Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιουστινιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιουστινιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

534μ.Χ Θρίαμβος

Το Καλοκαίρι του 534,μετά την διάλυση του κράτους των Βανδάλων,ο Βελισσάριος, απέπλευσε από την Καρχηδόνα για την Κωνσταντινούπολη με πολλά λάφυρα και αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης του έκανε μεγάλη υποδοχή και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός του επέτρεψε να τελέσει θρίαμβο.





Την ημέρα του θριάμβου η πομπή ξεκίνησε από την κατοικία του Βελισαρίου. Μπροστά πήγαινε πεζός ο νικητής στρατηγός και πίσω του ακολουθούσαν ο αιχμάλωτος βασιλιάς Γελίμερος, οι άλλοι αιχμάλωτοι και όλοι οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από την Ρώμη. Όταν η πομπή έφθασε στον Ιππόδρομο, ο Βελισάριος προσκύνησε μπροστά στον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Το ίδιο έκανε χωρίς προθυμία και ο Γελίμερος, ο οποίος καθώς γονάτιζε ψιθύρισε: «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Επιστρέψαμε πλέοντας από την Τρίπολη και την Κρήτη, ένα ταξίδι χωρίς προβλήματα και μπήκαμε πάλι στο Βόσπορο, ανήμερα μεσοκαλόκαιρου το σωτήριου έτους 534. Μας περίμενε μια θορυβώδης υποδοχή στην αποβάθρα και μια βασιλική στο παλάτι. Ο Ιουστινιανός είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί με την τεράστια αξία των θησαυρών που ξεφόρτωναν τα πλοία μας και τόσο πολύ εντυπωσιαστεί με τη θέα των 15.000 ρωμαλέων αιχμαλώτων (Βάνδαλοι), που λησμόνησε τις υποψίες του για στάση του Βελισάριου, τον αποκάλεσε <<αφοσιωμένο ευεργέτη μας>> και τον πήρε από το χέρι.

Ωστόσο ως Γενικός Αρχηγός όλων των στρατιών της αυτοκρατορίας που ήταν, θεώρησε ότι δικαιωματικά του ανήκε όλη η δόξα για τη νίκη επί των Βανδάλων. Στο εισαγωγικό μέρος του Νέου Πανδέκτη των νόμων (είχε εκδοθεί την ίδια μέρα πού έγινε η μάχη στο Τρικάμαρο) είχε αυτοαναγορευτεί <<Κατακτητής Βανδάλων και Αφρικανών-Ευσεβής,Τροπαιοφόρος, Ευδαίμων και Ένδοξος, και, χωρίς διόλου να αναφέρει αν συμμετείχε και κάποιος άλλος στη νίκη, έκαμε λόγο για τις αγωνίες του πολέμου, τις νηστείες, που είχε υποστεί μέχρι να επιτευχθεί η νίκη.
Ο θρίαμβος λοιπόν που θα οργάνωνε θα ήταν δικός του και όχι του Βελισάριου: γιατί σε κανέναν υπήκοο δεν είχε δοθεί ποτέ το δικαίωμα να τελέσει θρίαμβο από καταβολής αυτοκρατορίας, ώστε να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα και φιλοδοξήσει το θρόνο. Ακόμη λοιπόν και όταν οι πολεμικές επιδόσεις του αυτοκράτορα περιορίζονται στην αποβάθρα, από όπου εύχεται το κατευόδιο στον στρατό και τον καλωσορίζει, όταν αυτός επιστρέφει, ακόμη και τότε ο αυτοκράωρ υποδύεται το ρόλο του τροπαιούχου στρατηγού.

Η Θεοδώρα, όμως, του συνέστησε πιεστικά να διαδραματίσει στο θρίαμβο τον ίδιο αμέτοχό ρόλο που είχε και στη μάχη και ν΄ αφήσει να οδηγηθεί η πομπή από τον Βελισάριο. Εκείνος δέχτηκε...

Ο Βελισάριος εξήλθε από την κατοικία του που ήταν στη χρυσή πύλη, στο τείχος του Θεοδοσίου και διέσχισε με τη πομπή ολόκληρη τη Μεγάλη Οδό που είχε μήκος δυο μίλια. Ήταν πεζός και ακολουθούσε τους ιερείς και τους επισκόπους που προπορεύονταν αναπέμποντας ψαλμωδίες και λικνίζοντας θυμιατά. Δεν ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, πάνω σε άρμα. Ο δρόμος ήταν καταστόλιστος με άνθη, με χρωματιστά μετάξια, με στεφάνια και με χαιρετιστήριες επιγραφές, ασφυκτικά γεμάτος από παραληρούντα πλήθη. Σε κάθε μεγάλη πλατεία της διαδρομής – στην πλατεία του Αρκαδίου, στην Αγορά των Βοίων, στην πλατεία της Αδερφικής Αγάπης, στην πλατεία των Ταύρων (όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Δάσκαλοι και οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου) και τελικά στην πλατεία του Κων/νου όπου ήταν παρατεταγμένη όλη η πολιτοφυλακή- o κόσμος παραληρούσε και οι αρχηγοί των συνοικιών ξεχώριζαν από το πλήθος προσφέροντας δώρα και προσφωνώντας τον με καλωσορίσματα υπό τους ήχους σαλπισμάτων.

Πίσω από τον Βελισάριο που τον συνόδευαν ο Ιωάννης Καππαδόκης και άλλοι φημισμένοι στρατηγοί, ακολουθούσαν οι θωρακοφόροι του, οι πεζοναύτες και οι Μασσαγέτες Ούννοι, που την επομένη μέρα θα γύριζαν στην πατρίδα τους, ενώ την πομπή συνέχιζαν οι Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, με επικεφαλής τον Γελίμερο που φορούσε πορφυρό μανδύα και συνοδευόταν από όλη την οικογένειά του.

Τα λάφυρα, φορτωμένα σε άμαξες, ήταν εκτυφλωτικά, τα σπουδαιότερα που εμφανίστηκαν ποτέ σε θρίαμβο. Ήταν όλα όσα είχαν συγκεντρώσει οι Βάνδαλοι από το υπερπόντιο και τα έσοδά τους στην Αφρική, συσσωρευμένα πλεονάσματα εκατό ετών, καθώς και η λεία των πειρατικών επιδρομών του Γιζέριχου. Οι Βάνδαλοι αποτελούσαν μια ολιγάριθμη και καταδυναστευτική ολιγαρχία σε μια εύφορη και καρποφόρα γη και όσα δεν είχαν ξοδέψει, από την οκνηρία τους σε δημόσια έργα, τα είχαν στοιβαγμένα και αποταμιευμένα.

Πάνω στα κάρα λοιπόν, περνούσαν σωριασμένα εκατομμύρια λίβρες από ασημένιες ράβδους, σακιά γεμάτα αργυρά και χρυσά νομίσματα, ποσότητες ατόφιου χρυσού, μαλαματένια κύπελλα και σκεύη και αλατιέρες με ένθετα πετράδια, ολόχρυσοι θρόνοι και άμαξες και αγάλματα. Ευαγγέλια με μαλαματένια δεσίματα, και διακόσμηση πολύτιμών λίθων, βουνά ολόκληρα από χρυσά περιδέραια, ζώνες και δαχτυλίδια, καθώς κι από αρματωσιές με χρυσά στολίδια, κοντολογίς κάθε είδους βαρύτιμο και ωραίο αντικείμενο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, μαζί με ανεκτίμητες αρχαιότητες που προέρχονταν από τη λεηλασία του αυτοκρατορικού παλατιού της Ρώμης και του ναού του Δία από τον Γιζέριχο. Υπήρχαν επίσης και πάμπολλα ιερά κειμήλια: οστά μαρτύρων, θαυματουργές εικόνες, αυθεντικά ρούχα των Αποστόλων και τα καρφιά από το σταυρό του Αγίου Πέτρου, πάνω στον οποίο τον είχαν σταυρώσει ανάποδα.

Αλλά τα λάφυρα που προκάλεσαν το μεγαλύτερο θαυμασμό και το περισσότερο δέος ήταν τα ιερά σκεύη των Ιουδαίων, τα φτιαγμένα από το Μωυσή στην έρημο κατά τη ρητή εντολή του ίδιου του Θεού, που αργότερα φυλάγονταν στο ναό της Κιβωτού της Διαθήκης στην Ιερούσαλήμ. Αυτά ήταν : η ιερή τράπεζα των άρτων της προθέσεως, η κατασκευασμένη από ξύλο άσηπτο και καλυμμένη από χρυσό, μαζί με τους δίσκους, τα σπονδεία, και τις λεκάνες που τη συνόδευαν, η επτάκλωνη από σφυρήλατο χρυσό λυχνία με όλους της τους κόμβους και τις λεκάνες, και το χρυσό Ιλαστήριο με τα δυο του χερουβείμ με τα φτερά τους ανοιχτά. Αυτά τα άρπαξε ο Γιζέριχος από την Ρώμη, όπου τα είχε φέρει ο αυτοκράτορας Τίτος, όταν κατέλαβε τη Ρώμη.
Όταν η Ρώμη ήταν δημοκρατία, ο νικητής στρατηγός παρέλαυνε με τους αιχμαλώτους του περνώντας από όλους τους δρόμους της πόλης και την μέρα εκείνη θεωρούνταν ότι είχε την υπέρτατη εξουσία. Ο βασιλιάς ή αρχηγός του εχθρού, αν ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, προσφερόταν θυσία στο τέλος του εορτασμού. Πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα έθιμα από τότε.. Κοιτάξτε τον Γελίμερο που περπατά δίχως αλυσίδες: όταν η πομπή καταλήγει στον Ιππόδρομο, όπου την περιμένει ο Ιουστινιανός, καθισμένος στο βασιλικό θεωρείο, μπαίνει κι εκείνος μαζί με τους άλλους. Βγάζει τον πορφυρό μανδύα του, ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στο θρόνο και προσκυνά τον Αυτοκράτορα, ο οποίος τον σηκώνει με ευμένεια και του δίνει χάρη. Με βασιλικό έγγραφο εκχωρούνται εκτάσεις στην Γαλατία γι΄ αυτόν και την οικογένειά του, του απονέμεται ο τίτλος του Πατρικίου, εάν συναινέσει να απαρνηθεί την αίρεση του Αρείου.
Κοιτάξτε τώρα και τον Βελισάριο, τον νικητή, που πλησιάζει στο θρόνο, βγάζει κι αυτό τον πορφυρό μανδύα του και πέφτει προσκυνώντας στα πόδια του Αυτοκράτορα: καμιά έκταση δεν του εκχωρείται και καμιά λέξη δεν ακούει, παρά μόνον του δηλώνουν ότι εξετέλεσε καλά τα καθήκοντά του.

Τι στάση κράτησε άραγε ο Γελίμερος; Μήτε γέλασε, μήτε έκλαψε, παρά κουνούσε το κεφάλι του μελαγχολικά και σαστισμένα, κι επαναλάμβανε διαρκώς την ίδια φράση, σαν να έλεγε κάτι μαγικό, τα λόγια του Εκκλησιαστή : «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Ύστερα η Θεοδώρα είπε στον Ιουστινιανό ότι, αν θέλει να κερδίσει τον τίτλο του <<Μεγάλου>>, θα έπρεπε να είναι γενναιόφρων, δίνοντας στον νικητή κάποιο δείγμα αντάξιο της εύνοιας με την οποία τον περιέβαλλε. Τότε κι εκείνος τον αναγόρευσε Ύπατο, για τον επόμενο χρόνο, και εξέδωσε μάλιστα κι ένα μετάλλιο που στην μπροστινή όψη είχε ανάγλυφο το κεφάλι του, και στην οπισθιά της είχε τον Βελισάριο έφιππο, με πλήρη αρματωσιά, να επελαύνει, μια τιμή μοναδική για στρατηγό.

Η εγκατάσταση του Βελισάριου στην Υπατεία έγινε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Καθισμένος στη φιλντισένια έδρα του αξιώματός του, που τη σήκωναν στα χέρια Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, κρατώντας το φιλντισένιο του σκήπτρο, έκανε άλλη μια μικρή διαδρομή στην Πόλη από το ενδιαίτημά του στο Παλάτι ως το Μέγαρο της Συγκλήτου. Στο διάβα του μοίραζε πλήθος από τα προσωπικά του πολεμικά λάφυρα, νομίσματα, κούπες, πόρπες, ζώνες, που όλα μαζί υπολογίζονταν σε 100.000 χρυσά.

Patrum Scuta Η Εκπαίδευση των Στρατιωτών του Βελισσαρίου !!

  Ο Βελισάριος όπλισε τους άντρες του με λόγχη και σκληρό τόξο, που τόξευε μεν αργά αλλά, αλλά είχε μεγάλη δύναμη και τα βέλη του μπορούσαν εύκολα να τρυπήσουν οποιονδήποτε θώρακα. Τους όπλισε και με μια μικρή βολική ασπίδα που έδενε στο βραχίονα και λειτουργούσε ταυτόχρονα ως θήκη έξι κοντών μυτερών δοράτων. Τα δόρατα αυτά θα χρησίμευαν για τις συγκρούσεις σώμα με σωμα. Τα έπιανες από τη φτερωτή τους άκρη, τα σήκωνες σαν πυρσό και τα έριχνες με μια κίνηση προς τα κάτω. Οι αιχμές τους ήταν βαρύτερες και τα φτερά κρατούσαν την πορεία τους σταθερή. Τέλος για την περίπτωση που η λόγχη θα αποδεικνυόταν ανεπιτυχής, είχαν κρεμασμένη σε θήκη στον αριστερό μηρό μια βαριά φαρδιά σπάθα.



 Για να μπορεί κανείς να χειρίζεται με ευχέρεια όλα αυτά τα όπλα ιππεύοντας, απαιτούνταν πολύμηνη εκπαίδευση. Το τόξο, για παράδειγμα, θέλει να δουλεύουν και τα δυο χέρια. Ο Βελισάριος λοιπόν γύμνασε τους άνδρες του, καθιστώντας τους ικανούς να οδηγούν το άλογό τους χωρίς να πιάνουν τα χαλινάρια, παρά μονάχα πιέζοντας τα γόνατα και τις φτέρνες. Εισήγαγε επίσης το νεωτερισμό των ατσάλινων αναβολέων που αιωρούνταν από τη σέλα με αρτάνες και βοηθούσαν πολύ στην ανάβαση και στο κουμαντάρισμα των μεγαλόσωμων αλόγων που είχε προκρίνει. Μολονότι αρχικά οι αναβολείς περιφρονήθηκαν επειδή θεωρήθηκαν κατάλληλοι μόνο για τις γυναίκες, κατόπιν άρχισαν να χρησιμοποιούνται από όλο το στρατό ανεξαιρέτως. Επιπλέον φρόντισε να προμηθεύσει στους άντρες του μεγάλες καλογεμισμένες  σέλες με ιμάντες στο μπροστινό τους μέρος, για να μπορούν να δένουν σε αυτούς τα μάλλινα πανοφώρια που είχαν για το κρύο και το βροχερό καιρό, όταν δεν τα φορούσαν. Είχαν μεταλλικούς θώρακες χωρίς μανίκια που έφθαναν ως τους μηρούς τους και στιβάλια από ακατέργαστο δέρμα. Όταν δε χρησιμοποιούσαν τα τόξα τους, τα είχαν κρεμασμένα από την πλάτη και φύλαγαν τα βέλη τους σε μια φαρέτρα που βρισκόταν στο πλάι του πλατύστομου σπαθιού τους. Η λόγχη τους ήταν περασμένη από μια υποδοχή δερμάτινη στο δεξιό μέρος.

Με την εκπαίδευση ο νεοσύλλεκτος μάθαινε να ενεργεί μεθοδικά και στο τέλος οι κινήσεις τους γίνονταν αυτόματα. Για παράδειγμα η έφιππη τοξοβολία διδάσκονταν στην αρχή με το άλογο σε διασκελισμό, στη συνέχεια σε τριποδισμό και στο τέλος σε καλπασμό. Το δεξί χέρι ελευθέρωνε το τόξο από τη πλάτη και το έφερνε εμπρός ακουμπώντας την άκρη με τη δεμένη νευρά πάνω στο δεξί πόδι, όπου το λύγιζε πιέζοντας το με δύναμη. Το αριστερό χέρι που είχε βγάλει ήδη το βέλος από τη φαρέτρα, έλυνε τη θηλιά της νευράς και τη περνούσε στο άγκιστρο. Ύστερα έπιανε το δοξάρι από τη μέση, μεταφέροντας το βέλος στο δεξί χέρι και το  τόξο ήταν έτοιμο για δράση. Την μέθοδο αυτή ο Βελισάριος την είχε μάθει από τους Ούνους. Από τους Γότθους είχε μάθει τον αποτελεσματικό χειρισμό της λόγχης και της ασπίδας και τον δίδαξε στους άντρες τους βάζοντάς τους να χτυπιούνται μεταξύ τους με ελαφρά δόρατα χωρίς αιχμές.

 Η άσκηση που ολοκλήρωνε τον κύκλο της εκπαίδευσης απαιτούσε από τον έφιππο καταδρομέα να διασχίζει καλπάζοντας μια επικλινή πλαγιά, από την άλλη άκρη της οποίας προχωρούσε εναντίον τους ο <<κρεμασμένος>>. Αυτός ήταν ένα παραγεμισμένο ανδρείκελο που κρεμόταν από ένα ικρίωμα που στηριζόταν σε ένα χαμηλό βαγονέτο. Το βαγονέτο κυλούσε στην κατηφόρα και ο ιππέας, καλπάζοντας, έπρεπε να προλάβει να τεντώσει το τόξο του, να ρίξει τρία βέλη που θα πετύχαιναν τον κινούμενο στόχο και κατόπιν να βγάλει τη λόγχη ή τα κοντά δόρατα για τη συνέχεια. Ανάλογα με τις επιδόσεις σ΄ αυτή  και στις άλλες ασκήσεις ήταν και τα σιτηρέσια, οι μισθοί και οι βαθμοί που θα απονέμονταν.

 Ο Βελισάριος απαιτούσε από τους επιτελείς του ξεχωριστές ικανότητες: αξιοποίηση της δυνατότητας ελιγμών στο πεδίο, ταχύτητα και ακρίβεια στις κινήσεις και στις πληροφορίες και αναφορές στους ανωτέρους, αστραπιαία εκτίμηση των δυσκολιών ή των πλεονεκτημάτων μιας συγκεκριμένης τακτικής,αλλά, πάνω από όλα, την ικανότητα να επιβάλλονται στους άντρες τους, παρατεταγμένους ή όχι. Αυτή είναι μια ικανότητα που ορισμένοι την έχουν από φυσικού τους περισσότερο από άλλους και κανείς από όσους δεν έχουν κερδίσει το σεβασμό των στρατιωτών τους με ανδραγαθήματα δεν μπορεί να την αποκτήσει. Γι αυτό και ο Βελισάριος θεωρούσε προϋπόθεση για τον αξιωματικό να κατέχει το τόξο, τη λόγχη, τα κοντά δόρατα, τη σπάθα, και την ιππασία τουλάχιστον στο βαθμό που τα κατέχουν οι αξιότεροι άνδρες του.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...