Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η μάχη του Ελ Αλαμέιν

 Η μάχη του Ελ Αλαμέιν ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που καθόρισαν την εξέλιξη του αφρικανικού μετώπου.



 Η μάχη αυτή διεξήχθη σε δύο φάσεις: η πρώτη από τη 1η Ιουνίου ως τις 27 Ιουλίου 1942 και η δεύτερη από τις 23 Οκτωβρίου ως τις 4 Νομεβρίου 1942. Η τοποθεσία της μάχης ήταν η παραλία και η πόλη του Ελ Αλαμέιν στις ακτές της Αιγύπτου 106 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας. Το όνομα της περιοχής προέρχεται από την αραβική εκδοχή του ονόματος του Αγίου Μηνά, ο οποίος καταγόταν από εκεί. 

Η μάχη διεξήχθη ανάμεσα στις δυνάμεις της Ναζιστικής Γερμανίας και της Ιταλίας από την μία και των συμμαχικών δυνάμεων από την άλλη υπό την ηγεσία της Μ. Βρετανίας. Επικεφαλείς των δυνάμεων του Άξονα (που ονομάστηε Άφρικα Κορπς) ήταν ο ικανότατος Γερμανός στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ, ο οποίος λόγω των εξαιρετικών στρατηγικών του δυνατοτήτων ονομάστηκε από τους αντιπάλους του Αλεπού της Ερήμου! 

Από την άλλη επικεφαλείς των συμμαχικών δυνάμεων ήταν οι Βρετανοί στρατηγοί Χάρολντ Αλεξάντερ και ο χαρισματικός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ. Η μάχη ήταν κρίσιμης σημασίας για τη ροή του πολέμου, καθώς στο Κάιρο είχαν εγκατασταθεί πολλές εξόριστες κυβερνήσεις της κατεχόμενης Ευρώπης (μαζί και η ελληνική) και η πτώση της Αιγύτπου στον Άξονα θα άνηγε τον δρόμο για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής.

 Η πρώτη μάχη είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της γερμανικής προέλασης στο Ελ Αλαμέιν, αλλά καμία συμμαχική αντεπίθεση δε μπορούσε να σπάσει τις εχθρικές γραμμές και έτσι το μέτωπο να μείνει στάσιμο. 

Όλα αυτά μέχρι που ο στρατηγός Μοντγκόμερυ κατάφερε με μία ισχυρή αντεπίθεση στις 23 Οκτωβρίου 1942 να διαρρήξει τις γερμανικές γραμμές και να αναγκάσει τον Ρόμελ να υποχωρήσει πίσω στη Τυνησία. Τις βρετανικές δυνάμεις συνέδραμαν επίσης οι δυνάμεις της Γαλλίας, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Νοτίου Αφρικής, αλλά και της Ελλάδας. Η μάχη του Ελ Αλαμέιν έχει μείνει τόσο πολύ χαραγμένη στην ιστορία καθώς ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Συμμάχων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και άλλαξε εντελώς τη ροή του πολέμου καταρρίπτοντας τον μύθο της αήττητης Γερμανίας. Μετά την ήττα του ο Ρόμελ έπεσε σταδιακά σε δυσμένεια από το ναζιστικό καθεστώς και τελικά αυτοκτόνησε το 1944.

Ο τορπιλισμός της Έλλης. 15-08-1940

 Οπτικοακουστικό υλικό την κινηματογραφική ταινία "ΑΕΡΑ,ΑΕΡΑ,ΑΕΡΑ" της Καρατζόπουλος-Καραγιάννης, ένα ντοκυμαντέρ " Ντοκουμέντα" του Κ. Γκιουλέκα και ένα εκπαιδευτικό βιντεάκι του ηλεκτρονικού περιοδικού "ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ" με θέμα "τον Τορπιλισμό της Έλλης". Το υλικό χρησιμοποιήθηκε στην τάξη για να ζωντανέψει ομώνυμο λογοτεχνικό κείμενο του Σπύρου Μελά από το έργο του "Η δόξα του ' 40 στα βουνά και στα πέλαγα", εκδόσεις Μπίρης.




Το όνειρο του λόφου Γκέλερ, του Φέρενς Κάριντι. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα ιδιαίτερο έργο. Πρόκειται για το έργο του Ούγγρου συγγραφέα Ferrenc Karinthy Το όνειρο του λόφου Γκέλερτ  που είναι γνωστό και με τον τίτλο Οι κυνηγημένοι. Πρόκειται για ένα έξοχο θεατρικό έργο. Ο συγγραφέας είναι γνωστός από το μυθιστόρημα του Epepe (Metropole). Ένα έργο που κυκλοφόρησε το 1970.

 

Φωτογραφία από παράσταση του 2018 στο θέατρο ¨Θάλεια¨ της Βουδαπέστης

Λίγα λόγια για το Λόφο του Γκέλερτ (Gellért Hegy):

 Ονομάστηκε προς τιμή του Επισκόπου Γκελέρτ ο οποίος διέδωσε τον χριστιανισμό την Ουγγαρία. Μετά το θάνατο του Αγ.Στεφάνου του Χριστιανού βασιλιά της Ουγγαρίας, ο θρύλος λέει ότι οι επαναστάτες παγανιστές Μαγυάροι σφράγισαν τον Γκελέρτ μέσα σε ένα βαρέλι και τον πέταξαν από την πλαγιά του λόφου.

  Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ένα φρούριο που χτίσθηκε από τους Βούρκους της Αυστρίας του 1850-1854 με σκοπό να ελέγχουν την πόλη μετά την αναστολή της Ουγγρικής επανάστασης για την ανεξαρτησία. Αυτό το φρούριο ήταν αρχικά 200μ σε μήκος με τα τείχη τους να ξεπερνούν τα 6 μ σε μ και 3 μ σε πάχος. Όταν οι Αψβούργοι έφυγαν από τη Βουδαπέστη το 1907, το φρούριο έπεσε στην δικαιοδοσία της πόλης. Τα τείχη του γκρεμίστηκαν, ως συμβολισμός νίκης κατά των Αυστρουγγαρών, αλλά το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τον Ουγγρικό στρατό.

 Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου οι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Γερμανοί εξ αιτίας του φρουρίου κατόρθωσαν απόλυτο έλεγχο στην πόλη. Σήμερα το φρούριο έχει μετατραπεί σε τουριστικό ξενοδοχείο και προσφέρει στους επισκέπτες καταπληκτική θέα της πόλης και του ποταμού Δούναβη.

 Στην κορυφή του λόφου τέλος, το 1947 οι Σοβιετικοί έστησαν ένα μνημείο για την απελευθέρωση της πόλης από τους Ναζί. Στο λόφο υπάρχει επίσης ένα σπηλαίο όπου από το 1926 χρησιμοποιείται ως εκκλησία.

 Το έργο στην Ελλάδα παίχτηκε σε ραδιοφωνική διασκευή με πρωταγωνιστές τους Κώστα Αρζόγλου και Βέρα Κρούσκα. Οι δύο σπουδαίοι ηθοποιοί πραγματοποιούν μία ερμηνεία ρεσιτάλ.


 

Η πλοκή του έργου:

 Βρισκόμαστε στο 1945, μία εβδομάδα πριν από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Βουδαπέστη. Κύριοι και μοναδικοί χαρακτήρες του έργου είναι ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο ένας είναι δραπέτης στρατιώτης που συναντιέται σε μία εγκαταλελειμμένη βίλα με μία νεαρή γυναίκα που κρύβεται εκεί.

 Είναι όχι και τόσο απίθανο να συναντηθούν δύο νέοι σε μία βίλα, της οποίας οι ιδιοκτήτες έχουν φύγει στη μέση μιας μάχης. Είναι οι μέρες που η κατεχόμενη από τους Γερμανούς Βουδαπέστη πολιορκείται από τους Σοβιετικούς. Καθώς η όμορφη πόλη δέχεται πυρά οι δύο νέοι ονειρεύονται ένα νέο κόσμο στον οποίο ακόμη και η Σελήνη θα είναι εύκολα προσβάσιμη.


                                                    

 Ενώ λοιπόν περιμένουν να τελειώσει η μάχη υφαίνουν όνειρα, πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, φαντασιώνονται, και κάνουν επίσης σχέδια για το μέλλον. Βασικά προσπαθούν να απαλλαγούν από το παρελθόν τους και να επιβιώσουν. Η γραμμή μεταξύ παιχνιδιού και πραγματικότητας είναι δυσδιάκριτη. Ποιοι είναι οι κανόνες όμως του παιχνιδιού στο μέσω του πολέμου;

 Έχουμε να κάνουμε με δύο ηθοποιούς και οβίδες που ακούγονται να πέφτουν εκτός και να προκαλούν μπλακ-άουτ στη σκηνή, το έργο περιγράφει με ιδιαίτερα κωμικοτραγικό τρόπο τα τεχνάσματα των εγκλωβισμένων στη φρίκη του πολέμου προκειμένου να αποφύγουν το θάνατο της ψυχής και την απενεργοποίηση των κυκλώματος του εγκεφάλου τους. Οι ήχοι των εκρήξεων του πυροβολικού και οι ριπές των αυτομάτων κυριαρχούν σε όλο το έργο φέρνοντας αρκετά κοντά στο θεατή τον πόλεμο.


                                

 Ο άντρας είναι απόλυτος, κτητικός, κυνηγός, δυνάστης. Η γυναίκα αντιδρά αλλιώς. Είναι πιο ευεπίφορη στα φανταστικά παιχνίδια, πλέον ευέλικτη (και σωματικώς), περισσότερο δεκτική. Ακόμα κι όταν καταφεύγουν στο νοητικό κόσμο της σελήνης, όπου είναι μόνοι, μακριά από άλλα ανθρώπινα όντα, αυτός ζηλεύει ακόμα, τους... πρώην ή... μελλοντικούς εραστές της. Η γυναίκα είναι ακόμη περισσότερο επιβιωτική, διαχειρίζεται τις ανάγκες της πρακτικά, δεν αντέχει τη φρίκη και την οδύνη, με τον πόνο όμως τα πάει μια χαρά.

 Ο άνδρας, είναι -εν πολλοίς- εξαρτώμενος από αυτήν. Ανίκανος να σταθεί χωρίς το θηλυκό του συμπλήρωμα, ασυμφιλίωτος με την anima εντός του, τραγικός και αξιολύπητος. Βεβαίως, και οι δυο τους βράζουν στο ίδιο καζάνι, μόνο που διαφέρουν ως προς τη χάρη αντιμετώπισης αυτής της αλλόκοτης κατάστασης: έχουν καταφύγει κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού, σε μια εγκαταλελειμμένη βίλλα, μπαίνοντας από τη σαραβαλιασμένη πόρτα του γκαράζ. Δεν γνωρίζονται, όμως αναγκάζονται να συνυπάρξουν και να επιβιώσουν, να γίνουν κολλητοί, εραστές, σύντροφοι, σύμμαχοι, συνεταίροι, ποιούντες την ανάγκην φιλοτιμίαν. Πόσο εύστοχη αυτή η παραβολή…

 

Λίγα ακόμη στοιχεία για το έργο:

 «Όταν συναντιούνται δύο άτομα, στην πραγματικότητα υπάρχουν έξι άτομα. Δύο καθώς βλέπουν τον εαυτό τους. δύο καθώς βλέπουν ο ένας τον άλλον. και δύο όπως είναι πραγματικά. " θα σημειώσει ο Γουίλιαμ Τζέιμς. Σ’ αυτά τα τρία επίπεδα θα κινηθεί το έργο…

 Ο θεατής έχει την εντύπωση ότι ολόκληρο το σύμπαν ενώνεται για μερικές ώρες μέσα στο σύμπαν.


                                       

 Το παιχνίδι που αυτοσχεδιάζουν αυτοί οι δύο μοιραίοι άνθρωποι, μοιάζει με το σταυρόλεξο, το σκραμπλ και άλλα γλωσσικά παιχνίδια που βασίζονται στη λεκτική και νοητική ετοιμότητα του εγκεφάλου να ¨συμπληρώνει¨ τα πραγματικά δεδομένα με φανταστικό συνδημιουργικό τρόπο. Μ΄ αυτό το ανώδυνο τέχνασμα δίνουν διέξοδο στην ψυχή τους να … ανασάνει και στο μυαλό να πάει αέρας ελευθερίας.

                                 


 Πρόκειται για αντιπροσωπευτικούς ανθρώπους. Δύο διαφορετικές προσωπικότητες δύο διαφορετικών ειδών συναντιούνται σ’ αυτό το έργο. Τα όνειρα τους, έχουν γίνει από  πολλούς ανθρώπους και είναι τα όνειρα του λόφου Γκέλερτ. Επί σκηνής η επέκταση της φαντασίας συνδυάζεται συνήθως με μία ειδική τεχνική προβολής και δίνει ένα νέο εντυπωσιακό αποτέλεσμα στο πεζογραφικό θέατρο. Το νήμα της ιστορίας του έργου, δηλαδή, διακόπτεται συχνά από οράματα με βάση την τεχνική αυτή.

 Πρέπει να σημειώσουμε όμως και ακόμη ότι στο έργο διαπιστώνουμε και ένα βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στο συμφέρον.

 Ο Κώστας Μπούρας εν κατακλείδι  παρατήρησε ότι «μια φυγόκεντρη διαδικασία καθιστά το κείμενο διαχρονικό και υπερτοπικό, όσο και αν εντοπίζεται από το συγγραφέα της στο λόφο Γκλέλερτ της Βουδαπέστης

 

                                     


 

Πηγές:

radio-theatre.blogspot.com/2012/05/blog-post_13.html

https://www.politeianet.gr/books/9789605581916-karinthy-ferenc-dodoni-oi-kunigimenoi-to-oneiro-tou-lofou-gkellert-258543

www.thalia.hu/index.php/main/program/gellerthegyi-almok_3228

https://port.hu/adatlap/film/tv/karinthy-ferenc-gellerthegyi-almok-karinthy-ferenc-gellerthegyi-almok/movie-211450?section=mozi&title=karinthy-fer…

https://cultura.hu/kultura/karinthy-ferenc-es-a-gellerthegyi-almok/


Ο Κώστας Αρζόγλου

Παύλος Παπαδόπουλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος

                                             Η μεταφόρτωση έγινε από το Ισοβίτης:

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.




Η σύλληψη του πιο ψηλού στρατιώτη των Γερμανών

 Το 1944 στη πόλη του Καλαί της Βόρειας Γαλλίας, ο Βρετανός δεκανέας Μπομπ Ρόμπερτς με ύψος μόλις 1,60 μέτρα, συλλαμβάνει και αιχμαλωτίζει τον ψηλότερο Γερμανό στρατιώτη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, Γιάκομπ Νάκεν με ύψος 2,21 μέτρα ( είχε τον βαθμό του λοχία). 



Στη 2η φωτογραφία συνομιλούν μετά τη σύλληψη .



Το χρονικό της αιχμαλωσίας ενός εφέδρου.

 Βιβλίο με τίτλο ‘’ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΕΝΟΣ ΕΦΕΔΡΟΥ’’ του συγγραφέα Κων\νου Κούρτη από την Λευκάδα ο οποίος αναφέρει την πραγματική ιστορία που βίωσε ο ίδιος ως έφεδρος Ανθλγος (ΠΖ) όταν υπηρετούσε το 1948 στον Εθνικό Στρατό στο 573 Τ.Π., και εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια το πώς αιχμαλωτίστηκε από τους συμμορίτες του ‘’Δ.Σ.Ε.’’,που, και πως μεταφέρθηκε, τον τρόπο ανάκρισης που υπέστη, την αντιμετώπιση που είχε ως αξκος, την κατάσταση και το ηθικό που επικρατούσε στον ‘’ΔΣΕ’’,την τύχη που είχαν άλλοι συνάδελφοί του, τι βίωσε από το λαϊκό δικαστήριο που πέρασε, το πώς διέφυγε τελικά από το στρ\δο συγκέντρωσης, αλλά και τις παθογένειες που υπήρχαν στις φίλιες γραμμές και ήταν η αιτία να αιχμαλωτιστεί.




 Τέλος ο εν λόγω συγγραφέας εικονίζεται στην μεγάλη φωτογραφία την 1η ημέρα μόλις είχε εισέλθει στις γραμμές του Εθνικού Στρατού την 20-4-1949 ημέρα ‘’Μεγάλης Τετάρτης’’, και στην μικρή φωτογραφία όπως ήταν το 1994 που εξέδωσε το βιβλίο.


Πηγή Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Ομιλία του διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας Μοσχόπουλου Θωμά με αφορμή την επέτειο του "Όχι".

 Ομιλία για την 28η Οκτωβρίου 1940. Γράφει ο Θωμάς Μοσχόπουλος


 Κυρίες και Κύριοι,

  Αναμφισβήτητα ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, που ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945, υπήρξε ο μεγαλύτερος και πλέον καταστρεπτικός στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Πρωτοσέλιδο της 28.10.1940



  Τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτόν, όπως εξάλλου και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που είχε προηγηθεί, εντοπίζονται στον ανταγωνισμό μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων που συγκέντρωναν στα χέρια τους το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και της ανερχόμενης Γερμανίας, η οποία υπό την σιδηρά ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, διεκδικούσε το δικό της μερίδιο σ’ αυτόν τον ιδιότυπο διαμοιρασμό του κόσμου. Υπό τις συνθήκες αυτές σχηματίστηκαν δύο αντίπαλες συμμαχίες κρατών και συμφερόντων. Από την μια μεριά, οι παραδοσιακές δυνάμεις της Αγγλίας και της Γαλλίας κι απ’ την άλλη οι δυνάμεις του «άξονα», Γερμανία και Ιταλία. Οι τελευταίες, με την επιθετική επεκτατική τους πολιτική έδωσαν την αφορμή για την έναρξη της σύγκρουσης η οποία γρήγορα επεκτάθηκε σ' όλον τον κόσμο και πήραν μέρος σ' αυτήν τα σημαντικά κράτη της Γης. Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την ελληνική εμπλοκή, που άρχισε επισήμως τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και μέσα απ’ αυτήν αναδείχθηκε ο υπέροχος πατριωτισμός, ο ηρωισμός και η πολεμική αρετή των Ελλήνων.

  Τον Οκτώβριο του 1940 η κατάσταση στην Ευρώπη είχε ως εξής. Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν συγκροτήσει τον άξονα. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Φιλανδία ήσαν σύμμαχοι των Γερμανών, ενώ η Γαλλία, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Δανία, με πόλεμο αστραπή, είχαν κατακτηθεί απ’ αυτούς. Η Αγγλία, άοπλη, ηττημένη, αποκομμένη από την Ευρώπη επιζούσε εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης καθώς την έσωζε η θάλασσα που την χώριζε από την ήπειρο. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Σουηδία από την άλλη τηρούσαν από μέρους τους ευμενή υπέρ της Γερμανίας ουδετερότητα, και η κομουνιστική Ρωσία είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με το τρίτο ράιχ. Συνεπώς η κατάσταση συνοψίζεται στην πλήρη κυριαρχία του Άξονα. 

  Υπό τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος επέλεξε να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας, μη εισερχόμενη στον πόλεμο. Η στάση της όμως δεν έγινε σεβαστή από τον Μουσολίνι ο οποίος για λόγους γοήτρου δεν μπορούσε να μείνει άπραχτος, τη στιγμή που ο Χίτλερ μέσα σε ένα χρόνο είχε καταστρέψει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης (Γαλλία), είχε ταπεινώσει τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη του κόσμου (Αγγλία) και, το σπουδαιότερο, για όλα αυτά είχε ξοδέψει ελάχιστο σχετικά έμψυχο υλικό καθώς όλος ο πόλεμος, μέχρι τότε του είχε κοστίσει λιγότερο από μια μεγάλη μάχη του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου.


Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι



  Υπό τις δυσμενείς αυτές συνθήκες και κατόπιν πολλαπλών ιταλικών προκλήσεων με σημαντικότερη τον τορπιλισμό της Φρεγάτας ΈΛΛΗΣ τον δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, οδηγηθήκαμε στην 28η Οκτωβρίου 1940 όπου η Ιταλία, απρόκλητα, ουσιαστικώς απαίτησε, με την αλαζονεία του ισχυρού, την παράδοση της χώρας μας. Εκείνη την Δευτέρα, μερικές ώρες πριν ξημερώσει, η ιστορία γράφθηκε σε μια οικία στην Κηφισιά όπου δύο άνδρες συνομιλούσαν στη γαλλική γλώσσα. Από την μια μεριά ο Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλικής κυβερνήσεως στην Αθήνα και απ’ την άλλη ο Έλλην πρωθυπουργός Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς. Ο πρώτος αργότερα εξομολογήθηκε αναλυτικά το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης, στην οποία αξίζει να αναφερθούμε, περιγράφοντας αφενός το μεγαλείο και αφετέρου την αθλιότητα εκείνων των στιγμών:

  «Φθάσαμε έξω από την οικία του Μεταξά, ακριβώς στις τρεις παρά δέκα. Όταν ο συνοδεύων ημάς διερμηνέας είπε στον σκοπό ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας επιθυμεί να κάνει μια επείγουσα ανακοίνωση στον κ. Πρωθυπουργό, αυτός άρχισε να χτυπάει επανελλειμένως το κουδούνι για να ξυπνήσει την υπηρεσία. Μέχρις ότου δοθεί απάντηση από μέσα παρήλθαν αρκετά λεπτά, διότι όπως ήταν φυσικό κατά την ώρα εκείνη όλοι κοιμούνταν. Η αγωνία μου είχε ενταθεί και η συνείδηση μου με πίεζε, σκεπτόμενος ότι την στιγμήν εκείνη γινόμουν συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επιτέλους το φως να ανάβει και τον Μεταξά να κατεβαίνει. Με γνώρισε και διέταξε τον σκοπό να με αφήσει να περάσω. Με έδωσε το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό σαλόνι. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι έχω να του κάνω μια ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Άρχισε μετά προσοχής να το διαβάζει… παρακολούθησα την συγκίνησιν στα χέρια και στα μάτια του. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Με σταθερά φωνή και βλέποντάς με κατάματα, μου είπε: - Αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απάντησα ότι τούτο θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί αν η ελληνική κυβέρνηση έδιδε διαταγή να επιτραπεί στα τμήματα του ιταλικού στρατού που θα κινούνταν την 6η πρωινή να περάσουν. Μου απάντησε: ΟΧΙ. Του πρόσθεσα: αν ο Στρατηγός Παπάγος μπορούσε δια του ασυρμάτου να διαβιβάσει μια διαταγή στις διοικήσεις των μονάδων… Ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Αδύνατον. Η ευθύνη του πολέμου βαρύνει απολύτως την ιταλική κυβέρνηση. Διότι εγνώριζε ότι η Ελλάς ήτο αποφασισμένη να παραμείνει ουδετέρα αλλά και αποφασισμένη να υπερασπιστεί το έδαφός της εναντίον οιουδήποτε θα αποπειράτο να το παραβιάσει. Εψιθύρισα: δεν χάνω ελπίδα. Ο Μεταξάς εσηκώθη και με συνόδεψε μέχρι την θύραν χωρίς να μου δώσει απάντησιν. Έφυγα υποκλινόμενος με το βαθύτερο σεβασμό προ του γέροντος αυτού που επροτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένη την ψυχήν μου από μίσος δια το επάγγελμά μου…».

Ο Στρατάρχης Μπαντόλιο, επικεφαλής των Ιταλών, κατά την ελληνική εκστρατεία



  Κατόπιν των γεγονότων αυτών λαμβάνουν χώρα αστραπιαίως όλες οι απαιτούμενες ενέργειες. Στις 04:00 ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας Υποστράτηγος Κατσημήτρος πληροφορείται τηλεφωνικώς από το ΓΕΣ την ακόλουθο ανακοίνωση:

  «Ο Ιταλός πρεσβευτής την τρίτη πρωινή δια διακοινώσεώς του προς την ελληνική κυβέρνηση εζήτησε να εισέλθωσι σήμερον την 6ην πρωινή τα ιταλικά στρατεύματα εις το ημέτερο έδαφος και ότι εν περιπτώσει αρνήσεως θα εισέλθωσι δια της βίας. Η κυβέρνησις απέρριψε την αίτησιν ταύτην του ιταλού πρέσβεως και διατάσσει αντίστασιν μέχρις εσχάτων».

Το πρωί οι σειρήνες του πολέμου ξυπνούν τον λαό. Ο Μεταξάς με διάγγελμα καλεί το Έθνος στα όπλα: «Η στιγμή επέστη όπου θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμή της. Μολονότι ετηρήσαμε την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζούμε ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την τρίτη πρωινή την παράδοση τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψη αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα άρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν πρέσβυν ότι θεωρώ το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπο με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξη πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξασφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθεί σύσσωμον. Αγωνισθείτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».

Ο Ιωάννης Μεταξάς



  Ο ελληνικός λαός με έντονο το αίσθημα του χρέους έναντι της ιστορίας του ανταποκρίνεται αμέσως στο κάλεσμα της πατρίδος. Η αρχική έκπληξη μεταβάλλεται γρήγορα σε ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες με το χαμόγελο στα χείλη δεν διστάζουν στιγμή και σπεύδουν ταχέως για το μέτωπο. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου συγκεντρώνονται για την αναχώρηση, εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές. Μητέρες, γυναίκες, παιδιά είναι εκεί να τους αποχαιρετήσουν. Τους εύχονται με δάκρυα στα μάτια να νικήσουν και να επιστρέψουν σύντομα γεροί. Αυτοί συνεχίζουν να χαμογελούν προσπαθώντας να τους καθησυχάσουν. Στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά επιστρέψει ζωντανός, αν θα ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ωστόσο, δεν λιποψυχούν. Δεν τους το επιτρέπει το καθήκον προς το υπέρτατο αγαθό της πατρίδος για το οποίο είναι έτοιμοι να θυσιαστούν.

  Μπορούν όμως, να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που υπερέχει ασυγκρίτως σε οπλισμό και έμψυχο δυναμικό; Η μικρή Ελλάδα δύναται να αντισταθεί στις εννέα εκατομμύρια λόγχες του Μουσολίνι; Ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι απογοητευτικός. Στις οκτώ ιταλικές μεραρχίες που επιτίθενται, οι Έλληνες έχουν να αντιτάξουν μόνο δυο, ενώ δεν διαθέτουν άρματα μάχης και η υπεροπλία του εχθρού στην θάλασσα και τον αέρα είναι σαφής. Οι Ιταλοί, απ’ την μεριά τους δεν περιμένουν αντίσταση από έναν λαό, ο συνολικός πληθυσμός του οποίου είναι όσες περίπου και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας τους. Υπολογίζουν στην υπεροπλία τους και υποτιμούν την αξία των Ελλήνων μαχητών. Ο Ντούτσε εκείνο το πρωί διαβεβαίωνε με κομπασμό τον ανήσυχο Χίτλερ: «Φύρερ, προχωρούμε. Τα στρατεύματά μας εισήλθαν νικηφόρως στην Ελλάδα σήμερον την 6ην πρωινή. Μην ανησυχείτε τα πάντα θα τελειώσουν σε δεκαπέντε ημέρες».

   Και πράγματι όλα θα τελείωσαν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αλλά όχι όπως τα υπολόγιζε.

  Οι Ιταλοί εισήλθαν στον πόλεμο με οκτώ μεραρχίες, τάγματα Αλβανών και Μελανοχιτώνων και φυσικά με την υποστήριξη ισχυράς αεροπορίας, πυροβολικού και στόλου. Με την κήρυξη του πολέμου βομβάρδισαν διάφορες πόλεις όπως τη Λάρισα, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, την Πάτρα. Ωστόσο, η ελληνική ελαστική άμυνα των μονάδων προκαλύψεως κατάφερε να τους καθηλώσει από τις πρώτες κιόλας ημέρες του αγώνα. Οι ιταλικές λεγεώνες αποδεκατίστηκαν αφήνοντας χιλιάδες νεκρών στις οροσειρές της Πίνδου. Η ορμή και το πάθος του Έλληνα στρατιώτη είναι καταλυτική. Η περίφημη μεραρχία Τζούλια των αλπινιστών παθαίνει πανωλεθρία και διαλύεται τελείως.

  Καθώς η επιστράτευση συνεχίζονταν και η ελληνική γραμμή ενισχύονταν συνεχώς με νέες δυνάμεις, άριστα οργανωμένες, ήδη από την 6η Νοεμβρίου όπως θα ομολογήσει ο Τσιάνο, υπουργός των εξωτερικών του Μουσολίνι, η πρωτοβουλία περιήλθε στους Έλληνες και η ώρα της εκδικήσεως έφθασε.

Έλληνες στρατιώτες στην Αλβανία



  Η μεγάλη αντεπίθεση ξεκινά. Τώρα πια η ελληνική δύναμη ανέρχονταν σε οκτώ μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες και μια μεραρχία Ιππικού. Οι νίκες διαδέχονται η μια την άλλη. Προελαύνομε σε όλα τα μέτωπα. Την 22α Νοεμβρίου 1940 απελευθερώνουμε την Κορυτσά. Ο Στρατηγός Πιτσίκας τηλεφωνεί στον Μεταξά και του αναφέρει: «Κύριε πρόεδρε, η Κορυτσά ευρίσκεται εις τας χείρας των Ελληνικών στρατευμάτων. Ο πληθυσμός της πόλεως υποδέχεται τους άνδρας με εκδηλώσεις ενθουσιασμού και με σημαίες. Που ευρέθησαν τόσες σημαίες;».

  Στην πατρίδα ο λαός πληροφορείται το γεγονός και παραληρεί από χαρά. Εντός ολίγου έρχεται και η είδηση της κατάληψης του Πόγραδετς. Την 4η Δεκεμβρίου πλέον όλα έχουν τελειώσει. Οι τελευταίες ελπίδες των Ιταλών εξανεμίζονται. Ο Ντούτσε απογοητευμένος παραδέχεται την οικτρή τους ήττα με τα λόγια: «Είναι παράλογον και γελοίον, αλλά έτσι είναι. Πρέπει να ζητήσωμε ανακωχή με την μεσολάβηση του Χίτλερ».

  Ωστόσο αυτό είναι αδύνατο, διότι ο πρώτος όρος που θα έθεταν οι Έλληνες θα ήταν η προσωπική εγγύηση του Χίτλερ ότι δεν θα επιχειρούνταν τίποτε στο μέλλον εναντίον τους. Έτσι κατέληξαν να εξακολουθήσουν τον πόλεμο, αποστέλλοντας νέα στρατεύματα και αλλάζοντας στρατηγούς.

  Η φορά όμως των πραγμάτων συνεχίζει την τροχιά της. Την 5η Δεκεμβρίου ο Στρατός μας καταλαμβάνει την Πρεμέτη, την επομένη τους Άγιους Σαράντα και μετά από δυο μέρες το Αργυρόκαστρο. Ο λαός πανηγυρίζει. Ο Τσώρτσιλ στέλνει τηλεγραφήματα γράφοντας στα ελληνικά. Τα επιτελεία μας κυριεύονται από τον ενθουσιασμό των νικών. Όλοι τώρα θέλουν ένα πράγμα, να ρίξουν τους Ιταλούς στην Θάλασσα. Όμως το χιόνι, το δριμύ ψύχος, η έλλειψη δρόμων καθυστερούν την προέλασή και την τελευταία στιγμή διασώζουν τους Ιταλούς από πλήρη συντριβή.

  Τελικώς, τον Ιανουάριο του 1941 ο Χίτλερ αποφασίζει να στείλει στο ελληνοϊταλικό μέτωπο τον στρατηγό Φον Ρίντελεν προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση. Ο Γερμανός στρατηγός αφού λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος στην Κλεισούρα, επιστρέφει εσπευσμένως στο Βερολίνο και συντάσσει σχετική έκθεση όπου αναφέρει πως οι Ιταλοί αποκλείεται να νικήσουν. Μοιραίως, η Γερμανία οδηγείται στον πόλεμο κατά της Ελλάδος.


Μεταφορά γερμανικών αρμάτων μάχης στο ελληνικό έδαφος



  Παρόλα αυτά η Ελλάς, δεν υποκύπτει. Οι αήττητες μέχρι τότε γερμανικές στρατιές θα ηττηθούν για πρώτη φορά στα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Στο Ρούπελ, τον Εχινό, την Νυμφαία, το Ιστίμπεη και το Λύσσε, οι λιγοστοί και δοκιμασμένοι Έλληνες πολεμιστές αντιστέκονται νικηφόρα σε πολλαπλάσιες δυνάμεις, ήτοι τριάντα μεραρχίες και ανάμεσά τους ορισμένα από τα πλέον επίλεκτα τμήματα του γερμανικού στρατού. Ωστόσο, η συντριπτική υπεροχή του εχθρού και η κατάρρευση του μετώπου στην Γιουγκοσλαβία θα καταλήξει στην αναπόφευκτη κάμψη της ελληνικής αντιστάσεως και την είσοδο του λαού μας σε μια περίοδο σκληρής δοκιμασίας.

  Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή θα αποβεί καθοριστική για την μετέπειτα έκβαση του πολέμου και την τελική νίκη των συμμάχων. Η δημιουργία ανοικτού πολεμικού μετώπου στα Βαλκάνια επέφερε την αδυναμία του Βερολίνου να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη βρετανική δραστηριότητα στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και κυρίως την καθυστέρηση στην ανάληψη της εκστρατείας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, με επακόλουθο την μετέπειτα καθήλωση της Βέρμαχτ στις ρωσικές στέπες και την πανωλεθρία της λόγω του αφιλόξενου ρωσικού χειμώνα. Κατά τον τρόπο αυτό η νίκη των Ελλήνων στην Πίνδο άλλαξε τον ρου της παγκοσμίου ιστορίας. Ο επικός αγώνας και οι θυσίες μας μετέβαλαν την πορεία των πραγμάτων υπέρ της Αγγλίας και των συμμάχων της.

  Για όσους αμφισβητούν την τεράστια σημασία της ελληνικής εποποιίας για την εξέλιξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, θυμίζουμε πως ο ίδιος ο Χίτλερ στην πολιτική του διαθήκη, λίγο πριν την πτώση του τρίτου Ράιχ απέδωσε την ήττα του Άξονα στην «ηλίθια» όπως την χαρακτήρισε, εκστρατεία των Ιταλών εναντίον της Ελλάδος που τον ανάγκασε να εμπλακεί σε έναν περιττό για την Γερμανία πόλεμο. Την συνεισφορά μας στην νίκη βεβαίως αναγνώρισαν με βαρύγδουπες εκφράσεις και οι σύμμαχες δυνάμεις. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, λησμόνησαν τις υποσχέσεις τους ενώ με πράξεις και παραλείψεις των μας βύθισαν σε καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο που πλήγωσε βαθιά τον Ελληνισμό.

Αναγνώριση της αξίας του Έλληνα στρατιώτη από τον Αδόλφο Χίτλερ (Δημοσίευμα από την λογοκριμένη, από τις κατοχικές δυνάμεις εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα.)



  Το μήνυμα, λοιπόν, της επετείου του «ΌΧΙ» έχει δύο όψεις. Η 28η Οκτωβρίου 1940 μας διδάσκει ότι η εθνική ενότητα, το υψηλό φρόνημα, η αποφασιστικότητα, η σύμπνοια και η πίστη δύνανται να υπερνικήσουν την υλική δύναμη. Η Ελλάς κατανίκησε την πανίσχυρη Ιταλική αυτοκρατορία αποδεικνύοντας ότι η ιστορία δεν γράφεται με τους αριθμούς και την στυγνή λογική, αλλά με την θέληση και το αίμα γενναίων μαχητών. Απ’ την άλλη, για ακόμη μια φορά, επαληθεύτηκε ότι στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί, παρά μόνο συμφέροντα. Η Βόρειος Ήπειρος που απελευθερώθηκε δια της λόγχης από τον ελληνικό στρατό παρέμεινε ξανά έξω από τον ελληνικό εθνικό κορμό και αποδόθηκε στην σύμμαχο της φασιστικής Ιταλίας Αλβανία. Η Βουλγαρία που συνεργάστηκε με τους κατακτητές και ως στρατός κατοχής επέφερε τόσα δεινά στον ελληνικό πληθυσμό δεν τιμωρήθηκε από τους νικητές. Η χώρα μας τέλος περιήλθε υπό την πλήρη κηδεμονία των μεγάλων. Και το τραγικότερο, οι υπερήφανοι Έλληνες, αν και στην πλευρά των νικητών, κατέληξαν να εργάζονται για τον επιούσιο στα εργοστάσια των ηττημένων.

  Σήμερα, αποδίδοντας την πρέπουσα τιμή στους ήρωες αυτού του πολέμου ας κρατήσουμε το παράδειγμά τους ως παρακαταθήκη στην ψυχή μας για τους αυριανούς αγώνες αν και όποτε έλθουν.

Ευχαριστώ.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος


Θωμάς Μοσχόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Διαπραγματευτής της ΕΛ.ΑΣ.



Ο Δρόμος του Ποταμού, του Τσαρλς Μόργκαν. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Απόψε φίλοι και φίλες του ραδιοφωνικού θεάτρου θα σας παρουσιάσω το δράμα του Τσαρλς Μόργκαν Η Γραμμή του Ποταμού. Πρόκειται για ένα έργο που μας βάζει στο κλίμα που επικρατούσε στην κατεχόμενη Ευρώπη, τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.



  Άγγλος συγγραφέας –από τους πιο ενδιαφέροντες του καιρού του- ο Τσαρλς Μόργκαν- καθώς επίσης και γνωστός στο τότε ελληνικό κοινό, ως μυθιστοριογράφος. Ο Μόργκαν υπήρξε θεατρικός κριτικός στους Times του Λονδίνου στα προπολεμικά χρόνια, και στους Κυριακάτικους Times, μεταπολεμικά για πολλά χρόνια. Ο συγγραφέας είναι ο τύπος του Homo Sapiens που ατενίζει τα προβλήματα της εποχής του, πατώντας γερά στην κληρονομιά του πλατωνικού ιδεαλισμού.

  Η Γραμμή του Ποταμού υπήρξε το πρώτο έργο του Μόργκαν που διαβάστηκε στην ελληνική σκηνή. Το δράμα ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1954 με πρωταγωνιστές τότε, τη Μαίρη Αρώνη και τους Α. Αλεξανδράκη, Θ. Κωτσόπουλο, Α. Φιλιππίδη, Δ. Διαμαντίδου, Γ. Γκιωνάκη και Α. Βαλακού. Η σκηνοθεσία ήταν του Δ. Ροντήρη. Οι κριτικές που έλαβε υπήρξαν ποικίλες και ορισμένες (ειδικά του Καραγάτση, αποσπάσματα της οποίας θα παραθέσουμε) αρνητικές.

  Το έργο ήταν το δεύτερο του συγγραφέα μετά το Αστραφτερό Ποτάμι και αποτέλεσε ένα τρίπρακτο δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα.  Έργο συγκλονιστικό που σίγουρα στο Χόλιγουντ θα σημείωνε τεράστια επιτυχία. Ένα μέρος της υπόθεσης εξελίσσεται στα 1943  και ένα στα 1947. Το χάσμα (1943-1947) ανάμεσα στις δύο περιόδους γεφυρώνεται με την αφήγηση του Αμερικανού πιλότου.

   Ο Μόργκαν σαν δημιουργός δε διέθετε εξαιρετική πλαστική δύναμη είχε όμως  οργανωμένη συνείδηση και ήταν εξοπλισμένος πνευματικά. Ως ανήσυχη και ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα, τον ενδιαφέρει περισσότερο η άγρυπνη συνείδηση από τη φήμη.  Ένας όχι επαγγελματίας συγγραφέας ο οποίος δε δίνει στη δομή του έργου αδιάκοπα το παρόν.



Ο Κάρολος Μόργκαν

Η υπόθεση:

  Μέσω των ποταμών μια πατριωτική ομάδα στη Γαλλία, στην οποία ανήκει μια καθηγήτρια (η Μαρί) με τον πατέρα της, φυγαδεύει Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματικούς, δραπέτες των Γερμανών. Στο σπίτι της Μαρί συναντώνται τρεις Άγγλοι αξιωματικοί, ο Λαγκ, ο επονομαζόμενος «Ερωδιός», ο Τζούλιαν και ο Φρούερ, ένας Αμερικανός αεροπόρος. Και τους τρεις  πρόκειται να φυγαδεύσει η Μαρί μέσω του δρόμου του ποταμού.

  Το τελευταίο βράδυ λίγη ώρα πριν την αναχώρηση ύποπτες ενδείξεις οδηγούν στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο «Ερωδιός» είναι Γερμανός κατάσκοπος. Η Μαρί, παρότι τον αγαπά, δίνει άμεσα διαταγή να εκτελεστεί, διαταγή την οποία εκτελεί επιτόπου ο Τζούλιαν.

  Χρόνια αργότερα, όλοι, εκτός του Τζούλιαν που έχει αποδημήσει, μαθαίνουν ότι ο «Ερωδιός» δεν ήταν Γερμανός κατάσκοπος αλλά Άγγλος αξιωματικός και οι εναντίον του υπόνοιες, αβάσιμες. Ζουν επομένως τον εφιάλτη των τύψεων για έναν άδικο φόνο.

  Μετά τον πόλεμο, στο σπίτι του Τζούλιαν και της Μαρί, που εντωμεταξύ έχουν νυμφευθεί, συναντώνται με την ετεροθαλή αδελφή του «Ερωδιού» που φιλοξενείται εκεί με τη νονά της, ένα χαρακτηριστικό τύπο αγγλίδας γεροντοκόρης που την αποκαλούν «σιδηρά δούκισσα». Την αδελφή του Ερωδιού ερωτεύεται ο Αμερικανός αεροπόρος. Σε όλες τις συνομιλίες υποδιαφαίνεται το αίσθημα ευθύνης απέναντι της για τον φόνο του «Ερωδιού», που απηχεί το γενικό αίσθημα ευθύνης για τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων στον πόλεμο.

  Από τις διηγήσεις των υποθέσεων του Αμερικανού, η αδελφή του «Ερωδιού» αντιλαμβάνεται την αλήθεια και κατανοεί ότι ο φόνος του αδελφού της διεπράχθη υπό το κράτος της αλλοφροσύνης της βίας, και τελικά απαλλάσσει τους φονείς από την κατάθλιψη της ενοχής. Και η κατανόηση αυτή είναι σαν αμνηστία για ολόκληρη τη μεταπολεμική γενιά.







Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

  Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο το οποίο διαπραγματεύεται ένα θέμα οξύ για την εποχή που παίχτηκε. Βγαλμένο από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια εποχή όπου όλοι πήραν θέση, υπέρ ή κατά των δυνάμεων της βίας.

  Αμείλικτη, απλώνεται η ευθύνη για το φόνο ενός αθώου ανθρώπου, που στέκεται ακόμα και τόσα χρόνια μετά τον πόλεμο ανάμεσα τους. Πρόβλημα ευθύνης αποτελεί το πώς θα καθορίσει ο άνθρωπος τη στάση του απέναντι στη βία του σύγχρονου κόσμου. Έχουμε να κάνουμε, δηλαδή. με ένα βαρύ δράμα ευθύνης για όσους φυσικά έχουν ευθύνη.

  Τρία πρόσωπα ευθύνονται για τον άδικο χαμό του Ερωδιού, ο Αμερικάνος αεροπόρος, η Γαλλίδα προϊστάμενη του και ο Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού, που είναι και το πρόσωπο που τον σκότωσε. Οι δύο τελευταίοι χωνεύουν την ευθύνη, ο αμερικανός συντρίβεται γιατί ήταν η αρχή του κακού και έχει ερωτευτεί χωρίς να το ξέρει την αδερφή του θύματος. Οι ήρωες βασανίζονται με τον τρόπο τους, για το φόνο ενός αθώου, όπως νόμιζαν οι τρεις από τους τέσσερις.

  Το ερώτημα που κυριαρχεί μεταξύ τους είναι, «εάν ο Ερωδιός ήταν πράκτορας των Γερμανών». Με το χρόνο ανακαλύπτουν ότι ο φόνος δεν έπρεπε να γίνει. Και όπως θα γράψει ο Κύπρος Φραγκούλης το 1954: «Η ανάγκη να ενεργήσουν όπως ενήργησαν περιόριζε την ευθύνη. Άρα η ευθύνη ήταν περιορισμένη ή εκμηδενισμένη. Ο Φίλιπ Τζώρτζες ήταν ο υπεύθυνος και το πλήρωσε στην ιδιωτική του ζωή. Ο φόνος του αθώου δεν προκαλεί μόνο τύψεις αλλά και σοκ που ομοιάζει με κόμπλεξ. Ο συγγραφέας μας δίνει ένα ψυχογραφικό πλαίσιο αληθινό. Ο φόνος έγινε εξαιτίας της συμπτωματικής υπόνοιας για ενοχή του θύματος. Το φάσμα του αθώου δημιουργεί παθολογική υποταγή στην πορεία της ζωής.» Ο Ερωδιός ήταν τελικά ένας Άγγλος, βέρος πατριώτης, που αγαπούσε τη ζωή και την έβλεπε με το δικό του μάτι.





Η βάση πάνω στην οποία ο Μόργκαν οικοδομεί το έργο.

  Στην κατεχόμενη Ευρώπη υπήρχαν μυστικές οργανώσεις ειδικού τύπου που φυγάδευαν τους Άγγλους ή τους Αμερικανούς αιχμαλώτους, οι οποίοι δραπέτευαν από τα γερμανικά στρατόπεδα, καθώς επίσης και αεροπόρους που έπεφταν με αλεξίπτωτα σε χώρες υπό γερμανική κατοχή.

  Οι οργανώσεις αποτελούνταν από ντόπιους άντρες και γυναίκες και είχαν διάταξη γραμμική. Από σταθμό σε σταθμό διοχέτευαν τις ομάδες των φυγάδων, κατά τα πρότυπα μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας. Η διαδικασία γινόταν με άπειρη προφύλαξη. Οι Γερμανοί έστελναν δικούς τους πράκτορες, άριστους γνώστες της αγγλικής, που διείσδυαν σ’ αυτές τις ομάδες. Ο Γερμανός πήγαινε από σταθμό σε σταθμό επεσήμανε τα σημεία και στη συνέχεια το δίκτυο σαρώνονταν.

  Γίνεται αντιληπτό ότι κυριαρχούσε η καχυποψία. Οι Γερμανοί έκαναν πλαστές ταυτότητες και ο ψευτό-Άγγλος ήταν διαρκής φόβος, επικρεμάμενος κίνδυνος.

 






Το τραγικό στοιχείο.

  Οι άνθρωποι συγχωρούν, η αξία της συγνώμης είναι μηδενική όταν η μοίρα δε συγχωρεί. Για τον υπεύθυνο ανατέλλει γαλήνη μόνο όταν το θελήσει η μοίρα. Αυτό δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα πέσουν στη μοιρολατρία, αλλά θα πρέπει θαρρετά να αποδεχθούν την ευθύνη, ως πράξη ετοιμότητας και παρρησίας, καθώς και ενεργητική στάση απέναντι στη ζωή και στις ηθικές αξίες. Η πνευματική ομορφιά είναι ανεκτίμητη σε αυτές τις στιγμές.

  Κάθε πρόσωπο φέρει ένα κομμάτι της ευθύνης και πρέπει να έχει επίγνωση της ευθύνης. Έτσι αποκαθίσταται η διασαλευμένη τάξη μέσα στις συνειδήσεις που ποντοπορούν στο σκοτεινό Ωκεανό της βίας. Τη λύτρωση στη Γραμμή του Ποταμού δίνει η αδελφή του Ερωδιού με τη συγχώρεση, προσφέροντας έτσι μια λύση.

 

  Ο συγγραφέας δεν περιόρισε το δράμα του σε ένα έργο αντίστασης ούτε έγραψε ένα ρωμαλέο δράμα, σύμφωνα με την τότε συνταγή. Ο Μόργκαν προβάλει το λόγο του με τη φιλοσοφική ή εγκεφαλική διάθεση ενός ανθρώπου που προσπαθεί να πείσει με τη διαλεκτική του και όχι με τα πράγματα, με το πλαστικό όραμα ενός πηγαίου δημιουργού ενστίκτου. Προβλήματα που τον απασχολούν είναι ο έρως, ο θάνατος, η τέχνη και η ευθύνη. Δυσκολεύεται όμως να προσωποποιήσει και να ενθαρρύνει αυτά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται.

 

  Προτέρημα του έργου είναι η εγκεφαλική προσενατένιση των γήινων υποθέσεων. Μάταια επιθυμεί να γεφυρώσει το τεράστιο χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και επιδίωξης. Το περίβλημα μέσα από το οποίο το κάνει είναι ένα φιλοσοφικό με δόσεις κακόγουστου μεταφυσισμού. Δεν προκαλεί όμως άνοια, δεν ξεσπά σε εύκολη συγκίνηση. Δεν αναριγά η σάρκα του θεατή, δε ρυτιδώνεται το αίμα του. Το ενδιαφέρον εφελκύεται προοδευτικά και αδιάλειπτα χωρίς υστερικές κρίσεις. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγει ενδιαφέρουσα ιστορία με πυκνά δραματικά ακόμη και μελοδραματικά στοιχεία. Αναταράζει τα νερά της δραματικής ρουτίνας και φέρνει καινούρια μηνύματα στο κοινό.

 Το έργο είναι ένα φιλοσοφικό δράμα σε διαλογική μορφή. Μια φιλοσοφία που μετουσιώνεται σε δραματική δημιουργία. Έχει, βέβαια, δραματουργικές αδυναμίες, αμφισβητήθηκε επίσης η πνευματική ποιότητα.

  Ο Καραγάτσης το 1954 έγραψε για το έργο: « Αν οποιοσδήποτε άγνωστος Έλλην συγγραφέας έγραφε τη «Γραμμή του ποταμού» δε θα πετύχαινε ούτε έπαινο στον Καλοκαιρινό Διαγωνισμό. Αν δε συγγραφέας του ήταν κάποιος από τους καλούς μυθιστοριογράφους μας θα έβρισκε την νημερτέαν – και απολύτως δικαιολογημένην- άρνησιν των θιάσων μας να ανεβάσουν το υδαρές του κατασκεύασμα.» Χαρακτήρισε επίσης το έργο φλύαρο, ισχνό σε σύγκρουση, θλιβερά άτεχνο, κατεσκλήκοτος σε δράση και πλουσιότατου σε ελαφρότατη φιλοσοφική παρλαπίπα.»  Κατακεραύνωσε επίσης και τους συντελεστές της παράστασης του 1954 και έσφαζε με το γάντι το Ροντήρη. Η πέννα του Καραγάτση, ως θεατρικού κριτικού αποτέλεσε εκείνα τα χρόνια τον φόβο και τον τρόμο όλων των ανθρώπων του θεάτρου.

  Ας αφήσουμε όμως τον Καραγάτση, σχετικά με τους φιλοσοφικούς μονολόγους είναι σίγουρα ανεκτοί σε μυθιστόρημα από τον αναγνώστη εκ προκαταβολής. Εκεί μπορεί να τις αναγνώσει κανείς , αγνοώντας τον αθόρυβο συνομιλητή. Στο θέατρο όμως ο διάλογος υποβάλλει τη σκηνική κίνηση. Τα πράγματα εξελίσσονται αργά, ο θεατής εγκλωβίζεται στη μεταφυσική διαλεκτική του συγγραφέα. Υψηλά νοήματα που δε μετουσιώνονται όμως σε δράση ή ψυχολογικές αντιδράσεις. Η διάνοια όμως δεν έχει την άνεση να επωάσει τους διαδοχικούς ερεθισμούς και να απολαύσει τον καρπό τους, με εξαίρεση τρεις εικόνες της Β΄πράξης όπου υπάρχει πυκνή και ρέουσα δράση. Υπάρχουν και άλλες ιδέες αλλά το δυνατό ρεύμα δεν ανακόπτεται από την παρεμβολή τους.

  Το έργο, θα κλείσουμε λέγοντας, ότι διατηρεί κάποια υφή δοκιμιογραφίας, ποιητικής βέβαια, μα δοκιμιογραφίας πάντοτε. Ο Δρόμος του Ποταμού, στερείται γενικά δράσης καθώς έχει πιο πολύ αφήγηση παρά κίνηση.

 

 

Το υλικό για τη συγγραφή του άρθρου, καθώς και οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου:

http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=308




Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:


Για το ραδιόφωνο ηχογραφήθηκε το 1973 και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κλέαρχου Καραγιώργη τα πρόσωπα του έργου υποδύθηκαν οι ηθοποιοί: Ν. Τζόγιας, Ν Παπαναστασίου, Κ. Παναγιώτου, Κ. Ασπρέα, Β. Καρακατσάνη, Κ. Καστανάς, Ναπ. Ροδίτης και Π. Φώσκολος.


Ο Νίκος Τζόγιας


Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

Γιατί νικήσαμε τους Ιταλούς το 1940-41

 Λέγεται συχνά, εντελώς λανθασμένα, ότι οι Ιταλοί το 1940-41, ήταν δειλοί, ότι τρέπονταν σε φυγή έναντι των Ελλήνων, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν, ακόμα και ότι επίτηδες έχασαν για να φέρουν τους Γερμανούς στα Βαλκάνια ! Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, εκτός και αν δεχθούμε ότι οι Έλληνες που έπεσαν στην Αλβανία σκοτώθηκαν μόνοι τους. Οι Ιταλοί, ούτε δειλοί ήταν, ούτε το έβαζαν στα πόδια όταν άκουγαν την ιαχή «Αέρα». Πολέμησαν και μάλιστα φανατικά, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα τα επίλεκτα τμήματα Αλπινιστών και Βερσαλλιέρων.



Η εξήγηση για την ιταλική ήττα δεν έχει να κάνει με το θάρρος των Ιταλών στρατιωτών, αλλά με την ευφυΐα της ηγεσίας του και την εν γένει θεώρηση του κατά της Ελλάδας πολέμου από την φασιστική ιταλική ηγεσία, με το επίπεδο εκπαίδευσης του Ιταλικού Στρατού και με την ηθική προπαρασκευή του στρατού αυτού ενόψει της εισβολής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους «φωστήρες» τους φασισμού (Μουσολίνι, Τσιάνο, Γκάιντα, Ντε Βέκκι, Πράσκα, Σοντού) η Ελλάδα θα ήταν εύκολη λεία. Οι Έλληνες πίστευαν, δεν θα πολεμούσαν, γιατί ήταν διχασμένοι πολιτικά και ανοργάνωτοι στρατιωτικά. Την άποψή τους δε αυτή φρόντισαν να τη διοχετεύσουν και σε όλα τα κλιμάκια του στρατεύματος. Δυστυχώς για αυτούς τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε. Οι Έλληνες μόνο διχασμένοι δεν υποδέχθηκαν τους Ιταλούς και κάθε άλλο παρά ανοργάνωτοι στρατιωτικά ήταν.

Η κυβέρνηση Μεταξά είχε εγκαταστήσει ένα εξαίρετο δίκτυο πληροφοριών, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να γνωρίζει πολλά. Για παράδειγμα οι ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι επίκειται η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, πριν καν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι το υποψιαστούν. Επίσης η πολιτική χαμηλών τόνων που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στις εκατοντάδες ιταλικές προκλήσεις, αποκοίμισε τρόπο τινά τους Ιταλούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αντίσταση. Έτσι οι Ιταλοί αποτόλμησαν την επίθεση με δυνάμεις σαφώς ανεπαρκέστερες αυτών που θα μπορούσαν να διαθέσουν (9 μόλις μεραρχίες σε ολόκληρη την Αλβανία). Από δε τις δυνάμεις αυτές περίπου τις μισές (4 μεραρχίες) τις ανέπτυξαν αμυντικά, στην Δυτική Μακεδονία και στα γιουγκοσλαβικά σύνορα.

Η ιταλική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει και εναντίον της Ελλάδας τα γερμανικά διδάγματα περί κεραυνοβόλου πολέμου. Στη θεώρηση της αυτή όμως παρέλειψε να μελετήσει τρεις σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, το ορεινό του ελληνικού εδάφους, ειδικά στον τομέα της Ηπείρου. Δεύτερον τις ελληνικές προετοιμασίες και την άριστη οργάνωση του εδάφους από τις ελληνικές δυνάμεις της πρώτης γραμμής κα τρίτον, τέλος, το ηθικό του Ελληνικού Στρατού που ήταν άριστο, όχι μόνο γιατί πολεμούσε για το δίκιο, αλλά και γιατί ο Ελληνικός Στρατός της εποχής ήταν πραγματικά άριστα εκπαιδευμένος, διαθέτων εξαίρετους και το κυριότερο εμπειροπόλεμους αξιωματικούς – σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί από τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και πάνω ήταν βετεράνοι τουλάχιστον ενός πολέμου, αρκετοί δεν ανώτατοι αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μέχρι και 5 πολέμων (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία).

Σε αντιστάθμισμα αυτού οι Ιταλοί στρατιωτικοί είχαν πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατόπιν στην Ισπανία, χωρίς να διακριθούν ιδιαίτερα και στην Αιθιοπία, όπου χρειάστηκαν μέχρι χημικά αέρια για να συντρίψουν τους άτακτους Αφρικανούς αντιπάλους τους. Το γεγονός αυτό, της καταλυτικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των αντιπάλων τους αξιωματικών, δυστυχώς παραβλέπετε από τους περισσότερους – οπαδούς συγκεκριμένων πολιτικών θεωριών – ιστορικούς. Και όμως ήταν σαφώς ένας από τους κύριους παράγοντες της ελληνικής νίκης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Ελληνικός Στρατός παρουσίασε μεταξύ των εμπολέμων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν την υψηλότερη αναλογία νεκρών αξιωματικών. Οι Έλληνες αξιωματικοί της εποχής δεν περιορίζονταν να διοικούν τα τμήματά τους, εκ του ασφαλούς, όπως έπρατταν οι Ιταλοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από ανθυπολοχαγό μέχρι στρατηγό βρίσκονταν κοντά στους άνδρες τους, συμμερίζονταν τις κακουχίες τους και σε πολλές περιπτώσεις πέθαιναν μαζί τους.

Ο Έλληνας στρατιώτης του ’40 επίσης υπερείχε του αντιπάλου του, σε εκπαίδευση και κατά συνέπεια σε ηθικό. Ο Ιταλός στρατηγός Πράσκα, έκπληκτος από την αποτελεσματικότητα των ελληνικών πυρών όλμων, εξέφρασε την άποψη ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ειδικά πυρομαχικά. Φυσικά κανένα ειδικό πυρομαχικό δεν χρησιμοποιήθηκε. Απλώς οι άνδρες είχαν υποστεί τόσο εντατική εκπαίδευση που χρησιμοποιούσαν τον οπλισμό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τους Έλληνες πυροβολητές, που με την ευστοχία τους τρόμαξαν ακόμα και τους Γερμανούς βετεράνους. Ο Ελληνικός Στρατός, πτωχός όπως και η πατρίδα του δεν είχε κανένα περιθώριο σπατάλης. Η κάθε σφαίρα, η κάθε οβίδα έπρεπε να πιάνει τόπο. Και αυτό μόνο με την εκπαίδευση επιτυγχάνεται.

Επίσης η σκληρή εκπαίδευση είναι καταλυτικός παράγοντας ανάπτυξης υψηλού ηθικού, εφόσον ο καλά εκπαιδευμένος στρατιώτης γνωρίζει τις δυνατότητές του και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πέραν αυτών ο Έλληνας στρατιώτης, διαχρονικά στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του υπήρξε πείσμων στην άμυνα, αλλά και εξαίρετος στην επίθεση, διαθέτοντας κάτι παραπάνω από θάρρος, ένα ακατανόητο αίσθημα αυτοθυσίας και φιλοτιμίας. Αυτές ακριβώς τις αρετές του, που γνώριζαν καλά χάρη στην εμπειρία τους, ανέπτυξαν και εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι διοικήσεις, με αποτέλεσμα να επιτύχουν όσα πέτυχαν. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, ηγεσία και στράτευμα.

Αντί να δουν τους αντιπάλους τους να τρέπονται σε άτακτη φυγή ενώπιον των αρμάτων τους, του όγκου του πυροβολικού τους και των εκατοντάδων αεροσκαφών τους, αντίκρισαν έναν αντίπαλο που εφορμούσε και σταματούσε τα άρματα με κουβέρτες, που αγνοούσε τα πυρά και πυροβολούσε τα αεροσκάφη, ακόμα και με τα τυφέκιά του. Ο αιφνιδιασμός των Ιταλών κορυφώθηκε δε όταν, σύμφωνα με την περιγραφή Ιταλού αξιωματικού, «είδαν αυτούς τους δαίμονες να ορμούν ουρλιάζοντας, με εφ’ όπλου λόγχη» ! Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα σίγουροι για την επιτυχία τους, εφόσον – όπως έγραφαν οι εφημερίδες τους – «ο πόλεμος δεν γινόταν πλέον με δόρατα και σπαθιά, αλλά με άρματα και βαρύ πυροβολικό». Οι Έλληνες όμως τους απέδειξαν ότι η νέα έκδοση του δόρατος, η ξιφολόγχη, αλλά και η σπάθη του ιππικού, δεν είχαν χάσει καθόλου, μα καθόλου, την αξία τους.

Αμερικανικό όργανο στον ελληνικό στρατό

 Αμερικάνικο όργανο ευθυγράμμισης πυροβόλων και βαρέων όπλων ‘’Μ1Α1’’ του Β΄ΠΠ με την θήκη μεταφοράς, και το οποίο όργανο ήταν σε χρήση και από τον Ελληνικό Στρατό (δωρεά κ.Ιωάννη Τζέλιου).



Πηγή Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

ΤΡΙΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 1941-4.


Οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια της 3ης βουλγαρικής κατοχής σε Μακεδονία και Θράκη, υιοθέτησαν μια σειρά από πολιτικές τρομοκράτησης και εκφοβισμού του πληθυσμού καθ' όλη την διάρκεια της κατάληψης με σκοπό τον εκβουλγαρισμό του.

 


Αντικατέστησαν όλες τις υπηρεσίες με βουλγαρικές, απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, στον δρόμο, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στις πινακίδες με τις διευθύνσεις και τις επιγραφές των καταστημάτων. Πολλά αρχαία μνημεία καταστράφηκαν διότι έφεραν στις επιγραφές τους στην ελληνική γλώσσα.  Χρησιμοποιούσαν καθημερινή σωματική βία και τουφεκισμούς και αυτό προκύπτει από μαρτυρίες επιζώντων ή συγγενών των θυμάτων. Πολλοί είναι οι δηλωμένοι από τους συγγενείς τους φονευθέντες αγρίως από τους Βουλγάρους κατακτητές την περίοδο 1941-1944 στον Ν. Ροδόπης. Άγνωστος είναι και ο αριθμός των θανόντων από πείνα, κακουχίες και αναίτιους ξυλοδαρμούς.  


Όσοι Έλληνες είχαν μια επιχείρηση υποχρεώνονταν να πάρουν Βούλγαρο συνέταιρο. Τα ζώα που σφάζονταν και η αγροτική παραγωγή παραδίδονταν στον βουλγαρικό στρατό για τις ανάγκες του. Όποιοι Έλληνες αναγνώριζαν τη βουλγαρική κατοχή και έπαιρναν τη βουλγαρική υπηκοότητα απαλλάσσονταν από τα παραπάνω δυσβάσταχτα μέτρα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν τη βουλγαρική κατοχή και οι οποίοι με την αποχώρηση του κατοχικού στρατού έφυγαν και αυτοί. Οι φόροι για τους Έλληνες αυξήθηκαν κατά 100% και κάθε οικογένεια Ελλήνων είχε δικαίωμα να καλλιεργεί μόνο 10 στρέμματα. 

Οι Έλληνες για να εξασφαλίσουν κρυφά κάτι για να φάνε "έκλεβαν" από το χωράφι τους λίγο σιτάρι και με ένα χειρόμυλο, βάσει προφορικών μαρτυριών, αλέθανε τα σιτάρι για να κάνουν αλεύρι για ψωμί. Άλλοτε μάζευαν βελανίδια, τα αλέθανε και έκαναν ψωμί, όμως το αποτέλεσμα ήταν να πρηστούν και να έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας. 


Οι Βούλγαροι έκαναν έλεγχο στα σπίτια χριστιανών και μουσουλμάνων και αν κάποιος είχε κρυμμένα τρόφιμα η τιμωρία ήταν πολύ σκληρή. Έχει αναφερθεί και θάψιμο ζωντανών ανθρώπων, όπως το πέταμά τους και κλείσιμο σε πηγάδι χωριού. Στα καταστήματα ψώνιζαν μόνο Βούλγαροι και τρόφιμα με δελτίο έπαιρναν μόνο όσοι είχαν βουλγαρικά ονόματα.


Στους ήρωες του νομού Ροδόπης ανήκουν και οι 29 εκτελεσθέντες από το χωριό της Ξυλαγανής (παλαιό βουλγάρικο χωριό με το όνομα Κουσλανλί), πρόσφυγες όλοι από εδάφη που κυρίως κυρίευσε η Βουλγαρία. Η απόφασή τους να πλαισιώσουν τις αντιστασιακές ομάδες όπου δρούσαν στη Θράκη τους οδήγησε στη μετέπειτα σύλληψη, τον βασανισμό και την εκτέλεσή τους. (Συνολικά στον νομό εκτελέσθηκαν 59 άτομα λόγω συνεργασίας τους με τους αντάρτες)


Όλη την αγροτική παραγωγή οι Ξυλαγανιώτες την παρέδιδαν στις βουλγαρικές αρχές και τα πάντα ήταν ελεγχόμενα και με κουπόνι. 

Τα κυνηγητικά όπλα των Ξυλαγανιωτών παραδόθηκαν στην βουλγαρική αστυνομία. Η απόκρυψη όπλου ήταν έγκλημα και τα βασανιστήρια θανατηφόρα (κόψιμο αυτιών, βγάλσιμο ματιών). Πολλοί Ξυλαγανιώτες υπηρέτησαν στον βουλγαρικό στρατό ως Ντουρντουβάκια, δηλαδή στα τάγματα καταναγκαστικών έργων. Κάθε μέρα υπήρχε αγγαρεία για διάφορα καταναγκαστικά έργα. Ο δρόμος Ξυλαγανής μέχρι Κομοτηνή (17 χλμ.) είχε στρωθεί με τσακισμένη άσπρη πέτρα, σε μέγεθος μιας παλάμης για να μην λασπώνει, με καθημερινή εργασία δεκάδων Ξυλαγανιωτών.


Πηγές: 

-Αρθρα και μαρτυρίες από τοπικές εφημερίδες, από προσωπική συλλογή και τον ΓΑΚ Ροδόπης

-Η μαύρη Βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την ανατολική Μακεδονία και Θράκη


Στη φωτογραφία καταστημα στην Κομοτηνή με βουλγαρική επιγραφή.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...