαρία τρομάζει, σαν να είδε κάτι και σιγοκλαίει.

 Τέτοια περιστατικά επαναλαμβάνονται τακτικά και ο γιατρός τους είπε ότι είναι «υστερικά». «Οι πεθαμένοι μας κυβερνούν» ξαναλέει η γριά Μπάμπαινα, δείχνοντας ευθέως προς τη νύφη της, αλλά ο Κωνσταντής παίρνει το μέρος της γυναίκας του. Όταν η Μαρία μένει μόνη με τον Λυγερό του ζητά να την πάρει να φύγουν, να την πάει στη μάνα της και να γίνει δική του. Ο Λυγερός  την είχε ζητήσει από τον πατέρα της, αλλά εκείνος την έδωσε στον πλούσιο Κωνσταντή.

 Η Μαρία βιώνει επώδυνα το γάμο της και η Ευμορφία, όσο ζούσε, της έκανε τη ζωή δύσκολη καθημερινά. Τελικά η Μαρία πείθει το Λυγερό να την πάρει μαζί του και οργανώνουν τη φυγή τους. Η δράση διακόπτεται από το «Ιντερμέτζο» και η σκηνή γεμίζει ψυχές. Η Ευμορφία ως Κορυφαία του Χορού των ψυχών, τραγουδά μαζί με τις συντρόφισσές της την επιστροφή στο σπίτι της που τη γεμίζει χαρά. Και με το τραγούδι οι ψυχές χάνονται. Η Μαρία με αναμμένο το λύχνο πάει να φύγει, αλλά στην πόρτα βλέπει την Ευμορφία που την εμποδίζει και πέφτει λιπόθυμη. Ο Λυγερός προσπαθεί να την συνεφέρει και να την πάρει μαζί του. Η Μαρία τελικά ομολογεί πως άνοιξε το παράθυρο τη νύχτα καιξανα κύλησε η άρρωστη αδερφή στην αρρώστια.

 Η γριά Μπαμπαινα έρχεται να συνηγορήσει και ο Κωνσταντής σύρει τη γυναίκα του «απάνου στο κρεβάτι της πεθαμένης». Ακούγονται κρότοι και μια υπόκωφη κραυγή της Μαρίας. Η Μπάμπαινα υψώνει τα χέρια: «Δικαιοσύνη». Χτυπάει ο όρθρος του Ψυχοσάββατου.

 


Φωτογραφία από την παράσταση του 1968

Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

 Ο Ξενόπουλος χαρακτήρισε το έργο «σύγχρονη τραγωδία, μονόπρακτη με ιντερμέτζο». Η επίσκεψη των ψυχών στο ιντερμέτζο βγάζει το έργο πέρα από την ηθογραφική αποτύπωση και δημιουργεί προϋποθέσεις να συνδεθεί με μη ρεαλιστικά είδη που καλλιεργεί ο ύστερος 19ος αιώνας.

 Το Ψυχοσάββατο είναι γραμμένο σε πρόζα και δημοτική γλώσσα, περιέχει εκτενείς σκηνικές οδηγίες και μια σημείωση του συγγραφέα για παράλειψη του ιντερμέτζου αν χρειαστεί κατά τη σκηνική δοκιμασία. Όσον αφορά το ιντερμέτζο, ανάμεσα στις πράξεις ενός θεατρικού έργου, υπήρχε η συνήθεια να λαμβάνει χώρα ένα μουσικό διάλειμμα, το οποίο επικράτησε να ονομάζεται Ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο. Συνήθεια που εμφανίστηκε στα θεατρικά έργα από τα τέλη του 15ου αιώνα.

 Το έργο παραπέμπει σε θρησκευτικές τελετουργίες που συνδέονται με τους νεκρούς. Ιδιαίτερα η πρώτη σκηνή οργανώνεται για να αποτυπώσει τα έθιμα τα οποία συνδέουν το ζωντανό κόσμο με το Επέκεινα.

 Οι χαρακτήρες της Μαρίας και του Λυγερού είναι μπλεγμένοι στο δίχτυ που πλέκουν οι αξίες μιας παραδοσιακής πατριαρχικής κοινωνίας και παλεύουν να βρουν διέξοδο στις προσωπικές τους επιθυμίες. Η γριά Μπάμπαινα είναι η ενσάρκωση της παράδοσης και μάλιστα της πιο συντηρητικής εκδοχής της που δεν επιτρέπει στο καινούριο να ανατείλει.

 Ο Παύλος Νιρβάνας, τέλος, έγραψε πως ο τρόπος της δολοφονίας που είχε διαλέξει ο Ξενόπουλος ήταν εσφαλμένος από ιατρικής άποψης. Διότι, όπως έγραφε σε κριτική του για το έργο, «η ιατρική επιστήμη εις την περιπνευμονίαν ακόμη επιβάλει το άνοιγμα ενός παραθύρου»! Παρόλαυτα ο Ξενόπουλος χαρακτήρισε το έργο του «φρικτό και άγριο»



*Σκηνοθεσία Σπύρος Ευαγγελάτος* 

*Παίζουν Αντιγόνη Βαλάκου, Στέλιος Βόκοβιτς, Έλλη Ξανθάκη, Αφροδίτη Γρηγοριάδου*



Η Αντιγόνη Βαλάκου






Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης :




 

Ο Στέλιος Βόκοβιτς


Πηγές:

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Θέατρο. Ραχήλ. Χερουβείμ. Ψυχοσάββατο. Στέλλα Βιολάντη, Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα 1991.

Εφημερίδα Εστία, 02/03/1968

https://www.taathinaika.gr/to-christianiko-psychosavvato-kai-o-mythos-tis-ziliaras-nyfis/

Χριστουγεννιάτικη νύχτα. Γρηγορίου Ξενόπουλου. Διήγημα

— ΔΕΝ έχει εφέτο κουλούρα, παιδιά μου ! Και νάν το ξέρετε…


— Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.

Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;

— Για το κορέττο του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν ‘άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.

                                 

Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα τής μάνας, τής νόνας, τής γριάς Αγγέλικας ακόμα τής δουλεύτρας, και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα ήταν χαρά. Έριχναν μάλιστα κι ένα σμπάρο, —το θυμόταν από πέρσι,— ο ίδιος ο πατέρας τους το έριξε, από το παραθύρι στην αυλή, εμέ το τουφέκι του κυνηγιού, μπουμ,— την ώρα πού θα την έκοβαν στο καταστόλιστο τραπέζι…

Ναι, είχε γίνει ολάκερη τελετή την παράξενη κι ευτυχισμένη εκείνη νύχτα. Αμυδρά την έβλεπαν στη θύμησή τους τα μικρά αγοράκια. Πρώτα είχαν βρεθεί μαζεμένοι όλοι στην κουζίνα. Η κουλούρα ήταν απάνω στο τζάκι και μια ζωηρή φλόγα περνούσε από την τρύπα της κι ανέβαινε ψηλά. Την έσβησαν.,. Όχι με νερό… παρά με κρασί και με λάδι… Τι όμορφα πού μύρισε ο άσπρος καπνός !… Έπειτα έπιασαν όλοι την κουλούρα και την κουβάλησαν στο τινέλλο και την έβαλαν στο στρωμένο τραπέζι… Την κρατούσαν χαμηλά, έσκυβαν μάλιστα οι μεγάλοι για να μπορούν να την πιάνουν και τα παιδιά. Και γελούσαν, όλοι γελούσαν…

Μα έψελναν κιόλα, έψελναν το «Χριστός γεννάται…» Τότε ο πατέρας έριξε την τουφέκια από το παραθύρι του τινέλλου στην αυλή. Κι’ ευθύς έπειτα άρχισε να κόβει του καθενός το κομμάτι τής κουλούρας πού έτυχε να κράτη. Γιατί κανένας δεν είχε βγάλει ακόμα το χέρι του από πάνω της. «Τούτο, τούτο είναι το κομμάτι μου !» είχε φωνάξει μια στιγμή η σιγαλή Μαρία. Κι’ ο πατέρας, γελώντας, της είπε : «Καλά, το βλέπω. Τράβηξε μόνο το χέρι σου μη σού το κόψω.» Και τής έβγαλε το κομμάτι της, πού η Μαρία ανυπόμονη τάρπαξ’ ευθύς κι” άρχισε να το ψάχνει. “Έτσι έκαμαν όλοι με τη σειρά τους. Κι ο πατέρας τελευ­ταίος, αν και το δεύτερο κομμάτι πού έβγαλε ήταν το δικό του, γιατί το πρώτο, λέει, «ήταν τού φτωχού»… Μα κανέ­νας δε βρήκε μέσα το ασημένιο λεφτό, το «ηύρεμα» ! Ούτε ή γριά Αγγέλικα. Κι’ ο πατέρας είπε : «Θα είναι στο κομ­μάτι τού φτωχού. Έ, δεν πειράζει… Και τού χρόνου !»

Ναι, ναι, είπε «και τού χρόνου». “Όλοι είπαν «και τού χρόνου.» Κι’ όμως δεν έπιασε. Εφέτος δε θάκαναν κουλούρα. Είχαν το κορέττο τού πατέρα, πού πήγε στον ουρανό. Φορούσαν μαύρα. Και κλαίγανε. Τι κακό !

Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ ο πατέρας— ο κυρ-Στάθης ο Σταμούλης με τ όνομα,— είχε πεθάνει τον ίδιο χειμώνα, τον περ­σινό. Ακόμα δεν είχε κλείσει χρόνος. Κι’ ακόμα δεν είχαν ξεκάνει όλες τις πραμάτειες τον μαγαζιού του, πού τις είχαν κουβαλήσει στο σπίτι και τις είχαν αποθηκιάσει στις άδειες κάμαρες. ’Ήταν όλο πανικά : διάνες, Αμερικάνικα, μανταπολάμια, λινά, ντόπια μπαμπακερά, μάλλινα λογής- λογής. H Σταμούλαινα, η χήρα, δεν είχε βρει την τιμή πού ήθελε για να τα δώσει χοντρικώς. Κι έλεγε : «Παρά να τα χαρίσω στους κλέφτες, καλύτερα τα πουλώ η ίδια με το μπράτσο. Καλύτερα τα κρατώ για το προικιό τής Μα­ρίας μου. Καλύτερα τα κόβω και τα ράβω τώρα, όσο χρειάζουνται στο σπίτι. Τόσοι νοματοι είμαστε και θα δίναμε τόσα λεφτά για να μαυροντυθούμε…»

Κι αλήθεια. Μαύρες διάνες και μαύροι Αλπακάδες είχαν χρησιμοποιηθεί κι όλα για το κορέττο του σπιτικού. Είχαν ραφτή και μερικές ντουζίνες ασπρόρουχα για προι­κιό της Μαρίας πού κόντευε να μεγαλώσει. Και μόνο λίγα, μα πολύ λίγα, είχε αγοράσει σε καλή τιμή, ο Πέτρος ο Ραυτόπουλος, ένας μαγαζιάτορας του Αγίου Παύλου, κολλέγας του μακαρίτη.

Αυτά τα απούλητα πανικά τού μαγαζιού ήταν ή αιτία πού λογόφερναν τώρα καθεμέρα οι δυο Σταμούλαινες, η χήρα κι η μάννα του κύρ Στάθη. Να πούμε τη μαύρη Αλήθεια, πεθερά και νύφη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Από ξαρχής τρώγονταν και με δυσκολία ο κύρ Στάθης έφερνε την ειρήνη ανάμεσό τους. Μα ο θάνατός του κι ή κληρονομιά του μεγάλωσαν τη διχόνοια τών γυναικών. Η γριά δεν μπορούσε να χώνεψη τη νέα, πού σαν κλήρο νά­μα, είχε πάρει απάνου της το κουμμάντο του σπιτιού και τής περιουσίας χωρίς να ρωτάη κανένα. Έκανε ό,τι ήθελε. Του κεφαλιού της. Και, κατά την ιδέα τής πεθεράς, πάντα στραβομάρες, πάντα στραβοτιμονιές.

« — Δός τα καϊμένη, την τρωγόταν, δός τα τα πανιά. Τί τα φυλάς ; Να πάρουμε όβολα, νάν τα βάλουμε στην Τράπεζα με ταλλα. Φτηνότερα ναι· μα δε συλλογιέσαι κανε τούς τόκους πού χάνουμε ;

«—”Ας τα κει ! της απαντούσε ή νύφη τη; πεισμα­τικά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Ή μη σου χρειάζουνται οι άδειες κάμαρες;… “Εγνοια σου και ξέρω εγώ.

«— Δός τα !

«— Έ, μά σκάσε !»


Και, — περίεργο πράμμα, — εκείνη ίσα-ίσα τη νύχτα τής παραμονής, την άγια χριστουγεννιάτικη νύχτα που, άν ήταν άλλοιώς, θάκοβαν με χαρά την κουλουρά και θάρριχναν το σμπάρο, οι δυο γυναίκες, θυμισμένες, λυπημένες, κλαμμένες, πόνεμένες, έπιασαν πάλι τον καυγά γιά τα πανικά!

ΗΤΑΝ αργά πιά.

Νωρίς, είχαν δειπνήσει θλιβερά. Τό τραπέζι τους, αστόλιστο, σαρακοστιανό, συνειθισμένο, σηκώθηκε γρήγορα- γρήγορα. Κι’ ή γριά-’Αγγελικά πήρε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να τα βάλη να πλαγιάσουν.

— Κοίταξε νάποκοιμηθούν τα κακομοίρα, είπε η νόνα στη δουλεύτρα, πριν αρχινίσουν να κόβουνε τις κουλού­ρες στη γειτονιά… ‘Ας μην ακούσουνε κάνε τα σμπάρα, τα ψαλσίματα και τα τραγούδια των άλλων…

— Ναι, κυρά μου, θάν τα κοιμίσω, έγνοια σου.

Κι’ ή γριά-Άγγέλικα, αφού χαμήλωσε όλως-διόλου το φως τής λάμπας στην κρεββατοκάμαρα κι’ εσκέπασε το καντήλι τής Παρθένας, τούς είπε στο μισόφωτο παραμύθια και τα νανούρισε.

Του κάκου! Τα παιδιά κρατούσαν τα μάτια τους γα­ρίδα. Και δεν αποφάσισαν να τα κλείσουν, παρ’ αφού τούς υποσχέθηκε η γριά πώς του χρόνου, — ώ, χωρίς άλ­λο ! —του χρόνου θάκοβαν χριστουγεννιάτικη κουλούρα κι’ αυτοί.

— Νά σας χαρώ, πουλάκια μου !… Άμή πώς ; Το κορέττο θαχη περάσει…Κοιμηθητε τώρα να ιδήτε στον ύπνο σας αγγέλους. Κοιμηθητε, γειά σας !…

Κι από μέσα της ψιθύρισε :

« – Θέ μου ! τί δυστυχισμένοι που είμαστε οι άνθρώποι !…»

Τά μικρά, τα δίδυμα άγοράκια σίγουρα κοιμήθηκαν. Ίσως κοιμήθηκε κι ο Θόδωρος, το ζιζάνιο. Η σιγαλή Μαρία όμως όχι. Αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και, θυ­μούμενη τις περασμένες κουλούρες και χαρές, άκουγε από μέσα την κουβέντα τής μάννας της και τής νόνας.

Αυτές, στο τινέλλο πάντα καθισμένες, μ’ ένα μόνο φως αναμμένο στο τετράφωτο καντηλέρι, άμα η Αγγελικά τούς είπε πώς τα παιδιά κοιμήθηκαν, είχαν αρχίσει λίγο-λίγο να υψώνουν τη φωνή… Ήταν κιόλα κι’ αργά. Σε λίγο τα σπίτια τής γειτονιάς, κι’ όλης τής χώρας, θάρχινούσε η τελετή τής κουλούρας.

Και να, το πρώτο σμπάρο πέφτει εκεί κοντά: Μπουμ!

— Στου Γερόλυμου ήτανε ! είπε ή πεθερά.

— Όχι, στου Κατσή ! είπε ή νύφη.

— Θάκουγότανε πίλιο μακρυά.

— Στου Κατσή σου λέω !

— Δεν ειξέρεις τί λες…

— Εσύ δεν ειξέρεις, όπως πάντα !

Δεύτερο σμπάρο σέ λίγο.

— Νά το ! Ετούτο ήτανε του Γερόλυμου ! Τακουσες; φώναξε η νύφη θριαμβευτικά.

Η πεθερά κούνησε το κεφάλι της. Από μέσα της αναγνώριζε το λάθος, μα δεν ήθελε να τομολογήση.

— Άς αφήσουμε, είπε, τους ευτυχισμένους να γιορ­τάζουν κι’ ας κοιτάξουμε μεις τη συφορά μας… Νύφη, θά στο ματαπώ και πες ό,τι θέλης. Δός τα εκείνα τα έρημα, δός τα !

— Ού ! σκοτούρα είσαι!… Σώπα, σώπα… Νά, λένε το «Χριστός γεννάται» στου Σέλινα…

— Ακου, πού σου λέω. Δός τα να συχάσουμε και να γλυτώσουμε. Ο Νικόλας ο Μένιας δίνει το κόστη με διά­φορο…

— Άσε με, να ζήσεις! O Νικόλας ο Μένιας είν’ ένας κλέφτης, πού θέλει νάν τα ψωμοφάη. Άσε με τώρα μην κολαστώ, μέρα πού ξημερώνει!… Μα τί, τί; Τό μάτι σούκλεισε αυτός ο άνθρωπος, πώς θά σου δώση μερτικό και κάνεις έτσι ; Μ’ έφαγες για δαύτονε !

— Ναι, να σέ χαρώ!… Μερτικό θά μου δώσει !… Δεν ντρέπεσαι, καϊμένη, να λες τέτοιο λόγο τσή μάννα σου ;… Μωρέ, μπράβο !.·.

— Ναταν ουλές οι μαννάδες σαν και σένα !…

— Βρίζε τώρα, βρίζε!… Άγκαλά μου, όπως είσαι μαθημένη… Έπειτα λές «μέραπού ξημερώνει…» Μα έχεις εσύ Χριστούγεννα, Λαμπρή, Αγίου, Παναγίας; Ουλές οι μέρες το ίδιο είναι γιά τη γλώσσα σου και για την κα­κία σου!..

Η ΝΕΑ Σταμούλαινα ήταν έτοιμη νάπαντήση σ’αύτά κάτι φοβερό, μά δεν επρόφθασε: Ένα σμπάρο, από κοντά, από αντίκρυ ίσως, εβοΰϊξε τόσο δυνατά πού τίς τρόμαξε.

— Νά χαθή κι’ ο μουρλο-Πέρικλες με την πιστόλα του, μουρμούρισε ή γριά. Σπαβεντάρησα!

Κι εσωπάσανε κι’ οι δυο κάμποση ώρα.

Σ’ αύτό το διάστημα οι πιστολιές, μακρινές και κον­τινές, πεφταν πυκνά σ’ όλη τη χώρα. Παντού κοβόνταν κουλούρες. Σ όλα τα σπίτια τραπέζι και χαρά. Εκτός από τα λιγοστά, πού τα είχε κάψει ο Χάρος. Αυτά μόνον ήταν βουβά και σκοτεινά, σαν του Σταμούλη.

— Έτσι μας έμελλε ! στέναξε μια στιγμή η γριά.

— Αυτό να συλλογιέσαι καλύτερα και να σωπαίνης ! της άποκρίθηκε η νέα.

Κι αν ήταν μονάχα ο θάνατος ! εξακολούθησε με πι­κρό στόμα ή γριά. Μα είναι και ταλλα…

— Για τα πανιά πάλε θά μου πής ; θύμωσεηή νέα. Μάννα, θά με κάμης νάν τσού βάλω φωτία νάν τα κάψω!… Ακούς φωτία θάν τσού βάλω !

’Απτόητη ομως, ακλόνητη, ακούραστη η γριά τής άποκρίθηκε:

— Καλύτερα νάν τάδινες !… Δός τα να ησυχάσουμε ! Δός τα να γλυτώσουμε !

Κι’ο καυγάς ξανάρχισε ατέλειωτος.




Αυτή τη φορά όμως δεν τον έκοψε σμπάρο. Ήταν αργά. Στή γειτονιά είχαν κοπή όλες οι κουλούρες. Μόνο μια παρέα γλεντζέδων, πού γυρνούσε τα φιλικά σπίτια και τραταριζόταν στο πόδι, από μια φέτα κυδώνι κ’ ενα ποτη­ράκι βεντέα —εβίβα ! καλά Χριστούγεννα ! και του χρό­νου !… — στο κέφι λιγάκι, πέρασε απέξω απ’ του Σταμούλη τραγουδώντας δυνατά.

Τό τραγούδι έκοψε τόν καυγά.

Μα σέ λίγο κόπηκε και το τραγούδι…

Στη γλυκεία, την ήσυχη νύχτα, ακούστηκε καθαρή η φωνή κάποιου από την παρέα, πού ρώτησε :

— Γιατί σκοτάδια σε τούτο το σπίτι;

— Είναι του Σταμούλη, αποκρίθηκε ένας άλλος.

— A, ναι ! είπε ο πρώτος. Θεός σχωρέσει τόν καϊμένο τον κύρ-Στάθη… Καλός άνθρωπος ήτανε !

Κάποιος τότε έκαμε να ξαναρχίση το τραγούδι: “Σάφίνω την…”

— Μή! τόν έκοψε εκείνος πού μιλούσε. Εδώ δεν κάνει… Πάμε, παιδιά, παρακάτου με ησυχία…

— Θέ μου ! ψιθύρισε πάλι η γριά Αγγελικά πού τα είχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι !…»

Τακόυσαν οι δυο γυναίκες και κοιτάχτηκαν με μομφή. Σά νάλεγε ή μια στην άλλη: «Ακούς ; Ντράπου και λι­γάκι !…»

Μα δεν είπανε λέξη. Η παρέα, βουβή, απομακρύν­θηκε. Μια στιγμή έγινε άκρα ησυχία, στο σπίτι, στο δρό­μο, στή χώρα, παντού.

Και μέσα σ αυτή την ησυχία, αντήχησαν έξαφνα ακράτητοι λυγμοί.

Έκλαιγε ή σιγαλή Μαρία στο κρεββάτι της.

— Θεέ μου ! ψιθύρισε και τρίτη φορά ή γριά- Αγγέλικα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι…!»

**************


Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...