Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βλάχοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βλάχοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μία άγνωστη εκτόπιση βλάχικων πληθυσμών από την περιοχή της Κάτω Τζουμαγιάς (Ηράκλειας Σερρών) στο βουλγαροκρατούμενο Ποζάρεβιτς της Σερβίας από τους Βούλγαρους το 1916. Μέρος ΄Β (η επιστροφή)

Οι Βούλγαροι μετά τη διαφαινόμενη ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών στα τέλη του 1918 πραγματοποίησαν στροφή 180 μοιρών και ζήτησαν ανακωχή από την Αντάντ.


Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:


Η συνθηκολόγηση των Βουλγάρων με τους συμμάχους μας είχε μεταξύ άλλων έναν βασικό όρο:
Να μην επιτρέψουν οι σύμμαχοι της Αντάντ στον Ελληνικό Στρατό να εισβάλλει στο βουλγάρικο έδαφος, φοβούμενοι φυσικά τα δίκαια αντίποινα των Ελλήνων για τα όσα αίσχη είχαν διαπράξει οι Βούλγαροι κατά τη διετή κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στους ελληνικούς και μη πληθυσμούς.

Από το προσωπικό αρχείο του Γιάννη Πασχαλιά διαβάζουμε: Ως όμη-
ροι παραμείναμε εκεί για δύο χρόνια. Μετά, το βουλγαρικό μέτωπο έσπα-
σε. Οι Βούλγαροι, πρώτοι απ’ όλους τους συμμάχους, τους ζήτησαν στις 19
Σεπτεμβρίου 1918 ανακωχή, με ένα μόνο όρο, την μη εισβολή του Ελληνι-
κού στρατού στην Βουλγαρία. Ακολούθησε η Τουρκική ανακωχή και στις
11 Νοεμβρίου του 1918 η Γερμανία κατέθεσε τα όπλα.

Οργανώθηκαν συνολικά τρεις αποστολές επιστροφής των εκτοπισθέντων. Τα δρομολόγια επιστροφής που χρησιμοποιήθηκαν φαίνονται στον ακόλουθο χάρτη.


Αρκετοί πέθαναν στη διαδρομή της επιστροφής μη αντέχοντας τις κακουχίες της πεζοπορίας.


ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ

Η εικόνα την οποία αντίκρισαν στα χωριά τους ήταν οδυνηρή. «Είχε
τόσα χόρτα που δεν ήξερα που ήταν το σπίτι μας. Από πού να ξεκινήσεις.
Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Πολλοί έφυγαν κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσ-
σαλονίκη, στα Σέρρας, στην Αθήνα… Εμείς που μείναμε εκεί, στην αρχή
μέναμε σε παράγκες, σε αντίσκηνα ώσπου σιγά-σιγά αρχίσαμε να φτιά-
χνουμε τα σπίτια μας...».

Εκείνη τη χρονιά του 1918 πέρασαν δύσκολο χειμώνα. «Εμείς στη Ρά-
μνα όταν γυρίσαμε δε βρήκαμε τίποτις όρθιο. Όλα είχαν γίνει στάχτη….
Αφού τόκαψαν το χωριό… Πάει κι η κκλησιά… ικείν η παλιά. Μετά χτίσαμε
άλλη. Μα οι περισσότεροι έφυγαν. Σκόρπισε το χωριό. Μείναμε μόνο 7-8
οικογένειες… Άλλοι πήγαν στην Θεσσαλονίκη, λίγοι στη Βυρώνεια, οι πε-
ρισσότεροι στο Πετρίτσι… και μερικοί πήγαν στη Τζουμαγιά…»

Οι μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές, οι Βούλγαροι κατά την επιστροφή τους στη χώρα τους άφησαν μόνο συντρίμμια, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά ολόκληρα χωριά ενώ ταυτόχρονα άρπαξαν ότι μπόρεσαν.


ΑΡΚΕΤΟΙ ΠΑΡΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ

Όπως αναφέρει ο Miroljub Manojlovic, στο Ποζάρεβατς, παρέμειναν
αρκετοί Έλληνες οι οποίοι ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο και με τις
ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και σ’ αυτά είχαν μεγάλες επιτυχίες. Μερικοί
από αυτούς έγιναν φημισμένοι, πλούσιοι και επιφανείς πολίτες της πόλης.
Ιδιαίτερα σαν ιδιοκτήτες καφενείων, ξενοδοχείων. Στα καφενεία τους έδι-
ναν και ελληνικές ονομασίες όπως ήταν “Ιτιά η κλέουσα”, “Τα δυό λευκά
περιστέρια”, “Κασίνε”. 

Οι Έλληνες και οι Σέρβοι ήταν χριστιανοί Ορθόδο-
ξοι, οπότε οι συμβίωση ήταν πολύ καλή. Πολύ συχνά και πολύ νωρίς συνα-
ντούμε γάμους μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων. Με το πέρασμα του χρόνου, η
δεύτερη και τρίτη γενιά των Ελλήνων εποίκων, έχασε την ελληνική γλώσσα,
κι αυτό διότι οι έλληνες δεν ζούσαν αποκομμένοι ή σε ομάδες, αλλά πολύ
γρήγορα ενσωματώθηκαν στην ευρύτερη Σέρβικη κοινωνία.

Εν κατακλείδι οι Βούλγαροι υπήρξαν τρεις φορές κατακτητές σε εδάφη της Μακεδονίας. Η δεύτερη κατοχή (μεταξύ των ετών 1916-18) στο πλαίσιο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε ιδιαίτερα βάναυση για τους Ελληνικούς Πληθυσμούς και ίσως να ήταν και η πιο βάναυση απ' όλες (υπενθυμίζεται ότι η πρώτη κατοχή συντελέστηκε το 1912-13 και η δεύτερη το 1941-44)
Οι βλάχικοι πληθυσμοί αναίτια ξεριζώθηκαν το 1916 από τις εστίες τους σε περιοχές στα βόρεια του νομού Σερρών στο πλαίσιο μίας μεγαλοϊδεατικής βουλγάρικης πολιτικής.
 Τέλος οι Βούλγαροι απεμπλάκηκαν σχετικά ανώδυνα από τον Ά Π.Π. όσον αφορά τους λογαριασμούς τους με εμάς, καθώς οι σύμμαχοι μας δε μας δικαίωσαν ιστορικά γιατί κλείσαν τα μάτια τους στις δίκαιες εδαφικές επιδιώξεις μας στη Νότια Βουλγαρία.

Πηγή: Πανοπούλου.

Μία άγνωστη εκτόπιση βλάχικων πληθυσμών από την περιοχή της Κάτω Τζουμαγιάς (Ηράκλειας Σερρών) στο βουλγαροκρατούμενο Ποζάρεβιτς της Σερβίας από τους Βούλγαρος το 1916. Μ'ερος Ά

Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έλαβε χώρα μία απάνθρωπη και σκληρή βουλγάρικη κατοχή στο νομό Σερρών.

Ήταν η δεύτερη κατοχή (είχε προηγηθεί εκείνη του 1912-130 από τις συνολικά τρεις (θα ακολουθούσε εκείνη του 1941-44) που θα υφίστατο ο νομός Σερρών από τους Βούλγαρούς.

Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισήλθαν στο νομό Σερρών και την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (06-08-1916) κατέλαβαν την Κάτω Τζουμαγιά (Ηράκλεια Σερρών).

Μετέτρεψαν άμεσα τα σχολεία σε στρατώνες και διέκοψαν την τελούμενη θεία λειτουργία.
Πρώτο τους μέλημα ήταν φυσικά να κακοποιήσουν όσους συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα.
Κατόπιν έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους, έχοντας λοιπόν ως στρατηγική τους την μεταφορά των Βλάχων της ευρύτερης περιοχής στη νότια Σερβία και συγκεκριμένα στο Ποζάρεβιτς και μέσω της βουλγαροπίησης τους τον έλεγχο αυτής της περιοχής.



Με κομμένη την ανάσα μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της έρευνας της κας Πανοπούλου που ακολουθεί...


Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, οι
Βούλγαροι ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να εκκενώσουν την Τζουμα-
γιά. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις 7-8 χιλιάδες ψυχές, περπατούσαν για
πολλές ώρες στο δρόμο, που οδηγούσε προς τη Βουλγαρία δια μέσου των
στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους
της Ράμνας, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, και των άλλων περιοχών.
Οι υπερήλικες βλαχόφωνοι διηγούνται:
«Κτυπούσαν οι καμπάνες κι ένας βούργαρος με μια ντουντούκα, μας
είπε να πάρουμε ψωμί και λίγα ρούχα για λίγες μέρες και να ξεκινήσουμε.
Όλοι μπροστά. Και γέροι και νέοι και παιδιά. Τους ηλικιωμένους τους
βάλαμε πάνω στους αραμπάδες. Και τα κοπάδια μας μαζί. Με τα πόδια.
Σχηματίστηκε μια ουρά απ’ εδώ μέχρι το Σιδηρόκαστρο. Δεν ξέραμε που
πηγαίναμε. Δεν πήρανε όμως μόνο απ’ το δικό μας το χωριό. Άδειασαν όλα
τα γύρω χωριά. 8-9 χιλιάδες ήταν μόνο από τη Τζουμαγιά. Εκεί κοντά στο
Στρυμονοχώρι μας πήρε η νύκτα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η κατά-
σταση ήταν δύσκολη. Τα μωρά κλαίγανε, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι και
ηλικιωμένοι. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τη Βουργαρία
μεριά. Ανεβαίναμε τα στενά της Ρούπελης και της Κρέσνας και νωρίς το
απόγευμα φτάσαμε στο Λιβούνοβο».

Η Ελένη Ζιαντάρη αναφέρει: «Ο πατέρας μου δούλευε στο καπνο-
μάγαζο στην Καβάλα, κι οι Βούργαροι, μαζί με το θείο μου, τους πήραν
από κει όμηρους στην παλιά Βουργαρία. Η μάναμ’ όταν την πήραν οι
Βούργαροι, είχε εμένα μωρό και με κρέμασε μπροστά της, στην πλάτη είχε
μια βελέντζα να μας σκεπάζει και στο άλλο χέρι κρατούσε τον αδερφό μου
το Μήτο, που ήταν έξι χρονών. Απ’ όλα τα χωριά, μόνο τους Έλληνοι πή-
ραν. Τους άλλους δεν τους πείραζαν καθόλου. Εμάς τους Βλάχους, επειδή
είμασταν Έλληνοι, μας μάζεψαν όλους. Μια βδομάδα περπατούσαν για να
φθάσουν στην Κρέσνα. Εκεί δεν είχαν ούτε φαΐ ούτε ψωμί. Τα παιδιά της
θείας μου πέθαναν και τα τρία από την πείνα. Μόνη της άνοιγε λάκκο και
τα έθαβε…».
Αρκετοί εγκαταλείφθηκαν στην Άνω Τζουμαγιά, Πέτροβο, Πετρίτσι,
Ντούπνιτσα κ.α. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν στο Μελέ-
νικο σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι ως όμηροι και αιχμάλωτοι των
Βουλγάρων. Στο Μελένικο παρέμειναν για 4 μήνες. Η παραμονή τους εκεί
ήταν μαρτυρική. «Εκεί νόμισα ότι θα πεθάνω. Δεν είχαμε ούτε ψωμί ούτε
φαγητό». Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά για την ίδια περίπτωση: «Λόγω
της παντελούς ελλείψεως τροφίμων εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν εξ ασι-
τίας. Απηγορεύετο εξ άλλου αυστηρώς η αγοροπωλησία σιτηρών, αλεύ-
ρου και εν γένει τροφίμων. Μας εχορηγούσαν οι Βούλγαροι κατά μήνα
άλευρον εξ αραβοσίτου ανά 100 δράμια το άτομον, και αυτό δε πικρόν
και ακατάλληλον προς βρώσιν. Ετρώγαμεν κούσπον (πίτυρα, υποπροϊόν
σησαμελαίου το πλείστον).
Το Δεκέμβριο του 1916 ο χειμώνας ήταν δριμύτατος. Όσοι από τους
ομήρους άντεξαν στις κακουχίες, οι Βούλγαροι τους μετέφεραν στην βουλ-
γαροκρατούμενη παλαιά Σερβία, στο Ποζάρεβατς. Εκεί παρέμεινε ο κύριος
όγκος των Βλάχων. «Απ’ το Μελένικο ποδαρόδρομο περίπου 6-7 ώρες και
μέσα στις βροχές πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας πέταξαν
μέσα σε βαγόνια. Όλους μαζί τον έναν πάνω στον άλλο. Ξεκίνησε το τραίνο
σιγά- σιγά και μετά έφτασε στη Σόφια κι απ’ εκεί στη Νύσσα της Σερβίας.
Είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Όλοι λέγαμε όσο αντέξουμε. Εκεί δε, θυμά-
μαι, πως μέσα στο τραίνο μερικοί Γερμανοί στρατιώτες μας έδιναν κανένα
κομμάτι ψωμί……»
«….Υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν με τα πόδια γιατί είχαν πάρει μαζί
τους και τα κοπάδια. Άλλοι, πάλι, πήγαιναν με αραμπάδες…..
Στη βουλγαροκρατούμενη Νύσσα τους κράτησαν μέσα στα βαγόνια
τρεις μέρες. Εκεί τους έδωσαν τροφή και ψωμί. Από τη Νύσσα τους μετέ-
φεραν στην παραδουνάβια κωμόπολη Σιμέντρια. Τους έβαλαν μέσα στα
αμπάρια ποταμόπλιων του Δούναβη και τους μετέφεραν στο Ποζάρεβατς.
Το Ποζάρεβατς ήταν και αυτό την εποχή εκείνη βουλγαροκρατούμενο.
Ήταν όμως μια περιοχή όμορφη, εύφορη και πλούσια, τόσο ως προς την
γεωργική παραγωγή όσο και ως προς την κτηνοτροφική αλλά και το εμπό-
ριο. « Όταν φτάσαμε στο Ποζάρεβατς είδαμε το Θεό να περπατάει στη γη.
Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας. Παρόλο που οι Βούλγαροι πάλι δεν μας
άφηναν σε ησυχία, εν τούτοις, εμάς μας άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε απ’ όλα
τα καλά. Εκεί σ’ αυτή την πόλη μείναμε οι περισσότεροι. Μερικοί πήγαν
και στο Πέτροβιτς και σε άλλα χωριά εκεί τριγύρω. Εμείς και κει είμασταν
κτηνοτρόφοι. Οι Σέρβοι ήταν καλός λαός. Μόλις σουρούπωνε όμως αυτοί
εξαφανίζονταν. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους».
Ο Γ. Βελιγρατλής αναφέρει σχετικά: «συχνά ο πατέρας μου μας μιλούσε
για τα χρόνια της ομηρίας. Αυτό το οποίο μας τόνιζε, ήταν, πως είχαν πάει
στον πολιτισμό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που ήξερε γράμματα.
Πήγε με κάποιους άλλους, όταν έφτασαν στο Ποζάρεβατς, να ζητήσουν
δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Είπαν στον ξενοδόχο ότι ήταν εκπρόσωποι της
ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός τους αρνήθηκε. Φεύγοντας είπαν στα βλά-
χικα:»κι εδώ δε μας θέλουν». Ο ξενοδόχος ο οποίος ήταν κι αυτός Βλάχος
αμέσως τους τακτοποίησε σε δωμάτιο».


Ο Βελιγρατλής


Οι Βούλγαροι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συνελάμβαναν ένα
άτομο από κάθε οικογένεια και τα έστελναν σε αναγκαστικά έργα, άγνω-
στο πού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν. Ο Γ. Τζεμαΐλας
γράφει: «Εις Ποζάρεβατς παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. Τα κα-
ταστήματα της πόλης ήσαν κλειστά, και τα είχον καταλάβει και τα εξεμε-
ταλλεύοντο, ως λείαν, Βούλγαροι ιδιώται. Άρρενες Σέρβοι δεν είχον μείνη,
εκτός των κάτω των 18 ετών και άνω των 60, διότι η Σερβία είχε κηρύξει
πανστρατιάν και μετά την κατάρευσίν της, ο Σερβικός στρατός απεσύρθη
και εφιλοξενήθη εις την Ελλάδα, το πλείστον εις την Κέρκυραν, ενωθείς με
τα συμμαχικά στρατεύματα (Αγγλο-Γαλλικά)».
Η Ελένη Ζιαντάρη διηγείται: « Η Ποζιάροβα ήταν πολύ ωραία πόλη.
Οι Σέρβοι μας πήραν να δουλέψουμε στ’ αμπέλια τους. Πολλοί πάλι, δού-
λευαν στα σπίτια των Εβραίων σαν υπηρέτες. Είχε πολλούς Εβραίους. Αυ-
τοί ήταν πανπλούσιοι. Είχαν πολύ ωραία σπίτια και ασχολούνταν με το
εμπόριο. Ήταν έμποροι αυτοί. Εμείς ζούσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα
σε μεγάλα καφενεία.
Ερώτηση: Γάμοι, γλέντια γίνονταν εκεί που πήγατε;
Απάντηση: Τι γάμοι. Τόσο μεγάλη πόλη μόνο δυό εκκλησίες είχε. Αφού
σπίτια δεν είχαμε, τι γάμους να κάναμε. Βέβαια, μερικοί παντρεύτηκαν εκεί.
Έχουμε κι εκεί νταμάρι. Εμείς δεν είχαμε που να μείνουμε. Μ’ ένα ρούχο
στην πλάτη είμασταν κορίτσι μ’, γάμους και πανηγύρια θα κάναμε. Αυτοί
που ήταν υπηρέτες, τους έδιναν και μια γωνιά στην αποθήκη για να κοιμη-
θούν. Οι άλλοι τίποτα. Αυτοί είχαν πολύ ωραία σπίτια. Μα μόνο ένα ή δύο
πατώματα. Είχαν όμως μεγάλα υπόγεια... Οι Εβραίοι δεν πείραζαν τους
Έλληνοι... Οι δικοί μας οι Βλάχοι είχαν φέρει και τα κοπάδια τους μαζί.
Ερώτηση: Τα προϊόντα τι τα κάνανε; Τα πουλούσαν;
Απάντηση: Μπα, τί να πουλήσουν. Τα μοίραζαν στους δικούς μας. Οι
Σέρβοι μας έλεγαν πως για δέκα χρόνια θα μπορούσαν να μας ταΐζουν.
Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1918 οπότε άρχισε

και η επιστροφή τους.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1918 το βουλγάρικο μέτωπο θα καταρρεύσει και η Βούλγαροι θα ζητήσουν από τους συμμάχους μας ανακωχή με τον όρο να μην εισβάλλει ο ελληνικός στρατός στη Βουλγαρία. Οι σύμμαχοι μας φυσικά έκαναν αποδεκτό το αίτημα τους! Παρά το γεγονός ότι τους πολέμησαν με κάθε μέσο!! Οι Βούλγαροι (συνεπείς όπως πάντα στις ιστορικές υποχρεώσεις τους), την προστασία που θα τους παρείχαν οι σύμμαχοι θα τους την ξεπλήρωναν, 23 χρόνια μετά, το 1941 προσχωρώντας στις δυνάμεις του Άξονα.

Λίγο αργότερα θα ζητήσει ανακωχή και η Τουρκία, ενώ στις 11 Νοεμβρίου θα παραδοθεί η Γερμανία και έτσι θα τελειώσει ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος.

¨Αμεσα ξεκίνησε και η επιστροφή των εκτοπισθέντων Βλάχων στην περιοχή. Επρόκειτο για πραγματική Οδύσσεια (θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου). Συνολικά οργανώθηκαν τέσσερις αποστολές προκειμένου να επιστρέψουν.

Πίσω στην πατρίδα βρήκαν συντρίμμια, ενώ χωριά ολόκληρα (όπως η Ράμνα) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αρκετοί όμως παρέμειναν στο Ποζάρεβιτς, όπου συμβίωσαν αρμονικά με τους Σέρβους και ευημέρησαν.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι εξ αυτών παρέμειναν και στη Βουλγαρία όπου και βουλγαροποιήθηκαν. Η πλειονότητα όμως των εκτοπισθέντων επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.

Τα γεγονότα που περιγράφηκαν δυστυχώς είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Οι έρευνες που έχουν διενεργηθεί είναι λιγοστές. Η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Βλάχων είναι παραγκωνισμένη και σίγουρα θα πρέπει να ενταθεί.

Τέλος Πρώτου Μέρους.

Η μετανάστευση των Βλάχων προς το νομό Σερρών.

Κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα στην περιοχή  των Σερρών έλαβε χώρα
μία μαζική εγκατάσταση βλάχικων πληθυσμών στο νομό Σερρών.
Η μετανάστευση αυτή πραγματοποιήθηκε εξαιτίας ισχυρών πιέσεων
που δέχθηκαν οι ανωτέρω πληθυσμοί από τους Τούρκους στις περιοχές όπου
διαβιούσαν.



Οι εγκαταστάσεις έγιναν σταδιακά γύρω στο 1750,
αφορμή ήταν οι διωγμοί των Οθωμανών μετά τα Ορλωφικά (1770-71)
 και η ένοπλη σύγκρουση των Βλάχων με τον Αλή πασά (1790-1820).

Σύμφωνα με μαρτυρίες όμως, οι βλάχικοι πληθυσμοί προϋπήρχαν
στο νομό Σερρών.

Ειδικότερα:
Ο χρονογράφος των Σερρών Παπασυναδινός, μνημονεύει την
ύπαρξη Βλάχων στις Σέρρες και στην περιοχή της, από το 17ο αιώνα.
 Αναφέρει δε, ότι το Σεπτέμβριο του 1641, οι Βλάχοι που ζούσαν στην πόλη
των Σερρών και στην περιοχή της, επλήγησαν το ίδιο σκληρά μαζί με άλλες
εθνότητες από μια μεγάλη επιδημία πανούκλας.
Σχετικά με την ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων
κατά τον 17ο και 18ο αιώνα στο Ν. Σερρών,
έχουμε αναφορές ότι στις Σέρρες υπήρχαν βλαχόφωνοι, οι οποίοι είχαν
εγκατασταθεί από προηγούμενες μετακινήσεις πληθυσμών και είχαν ανα-
πτύξει το εμπόριο και τη βιοτεχνία.

Η μετανάστευση.
Αυτή η μαζική μετανάστευση, ανώνυμη και διευρυμένη, έγινε με όλους
τους δυνατούς τρόπους και σχήματα: οικογένειες, μικρές ομάδες, ολόκλη-
ρα χωριά. Ανάλογα με τα σχήματα αυτά, άλλαζε ή διατηρούνταν η εσω-
τερική δομή των ομάδων και των εγκαταστάσεων.
 Όταν η εγκατάσταση γινόταν βαθμιαία,
 τότε οι πρώτες οικογένειες αποτελούσαν τον πυρήνα,
τους ντόπιους, και όσοι έρχονταν σιγά- σιγά αποτελούσαν την περιφέρεια,
που δυναμικά όλο και μεγάλωνε, αφού ήταν δεκτοί όλοι.

Βλάχικος γάμος στις Σέρρες το 1937

 Οι Βλαχόφωνοι προερχόμενοι κυρίως από τη Δυτική Μακεδονία,
 την Ήπειρο, τα χωριάτου Ασπροποτάμου, τη Μοσχόπολη και το Μοναστήρι,
 εγκαθίστανται στις πλαγιές του Μπέλλες και του Μενοίκιου όρους,
 φτάνοντας μέχρι την Αλιστράτη, είτε δημιουργώντας καινούργια χωριά
είτε ζώντας δίπλα σε άλλους.
 Έτσι, τα χωριά παρουσιάζουν μεικτό πληθυσμιακό χαρακτήρα και
διατηρούν εσωτερικούς διαχωρισμούς στη βάση της καταγωγής και της αί-
σθησης της διαφοράς.
  Ο Ναούμ Μαρόκος αναφέρει σχετικά:
«Εμείς είμαστε απ’ τη Ράμνα. Εγώ γεννήθηκα εκεί.
 Και οι δυό μου οι γονείς ήταν Βλάχοι.
Αυτοί ήρθαν απ’ τη Μπίτουλα (Μοναστήρι).
 Απ’ το Κρούσοβο, απ’ εκεί. Πρώτα ήρθαν
αυτοί και μετά ήρθαν απ’ τη Νέβεσκα, Γραμμουστιάννιδες, κι ύστηρα ήρ-
θαν κι Μπουϊσιώτες. 
Χωριά ήταν αυτά. Βλάχοι είναι αυτοί. Είχαμε ακόμη
κι Αητομηλιώτες. Το πρώτο που κάνανε μετά τα σπίτια τους ήταν αυτή η
παλιά η εκκλησία. Την πρόλαβα ιγώ. Ήταν από φλαμούρι σανίδια. Οι ίδιοι
οι Βλάχοι τόκαναν. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν μαραγκοί……..»

Η ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων
Οι πληθυσμιακές αυτές ενότητες, οι οποίες συνιδρύουν τις νέες κοινότη-
τες, διατηρούν και αναπαράγουν τη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους, κα-
θώς εγκαθίστανται σε ξεχωριστές γειτονιές (μαχαλάδες) και μεταφυτεύουν
εκεί μορφές κοινωνικών σχέσεων και νοοτροπιών, οι οποίες χαρακτηρίζουν
τις κοινότητες προέλευσής τους. Οι διαχωρισμοί εκφράζονται παραστατικά
σε διάφορες εκδηλώσεις της κοινοτικής ζωής.
 «Εμείς την ημέρα των Αγίων Αποστόλων κάναμε μεγάλο πανηγύρι
 και όλα τα γύρω χωριά έρχονταν για
να μας δουν πως γλεντούσαμε.
 Τρεις μέρες τραγουδούσαμε και χορεύαμε.
Τραγουδούσαμε πολύ και στα Βλάχικα, μα, και στα Ελληνικά. 
Είχαμε λεβέντικους χορούς. 
Η μάνα μου φορούσε μακριά μεταξωτά φουστάνια και
είχε κρεμασμένες και λύρες εδώ μπροστά. Ήταν πολύ όμορφες οι γυναίκες
μας, νταρντάνες. Την ημέρα τ’ Αϊ Γιωργιού, ερχόνταν κι οι Τούρκοι απ’ τα
γειτονικά χωριά κι έμπαιναν κι αυτοί μέσα στο πανηγύρι. Εμάς οι Τούρκοι
δεν μας πείραζαν. Ένας πλούσιος Τούρκος ήταν στο Θρακικό, ο οποίος
μάζευε πολύ κόσμο και δούλευε για αυτόν, μα, τους τάιζε όμως. Δεν είχα-
με προβλήματα μαζί τους. Η Ράμνα ήταν κέντρο. Τσοπαναραίοι, πρόβατα,
όλοι κεχαγιάδες ήταν».




 Η αξία αυτών των καταθέσεων είναι πολύ σημαντική,
γιατί τα άτομα θυμούνται και ανασυγκροτούν το παρελθόν τους
ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας καθώς η περιρρέουσα ιστορία διεισδύει
στην ατομική μνήμη. Στο προφορικό υλικό αποτυπώνουν τη νοοτροπία, τις
αντιλήψεις, τις στάσεις και τους ιδιαίτερους τρόπους πρόσληψης της πραγ-
ματικότητας καθώς και τις αντιστάσεις και τις συμπεριφορές που απορρέ-
ουν από αυτές. Και μέσα απ’ αυτό το υλικό αναδεικνύονται οι στρατηγικές
επιβίωσης, αλλά και οι αντιδράσεις εκείνες που επηρέασαν τον ιστό των
κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι οι τρόποι συμμετοχής και βίωσης της ιστο-
ρίας.

Βλάχικη φορεσιά γάμου στο Χιονοχώρι Σερρών


Συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό Μακεδονικό αγώνα.
Στις καινούργιες τους πατρίδες οι Βλάχοι, πολύ σύντομα, έκαναν έντο-
νη την παρουσία τους στην περιοχή, συμμετέχοντας και πρωτοστατώντας
στους κοινούς απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδας. "Πολλοί ήταν οι
Βλάχοι που ήταν πρώτοι στον Μακεδονικό Αγώνα. Δεν έχεις ακούσει για
τον καπετάν Στέργιο Βλάχμπεη; Ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των Βουλγά-
ρων. Τίποτας δεν σκιάζονταν. Ήταν κι ο Στάϊκος, ο Αρναούτος, ο Θειός
μου ο Αραμπατζής, ο Τσίκος, ο Ρόσκας, οι Τζουμαϊλίδες κ.ά. Εδώ στη Ρά-
μνα, που ήταν ο μύλος, σκότωναν και παπάδες. Επειδή ο παπάς έψαλνε
πρώτα στα ελληνικά και μετά το γύρισε στα βουργάρικα, ήρθαν και τον
σκότωσαν."

Οι Βλάχοι αποτελούν σήμερα σημαντικό κομμάτι της πληθυσμιακής
 σύνθεσης του νομού Σερρών.

Ρουμάνικη προπαγάνδα που ασκήθηκε στους ελληνικούς βλάχικους πληθυσμούς

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα όπως επανειλημμένα έχει σημειωθεί στην ιστοσελίδα μας, προέκυψε η δημιουργία μίας νέας δυναμικής στην Άνω Βαλκανική. Η περιοχή εισήλθε σε μία νέα ιστορική περίοδο.



Τα γεγονότα τα οποία συντέλεσαν προς την ανωτέρω κατεύθυνση ήταν τα ακόλουθα:

1) Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), η οποία και διευκόλυνε μεταξύ άλλων (προσαρτήθηκε το Βελιγράδι στην Αυστροουγγαρία) τις μετακινήσεις μεταξύ υπηκόων της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
2) Ο Κριμαϊκός πόλεμος και
3) Οι μεταρυθμίσεις του Τανζιμάτ


Η Οθωμανική αυτοκρατορία πιέστηκε σε γενικές γραμμές να παραχωρήσει ελευθερίες υπό το πρίσμα της Αυστροουγγρικής επέκτασης.



Στη γενικότερη προσπάθεια των εθνικών κινημάτων των βαλκανικών χωρών εντάσσεται και η ρουμανική προπαγάνδα, μόνο που αυτή αποτελεί ένα παράδοξο ιστορικόφαινόμενο, αφού ο πληθυσμός, τον οποίο προσπαθούσε να «αφυπνίσει», βρισκόταν μακριά από το εθνολογικό και εθνικό της κέντρο και δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ενσωματωθεί στο ρουμανικό κράτος.

Η Ρουμανία λοιπόν πλησίασε τους Κουτσοβλάχους από τη στιγμή που έχασε τη
Βεσσαραβία, η οποία προσαρτήθηκε στη Ρωσία, και άρχισαν να πληθαίνουν οι ομογενείς της που απομακρύνονταν από τον εθνικό της κορμό. Αυτή η κατάσταση ενισχυό-
ταν βέβαια και από το γεγονός ότι εκατομμύρια Ρουμάνοι βρίσκονταν αλύτρωτοι και στις αυστροουγγρικές επαρχίες της Τρανσυλβανίας, του Βανάτου και της Βουκοβίνας. Έτσι εναγώνια έψαχνε αλλού το «ιστορικό της πρόσωπο» και όταν «ανακάλυψε» τη γλωσσική συγγένεια της ρουμανικής γλώσσας με το κουτσοβλαχικό ιδίωμα, έστρεψε εκεί όλη την προπαγανδιστική της δράση. (Νικολαΐδου)


Η προπαγάνδα αναπτύχθηκε σε πολιτικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο. Η βόρεια Ελλάδα (Ήπειρος, κεντρική και δυτική Μακεδονία), η Θεσσαλία και η Πελαγονία (νότια περιοχή των Σκοπίων), ήταν τα πεδία στα οποία έδρασε η προπαγάνδα (σε περιορισμένη κλίμακα βέβαια).



Οι Έλληνες Βλάχοι φυσικά γύρισαν την πλάτη τους στη ρουμανική προπαγάνδα πλην ορισμένων ελληνόφωνων γραικύλων. Ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ρουμάνικη προπαγάνδα καίτοι είχε τη στήριξη δύο αυτοκρατοριών (Γερμανία-Ιταλία) είδε τις πλάτες των Ελλήνων γυρισμένες...

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...