Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρομαντισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρομαντισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το πρώτο μυθιστόρημα του Νέου Ελληνικού Βασιλείου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στο νέο ελληνικό κράτος, πρόκειται για το Λέανδρο του Παναγιώτη Σούτσου, που εκδόθηκε το 1834 από το τυπογραφείο των Κωνσταντίνου Τόμπρα και Κωνσταντίνου Ιωαννίδη.



  Ο Λέανδρος υπήρξε το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα, όπως υπερηφανεύεται και ο ίδιος ο συγγραφέας, που εκδόθηκε στο έδαφος της ανεξάρτητης Ελλάδας, σε μια εποχή που ορισμένοι πεφωτισμένοι Φαναριώτες επιχειρούσαν να ανοίξουν δρόμους στην ανύπαρκτη έως τότε ελληνική μυθιστοριογραφία. Ήταν η εποχή κατά την οποία χτίζονταν η νέα ελληνική ταυτότητα.

  Το έργο δημοσιεύθηκε ως “Σειρά επιστολών προς τον ¨Ήλιο¨, ήταν δηλαδή επιστολικό μυθιστόρημα, με τίτλο: Αι περιπλανήσεις μου. Ο Σούτσος θέλει να κηρύξει τους άθλους και τις θυσίες των Ελλήνων, εμπνευσμένος από το Οδοιπορικό του Σατωμπριάν.  Ο συγγραφέας με το έργο αυτό μετεμφύτεψε την παράδοση του επιστολικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα

  Τελικά, οι επιστολές που υπονόμευσαν την περιγραφή του ερωτικού ¨μύθου¨ αποσύρθηκαν. Παρά την επιστολική του μορφή ο πομπώδης χαρακτήρας του μας δυσκολεύει να μιλήσουμε για πράξη επικοινωνίας στο έργο. Ο Λέανδρος περιγράφει κατά βάση τον μοιραίο έρωτα δύο νέων του Λέανδρου και της Κοραλίας στη μετεπαναστατική Αθήνα.


Η υπόθεση:

   Ο Λέανδρος και η Κοραλία, γόνοι Φαναριώτικων οικογενειών που με την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, ήρθαν στην Αθήνα, αγαπιόντουσαν ήδη από μικρά παιδιά. Το μίσος όμως των οικογενειών τους αλλά και οι ανακατατάξεις που έφερε η ελληνική επανάσταση και η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, τους χώρισαν. Συναντιούνται τυχαία, ξανά, στην Αθήνα για να διαπιστώσουν και οι δυο τους, ότι ο έρωτάς τους έχει μείνει ανέπαφος. Μόνο που η Κοραλία είναι τώρα παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού. Η ηθική και των δυο τους, τους απαγορεύει κάθε είδους σκέψη για πραγματοποίηση του έρωτά τους, και έτσι ο Λέανδρος - και με προτροπή της Κοραλίας, φεύγει για δυο μήνες από την Αθήνα με σκοπό να "ξεχάσει" την Κοραλία. Αφού περιπλανηθεί θα καταλήξει στο Ναύπλιο, και θα βρεθεί εν μέσω των ραδιουργιών για την κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα. Όταν ύστερα από δυο μήνες γυρίζει στην Αθήνα, βρίσκει την Κοραλία ετοιμοθάνατη. Όταν τελικά πεθαίνει, ο Λέανδρος αυτοκτονεί και αυτός, κρατώντας ένα πορτραίτο της στην αγκαλιά του.

   Στο μυθιστόρημα τέσσερα πρόσωπα ανταλλάσσουν επιστολές μεταξύ τους: ο Λέανδρος, ο φίλος του ο Χαρίλαος που παραμένει στην Αθήνα και από αυτόν πληροφορείται τα νέα της Κοραλίας, η Κοραλία με την φίλη της, αγαπημένη του Χαρίλαου, Ευφροσύνη. Οι δυο γυναίκες όταν αλληλογραφούν πληροφορούν τον αναγνώστη για την πρόοδο της υπόθεσης του έργου και μόνο.

   Το βιβλίο αποτελείται από 77 επιστολές, την πλειονότητα των οποίων - 50 -, στέλνει ο Λέανδρος στον Χαρίλαο το χρονικό διάστημα από 13 Δεκεμβρίου του 1833 έως και 4 Απριλίου του 1834.

   Προς το τέλος του βιβλίου τα γράμματα αντικαθιστώνται με "Αποσπάσματα των συλλογισμών του", μετατρέποντας την επιστολική σε ημερολογιακή μορφή.

 

Η γλώσσα του έργου.

  Φανατικός αρχαϊστής ο Σούτσος, και υπερασπιστής της αρχαϊζουσας αττικής διαλέκτου (σε αυτή είναι γραμμένος ο Λέανδρος), επέμεινε σθεναρά στις γλωσσικές του απόψεις. Ο συγγραφέας, υπήρξε, ο αρχηγός της αρχαϊζουσας νέας γλωσσικής σχολής.

  Τα πάθη του δημοτικιστικού αγώνα δε μας επέτρεψαν να δούμε το έργο των πρώτων πεζογράφων του ελληνικού κράτους. Ο Λέανδρος ήταν μεταξύ των θυμάτων αυτού του αγώνα. Οι αδελφοί Σούτσοι φαινόταν συντηρητικοί στα μάτια των μετέπειτα δημοτικιστών, οι οποίοι, ταύτιζαν την πίστη στη δημοτική γλώσσα με την προοδευτική ιδεολογία.

 Σήμερα έχουμε απομακρυνθεί απ΄ όλα αυτά, καθώς μελετούμε όμως το έργο των αρχαϊστών συγγραφέων διαπιστώνουμε ένα τεράστιο πλούτο από πολλές απόψεις. Ο μελετητής μπορεί να αντλήσει πάμπολλα στοιχεία για την πρώτη περίοδο του ελληνικού κράτους μέσω αυτών τον έργων, ¨απενοχοποιημένος¨ πια από τις προκαταλήψεις. Παρολαυτα, η γενικότερη στάση των ερευνητών έναντι των αδελφών Σούτσου παραμένει ανεξήγητα προκατειλημμένη.

 

 

Το Ναύπλιο εκείνης της εποχής

Η πολιτική και κοινωνική προσέγγιση του Λέανδρου.

   Στο έργο σκιαγραφήθηκαν οι  απόψεις του Σούτσου και της φαναριώτικης ελίτ για την κοινωνική αλλά και κυρίως την πολιτική κατάσταση της χώρας, τις οποίες και οι εφημερίδες της εποχής επιδοκίμασαν.

  Οι Σούτσοι, ήταν σε γενικές γραμμές υποστηρικτές του Όθωνα και της Αντιβασιλείας, αλλά άσκησαν αμείλικτη κριτική στους υπουργούς. Ο Γ. Βελούδης χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο Σούτσο (αδελφό του Παναγιώτη) ¨γλείφτη και αυλοκόλακα της καμαρίλας των Όθωνων¨. Είχαν την πεποίθηση ότι η συνταγματική μοναρχία ήταν η απαραίτητη ¨συνθήκη ανακωχής¨ μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Υπήρξαν, ακόμη, ενάντιοι του Καποδίστρια, έφτασαν μέχρι του σημείου να εξυμνήσουν την οικογένεια Μαυρομιχαλαίων, παρομοιάζοντας τους με τους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Ο Λέανδρος όπως και το συνολικό έργο των Σούτσων κατακρίνει σφοδρά τους πολιτικούς.

  Ο Λέανδρος είχε, όμως, και κοινωνικές προεκτάσεις, και γενικά στο έργο του Παναγιώτη Σούτσου, εντοπίστηκε το στοιχείο της κοινωνικής αναζήτησης. Ο Σούτσος,  αν και πλουσιόπαιδο είχε αίσθημα κοινωνικού ¨δικαίου¨. Ίχνη ¨Σαινσιμονισμού¨ (πρώιμου ουτοπικού σοσιαλισμού)  υιοθετήθηκαν στη σκέψη του Σούτσου τη δεκαετία του 1830. Οι Σούτσοι ήταν εκείνη την εποχή στην πρωτοπορία της διανόησης.


Ο Παναγιώτης Σούτσος.

 
 


Ρομαντικά στοιχεία στο έργο.

 Ο Ρομαντισμός τη δεκαετία 1830-40, ήταν το καινούριο και ολοζώντανο λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής. Θα επιβληθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία σχεδόν την ίδια χρονιά της μαχητικής επικράτησης του στη Γαλλία, και μαζί με την καθαρεύουσα (η ενδιάμεση ¨γλωσσική¨ λύση που επιλέχθηκε τελικά μεταξύ δημοτικής και αρχαΐζουσας) θα παραμείνει κυρίαρχος στην ελληνική λογοτεχνία για πενήντα ολόκληρα χρόνια.

  Σήμερα και ο Ρομαντισμός και η καθαρεύουσα λίγες συμπάθειες έχουν, την εποχή μάλιστα του πρώτου δημοτικισμού είχαν γίνει στόχος εύκολης σάτιρας. «Σε ένα ιστορικό αντίκρισμα όμως δε χωρούν τέτοιες προκαταλήψεις, δίπλα στους μέτριους ή κακούς συγγραφείς ξεχώρισαν και αυτοί που άρθρωσαν μία γνησιότερη λυρική φωνή και που κατόρθωσαν να μεταβάλλουν και το Ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή.» (Λίνος Πολίτης).

 Ο ελληνικός Ρομαντισμός κινήθηκε στην περιοχή κυρίως της ποίησης, η νηφαλιότητα του πεζού λόγου λες και τον απωθούσε. Η ποιητική και πεζογραφική παραγωγή που γράφτηκε κατά την περίοδο 1830-1880 κυρίως στην Αθήνα αλλά και σε άλλα κέντρα του ¨αλύτρωτου¨ και ελλαδικού Ελληνισμού, είχε ως βασικό άξονα, όπως βλέπουμε και στο Λέανδρο, (πάνω στον οποίο κινήθηκαν τα πεζά των ρομαντικών χρόνων) έναν ¨ανεκπλήρωτο¨ έρωτα ή ερωτικές ιστορίες με οδυνηρό τέλος (και αυτό το στοιχείο υπάρχει στο έργο μας). Ταυτόχρονα αυτά τα στοιχεία συνδυάστηκαν με πολιτικά και πατριωτικά θέματα, όπως παρατηρούμε και στο Λέανδρο.

 Στην Ελλάδα το ρομαντικό λογοτεχνικό ρεύμα ονομάστηκε ¨Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή¨, και τα θεμέλια της έθεσαν ο Παναγιώτης Σούτσος μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο και το Ρίζο Ραγκάβη. Το ρομαντικό επιστολικό εν προκειμένω μυθιστόρημα, το οποίο χρωστούσε πολλά στο Γκαίτε και το Φόσκολο, αντιπροσωπευτικό δείγμα του οποίου ήταν και ο Λέανδρος, ταίριαζε με τον ορισμό του Κοραή με το μυθιστόρημα: ¨Πλαστήν αλλά απίθανην μαρτυρία ερωτικού παθήματος, γραμμένη εντέχνως και δραματικώς, ως επί το πλείστον εις πεζό λόγον¨. Ο ίδιος ο Σούτσος θεωρούσε περήφανα τον εαυτό του ¨καινοτόμο¨ στην εκπλήρωση μιας ανάγκης που το έθνος αργά ή γρήγορα πρέπει να νοιώσει.

  Βασικά μοτίβα-θέματα της πεζογραφίας του Ρομαντισμού και τα οποία απαντάμε και στο έργο ήταν τα εξής:

1)    Ερωτικά πάθη και παθήματα που οφείλονται σε ποικίλους παράγοντες (κοινωνικές συμβάσεις, κοινωνική ανισότητα κλπ).

2)    Μελαγχολική διάθεση των πρωταγωνιστών.

3)    Καταφυγή του ανικανοποίητου ερωτικά ατόμου στη φύση και το φιλοσοφικό στοχασμό που γεννά η παρατήρηση και η περιγραφή της.

4)    Έντονη θρησκευτική πίστη και γενικά παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου.


 Στο έργο υπάρχει ο στόχος της ηθικής ωφέλειας, καθώς τα δύο μέλη δεν παραβιάζουν τους ηθικούς κανόνες.

 Κλείνοντας θα πούμε ότι το έργο μπορεί να αναγνωστεί και αλληγορικά, το ζευγάρι ερωτευμένων (Λέανδρος και Κορνηλία) συνδέεται με την ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας, οι εξελίξεις στην αγάπη αντανακλούν το μήνυμα ότι η Ελλάδα πρέπει να ξαναγίνει μεγάλη. Το πρότυπο βρίσκεται στο παρελθόν και η πολιτική της κυβέρνησης (της τότε) βλάπτει αυτό το σκοπό. 

-Το Λέανδρο μπορεί να κατεβάσει και να διαβάσει κανείς από το διαδίκτυο ελεύθερα από διάφορες ψηφιακές βιβλιοθήκες .

 

Πηγές:

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας,εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2015

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία,μτφρσ Ε. Ζούργου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996

Steven Van Rentergehem, Ο Λέανδρος (1834) και η ιδεολογία του Ελληνισμού,

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AD%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82

 

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 


Ο Βουρκόλακας, του Αργύρη Εφταλιώτη. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω ένα ενδιαφέρον έργο που όμως δε γνώρισε ποτέ τα φώτα της ράμπας. Πρόκειται για το Βουρκόλακα του Αργύρη Εφταλιώτη. Το μοναδικό θεατρικό έργο του Εφταλιώτη, το οποίο όμως κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της νεοελληνικής δραματουργίας.



 Το έργο γράφτηκε το 1894 και σε πρώτη φάση δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες από την εφημερίδα Εστία. Το 1900 εκδόθηκε σαν αληθινό βιβλίο μαζί με άλλα έργα του Εφταλιώτη. Ο συγγραφέας έγραψε το Βουρκόλακα αντιστικτικά ως προς τους Βρυκόλακες του Ίψεν επικρίνοντας με αυτόν τον τρόπο τον Ιψενογερμανισμό που καλλιεργούνταν από το περιοδικό Τέχνη το 1899. Οι Βρικόλακες του Ίψεν είχαν παιχτεί ένα χρόνο πριν και η «βορειομανία» είχε επικρατήσει στους θεατρικούς κύκλους.

 Ο ίδιος τις ξεκαθάρισε περισσότερο και γενικότερα το 1899, όταν επέκρινε τον «Ιψενογερμανισμό» που καλλιεργείται από το περιοδικό Τέχνη·, «σήμερα ο “συμβολισμός” κι αύριο ο “νατουραλισμός” και δος του “γροθοκοπιούνται” ξενικά συστήματα εκεί μέσα [...] Μεγάλο και ασυχώρητο κρίμα, ναρχίζει ένα περιοδικό με την εθνική τη γλώσσα κι αντίς να μας γενεΐ περιβόλι ρωμαίικο, να κάθεται και ναρμηνεύει ξένες Βαβυλωνίες»

 Ο Βουρκόλακας ανέβηκε πρώτη φορά σε μία ερασιτεχνική παράσταση στη Βάρνα αρχές του 1895, σε μια πόλη που υπήρχε τότε ισχυρό ελληνικό στοιχείο. Το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία, παραμένει άγνωστο όμως γιατί έκτοτε δε γνώρισε το παραστασιακό ενδιαφέρον. Μετά από 120 χρόνια ξανανέβηκε στην ελληνική σκηνή (το 2015) με πρωταγωνίστρια τη Νένα Μέντη και σε σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα. Παίχτηκε επίσης από τον Ερασιτεχνικό Φιλοτεχικό Όμιλο ¨Το Μπουρίνι¨ στη Μυτιλήνη το 1952 και στο Μονακό το 1957  στο φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου, καθώς επίσης και επανειλημμένα σε Λεσβιακές εκδηλώσεις.

 Ο Εφταλιώτης (1849-1923)  ήταν Λέσβιος συγγραφέας και μια από τις σημαντικές μορφές της ελληνικής διανόησης, στη μάχη της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη και το Γιάννη Ψυχάρη. Υπήρξε φανατικός της πρακτικής του Ταξιδιού του Ψυχάρη. Έγραψε επίσης Ειδυλλιακά διηγήματα το 19ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας έμεινε και εργάστηκε στην Αγγλία και σε άλλους ξένους τόπους παρέμεινε πιστός στη γενέτειρά του. Αναπολούσε διαρκώς πρόσωπα και πράγματα της πατρίδας του. Αν και ο Εφταλιώτης ξεκίνησε ως ποιητής στο διήγημα βρήκε τον εαυτό του, επειδή κυρίως εκεί μπορούσε να εφαρμόσει σε πλήρη ανάπτυξη και εκτεταμένα τη δημοτική γλώσσα.




Λίγα λόγια για την υπόθεση μέσα από τα λόγια του Εφταλιώτη στο μικρό πρόλογο που έγραφε για το έργο στην έκδοση του 1900:

 «Το δραματάκι αυτό γράφηκε σε εποχή που φαίνουνταν ανάγκη να προσέχουμε όχι μονάχα το υλικό μας να είναι εθνικό, μα κι η παράστασή του, και μάλιστα να γίνεται αυτή η παράσταση με τρόπο, που να πηγαίνει ο συγγραφέας το δρόμο του δίχως να σέρνει μαζί του αλυσίδες περασμένων κανόνων. Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα, που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είναι καλά η εθνική τους η χρωματιά [...] Να παρασταθεί κι αυτός στη σκηνή σα δύσκολο πράμα, αφού συχνά ξεπέφτει από γοργό διάλογο σε μακρινές ομιλίες που δεν τις σηκώνει το θέατρο. Μήτ’ αυτό όμως μήτε τ’ άλλα ψεγάδια του προσπάθησα να λιγοστέψω, όσο μπορούσα, αφού σκοπός μου δεν ήτανε να δείξω δραματικό πρότυπο, παρά μόνο δρόμο. Όσο για τα κάπως λυρικά του προσόντα, σ’ αυτό απάνω βρίσκεται ο Βουρκόλακας με λαμπρή συντροφιά, που μάλιστα δεν του αξίζει».




 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

 Στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση, ιστορίες με βαμπίρ απασχολούν πολύ μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα χωριά και μικρές κοινωνίες. Κάθε χρόνο ακούγονταν και μία ιστορία με βρικόλακα, κάπου σε ένα απροσδιόριστο μέρος χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία. Οι ιστορίες ήταν φυσικό να διαδίδονται ταχύτατα από στόμα σε στόμα και να εμπλουτίζονται καθώς δεν υπήρχε η σημερινή τεχνολογία και ενημέρωση.

 «Βουρδόλακες», «καταχάνηδες», «Τυμπαναίοι» (πρησμένοι από το αίμα) ήταν πρωταγωνιστές σε καθημερινές ιστορίες που διηγούνταν τα στόματα αγράμματων χωρικών. Πλήθος ονομάτων αναφέρονται στους λαογράφους Ν. Πολίτη και Γ. Καμπούρογλου αλλά και σε ξένους περιηγητές στην Ελλάδα.

 Πρέπει να πούμε πως έχουμε να κάνουμε, όσον αφορά το έργο, με ένα κείμενο-στολίδι, το οποίο διανθίζεται με το «ρομαντισμό του έρωτα». Εμπλουτίζεται επίσης με μεταφυσικά στοιχεία και την εφιαλτική αύρα της χαράς, του πένθους, της ζωής και του θανάτου.

Ο Βουρκόλακας είναι μια τραγωδία, όπως είπαμε πιο πάνω, σε τρεις πράξεις:

1)     Εφιαλτικός μύθος

2)     Εορτασμός χαράς και του πένθους

3)     Ζωής και θανάτου


 Μέχρι σήμερα οι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν το μύθο από την πραγματικότητα, και να εξηγήσουν γιατί οι παραδόσεις για τους «απέθαντους» είναι τόσο διαδεδομένες, δεδομένου μάλιστα πως δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων όντων.

 Στην τραγωδία παρεισφρέουν επίσης κωμικοί διάλογοι και αφηγηματικά μέρη που ελαφρύνουν το συναισθηματικό βάρος με την παρουσία δύο γυναικών εν είδη Χορού. Οι γυναίκες αυτές είναι η «εφημερίδα της γειτονιάς», άνθρωποι που στήνουν αυτί και αναπαράγουν κουτσομπολιά με μοναδικό υποκριτικό τρόπο προξενώντας γέλιο.

 


 

Το τραγούδι του «Νεκρού Αδελφού»

 Το έργο αντλεί το θέμα του από τους λαϊκούς μύθους και το τραγούδι του νεκρού αδελφού. Συνομιλεί επίσης με την παράδοση με μοναδικό τρόπο. Ο Εφταλιώτης σεβόταν γενικά πολύ τους λαϊκούς θρύλους. Έσπαγε τις φόρμες, ενώ αποκαθιστούσε παράλληλα τους δεσμούς με την παράδοση.

 Το τραγούδι του «Νεκρού Αδελφού» είναι ένα από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια. Το εμβληματικό ποίημα για τους ρομαντικούς κύκλους της κεντρικής Ευρώπης του 19ου αιώνα είναι γνωστό σε όλους μας είναι γνωστό σε όλους μας από το σχολικό μάθημα των Νέων Ελληνικών. Ο Λάσκαρης το χαρακτήρισε ως «το δραματικότερον τραγούδι», είναι πέρα για πέρα σωστή η γνώμη του Βασιλειάδη ότι « το δράμα πρέπει να εκφράζει ότι γνησιότερο έχει ο λαός»

 Ο κεντρικός μύθος των παραλογών κατά κανόνα αναπτύσσεται γραμμικά, με αρχή, μέση και τέλος, ενώ συχνά περιέχει εξωλογικά/εξωανθρώπινα στοιχεία δανεισμένα απ’ τις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Το συγκεκριμένο τραγούδι συναντάται σε διάφορες παραλλαγές, τόσο εντός του ελλαδικού χώρου, όσο και στις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ Ποιος Έφερε την Ντορουντίν, βασισμένο στην αντίστοιχη αλβανική παραλογή). Η προέλευσή του, ωστόσο, είναι πιθανότατα ελληνική, από την περιοχή της Μικράς Ασίας και χρονολογείται γύρω στον 9ο μ.Χ. αιώνα – πρόκειται, επομένως, για ένα απ’ τα παλιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια.

 



 Το τραγούδι δημιουργήθηκε πριν τον 9ο μ.Χ. αιώνα στη Μικρά Ασία. Κατατάσσεται στις παραλογές (πρόκειται για μια μακροσκελή έμμετρη αφήγηση με θεματολογικά χαρακτηριστικά που θύμιζαν τα ακριτικά έπη και επίλυα) καθώς έχει αφηγηματικό χαρακτήρα και είναι ευρύτατα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο και στους βαλκανικούς λαούς. Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού διαδόθηκε σε μεγάλη γεωγραφική ακτίνα επειδή μνημόνευε πτυχές της τότε κοινωνικής πραγματικότητας στους βαλκανικούς και όχι μόνο λαούς.

 

 Γενικά τα δημοτικά τραγούδια είχαν αρχίσει να δραματοποιούνται από θεατρικούς συγγραφείς (σ’ αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η απόπειρα του Εφταλιώτη με τον Βουρκόλακα) από τους κύκλους του Παρνασσού και σε σχέση με τις ιδέες και τις μελέτες του Νικολάου Πολίτη. Το έργο, λοιπόν, είναι εμπνευσμένο από τον πλούτο των δημοτικών τραγουδιών.

 


 Ο Ξενόπουλος, στα πρώτα του βήματα ως θεατρικός κριτικός, αναφέρει το γεγονός, πληροφορεί για το ενθουσιώδες μακρότατο άρθρο της εφημερίδας Εύξεινος και σπεύδει να επαινέσει το έργο, εφόσον δεν πήγε στη Βάρνα για κρίνει και την παράσταση: «Ας το μελετήσουν καλά οι θιασάρχαι μας. Πεντήκοντα παραστάσεις δεν θα κάμη βέβαια ποτέ, αλλ’ είναι έργον το οποίον και τους ηθοποιούς θα τιμήση και τους εκλεκτούς ακροατάς των πέντε ή δέκα του παραστάσεων».

 Ο όρκος είναι αυτός που θα καθορίσει την ανάπτυξη της δομής του έργου και θα οδηγήσει στην τελευταία σκηνή του θανάτου μάνας και κόρης, ως λύτρωση για το ξεκλήρισμα της οικογένειας.

 Ο Εφταλιώτης έζησε την ξενιτιά, εργάστηκε στο Λονδίνο και σε άλλα μέρη του εξωτερικού. Ο Νόστος για την πατρίδα του κυριάρχησε στο συγγραφικό έργο. Ηθικό δίδαγμα του άσματος του Βουρκόλακα είναι το εξής: Μην ξενιτεύεστε, μην αφήνετε τον τόπο σας, τους δικούς σας! Τα πλούτη της Βαβυλώνας δεν αξίζουν για τόση ταραχή!





Το κείμενο του έργου μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

https://www.openbook.gr/o-vroykolakas/


Πηγές:

Πετράκου Κυριακή, Ο Νεκρός Αδελφός, δεν πέθανε είναι ακόμα μαζί μας.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ. Σπανάκη-Ε. Ζουργού, εκδ. Νεφάλη, Αθήνα 1996.

Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφρ. Δ. Δούκα,  εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

https://www.fractalart.gr/voyrkolakas/

https://www.thetoc.gr/politismos/article/h-nena-menti-kai-o-bourkolakas-tou-eftaliwti/

anmag.gr/τι-τυπώνει/favtastic/βουρβούλακες-και-βαμπίρ-βαλκάνια-φάρ/

greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/performanceview/163

aneazichniserron.blogspot.com/2014/10/blog-post_10.html

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Θεατρομάνια:

 


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


ΕΠΤΑΝΗΣΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ (λίγα λογια...)

Ποιο ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της επτανησιακής ποιητικής τεχνοτροπίας;




Ασφαλώς ο συνδυασμός Νεοκλασικισμού και ρομαντισμού. Δηλαδή η σύνδεση με τα πρότυπα του παρελθόντος και η απελευθέρωση της φαντασίας και του συναισθήματος… Όλα αυτά θα οδηγήσουν στην υποκειμενική θέαση της πραγματικότητας μέσα από το εγώ του δημιουργού...

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...