Ο ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν τον χαρακτήρισε «την πιο χρήσιμη από τις δυτικές πηγές» για την πτώση της Πόλης το 1453, κυρίως λόγω της συναρπαστικής αφήγησης που ακολουθεί τα γεγονότα της πολιορκίας σε καθημερινή βάση. Εντούτοις, ως Βενετός, ο Μπάρμπαρο ήταν σαφώς προκατειλημμένος ειδικά κατά των Γενουατών του Πέρα (σύγχρονος Γαλατάς), τους οποίους κατηγορεί ότι προέβησαν σε συναλλαγή με τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Κι αν σε αυτό συμφωνούν οι έλληνες χρονικογράφοι, είναι ο μόνος που ισχυρίζεται ότι ο Τζοβάνι Τζουστινιάνι(τον αποκαλεί Zuan Zustignan), ο γενοβέζος διοικητής του στο Μεσοτειχίου (Μέσο Τείχος), του πιο αδύναμου μέρος των Τειχών της Πόλης, εγκατέλειψε τη θέση του πριν την πτώση και αυτό οδήγησε στην πτώση της Πόλης:
"Ο Zuan Zustignan ο Γενουάτης , αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του και κατέφυγε στο πλοίο του, το οποίο βρισκόταν στον Κεράτιο. Ο αυτοκράτορας (Κωνσταντίνος ΙΑ Παλαιολόγος) τον είχε αρχηγό των δυνάμεών του(πρωτοστράτορα) και, όπως έφευγε μέσα από την πόλη φώναζε: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη!" Αλλά δεν έλεγε την αλήθεια, οι Τούρκοι δεν ήταν ακόμα μέσα. "
Ωστόσο, ο Λεονάρδος ο Χίος, επίσης μάρτυρας, γράφει ότι ο Τζουστινιάνι τραυματίστηκε από βέλος και προσπαθούσε να βρει στα κρυφά έναν γιατρό . Οι Έλληνες ιστορικοί Δούκας και Λάονικος Χαλκοκονδύλης λένε επίσης οτι τραυματίστηκε - μόνο ο Μπάρμπαρο ισχυρίζεται ότι ο Γενουάτης στρατιωτικός έφυγε με αυτόν τον τρόπο.
Όσο σοβαρές κι αν είναι οι επικρίσεις εναντίον του, η ιστορική καταγραφή του Μπάρμπαρο έχει σταθερή χρονολογική αφήγηση που παρουσιάζει τα γεγονότα της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης μέρα τη μέρα. Και πιο συγκεκριμένα κανείς δεν περιγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα γεγονότα της 29ης Μαΐου 1453 από αυτόν.
"Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην Κωνσταντινούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους. Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη, τσακίστηκαν πολλοί Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί που έτρεξαν να τους εμποδίσουν. Τόσοι πολλοί σκοτώθηκαν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα πτώματά τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη. Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους περνούσαν από τη λεπίδα της χατζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ήλιου μέχρι την ώρα της μεσημβρίας κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χατζάρα. Όσοι από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στα υπόγεια καταφύγια. Όταν πέρασε η μανία τους, οι Τούρκοι τους βρήκαν κι όλοι πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτασαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο Ρωμανό, ανέβηκαν σ' έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Αγίου Μάρκου και του γαληνότατου Αυτοκράτορα. Τότε οι ειδωλολάτρες έσκισαν αμέσως τη σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσκισαν τη σημαία του γαληνότατου Αυτοκράτορα και πάνω σ' εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και του Αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή όλοι εμείς οι Χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δάκρυα. Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο καταλάβαμε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε.
Όλοι είχαν αρχίσει να τρέχουν σαν λυσσασμένα σκυλιά στη στεριά ψάχνοντας για χρυσάφι, κοσμήματα κι άλλα πλούτη κι ακόμα να αιχμαλωτίσουν τους εμπόρους. Περισσότερο έψαχναν μέσα στα μοναστήρια κι όλες οι μοναχές στάλθηκαν στο στόλο τους κι ατιμάστηκαν και ταπεινώθηκαν από τους Τούρκους. Έπειτα πουλήθηκαν όλες σκλάβες στα παζάρια της Τουρκίας. Αλλά και όλες οι κοπέλες ατιμάστηκαν κι έπειτα πουλήθηκαν και μάλιστα ακριβά, αν και μερικές από εκείνες προτίμησαν να ριχτούν στα πηγάδια και να πνιγούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Το ίδιο έκαναν και πολλές παντρεμένες. Οι Τούρκοι φόρτωσαν τα καράβια τους με αιχμαλώτους και αμύθητα πλούτη. Το αίμα έτρεχε στη γη όπως όταν βρέχει και το νερό πλημμύριζε τα ρείθρα των δρόμων, τόσο πολύ αίμα χύθηκε. Τα κορμιά των σκοτωμένων, τόσο των Χριστιανών όσο και των Τούρκων, πετάχτηκαν στα Δαρδανέλια και παρασύρονταν από το ρέμα όπως τα πεπόνια στα κανάλια. Για τον Αυτοκράτορα κανένας δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ είδηση για τις πράξεις του. Ούτε ζωντανός βρέθηκε κι ούτε νεκρός, αλλά μερικοί λένε ότι τον είδαν ανάμεσα στα πτώματα των σκοτωμένων, που σημαίνει ότι πέθανε κατά την έφοδο που έκαναν οι Τούρκοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι αιχμάλωτοι ήταν 60.000 και οι Τούρκοι βρήκαν πλούτη αμέτρητα. Η ζημιά των Χριστιανών υπολογίζεται σε 200.000 δουκάτα και των άλλων υπηκόων σε 100.000 δουκάτα.
Ο Αυτοκράτορας, που ήταν χωρίς πόρους, ζήτησε πριν την πολιορκία να δανειστεί από τους αυλικούς του χρήματα και εκείνοι του είπαν ότι λυπόντουσαν αλλά δεν είχαν. Αλλά οι Τούρκοι βρήκαν αρκετά χρήματα. Σε κάποιον μάλιστα από εκείνους βρήκαν 30.000 δουκάτα. Κάποιοι δε είχαν συμβουλέψει τον Αυτοκράτορα να τιμωρήσει τους αυλικούς του και να αφαιρέσει τα ασημικά από τις εκκλησίες, και αυτό έκανε.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Τούρκος έβαλε τελάληδες να διαλαλήσουν σ' όλη την Πόλη πως όσοι είχαν σπίτια έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιόν του, να τα δηλώσουν κι εκείνος θα τους άφηνε ελεύθερους. Πολλοί Έλληνες και Λατίνοι πήγαιναν και του έλεγαν πού βρίσκονταν τα σπίτια τους κι εκείνος ήθελε να σκοτώσει όσους είχαν έρθει ενώπιόν του, αλλά θυμήθηκε πως θα είχε μεγαλύτερο όφελος να τους αφήσει ζωντανούς για να του καταβάλουν λύτρα.
Λέγεται ακόμα πως ένας μεγάλος Έλληνας ευγενής, για να κερδίσει την ευμένειά του, έστειλε τις δυο θυγατέρες του κρατώντας η καθεμιά από ένα δίσκο γεμάτο χρήματα και τότε ο Τούρκος έκανε μεγάλες τιμές σ' αυτόν τον ευγενή και του έδειχνε μεγάλη εκτίμηση. Βλέποντας την τύχη του, οι άλλοι Έλληνες ευγενείς παίρνουν όσα χρήματα μπορούσε ο καθένας τους και πηγαίνουν να του τα προσφέρουν για να κερδίσουν την εύνοιά του. Ο Τούρκος αυθέντης δέχεται τα δώρα και περιβάλλει τους κομιστές τους με μεγάλες τιμές και αξιώματα. Αλλά, όταν έπαψαν να του πηγαίνουν δώρα, διατάζει να αποκεφαλίσουν όσους του είχαν φέρει, λέγοντας πως ήταν μεγάλοι σκύλοι που δεν είχαν θελήσει να τα δανείσουν στον αυθέντη τους κι είχαν αφήσει την πόλη να χαθεί."






.jpeg)








