Η Βενετία εξελίσσεται σταδιακά σε αυτοκρατορία. Ο πρώην βυζαντινός θύλακας στη βόρεια Ιταλία κατακτά σιγά σιγά την Ιταλική ενδοχώρα και επεκτείνεται στον υπό Οθωμανική κυριαρχία ελλαδικό χώρο. Η άλλοτε πιστή στην Κωνσταντινούπολη ιταλική πόλη μετατράπηκε σε πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτική δύναμη της δύσης. Η εκτενής ανάπτυξη που ακολουθεί είναι διαφωτιστική όσον αφορά το τι ακολούθησε από το 14ο αιώνα και ύστερα...
Αυτές οι επισημάνσεις και η λεπτομερής εξέταση του χρονολογικού πλαισίου ανάπτυξης των βενετικών κτήσεων δείχνουν ότι η επέκταση και εδραίωση του βενετικού κράτους στην Αδριατική, τη Μεσόγειο και την ιταλική ενδοχώρα δεν ήταν δύο διακριτές φάσεις αλλά αποτελούσαν παράλληλες, αλληλεπικαλυπτόμενες και πιθανόν αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες.
Ας σταθούμε σε δύο σημαίνουσες περιπτώσεις που καθιστούν ευκρινέστερη τη διαπλοκή ανάμεσα στα τεκταινόμενα στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο. Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η Βενετία και η Γένοβα ήταν οι κύριες ανταγωνίστριες για τον εμπορικό έλεγχο στην ανατολική και κεντρική Μεσόγειο.
Κατά το λεγόμενο Πόλεμο της Chioggia το 1378-1381, ο οποίος θεωρείται ότι εξασφάλισε τη βενετική πρωτοκαθεδρία στον μεσογειακό χώρο, η Βενετία βρέθηκε να πολεμά ταυτόχρονα σε διάφορα μέτωπα: εναντίον της Γένοβας σε ένα ευρύ μέτωπο που εκτεινόταν από τον Βόσπορο μέχρι τη Σαρδηνία, εναντίον του βασιλιά της Ουγγαρίας για τον έλεγχο της Αδριατικής και εναντίον των επεκτατικών βλέψεων του ηγεμόνα της Πάδοβα Francesco Carrara. Η νίκη μετά από την αρχική απώλεια του λιμανιού της Κιότζα στο νοτιότερο σημείο στης βενετικής επικράτειας στη λιμνοθάλασσα και την αντιμετώπιση της πολιορκίας της ίδιας της Βενετίας άνοιξε ταυτόχρονα τον δρόμο για την κυριαρχία στη Μεσόγειο και την επέκταση στην ιταλική ενδοχώρα.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι επεκτατικές φιλοδοξίες της Βενετίας άρχισαν να υλοποιούνται με την κατάκτηση της Πάδοβα, της Βερόνα και της Βιτσέντζα όταν το 1402 η νίκη των Μογγόλων του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας επί των Οθωμανών αποδυνάμωσε τους τελευταίους και έδωσε τη δυνατότητα στους Βενετούς να στραφούν απερίσπαστοι στην ενδοχώρα. Αυτές οι διαπιστώσεις μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε τη διαμόρφωση του βενετικού κράτους, πέρα από τα όρια της πόλης της Βενετίας, ως μια διαδικασία αυτοκρατορικής και αποικιακής συγκρότησης, όπως συχνά αναδεικνύει η σύγχρονη ιστοριογραφία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το βενετικό κράτος δεν χρησιμοποίησε τον όρο imperium για να περιγράψει την πολιτική και κρατική υπόστασή του, αν και σύγχρονοι στοχαστές όπως ο Νικολό Μακιαβέλι ή ο Gasparo Contarini αναφέρονται στη Βενετία με το χαρακτηρισμό imperium. Άλλωστε η χρήση του όρου ανήκε αποκλειστικά σε πολιτικές οντότητες των μεσαιωνικών και πρώιμων νεότερων χρόνων όπως η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ από πολιτειακή σκοπιά η Βενετία ως δημοκρατία δεν διέθετε κάποια προσωποπαγή, ανώτατη αρχή στης οποίας το όνομα και το πρόσωπο να ενοποιούνται παλαιές και νέες κτήσεις και δίκτυα εξουσίας. Αυτή τη στενή έννοια της αυτοκρατορίας δεν τη χρησιμοποιούσαν ούτε οι υπερπόντιοι αυτοκρατορικοί σχηματισμοί της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ή της Γαλλίας την πρώιμη νεότερη περίοδο.
Στην επίσημη γλώσσα της βενετικής γραφειοκρατίας η αρχή της κυριαρχίας, το πολιτικό σώμα που την ασκούσε και η επικράτεια στην οποία ασκούταν περιγράφονταν με τους όρους dominium ή signoria που από το 1423 αντικατέστησαν την παλαιότερη έννοια της commune.
Η αυτοκρατορική διάσταση του βενετικού εγχειρήματος αναδεικνύεται ευκρινέστερα από μια διασταλτική οπτική μέσω της οποίας η ιστοριογραφία έχει προσεγγίσει τους διευρυμένους κρατικούς σχηματισμούς με τις εκτεταμένες κτήσεις που εμφανίζονται από τον ύστερο 15ο αιώνα εξετάζοντας αφενός τη διάρθρωσή τους και αφετέρου το λεξιλόγιο και τη νοηματοδότησή τους.
Η αναβίωση αρχαίων κειμένων και πολιτισμικών μορφών που συνδέονταν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η φιλοδοξία ανασύστασης εδαφικών επικρατειών που θα της ομοίαζαν ή θα την ξεπερνούσαν αποτελούσαν τη βάση στην οποία συγκροτούνταν το αυτοκρατορικό φαντασιακό και πρακτική.
Ο αναγεννησιακός πολιτισμός και οι ουμανιστές λόγιοι έλκονταν από την αυτοκρατορική παράδοση, στην οποία έβλεπαν μια άλλη πολιτική οδό για την αναβίωση της αρχαιότητας. Η αυτοκρατορική θεματολογία σταδιακά απέκτησε εξέχουσα θέση στο πολιτικό φαντασιακό των Ευρωπαίων ηγεμόνων.
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Thomas Dandelet, μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα η αυτοκρατορική Αναγέννηση είχε αντικαταστήσει ή ανταγωνιζόταν τη δημοκρατική παράδοση και το πολιτικό πρόγραμμα των προηγούμενων αιώνων. Πλέον η αναβίωση αυτοκρατοριών και όχι δημοκρατιών κυριαρχούσε στο πολιτικό και πολιτισμικό πρόγραμμα των ευρωπαϊκών κρατών, ηγεμόνων και στοχαστών. Οι σύγχρονοι αντιλαμβάνονταν ότι το νέο αυτοκρατορικό ιδεώδες υπερέβαινε την αυστηρή νομική οριοθέτηση.
Ο Νικολό Μακιαβέλι αποκαλούσε τον ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα γερμανικά εδάφη «σκιώδη αυτοκράτορα» που δεν ασκούσε άμεση εξουσία πουθενά, ενώ τον 17ο αιώνα ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ διακωμωδούσε τον γερμανό αυτοκράτορα ότι δεν διέθετε εδάφη για να στηρίξει τον τίτλο του, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο.
Από τον 15ο αιώνα το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό παρελθόν έρχεται στο επίκεντρο για να προσφέρει το λεξιλόγιο και τις ιδεολογικές συνιστώσες στις αναδυόμενες αυτοκρατορικές δυνάμεις και επίδοξους ηγεμόνες της πρώιμης νεοτερικότητας, αρχικά στην Ισπανία, και στη συνέχεια στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Παρότι στη ρητορική και ιδεολογία του το βενετικό κράτος δεν συστηματοποίησε την επίκληση στο ρωμαϊκό παρελθόν, όπως ήταν σύνηθες να κάνουν άλλες πολιτικές οντότητες της εποχής, στην περίπτωση της ενδοχώρας η βενετική κατάκτηση συχνά επενδυόταν με ρωμαϊκές αναφορές.
Βενετοί πατρίκιοι και συγγραφείς νομιμοποιούσαν την υποταγή της ενδοχώρας παρουσιάζοντας τη Βενετία ως δύναμη που αποκαθιστούσε την αρχαία ελευθερία (libertas) των υποτελών πόλεων που είχαν καταπατήσει τοπικοί ηγεμόνες και δυνάστες. Ακολουθώντας το πρότυπο που είχαν εισαγάγει οι ουμανιστές λόγιοι της Φλωρεντίας, οι Βενετοί δικαιολογούσαν την κατάκτηση αναφερόμενοι σε εθελούσια υπαγωγή των πόλεων της ενδοχώρας που αναζητούσαν ασφάλεια, δικαιοσύνη και ειρήνη.
Στις αρχές του 16ου αιώνα ο βενετός πατρίκιος Marin Sanudo, γνωστός για τα ημερολόγια που τηρούσε επί χρόνια, συσχέτιζε τους βενετούς αξιωματούχους στην ενδοχώρα και το έργο τους με την αναβίωση ενός αρχαίου, ρωμαϊκού πλαισίου διακυβέρνησης στο οποίο η Βενετία όφειλε να ανταποκριθεί.
Αργότερα ο Gasparo Contarini έγραφε χαρακτηριστικά στο γνωστότατο και πολυμεταφρασμένο έργο του De magistratibus et republica Venetorum (1543):
Έφτασε τελικά η στιγμή να εισακουστούν οι παρακλήσεις των γειτονικών λαών που δεν μπορούσαν άλλο να ανεχθούν την τυραννία του κάθε ηγεμόνα. Η Βενετία εξεδίωξε τους τυράννους και απέδωσε στους κατοίκους την επικράτεια η οποία πάντα βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Βενετίας και δεν είχε ποτέ αποκοπεί.
Με την προθυμία των λαών αυτών, η Βενετία θέλησε να προστατεύσει τους λαούς της ενδοχώρας απελευθερώνοντάς τους από αυτούς τους ξένους τυράννους, τους απογόνους των βαρβάρων, που είχαν επιβάλει στους ανθρώπους την πιο βίαιη και αξιοθρήνητη δουλεία. Στην επικράτεια της ενδοχώρας, εκτός από τους λαούς που προσήλθαν σε εμάς, έπρεπε να γίνει κάθε ενέργεια για την υπεράσπιση της ελευθερίας. (Contarini, 1551: 116-7)
Η βενετική αυτοκρατορικότητα αναδύεται στις δημόσιες τελετές με τις οποίες η Βενετία επένδυε και αναπαρήγαγε την εξουσία και το πολιτικό φαντασιακό της. Η πιο δηλωτική έκφανση συναντάται στην ετήσια τελετουργία του γάμου με τη θάλασσα, γνωστή ως Sensa, που λάμβανε χώρα την ημέρα της Αναλήψεως.
Ο δόγης με την κρατική γαλέρα του γνωστή ως Bucintoro, επικεφαλής αξιωματούχων, έφτανε στο άνοιγμα της λιμνοθάλασσας προς την Αδριατική και έριχνε ένα χρυσό δαχτυλίδι στα νερά, προφέροντας τα λόγια «Θάλασσα, σε παντρευόμαστε, ως σημάδι αέναης και αληθινής κυριαρχίας». Αυτή η διαποτισμένη με σεξουαλικές μεταφορές τελετουργία λειτουργούσε σε διαφορετικά επίπεδα.
Ο δόγης επιτελούσε τις αυτοκρατορικές αξιώσεις της Βενετίας ως σύζυγος-κυρίαρχος (padrone) των υπηκόων του Κράτους της Θάλασσας, αλλά όχι των κατοίκων της ίδιας της Βενετίας. Ενώ στη Βενετική Δημοκρατία (res publica) ο δόγης ήταν «πρώτος μεταξύ ίσων», ταυτόχρονα ως εκπρόσωπός της υποστασιοποιούσε την αυτοκρατορική σχέση μητρόπολης και κτήσεων. Ο μεθοριακός χώρος της Αδριατικής όπου η τελετουργία λάμβανε χώρα υπενθύμιζε ακριβώς αυτή τη διάσταση ανάμεσα στη θεσμική θέση του δόγη εντός της βενετικής ελίτ και στον μετασχηματισμό του σε αυτοκρατορική αρχή για τις κτήσεις.
Η επίκληση και διασύνδεση με το ρωμαϊκό παρελθόν ως φορέα του αυτοκρατορικού φαντασιακού στοιχειοθετείται τον 15ο αιώνα, με την κατάκτηση της ενδοχώρας, και τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, και αποτυπώνεται με ενάργεια στην αυτοκρατορική εικονογραφία και αισθητική σε μνημειακές και αρχιτεκτονικές συνθέσεις.
Εξέχουσα θέση στην αισθητική του αναγεννώμενου αυτοκρατορικού ιδεώδους από τον 15ο αιώνα στον ιταλικό χώρο κατέχει ο έφιππος ανδριάντας. Η Βενετία υιοθετεί αυτό το μνημειακό πρότυπο συνδέοντάς το κατεξοχήν με την κατάκτηση της ενδοχώρας. Στα μέσα του 15ου αιώνα η Βενετία τίμησε τον condotierre Erasmo da Narni, γνωστό ως Gattamelata, ο οποίος είχε συμβάλει στην κατάκτηση περιοχών στην ενδοχώρα, με έναν έφιππο ανδριάντα –τον πρώτο μπρούντζινο στον ιταλικό χώρο– που φιλοτέχνησε ο Donatello.
Ως μια συμβολική κίνηση που συνέδεε την κατάκτηση της ενδοχώρας με την αυτοκρατορική αξίωση ο ανδριάντας τοποθετήθηκε στην υποτελή Πάδοβα στην Piazza del Santo, δηλαδή τον χώρο που αποτελούσε το επίκεντρο της κοινοτικής ζωής και ταυτότητας. Στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν η κατάκτηση της ενδοχώρας είχε ολοκληρωθεί, η Βενετία υποστασιοποιούσε το αυτοκρατορικό ιδεώδες με τον έφιππο ανδριάντα του condotierre Bartolomeo Colleoni, έργο του Andrea del Verrocchio, που τοποθετήθηκε στο Campo dei Santi Giovanni e Paolo.
Ο Colleoni υπήρξε για δύο δεκαετίες διοικητής των βενετικών δυνάμεων που υλοποίησαν τη βενετική επέκταση στην ενδοχώρα. Τον 16ο αιώνα η αναβίωση του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρελθόντος εκφράζεται πλέον όχι με μεμονωμένα έργα, αλλά με ένα ευρύ πρόγραμμα αστικής και αρχιτεκτονικής ανάπλασης γνωστό ως renovatio urbis υπό την καθοδήγηση του δόγη Andrea Gritti.
Η renovatio urbis ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα και γλύπτη Jacobo Sansovino και περιλάμβανε την αναμόρφωση και τον «εξευγενισμό» του διοικητικού κέντρου της πόλης, της πλατείας του Αγίου Μάρκου, με νέο σχεδιασμό και οικοδομήματα. Η renovatio urbis ήταν μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος που φιλοδοξούσε να αποκαταστήσει το κύρος και να αναπλάσει την εικόνα της Βενετίας μετά την ταπείνωση στον Πόλεμο του Cambrai. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που παρέπεμπαν στο παρελθόν (all’antica), εκτός από την πολιτική σταθερότητα και ένα νέο αριστοκρατικό ήθος, υπογράμμιζαν την αξίωση της Βενετίας να εμφανιστεί ως η νέα Ρώμη και σε αυτή την κληρονομιά να βασίσει τις αξιώσεις της ως αυτοκρατορικής δύναμης.
Η επεκτατική πολιτική της Βενετίας συνδύαζε διαφορετικές πρακτικές κατάκτησης και διοίκησης. Μια σειρά κτήσεις στον αιγαιακό χώρο βασίστηκαν σε ιδιωτική πρωτοβουλία με την ενθάρρυνση του βενετικού κράτους. Στον αντίποδα, ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε η Κρήτη, η πρώτη αποικία της Βενετίας αμέσως μετά την Δ΄ Σταυροφορία. Η κατάκτηση και οργάνωση της κτήσης υπήρξε κατεξοχήν κρατική υπόθεση. Η Βενετία ανέπτυξε έναν εκτενές πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και αναδιάταξης της τοπικής κοινωνίας σε συνδυασμό με εποικισμό στρατιωτικού χαρακτήρα και εισαγωγή νέων οργανωτικών ιεραρχιών στη βάση της διάκρισης μεταξύ καθολικών (latini) και ορθοδόξων (greci) που είχαν νομική κατοχύρωση.
Εγκαθίδρυσε ένα σύστημα απευθείας διοίκησης και μια μορφή διακυβέρνησης που ομοίαζε ως μικρογραφία με τη μητροπολιτική. Οι τοπικοί ευγενείς αντικαταστάθηκαν από εποίκους, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία καταργήθηκε και στη θέση της επιβλήθηκε ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Επίσης, η Βενετία προέβη σε μια διαδικασία φεουδαρχικοποίησης, τουλάχιστον ως προς το έγγειο καθεστώς, καθώς οι έποικοι έλαβαν γη που είχε κατασχεθεί με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας και έφεραν τον τίτλο του φεουδάρχη (feudati).
Σε αντιδιαστολή με την Κρήτη, η ενσωμάτωση άλλων περιοχών βασιζόταν, όπως έχουμε δει, σε διαπραγματεύσεις, συνηθώς άνισες, που κατέληγαν σε κάποιο καταστατικό κείμενο, γνωστό ως capitoli, privilegia, concessiones, pacta ή deditio, στο οποίο αποτυπωνόταν η σχέση κυριαρχίας και υπαγωγής και ενθαρρυνόταν η διαμόρφωση μιας κοινοτικής πολιτικής ταυτότητας υπό τη βενετική διοικητική δομή. Βέβαια, παρά την ύπαρξη καταστατικών κειμένων η κυριαρχική σχέση δεν έμενε αμετάβλητη στον χρόνο, όπως δείχνει το παράδειγμα της Δαλματίας, όπου από τον 15ο αιώνα οι τοπικές αυτονομίες περιορίστηκαν.
Σε αναλογία με τη διττή νοηματοδότηση του αξιώματός του δόγη, ως «πρώτου μεταξύ ίσων» εντός της βενετικής δημοκρατίας και ως ηγεμόνα μιας αυτοκρατορικής επικράτειας, το βενετικό κράτος μπορούσε ταυτόχρονα να διατηρεί την πολιτική ταυτότητα της δημοκρατίας και να επιβάλλεται σε άλλες πολιτικές οντότητες τις οποίες αντιλαμβανόταν είτε ως υποτελείς πόλεις-κράτη, όπως στην περίπτωση των κτήσεων στην ενδοχώρα, είτε ως υποτελείς ηγεμονίες. Ως προς το τελευταίο, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η διατήρηση στη γραφειοκρατική γλώσσα των όρων «Βασίλειο της Κύπρου» (Regno di Cipro), «Βασίλειο της Κρήτης» (Regno di Candia) και ο ορισμός της Πελοποννήσου ως «Βασίλειο του Μορέως» (Regno di Morea) όταν η Βενετία κατέκτησε την περιοχή στα τέλη του 17ου αιώνα. Η επινόηση αυτών των κτήσεων ως υποτελών βασιλείων στοιχειοθετούσε το αυτοκρατορικό φαντασιακό της Βενετίας. Συχνά η κατάκτηση και ενσωμάτωση περιοχών στη βενετική επικράτεια, εκτός από διοικητική αναδιοργάνωση, συνοδευόταν από σημαντική πληθυσμιακή κινητικότητα, ειδικά στην περιοχή της Δαλματίας και στον ελλαδικό χώρο.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η βραχύβια κατάκτηση της Πελοποννήσου στα τέλη του 17ου αιώνα. Η Βενετία ενθάρρυνε συστηματικές μεταναστεύσεις πληθυσμών από οθωμανικά και βενετικά εδάφη οι οποίες δημιουργούσαν μια ριζικά νέα κατάσταση. Το πλήθος νεοφερμένων έπρεπε να αποκατασταθεί και να συμβιώσει με τον υπάρχοντα πληθυσμό, στον οποίο περιλαμβάνονταν ντόπιοι πρώην μουσουλμάνοι που είχαν εκχριστιανιστεί κατά την κατάκτηση. Σε αυτό το τοπίο η Βενετία επιχείρησε να δημιουργήσει νέες ιεραρχήσεις του πληθυσμού σε συνδυασμό με τροποποιήσεις του έγγειου καθεστώτος και να εισαγάγει τον κατεξοχήν θεσμό τοπικής διοίκησης κάτω από τη βενετική γραφειοκρατία, την κοινότητα (comunità). Στην ουσία επρόκειτο για έναν θεσμό χωρίς παρελθόν στο τοπικό πλαίσιο, που απαιτούσε τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών διακρίσεων και δεσμών με σημείο αναφοράς τη βενετική κυριαρχία.
Η Βενετία συγκροτούσε την αποικιακή επέκταση και αποτελεσματικότητά της μέσω μιας γραφειοκρατικής δομής που διασφάλιζε τη σταθερότητα και την ιεραρχική πρόσβαση στα αξιώματα. Διατηρώντας σθεναρά τις διοικητικές θέσεις για τους βενετούς ευγενείς, παράλληλα φρόντιζε να εκλέγονται διοικητές, ειδικά σε περιοχές που θεωρούνταν ιδιαίτερης σημασίας, όπως η Ζάρα, η Κέρκυρα, η Κρήτη και η Κύπρος, ευγενείς που διακρίνονταν για τις ικανότητες και την εμπειρία τους. Έτσι, υπήρξαν ευγενείς που μονοπωλούσαν τις σημαντικές θέσεις της αυτοκρατορικής διοίκησης.
Η διαπλοκή και αλληλοτροφοδότηση δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος στο πρόσωπο των πατρικίων αποτελούσε δομικό στοιχείο του βενετικού συστήματος, αφού η διοίκηση των κτήσεων συνήθως συνδύαζε την κατοχή αξιώματος με οικονομικές δραστηριότητες. Οικογένειες πατρικίων μονοπωλούσαν αξιώματα σε διάφορες κτήσεις και συνάμα θεμελίωναν δίκτυα οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η συνύφανση συμφερόντων, οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις και τη σχετική ευελιξία του βενετικού αποικιακού συστήματος δεν θα πρέπει να επισκιάζουν το γεγονός ότι η Βενετία εγκαθίδρυσε μια συστηματική και συγκεντρωτική γραφειοκρατία με σημείο αναφοράς τη μητρόπολη.
Το βενετικό κράτος προέκρινε τον απρόσωπο χαρακτήρα της αποικιακής διοίκησης απαιτώντας από τους αξιωματούχους να υποτάσσουν τις προτεραιότητές τους ενώπιον της συλλογικότητας του κρατικού συμφέροντος και να επιτελούν την εξουσία τους ως εκπρόσωποι του δόγη και του μητροπολιτικού κέντρου.
Παρά τον αυστηρό κώδικα διαγωγής που το κράτος επιδίωκε να επιβάλλει στους αξιωματούχους-διοικητές των κτήσεων, δύσκολα επιτύγχανε να αποτρέψει τις προσωπικές και οικογενειακές στρατηγικές που οι βενετοί πατρίκιοι ανέπτυσσαν όταν εκλέγονταν να υπηρετήσουν ως διοικητές.
Εκτός από τις οικονομικές δραστηριότητες, βενετοί πατρίκιοι συχνά συνήπταν γάμους με μέλη των τοπικών ελίτ στους τόπους που διοικούσαν. Με αυτό τον τρόπο βενετικοί οίκοι αποκτούσαν πρόσβαση στην οικονομία και την κοινωνία των κτήσεων δημιουργώντας εκτεταμένα δίκτυα πατρωνίας, ενώ οι τοπικές ελίτ μπορούσαν να απολαμβάνουν χαμηλά αξιώματα. Αυτό το φαινόμενο συναντάται σε κτήσεις στα αλβανικά παράλια, στην Κέρκυρα, την Κύπρο ή την Κρήτη, όπου οι φιλοδοξίες των αξιωματούχων-διοικητών συναντούσαν την ανάγκη της τοπικής βενετοκρητικής ευγένειας να διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το μητροπολιτικό κέντρο.
Η εκ πρώτης όψεως αντινομία ανάμεσα στις νόρμες που το βενετικό κράτος επιχειρούσε να επιβάλει στη διοίκηση των κτήσεων και τη δράση των αξιωματούχων αποτελούσε δομικό στοιχείο μιας αυτοκρατορικής πολιτικής. Το βενετικό κράτος ταυτιζόταν με τους πατρικίους, και η σύμπτωση κρατικών και ιδιωτικών συμφερόντων, ή τουλάχιστον η μη ριζική απόκλιση, διασφάλιζε τη σταθερότητά του.
Η διοίκηση απαιτούσε γνώση την οποία εξασφάλιζαν οι πατρίκιοι διοικητές μέσω της στενής συσχέτισής τους με το τοπικό πλαίσιο, στο οποίο καλούνταν να υπηρετήσουν ως εκπρόσωποι μιας αρχής της οποίας ήταν μέτοχοι και όχι διεκπεραιωτές. Αυτή η συνύφανση γραφειοκρατίας, γνώσης, δικτύων και συγκεντρωτισμού καθιστά τη βενετική επέκταση μια πρώιμη έκφανση αυτοκρατορικής διοίκησης με επίκεντρο τον μεσογειακό χώρο. Παρότι στον τομέα της διοίκησης και της κοινωνικής οργάνωσης η Βενετία ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους κατά περίπτωση, η τοπική διαχείριση και οι γενικές κατευθύνσεις της οικονομίας είτε βρίσκονταν στα χέρια των βενετών διοικητών είτε προέρχονταν από το μητροπολιτικό κέντρο.
Η τυποποίηση των μέτρων και των σταθμών, ο νομισματικός έλεγχος και η ρύθμιση των αγορών πιστοποιούν μια διαδικασία ομογενοποιήσης της οικονομίας των κτήσεων. Μια σειρά πολιτικών και παρεμβάσεων υποστασιοποιούν την αποικιακή σχέση μητρόπολης και κτήσεων. Βασική αρχή του βενετικού κράτους ήταν η οικονομική αυτοτέλεια της αποικιακής επικράτειας, καθώς τα έσοδα από τις κτήσεις έπρεπε να καλύπτουν τα έξοδα της διοίκησης και της άμυνας. Πλεονασματικές κτήσεις έπρεπε να καλύπτουν τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς άλλων κτήσεων.
Μονοπωλιακές πρακτικές, κρατικός προστατευτισμός και παρεμβατισμός και κεντρικές αποφάσεις διαμόρφωναν ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων με σταθερό σημείο αναφοράς το μητροπολιτικό κέντρο. Η αυτοκρατορική περιφέρεια, ειδικά το Κράτος της Θάλασσας, αποτελούσε την κατεξοχήν πηγή πρώτων υλών που τροφοδοτούσε και συντηρούσε τη βιοτεχνική, εμπορική και καταναλωτική δραστηριότητα της ίδιας της Βενετίας.
Πηξή: Πλακωτός
Αυτές οι επισημάνσεις και η λεπτομερής εξέταση του χρονολογικού πλαισίου ανάπτυξης των βενετικών κτήσεων δείχνουν ότι η επέκταση και εδραίωση του βενετικού κράτους στην Αδριατική, τη Μεσόγειο και την ιταλική ενδοχώρα δεν ήταν δύο διακριτές φάσεις αλλά αποτελούσαν παράλληλες, αλληλεπικαλυπτόμενες και πιθανόν αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες.
Ας σταθούμε σε δύο σημαίνουσες περιπτώσεις που καθιστούν ευκρινέστερη τη διαπλοκή ανάμεσα στα τεκταινόμενα στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο. Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η Βενετία και η Γένοβα ήταν οι κύριες ανταγωνίστριες για τον εμπορικό έλεγχο στην ανατολική και κεντρική Μεσόγειο.
Κατά το λεγόμενο Πόλεμο της Chioggia το 1378-1381, ο οποίος θεωρείται ότι εξασφάλισε τη βενετική πρωτοκαθεδρία στον μεσογειακό χώρο, η Βενετία βρέθηκε να πολεμά ταυτόχρονα σε διάφορα μέτωπα: εναντίον της Γένοβας σε ένα ευρύ μέτωπο που εκτεινόταν από τον Βόσπορο μέχρι τη Σαρδηνία, εναντίον του βασιλιά της Ουγγαρίας για τον έλεγχο της Αδριατικής και εναντίον των επεκτατικών βλέψεων του ηγεμόνα της Πάδοβα Francesco Carrara. Η νίκη μετά από την αρχική απώλεια του λιμανιού της Κιότζα στο νοτιότερο σημείο στης βενετικής επικράτειας στη λιμνοθάλασσα και την αντιμετώπιση της πολιορκίας της ίδιας της Βενετίας άνοιξε ταυτόχρονα τον δρόμο για την κυριαρχία στη Μεσόγειο και την επέκταση στην ιταλική ενδοχώρα.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι επεκτατικές φιλοδοξίες της Βενετίας άρχισαν να υλοποιούνται με την κατάκτηση της Πάδοβα, της Βερόνα και της Βιτσέντζα όταν το 1402 η νίκη των Μογγόλων του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας επί των Οθωμανών αποδυνάμωσε τους τελευταίους και έδωσε τη δυνατότητα στους Βενετούς να στραφούν απερίσπαστοι στην ενδοχώρα. Αυτές οι διαπιστώσεις μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε τη διαμόρφωση του βενετικού κράτους, πέρα από τα όρια της πόλης της Βενετίας, ως μια διαδικασία αυτοκρατορικής και αποικιακής συγκρότησης, όπως συχνά αναδεικνύει η σύγχρονη ιστοριογραφία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το βενετικό κράτος δεν χρησιμοποίησε τον όρο imperium για να περιγράψει την πολιτική και κρατική υπόστασή του, αν και σύγχρονοι στοχαστές όπως ο Νικολό Μακιαβέλι ή ο Gasparo Contarini αναφέρονται στη Βενετία με το χαρακτηρισμό imperium. Άλλωστε η χρήση του όρου ανήκε αποκλειστικά σε πολιτικές οντότητες των μεσαιωνικών και πρώιμων νεότερων χρόνων όπως η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ από πολιτειακή σκοπιά η Βενετία ως δημοκρατία δεν διέθετε κάποια προσωποπαγή, ανώτατη αρχή στης οποίας το όνομα και το πρόσωπο να ενοποιούνται παλαιές και νέες κτήσεις και δίκτυα εξουσίας. Αυτή τη στενή έννοια της αυτοκρατορίας δεν τη χρησιμοποιούσαν ούτε οι υπερπόντιοι αυτοκρατορικοί σχηματισμοί της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ή της Γαλλίας την πρώιμη νεότερη περίοδο.
Στην επίσημη γλώσσα της βενετικής γραφειοκρατίας η αρχή της κυριαρχίας, το πολιτικό σώμα που την ασκούσε και η επικράτεια στην οποία ασκούταν περιγράφονταν με τους όρους dominium ή signoria που από το 1423 αντικατέστησαν την παλαιότερη έννοια της commune.
Η αυτοκρατορική διάσταση του βενετικού εγχειρήματος αναδεικνύεται ευκρινέστερα από μια διασταλτική οπτική μέσω της οποίας η ιστοριογραφία έχει προσεγγίσει τους διευρυμένους κρατικούς σχηματισμούς με τις εκτεταμένες κτήσεις που εμφανίζονται από τον ύστερο 15ο αιώνα εξετάζοντας αφενός τη διάρθρωσή τους και αφετέρου το λεξιλόγιο και τη νοηματοδότησή τους.
Η αναβίωση αρχαίων κειμένων και πολιτισμικών μορφών που συνδέονταν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η φιλοδοξία ανασύστασης εδαφικών επικρατειών που θα της ομοίαζαν ή θα την ξεπερνούσαν αποτελούσαν τη βάση στην οποία συγκροτούνταν το αυτοκρατορικό φαντασιακό και πρακτική.
Ο αναγεννησιακός πολιτισμός και οι ουμανιστές λόγιοι έλκονταν από την αυτοκρατορική παράδοση, στην οποία έβλεπαν μια άλλη πολιτική οδό για την αναβίωση της αρχαιότητας. Η αυτοκρατορική θεματολογία σταδιακά απέκτησε εξέχουσα θέση στο πολιτικό φαντασιακό των Ευρωπαίων ηγεμόνων.
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Thomas Dandelet, μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα η αυτοκρατορική Αναγέννηση είχε αντικαταστήσει ή ανταγωνιζόταν τη δημοκρατική παράδοση και το πολιτικό πρόγραμμα των προηγούμενων αιώνων. Πλέον η αναβίωση αυτοκρατοριών και όχι δημοκρατιών κυριαρχούσε στο πολιτικό και πολιτισμικό πρόγραμμα των ευρωπαϊκών κρατών, ηγεμόνων και στοχαστών. Οι σύγχρονοι αντιλαμβάνονταν ότι το νέο αυτοκρατορικό ιδεώδες υπερέβαινε την αυστηρή νομική οριοθέτηση.
Ο Νικολό Μακιαβέλι αποκαλούσε τον ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα γερμανικά εδάφη «σκιώδη αυτοκράτορα» που δεν ασκούσε άμεση εξουσία πουθενά, ενώ τον 17ο αιώνα ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ διακωμωδούσε τον γερμανό αυτοκράτορα ότι δεν διέθετε εδάφη για να στηρίξει τον τίτλο του, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο.
Από τον 15ο αιώνα το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό παρελθόν έρχεται στο επίκεντρο για να προσφέρει το λεξιλόγιο και τις ιδεολογικές συνιστώσες στις αναδυόμενες αυτοκρατορικές δυνάμεις και επίδοξους ηγεμόνες της πρώιμης νεοτερικότητας, αρχικά στην Ισπανία, και στη συνέχεια στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Παρότι στη ρητορική και ιδεολογία του το βενετικό κράτος δεν συστηματοποίησε την επίκληση στο ρωμαϊκό παρελθόν, όπως ήταν σύνηθες να κάνουν άλλες πολιτικές οντότητες της εποχής, στην περίπτωση της ενδοχώρας η βενετική κατάκτηση συχνά επενδυόταν με ρωμαϊκές αναφορές.
Βενετοί πατρίκιοι και συγγραφείς νομιμοποιούσαν την υποταγή της ενδοχώρας παρουσιάζοντας τη Βενετία ως δύναμη που αποκαθιστούσε την αρχαία ελευθερία (libertas) των υποτελών πόλεων που είχαν καταπατήσει τοπικοί ηγεμόνες και δυνάστες. Ακολουθώντας το πρότυπο που είχαν εισαγάγει οι ουμανιστές λόγιοι της Φλωρεντίας, οι Βενετοί δικαιολογούσαν την κατάκτηση αναφερόμενοι σε εθελούσια υπαγωγή των πόλεων της ενδοχώρας που αναζητούσαν ασφάλεια, δικαιοσύνη και ειρήνη.
Στις αρχές του 16ου αιώνα ο βενετός πατρίκιος Marin Sanudo, γνωστός για τα ημερολόγια που τηρούσε επί χρόνια, συσχέτιζε τους βενετούς αξιωματούχους στην ενδοχώρα και το έργο τους με την αναβίωση ενός αρχαίου, ρωμαϊκού πλαισίου διακυβέρνησης στο οποίο η Βενετία όφειλε να ανταποκριθεί.
Αργότερα ο Gasparo Contarini έγραφε χαρακτηριστικά στο γνωστότατο και πολυμεταφρασμένο έργο του De magistratibus et republica Venetorum (1543):
Έφτασε τελικά η στιγμή να εισακουστούν οι παρακλήσεις των γειτονικών λαών που δεν μπορούσαν άλλο να ανεχθούν την τυραννία του κάθε ηγεμόνα. Η Βενετία εξεδίωξε τους τυράννους και απέδωσε στους κατοίκους την επικράτεια η οποία πάντα βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Βενετίας και δεν είχε ποτέ αποκοπεί.
Με την προθυμία των λαών αυτών, η Βενετία θέλησε να προστατεύσει τους λαούς της ενδοχώρας απελευθερώνοντάς τους από αυτούς τους ξένους τυράννους, τους απογόνους των βαρβάρων, που είχαν επιβάλει στους ανθρώπους την πιο βίαιη και αξιοθρήνητη δουλεία. Στην επικράτεια της ενδοχώρας, εκτός από τους λαούς που προσήλθαν σε εμάς, έπρεπε να γίνει κάθε ενέργεια για την υπεράσπιση της ελευθερίας. (Contarini, 1551: 116-7)
Η βενετική αυτοκρατορικότητα αναδύεται στις δημόσιες τελετές με τις οποίες η Βενετία επένδυε και αναπαρήγαγε την εξουσία και το πολιτικό φαντασιακό της. Η πιο δηλωτική έκφανση συναντάται στην ετήσια τελετουργία του γάμου με τη θάλασσα, γνωστή ως Sensa, που λάμβανε χώρα την ημέρα της Αναλήψεως.
Ο δόγης με την κρατική γαλέρα του γνωστή ως Bucintoro, επικεφαλής αξιωματούχων, έφτανε στο άνοιγμα της λιμνοθάλασσας προς την Αδριατική και έριχνε ένα χρυσό δαχτυλίδι στα νερά, προφέροντας τα λόγια «Θάλασσα, σε παντρευόμαστε, ως σημάδι αέναης και αληθινής κυριαρχίας». Αυτή η διαποτισμένη με σεξουαλικές μεταφορές τελετουργία λειτουργούσε σε διαφορετικά επίπεδα.
Ο δόγης επιτελούσε τις αυτοκρατορικές αξιώσεις της Βενετίας ως σύζυγος-κυρίαρχος (padrone) των υπηκόων του Κράτους της Θάλασσας, αλλά όχι των κατοίκων της ίδιας της Βενετίας. Ενώ στη Βενετική Δημοκρατία (res publica) ο δόγης ήταν «πρώτος μεταξύ ίσων», ταυτόχρονα ως εκπρόσωπός της υποστασιοποιούσε την αυτοκρατορική σχέση μητρόπολης και κτήσεων. Ο μεθοριακός χώρος της Αδριατικής όπου η τελετουργία λάμβανε χώρα υπενθύμιζε ακριβώς αυτή τη διάσταση ανάμεσα στη θεσμική θέση του δόγη εντός της βενετικής ελίτ και στον μετασχηματισμό του σε αυτοκρατορική αρχή για τις κτήσεις.
Η επίκληση και διασύνδεση με το ρωμαϊκό παρελθόν ως φορέα του αυτοκρατορικού φαντασιακού στοιχειοθετείται τον 15ο αιώνα, με την κατάκτηση της ενδοχώρας, και τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, και αποτυπώνεται με ενάργεια στην αυτοκρατορική εικονογραφία και αισθητική σε μνημειακές και αρχιτεκτονικές συνθέσεις.
Εξέχουσα θέση στην αισθητική του αναγεννώμενου αυτοκρατορικού ιδεώδους από τον 15ο αιώνα στον ιταλικό χώρο κατέχει ο έφιππος ανδριάντας. Η Βενετία υιοθετεί αυτό το μνημειακό πρότυπο συνδέοντάς το κατεξοχήν με την κατάκτηση της ενδοχώρας. Στα μέσα του 15ου αιώνα η Βενετία τίμησε τον condotierre Erasmo da Narni, γνωστό ως Gattamelata, ο οποίος είχε συμβάλει στην κατάκτηση περιοχών στην ενδοχώρα, με έναν έφιππο ανδριάντα –τον πρώτο μπρούντζινο στον ιταλικό χώρο– που φιλοτέχνησε ο Donatello.
Ως μια συμβολική κίνηση που συνέδεε την κατάκτηση της ενδοχώρας με την αυτοκρατορική αξίωση ο ανδριάντας τοποθετήθηκε στην υποτελή Πάδοβα στην Piazza del Santo, δηλαδή τον χώρο που αποτελούσε το επίκεντρο της κοινοτικής ζωής και ταυτότητας. Στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν η κατάκτηση της ενδοχώρας είχε ολοκληρωθεί, η Βενετία υποστασιοποιούσε το αυτοκρατορικό ιδεώδες με τον έφιππο ανδριάντα του condotierre Bartolomeo Colleoni, έργο του Andrea del Verrocchio, που τοποθετήθηκε στο Campo dei Santi Giovanni e Paolo.
Ο Colleoni υπήρξε για δύο δεκαετίες διοικητής των βενετικών δυνάμεων που υλοποίησαν τη βενετική επέκταση στην ενδοχώρα. Τον 16ο αιώνα η αναβίωση του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρελθόντος εκφράζεται πλέον όχι με μεμονωμένα έργα, αλλά με ένα ευρύ πρόγραμμα αστικής και αρχιτεκτονικής ανάπλασης γνωστό ως renovatio urbis υπό την καθοδήγηση του δόγη Andrea Gritti.
Η renovatio urbis ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα και γλύπτη Jacobo Sansovino και περιλάμβανε την αναμόρφωση και τον «εξευγενισμό» του διοικητικού κέντρου της πόλης, της πλατείας του Αγίου Μάρκου, με νέο σχεδιασμό και οικοδομήματα. Η renovatio urbis ήταν μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος που φιλοδοξούσε να αποκαταστήσει το κύρος και να αναπλάσει την εικόνα της Βενετίας μετά την ταπείνωση στον Πόλεμο του Cambrai. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που παρέπεμπαν στο παρελθόν (all’antica), εκτός από την πολιτική σταθερότητα και ένα νέο αριστοκρατικό ήθος, υπογράμμιζαν την αξίωση της Βενετίας να εμφανιστεί ως η νέα Ρώμη και σε αυτή την κληρονομιά να βασίσει τις αξιώσεις της ως αυτοκρατορικής δύναμης.
Η επεκτατική πολιτική της Βενετίας συνδύαζε διαφορετικές πρακτικές κατάκτησης και διοίκησης. Μια σειρά κτήσεις στον αιγαιακό χώρο βασίστηκαν σε ιδιωτική πρωτοβουλία με την ενθάρρυνση του βενετικού κράτους. Στον αντίποδα, ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε η Κρήτη, η πρώτη αποικία της Βενετίας αμέσως μετά την Δ΄ Σταυροφορία. Η κατάκτηση και οργάνωση της κτήσης υπήρξε κατεξοχήν κρατική υπόθεση. Η Βενετία ανέπτυξε έναν εκτενές πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και αναδιάταξης της τοπικής κοινωνίας σε συνδυασμό με εποικισμό στρατιωτικού χαρακτήρα και εισαγωγή νέων οργανωτικών ιεραρχιών στη βάση της διάκρισης μεταξύ καθολικών (latini) και ορθοδόξων (greci) που είχαν νομική κατοχύρωση.
Εγκαθίδρυσε ένα σύστημα απευθείας διοίκησης και μια μορφή διακυβέρνησης που ομοίαζε ως μικρογραφία με τη μητροπολιτική. Οι τοπικοί ευγενείς αντικαταστάθηκαν από εποίκους, ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία καταργήθηκε και στη θέση της επιβλήθηκε ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Επίσης, η Βενετία προέβη σε μια διαδικασία φεουδαρχικοποίησης, τουλάχιστον ως προς το έγγειο καθεστώς, καθώς οι έποικοι έλαβαν γη που είχε κατασχεθεί με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας και έφεραν τον τίτλο του φεουδάρχη (feudati).
Σε αντιδιαστολή με την Κρήτη, η ενσωμάτωση άλλων περιοχών βασιζόταν, όπως έχουμε δει, σε διαπραγματεύσεις, συνηθώς άνισες, που κατέληγαν σε κάποιο καταστατικό κείμενο, γνωστό ως capitoli, privilegia, concessiones, pacta ή deditio, στο οποίο αποτυπωνόταν η σχέση κυριαρχίας και υπαγωγής και ενθαρρυνόταν η διαμόρφωση μιας κοινοτικής πολιτικής ταυτότητας υπό τη βενετική διοικητική δομή. Βέβαια, παρά την ύπαρξη καταστατικών κειμένων η κυριαρχική σχέση δεν έμενε αμετάβλητη στον χρόνο, όπως δείχνει το παράδειγμα της Δαλματίας, όπου από τον 15ο αιώνα οι τοπικές αυτονομίες περιορίστηκαν.
Σε αναλογία με τη διττή νοηματοδότηση του αξιώματός του δόγη, ως «πρώτου μεταξύ ίσων» εντός της βενετικής δημοκρατίας και ως ηγεμόνα μιας αυτοκρατορικής επικράτειας, το βενετικό κράτος μπορούσε ταυτόχρονα να διατηρεί την πολιτική ταυτότητα της δημοκρατίας και να επιβάλλεται σε άλλες πολιτικές οντότητες τις οποίες αντιλαμβανόταν είτε ως υποτελείς πόλεις-κράτη, όπως στην περίπτωση των κτήσεων στην ενδοχώρα, είτε ως υποτελείς ηγεμονίες. Ως προς το τελευταίο, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η διατήρηση στη γραφειοκρατική γλώσσα των όρων «Βασίλειο της Κύπρου» (Regno di Cipro), «Βασίλειο της Κρήτης» (Regno di Candia) και ο ορισμός της Πελοποννήσου ως «Βασίλειο του Μορέως» (Regno di Morea) όταν η Βενετία κατέκτησε την περιοχή στα τέλη του 17ου αιώνα. Η επινόηση αυτών των κτήσεων ως υποτελών βασιλείων στοιχειοθετούσε το αυτοκρατορικό φαντασιακό της Βενετίας. Συχνά η κατάκτηση και ενσωμάτωση περιοχών στη βενετική επικράτεια, εκτός από διοικητική αναδιοργάνωση, συνοδευόταν από σημαντική πληθυσμιακή κινητικότητα, ειδικά στην περιοχή της Δαλματίας και στον ελλαδικό χώρο.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η βραχύβια κατάκτηση της Πελοποννήσου στα τέλη του 17ου αιώνα. Η Βενετία ενθάρρυνε συστηματικές μεταναστεύσεις πληθυσμών από οθωμανικά και βενετικά εδάφη οι οποίες δημιουργούσαν μια ριζικά νέα κατάσταση. Το πλήθος νεοφερμένων έπρεπε να αποκατασταθεί και να συμβιώσει με τον υπάρχοντα πληθυσμό, στον οποίο περιλαμβάνονταν ντόπιοι πρώην μουσουλμάνοι που είχαν εκχριστιανιστεί κατά την κατάκτηση. Σε αυτό το τοπίο η Βενετία επιχείρησε να δημιουργήσει νέες ιεραρχήσεις του πληθυσμού σε συνδυασμό με τροποποιήσεις του έγγειου καθεστώτος και να εισαγάγει τον κατεξοχήν θεσμό τοπικής διοίκησης κάτω από τη βενετική γραφειοκρατία, την κοινότητα (comunità). Στην ουσία επρόκειτο για έναν θεσμό χωρίς παρελθόν στο τοπικό πλαίσιο, που απαιτούσε τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών διακρίσεων και δεσμών με σημείο αναφοράς τη βενετική κυριαρχία.
Η Βενετία συγκροτούσε την αποικιακή επέκταση και αποτελεσματικότητά της μέσω μιας γραφειοκρατικής δομής που διασφάλιζε τη σταθερότητα και την ιεραρχική πρόσβαση στα αξιώματα. Διατηρώντας σθεναρά τις διοικητικές θέσεις για τους βενετούς ευγενείς, παράλληλα φρόντιζε να εκλέγονται διοικητές, ειδικά σε περιοχές που θεωρούνταν ιδιαίτερης σημασίας, όπως η Ζάρα, η Κέρκυρα, η Κρήτη και η Κύπρος, ευγενείς που διακρίνονταν για τις ικανότητες και την εμπειρία τους. Έτσι, υπήρξαν ευγενείς που μονοπωλούσαν τις σημαντικές θέσεις της αυτοκρατορικής διοίκησης.
Η διαπλοκή και αλληλοτροφοδότηση δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος στο πρόσωπο των πατρικίων αποτελούσε δομικό στοιχείο του βενετικού συστήματος, αφού η διοίκηση των κτήσεων συνήθως συνδύαζε την κατοχή αξιώματος με οικονομικές δραστηριότητες. Οικογένειες πατρικίων μονοπωλούσαν αξιώματα σε διάφορες κτήσεις και συνάμα θεμελίωναν δίκτυα οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η συνύφανση συμφερόντων, οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις και τη σχετική ευελιξία του βενετικού αποικιακού συστήματος δεν θα πρέπει να επισκιάζουν το γεγονός ότι η Βενετία εγκαθίδρυσε μια συστηματική και συγκεντρωτική γραφειοκρατία με σημείο αναφοράς τη μητρόπολη.
Το βενετικό κράτος προέκρινε τον απρόσωπο χαρακτήρα της αποικιακής διοίκησης απαιτώντας από τους αξιωματούχους να υποτάσσουν τις προτεραιότητές τους ενώπιον της συλλογικότητας του κρατικού συμφέροντος και να επιτελούν την εξουσία τους ως εκπρόσωποι του δόγη και του μητροπολιτικού κέντρου.
Παρά τον αυστηρό κώδικα διαγωγής που το κράτος επιδίωκε να επιβάλλει στους αξιωματούχους-διοικητές των κτήσεων, δύσκολα επιτύγχανε να αποτρέψει τις προσωπικές και οικογενειακές στρατηγικές που οι βενετοί πατρίκιοι ανέπτυσσαν όταν εκλέγονταν να υπηρετήσουν ως διοικητές.
Εκτός από τις οικονομικές δραστηριότητες, βενετοί πατρίκιοι συχνά συνήπταν γάμους με μέλη των τοπικών ελίτ στους τόπους που διοικούσαν. Με αυτό τον τρόπο βενετικοί οίκοι αποκτούσαν πρόσβαση στην οικονομία και την κοινωνία των κτήσεων δημιουργώντας εκτεταμένα δίκτυα πατρωνίας, ενώ οι τοπικές ελίτ μπορούσαν να απολαμβάνουν χαμηλά αξιώματα. Αυτό το φαινόμενο συναντάται σε κτήσεις στα αλβανικά παράλια, στην Κέρκυρα, την Κύπρο ή την Κρήτη, όπου οι φιλοδοξίες των αξιωματούχων-διοικητών συναντούσαν την ανάγκη της τοπικής βενετοκρητικής ευγένειας να διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το μητροπολιτικό κέντρο.
Η εκ πρώτης όψεως αντινομία ανάμεσα στις νόρμες που το βενετικό κράτος επιχειρούσε να επιβάλει στη διοίκηση των κτήσεων και τη δράση των αξιωματούχων αποτελούσε δομικό στοιχείο μιας αυτοκρατορικής πολιτικής. Το βενετικό κράτος ταυτιζόταν με τους πατρικίους, και η σύμπτωση κρατικών και ιδιωτικών συμφερόντων, ή τουλάχιστον η μη ριζική απόκλιση, διασφάλιζε τη σταθερότητά του.
Η διοίκηση απαιτούσε γνώση την οποία εξασφάλιζαν οι πατρίκιοι διοικητές μέσω της στενής συσχέτισής τους με το τοπικό πλαίσιο, στο οποίο καλούνταν να υπηρετήσουν ως εκπρόσωποι μιας αρχής της οποίας ήταν μέτοχοι και όχι διεκπεραιωτές. Αυτή η συνύφανση γραφειοκρατίας, γνώσης, δικτύων και συγκεντρωτισμού καθιστά τη βενετική επέκταση μια πρώιμη έκφανση αυτοκρατορικής διοίκησης με επίκεντρο τον μεσογειακό χώρο. Παρότι στον τομέα της διοίκησης και της κοινωνικής οργάνωσης η Βενετία ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους κατά περίπτωση, η τοπική διαχείριση και οι γενικές κατευθύνσεις της οικονομίας είτε βρίσκονταν στα χέρια των βενετών διοικητών είτε προέρχονταν από το μητροπολιτικό κέντρο.
Η τυποποίηση των μέτρων και των σταθμών, ο νομισματικός έλεγχος και η ρύθμιση των αγορών πιστοποιούν μια διαδικασία ομογενοποιήσης της οικονομίας των κτήσεων. Μια σειρά πολιτικών και παρεμβάσεων υποστασιοποιούν την αποικιακή σχέση μητρόπολης και κτήσεων. Βασική αρχή του βενετικού κράτους ήταν η οικονομική αυτοτέλεια της αποικιακής επικράτειας, καθώς τα έσοδα από τις κτήσεις έπρεπε να καλύπτουν τα έξοδα της διοίκησης και της άμυνας. Πλεονασματικές κτήσεις έπρεπε να καλύπτουν τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς άλλων κτήσεων.
Μονοπωλιακές πρακτικές, κρατικός προστατευτισμός και παρεμβατισμός και κεντρικές αποφάσεις διαμόρφωναν ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων με σταθερό σημείο αναφοράς το μητροπολιτικό κέντρο. Η αυτοκρατορική περιφέρεια, ειδικά το Κράτος της Θάλασσας, αποτελούσε την κατεξοχήν πηγή πρώτων υλών που τροφοδοτούσε και συντηρούσε τη βιοτεχνική, εμπορική και καταναλωτική δραστηριότητα της ίδιας της Βενετίας.
Πηξή: Πλακωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου