Ένα σκυλάκι συντροφιάς, του Άγγελου Κολοκοτρώνη. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Φίλες και φίλοι του θεάτρου, απόψε θα σας παρουσιάσω το μονόπρακτο του Άγγελου Κολοκοτρώνη: «Ένα σκυλάκι συντροφιάς». Πρόκειται για ένα έργο μέσω του οποίου ασκείται, με σαρκαστικό τρόπο κριτική για μια καθημερινότητα την οποία είτε βιώσαμε είτε βιώνουμε όλοι μας.


  Το έργο περιλήφθηκε στη συλλογή θεατρικών έργων: «Πλανόδιοι έρωτες (αποτελεί και το κεντρικό έργο της συλλογής) …και άλλα πέντε έργα», και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη το 2019.

  Το «Σκυλάκι συντροφιάς» είναι ένα μονόπρακτο διάρκειας δεκαπέντε λεπτών. Μονόπρακτο έργο, ή πιο συνηθισμένα «μονόπρακτο», είναι ένα σύντομο θεατρικό έργο που διαδραματίζεται σε μία πράξη ή σε μία σκηνή, σε αντίθεση με έργα που διαδραματίζονται σε πλήθος σκηνών σε μία ή περισσότερες πράξεις. Τείνουν να είναι απλούστερα και έχουν λιγότερα αντικείμενα, σκηνικά και ηθοποιούς, ενώ μερικές φορές μόνο έναν ηθοποιό. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει και το συγκεκριμένο έργο στο οποίο έχουμε έναν και μόνο ηθοποιό: τον κύριο Μανώλη…

 

Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης.

  Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του έργου ας πούμε λίγα λόγια για τον συγγραφέα Άγγελο Κολοκοτρώνη, που πρόσφατα μας εντυπωσίασε όλους με το: «Πολύ κακό για ένα καπέλο εποχής», το οποίο διαβάστηκε στο Θέατρο Φλέμιγκ, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Μήτα το φετινό καλοκαίρι:

  Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

  Διετέλεσε επί σειρά ετών αρχισυντάκτης, διευθυντής ειδήσεων, γενικός διευθυντής, σε πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης της Βορείου Ελλάδος, διετέλεσε δυο φορές διευθυντής του Δημοτικού Ραδιοφώνου Θεσσαλονίκης, ενώ δίδαξε δημοσιογραφία, σε τμήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και σχολών Ι.Ε.Κ. Εκπροσώπησε την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας- Θράκης – της οποίας είναι μέλος από το 1986 – στο διοικητικό συμβούλιο του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, με ομόφωνη απόφαση της διοίκησης των δημοσιογράφων, όπως και δύο φορές στην επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για το βραβείο «Αλέκος Λιδωρίκης».

  Εκλέχθηκε δύο φορές στο Συμβούλιο Τιμής και Δεοντολογίας Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης. Έχει τιμηθεί από το Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τη συνολική δημοσιογραφική προσφορά του και από πλήθος άλλων συλλόγων και σωματείων, για την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο.

  Έχει γράψει τα βιβλία: «Πλανόδιοι έρωτες» (Θέατρο), «Ανάμεσα στο πλήθος» (Χρονογραφήματα), «Ο Χορτιάτης» (Ιστοριογραφική αναφορά) καθώς επίσης και πολιτικές αναλύσεις, άρθρα και χρονογραφήματα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών και άλλων πόλεων.

Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης


Ας επιστρέψουμε όμως στο «Σκυλάκι συντροφιάς».

 

Ο κύριος Μανώλης.

  Ο κύριος Μανώλης που αυτοσυστήνεται ως σκέτος Μανώλης, καθώς έτσι τον ξέρουν όλοι στη γειτονιά του «ομιλεί επί ενός θέματος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος». Ποια είναι η γειτονιά όμως του ομιλούντος; Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ζει κάπου στην Εδμόνδου Ροστάν στη Θεσσαλονίκη. Ομιλεί για τρίτη φορά επί σκηνής ενώπιων ακροατηρίου, όπως ο ίδιος μας ενημερώνει. Το κοινό του κυρίου Μανώλη είναι ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος».

  Η ομιλία του κυρίου Μανώλη λαμβάνει χώρα κάπου μέσα στα χρόνια της υπέρ-δεκαετούς οικονομικής κρίσης που βίωσε η χώρα μας. Εκ πρώτης ο πρωταγωνιστής φαίνεται να ομιλεί για «ζητήματα οικολογίας γενικώς».

 

Οι προβληματισμοί του κυρίου Μανώλη σχετικά με τα ζώα συντροφιάς.

  Ο ομιλών καυτηριάζει όλους εκείνους τους φιλόζωους οι οποίοι αποκτούν για συντροφιά ένα σκυλάκι, πλην όμως δεν επιδεικνύουν σεβασμό στους γύρω τους αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο. Δυστυχώς αυτοί είναι ουκ ολίγοι! Τους διακρίνει βέβαια  τους τυπικούς, ως προς το σύνολο των συνανθρώπων τους, φιλόζωους: «Ζητώ συγνώμη εκ των προτέρων από όλους εκείνους που έχουν φροντίσει να έχουν μαζί τους τα απαραίτητα σύνεργα, ένα σκουπάκι, ένα φαρασάκι και πλαστικά γαντάκια, προκειμένου να φροντίσουν ώστε οι δρόμοι να είναι καθαροί, Οι περισσότεροι όμως δεν το πράττουν.»

  Η αναφορά του παραλίγο καβγά με τη σύζυγο του, εξαιτίας της ατυχίας που είχε να πατήσει μια φορά περιττώματα σκύλου, από τον κύριο Μανώλη προκαλεί το γέλιο στον αναγνώστη. Το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποιεί για να διακωμωδήσει τα όσα άκουσε από τη σύζυγο του, του θυμίζει λίγο από τα κείμενα των χρονογραφημάτων της Θέμιδας (είτε έχει νεύρα είτε έχει κέφια) του Δημητρίου Ψαθά.

  Ο κύριος Μανώλης είναι αγανακτισμένος αλλά ταυτόχρονα και λογικός. Δικαιολογεί την αδυναμία της Πολιτείας να λύσει το πρόβλημα που προκαλεί η σκυλίσια ρύπανση και (ορθά) θέτει θέμα παιδείας και πολιτισμού, ως προϋπόθεση για την επίλυση του.

  Παρακάτω ο πρωταγωνιστής μιλάει για τον υπερπληθυσμό σκύλων στην Ελλάδα. Ο κύριος Μανώλης συνδέει ειρωνικά, κατόπιν προσωπικής έρευνας όπως μας λέει, την αύξηση των σκύλων με τη γελοία πεποίθηση αρκετών ότι οι σκύλοι συντροφιάς θα τους γλιτώσουν από τους διαρρήκτες! «Ένα άλλο ζήτημα είναι γιατί υπάρχει αυτός ο υπερπληθυσμός στην Ελλάδα. Από μία έρευνα που έκανα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ένας από τους λόγους είναι διότι πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται να μην έρθει κανένας διαρρήκτης στο σπίτι τους τα χαράματα, ή όποτε άλλοτε και η μόνη άμυνα που έχουν είναι τα σκυλάκια, που αρχίζουν και γαβγίζουν και τρέπουν σε φυγή τους διαρρήκτες.»

  Ο κύριος Μανώλης στηλιτεύει και εκείνους που παίρνουν μαζί τους ένα ζωάκι για να κάνουν επίδειξη δύναμης. Εδώ ο πρωταγωνιστής (που τον σέβεται όλη η Εδμόνδου Ροστάν) με χιούμορ μας πληροφορεί ότι η γυναίκα του ουδέποτε χρειάστηκε να πάρει ένα σκυλάκι προκειμένου να κάνει επίδειξη δύναμης καθώς ο ίδιος έχει αναλάβει αυτό το ρόλο.

 

Οι επαγωγικοί συλλογισμοί του Κολοκοτρώνη.

  Χρησιμοποιώντας, όπως προαναφέραμε, προβλήματα τα οποία άπτονται της κατάστασης με τα ζώα συντροφιάς, κάνει χρήση επαγωγικής συλλογιστικής ώστε να μεταφέρει αλλού το ενδιαφέρον του κοινού. Ο συγγραφέας προχωρεί, στο δεύτερο μισό του μονόπρακτου, χωρίς φυσικά να χάνει το χιούμορ του, σε θέματα σχετικά με το κοινωνικό και πολιτικό «γίγνεσθαι» της εποχής της οικονομικής κρίσης. Αυτός υπήρξε ασφαλώς και ο πρωταρχικός στόχος του Κολοκοτρώνη.

  Στον επαγωγικό συλλογισμό ακολουθούμε πορεία αντίστροφη προς τον παραγωγικό: ξεκινούμε από το ειδικό και το συγκεκριμένο και καταλήγουμε στο γενικό και το αφηρημένο· από τις επιμέρους περιπτώσεις στον κανόνα, στο νόμο που τις διέπει. Στον επαγωγικό συλλογισμό οδηγούμαστε στο συμπέρασμα συνήθως πιθανολογικά, με την πεποίθηση ή την προσδοκία ότι, αυτό που ισχύει για κάποιο μέρος / τμήμα που μελετήσαμε, θα ισχύει και για τα υπόλοιπα τμήματα του συνόλου.

  Ο Κολοκοτρώνης, με καυστικό χιούμορ, βάζει τον κύριο Μανώλη να μας πει ότι ένα σκυλάκι χωρίς να το διδάξει κανείς, κάποιες φορές μπορεί διώχνει τους κλέφτες. Ένας νοήμων άνθρωπος, όμως, δε διώχνει τους πολιτικούς που τον κατακλέβουν! Οι δυνατότητες είναι μεγάλες: «Γαβγίζει ο σκύλος, φεύγει ο διαρρήκτης, γαβγίζει, συγνώμη φωνάζει ο κόσμος, πάει σπίτι του ο υπουργός. Και αν κλέβουν όλοι μαζί, όλοι μαζί σπίτι τους να πάνε και να μην ξαναγυρίσουν, οι αδίστακτοι, οι άκαρδοι, οι άσχετοι και το κακό συναπάντημα. Α, μα, πια αγανάκτησα.» Δικαίως αγανακτεί. Διερωτάται γιατί ενώ είναι τόσο απλό, εντούτοις όμως εμείς δε μπορούμε να το καταλάβουμε ή το καταλαβαίνουμε και δεν το συνειδητοποιούμε!

   Οι ιδεολογικοί επαναστάτες τον καιρό της κρίσης βρίσκονται σε σύγχυση. Τους είδαμε και τους καταλάβαμε. Δεν υπήρξε ιδεολογία για να γίνει επανάσταση, όπως εύστοχα επισημαίνει ο κύριος Μανώλης. Τη θέση της βούλησης για επανάσταση κατέλαβε η ακατανίκητη δύναμη της μάχης για επιβίωση.

  Η υποκρισία των κυβερνόντων εκείνη την εποχή δεν είχε όριο. Ο συγγραφέας διερωτάται βλέποντας την απάθεια της μάζας καθώς ισοπεδώνεται οικονομικά, εάν είμαστε τελικά κατώτεροι από τα γατάκια «που βγάζουν νύχια όταν τα απειλούν αλλά και καθαρίζουν την πόλη από τα ποντίκια γλιτώνοντας την έτσι από την πανούκλα!» Τα τρωκτικά εδώ έχουν γίνει προστατευόμενο είδος όπως η Καρέτα-Καρέτα. Τα τρωκτικά ασφαλώς και είναι τα δίποδα παράσιτα που λυμαίνονται το δημόσιο βίο.

  Οι παραλληλισμοί διεργασιών του φυσικού περιβάλλοντος υπονοούν πολλά: «τα κοράκια κρώζουν όταν βρίσκονται στη διαδικασίας διεκδίκησης της προτεραιότητας πάνω στο σφάγιο, οπότε ακούγονται δυνατοί συριστικοί ήχοι, σφυρίγματα και λαρυγγισμοί, με σκοπό τον εκφοβισμό του αντιπάλου.» Ο νοών νοείτω. Λίγο πιο κάτω η αποδόμηση των κυβερνόντων είναι εύκολη υπόθεση. «Όλοι αυτοί (έστω οι περισσότεροι), οι εξαίρετοι ρήτορες που επιχειρούν να περιγράψουν το δράμα ενός λαού, έχουν εντωμεταξύ εξασφαλίσει μια ζωή χαρισάμενη μέχρι και στα τρισέγγονα τους. Πως να τους πιστέψουμε και πολύ περισσότερο να ξαναστηρίξουμε τις ελπίδες μας πάνω σε ένα κούφιο ξύλο, που παριστάνει το δέντρο, σε ένα παράδεισο που δεν υπάρχει;»

  Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι χρήσιμος αρωγός των ανωτέρω τρωκτικών. Ευστοχότατο το παράδειγμα του Ναπολέοντα, ο οποίος από κανίβαλος, όπως χαρακτηρίστηκε από τις γαλλικές εφημερίδες όταν απέδρασε από το νησί του Έλβα, μετατράπηκε σε Αυτοκράτορα από τις ίδιες εφημερίδες. Σωστά τα λέει ο κύριος Μανώλης. Ο Τύπος με τη στημένη ενημέρωση ποδηγετεί τις μάζες. Οι πολιτικοί τελικά μας θέτουν ένα τρομαχτικό δίλλημα: Ή εμείς ή κανείς!  «Μετά από μας τι;»

  Το παράδειγμα του Καζαντζάκη φέρνει απελπισία. Ο αναγνώστης στο σημείο αυτό επιθυμεί να ξεφύγει. Θέλει ελπίδα. Ο συγγραφέας δίνει στο τέλος τη διέξοδο: «Συνήθως ξέρουμε τη μισή αλήθεια. Υπάρχει και η άλλη μισή που περιγράφουμε τα κατορθώματα των αντρειωμένων, που περιγράφονται σε ένα παραδοσιακό τραγούδι.» Κατόπιν μας παραθέτει τους στίχους του τραγουδιού: «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις σα λάχει και αστοχήσει. Κι αν ξαστοχήσει μια και δυο, πάλι αντρειωμένος θα’ ναι. Σαν είν’ ο τράγος δυνατός, δεν τον βαστάει η μάντρα. Ο άντρας ‘ναι που κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα.»

 

  Ποιος είναι τελικά ο κύριος Μανώλης; Όσοι γνωρίζουν τον Άγγελο Κολοκοτρώνη θα εντοπίσουν πολλά στοιχεία από την προσωπικότητα του στον πρωταγωνιστή. Πολλοί από εμάς θα δουν και τον εαυτό τους. Ο κύριος Μανώλης εκπροσωπεί το μέσο Έλληνα, αυτόν δηλαδή που σήκωσε το βάρος της οικονομικής κρίσης και αγανάκτησε με όσα έγιναν. Με όχημα όμως τη λογική του παρά τις δυσκολίες που πέρασε δεν απώλεσε το χιούμορ του…



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, του Γεωργίου Βιζυηνού. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Φίλες και φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το αριστουργηματικό διήγημα του Βιζυηνού με τίτλο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Το έργο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ¨Εστία¨ μεταξύ 23-10-1883 και 3-11-1883 σε τρεις συνέχειες. Πρόκειται για μια πολύ καλή ανάλυση, (και με χρήση σασπένς μάλιστα) μιας ορθόδοξης οικογένειας που ζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

 


  Ο πραγματικός χρόνος του έργου είναι πιθανότατα το 1880, καθώς ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Χρηστάκης δολοφονήθηκε τρία χρόνια νωρίτερα στις αρχές του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877).

 

  Ο συγγραφέας ήταν από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που στη χώρα μας οι πεζογράφοι στρέφονταν στην περιγραφή της υπαίθρου με στόχο τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Έτσι σιγά σιγά άρχιζε να καλλιεργείται το ηθογραφικό διήγημα.

 

 

Η υπόθεση του έργου:

 

   Η ιστορία ξεκινά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο ήρωας του έργου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βιζυηνό, συναντά την μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης ερχόμενος από την Ευρώπη, όπου σπούδαζε.

 

  Η μητέρα και ο Μιχαήλος υποδέχονται με μεγάλη χαρά τον Γιωργή, την ίδια στιγμή όμως η ενθύμηση του χαμού του Χρηστάκη φορτίζει το όλο σκηνικό. Από αυτό το σημείο αρχίζει η εξιστόρηση των γεγονότων από την μάνα, που αφορούν την δολοφονία του μεσαίου της υιού, του Χρηστάκη, καθώς ο Γιωργής δεν γνωρίζει ακριβώς τα συμβάντα εξαιτίας της απουσίας του στο εξωτερικό.

 

  Κάποια μέρα στο σπίτι της μητέρας του Γιωργή εμφανίζεται ο Χαραλαμπής του Μητάκου ή αλλιώς Λαμπής, που εκείνη την εποχή εργάζεται στο ταχυδρομείο και προτείνει στον Χρηστάκη να αναλάβει εκείνος την πόστα. Παρά τις αντιδράσεις της μάνας με το αλάνθαστο ένστικτο της εκείνος αναλαμβάνει το ταχυδρομείο και μόλις την πρώτη μέρα της εργασίας του σκοτώνεται στη γέφυρα στο Λουλεβουργάζι. Από εκείνη την στιγμή αρχίζει μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί ο φονιάς.

  

  Στο μεταξύ ο Βιζυηνός παρεμβάλει στο διήγημα του την ιστορία του Τούρκου Κιαμήλ, ο οποίος βαριά άρρωστος περιθάλπεται από την μάνα του Γιωργή, όσο εκείνος λείπει. Ο Κιαμήλ βλέπει την μάνα του Γιωργή σαν δεύτερη μάνα του και εκείνη με την σειρά της τον υπεραγαπά και τον αισθάνεται γιό της. Ο καημένος ο Κιαμήλ τρέφει ένα καημό όμως μέσα του. Ερωτεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου κτηματία και με τον αδερφό της έγινε και ο ίδιος αδερφός αφού ενώσαν και το αίμα τους και γίνανε καρντάσηδες. Σε μια ενέδρα όμως σκοτώνεται ο αδελφοποιτός του και ο Κιαμήλ μόλις που καταφέρνει να σωθεί. Από εκείνη την στιγμή ορκίζεται πως θα εκδικηθεί την δολοφονία του αδελφοποιτού του.

  Τελικά φανερώνεται η τραγική αλήθεια : Ο Κιαμήλ, προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του σκότωσε άθελα του τον αδερφό του συγγραφέα και στη συνέχεια τον ταχυδρόμο Λαμπή, τον οποίο θεωρούσε βρικόλακα. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του, χωρίς εκείνη να ξέρει την αλήθεια για τον φονιά του παιδιού της.

 


 

Περεταίρω στοιχεία για το έργο:

  Το έργο ψυχογραφεί, μέσω των πρωταγωνιστών, δύο λαούς (Έλληνες και Τούρκους) χωρίς φυλετική αντιπάθεια αλλά με γνώση και αγάπη. Ο Βιζυηνός κάνει επιπλέον έντονες αναφορές στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Ανατολική Θράκη. Λαογραφικά στοιχεία από τη ζωή μικρών αγροτικών κοινωνιών αλλά και προφορικής παράδοσης πλεονάζουν στα γραπτά του Βιζυηνού.

 

  Γενικότερα στο έργο του Βιζυηνού θα συναντήσουμε τον έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του, καθώς επίσης και πολλά βιώματα. Ο συγγραφέας θέτει στο επίκεντρο της δημιουργίας του το ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ψυχή, έτσι τα διηγήματα του (μεταξύ αυτών και το εν προκειμένω) καταλήγουν ψυχογραφικά αφηγήματα.



 


  Οι διάλογοι, επιπρόσθετα, ακολουθούν το ιδίωμα της Θράκης. Η γλώσσα του Βιζυηνού είναι αρχαΐζουσα αλλά προσιτή.  Πρόκειται για μια απλή και θερμή καθαρεύουσα που πλησιάζει συχνά το λόγο της καθημερινής ζωής, μια καθαρεύουσα που ανοίγει το δρόμο για τη δημοτική όχι γιατί ο συγγραφέας συνδιαλέγεται στη δημοτική αλλά γιατί ο ίδιος διακατέχεται από λαϊκό συναίσθημα. Ο Βιζυηνός συνήθως αφηγείται στην καθαρεύουσα αλλά στους διαλόγους χρησιμοποιεί τη δημοτική και την τοπική θρακική διάλεκτο. Οι διάλογοι δίνουν ζωντάνια στο έργο κυρίως επειδή τα λόγια των ηρώων παρατίθενται όπως ειπώθηκαν.

 

  Ο Βιζυηνός όσον αφορά την αφηγηματική του τεχνική αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, τα έργα του όμως παρουσιάζουν μία θεατρικότητα. Ο τρόπος αφήγησης είναι, όπως θα δούμε μεικτός (διήγηση και μίμηση). Σχετικά με τη μίμηση, ο αναγνώστης παρατηρεί έναν δραματοποιημένο αφηγητή να διηγείται την ιστορία, παράλληλα όμως η φωνή του διακόπτεται για να παρατεθούν διάλογοι, όπως ακριβώς έγιναν στην πραγματικότητα. Έτσι καταλήγουμε στην αυτοπρόσωπη αφήγηση με μια δυναμική προσωπικής μαρτυρίας.

  Ταυτόχρονα δεν απουσιάζει και ο εγκιβωτισμός: Η διακοπή δηλαδή της κανονικής ροής της αφήγησης για να παρουσιαστεί μια άλλη αφήγηση. Ο αφηγητής είναι ενδογιηγητικός και ομοδιηγητικός, μετέχει δηλαδή στην ιστορία αλλά δεν είναι δική του ιστορία ούτε πρωταγωνιστεί έστω στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

 

  Ο συγγραφέας ήταν μεγαλωμένος στα χρόνια του Ρομαντισμού, ενός ξενόφερτου λογοτεχνικού κινήματος, το οποίο υιοθέτησαν οι λογοτέχνες της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Συγγραφείς όπως ο Ραγκάβης καλλιέργησαν το ιστορικό μυθιστόρημα με γλωσσικό όργανο την καθαρεύουσα. Με την εμφάνιση του Βιζυηνού στα γράμματα ο Ρομαντισμός είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες του.

 

  Στη χρονική συγκυρία της ανάδειξης του Βιζυηνού εμφανίζεται το ηθογραφικά διήγημα που επιδιώκει να παρουσιάσει τη ζωή στην ύπαιθρο. Για πολλούς μάλιστα ο Βιζυηνός θεωρείται ο εισηγητής του Νεοελληνική Λογοτεχνία.

 

  Ο ίδιος αξιολογεί το αφηγηματικό του έργο ως εξής : « Πρώτος εγώ διήνοιξα τον νέον δρόμον της νεοελληνικής λογογραφίας, κατορθώσας διά των εν τη Εστία διηγημάτων μου να υποδείξω, κατ’ αντίθεσιν προς τα του Ραγκαβή και των άλλων, τι εστί διήγημα, τι εστί μελέτη και αναγραφήτου εθνικού βίου και των εθνικών παραδόσεων υπό τύπον διηγήματος και λογογραφίας, ενκαθαρά ψυχολογική και ιστορική κρίσει.» Ο Βιζυηνός βρίσκεται στο μεταίχμιο παρακμής της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής και του ρομαντισμού (Δ. Παπαρρηγόπουλος, Αχ. Παράσχος) και στο ανανεωτικό πνεύμα που θα φέρει η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ο συγγραφέας διανθίζει το έργο του με τα χαρακτηριστικά και των δύο παραδόσεων. Αφηγητής της ιστορίας θα είναι ο Γιωργής, ο μορφωμένος γιος που πρόκοψε στο εξωτερικό, με αρκετά κοινά στοιχεία με τον ίδιο το Βιζυηνό.

 


  Στο έργο ξεδιπλώνεται η εναγώνια αγάπη για τον ξενιτεμένο γιο, η οδύνη και η απελπισία για τον ανεξήγητο θάνατο από ένα μυστηριώδη πυροβολισμό του άλλου γιου της. Είναι αξιοπρόσεκτη η εκδικητική μανία της μητέρας που έχασε τον άντρα της και το μεγαλύτερο γιο της το Χρηστάκη. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος θα σημειώσει: «Στο διήγημα καρτερούμε στις πρώτες σελίδες μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ’ ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσης, όπου ο φονιάς μας γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς.» Ο νεαρός Τούρκος θα εξιλεωθεί για το τραγικό του λάθος και θα σταθεί στη μάνα σιωπηλός δούλος εφ’ όρου ζωής.

 

  Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς ο Χρηστάκης απουσίαζε σε όλο το διάστημα κατά το οποίο ο Κιαμήλης παρέμενε και ανάρρωνε στο σπίτι τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας». Ο Χρηστάκης έμεινε μακριά από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμήλης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.

 


  Ο Κιαμήλ από φονιάς γίνεται τελικά συμπαθητικό πρόσωπο. Κιαμήλ και μητέρα αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας. Η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο φονιάς ποιο ήταν το πραγματικό θύμα. Η τραγικότητα έγκειται στο ότι θύτης και θύμα δε γνωρίζουν το δίχτυ της μοίρας στο οποίο έχουν παγιδευτεί. Και σε αυτό το διήγημα του Βιζυηνού η τραγικότητα είναι διάχυτη.

 

  Ο Παναγιώτης Μουλάς θα τονίσει «…Θα ’λεγα πως εδώ η ισορροπία των αντιθέσεων λειτουργεί με τον τελειότερο τρόπο. Η επιμελημένη τεχνική συνδυάζεται με τολμηρές καταδύσεις στο βυθό ης ψυχής. Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, Έλληνες και Τούρκοι πιασμένοι στα πλοκάμια της μοίρας. Η μητέρα του θύματος και ο δολοφόνος: η πρώτη δεμένη στην άγνοιά της, ο δεύτερος, αγαθός και αθώος, βυθισμένος στη συσκότιση του νου του…»

 

  Θα κλείσουμε παρατηρώντας ότι ο ίδιος προβληματισμός συνίσταται και στο Έγκλημα και τιμωρία. Όπως και στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι προβάλλεται έντονα η ενοχή της συνειδήσεως και το ερώτημα Ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος; Εκείνος που διαπράττει με τα χέρια του το έγκλημα ή εκείνος που υποκινεί; (Ο ηθικός αυτουργός δηλαδή.)  Ο Βιζυηνός φτάνει στο τέλος του έργου και φαίνεται ότι ακόμη δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος ευθύνεται για το χαμό του αδερφού του…

 

-Το έργο έχει παιχτεί σε έκδοση Ραδιοφωνικού Θεάτρου από την Κρατική Ραδιοφωνία με πρωταγωνιστή το Νικήτα Τσακίρογλου. Επίσης έχει γυριστεί σε μίνι σειρά από την ΕΡΤ με πρωταγωνιστή το Σόλωνα Τσούνη.


Ο Νικήτας Τσακίρογλου πρωταγωνιστεί, με απόλυτη επιτυχία, στο ρόλο του Γιωργή


 

Παίζουν: Βουλαλάς ΤάκηςΓιωτόπουλος ΜπάμπηςΓλυκοφρύδη ΑντιγόνηΕλευθεριάδης ΛευτέρηςΚατσέλη ΑλέκαΚοκάκης ΚώσταςΠαναγιώτου Κάκια ,Παρτσαλάκης Γιώργος,Ρ ευματάς ΜάκηςΤσακίρογλου ΝικήταςΤσούτσης Δημήτρης


Ο Μάκης Ρευματάς



Το έργο (διάρκειας 10 ωρών και 25 λεπτών) μπορείτε να το ακούσετε εδώ:

http://isobitis.com/theatro1/?p=5319


Ο Γιώργος Παρτσαλάκης


Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

https://www.schooltime.gr/wp-content/uploads/2014/04/poios-iton-o-foneus-tou-adelfou-mou-viziinos-schooltime-2014.pdf


Πηγές:

https://www.poeticanet.gr/swsias-nekroy-adelfoy-diakeimenikes-simeiwseis-a-33.html?category_id=56

https://e-didaskalia.blogspot.com/2019/02/blog-post_848.html

https://filologosstoparathiri.com/2012/07/20/ποίος-ήτον-ο-φονεύς-του-αδερφού-μου-γε/

filoblogiko.blogspot.com/2012/12/blog-post_3030.html

Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφρ. Δ. Δούκα,  εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

 

 

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.



Ρόι Τάρπλεϊ εναντίον Γουόλτερ Μπέρι...

 Στο μακρυνό 1993...