Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βενετία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βενετία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος ΄Δ

Η απώλεια της Κύπρου και οι επιδρομές των Οθωμανών στη Νότια Ιταλία με αποκορύφωμα την πολιορκία της Μάλτας καταθορύβησε τις δυτικές δυνάμεις και οδήγησε στη σύσταση του αντιοθωμανικού Ιερού Συνασπισμού ο οποίος συνέτριψε τον οθωμανικό στόλο στη Ναύπακτο το 1571 βάζοντας προσωρινά έτσι φρένο στην οθωμανική επεκτατικότητα. Το τέλος του αιώνα βρίσκει τη Γαληνότατη να καταβάλλει προσπάθειες να προσαρμοστεί στη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα.





Το κλίμα που δημιούργησε η απώλεια της Κύπρου και η απειλή της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο ενίσχυσαν τη στροφή της Βενετίας προς τον πάπα, τους Ισπανούς και το συγκροτούμενο σχέδιο στρατιωτικής συνεργασίας εναντίον των Οθωμανών.

 Κατά τη δεκαετία του 1560 η οθωμανική επιθετικότητα έγινε αισθητή στα ισπανικά εδάφη της νότιας Ιταλίας με επιδρομές στη Σικελία, στις ακτές της Απουλίας και της Καλαβρίας.

Η επίθεση το 1565 και η πολιορκία της Μάλτας αποκάλυπτε την οθωμανική ισχύ και τις επιδιώξεις της για την κεντρική Μεσόγειο. Σε αυτό το περιβάλλον η ισπανική ηγεμονία στον ιταλικό χώρο και η αναδυόμενη παπική απολυταρχία, ως αλληλοσυμπληρούμενες δυνάμεις, συνέβαλαν στη συγκρότηση του Ιερού Συνασπισμού το 1571, με τη σημαντική συμμετοχή της Βενετίας που συνεισέφερε αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. 

Ο Ιερός Συνασπισμός και η νίκη του επί των Οθωμανών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto) το 1571 επενδύθηκαν με τη σταυροφορική ρητορική του χριστιανικού πολέμου εναντίον των «απίστων» και έγιναν δεκτοί με πρωτόγνωρους πανηγυρισμούς στην Ευρώπη.

Η Βενετία πρωτοστάτησε στους πανηγυρισμούς για τη νίκη στη Ναύπακτο, διοργανώνοντας κατά την πάγια τακτική της λαμπρές τελετές στη πόλη, αναμοχλεύοντας και αναπαράγοντας το σταυροφορικό πνεύμα που ενέπνευσε τη νίκη. Μάλιστα, στη βενετική σταυροφορική ρητορική διαπλεκόταν ο αντιοθωμανισμός με τον αντιεβραϊκό λόγο. Οι Βενετοί απέδιδαν σε εβραϊκή π λεκτάνη τόσο την επίθεση των Οθωμανών στην Κύπρο όσο και την καταστροφή του κρατικού ναυπηγείου από πυρκαγιά το 1569. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το βενετικό κράτος αναπαρήγαγε μύθους βαθιά ριζωμένους στη χριστιανική Δύση από τη μεσαιωνική περίοδο, περί εβραϊκής και μουσουλμανικής συνέργειας εναντίον της χριστιανοσύνης.

 Η Βενετία δεν περιορίστηκε σε επίπεδο ρητορικής, αλλά κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σύγκλητος διέταξε να τεθούν υπό κράτηση «μουσουλμάνοι, εβραίοι λεβαντίνοι και άλλοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» («Turchi, Hebrei levantini et altri sudditi turcheschi»), κυρίως έμποροι που βρίσκονταν στη Βενετία και στη βενετική επικράτεια, και να κατασχεθούν τα εμπορεύματά τους. Μάλιστα, λίγο μετά τη νίκη στη Ναύπακτο, σε μια κορύφωση του χριστιανικού ζήλου, η Σύγκλητος διέταξε την απέλαση όλων των εβραίων από την πόλη, αν και σύντομα η  απόφαση ανακλήθηκε. Άλλωστε, η επιθετική πολιτική της Βενετίας απέναντι σε εμπόρους από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία ή εβραίους εμπόρους που ζούσαν στο Γκέτο της πόλης απέβαινε εις βάρος της καθώς το βενετικόεμπόριο βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στη δραστηριότητα εμπόρων που δεν ήταν βενετοί πατρίκιοι.


Ωστόσο, η επιτυχία στη Ναύπακτο και η αναβίωση της σταυροφορικής ρητορικής δεν επαρκούσαν στη Βενετία για να αντισταθμίσει την απώλεια της Κύπρου. Η Κύπρος αποτελούσε κομβικής σημασίας βάση για το εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο και ίσως την πλουσιότερη αποικία με σημαντικά αγροτικά πλεονάσματα για εξαγωγή. 

Η Βενετία, κινούμενη από καχυποψία απέναντι στους Ισπανούς, αναγνωρίζοντας το βάρος που
έφερε η οθωμανική κατάληψη της Κύπρου αλλά και την ανάγκη επανεκκίνησης των εμπορικών συναλλαγών, έσπευσε να κλείσει συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1573 καταβάλλοντας σημαντικές αποζημιώσεις.

Η αδυναμία της Βενετίας να αντιπαρατεθεί με τους Οθωμανούς την εξανάγκαζε να αποδεχτεί την απώλεια μιας σημαντικής κτήσης με οικονομικές και γεωστρατηγικές συνέπειες, ειδικά για τη βενετική πρόσβαση στο εμπόριο της Μέσης Ανατολής. Για τους Οθωμανούς, ο αντίκτυπος της ήττας στη Ναύπακτο ήταν περιορισμένος, καθώς είχαν κυριαρχήσει στην ανατολική Μεσόγειο με την κατάκτηση της Κύπρου, ενώ σύντομα στράφηκαν

Οι δύο σοβαρές κρίσεις στις οποίες ενεπλάκη η Βενετία δεν αποκρυστάλλωσαν μόνο την αντι-ισπανική ρητορική. Μέσω αυτής της ρητορικής η Βενετία προσδιόρισε τον εαυτό της κατά τον πόλεμο προπαγάνδας που έλαβε χώρα. Τα κείμενα του Paolo Sarpi, συμβούλου (consultore in iure) της βενετικής κυβέρνησης και κύριου ενορχηστρωτή της βενετικής προπαγάνδας, όχι μόνο υπογράμμιζαν την κρατική κυριαρχία ως απόλυτη αρχή την οποία δεν μπορούσε να υπερκεράσει καμία άλλη εξουσία, όπως η παπική στην περίπτωση της κρίσης του 1606, αλλά προέβαλαν τη Βενετία ως μια ελεύθερη δημοκρατία απέναντι στην τυραννική και απολυταρχική Ισπανία.

 Στον αντίποδα, από τη σκοπιά της Ρώμης, η πνευματική εξουσία του πάπα αποτελούσε την υπέρ-
τατη αρχή. Επρόκειτο για μια θέση την οποία συμμεριζόταν και η ισπανική μοναρχία η οποία αξίωνε για τον εαυτό της τον ρόλο της προστάτιδας δύναμης της Εκκλησίας. Η θεωρητική διαμάχη με την οποία επενδύθηκε ο πόλεμος προπαγάνδας στην κρίση της παπικής Απαγόρευσης και της ισπανικής «συνωμοσίας» αποτέλεσε την κορύφωση σε μια σειρά εξελίξεων στην πολιτική θεωρία και τη ρητορική που έλαβαν χώρα κατά τον 16ο αιώνα και έθεσαν τη βάση της συζήτησης που θα ακολουθούσε σχετικά με την κρατική ισχύ. 

Για τη Βενετία η προβολή της δημοκρατικής εικόνας, στη σκιά μιας αυξανόμενα ολιγαρχικής διακυβέρνησης στη διάρκεια του 16ου αιώνα, που συνοδευόταν από τη συγκέντρωση εξουσιών στο πανίσχυρο Συμβούλιο των Δέκα, αναπαρήγαγε τον βενετικό μύθο όπως είχε διαμορφωθεί από τον προηγούμενο αιώνα.

 Ωστόσο, τόσο η βενετική ρητορική περί δημοκρατίας όσο και το αντίπαλο δέος της παπικής και ισπανικής απολυταρχίας καταδείκνυαν την υποχώρηση του πολιτικού ουμανισμού και την αναγωγή του κρατικού συμφέροντος σε ύψιστη αρχή, διαδικασία που επρόκειτο να χαρακτηρίσει τις διακρατικές σχέσεις τον 17ο αιώνα.


Οι δύο κρίσεις των αρχών του 17ου αιώνα υπήρξαν γεγονότα πανευρωπαϊκής εμβέλειας, καθώς οι όροι και η φύση της αντιπαράθεσης αφορούσαν όλους τους ηγεμόνες και τις πολιτικές οντότητες της εποχής. Συνάμα οι κρίσεις επιβεβαίωσαν το μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο και τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονταν.

Αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Αγγλία και η Ολλανδία έδειχναν ενδιαφέρον για τις αντιπαραθέσεις της Βενετίας με την Αγία Έδρα και την Ισπανία και επιχειρούσαν να πάρουν θέση σε αυτές. Η Αγγλία και η Ολλανδία, εκτός από τις φιλοδοξίες τους στον Ατλαντικό ωκεανό και στις περιοχές του Νέου Κόσμου όπου κύριος αντίπαλος ήταν η Ισπανία, επιδίωκαν και εξασφάλιζαν την αύξηση της επιρροής τους στη Μεσόγειο. 

Το πολιτικό τοπίο στον ιταλικό χώρο γινόταν πιο σύνθετο καθώς, εκτός από τις νέες δυνάμεις που έστρεφαν σε αυτό το ενδιαφέρον τους και με απώτερο στόχο τη διείσδυση στην οικονομία της ανατολικής Μεσογείου, η γαλλική μοναρχία, μετά το τέλος των θρησκευτικών πολέμων το 1598, επανάκαμπτε δυναμικά. Το τέλος της pax hispanica με τον θάνατο του Φιλίππου Β΄ το 1598, η διαδοχή του από τον άπειρο γιο του Φίλιππο Γ΄ και η γαλλική εμπλοκή μετά από δεκαετίες στα ιταλικά τεκταινόμενα, αρχικά στον Πόλεμο του Monferrato, αναδιέταξαν την πολιτική σκηνή
του ιταλικού χώρου, παρότι η Ισπανία παρέμεινε κυρίαρχη μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.
Το τέλος του βενετικού «μακρύ» 16ου αιώνα που θα τοποθετήσουμε στις δεκαετίες του 1620-1630 σηματοδότησε η κορύφωση της αντι-ισπανικής ρητορικής και η σταδιακή μεταβολή των ισορροπιών που είχαν χαρακτηρίσει την προηγούμενη περίοδο, με τη Βενετία να κινείται μεταξύ των Οθωμανών και της Ισπανίας.

 Η είσοδος στη Μεσόγειο νέων δυνάμεων, όπως της Αγγλίας και της Ολλανδίας, και η δυναμική επιστροφή της Γαλλίας στην ιταλική σκηνή έδιναν περισσότερες ευκαιρίες ελιγμών, αλλά την ίδια στιγμή έκαναν τη βενετική ελίτ να συνειδητοποιήσει ότι πλέον αποτελούσε δευτερεύουσα δύναμη τόσο πολιτικο-στρατιωτικά όσο και οικονομικά.

Πηγή : Πλακωτός

Μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος ΄Γ

Οι Ιταλικοί πόλεμοι έχουν παρέλθει και οι διάφορες συνθήκες που υπογράφονται δείχνουν φανερά ότι η Βενετία δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής. Ταυτόχρονα όμως αρχίζει και περιπλέκεται στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο με αμυντικό καταρχήν προσανατολισμό. Το 1571 χάνεται οριστικά η Κύπρος για τη Γαληνότατη.



Όπως είδαμε, με τους Ιταλικούς Πολέμους ο ιταλικός χώρος έγινε το κύριο πεδίο της σύγκρουσης της ισπανικής και της γαλλικής μοναρχίας. Νικητές του πολέμου αναδείχθηκαν οι Ισπανοί Αψβούργοι και πέραν του πεδίου της μάχης οι επιδιώξεις τους αποτυπώθηκαν αρχικά στη Συνθήκη της Μπολόνια το 1530

Για τη Βενετία η Συνθήκη επικύρωνε την ήττα της και την αδυναμία της να ανταγωνιστεί ισότιμα τις κύριες δυνάμεις της εποχής. Για τους Αψβούργους ο ιταλικός χώρος κατείχε κεντρική θέση στις αυτοκρατορικές επιδιώξεις τους ήδη από την περίοδο του Καρόλου Κουίντου. Κατά τον J. H. Elliott για τους Αψβούργους η ιβηρική και η ιταλική χερσόνησος αποτελούσαν μια ενιαία οντότητα. Διαδεχόμενος τον Κάρολο, ο Φίλιππος Β΄, με τον συνδυασμό ισχύος και διπλωματίας, ενέταξε τα περισσότερα ιταλικά κράτη στη γεωπολιτική σφαίρα της Ισπανίας, πετυχαίνοντας σχετική ισορροπία χωρίς σημαντικές εντάσεις και πολεμικές συρράξεις στον ιταλικό χώρο για μισό αιώνα μετά τη Συνθήκη του Cateau-Cambrésis το 1559.

 Η συνθήκη του Cateau-Cambrésis έθεσε οριστικό τέλος στους Ιταλικούς Πολέμους, την επί εξήντα χρόνια διαμάχη μεταξύ των Αψβούργων και των Βαλουά της Γαλλίας για τον έλεγχο της ιταλικής χερσονήσου.

 Η γαλλική μοναρχία παραιτήθηκε από δυναστικές αξιώσεις στην Ιταλία και ξεκίνησε μια μακρά περίοδος ισπανικής κυριαρχίας, την οποία συχνά η ιστοριογραφία αποδίδει με όρους ηγεμονίας. Επρόκειτο για μία «pax hispanica» κατά τη φράση του Fernand Braudel. Σε αυτή τη νέα συνθήκη η Βενετία αποτέλεσε τη μοναδική κρατική οντότητα που, παρά την ήττα της, διατήρησε σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας απέναντι στην Ισπανία, παρότι η πολιτική της επιδίωκε ή αναγκαζόταν
να προσαρμόζεται στην ισπανική κυριαρχία.

Ο Κάρολος Κουίντος και ο Φίλιππος Β΄ χρειάζονταν τη Βενετία για
τη ναυτική ισχύ της και τη γεωστρατηγική θέση της στους σχεδιασμούς τους απέναντι στους Οθωμανούς. Με τη σειρά της, η Βενετία επιδίωκε να ισορροπήσει και να ελιχθεί ανάμεσα στα δύο αυτοκρατορικά μορφώματα και τις ιδιαίτερες συνθήκες που υπαγόρευαν τις σχέσεις της με κάθε ένα από αυτά: τους στενούς οικονομικούς δεσμούς με τους Οθωμανούς και την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία της Ισπανίας στον ιταλικό χώρο.


Συνήθως τα οικονομικά συμφέροντα της Βενετίας στην οθωμανική επικράτεια υπερίσχυαν των προσδοκιών που έτρεφαν οι Ισπανοί για πολιτική και ιδεολογική συμπόρευση. Σε δύο περιπτώσεις, το 1540 και το 1573, η Βενετία εγκατέλειψε τους σχεδιασμούς των Ισπανών για στρατιωτική συμμαχία εναντίον των Οθωμανών και συνήψε ξεχωριστές συνθήκες ειρήνης με τους τελευταίους. Οι προτεραιότητες των Βενετών δεν γίνονταν κατανοητές από τους Ισπανούς.

Στον ηγεμονικό πολιτικό λόγο των Αψβούργων –τον «μεσσιανικό ιμπεριαλισμό» κατά τον ιστορικό Geoffrey Parker– που περιέγραφε την κυριαρχία και τις φιλοδοξίες της Ισπανίας με όρους
φυσικής τάξης, οι βενετικές διαφοροποιήσεις καταγράφονταν ως εκδηλώσεις φθόνου και εχθρότητας απέναντι στο ισπανικό μεγαλείο.
Για τους Βενετούς ο «μακρύς» 16ος αιώνας της ισπανικής ισχύος αποτέλεσε μια περίοδο αναδιάταξης των προτεραιοτήτων, διαπραγματεύσεων και προσαρμογών. Η καχυποψία της Βενετίας απέναντι στους Αψβούργους δεν ήταν αβάσιμη. Η Βενετία εδαφικά βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα σε επικράτειες που ανήκαν ή πρόσκειντο φιλικά στους Αψβούργους: στα βόρεια βρισκόταν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ δυτικά το βενετικό
Κράτος της Στεριάς συνόρευε με το Δουκάτο του Μιλάνου που από το 1535 είχε προσδεθεί με φεουδαρχικούς δεσμούς στον Κάρολο Κουίντο. Στον Πόλεμο του Cambrai (1509-1517) η Ισπανία είχε συμμετάσχει στον συνασπισμό εναντίον της Βενετίας και του κράτους της στην ενδοχώρα. Η κυρίαρχη θέση που αποκτούσαν οι Αψβούργοι και οι σχεδιασμοί τους για τον ιταλικό χώρο απαιτούσαν όχι μόνο τη συνεργασία των Βενετών, αλλά και τη σύμπτωση απόψεων ως προς την αναγνώριση κοινών εχθρών, πρωτίστως των Οθωμανών.

 Οι Βενετοί, ωστόσο, ήταν αναγκασμένοι να κινούνται προσεκτικά και να προσαρμόζουν την πολιτική τους κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1530, όταν η oθωμανική ισχύς στη Μεσόγειο φαινόταν αδιαμφισβήτητη θέτοντας σε κίνδυνο τα βενετικά κεκτημένα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Κέρκυρας το 1537, οι Βενετοί συνέπραξαν με τον Κάρολο Κουίντο και τον πάπα Παύλο Γ΄ εναντίον των Οθωμανών.

 Μετά την ήττα στη ναυμαχία της Πρέβεζας, γρήγορα οι Βενετοί έσπευσαν να απομακρυνθούν από τη συμμαχία και, παρά τις προσπάθειες των Ισπανών να τους διατηρήσουν στο στρατόπεδό τους, υπέγραψαν χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1540. Οι Βενετοί ήταν αναγκασμένοι να κινούνται με παρόμοιο τρόπο απέναντι στους Οθωμανούς, οι οποίοι έθεταν σε κίνδυνο τις κτήσεις τους στη Μεσόγειο και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν να απειλούν και περιοχές στα βορειοανατολικά της ενδοχώρας, αλλά την ίδια στιγμή αποτελούσαν κύρια πηγή της βενετικής οικονομικής δραστηριότητας. Συνάμα οι Οθωμανοί αποτελούσαν
δυνάμει συμμάχους ή χρησιμοποιούνταν ως αντιπερισπασμός στον ανταγωνισμό με τους Αψβούργους στον ιταλικό χώρο.

Χαρακτηριστικά, ο Sanudo σημείωνε λίγο μετά την ήττα στη μάχη του Agnadello: «κυκλοφορεί
στην επικράτεια ότι πρόκειται [ενν. οι Βενετοί] να στραφούν στους Τούρκους και όλοι το επιθυμούν. Μακάρι και ο Θεός να το θέλει να συμβεί» (Sanudo, 1879-1903: τ. 9, σ. 100). Επρόκειτο για μια πολυκύμαντη και σύνθετη σχέση που δύσκολα μπορούμε να την ορίσουμε με ακρίβεια. Σίγουρα υπόκειτο σε συνεχείς μεταβολές που υπαγόρευαν τα βενετικά συμφέροντα και ο ευρύτερος συσχετισμός δυνάμεων. Σε αυτό το σύνθετο πλέγμα θα πρέπει να προσθέσουμε και την εικόνα που δημιουργούσαν άλλες δυνάμεις για τις βενετο-οθωμανικές σχέσεις˙ τον 16ο αιώνα, για παράδειγμα, οι Αψβούργοι της Ισπανίας αναφέρονταν στη Βενετία ως παλλακίδα (amancebada) των Οθωμανών.
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Βενετοί διατηρούσαν τις πιο πυκνές και συστηματικές διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με τους Οθωμανούς. Ήδη αρκετό διάστημα πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχαν επιδιώξει σχέσεις με τους σουλτάνους, αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη ισχύ της οθωμανικής παρουσίας.

Κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα επιδίωξη της Βενετίας ήταν η εξασφάλιση εμπορικών
προνομίων. Από τη μεριά τους οι σουλτάνοι αναγνώριζαν τη σημασία των Βενετών για την οικονομία της αυτοκρατορίας τους αλλά και επιδίωκαν να περιορίσουν την κυριαρχία των Βενετών στο μεσογειακό εμπόριο, ειδικά τον 15ο αιώνα μετά την υποχώρηση της Γένοβας. Ακόμη και τον 16ο αιώνα, όταν η εμπορική ισχύς των Βενετών είχε υποχωρήσει, παρέμεναν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος των Οθωμανών μέχρι και τον 17ο αιώνα.


Λόγω της ύψιστης σημασίας που απέδιδαν στις σχέσεις με τον βυζαντινό κόσμο και στη συνέχεια με τον οθωμανικό, οι Βενετοί διατηρούσαν από αιώνες διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, πολύ νωρίτερα από ό,τι άλλα ευρωπαϊκά κράτη και πριν τη θέσπιση συστηματικής παρουσίας διπλωματικών υπηρεσιών στις διακρατικές σχέσεις. Στην κορυφή του βενετικού διπλωματικού σώματος στην Κωνσταντινούπολη βρισκόταν
πατρίκιος αξιωματούχος που έφερε τον τίτλο «βαΐλος» (Bailo). Επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα αξιώματα της βενετικής διοίκησης.

Οι απαρχές του αξιώματος ανάγονται στον 11ο αιώνα όταν ο βενετός βαΐλος
ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές δραστηριότητες των Βενετών και εκπροσωπούσε τη Βενετία στον βυζαντινό αυτοκράτορα. Μέχρι το τέλος του Βυζαντίου ο βαΐλος είχε επιφορτιστεί με πολιτικά και διπλωματικά καθήκοντα και είχε σημαίνουσα θέση στην Κωνσταντινούπολη.

Με την εδραίωση των Οθωμανών οι Βενετοί έχασαν την επιρροή και τον παρεμβατικό ρόλο που είχαν κατά τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής περιόδου, αλλά ο βαΐλος αναδείχθηκε σε σημαίνουσα μορφή, καθώς με επιδεξιότητα έπρεπε να υλοποιεί την πολιτική εξισορρόπησης της Βενετίας ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Αψβούργους και να προστατεύει τα βενετικά εμπορικά συμφέροντα απέναντι στον αυξανόμενο ανταγωνισμό αναδυόμενων δυνάμεων όπως η Αγγλία και η Ολλανδία. 

Ο βαΐλος ήταν υπεύθυνος για την προάσπιση του καθολικισμού στο Κράτος της Θάλασσας, στις οθωμανικές περιοχές και στους Αγίους Τόπους μέχρι τον 17ο αιώνα, όταν η Γαλλία διεκδίκησε αυτό τον ρόλο για τον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνάμα, ο βαΐλος ήταν ο
κύριος πληροφοριοδότης της βενετικής διοίκησης για τα τεκταινόμενα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

 Διατηρούσε εκτεταμένα δίκτυα πατρωνίας και γύρω του συγκεντρώνονταν οι δεκάδες βενετικοί εμπορικοί οίκοι και οι χιλιάδες βενετοί υπήκοοι που δραστηριοποιούνταν στην οθωμανική πρωτεύουσα. Το έργο του υποστηριζόταν από μια διευρυμένη ακολουθία αξιωματούχων, γνωστή ως famiglia. Ο βαΐλος και η ακολουθία του συγκροτούσαν τον θεσμικό πυρήνα της πολυπληθούς βενετικής κοινότητας, που συνήθως στη διοικητική γλώσσα οριζόταν ως nazione, στην Κωνσταντινούπολη. Ο βαΐλος διατηρούσε για τον ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος της ακολουθίας του από τον 16ο αιώνα ένα οικιστικό συγκρότημα που βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης, στους λόφους που ήταν γνωστοί ως Vigne di Pera, πάνω από τη συνοικία του Γαλατά, ενώ η πλειονότητα των βενετών εμπόρων συγκεντρωνόταν κυρίως στον Γαλατά.

 Παρά την οικιστική και χωροταξική συγκέντρωση της βενετικής κοινότητας, η παρουσία
της, λόγω του πλήθους και της σημασίας της, διέφερε από την καθιερωμένη μορφή εμπορικής εγκατάστασης που συναντάμε στον μεσογειακό χώρο, το fondaco, στο οποίο η ξένη κοινότητα –συνήθως έμποροι– ήταν υποχρεωμένη να διαμένει σε περίκλειστους χώρους για να μην ενθαρρύνεται η συναναστροφή με τον ντόπιο πληθυσμό.


Οι Βενετοί αναγνώριζαν τον αυξανόμενο κίνδυνο που αποτελούσαν οι Οθωμανοί για τις κτήσεις τους
στον βαλκανικό και τον μεσογειακό χώρο και διαπίστωναν ότι μόνοι τους έπρεπε να τις υπερασπιστούν είτε καταφεύγοντας στον πόλεμο είτε κυρίως μέσω διπλωματικής ευελιξίας, καθώς η στρατιωτική ισχύς έγερνε ολοένα προς το μέρος των Οθωμανών. Ο βενετο-οθωμανικός πόλεμος του 1463-1479, με τις επιδρομές των Οθωμανών να αναστατώνουν την περιοχή του Φρίουλι, είχε ήδη καταδείξει την αδυναμία των Βενετών.

Στην κρίση του Πολέμου του Cambrai, φαινόταν ότι η Βενετία επιδίωκε συμμαχία με τους Οθωμανούς ή χρησιμοποιούσε μια τέτοια προοπτική ως αντιπερισπασμό απέναντι στον ασφυκτικό κλοιό των αντιπάλων της.


Ακολούθησε μια μακρά περίοδος ειρηνικών σχέσεων, με εξαίρεση τη συμμετοχή της Βενετίας στον αντι-οθωμανικό συνασπισμό που κατέληξε στην ήττα στην Πρέβεζα και την ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης την οποία η Βενετία έσπευσε να υπογράψει το 1540.
Αυτή η φάση των βενετο-οθωμανικών σχέσεων που καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την ηγεμονική θέση των Αψβούργων κορυφώνεται με τον Πόλεμο της Κύπρου και τον σχηματισμό του Ιερού Συνασπισμού.

Η Κύπρος υπήρξε βενετική κτήση από το 1489, με την υποχρέωση καταβολής ετήσιας εισφοράς στον σουλτάνο της Αιγύπτου και στη συνέχεια στους Οθωμανούς. Από την εποχή του Σουλεϊμάν Α΄ η κατάληψη του νησιού είχε περιληφθεί στους σχεδιασμούς των Οθωμανών. Πριν την επίθεση του οθωμανικού στόλου στην Κύπρο το 1570, η Βενετία είχε στραμμένη την προσοχή της στην αντιμετώπιση της επιδημίας πανώλης που έπληττε την ιταλική χερσόνησο, στην πυρκαγιά που είχε καταστρέψει το βενετικό ναυπηγείο και στην προσπάθεια να περιορίσει τη
δράση πειρατών, γνωστών ως Ουσκόκοι, που αναστάτωναν την Αδριατική. Βέβαια, η Βενετία, αντιλαμβανόμενη τις οθωμανικές βλέψεις, είχε προσπαθήσει να προετοιμαστεί για ενδεχόμενη επίθεση.

 Επίσης, είχε στραφεί στην Αγία Έδρα για βοήθεια, με τον πάπα να προτείνει τη συγκρότηση ενός χριστιανικού συνασπισμού με την Ισπανία.

Η οθωμανική επίθεση στην Κύπρο, σχετικά γρήγορα, στέφθηκε με επιτυχία, με την κατάληψη της Λευκωσίας και άλλων σημαντικών πόλεων, πριν οι Οθωμανοί στρέψουν την προσοχή τους στην Αμμόχωστο. Η κατάληψή της μεγαλόνησου ύστερα από πολύμηνη πολιορκία σήμαινε την απόσπαση της Κ
τελικά από τη βενετική επικράτεια.

Μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος 'Β

Η τυχοδιωκτική συμμετοχή της Γαληνότατης στους ιταλικούς πολέμους και οι περίπλοκη κατάσταση που δημιουργήθηκε με τους Αψβούργους και τους Οθωμανούς λίγο έλειψε να στιχήσει ακριβά στους Βενετους. Σταδιακά η Βενετία συνειδητοποιεί ότι πρέπει να διαμορφώσει το τέλειο πολίτευμα και με ήπιους τρόπους να αποτελέσει πρότυπο για την Ευρώπη...





Στο νέο πολιτικό τοπίο με τον Πόλεμο του Cambrai, ένας επιπλέον παράγοντας που έθεσε σε δοκιμα-
σία τη βενετική ισχύ ήταν οι σχέσεις με την Αγία Έδρα. Ο Πόλεμος του Cambrai συνιστούσε μια πρώτη οξεία αντιπαράθεση μεταξύ του βενετικού και του παπικού κράτους.

Ο πάπας όχι μόνο στρατεύτηκε με τους αντιπάλους της Βενετίας με στόχο τον περιορισμό της βενετικής επέκτασης στην ενδοχώρα, αλλά προχώρησε και στην επιβολή της πρώτης «Απαγόρευσης» (Interdetto) εναντίον της, όταν εξέδωσε το διάταγμα Monitorium contra Venetos, αφορίζοντας τον δόγη, το Συμβούλιο τον Δέκα, τη Σύγκλητο και σύσσωμη την τάξη των πατρικίων και απαγορεύοντας την τέλεση των θρησκευτικών μυστηρίων στην πόλη, με απώτερο στόχο τον περιορισμό των βενετικών αρμοδιοτήτων στα εκκλησιαστικά ζητήματά της ενδοχώρας και την προσάρτηση των περιοχών της Εμίλια-Ρομάνια που λίγα χρόνια πριν είχαν περάσει υπό βενετική κυριαρχία.


 Από τα μέσα του 16ου αιώνα σημειώνονται φάσεις έντασης με την Αγία Έδρα.

Οι Βενετοί αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους πάπες ως υποχείρια των Ισπανών, ενώ καθώς αναπτύσσεται το κίνημα της (Αντι-)Μεταρρύθμισης και εδραιώνεται ο μετατριδεντινός καθολικισμός, προκύπτουν ζητήματα δικαιοδοσίας και πρωτείων, ειδικά ως προς την καταπολέμηση των «αιρέσεων» και ζητήματα φορολογίας.

Η ένταση με τη Ρώμη θα κορυφωθεί με την παπική «Απαγόρευση» του 1606. Οι αντιπαραθέσεις Βενετίας και Ρώμης και η λεγόμενη βενετική ανεξαρτησία, που έχουν αποτελέσει σημαντικό στοιχείο του «βενετικού μύθου», δεν θα πρέπει να σκιάζουν τις συγκλίσεις συμφερόντων και αντιλήψεων ειδικά ως προς τη θέση του καθολικισμού, το χριστιανικό νόημα, τη δημόσια ηθική και θρησκευτική τάξη.

Οι πόλεμοι και η δραματική ήττα στη μάχη του Agnadello όχι μόνο τερμάτισαν τις αυτοκρατορικές
βλέψεις της Βενετίας στον ιταλικό χώρο αλλά υπονόμευσαν την εικόνα που εξύφαινε η βενετική ελίτ για την κυριαρχία της στην ενδοχώρα ως αγαθοεργούς δύναμης. Στον Πόλεμο του Cambrai, η άρχουσα τάξη των πόλεων και της υπαίθρου στη βενετική ενδοχώρα συμμάχησε με τους αντιπάλους της Βενετίας ή τους δέχτηκε ως ελευθερωτές.

 Οι τοπικοί ευγενείς είχαν αποστερηθεί τις περισσότερες από τις δικαιοδοσίες που κατείχαν
στο παρελθόν πριν τη βενετική κυριαρχία. Δεν είχαν αντιμετωπιστεί ως ίσοι από τους ευγενείς της βενετικής μητρόπολης. Η περίφημη δημοκρατία της Βενετίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι τελείωνε στα όρια της πόλης χωρίς να επεκτείνεται στις κτήσεις της αυτοκρατορίας, είτε επρόκειτο για την ενδοχώρα είτε για το Κράτος της Θάλασσας.

 Η δυσαρέσκεια των τοπικών ελίτ, το «αντι-βενετικό» πνεύμα τους και η διαφορετική εκ μέρους
τους νοηματοδότηση της βενετικής κυριαρχίας αποτυπώνονται στα λόγια των εκπροσώπων της Πάδοβα καθώς υποδέχονται τους συμμάχους της Λίγκας ως ελευθερωτές λίγο μετά τη μάχη του Agnadello:


Τρεις χιλιάδες βενετοί τύραννοι λόγω της εδαφικής εγγύτητας διαρκώς μας εκμεταλλεύονται με
βίαιο και καταστροφικό τρόπο, κατατρώγοντας τα σπλάχνα μας, έτσι ώστε όλοι μας, σε όποια τάξη
και αν ανήκουμε έχουμε γίνει σκιές και φαντάσματα αυτού που υπήρξαμε κάποτε. Σε αυτή την πόλη
της Πάδοβα, η οποία θα έπρεπε να ανήκει στους κατοίκους της, τίποτα δεν έχει μείνει για αυτούς,
ούτε τα τείχη, ούτε τα σπίτια, ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα δημόσια αξιώματα, ούτε τα εκκλησιαστικά
αξιώματα, ούτε έξω από την πόλη τα αγροκτήματα, ούτε τα βουνά, ούτε οι πεδιάδες, ούτε τα δάση, ούτε οι λίμνες.  Τίποτα δεν μας ανήκει πλέον, αφού αυτοί οι Βενετοί με άδικο τρόπο εν είδη τοκογλυφίας έχουν αποσπάσει τα πάντα από τα δικά μας χέρια. Εμείς, οι κάτοικοι της Πάδοβα, προσφέρουμε τον εαυτό μας, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας, που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί, στον αυτοκράτορα ως πιστούς υποτελείς και υπηρέτες του προκειμένου να μας απελευθερώσει από μια τόσο
σκοτεινή τυραννία. (Cervelli, 1974: 47-8)


Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε τη διαφορετική εικόνα της βενετικής κυριαρχίας που εξύφαιναν οι υποτελείς σε σχέση με όσα είδαμε ότι υποστήριζε η βενετική ελίτ για τον απελευθερωτικό και αγαθοεργό της ρόλο.

Η προσωρινή κατάρρευση της βενετικής ισχύος σήμανε πολλαπλές αντιπαραθέσεις. Από τη μια μεριά, τοπικές αριστοκρατικές ή αστικές ελίτ αξιοποίησαν την ευκαιρία για να αποτινάξουν την κυριαρχία της μητρόπολης ή να διαπραγματευτούν καλύτερους όρους με τους Βενετούς. Από την άλλη, τα χαμηλότερα στρώματα των πόλεων ή οι χωρικοί της υπαίθρου εκδήλωσαν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στις τοπικές ολιγαρχικές οικογένειες και φατρίες υποστηρίζοντας τη Βενετία συχνά μέσω συμβολικών κινήσεων, όπως συνέβη στη Βιτσέντζα μετά τη μάχη του Agnadello, όπου ο κόσμος συνέλεξε και προσπάθησε να διαφυλάξει τα κομμάτια του μαρμάρινου λέοντα του Αγίου Μάρκου που είχαν σπάσει τα μέλη της τοπικής αστικής ελίτ ως πράξη ανατροπής της βενετικής κυριαρχίας.

Για τα μη προνομιούχα στρώματα η βενετική κυριαρχία αποτελούσε αντίβαρο απέναντι στις πιέσεις που υφίσταντο από τις τοπικές ολιγαρχικές ελίτ, ενώ ειδικότερα για τους χωρικούς, τυχόν τερματισμός της βενετικής επικυριαρχίας σήμαινε απώλεια πρόσβασης στην τεράστια αγορά της Βενετίας για τη διοχέτευση των προϊόντων τους και κίνδυνο υπαγωγής τους ξανά σε καθεστώς δουλοπαροικίας. Σε αυτό το υπόβαθρο έλαβε χώρα η εξέγερση των χωρικών στο Φρίουλι το 1511, ίσως η μεγαλύτερη αγροτική εξέγερση στον ιταλικό χώρο κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο.

Ο αντίκτυπος των Ιταλικών Πολέμων μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1510 και ειδικά της ήττας στη μάχη του Agnadello υπήρξε πολλαπλός, τερματίζοντας την αυτοκρατορική επιδίωξη της Βενετίας στην ιταλική ενδοχώρα και υπονομεύοντας την αυτοθεώρηση της βενετικής ελίτ για την εξουσία της. Ως προς το τελευταίο ζήτημα είναι απαραίτητο να διευρύνουμε την οπτική μας και να συσχετίσουμε την ήττα στη μάχη του Agnadello ως κομβικό σημείο με διαδικασίες που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη. Η ιστορικός Elisabeth Crouzet-Pavan επισημαίνει τις σημαντικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στον τρόπο που η βενετική ελίτ περιγράφει και προσλαμβάνει τη σχέση με το περιβάλλον τοπίο της λιμνοθάλασσας από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.

Μέχρι τότε κυριαρχούσε η ρητορική της κατακτητικής διάθεσης. Τα δαπανηρά και τεχνολογικά σύνθετα δημόσια έργα με τα οποία η Βενετία επεκτεινόταν στα νησιά της λιμνοθάλασσας, αλλά και θωρακιζόταν απέναντι στους φυσικούς κινδύνους του τοπίου, επενδύονταν ρητορικά ως πράξεις κατακτητικές.

Η λιμνοθάλασσα περιγραφόταν σαν ένα προστατευτικό περιβάλλον αλλά και ως τόπος της βενετικής επιβολής.

 Από τα μέσα του 15ου αιώνα οι προσλήψεις αλλάζουν. Η λιμνοθάλασσα προβάλλει ως απειλή, επιβάλλοντας στην πόλη να παλεύει καθημερινά για να προστατευτεί σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Επρόκειτο για τη συγκρότηση μιας νέας ρητορικής, της ρητορικής του κινδύνου.

Πιθανόν από τον 15ο αιώνα γεωλογικές μεταβολές και αυξημένη ανθρώπινη δραστηριότητα είχαν διαταράξει το εύθραυστο περιβάλλον της λιμνοθάλασσας, δυσκολεύοντας την καθημερινότητα στη Βενετία και απαιτώντας αυξανόμενες παρεμβάσεις για τον καθαρισμό των καναλιών από ιζήματα και λάσπη και τη σταθεροποίηση του εδάφους.

Ωστόσο, η νέα ρητορική του κινδύνου δεν απαντούσε απλώς στις γεωλογικές μεταβολές, αλλά αποτελούσε ένδειξη αλλαγών στη διαμόρφωση της βενετικής ταυτότητας.

Η ρητορική του κινδύνου καλούσε και νομιμοποιούσε τη συστηματικότερη παρέμβαση του κράτους στη διαφύλαξη της πόλης τόσο απέναντι στις απειλές του περιβάλλοντος όσο απέναντι στις απειλές του περιβάλλοντος όσο και απέναντι σε κάθε επιβουλή. Η επιβίωση και ο θρίαμβος της
Βενετίας απέναντι στις αντιξοότητες απαιτούσαν την ανανέωση και συστηματοποίηση των γραφειοκρατικών
παρεμβάσεων και τη στιβαρή παρέμβαση του κράτους. Αυτό το υπόβαθρο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τα πολεοδομικά προγράμματα που ανέλαβε το κράτος, όπως η περίφημη renovatio urbis υπό την αιγίδα του δόγη Andrea Gritti, τη συστηματικότητα με την οποία το βενετικό κράτος επιδίωξε να επέμβει σε ολοένα περισσότερες πτυχές της καθημερινότητας από τα τέλη του 15ου αιώνα, ζητήματα που θα εξετάσουμε σε επόμενα κεφάλαια, καθώς και την καταλυτική σημασία των Ιταλικών Πολέμων και τον αντίκτυπο της ήτ-
τας στη μάχη του Agnadello.
Μέχρι τη Συνθήκη της Μπολόνια το 1530, με την οποία έληξαν αρχικά οι Ιταλικοί Πόλεμοι, πολιτικός λόγος και η εικόνα του βενετικού κράτους είχαν πλήρως μετασχηματιστεί. Η Βενετία δεν εμφανιζόταν πια ως μια πολεμική δύναμη που επιδίωκε να επιβάλει με κάθε μέσο τη βούλησή της, αλλά ως ένας παράγοντας σταθερότητας, ισορροπίας και ειρήνης. Αυτή την εικόνα της Βενετίας και τη μυθολογία που τη συνόδευσε κωδικοποίησε η πραγματεία του πατρικίου Gasparo Contarini, De magistratibus et republica Venetorum (1543).

Ο Contarini που είχε υπηρετήσει σε σημαντικές θέσεις κατά τη διάρκεια των πολέμων, ανέλαβε τις
διαπραγματεύσεις από τη μεριά της Βενετίας που οδήγησαν στη Συνθήκη της Μπολόνια.

Συνειδητοποιώντας τη νέα πολιτική πραγματικότητα, την αδυναμία της Βενετίας να ανταποκριθεί ως ισότιμη δύναμη και την οικονομική δυσπραγία λόγω του υπέρογκου κόστους του παρατεταμένου πολέμου, ο Contarini υπήρξε από τους βασικούς αρχιτέκτονες της νέας αυτοθεώρησης της Βενετίας: ως μιας ήπιας δύναμης που προνομιακά στοιχεία όπως η τελειότητα του πολιτεύματος της, η πολιτική σοφία και η πολιτισμική ανθηρότητα την καθιστούσαν πρότυπο για την πολιτική και πολιτισμική διαπαιδαγώγηση της Ευρώπης.

Πηγή: Πλακωτός

Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον Ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος Ά

Σε συνέχεια των άρθρων που είχαν δημοσιευθεί πριν μερικούς μήνες, και εξιστορούσαν το πως η Βενετία μετατράπηκε από μία επαρχιακή βυζαντινή πόλη σε αυτοκρατορία  (μπορείτε να ανατρέξετε στα σχετικά άρθρα στην κατηγορία Βενετία της προβολής έκδοσης ιστού του ιστότοπου μας) σας παραθέτουμε τη συνέχεια. Η εμπλοκή της Βενετίας στους Ιταλικούς πολέμους και η εμπλοκή της σε ανταγωνισμούς με την οθωμανική αυτοκρατορία και τους Αψβούργους  επηρέασαν άμεσα τον ελλαδικό χώρο και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.



Ο ύστερος 15ος αιώνας αποτελεί σημείο καμπής για την πολιτική γεωγραφία του ιταλικού χώρου. Συχνά η ιστοριογραφία κάνει λόγο για την «κρίση του 1494». Παρόμοιους, δραματικούς όρους χρησιμοποιούν οι ουμανιστές λόγιοι της εποχής στις ιστορικές συνθέσεις και τα χρονικά τους.

 Ο Francesco Guicciardini στο έργο του Storie fiorentine (1509) κάνει λόγο για τη «φωτιά» και τη «μάστιγα» που ενέσκηψαν στην Ιταλία και «ανέτρεψαν τα πάντα» και στο μεταγενέστερο έργο του Storia d’Italia (1561) για την «καταστροφή της Ιταλίας».

Το φθινόπωρο του 1494 ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η΄, επικεφαλής ενός πολυπληθούς στρατεύματος, εισέβαλε από τα εδάφη της Σαβοΐας στον ιταλικό χώρο για να αποκαταστήσει τις αξιώσεις του στο βασίλειο της Νάπολης. Η γαλλική εισβολή και η συνακόλουθη εμπλοκή της Ισπανίας εγκαινίασαν μια περίοδο πρωτόγνωρης διπλωματικής δραστηριότητας και αιματηρών πολεμικών αναμετρήσεων που έθεσαν σε σκληρή δοκιμασία και αναδιέταξαν τις εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες στον ιταλικό χώρο. 

Πέραν των πολεμικών αναμετρήσεων, η ταχύτητα με την οποία συμμαχίες δημιουργούνταν και διαλύονταν, η διάχυτη καχυποψία, οι διαρκείς διαπραγματεύσεις, τα εφήμερα κέρδη που εξανεμίζονταν και το πλήθος επίσημων συνθηκών που επιχειρούσαν να αποκρυσταλλώσουν την πολιτική ρευστότητα πιστοποιούν την ένταση της περιόδου των λεγόμενων Ιταλικών Πολέμων. Καμιά πολιτική δύναμη της ιταλικής χερσονήσου δεν έμεινε αλώβητη κατά η διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων.

 Ίσως η πιο έντονη αποτύπωση των εξελίξεων, σε επίπεδο συμβολισμού, υπήρξε η πολιορκία και λεηλασία της Ρώμης από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα το 1527.

Εξίσου για τη Βενετία, ο ύστερος 15ος αιώνας συνιστά σημείο καμπής. Θα εξετάσουμε τη βενετική
κρατική συγκρότηση από τον ύστερο 15ο αιώνα μέσα από αλληλοσυμπληρούμενες οπτικές: τις αλλαγές στην αυτοθεώρηση της βενετικής ελίτ, την εμπλοκή στους Ιταλικούς Πολέμους και τη διαπλοκή της πολιτικής της στον ιταλικό και μεσογειακό χώρο με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις των Αψβούργων και των Οθωμανών.

 Η Βενετία εισήλθε στους Ιταλικούς Πολέμους με την επιδίωξη να αυξήσει την επικράτειά της στην ενδοχώρα. Τα εδαφικά κέρδη της αποδείχτηκαν εφήμερα και την εξέθεσαν σε μεγαλύτερους κινδύνους στο εύθραυστο περιβάλλον, καθώς η βενετική επέκταση στην ενδοχώρα είχε δημιουργήσει ανησυχία εντός και εκτός του ιταλικού χώρου. Το 1508 η Βενετία βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν ετερόκλητο συνασπισμό, τη Λίγκα του Cambrai, στην οποία συνενώθηκαν δεσπόζουσες και μέχρι τότε εχθρικές μεταξύ τους δυνάμεις της Δύσης, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄ και ο πάπας Ιούλιος Β΄ καθώς και κάποια ιταλικά κράτη. Ο στόχος τους ήταν να αποσπάσουν τις βενετικές κτήσεις της ενδοχώρας και να τις μοιράσουν μεταξύ τους ανάλογα με τις αξιώσεις τους˙ ουσιαστικά να καταλύσουν το Κράτος της Στεριάς. Μάλιστα μία από τις συμμάχους, η Σαβοΐα, είχε υπερπόντιες αξιώσεις, εποφθαλμιώντας την Κύπρο. Οι δυνάμεις της Λίγκας έφτασαν κοντά στον στόχο τους όταν κατάφεραν συντριπτική νίκη επί της Βενετίας στη μάχη του Agnadello, κοντά στο Μιλάνο, τον Μάιο του 1509. 

Τη συντριβή της Βενετίας ακολούθησε η προέλαση των νικητών στην ενδο-
χώρα, η εξέγερση των υποτελών πόλεων της Βενετίας και η κατάληψή τους από τις συμμαχικές δυνάμεις. 

Ως προς τη σημασία της ήττας είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του φλωρεντινού συγγραφέα Νικολό Μακιαβέλι:
«Σε μία και μοναδική μάχη η Βενετία έχασε ό,τι είχε κερδίσει διαμέσου των αιώνων» (Machiavelli, 1998: 52).

 Το δραματικό αντίκτυπο της ήττας αποτυπώνει ο σύγχρονος βενετός χρονικογράφος Marin Sanudo στα ημερολόγιά του, όπου γράφει:
15 Μαΐου 1509. Οι αξιωματούχοι βρίσκονταν στη μέση μιας συνεδρίασης. Ήμουν παρών και μα-
ζί με άλλους πατρικίους μελετούσαμε τον χάρτη της Ιταλίας. Την 22α ώρα [δηλ. μετά τη δύση
του ηλίου] κατέφτασε ο γραμματέας Piero Mazaruol κρατώντας επιστολές από το πεδίο της μάχης,
στις οποίες ήταν σχεδιασμένες αγχόνες. Αμέσως ο δόγης και οι αξιωματούχοι τις ανέγνωσαν και
πληροφορήθηκαν ότι οι δυνάμεις μας είχαν κατατροπωθεί. Και τότε ξεκίνησε μεγάλη οιμωγή και
θρήνος και, για την ακρίβεια, πανικός. Στην ουσία, ο δόγης και οι αξιωματούχοι ήταν σαν νεκροί.
Θέλησαν να κρατήσουν κρυφά τα νέα για όσο διάστημα μπορούσαν, αλλά δεν ήταν δυνατόν, καθώς
είχε ήδη διαδοθεί από την οικία του δόγη ότι ο στρατός μας είχε ηττηθεί και ο signor Bortolo
[Bartolomeo d’Alviano], γενικός διοικητής του στρατού, είχε είτε αιχμαλωτιστεί είτε σκοτωθεί.

Σε άλλες καταχωρίσεις ο Sanudo συνεχίζει με παρόμοιο τρόπο:
17 Μαΐου 1509. Όλη η πόλη βρισκόταν σε απελπισία και τα έβαζαν με την τύχη που επέτρεψε ο εκλεκτός στρατός μας να εξαθλιωθεί […] Όλοι καταλαβαίνουν ότι ο Θεός μάς εγκατέλειψε εξαιτίας των αμαρτιών μας. Ήταν η γιορτή της Αναλήψεως αλλά όλοι θρηνούσαν, κανείς δεν εμφανίστηκε στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου, οι αξιωματούχοι που ηγούνταν στο Collegio ήταν εντελώς χαμένοι καιακόμα περισσότερο ο δόγης μας, που δεν μίλαγε και ήταν σαν νεκρός, τελείως αξιολύπητος. […] 23 Μαΐου 1509. Δεν υπάρχουν νέα από τους αξιωματούχους του Collegio. Όλοι ήταν σαν νεκροί, χωρίς διάθεση. Οι δυνάμεις μας κατατροπώθηκαν και στην Μπρέσα και στο Μπέργκαμο, και πλέον υπάρχει φόβος για τη Βενετία. (Sanudo, 1879-1903: τ. 8, 247-9, 301-2)

Σύντομα η Λίγκα έφτασε ως το Μέστρε στις ακτές τις βενετικής λιμνοθάλασσας. Για πρώτη φορά ο κίνδυνος να αλωθεί η πόλη της Βενετίας ήταν τόσο έκδηλος και διάχυτος. Ωστόσο, η ίδια η φύση του πολέμου, με τις εύθραυστες ισορροπίες και τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συμμαχίες, που έφερε τη Βενετία αντιμέτωπη με τόσους αντιπάλους, απέτρεψε την πιθανότητα κατάκτησή της. Ο πάπας Ιούλιος Β΄ αποσύρθηκε από τον συμμαχικό συνασπισμό στρεφόμενος εναντίον των Γάλλων.

 Οι συμμαχίες αναδιατάχθηκαν και η Βενετία κατάφερε μέχρι το 1516 να ανακτήσει όλα τα χαμένα εδάφη στην ενδοχώρα. Αν και κατόρθωσε να βγει εδαφικά σχεδόν αλώβητη από τους Ιταλικούς Πολέμους, η Βενετία συνειδητοποίησε ότι ο ανταγωνισμός Γαλλίας και Ισπανίας πλέον αποτελούσε ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης της πολιτικής και των συσχετισμών στον ιταλικό χώρο.

 Αν και η ίδια διατήρησε τον μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της χερσονήσου, ήταν σαφές ότι τα συμφέροντά της εξαρτιόνταν από την προσαρμογή της στα κελεύσματα της Γαλλίας, της Ισπανίας ή του αυτοκράτορα κατά περίσταση.

Πηγή: Πλακωτός

Η αυτοκρατορική διάσταση του βενετικού εγχειρήματος

Η Βενετία εξελίσσεται σταδιακά σε αυτοκρατορία. Ο πρώην βυζαντινός θύλακας στη βόρεια Ιταλία κατακτά σιγά σιγά την Ιταλική ενδοχώρα και επεκτείνεται στον υπό Οθωμανική κυριαρχία ελλαδικό χώρο. Η άλλοτε πιστή στην Κωνσταντινούπολη ιταλική πόλη μετατράπηκε σε πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτική δύναμη της δύσης. Η εκτενής ανάπτυξη που ακολουθεί είναι διαφωτιστική όσον αφορά το τι ακολούθησε από το 14ο αιώνα και ύστερα...



Αυτές  οι  επισημάνσεις  και  η  λεπτομερής  εξέταση  του  χρονολογικού  πλαισίου  ανάπτυξης  των  βενετικών κτήσεων  δείχνουν  ότι  η  επέκταση  και  εδραίωση  του  βενετικού  κράτους  στην  Αδριατική,  τη  Μεσόγειο  και  την ιταλική  ενδοχώρα  δεν  ήταν  δύο  διακριτές  φάσεις  αλλά  αποτελούσαν  παράλληλες,  αλληλεπικαλυπτόμενες  και πιθανόν  αλληλοτροφοδοτούμενες  διαδικασίες.

 Ας  σταθούμε  σε  δύο  σημαίνουσες  περιπτώσεις  που  καθιστούν ευκρινέστερη  τη  διαπλοκή  ανάμεσα  στα  τεκταινόμενα  στη  Μεσόγειο  και  στον  ιταλικό  χώρο.  Στο  δεύτερο μισό  του  14ου  αιώνα  η  Βενετία  και  η  Γένοβα  ήταν  οι  κύριες  ανταγωνίστριες  για  τον  εμπορικό  έλεγχο  στην ανατολική  και  κεντρική  Μεσόγειο.

 Κατά  το  λεγόμενο  Πόλεμο  της  Chioggia  το  1378-1381,  ο  οποίος  θεωρείται ότι  εξασφάλισε  τη  βενετική  πρωτοκαθεδρία  στον  μεσογειακό  χώρο,  η  Βενετία  βρέθηκε  να  πολεμά  ταυτόχρονα σε  διάφορα  μέτωπα:  εναντίον  της  Γένοβας  σε  ένα  ευρύ  μέτωπο  που  εκτεινόταν  από  τον  Βόσπορο  μέχρι  τη Σαρδηνία,  εναντίον  του  βασιλιά  της  Ουγγαρίας  για  τον  έλεγχο  της  Αδριατικής  και  εναντίον  των  επεκτατικών βλέψεων  του  ηγεμόνα  της  Πάδοβα  Francesco  Carrara.  Η  νίκη  μετά  από  την  αρχική  απώλεια  του  λιμανιού της  Κιότζα  στο  νοτιότερο  σημείο  στης  βενετικής  επικράτειας  στη  λιμνοθάλασσα  και  την  αντιμετώπιση  της πολιορκίας  της  ίδιας  της  Βενετίας  άνοιξε  ταυτόχρονα  τον  δρόμο  για  την  κυριαρχία  στη  Μεσόγειο  και  την επέκταση  στην  ιταλική  ενδοχώρα.

 Λίγα  χρόνια  αργότερα,  οι  επεκτατικές  φιλοδοξίες  της  Βενετίας  άρχισαν  να υλοποιούνται  με  την  κατάκτηση  της  Πάδοβα,  της  Βερόνα  και  της  Βιτσέντζα  όταν  το  1402  η  νίκη  των  Μογγόλων του  Ταμερλάνου  στη  μάχη  της  Άγκυρας  επί  των  Οθωμανών  αποδυνάμωσε  τους  τελευταίους  και  έδωσε  τη δυνατότητα στους Βενετούς να στραφούν απερίσπαστοι στην ενδοχώρα. Αυτές  οι  διαπιστώσεις  μας  επιτρέπουν  να  προσεγγίσουμε  τη  διαμόρφωση  του  βενετικού  κράτους,  πέρα  από τα  όρια  της  πόλης  της  Βενετίας,  ως  μια  διαδικασία  αυτοκρατορικής  και  αποικιακής  συγκρότησης,  όπως  συχνά αναδεικνύει  η  σύγχρονη  ιστοριογραφία. 

Θα  πρέπει  να  επισημάνουμε  ότι  το  βενετικό  κράτος  δεν  χρησιμοποίησε τον  όρο  imperium  για  να  περιγράψει  την  πολιτική  και  κρατική  υπόστασή  του,  αν  και  σύγχρονοι  στοχαστές όπως  ο  Νικολό  Μακιαβέλι  ή  ο  Gasparo  Contarini  αναφέρονται  στη  Βενετία  με  το  χαρακτηρισμό  imperium. Άλλωστε  η  χρήση  του  όρου  ανήκε  αποκλειστικά  σε  πολιτικές  οντότητες  των  μεσαιωνικών  και  πρώιμων  νεότερων  χρόνων  όπως  η  Αγία  Ρωμαϊκή  Αυτοκρατορία,  ενώ  από  πολιτειακή  σκοπιά  η  Βενετία  ως  δημοκρατία  δεν διέθετε  κάποια  προσωποπαγή,  ανώτατη  αρχή  στης  οποίας  το  όνομα  και  το  πρόσωπο  να  ενοποιούνται  παλαιές και  νέες  κτήσεις  και  δίκτυα  εξουσίας.  Αυτή  τη  στενή  έννοια  της  αυτοκρατορίας  δεν  τη  χρησιμοποιούσαν  ούτε οι  υπερπόντιοι  αυτοκρατορικοί  σχηματισμοί  της  Ισπανίας,  της  Πορτογαλίας  ή  της  Γαλλίας  την  πρώιμη  νεότερη περίοδο.

 Στην  επίσημη  γλώσσα  της  βενετικής  γραφειοκρατίας  η  αρχή  της  κυριαρχίας,  το  πολιτικό  σώμα  που την  ασκούσε  και  η  επικράτεια  στην  οποία  ασκούταν  περιγράφονταν  με  τους  όρους  dominium  ή  signoria  που από το 1423 αντικατέστησαν την παλαιότερη έννοια της  commune.

Η  αυτοκρατορική  διάσταση  του  βενετικού  εγχειρήματος  αναδεικνύεται  ευκρινέστερα  από  μια  διασταλτική οπτική  μέσω  της  οποίας  η  ιστοριογραφία  έχει  προσεγγίσει  τους  διευρυμένους  κρατικούς  σχηματισμούς  με  τις εκτεταμένες  κτήσεις  που  εμφανίζονται  από  τον  ύστερο  15ο  αιώνα  εξετάζοντας  αφενός  τη  διάρθρωσή  τους  και αφετέρου  το  λεξιλόγιο  και  τη  νοηματοδότησή  τους

Η  αναβίωση  αρχαίων  κειμένων  και  πολιτισμικών  μορφών που  συνδέονταν  με  τη  Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η φιλοδοξία ανασύστασης εδαφικών επικρατειών που θα της ομοίαζαν ή θα την ξεπερνούσαν αποτελούσαν τη βάση στην οποία συγκροτούνταν το αυτοκρατορικό φαντασιακό και  πρακτική.

  Ο  αναγεννησιακός  πολιτισμός  και  οι  ουμανιστές  λόγιοι  έλκονταν  από  την  αυτοκρατορική παράδοση,  στην  οποία  έβλεπαν  μια  άλλη  πολιτική  οδό  για  την  αναβίωση  της  αρχαιότητας.  Η  αυτοκρατορική θεματολογία  σταδιακά  απέκτησε  εξέχουσα  θέση  στο  πολιτικό  φαντασιακό  των  Ευρωπαίων  ηγεμόνων.

  Όπως επισημαίνει  ο  ιστορικός  Thomas  Dandelet,  μέχρι  τα  μέσα  του  16ου  αιώνα  η  αυτοκρατορική  Αναγέννηση  είχε αντικαταστήσει  ή  ανταγωνιζόταν  τη  δημοκρατική  παράδοση  και  το  πολιτικό  πρόγραμμα  των  προηγούμενων αιώνων.  Πλέον  η  αναβίωση  αυτοκρατοριών  και  όχι  δημοκρατιών  κυριαρχούσε  στο  πολιτικό  και  πολιτισμικό πρόγραμμα  των  ευρωπαϊκών  κρατών,  ηγεμόνων  και  στοχαστών.  Οι  σύγχρονοι  αντιλαμβάνονταν  ότι  το  νέο αυτοκρατορικό  ιδεώδες  υπερέβαινε  την  αυστηρή  νομική  οριοθέτηση.

 Ο  Νικολό  Μακιαβέλι  αποκαλούσε  τον ηγεμόνα  της  Αγίας  Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας  στα  γερμανικά  εδάφη  «σκιώδη  αυτοκράτορα»  που  δεν  ασκούσε άμεση  εξουσία  πουθενά,  ενώ  τον  17ο  αιώνα  ο  Λουδοβίκος  ΙΔ΄  διακωμωδούσε  τον  γερμανό  αυτοκράτορα  ότι δεν  διέθετε  εδάφη  για  να  στηρίξει  τον  τίτλο  του,  σε  αντιδιαστολή  με  τον  ίδιο. 

Από  τον  15ο  αιώνα  το  ρωμαϊκό αυτοκρατορικό  παρελθόν  έρχεται  στο  επίκεντρο  για  να  προσφέρει  το  λεξιλόγιο  και  τις  ιδεολογικές  συνιστώσες στις  αναδυόμενες  αυτοκρατορικές  δυνάμεις  και  επίδοξους  ηγεμόνες  της  πρώιμης  νεοτερικότητας,  αρχικά  στην Ισπανία, και στη συνέχεια στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.

Παρότι  στη  ρητορική  και  ιδεολογία  του  το  βενετικό  κράτος  δεν  συστηματοποίησε  την  επίκληση  στο ρωμαϊκό  παρελθόν,  όπως  ήταν  σύνηθες  να  κάνουν  άλλες  πολιτικές  οντότητες  της  εποχής,  στην  περίπτωση  της ενδοχώρας  η  βενετική  κατάκτηση  συχνά  επενδυόταν  με  ρωμαϊκές  αναφορές.

 Βενετοί  πατρίκιοι  και  συγγραφείς νομιμοποιούσαν  την  υποταγή  της  ενδοχώρας  παρουσιάζοντας  τη  Βενετία  ως  δύναμη  που  αποκαθιστούσε  την αρχαία  ελευθερία  (libertas)  των  υποτελών  πόλεων  που  είχαν  καταπατήσει  τοπικοί  ηγεμόνες  και  δυνάστες. Ακολουθώντας  το  πρότυπο  που  είχαν  εισαγάγει  οι  ουμανιστές  λόγιοι  της  Φλωρεντίας,  οι  Βενετοί  δικαιολογούσαν  την  κατάκτηση  αναφερόμενοι  σε  εθελούσια  υπαγωγή  των  πόλεων  της  ενδοχώρας  που  αναζητούσαν ασφάλεια,  δικαιοσύνη  και  ειρήνη

Στις  αρχές  του  16ου  αιώνα  ο  βενετός  πατρίκιος  Marin  Sanudo,  γνωστός  για τα  ημερολόγια  που  τηρούσε  επί  χρόνια,  συσχέτιζε  τους  βενετούς  αξιωματούχους  στην  ενδοχώρα  και  το  έργο τους  με  την  αναβίωση  ενός  αρχαίου,  ρωμαϊκού  πλαισίου  διακυβέρνησης  στο  οποίο  η  Βενετία  όφειλε  να  ανταποκριθεί. 

Αργότερα  ο  Gasparo  Contarini  έγραφε  χαρακτηριστικά  στο  γνωστότατο  και  πολυμεταφρασμένο  έργο του  De magistratibus et republica Venetorum  (1543):

 Έφτασε  τελικά  η  στιγμή  να  εισακουστούν  οι  παρακλήσεις  των  γειτονικών  λαών  που  δεν  μπορούσαν άλλο  να  ανεχθούν  την  τυραννία  του  κάθε  ηγεμόνα.  Η  Βενετία  εξεδίωξε  τους  τυράννους  και  απέδωσε  στους  κατοίκους  την  επικράτεια  η  οποία  πάντα  βρισκόταν  υπό  την  κυριαρχία  της  Βενετίας  και δεν  είχε  ποτέ  αποκοπεί. 

 Με  την  προθυμία  των  λαών  αυτών,  η  Βενετία  θέλησε  να  προστατεύσει  τους λαούς  της  ενδοχώρας  απελευθερώνοντάς  τους  από  αυτούς  τους  ξένους  τυράννους,  τους  απογόνους των  βαρβάρων,  που  είχαν  επιβάλει  στους  ανθρώπους  την  πιο  βίαιη  και  αξιοθρήνητη  δουλεία.  Στην επικράτεια  της  ενδοχώρας,  εκτός  από  τους  λαούς  που  προσήλθαν  σε  εμάς,  έπρεπε  να  γίνει  κάθε ενέργεια για την υπεράσπιση της ελευθερίας. (Contarini, 1551: 116-7)

 Η  βενετική  αυτοκρατορικότητα  αναδύεται  στις  δημόσιες  τελετές  με  τις  οποίες  η  Βενετία  επένδυε  και αναπαρήγαγε  την  εξουσία  και  το  πολιτικό  φαντασιακό  της.  Η  πιο  δηλωτική  έκφανση  συναντάται  στην  ετήσια τελετουργία  του  γάμου  με  τη  θάλασσα,  γνωστή  ως  Sensa,  που  λάμβανε  χώρα  την  ημέρα  της  Αναλήψεως. 
Ο δόγης  με  την  κρατική  γαλέρα  του  γνωστή  ως  Bucintoro,  επικεφαλής  αξιωματούχων,  έφτανε  στο  άνοιγμα  της λιμνοθάλασσας  προς  την  Αδριατική  και  έριχνε  ένα  χρυσό  δαχτυλίδι  στα  νερά,  προφέροντας  τα  λόγια  «Θάλασσα, σε  παντρευόμαστε,  ως  σημάδι  αέναης  και  αληθινής  κυριαρχίας».  Αυτή  η  διαποτισμένη  με  σεξουαλικές  μεταφορές  τελετουργία  λειτουργούσε  σε  διαφορετικά  επίπεδα. 

Ο  δόγης  επιτελούσε  τις  αυτοκρατορικές  αξιώσεις της  Βενετίας  ως  σύζυγος-κυρίαρχος  (padrone)  των  υπηκόων  του  Κράτους  της  Θάλασσας,  αλλά  όχι  των  κατοίκων  της  ίδιας  της  Βενετίας.  Ενώ  στη  Βενετική  Δημοκρατία  (res  publica)  ο  δόγης  ήταν  «πρώτος  μεταξύ  ίσων», ταυτόχρονα  ως  εκπρόσωπός  της  υποστασιοποιούσε  την  αυτοκρατορική  σχέση  μητρόπολης  και  κτήσεων.  Ο μεθοριακός  χώρος  της  Αδριατικής  όπου  η  τελετουργία  λάμβανε  χώρα  υπενθύμιζε  ακριβώς  αυτή  τη  διάσταση ανάμεσα  στη  θεσμική  θέση  του  δόγη  εντός  της  βενετικής  ελίτ  και  στον  μετασχηματισμό  του  σε  αυτοκρατορική αρχή για τις κτήσεις.

 Η επίκληση και διασύνδεση με το ρωμαϊκό παρελθόν ως φορέα του αυτοκρατορικού φαντασιακού στοιχειοθετείται τον  15ο  αιώνα,  με  την  κατάκτηση  της  ενδοχώρας,  και  τις  πρώτες  δεκαετίες  του  16ου  αιώνα,  και  αποτυπώνεται με  ενάργεια  στην  αυτοκρατορική  εικονογραφία  και  αισθητική  σε  μνημειακές  και  αρχιτεκτονικές  συνθέσεις.

 Εξέχουσα  θέση  στην  αισθητική  του  αναγεννώμενου  αυτοκρατορικού  ιδεώδους  από  τον  15ο  αιώνα  στον  ιταλικό χώρο  κατέχει  ο  έφιππος  ανδριάντας.  Η  Βενετία  υιοθετεί  αυτό  το  μνημειακό  πρότυπο  συνδέοντάς  το  κατεξοχήν με  την  κατάκτηση  της  ενδοχώρας.  Στα  μέσα  του  15ου  αιώνα  η  Βενετία  τίμησε  τον  condotierre  Erasmo  da  Narni, γνωστό  ως  Gattamelata,  ο  οποίος  είχε  συμβάλει  στην  κατάκτηση  περιοχών  στην  ενδοχώρα,  με  έναν  έφιππο  ανδριάντα  –τον  πρώτο  μπρούντζινο  στον  ιταλικό  χώρο–  που  φιλοτέχνησε  ο  Donatello. 

Ως  μια  συμβολική  κίνηση  που συνέδεε  την  κατάκτηση  της  ενδοχώρας  με  την  αυτοκρατορική  αξίωση  ο  ανδριάντας  τοποθετήθηκε  στην  υποτελή Πάδοβα  στην  Piazza  del  Santo,  δηλαδή  τον  χώρο  που  αποτελούσε  το  επίκεντρο  της  κοινοτικής  ζωής  και  ταυτότητας.  Στα  τέλη  του  15ου  αιώνα,  όταν  η  κατάκτηση  της  ενδοχώρας  είχε  ολοκληρωθεί,  η  Βενετία  υποστασιοποιούσε το  αυτοκρατορικό  ιδεώδες  με  τον  έφιππο  ανδριάντα  του  condotierre  Bartolomeo  Colleoni,  έργο  του  Andrea  del Verrocchio,  που  τοποθετήθηκε  στο  Campo  dei  Santi  Giovanni  e  Paolo.

  Ο  Colleoni  υπήρξε  για  δύο δεκαετίες  διοικητής  των  βενετικών  δυνάμεων  που  υλοποίησαν  τη  βενετική  επέκταση  στην  ενδοχώρα.  Τον  16ο  αιώνα η  αναβίωση  του  ρωμαϊκού  αυτοκρατορικού  παρελθόντος  εκφράζεται  πλέον  όχι  με  μεμονωμένα  έργα,  αλλά  με  ένα ευρύ  πρόγραμμα αστικής και αρχιτεκτονικής ανάπλασης γνωστό ως renovatio urbis υπό  την  καθοδήγηση  του  δόγη Andrea  Gritti.

 Η  renovatio  urbis  ανατέθηκε  στον  αρχιτέκτονα  και  γλύπτη  Jacobo  Sansovino  και  περιλάμβανε  την αναμόρφωση  και  τον  «εξευγενισμό»  του  διοικητικού  κέντρου  της  πόλης,  της  πλατείας  του  Αγίου  Μάρκου,  με  νέο σχεδιασμό  και  οικοδομήματα.  Η  renovatio  urbis  ήταν  μέρος  ενός  ευρύτερου  προγράμματος  που  φιλοδοξούσε  να αποκαταστήσει το  κύρος  και  να  αναπλάσει  την  εικόνα  της  Βενετίας  μετά  την  ταπείνωση  στον  Πόλεμο  του  Cambrai. Τα  αρχιτεκτονικά  στοιχεία  που  παρέπεμπαν  στο  παρελθόν  (all’antica),  εκτός  από  την  πολιτική  σταθερότητα  και ένα  νέο  αριστοκρατικό  ήθος,  υπογράμμιζαν  την  αξίωση  της  Βενετίας  να  εμφανιστεί  ως  η  νέα  Ρώμη  και  σε  αυτή την κληρονομιά να βασίσει τις αξιώσεις της ως αυτοκρατορικής δύναμης. 

Η  επεκτατική  πολιτική  της  Βενετίας  συνδύαζε  διαφορετικές  πρακτικές  κατάκτησης  και  διοίκησης.  Μια σειρά  κτήσεις  στον  αιγαιακό  χώρο  βασίστηκαν  σε  ιδιωτική  πρωτοβουλία  με  την  ενθάρρυνση  του  βενετικού κράτους.  Στον  αντίποδα,  ιδιαίτερη  περίπτωση  αποτέλεσε  η  Κρήτη,  η  πρώτη  αποικία  της  Βενετίας  αμέσως  μετά την  Δ΄  Σταυροφορία.  Η  κατάκτηση  και  οργάνωση  της  κτήσης  υπήρξε  κατεξοχήν  κρατική  υπόθεση.  Η  Βενετία ανέπτυξε  έναν  εκτενές  πρόγραμμα  αναδιοργάνωσης  και  αναδιάταξης  της  τοπικής  κοινωνίας  σε  συνδυασμό με  εποικισμό  στρατιωτικού  χαρακτήρα  και  εισαγωγή  νέων  οργανωτικών  ιεραρχιών  στη  βάση  της  διάκρισης μεταξύ  καθολικών  (latini)  και  ορθοδόξων  (greci)  που  είχαν  νομική  κατοχύρωση.

  Εγκαθίδρυσε  ένα  σύστημα απευθείας  διοίκησης  και  μια  μορφή  διακυβέρνησης  που  ομοίαζε  ως  μικρογραφία  με  τη  μητροπολιτική.  Οι  τοπικοί  ευγενείς  αντικαταστάθηκαν  από  εποίκους,  ενώ  η  εκκλησιαστική  ιεραρχία  καταργήθηκε  και  στη  θέση της  επιβλήθηκε  ρωμαιοκαθολική  ιεραρχία.  Επίσης,  η  Βενετία  προέβη  σε  μια  διαδικασία  φεουδαρχικοποίησης, τουλάχιστον  ως  προς  το  έγγειο  καθεστώς,  καθώς  οι  έποικοι  έλαβαν  γη  που  είχε  κατασχεθεί  με  αντάλλαγμα  την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας και έφεραν τον τίτλο του φεουδάρχη (feudati).

  Σε  αντιδιαστολή  με  την  Κρήτη,  η  ενσωμάτωση  άλλων  περιοχών  βασιζόταν,  όπως  έχουμε  δει,  σε διαπραγματεύσεις,  συνηθώς  άνισες,  που  κατέληγαν  σε  κάποιο  καταστατικό  κείμενο,  γνωστό  ως  capitoli, privilegia,  concessiones,  pacta  ή  deditio,  στο  οποίο  αποτυπωνόταν  η  σχέση  κυριαρχίας  και  υπαγωγής  και  ενθαρρυνόταν  η  διαμόρφωση  μιας  κοινοτικής  πολιτικής  ταυτότητας  υπό  τη  βενετική  διοικητική  δομή.  Βέβαια, παρά  την  ύπαρξη  καταστατικών  κειμένων  η  κυριαρχική  σχέση  δεν  έμενε  αμετάβλητη  στον  χρόνο,  όπως  δείχνει  το  παράδειγμα  της  Δαλματίας,  όπου  από  τον  15ο  αιώνα  οι  τοπικές  αυτονομίες  περιορίστηκαν. 

Σε  αναλογία  με  τη  διττή  νοηματοδότηση  του  αξιώματός  του  δόγη,  ως  «πρώτου  μεταξύ  ίσων»  εντός  της  βενετικής δημοκρατίας  και  ως  ηγεμόνα  μιας  αυτοκρατορικής  επικράτειας,  το  βενετικό  κράτος  μπορούσε  ταυτόχρονα  να διατηρεί  την  πολιτική  ταυτότητα  της  δημοκρατίας  και  να  επιβάλλεται  σε  άλλες  πολιτικές  οντότητες  τις  οποίες αντιλαμβανόταν  είτε  ως  υποτελείς  πόλεις-κράτη,  όπως  στην  περίπτωση  των  κτήσεων  στην  ενδοχώρα,  είτε ως  υποτελείς  ηγεμονίες.  Ως  προς  το  τελευταίο,  χαρακτηριστικά  παραδείγματα  αποτελούν  η  διατήρηση  στη γραφειοκρατική  γλώσσα  των  όρων  «Βασίλειο  της  Κύπρου»  (Regno  di  Cipro),  «Βασίλειο  της  Κρήτης»  (Regno di  Candia)  και  ο  ορισμός  της  Πελοποννήσου  ως  «Βασίλειο  του  Μορέως»  (Regno  di  Morea)  όταν  η  Βενετία κατέκτησε  την  περιοχή  στα  τέλη  του  17ου  αιώνα.  Η  επινόηση  αυτών  των  κτήσεων  ως  υποτελών  βασιλείων στοιχειοθετούσε το αυτοκρατορικό φαντασιακό της Βενετίας. Συχνά η κατάκτηση και ενσωμάτωση περιοχών στη βενετική επικράτεια, εκτός από διοικητική αναδιοργάνωση, συνοδευόταν  από  σημαντική  πληθυσμιακή  κινητικότητα,  ειδικά  στην  περιοχή  της  Δαλματίας  και  στον  ελλαδικό χώρο. 

Χαρακτηριστική  περίπτωση  αποτελεί  η  βραχύβια  κατάκτηση  της  Πελοποννήσου  στα  τέλη  του  17ου αιώνα.  Η  Βενετία  ενθάρρυνε  συστηματικές  μεταναστεύσεις  πληθυσμών  από  οθωμανικά  και  βενετικά  εδάφη οι  οποίες  δημιουργούσαν  μια  ριζικά  νέα  κατάσταση.  Το  πλήθος  νεοφερμένων  έπρεπε  να  αποκατασταθεί  και  να συμβιώσει  με  τον  υπάρχοντα  πληθυσμό,  στον  οποίο  περιλαμβάνονταν  ντόπιοι  πρώην  μουσουλμάνοι  που  είχαν εκχριστιανιστεί  κατά  την  κατάκτηση.  Σε  αυτό  το  τοπίο  η  Βενετία  επιχείρησε  να  δημιουργήσει  νέες  ιεραρχήσεις του  πληθυσμού  σε  συνδυασμό  με  τροποποιήσεις  του  έγγειου  καθεστώτος  και  να  εισαγάγει  τον  κατεξοχήν  θεσμό τοπικής  διοίκησης  κάτω  από  τη  βενετική  γραφειοκρατία,  την  κοινότητα  (comunità).  Στην  ουσία  επρόκειτο  για έναν  θεσμό  χωρίς  παρελθόν  στο  τοπικό  πλαίσιο,  που  απαιτούσε  τη  διαμόρφωση  νέων  κοινωνικών  διακρίσεων και δεσμών με σημείο αναφοράς τη βενετική κυριαρχία.

Η  Βενετία  συγκροτούσε  την  αποικιακή  επέκταση  και  αποτελεσματικότητά  της  μέσω  μιας  γραφειοκρατικής δομής  που  διασφάλιζε  τη  σταθερότητα  και  την  ιεραρχική  πρόσβαση  στα  αξιώματα.  Διατηρώντας  σθεναρά  τις διοικητικές  θέσεις  για  τους  βενετούς  ευγενείς,  παράλληλα  φρόντιζε  να  εκλέγονται  διοικητές,  ειδικά  σε  περιοχές  που  θεωρούνταν  ιδιαίτερης  σημασίας,  όπως  η  Ζάρα,  η  Κέρκυρα,  η  Κρήτη  και  η  Κύπρος,  ευγενείς  που διακρίνονταν  για  τις  ικανότητες  και  την  εμπειρία  τους.  Έτσι,  υπήρξαν  ευγενείς  που  μονοπωλούσαν  τις  σημαντικές  θέσεις  της  αυτοκρατορικής  διοίκησης. 

Η  διαπλοκή  και  αλληλοτροφοδότηση  δημόσιου  και  ιδιωτικού συμφέροντος  στο  πρόσωπο  των  πατρικίων  αποτελούσε  δομικό  στοιχείο  του  βενετικού  συστήματος,  αφού  η διοίκηση  των  κτήσεων  συνήθως συνδύαζε την κατοχή αξιώματος με οικονομικές δραστηριότητες. Οικογένειες πατρικίων  μονοπωλούσαν  αξιώματα  σε  διάφορες  κτήσεις  και  συνάμα  θεμελίωναν  δίκτυα  οικονομικής  δραστηριότητας.  Ωστόσο,  η  συνύφανση  συμφερόντων,  οι  κατά  τόπους  διαφοροποιήσεις  και  τη  σχετική  ευελιξία του  βενετικού  αποικιακού  συστήματος  δεν  θα  πρέπει  να  επισκιάζουν  το  γεγονός  ότι  η  Βενετία  εγκαθίδρυσε μια  συστηματική  και  συγκεντρωτική  γραφειοκρατία  με  σημείο  αναφοράς  τη  μητρόπολη. 

Το  βενετικό  κράτος προέκρινε  τον  απρόσωπο  χαρακτήρα  της  αποικιακής  διοίκησης  απαιτώντας  από  τους  αξιωματούχους  να  υποτάσσουν  τις  προτεραιότητές  τους  ενώπιον  της  συλλογικότητας  του  κρατικού  συμφέροντος  και  να  επιτελούν την εξουσία τους ως εκπρόσωποι του δόγη και του μητροπολιτικού κέντρου.

Παρά  τον  αυστηρό  κώδικα  διαγωγής  που  το  κράτος  επιδίωκε  να  επιβάλλει  στους  αξιωματούχους-διοικητές των  κτήσεων,  δύσκολα  επιτύγχανε  να  αποτρέψει  τις  προσωπικές  και  οικογενειακές  στρατηγικές  που  οι  βενετοί πατρίκιοι  ανέπτυσσαν  όταν  εκλέγονταν  να  υπηρετήσουν  ως  διοικητές. 

Εκτός  από  τις  οικονομικές  δραστηριότητες,  βενετοί  πατρίκιοι  συχνά  συνήπταν  γάμους  με  μέλη  των  τοπικών  ελίτ  στους  τόπους  που  διοικούσαν.  Με αυτό  τον  τρόπο  βενετικοί  οίκοι  αποκτούσαν  πρόσβαση  στην  οικονομία  και  την  κοινωνία  των  κτήσεων  δημιουργώντας  εκτεταμένα  δίκτυα  πατρωνίας,  ενώ  οι  τοπικές  ελίτ  μπορούσαν  να  απολαμβάνουν  χαμηλά  αξιώματα. Αυτό  το  φαινόμενο  συναντάται  σε  κτήσεις  στα  αλβανικά  παράλια,  στην  Κέρκυρα,  την  Κύπρο  ή  την  Κρήτη, όπου  οι  φιλοδοξίες  των  αξιωματούχων-διοικητών  συναντούσαν  την  ανάγκη  της  τοπικής  βενετοκρητικής  ευγένειας  να  διατηρεί  ισχυρούς  δεσμούς  με  το  μητροπολιτικό  κέντρο

Η  εκ  πρώτης  όψεως  αντινομία  ανάμεσα στις  νόρμες  που  το  βενετικό  κράτος  επιχειρούσε  να  επιβάλει  στη  διοίκηση  των  κτήσεων  και  τη  δράση  των αξιωματούχων  αποτελούσε δομικό στοιχείο μιας αυτοκρατορικής πολιτικής. Το βενετικό κράτος ταυτιζόταν με τους  πατρικίους,  και  η  σύμπτωση  κρατικών  και  ιδιωτικών  συμφερόντων,  ή  τουλάχιστον  η  μη  ριζική  απόκλιση, διασφάλιζε  τη  σταθερότητά  του.

  Η  διοίκηση  απαιτούσε  γνώση  την  οποία  εξασφάλιζαν  οι  πατρίκιοι  διοικητές μέσω  της  στενής  συσχέτισής  τους  με  το  τοπικό  πλαίσιο,  στο  οποίο  καλούνταν  να  υπηρετήσουν  ως  εκπρόσωποι  μιας  αρχής  της  οποίας  ήταν  μέτοχοι  και  όχι  διεκπεραιωτές.  Αυτή  η  συνύφανση  γραφειοκρατίας,  γνώσης, δικτύων  και  συγκεντρωτισμού  καθιστά  τη  βενετική  επέκταση  μια  πρώιμη  έκφανση  αυτοκρατορικής  διοίκησης με επίκεντρο τον μεσογειακό χώρο. Παρότι  στον  τομέα  της  διοίκησης  και  της  κοινωνικής  οργάνωσης  η  Βενετία  ακολούθησε  διαφορετικούς δρόμους  κατά  περίπτωση,  η  τοπική  διαχείριση  και  οι  γενικές  κατευθύνσεις  της  οικονομίας  είτε  βρίσκονταν  στα χέρια  των  βενετών  διοικητών  είτε  προέρχονταν  από  το  μητροπολιτικό  κέντρο. 

Η  τυποποίηση  των  μέτρων  και των  σταθμών,  ο  νομισματικός  έλεγχος  και  η  ρύθμιση  των  αγορών  πιστοποιούν  μια  διαδικασία  ομογενοποιήσης της  οικονομίας  των  κτήσεων.  Μια  σειρά  πολιτικών  και  παρεμβάσεων  υποστασιοποιούν  την  αποικιακή  σχέση μητρόπολης  και  κτήσεων.  Βασική  αρχή  του  βενετικού  κράτους  ήταν  η  οικονομική  αυτοτέλεια  της  αποικιακής  επικράτειας,  καθώς  τα  έσοδα  από  τις  κτήσεις  έπρεπε  να  καλύπτουν  τα  έξοδα  της  διοίκησης  και  της  άμυνας.  Πλεονασματικές  κτήσεις  έπρεπε  να  καλύπτουν  τους  ελλειμματικούς  προϋπολογισμούς  άλλων  κτήσεων.

Μονοπωλιακές  πρακτικές,  κρατικός  προστατευτισμός  και  παρεμβατισμός  και  κεντρικές  αποφάσεις  διαμόρφωναν  ένα  πλέγμα  οικονομικών  σχέσεων  με  σταθερό  σημείο  αναφοράς  το  μητροπολιτικό  κέντρο.  Η  αυτοκρατορική  περιφέρεια,  ειδικά  το  Κράτος  της  Θάλασσας,  αποτελούσε  την  κατεξοχήν  πηγή  πρώτων  υλών  που  τροφοδοτούσε και συντηρούσε τη βιοτεχνική, εμπορική και καταναλωτική δραστηριότητα της ίδιας της Βενετίας.

Πηξή: Πλακωτός

Η ανάπτυξη του κράτους της ξηράς- Η εδαφική επέκταση της Βενετίας

 Καθώς η Βυζαντινή αυτοκρατορία έχει σχεδόν κατακτηθεί από τους Οθωμανούς η Βενετία μετά τη δημιουργία του κράτους της θάλασσας μέσω του ελέγχου των θαλασσών οι Βενετοί προχώρησαν στην εδαφική επέκταση μέσω χερσαίων επιχειρήσεων. Ο ελλαδικός χώρος αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού μεταξύ Βενετών και Τούρκων...

 Ο 15ος αιώνας σηματοδοτεί την αποφασιστική εμπλοκή και επέκταση της Βενετίας στην ιταλική ενδοχώρα (terraferma) με τη συγκρότηση του «Κράτους της Στεριάς». Από τον 14ο αιώνα στο ιταλικό πολιτικό τοπίο λαμβάνει χώρα μια σημαντική μετάβαση, καθώς ολοένα περισσότερες ανεξάρτητες πόλεις ενσωματώνονται ή υποτάσσονται στα αναδυόμενα εδαφικά κράτη. 
Από μια ευρύτερη οπτική η άνοδος των εδαφικών κρατών στον ιταλικό χώρο αποτελούσε απόπειρα προσαρμογής στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα σε μια περίοδο όπου τα αναδυόμενα ευρωπαϊκά κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία) άρχιζαν να δημιουργούν ενοποιημένες εσωτερικές αγορές μεγαλύτερης κλίμακας. 





Ήδη κατά το παρελθόν οι ιταλικές πόλεις επιδίωκαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη γειτονική ύπαιθρο, αλλά από τα μέσα του 14ου αιώνα αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε με τη διαδικασία συγκρότησης ισχυρών εδαφικών κρατών που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στην επέκταση επί πιο αδύναμων πόλεων και αγροτικών περιοχών.

 Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα το Δουκάτο του Μιλάνο, το παπικό κράτος, και οι Δημοκρατίες της Γένοβας, της Φλωρεντίας, της Σιένα και της Βενετίας και κάποιοι μικρότεροι σχηματισμοί
αποτελούσαν τα κύρια εδαφικά κράτη έχοντας αναδιαμορφώσει τον χώρο βόρεια της Ρώμης.


 Η Βενετία, προτού εισχωρήσει στην ενδοχώρα, σε αντιστοιχία με άλλες ιταλικές πόλεις είχε κυριαρχήσει στη δική της ύπαιθρο, την υδάτινη «ύπαιθρο» της λιμνοθάλασσας, που όμως στο πέρασμα των αιώνων πρόσφερε ολοένα πιο περιορισμένες δυνατότητες. Ξεκινώντας με την ενσωμάτωση του Τρεβίζο (1338) μέχρι τη δεκαετία του 1420 η Βενετία είχε διευρύνει την κυριαρχία της στην ενδοχώρα ελέγχοντας πόλεις όπως η Πάδοβα, η Βερόνα και η Βιτσέντζα και περιοχές όπως το Φρίουλι στα βορειοανατολικά. Η βενετική επέκταση διευρύνεται μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα δυτικότερα και βορειότερα με την ενσωμάτωση της Μπρέσα και του Μπέργκαμο και της περιοχής του Τρεντίνο. Στη διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων (1494-1530) η Βενετία αρχικά επέκτεινε την κυριαρχία της νοτιότερα στην περιοχή της Ρομάνια, αλλά έχασε προσωρινά σχεδόν όλες τις κτήσεις τηςμε τη δραματική ήττα της στη μάχη του Agnadello (1509). 

Μέχρι το 1516 η Βενετία κατόρθωσε  να ανακτήσει την ενδοχώρα, με εξαίρεση το Τρεντίνο και τη Ρομάνια, και τα όρια του Κράτους της Στεριάς παρέμειναν σταθερά μέχρι το 1797 με τη κατάλυση του βενετικού κράτους από τον Ναπολέοντα.


  Η ανάμιξη της Βενετίας στην ενδοχώρα ξεκίνησε με διμερείς συμφωνίες με ανεξάρτητες πόλεις για οικονομικά ζητήματα, όπως εμπορικά προνόμια, διόδια και χρήση των ποτάμιων οδών, προσέλκυση εργατικών χεριών στον αναδυόμενο βενετικό κατασκευαστικό τομέα. Παράλληλα ήδη από τον 12ο αιώνα βενετικά θρησκευτικά ιδρύματα και βενετοί πατρίκιοι αγόραζαν γη στην ενδοχώρα. Το βενετικό κεφάλαιο διείσδυε στις αγροτικές περιοχές της ενδοχώρας και συχνά γαμήλιες συμμαχίες σφράγιζαν τους δεσμούς των πατρικίων με ισχυρές οικογένειες της ενδοχώρας. 
  
Τον 14ο αιώνα η εμπλοκή της Βενετίας γίνεται πιο δυναμική με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης όταν απειλούνταν η οικονομική της θέση, ειδικά η πρόσβασή της σε ποταμούς και περιοχές μέσω των οποίων διέρχονταν βενετικά εμπορεύματα προς τη βόρεια Ευρώπη. 

Για παράδειγμα, το 1304 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πάδοβα για το αλάτι, το 1308-13 με τη Φερράρα και τη δεκαετία του 1330 με τους Della Scala, ηγεμόνες της Βερόνα. Στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα η στρατιωτική και πολιτική παρουσία της Βενετίας αυξάνεται σημαντικά. Βραχύβιες συμμαχίες, ανταγωνισμοί με ηγεμόνες όπως οι Visconti του Μιλάνο και σύντομες πολεμικές αναμετρήσεις καθιστούν τη Βενετία κυρίαρχη δύναμη ενός σημαντικού τμήματος της ιταλικής ενδοχώρας.

 Η βενετική επικράτεια στην ενδοχώρα αποτελούσε ένα συμπαγές σύνολο 30.000 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, με ιδιαίτερη πληθυσμιακή πυκνότητα και αστικοποίηση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα: η ενδοχώρα στα μέσα του 16ου αιώνα έφτανε περίπου το ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους και πόλεις όπως η Βερόνα και η Μπρέσα διέθεταν πληθυσμό 40.000 - 50.000 κατοίκων στις αρχές του 16ου αιώνα.

Η επέκταση στην ενδοχώρα, όπως και η δημιουργία του Κράτους της Θάλασσας, δεν υπάκουε σε ένα αυστηρά καθορισμένο σχέδιο βάσει του οποίου η βενετική ελίτ μεθόδευσε τις ενέργειές της. Συχνά, ευκαιριακές ανάγκες και ευρύτερες ανακατατάξεις οδηγούσαν στην ανάληψη δράσης κατά περίπτωση. 

Ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε κάποιες γενικές αρχές που υπαγόρευαν την εμπλοκή και την επεκτατική διάθεση της Βενετίας. Εκτός από τον ανταγωνισμό με άλλα αναδυόμενα εδαφικά κράτη και φιλόδοξους ηγεμόνες, για τη Βενετία η ενδοχώρα αποτελούσε μια σημαντική πηγή ανεφοδιασμού. Τρόφιμα, ξυλεία και νερό αποτελούσαν βασικά είδη για την καθημερινή ζωή και την οικονομία της βενετικής μητρόπολης. Με την άνοδο της Βενετίας ως κέντρου βιοτεχνικής παραγωγής η ζήτηση για πρώτες ύλες όπως καννάβι, σίδηρο και χαλκό και φθηνό εργατικό δυναμικό διευρυνόταν. Συνάμα, ο έλεγχος της ενδοχώρας διασφάλιζε την πρόσβαση στους χερσαίους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στη νότια Γερμανία, τη Γαλλία και τη Ρηνανία. Η δεσπόζουσα θέση της Βενετίας στο εμπόριο της Αδριατικής και της ανατολικής Μεσογείου απαιτούσε την απρόσκοπτη διοχέτευση προϊόντων που εμπορεύονταν οι Βενετοί στις αγορές της δυτικής και βόρειας Ευρώπης.


Για τη βενετική ελίτ η επεκτατική πολιτική στην ενδοχώρα απέφερε κέρδη και περισσότερες θέσεις εξουσίας και ανέλιξης. Αν και συνήθως οι πόλεις της ενδοχώρας διατηρούσαν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό τους, η Βενετία εγκαθίδρυε τους δικούς της διοικητές, που έφεραν τον τίτλο του podestà ή του capitano, και άλλους σημαντικούς αξιωματούχους και συχνά διατηρούσε εκκλησιαστικά αξιώματα για βενετούς πατρικίους. Στην ίδια τη μητρόπολη δημιουργήθηκε σταδιακά ένα σύνολο νέων γραφειοκρατικών σωμάτων επιφορτισμένων με τα ζητήματα της ενδοχώρας: η υπηρεσία των auditori novi που επέβλεπε προσφυγές των υποτελών πόλεων για θέματα αστικού δικαίου, το αξίωμα των sindaci που επισκέπτονταν την ενδοχώρα για να συλλέξουν υλικό και πληροφορίες όταν υποβάλλονταν προσφυγές εναντίον της βενετικής διοίκησης, οι savii della terraferma που
προετοίμαζαν τις συνεδρίες που αφορούσαν την ενδοχώρα στη Σύγκλητο.

 Επιπρόσθετα, η ενδοχώρα παρείχε στα μέλη της βενετικής ελίτ ευκαιρίες για επικερδείς δραστηριότητες με την αγορά γης, ιδιαίτερα μετά από κατακτήσεις ή ανακτήσεις περιοχών όταν οι περιουσίες όσων είχαν εναντιωθεί ή «στασιάσει» εναντίον των Βενετών έβγαιναν σε δημοπρασία. Για το ίδιο το βενετικό κράτος η ενδοχώρα υπήρξε μια σημαντικότατη πηγή εσόδων. 

Στους προϋπολογισμούς των αρχών του 16ου αιώνα τα άμεσα έσοδα του κράτους από τις ηπειρωτικές κτήσεις ξεπερνούσαν κατά πολύ τα έσοδα από την υπερπόντια επικράτεια, για την οποία άλλωστε απαιτούνταν ιδιαιτέρως αυξημένες δαπάνες.


Η εδραίωση του Κράτους της Στεριάς έγινε ωστόσο δεκτή με αμφίθυμο τρόπο. Από τη μια μεριά, οι υποστηρικτές της βενετικής επέκτασης έκριναν ότι η δημιουργία επικράτειας στην ιταλική χερσόνησο ήταν υψίστης σημασίας για τη Βενετία για να εδραιώσει τη ηγεμονία της στον ιταλικό χώρο, που θα της παρείχε τους απαραίτητους πόρους για να ανταγωνιστεί τις πανίσχυρες, αναδυόμενες αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Αψβούργων στη Μεσόγειο.  Ωστόσο, άλλοι ευγενείς, ίσως πιο παραδοσιακοί, υποστήριζαν ότι οι πόλεμοι για την κατάκτηση της ενδοχώρας και οι ίδιες οι κτήσεις που η Βενετία είχε αποκτήσει υπονόμευαν την εδραιωμένη και δυναμική σχέση της Βενετίας με τη θάλασσα στην οποία όφειλε το μεγαλείο της. 

Αυτή η αντίληψη και ο φόβος για την εγκατάλειψη των εμπορικών δραστηριοτήτων και του ιδεατού αστικού τρόπου ζωής που παραδοσιακά χαρακτήριζε τους Βενετούς αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στα λόγια του γηραιού έμπορου και τραπεζίτη Girolamo Priuli, που είχε περάσει τα νιάτα του ως έμπορος στο Λονδίνο: «η αγάπη για την πολυτελή ζωή που προσφέρει η ύπαιθρος έχει διαφθείρει τους ευγενείς μας και οι νεαροί ευγενείς μεγαλώνουν πλέον σαν αδαείς αγρότες, μην έχοντας δει τίποτα από τον κόσμο» (Lane, 2007: 357).

Αντανακλώντας τις επιφυλάξεις που διατύπωναν Βενετοί όπως ο Priuli, η σύγχρονη βιβλιογραφία
συχνά παρουσίασε την επέκταση στην ενδοχώρα ως μια ξεχωριστή διαδικασία, διακριτή σε σχέση με την προγενέστερη επέκταση στην Αδριατική και την ανατολική Μεσόγειο και ενδεικτική της αδυναμίας της Βενετίας να διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό ναυτικό ρόλο της από τον 15ο αιώνα.

 Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο ιστορικός Pompeo Molmenti ταύτισε την κατάκτηση της ενδοχώρας με το τέλος της χρυσής εποχής της Βενετίας ως απόρροια της οθωμανικής επέκτασης και των νέων θαλάσσιων δρόμων που άνοιγαν οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, με χαρακτηριστικό τρόπο, ο ιστορικός Frederic Lane συνόψισε αυτή την οπτική μιλώντας για «τη στροφή προς τη Δύση» και χαρακτηρίζοντας τη Βενετία μετά τον 15ο αιώνα «ναυτική δύναμη δεύτερης κατηγορίας». 

  Ωστόσο, η πρόσφατη ιστοριογραφία αντιμετωπίζει πλέον με κριτική διάθεση αυτή την οπτική περί προϊούσας «παρακμής» της Βενετίας με τη σύμπτυξη των υπερπόντιων κτήσεων της και τη μεταφορά του κέντρου βάρους στην ενδοχώρα. 

Ο ιστορικός Benjamin Arbel, προβάλλοντας ως σημαντικούς παράγοντες την εδαφική έκταση και το πληθυσμιακό μέγεθος, μετατοπίζει το χρονολογικό όριο της βενετικής υποχώρησης και παρακμής και καταδεικνύει ότι στις αρχές του 16ου αιώνα οι υπερπόντιες κτήσεις –το Κράτος της Θάλασσας– έφτασαν στο ύψιστο εδαφικό μέγεθός τους και μέχρι τη δεκαετία του 1570 τη μέγιστη δημογραφική ανάπτυξή τους, όταν η Κύπρος και η Κρήτη διέθεταν πληθυσμό 400.000 κατοίκων όπως βλέπουμε στον ανωτέρω χάρτη.

Πηγή: Γεώργιος Πλακωτός.

Η Δ Σταυροφορία. Η Κωνσταντινούπολη υποτάσσεται στη Βενετία, η οποία συγκροτεί το κράτος της θάλασσας.

Στα  τέλη  του  12ου  αιώνα  η  Βενετία  αποτελούσε  μια  υπολογίσιμη  δύναμη  στον  ευρωπαϊκό  και  μεσογειακό χώρο,  πρωτίστως  χάρη  στην  εμπορική  της  δραστηριότητα  και  τη  ναυτική  της  ισχύ.  Είχε  εδραιώσει  δεσπόζουσα θέση  στην  Αδριατική,  παρότι  συνέχιζε  να  διεξάγει  πολεμικές  επιχειρήσεις  προκειμένου  να  καθυποτάξει περιοχές  όπως  η  Ζάρα,  που  παρέμενε  έξω  από  τη  βενετική  σφαίρα,  ενώ  αντιμετώπιζε  πειρατικές  επιδρομές που  απειλούσαν  το  εμπόριο.



 Οι  σχέσεις  με  την  ανταγωνίστρια  Πίζα  παρέμεναν  τεταμένες  παρότι  η  Βενετία συνήθως  κατόρθωνε  να  κάμψει  τις  απόπειρες  της  Πίζας  να  παρέμβει  στον  χώρο  της  Αδριατικής.  Η  κύρια διαμάχη  με  την  Πίζα  αφορούσε  στη  σχέση  με  το  Βυζάντιο.  Η  Πίζα  επιδίωκε  να  αντικαταστήσει  τους  Βενετούς ως  προστάτιδα  του  Βυζαντίου,  ωστόσο,  παρά  την  ένταση  και  καχυποψία  που  επισκίαζαν  τη  σχέση  με  τους Βυζαντινούς,  οι  Βενετοί  υπό  την  ηγεσία  του  δόγη  Enrico  Dandolo  διατηρούσαν  τον  συμμαχικό  ρόλο  τους  και τα  οικονομικά  προνόμια  που  επικυρώθηκαν  με  συμφωνίες  το  1187  και  1198.  Επίσης,  στο  ασταθές  πολιτικό περιβάλλον  της  ιταλικής  χερσονήσου  η  Βενετία  κατόρθωνε  να  επιβάλλει  τους  όρους  της  και  να  εξασφαλίζει επωφελείς συμφωνίες με τους γείτονές της.

Σημείο  σταθμό  για  τη  Βενετία,  τη  Βυζαντινή  Αυτοκρατορία  και  τον  ευρύτερο  χώρο  της  Μεσογείου αποτέλεσε  η  Δ΄  Σταυροφορία  η  οποία  ανέτρεψε  τους  μέχρι  τότε  συσχετισμούς  δυνάμεων.  Όταν  ολοκληρώθηκε  η Σταυροφορία, η Βενετία είχε  μετασχηματιστεί από μια εμπορική δύναμη σε θαλάσσια αυτοκρατορία. Το κάλεσμα για  τη  Σταυροφορία  απηύθυνε  ο  πάπας  Ιννοκέντιος  Γ΄  το  1198,  αφού  το  σταυροφορικό  Βασίλειο  της  Ιερουσαλήμ είχε  κυριευτεί  από  τον  Σαλαντίν  μετά  τη  μάχη  του  Χαττίν  το  1187. 

Από  την  αρχή  και  ενόσω  η  Σταυροφορία βρισκόταν  στη  φάση  του  σχεδιασμού,  η  συμμετοχή  της  Βενετίας  κρίθηκε  ιδιαίτερης  σημασίας  ειδικά  από  τον πάπα  Ιννοκέντιο  Γ΄.  Το  κύριο  βάρος  της  Σταυροφορίας  ανέλαβαν  γάλλοι  ευγενείς  από  την  Καμπανία  και  τη Φλάνδρα,  όπως  ο  κόμης  Thibaut,  ο  κόμης  Λουδοβίκος  του  Blois,  ο  Γοδεφρείδος  Βιλλεαρδουίνος  και  ο  κόμης Βαλδουίνος.  Ενώ  στην  Α΄  Σταυροφορία  είχε  προτιμηθεί  ο  χερσαίος  δρόμος,  κατά  την  Δ΄  Σταυροφορία  προκρίθηκε η  λύση  της  δια  θαλάσσης  μεταφοράς  στους  Αγίους  Τόπους,  όπως  είχε  κάνει  ο  Ριχάρδος  ο  Λεοντόκαρδος  στη Γ΄  Σταυροφορία. 

Οι  γάλλοι  ευγενείς,  οργανώνοντας  για  μία  ακόμα  φορά  την  ανακατάληψη  των  Αγίων  Τόπων, ζήτησαν  τη  βοήθεια  των  Βενετών  με  την  παροχή  πλοίων.  Όπως  έχουμε  ήδη  προαναφέρει,  η  Βενετία  διέθετε έναν  από  τους  ισχυρότερους  στόλους  της  περιόδου,  καθώς  επίσης  ένα  από  τα  μεγαλύτερα  ναυπηγεία  της  εποχής. Έτσι,  το  1201  οι  απεσταλμένοι  των  Σταυροφόρων  με  επικεφαλής  τον  Γοδεφρείδο  Βιλλεαρδουίνο  κατέφτασαν στη  Βενετία  για  να  διαπραγματευτούν  τη  συμβολή  τους  στο  σχεδιαζόμενο  εγχείρημα.

 Η  συμφωνία  με  τους Βενετούς  προέβλεπε  την  παροχή  προμηθειών  και  ενός  ισχυρού  στόλου  για  τη  μεταφορά  περίπου  35.000  ανδρών από  τη  Βενετία  το  καλοκαίρι  του  1202  έναντι  του  χρηματικού  ποσού  των  85.000  ασημένιων  μάρκων.  Οι  Βενετοί θα  συμμετείχαν  στη  Σταυροφορία  με  πενήντα  γαλέρες,  και  τα  λάφυρα  θα  μοιράζονταν  μεταξύ  αυτών  και  των γάλλων  Σταυροφόρων. Με  αφετηρία  τις  διαπραγματεύσεις  μεταξύ  Σταυροφόρων  και  Βενετών  και  με  το  βλέμμα  στην  έκβαση  της  Δ΄ Σταυροφορίας  και  την  κατάλυση  της  Κωνσταντινούπολης  έχει  αναπτυχθεί  μια  πολύπλευρη  ιστορική  συζήτηση και  πλούσια  ιστοριογραφική  παραγωγή,  στην  οποία  δεν  θα  εισέλθουμε,  όπου  αναζητούνται  οι  «ευθύνες»  και τα  αίτια  εκτροπής  της  Σταυροφορίας  από  τον  αρχικό  στόχο  της  προς  την  Κωνσταντινούπολη.  Κεντρική  θέση κατέχει  η  μορφή  του  δόγη  Enrico  Dandolo  και  οι  επιδιώξεις  του  προς  όφελος  της  Βενετίας. 

Η  συνθετότητα και  το  μέγεθος  του  εγχειρήματος  για  το  οποίο  εξασφαλίστηκε  η  συμμετοχή  των  Βενετών  απαιτούσαν  να επιστρατευτούν  σχεδόν  όλοι  οι  πόροι  της  Βενετίας.  Οι  ιστορικοί  εξακολουθούν  να  ερευνούν  κατά  πόσο  οι Σταυροφόροι  στη  διάρκεια  των  διαπραγματεύσεων  υπερτίμησαν  τον  όγκο  του  στρατεύματος  που  μπορούσαν να  συγκεντρώσουν  και  τελικά  βρέθηκαν  χρεωμένοι  στους  Βενετούς,  αναγκαζόμενοι  να  ξεπληρώσουν  το  χρέος με  τρόπους  που  εξυπηρετούσαν  τα  συμφέροντα  των  Βενετών,  καθώς  και  το  αν  ο  δόγης  Enrico  Dandolo  εν γνώσει  του  δεν  απέτρεψε  τους  Σταυροφόρους  από  τα  αβάσιμα  σχέδιά  τους  προκειμένου  να  τους  αναγκάσει  στη συνέχεια  να  συναινέσουν  στις  δικές  του  επιδιώξεις·  είναι  ζητήματα  που  αποτελούν  τη  βάση  για  να  εξυφανθούν διαφορετικές αφηγήσεις της Δ΄ Σταυροφορίας.

Το  καλοκαίρι  του  1202  οι  Βενετοί  είχαν  έτοιμο  για  αναχώρηση  στόλο  περίπου  200  πλοίων,  από  τα  οποία  τα 50  ήταν  πολεμικές  γαλέρες  και  τα  υπόλοιπα  πλοία  μεταφοράς.  Ωστόσο,  δεν  είχαν  ακόμη  λάβει  το  χρηματικό ποσό  που  είχαν  συμφωνήσει  με  τους  εκπροσώπους  των  Σταυροφόρων,  και  το  υπέρογκο  κόστος  βάραινε  μόνο τους ίδιους. Τον Ιούνιο του 1202 χιλιάδες Σταυροφόροι κατέφθαναν στη Βενετία, δεκάδες πλοία και χιλιάδες Βενετοί  ναυτικοί  τούς  περίμεναν.  Ωστόσο,  ήταν  εμφανές  ότι  ο  όγκος  των  Σταυροφόρων  υπολειπόταν  από  τον αρχικό  σχεδιασμό  και  δεν  αντιστοιχούσε  στα  έξοδα  και  την  προετοιμασία  των  Βενετών. 

Οι  Βενετοί  βρίσκονταν ενώπιον  μιας  πρωτοφανούς  οικονομικής  καταστροφής.  Επιπρόσθετα,  η  στρατοπέδευση  στην  πόλη  χιλιάδων ανυπόμονων  και  ετοιμοπόλεμων  πολεμιστών  και  προσκυνητών,  εμφορούμενων  από  σταυροφορικό  ζήλο, ακόμα  και  αν  τους  είχε  παραχωρηθεί  ειδικός  χώρος  στο  νησί  του  San  Nicolò  (σημερινό  Λίντο),  έτεινε  να  λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Κατά  τις  επόμενες  εβδομάδες  η  πίεση  προς  τους  Βενετούς  εντάθηκε.  Παρά  τις  απειλές  οι  Σταυροφόροι  δεν μπορούσαν  να  καταβάλουν  περισσότερο  από  τα  δύο  τρίτα  του  χρέους.

 Το  χρονικό  περιθώριο  στένευε  καθώς η  έλευση  του  χειμώνα  θα  καθιστούσε  αδύνατο  το  ταξίδι  στη  θάλασσα  και  θα  γινόταν  αιτία  να  αναβληθεί  η σταυροφορία  για  την  άνοιξη  του  επόμενου  έτους,  όταν  οι  θαλάσσιοι  δρόμοι  θα  ήταν  πάλι  ασφαλείς.  Μπροστά σε  αυτό  το  αδιέξοδο,  οι  Βενετοί  πρότειναν  τη  σύμπραξη  των  Σταυροφόρων  για  την  κατάληψη  της  πόλης Ζάρα  στις  δαλματικές  ακτές,  που  παρέμενε  εκτός  βενετικής  κυριαρχίας  και  έθετε  εμπόδια  στην  απρόσκοπτη διεξαγωγή  του  εμπορίου.  Επρόκειτο  για  μια  μορφή  συμβιβασμού  όχι  μόνο  ανάμεσα  στους  Βενετούς  και τους  Σταυροφόρους,  αλλά  και  ανάμεσα  στον  δόγη  και  τη  βενετική  κοινότητα,  όπως  αυτή  εκπροσωπούνταν στο  Μεγάλο  Συμβούλιο  το  οποίο  είχε  προγενέστερα  εγκρίνει  την  αρχική  συμφωνία  ανάμεσα  στη  βενετική κυβέρνηση  και  τους  Σταυροφόρους  και  μετά  το  αδιέξοδο  ζητούσε  τη  διάλυση  της  Σταυροφορίας. 

Για  το βενετικό  πολιτικό  σύστημα  το  ζήτημα  της  Σταυροφορίας  έθετε  σε  δοκιμασία  τους  εύθραυστους  πολιτικούς και  θεσμικούς  μετασχηματισμούς  που  έλαβαν  χώρα  από  το  1172  και  τη  σταδιακή  αριστοκρατικοποίηση  που περιόριζε  την  εξουσία  του  δόγη  και  την  κοινοτική  ισχύ.  Η  πρόταση  των  Βενετών  για  κατάληψη  της  Ζάρα,  όπου οι  Σταυροφόροι  θα  μπορούσαν  να  ξεχειμωνιάσουν,  ως  ανταπόδοση  για  τη  μη  πληρωμή  του  πλήρους  χρέους, έγινε  δεκτή.  Αυτή  η  εκτροπή  της  Σταυροφορίας  με  την  επικείμενη  επίθεση  εναντίον  μιας  χριστιανικής  πόλης είχε  καταδικαστεί  από  τους  απεσταλμένους  της  Καθολικής  Εκκλησίας  και  ήγειρε  αντιρρήσεις,  όμως  οι  ηγέτες των  Σταυροφόρων  δεν  μπορούσαν  να  κάνουν  αλλιώς.

 Ο  Enrico  Dandolo,  σε  μια  πανηγυρική  θεία  λειτουργία, έδωσε  τον  σταυροφορικό  όρκο  και  ανέλαβε  την  ηγεσία  της  Σταυροφορίας,  τουλάχιστον  ως  την  κατάληψη  της Ζάρα. Ο  βενετικός  στόλος  απέπλευσε  πανηγυρικά  υπό  την  καθοδήγηση  του  ογδοντάχρονου  Dandolo  τον Οκτώβριο  του  1202,  με  απώτερο  στόχο  τους  Αγίους  Τόπους.  Το  ταξίδι  κατά  μήκος  των  δαλματικών  ακτών αποτελούσε  ευκαιρία  για  τους  Βενετούς  να  επιβεβαιώσουν  την  κυριαρχία  τους  σε  πόλεις  της  περιοχής  όπως η  Τεργέστη.  Φτάνοντας  στη  Ζάρα,  προχώρησαν  εύκολα  στην  κατάληψή  της  και  εγκαταστάθηκαν  για  να  ξεχειμωνιάσουν.  Εκεί  εκδηλώθηκαν  οι  υφέρπουσες  διαφωνίες  και  η  δυσαρέσκεια  μεταξύ  των  συμμετεχόντων στη  Σταυροφορία,  οδηγώντας  σε  συγκρούσεις  που  έθεταν  σε  κίνδυνο  το  εγχείρημα.  Κάποιοι  Σταυροφόροι δυσφόρησαν  με  την  κατάληψη  μιας  χριστιανικής  πόλης  και  την  τιμωρία  του  αφορισμού  από  την  Εκκλησία, όπως αυτή είχε προειδοποιήσει,  ενώ  άλλοι  με  την  πλήρη  παραχώρηση της λείας στους Βενετούς και τον ηγετικό ρόλο  τους. 

Τα  διαφορετικά  συμφέροντα  βενετών  και  γάλλων  Σταυροφόρων  και  οι  αποκλίνουσες  σχέσεις  τους με  τους  ευρωπαίους  ηγεμόνες  και  τον  πάπα  Ιννοκέντιο  Γ΄  επιδείνωναν  τις  προοπτικές  της  Σταυροφορίας. Την  κατάσταση  περιέπλεξε  η  άφιξη  απεσταλμένων  του  Φιλίππου  της  Σουηβίας,  που  ήταν  ένας  από  τους διεκδικητές  του  αξιώματος  του  αυτοκράτορα  της  Αγίας  Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας.  Ο  Φίλιππος  ζητούσε  από  τους Σταυροφόρους  να  βοηθήσουν  τον  Αλέξιο  Άγγελο  (μετέπειτα  Αλέξιος  Δ΄),  διεκδικητή  του  βυζαντινού  θρόνου.  Ο πατέρας  του  Αλέξιου,  αυτοκράτορας  Ισαάκιος  Β΄,  είχε  ανατραπεί  από  τον  αδελφό  του  Αλέξιο  Γ΄  το  1195. 

Μετά την  εκθρόνιση  του  πατέρα  του  ο  νεαρός  Άγγελος  είχε  καταφύγει  στην  Αυλή  του  Φιλίππου  της  Σουηβίας  που ήταν  γαμπρός  του  και  σχεδίαζε  την  αποκατάστασή  του  στον  βυζαντινό  θρόνο.  Στη  Ζάρα  οι  απεσταλμένοι  του Φιλίππου  παρουσίασαν  στους  Σταυροφόρους  τις  υποσχέσεις  του  Αλέξιου  να  τους  ανταμείψει  πλουσιοπάροχα αν  τον  βοηθούσαν  να  ανατρέψει  τον  σφετεριστή  θείο  του.  Παρά  τους  αρχικούς  ενδοιασμούς,  οι  γάλλοι  ευγενείς και  οι  Βενετοί  δέχτηκαν  να  αλλάξουν  την  πορεία  της  Σταυροφορίας  προς  την  Κωνσταντινούπολη. 

Τον  Απρίλιο, με  την  έλευση  του  Αλέξιου,  υπό  την  ηγεσία  του  Βονιφάτιου  Μομφερατικού  η  Σταυροφορία  επανεκκίνησε με  νέα  κατεύθυνση.  Ο  νέος  στόχος  της  εκστρατείας  γνωστοποιήθηκε  στη  μάζα  των  Σταυροφόρων  όταν  είχαν στρατοπεδεύσει στην Κέρκυρα, δημιουργώντας ξανά δυσαρέσκεια για τη νέα εκτροπή. Τον  Ιούνιο  του  1203  ο  σταυροφορικός  στόλος  έφτασε  μπροστά  στα  τείχη  της  Κωνσταντινούπολης.  Αρχικά επιχείρησαν  να  πείσουν  τους  κατοίκους  ότι  ο  Αλέξιος  ήταν  ο  νόμιμος  αυτοκράτορας.  Μετά  την  άρνηση  των κατοίκων  να  αποδεχθούν  τον  Αλέξιο,  οι  Σταυροφόροι  ξεκίνησαν  την  πολιορκία  της  πόλης. 

Οι  οχυρώσεις  δεν στάθηκαν  ικανές  να  αποτρέψουν  τις  πολιορκητικές  τακτικές  των  Βενετών,  οι  οποίοι  κατόρθωσαν  να  διεισδύσουν στην  Κωνσταντινούπολη  αναγκάζοντας  σε  φυγή  τον  Αλέξιο  Γ΄  και  επαναφέροντας  στον  θρόνο  τον  Ισαάκιο με  τον  γιο  του  Αλέξιο  Δ΄.  Με  την  αποκατάστασή  του  στον  θρόνο  ο  Αλέξιος  κατέβαλε  μέρος  της  αποζημίωσης που  είχε  υποσχεθεί  στους  Σταυροφόρους.  Ωστόσο,  οι  συνεχείς  αναβολές  στην  αναχώρηση  για  τους  Αγίους Τόπους  προκαλούσαν  δυσαρέσκεια  στη  μάζα  των  Σταυροφόρων,  ενώ  η  συνεχιζόμενη  παρουσία  τους  στην Κωνσταντινούπολη  αναμόχλευε  το  αντικαθολικό  αίσθημα  του  πλήθους  και  έφερνε  σε  δεινή  θέση  τον  Αλέξιο Δ΄.  Σε  αυτή  τη  ρευστή  κατάσταση  με  τις  σποραδικές  ταραχές  εναντίον  των  Σταυροφόρων  και  των  χιλιάδων βενετών  και  άλλων  ξένων  εμπόρων  που  ζούσαν  στην  Κωνσταντινούπολη  ο  Αλέξιος  εκθρονίστηκε  και  στη συνέχεια  θανατώθηκε  και  νέος  αυτοκράτορας  ανακηρύχθηκε  ο  Αλέξιος  Ε΄  Μούρτζουφλος.

 Για  τους  Βενετούς η  ανατροπή  του  Αλέξιου  Δ΄  έθετε  σε  κίνδυνο  όχι  μόνο  την  αποπληρωμή  της  αποζημίωσης  που  θεωρούσαν  ότι δικαιούνταν,  αλλά  και  την  εμπορική  θέση  τους  στην  αυτοκρατορία.  Πλέον  για  τα  εμπλεκόμενα  μέρη  η  διεκδίκηση  της  Κωνσταντινούπολης  αποτελούσε  τον  κύριο  στόχο.  Τον  Απρίλιο  του  1204  ξεκίνησε  η  επίθεση  εναντίον  της  Κωνσταντινούπολης  και  ύστερα  από  μια  σύντομη  πολιορκία  η  πόλη  βρέθηκε  στα  χέρια  των  γάλλων και βενετών Σταυροφόρων.

Η  κατάκτηση  της  Κωνσταντινούπολης  συνοδεύτηκε  από  πρωτοφανείς  βιαιότητες  και  λεηλασίες  που απογύμνωσαν  την  πόλη  προκειμένου  να  συγκεντρωθούν  τα  ποσά  που  είχε  υποσχεθεί  ο  Αλέξιος  στους Σταυροφόρους.  Το  μοίρασμα  της  λείας  είχε  ήδη  καθοριστεί  σε  προγενέστερη  της  άλωσης  συνθήκη  μεταξύ Βενετών και  Γάλλων. Στην ίδια  συνθήκη είχε  συμφωνηθεί μια αρχική διαμοίραση των εδαφών της αυτοκρατορίας και  η  πολιτική  αναδιάταξή  της  κατά  τις  επιταγές  των  κατακτητών,  με  την  ίδρυση  της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας της  Κωνσταντινούπολης  και  την  εκλογή  του  Βαλδουίνου  της  Φλάνδρας  ως  λατίνου  αυτοκράτορα.  Κάτω  από τον  τίτλο  αυτής  της  νέας  πολιτικής  οντότητας  υπέφωσκαν  συγκρουόμενα  συμφέροντα,  αλληλεπικαλυπτόμενες εξουσίες  και  ρευστές  συμμαχίες,  όπως  καταδείκνυαν  οι  διαπραγματεύσεις  και  συγκρούσεις  που  ακολούθησαν.

Η  πτώση  της  Κωνσταντινούπολης  συνιστούσε  μια  μεταβολή  τεραστίων  διαστάσεων  και  από  τη  σκοπιά  των Βενετών  υπονόμευε  το  γνώριμο  πλαίσιο  στο  οποίο  μέχρι  τότε  αυτοί  κινούνταν.  Αν  και  η  νέα  θέση  που  αποκτούσε η  Βενετία σταδιακά θα μεγιστοποιούσε την ισχύ της στον μεσογειακό χώρο, στα πρώτα στάδια μετά τη δημιουργία της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας  της  Κωνσταντινούπολης  τόσο  ο  Enrico  Dandolo  ως  υπεύθυνος  των  βενετών Σταυροφόρων  στην  Κωνσταντινούπολη  όσο  και  οι  ιθύνοντες  στη  Βενετία  επιδίωκαν  τη  σταθερότητα  στις  νέες συνθήκες. 

Κατά  τις  διαπραγματεύσεις  για  τη  διαμοίραση  του  Βυζαντίου  η  Βενετία  λάμβανε  ένα  σημαντικό μερίδιο  στα  εδάφη  της  πρώην  αυτοκρατορίας  στη  Ρωμανία  (σημ.  ελληνικά  εδάφη)  και  στην  Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο,  επρόκειτο  για  εδάφη  τα  οποία  έπρεπε  να  κατακτηθούν.  Συνάμα  οι  χιλιάδες  Βενετοί  που  ζούσαν  στα εδάφη  της  πρώην  αυτοκρατορίας  αποτελούσαν  συστατικό  τμήμα  της  νέας  Λατινικής  Αυτοκρατορίας,  πράγμα που  τους  ενέπλεκε  σε  φεουδαρχικού  τύπου  εξαρτήσεις  προς  τον  λατίνο  αυτοκράτορα  ενώ  παρέμεναν  πολίτες και υπήκοοι της Βενετίας.

 Η  απροθυμία  της  Βενετίας  να  εμπλακεί  αρχικά  στη  ρευστή  κατάσταση  της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας αντανακλάται  στο  ενδιαφέρον  που  επέδειξε  μόνο  για  την  κατάκτηση  του  Δυρραχίου  και  της  Κέρκυρας  ως στρατηγικών  σημείων  για  την  προστασία  της  Αδριατικής.  Η  εξασφάλιση  της  κυριαρχίας  στην  Αδριατική καθόριζε  ακόμα  τις  προτεραιότητες  της  βενετικής  ελίτ.  Ενδεικτικά  ο  δόγης  Pietro  Ziani  παραχώρησε  στον ηγέτη  (podestà)  των  βενετών  Σταυροφόρων  στην  Κωνσταντινούπολη  Marino  Zeno,  που  είχε  διαδεχθεί  τον Dandolo  μετά  τον  θάνατό  του  το  1205  και  είχε  λάβει  τον  τίτλο  του  «ηγεμόνα  των  τριών  όγδοων  της  Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (dominator  quarte  partis  et  dimidie  Imperii  Romanie),  τη  δυνατότητα  να  ενεργεί  για  τους  βενετούς  υπηκόους  της  αυτοκρατορίας  αρκεί  να  μην  επιβαρύνει  τη  Βενετία,  ενώ  επέτρεψε  την  ιδιωτική  συμμετοχή Βενετών  στον  διαμελισμό  των  εδαφών  για  δικό  τους  όφελος  και  με  δικά  τους  έξοδα.  Ωστόσο,  η  ρευστότητα  της νέας  κατάστασης  και  οι  ανταγωνισμοί  των  εμπλεκόμενων  μερών  σύντομα  ανάγκασαν  τη  βενετική  κυβέρνηση να  μεταβάλει  τους  στόχους  της  και  να  αναλάβει  ενεργό  ρόλο,  ξεκινώντας  από  τη  διεκδίκηση  της  Κρήτης,  της οποίας η κατάκτηση ολοκληρώθηκε το 1211.

 Η  δημιουργία  κτήσεων  στην  ανατολική  Μεσόγειο,  δηλ.  στη  Δαλματία  και  στα  εδάφη  της  Ρωμανίας, υπήρξε  μια  μακρά  και  σύνθετη  διαδικασία  που  διακρίνεται  από  διαφορετικές  χρονικότητες.  Η  κατάληξη  της Δ΄  Σταυροφορίας  επέφερε  σημαντικές  αναδιατάξεις  στην  ανατολική  Μεσόγειο,  οι  οποίες  όμως  δεν  μπορεί να  θεωρηθούν  αποκλειστικά  ότι  διαμόρφωσαν  την  υπερπόντια  επέκταση  της  Βενετίας.  Άλλωστε,  το  1261  οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη τερματίζοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Δύο επισημάνσεις  είναι  απαραίτητες  πριν  σκιαγραφήσουμε  τη  διαμόρφωση  της  βενετικής  αποικιακής  επέκτασης.  Πρώτον, το  μεγαλύτερο  μέρος  των  βενετικών  κατακτήσεων  λαμβάνει  χώρα  στον  ύστερο  14ο  και  τον  15ο  αιώνα  και  σε εδάφη  που  είχαν  ήδη  περάσει  στην  κυριαρχία  των  Σταυροφόρων  και  των  διαδόχων  τους  (όχι  απαραίτητα  με δυναστική  συνέχεια),  οι  οποίοι  συνέχιζαν  να  δραστηριοποιούνται  ή  να  έχουν  εδραιώσει  την  εξουσία  τους  σε πρώην  βυζαντινές  περιοχές  παρότι  η  Λατινική  Αυτοκρατορία  είχε  προπολλού  πάψει  να  υφίσταται.  Δεύτερον, η  επέκταση  των  Βενετών  δεν  αφορούσε  μόνο  εδάφη  που  κάποτε  ανήκαν  στη  βυζαντινή  σφαίρα.  Εκτεινόταν σε  ένα  γεωγραφικό  εύρος  που  ξεκινούσε  από  την  Ιστρία  και  τις  δαλματικές  ακτές,  περιλάμβανε  περιοχές  που ήταν γνωστές ως Ρωμανία και κατέληγε στην Κρήτη και την Κύπρο.

Τις  πρώτες  δεκαετίες  μετά  την  Δ΄  Σταυροφορία  οι  υπερπόντιες  κτήσεις  της  Βενετίας  περιλάμβαναν  περιοχές στη  βόρεια  Αδριατική,  την  Κρήτη,  τη  Μεθώνη  και  την  Κορώνη  και  για  σύντομο  διάστημα  την  Κέρκυρα. Παράλληλα,  μέλη  της  βενετικής  ελίτ  ενεπλάκησαν  σε  ιδιωτικά  εγχειρήματα  κατάκτησης  εδαφών,  όπως  για παράδειγμα  η  οικογένεια  των  Sanudo,  οι  Dandolo,  οι  Foscolo  και  οι  Venier  που  επέβαλαν  την  κυριαρχία  τους σε  νησιά  των  Κυκλάδων.  Σε  αυτές  τις  περιπτώσεις  οι  νέοι  άρχοντες,  αν  και  προέρχονταν  από  τη  βενετική  ελίτ, το  Scutari  και  το  Alessio  στη  Δαλματία,  το  Άργος  και  την  Εύβοια  (Negroponte)  μετά  από  σύντομη  πολιορκία της  Χαλκίδας.

  Οι  νέες  προσαρτήσεις  της  Βενετίας  περιλάμβαναν  νησιά  στο  Αιγαίο,  όπως  η  Αίγινα  (1451),  η Σκύρος  (1453),  η  Σκόπελος  (1453),  η  Σκιάθος  (1453),  η  Μονεμβασιά  (1462),  η  Ζάκυνθος  (1482),  η  Κεφαλονιά και  η  Ιθάκη  (1500).  Σε  αυτή  τη  φάση  ίσως  η  σημαντικότερη  προσάρτηση  υπήρξε  της  Κύπρου,  που  χάρη  στη στρατηγική  θέση  της  αντιστάθμιζε  την  απώλεια  της  Εύβοιας.  Η  Βενετία  αύξησε  την  πολιτική  επιρροή  της  στη Κύπρο  όταν  ο  τελευταίος  βασιλιάς  του  νησιού  από  τον  οίκο  των  Λουζινιάν  (Lusignan)  Ιάκωβος  Β΄  το  1468 σύναψε  συνθήκη  προστασίας  με  τους  Βενετούς  και  παντρεύτηκε  με  τη  βενετή  πατρικία  Caterina  Cornaro.  Οι Λουζινιάν  κυβερνούσαν  το  νησί  από  τα  τέλη  του  12ου  αιώνα  μετά  την  απόσπασή  του  από  το  Βυζάντιο  κατά  τη Β΄  Σταυροφορία.

  Η  Βενετία  είχε  σημαντική  οικονομική  και  πολιτική  θέση  στην  Κύπρο  χάρη  στην  οικονομική δραστηριότητα  ευγενών  οικογενειών  όπως  οι  Michiel,  οι  Pisani  και  ιδιαίτερα  οι  Cornaro  ή  Corner.  Ο  θάνατος  του Ιακώβου  το  1473  και  πολύ  σύντομα  του  νεογέννητου  διαδόχου  του  κατέστησαν  την  Caterina  Cornaro  βασίλισσα του  νησιού  υπό  τον  έλεγχο  της  Βενετίας.  Με  τη  στρατιωτική  και  οικονομική  εξουσία  σταδιακά  να  περνάει  στα χέρια  των  Βενετών  η  κυριαρχία  τους  ολοκληρώθηκε  και  τυπικά  μέχρι  το  1489,  οπότε  η  Cornaro  αναχώρησε  για τη Βενετία και παραχώρησε την Κύπρο έναντι σημαντικών υλικών και τιμητικών ανταλλαγμάτων.
Πηγή Γεώργιος πλακωτος

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...