Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερντογάν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερντογάν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Καλοκαίρια με τους Τούρκους. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ

 Το φετινό καλοκαίρι δεν έδωσε, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, εντυπωσιακές τηλεοπτικές εικόνες όπως το περσινό, με ερευνητικά τουρκικά να κόβουν βόλτες στο Αιγαίο και με τους στόλους των δύο κρατών παρατεταγμένους σε διαρκείς διατάξεις μάχης. Ετσι, κάποιοι ίσως έχουν μείνει ακόμα με την εντύπωση ότι είναι ένα «ήσυχο καλοκαίρι», όπως προ μηνών διαφημίστηκε. Ομως, η πραγματικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη. Οχι μόνον δεν είναι ήσυχο, αλλά, αντιθέτως, το θερμόμετρο εκτοξεύθηκε μετά την επίσκεψη Ερντογάν στα κατεχόμενα της Κύπρου. Τόσο, που όχι απλώς θορύβησε τη διεθνή κοινότητα οδηγώντας ακόμα και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να πάρει άμεσα θέση, αλλά, πιο σημαντικό, όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις να κάνουν το ίδιο.





Εκεί, υπήρξε περίπου ομόθυμη καταδίκη της τουρκικής στάσης. Με μία μεγάλη παραφωνία: αυτή της Γερμανίας. Που αν και χρησιμοποίησε, όπως πάντα, διπλή γλώσσα, επί της ουσίας έστειλε το μήνυμα «αφήστε ήσυχη την Τουρκία». Τώρα το ότι οι κινήσεις αυτές παραβιάζουν ωμά τον Καταστατικό Χάρτη και τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ, ότι επεκτείνουν την επί μισό αιώνα παράνομη κατοχή τμήματος χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης, αλλά και το ότι προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πάντων, όλα αυτά, δεν «συγκίνησαν» το Βερολίνο. Και σε αυτή την κλιμάκωση η Τουρκία βρήκε στη Γερμανία για μία ακόμα φορά έναν ισχυρό σύμμαχο. Που απονεύρωσε άμεσα κάθε δυνατότητα της Ευρώπης να αντιδράσει ως θα όφειλε και όπως πολλές χώρες της ήθελαν. Από αυτή την άποψη ο Ερντογάν κατήγαγε μία ακόμα νίκη.

Ομως όσο κι αν αυτό είναι πρόβλημα (ίσως περισσότερο για την ίδια την Ευρώπη και τη δήθεν υπερεθνική ολοκλήρωσή της παρά για την ίδια την Κύπρο), η νίκη δεν τού είναι αρκετή. Κάθε άλλο μάλιστα. Οταν τα πράγματα σκουρύνουν αληθινά, το τι κάνει η Γερμανία δεν θα έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο άλλες χώρες, όπως, φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, ή και το Ισραήλ και, πιθανώς και η Ρωσία, που όμως παραδοσιακά κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από τις εξελίξεις τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στην Κύπρο.

Ολα αυτά έχουν φανεί ξεκάθαρα πολλές φορές. Και ιδίως στις μεγάλες κρίσεις άλλων τραγικών για τον ελληνισμό καλοκαιριών με τους Τούρκους: η Μικρασιατική Καταστροφή έγινε καλοκαίρι, όπως και ο Αττίλας το ίδιο – και τα Σεπτεμβριανά της Κωνσταντινούπολης μόλις λίγες ημέρες μετά το τέλος του. Αυτό είναι φυσικά απλώς μια σύμπτωση, δεν σημαίνει τίποτα. Εκείνο όμως που σημαίνει τα πάντα είναι το γεγονός ότι όλα εκείνα τα μοιραία καλοκαίρια, η στάση των πραγματικά σημαντικών Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας βρισκόταν στον απόλυτο αντίποδα της σημερινής. Και η Ελλάδα είχε ευθύνη γι’ αυτό. Εκανε το ένα βαρύ λάθος πάνω στο άλλο, χωρίς να κατανοεί και να υπολογίζει το διεθνές περιβάλλον, σε ένα ζήτημα που της ήταν αδύνατο να το δει στις πλήρεις και πραγματικές διαστάσεις του. Και τυφλωμένη από αυτή της την αδυναμία έκανε χωρίς να το αντιλαμβάνεται ουσιαστικά ότι μπορούσε για να σπρώξει την Τουρκία στην αγκαλιά των Μεγάλων Δυνάμεων και για να βρεθεί η ίδια στρατηγικά απέναντί τους. Δυστυχώς, τα κατάφερε μια χαρά. Επίσης το ίδιο έκανε, για μεγάλο διάστημα, και η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία, που κάποτε ιστορικοί ηγέτες της είχαν φτάσει να τη χαρακτηρίσουν υπερήφανοι ως μία «Κούβα της Ευρώπης».

Ευτυχώς σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Η πολιτικότητα του σχήματος Ελλάδα – Κύπρος – Τουρκία – Μεγάλες Δυνάμεις έχει, επιτέλους, αλλάξει εντελώς. Αυτό δεν έγινε εύκολα. Ούτε γρήγορα. Και δεν θα είχε επιτευχθεί εάν ο Ερντογάν δεν είχε περιέλθει σε διαρκή κατάσταση νεοαυτοκρατορικής μεγαλομανίας, την οποία ευτυχώς και συντηρεί με τον πιο επίμονο τρόπο. Η Τουρκία δεν είναι πια ο πολύτιμος σύμμαχος της Δύσης του Ψυχρού Πολέμου. Παραμένει μία χώρα που προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή, όμως, πλέον, με ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία και με θεμέλιο την απόλυτη αναξιοπιστία της. Για τη Δύση δεν είναι πια λύση. Είναι πρόβλημα. Οξύ. Που συνεχώς μεγαλώνει. Και καθίσταται όλο και πιο επικίνδυνο. Αυτό κάνει την κρίσιμη διαφορά.


Πηγή in.gr

Το παιχνίδι της Τουρκίας στο στόμα του λύκου. Τα σχέδια Ερντογάν για το Αφγανιστάν. Ευρυδίκη Μπερσή

 Το Αφγανιστάν, γνωστό ως «νεκροταφείο αυτοκρατοριών», θα αποτελέσει άραγε και ταφόπλακα των αυτοκρατορικών φιλοδοξιών του Ταγίπ Ερντογάν στην Κεντρική Ασία; Στις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στη χώρα με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και την προέλαση των Ταλιμπάν, η Τουρκία επιδιώκει να αποκτήσει ρόλο μεσολαβήτριας, εγχείρημα παρακινδυνευμένο, το οποίο όμως της αποδίδει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη.

Η κατάσταση στο Αφγανιστάν, ένα μήνα πριν από την ολοκλήρωση της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων, μπορεί να περιγραφεί μόνο ως δραματική. Το πιο ενθαρρυντικό που έχουν να πουν οι Αμερικανοί επιτελείς είναι ότι η επικείμενη κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν «δεν είναι νομοτελειακή». Στην πράξη ίσως το ερώτημα είναι πόσος χρόνος θα χρειαστεί μέχρι οι Ταλιμπάν να επικρατήσουν πλήρως και ποια εξωτερική δύναμη μπορεί να τους επηρεάσει. 

Οι Ταλιμπάν, φορείς αποκρουστικών μεσαιωνικών αντιλήψεων, είχαν εκδιωχθεί από την εξουσία το 2001 με την επέμβαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, ως τιμωρία για τη φιλοξενία που προσέφεραν στον Οσάμα μπιν Λάντεν και στην Αλ Κάιντα. Οι ΗΠΑ παρέμειναν στο Αφγανιστάν, στηρίζοντας την κυβέρνηση που εγκατέστησαν στην Καμπούλ και ελπίζοντας ότι μπορεί να υπάρξει σταθερότητα, την ώρα που το αντάρτικο εις βάρος τους επέμενε. «Διαπράξαμε ύβρη», δήλωσε ο επικεφαλής της ελεγκτικής υπηρεσίας του Πενταγώνου, Τζον Σόπκο. «Πιστέψαμε ότι μπορούμε να πάρουμε μια χώρα που ήταν σε απελπιστική κατάσταση το 2001 και να τη μετατρέψουμε σε μικρή Νορβηγία». 

Μεγάλες φιλοδοξίες τρέφει τώρα και η Αγκυρα, επιδιώκοντας να διατηρήσει στη χώρα δύναμη 500 ανδρών, η οποία θα φυλάσσει το αεροδρόμιο της Καμπούλ και θα διασφαλίζει ότι, σε περίπτωση κινδύνου, οι ξένοι διπλωμάτες θα μπορούν να διαφύγουν από τη χώρα. Αλλά αν υπάρχει ένα πράγμα που οι Ταλιμπάν έχουν κάνει «σημαία» τους, πέρα από την ίδρυση χαλιφάτου, είναι η αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από τη χώρα. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο στρατιώτες αλλά και μισθοφόρους, όχι μόνο Δυτικούς αλλά και Τούρκους.



Ο Ρασίντ Ντοστούμ

Οι Τούρκοι είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, όπως και οι Ταλιμπάν, αλλά η ιδέα ότι αυτό θα τους καταστήσει περισσότερο ευπρόσδεκτους είναι υπεραπλουστευμένη. Ο άνθρωπος της Αγκυρας στο Αφγανιστάν ήταν ο Ουζμπέκος οπλαρχηγός –μετέπειτα στρατηγός, μετέπειτα στρατάρχης, μετέπειτα αντιπρόεδρος– Ρασίντ Ντοστούμ, ένας από τους βασικότερους αντιπάλους των Ταλιμπάν. Για την ακρίβεια, η λέξη «αντίπαλος» δεν περιγράφει το μίσος που τρέφουν οι Ταλιμπάν για τον Ντοστούμ, ο οποίος το 2001 ήταν ηγετικό στέλεχος της Βόρειας Συμμαχίας που προήλαυνε υποστηριζόμενη από την αεροπορία του ΝΑΤΟ. Ο Ντοστούμ είχε πείσει χιλιάδες Ταλιμπάν να παραδοθούν και εν συνεχεία τους είχε εξοντώσει με φρικτό τρόπο, μέσα σε κοντέινερ, σε ένα από τα πιο βάρβαρα επεισόδια μιας εικοσαετίας που βρίθει από μελανές σελίδες. Το προπύργιο του Ντοστούμ, η πόλη Σεμπεργκάν στα σύνορα με το Τουρκμενιστάν, καταλήφθηκε πρόσφατα από τους Ταλιμπάν, ενώ ο ίδιος τους τελευταίους μήνες ζει στην Τουρκία. 

Ενδεχομένως, στις συνομιλίες τους με Αμερικανούς αξιωματούχους, οι Τούρκοι διαφημίζουν τον έλεγχο που ασκούν στον Ντοστούμ ως «χαρτί» για την πιθανή μελλοντική άσκηση επιρροής (βλ. νέο αντάρτικο) στις περιοχές του Αφγανιστάν στις οποίες ζουν συγγενή τουρκικά φύλα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν κάλεσε τους Ταλιμπάν «να φύγουν από τα εδάφη των αδελφών τους», δηλαδή από τις περιοχές του Αφγανιστάν που κατοικούνται από Ουζμπέκους, Τατζίκους και Τουρκμένους. Παράλληλα, οι Τούρκοι προσπαθούν να προβληθούν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στην κυβέρνηση της Καμπούλ και στους Ταλιμπάν, αν και η άρνηση των Ταλιμπάν να λάβουν μέρος στις ειρηνευτικές συνομιλίες που επιχείρησε να οργανώσει η Τουρκία στην Κωνσταντινούπολη δείχνει τα όρια αυτής της ιδέας. Πάντως, οι ΗΠΑ φαίνεται να ενδιαφέρονται τουλάχιστον για τη διατήρηση της τουρκικής δύναμης στο αεροδρόμιο και Τούρκοι παρατηρητές θεωρούν ότι αυτό εξηγεί τους ηπιότερους τόνους της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στην Αγκυρα τις τελευταίες εβδομάδες.  

Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν γνωρίζει τις συνέπειες που θα έχει η αμερικανική αποχώρηση και η πιθανή κατάρρευση της κυβέρνησης της Καμπούλ για τα τμήματα εκείνα της αφγανικής κοινωνίας, κυρίως τα κορίτσια και τις γυναίκες των πόλεων, που βελτίωσαν κάπως τη θέση τους την τελευταία εικοσαετία, βγαίνοντας από το σπίτι όπου τις είχαν κλεισμένες οι Ταλιμπάν. Ομως θεωρεί ότι το Αφγανιστάν είναι μια «μαύρη τρύπα» που καταβροχθίζει χρήματα και ζωές, χωρίς ορατή διέξοδο. Ακόμη και τώρα, που ο αφγανικός στρατός κινδυνεύει θανάσιμα, τα χρήματα και τα καύσιμα που προορίζονται για τον στρατό «χάνονται» πολύ συχνά στη διαδρομή.

Τους τελευταίους μήνες, η επιχειρησιακή ετοιμότητα της αφγανικής αεροπορίας έχει πέσει κατακόρυφα, καθώς αποχωρούν οι μονάδες που συντηρούσαν τα ελικόπτερα και τα αεροσκάφη. Η μάχη οπισθοφυλακής που δίδεται τώρα στην Ουάσιγκτον αφορά το να διατηρήσουν οι ΗΠΑ επαρκείς δυνάμεις μισθοφόρων ώστε να μην καταρρεύσει αμέσως η αφγανική αεροπορία. Την ίδια στιγμή, οι Ταλιμπάν δολοφονούν στοχευμένα πιλότους. Και μέσα στο στόμα του λύκου, η Τουρκία κάνει παιχνίδι. 

Aνησυχία

Πέρα από την καθαρά ανθρωπιστική διάσταση του ζητήματος, κάθε χώρα ανησυχεί για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν από διαφορετική σκοπιά. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης φοβούνται ότι, αν καταρρεύσει η κυβέρνηση της Καμπούλ, μέσα σε λίγους μήνες εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί πρόσφυγες θα ζητούν ασφαλές καταφύγιο στην Ευρώπη. Η Ρωσία ανησυχεί ότι η πιθανή επικράτηση των Ταλιμπάν, τους οποίους συνεχίζει να κατατάσσει στις τρομοκρατικές οργανώσεις, μπορεί να ενισχύσει τους τζιχαντιστές στις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Αντίστοιχα η Κίνα δεν θέλει να ενισχυθούν οι φονταμενταλιστές Ουιγούροι και η Ινδία φοβάται για τις επιπτώσεις στο Κασμίρ. Με την εξαίρεση κύκλων των πακιστανικών υπηρεσιών ασφαλείας, καμία χώρα, μικρή ή μεγάλη, δεν καλωσορίζει τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Κάποιες όμως σπεύδουν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, όπως έκανε η Κίνα υποδεχόμενη με όλες τις τιμές το ηγετικό στέλεχος των Ταλιμπάν, μουλά Αμπντούλ Γκανί Μπαραντάρ, ο οποίος φωτογραφήθηκε με τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών Γουάνγκ Γι. Νωρίτερα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι είχε τηλεφωνήσει στον Αφγανό πρόεδρο Ασράφ Γκανί, τηρώντας τις ισορροπίες. Διαπραγματευόμενοι με τις ΗΠΑ στην Ντόχα, με τη μεσολάβηση του Κατάρ, οι Ταλιμπάν έδειξαν ότι διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα πραγματισμού. Υπάρχει άραγε κάποια εξωτερική δύναμη που θα μπορούσε να τους πείσει να μην ανοίξουν έναν νέο κύκλο αίματος, αλλά να διαπραγματευτούν μια λύση με την κυβέρνηση της Καμπούλ; 

Ή θα μεθύσουν (τρόπος του λέγειν, το οινόπνευμα απαγορεύεται) από την επικράτησή τους στα πεδία των μαχών –από το γεγονός ότι οι Αμερικανοί έφυγαν κυριολεκτικά νύχτα από τη βάση Μπαγκράμ– και από τη μανία εκδίκησης θα μετατρέψουν το Αφγανιστάν σε κόλαση επί της Γης; 

Πηγή Καθημερινή



Κήρυγμα παντουρκισμού στα σχολικά βιβλία

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, όμως, απελευθερώθηκαν όσοι Τούρκοι πολιτικοί, στοχαστές και εκπαιδευτικοί πρεσβεύουν τη δημιουργία μιας νέας «σκληρής» τουρκικής συνείδησης με όραμα και πίστη στην τουρκική ανωτερότητα έναντι άλλων λαών και πολιτισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κίνητρο είναι πολιτικό και μεσσιανικό ταυτόχρονα. Ο Ερντογάν δεν θέλει απλώς να επιβληθεί σήμερα, αλλά να αλλάξει την ιστορική πορεία της χώρας του. Μέσα από την αλλαγή του τρόπου αυτοπροσδιορισμού των Τούρκων ενισχύεται ο διπλός στόχος της αναβίωσης μιας νεοοθωμανικής εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης με στοιχεία αυτοκρατορικής αυτοπεποίθησης και παράλληλα της μετατροπής των πρώτων εκατό ετών μιας κοσμικής δημοκρατίας με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά σε ιστορική παρένθεση.




Ολα αυτά αποτυπώνονται σε μια ανάλυση 28 τουρκικών σχολικών βιβλίων που ανανεώθηκαν σε βάθος μετά το 2016 και κυκλοφόρησαν τα τελευταία δύο χρόνια. Η ανάλυση έχει τίτλο «Η επανάσταση του Ερντογάν στα τουρκικά σχολικά βιβλία» (The Erdogan Revolution in the Turkish Curriculum Textbooks). Η έρευνα αυτή διενεργήθηκε πρόσφατα από ένα βρετανικό και ένα ισραηλινό ινστιτούτο και αποκαλύπτει ότι η Τουρκία πλέον υπερβαίνει τη Σαουδική Αραβία ως το επίκεντρο της δυτικής κριτικής σε ό,τι αφορά τη διάδοση μηνυμάτων εθνικισμού με ιστορική και πατριωτική επίφαση που νομιμοποιεί και ενδυναμώνει ιδέες ρατσισμού και μισαλλοδοξίας. Το Ισραηλινό Ινστιτούτο Ειρήνης και Πολιτισμικής Ανεκτικότητας στη Σχολική Εκπαίδευση (Impact-Se) και το βρετανικό ερευνητικό κέντρο Henry Jackson Society καταλήγουν στην εκτίμηση ότι το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα, που ήταν έως πρόσφατα υπόδειγμα στον μουσουλμανικό κόσμο για την κοσμική προσέγγισή του καθώς συνδύαζε την ανεκτικότητα απέναντι στις μειονότητες με την αναγνώριση των κουρδικών ως μειονοτικής γλώσσας, έχει πλέον διολισθήσει σε μια συστηματικά θετική παρουσίαση αρχών και συλλήψεων όπως ο ιερός πόλεμος (τζιχάντ), η μετατροπή του στρατιώτη σε μάρτυρα όταν πεθαίνει στη μάχη καθώς και στην ανάδειξη του νεοοθωμανισμού και του παντουρκισμού ως καθοδηγητικών εθνοθρησκευτικών κοσμοθεωριών. 

Αναφέρεται επίσης ότι η σχολική εκπαίδευση στρέφεται αποκλειστικά στις διδαχές του σουνιτισμού και καλλιεργεί κλίμα συμπάθειας για τα κίνητρα του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και της Αλ Κάιντα. Παρά τις μεταβολές που ήδη είχαν συμβεί στην εκπαίδευση από το 2002 και μετά, οι αλλαγές της τελευταίας τριετίας αντιπροσωπεύουν την πρώτη πραγματική παρέμβαση που έγινε στα σχολικά βιβλία κατά την περίοδο Ερντογάν. «Οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι η πιο σοβαρή πλευρά της εποχής Ερντογάν στην Τουρκία σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική», λέει στην «Κ» ο συγγραφέας και αναλυτής Σονέρ Τσαγαπτάι, επικεφαλής του «Προγράμματος για την Τουρκία» στο Washington Institute. «Κατά την άποψή μου, η αιτία που η Τουρκία λειτουργούσε με επιτυχία ως κοσμική κοινωνία και δεν χαρακτηριζόταν από θρησκευτικό ριζοσπαστισμό ήταν η ύπαρξη ενός κοσμικού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια το σύστημα αυτό έχει αποδυναμωθεί».

Οι μετριοπαθείς αναλυτές διατηρούν επιφυλάξεις για το εύρος των φιλοδοξιών του Ερντογάν και συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να τηρήσει μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις δυτικές απαιτήσεις για την αποκατάσταση των δημοκρατικών αρχών και ελευθεριών και στις σκληρές στάσεις και θέσεις που οφείλει να υποστηρίζει εάν θέλει να εξασφαλίσει μια ηγετική θέση για την Τουρκία στο παγκόσμιο Ισλάμ, που περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράν και την Ινδονησία. Σημειώνεται ότι ο Ερντογάν συνεχίζει να υποστηρίζει τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους», οι οποίοι μετακινήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από τον διωγμό τους από την Αίγυπτο το 2013, έστω κι αν οι τουρκικές αρχές ζήτησαν πρόσφατα από τρία τηλεοπτικά κανάλια φίλα προσκείμενα στους «Αδελφούς» που εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη να μετριάσουν τους τόνους της κριτικής τους κατά της κυβέρνησης της Αιγύπτου.

Οι «ευσεβείς Τούρκοι»

Η αλλαγή των σχολικών εγχειριδίων από τον Τούρκο πρόεδρο αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του στόχου του για την ανατροφή μιας νέας γενιάς «ευσεβών Τούρκων», όσο και στην εδραίωση της θέσης του στις συνειδήσεις των όπου γης σουνιτών μουσουλμάνων. Ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Τζέιμς Ντόρσι, ανώτατος συνεργάτης του ισραηλινού Begin Sadat Center for Strategic Studies (BESA), «οι αναφορές σε Χριστιανούς και Εβραίους σε τουρκικά σχολικά εγχειρίδια ως “απίστων” αντί της κλασικής αναφοράς ως “Ανθρώπων της Βίβλου”, μπορεί να συναντά την επιδοκιμασία σε μερίδα του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά υπονομεύει ταυτόχρονα τον ισχυρισμό του Ερντογάν ότι επιθυμεί μια πολιτική συνεργασίας και συμφιλίωσης με τη Δύση». 


Και παρά το γεγονός ότι στα νέα βιβλία υπάρχουν θετικές αναφορές στον εβραϊκό και τον ιουδαϊκό πολιτισμό και για πρώτη φορά αναφέρεται το Ολοκαύτωμα, τα βιβλία αυτά έρχονται σε αντίθεση με ένα κλίμα θετικών μεταρρυθμίσεων που χαρακτηρίζει εσχάτως την εκπαίδευση στη Σαουδική Αραβία, στην Ινδονησία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ο Μάρκους Σεφ, διευθύνων σύμβουλος της Impact-Se, τονίζει ότι «η ιδέα πως η τζιχάντ είναι σήμερα κομμάτι του τουρκικού εκπαιδευτικού προγράμματος και ότι εξιδανικεύεται η ιδέα του μαρτυρίου στη μάχη μπορεί να συμβαδίζει με όσα ήδη γνωρίζουμε για τον Ερντογάν, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί σοκ».


Παντουρκισμός και νεοοθωμανισμός στα σχολεία

Η σύνθεση του παντουρκισμού με τον νεοοθωμανισμό αποκαλύπτει ότι σημαντικό τμήμα της σημερινής ηγετικής τάξης της Τουρκίας θεωρεί ότι ηγείται ή ότι πρέπει να ηγηθεί των μουσουλμάνων ολόκληρου του κόσμου. Η τάση αυτή εκδηλώθηκε αμυδρά το 1991 μετά την πτώση της Σοβιετικής Eνωσης, όταν χάρτες με το ευρύτερο τουρκικό – ασιατικό τόξο εμφανίστηκαν για πρώτη φορά και αφορούσαν εθνότητες υπό τους Σοβιετικούς που εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Ουσιαστικά όμως εμφανίστηκε το 2015, όταν άρχισε η συνεργασία του Ερντογάν με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και επιταχύνθηκε μετά το 2016. 

Ο παντουρκισμός είναι μια πολιτική και εθνικιστική ουτοπία. Μέσα από αναφορές στην πολιτική και διοικητική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατυπώνεται το όραμα ενός κόσμου που θα είναι καλύτερος όταν θα ηγείται σε αυτόν το τουρκικό έθνος. Στη φιλοδοξία αυτή προστίθεται ο νεοοθωμανισμός. Τα δύο πρότυπα αλληλοσυμπληρώνονται αφού ο νεοοθωμανισμός προσφέρει πολιτιστικό περιεχόμενο στο πολιτικό όραμα του παντουρκισμού. Αναφέρεται ότι ο οθωμανικός πολιτισμός διευρύνθηκε μετά την υιοθέτηση του Ισλάμ από τους Τούρκους και εκτείνεται από τη Δυτική Κίνα και τη Σιβηρία ώς τη Βοσνία. Το Ισλάμ αναβαθμίζεται σε αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Πρόκειται για μια επιχείρηση αναστήλωσης και ανακαίνισης μιας παλαιότερης εκδοχής εθνικής ταυτότητας που εγκαταλείφθηκε από τον Κεμαλισμό. Η τάση ενός τουρκικού εξαιρετισμού που αντιστέκεται στην «αφομοίωση» στο δυτικό πλαίσιο είναι ισχυρή και σαφώς εκφράζεται από τον πρόεδρο Ερντογάν, αν και ο «ευρωπαϊκός αντίλογος» είναι εξίσου ισχυρός στην τουρκική κοινωνία.

Στο πλαίσιο αυτό είναι έντονη πλέον η παρουσία της έννοιας της τζιχάντ (ιερός πόλεμος) στα σχολικά βιβλία, ενώ εισάγονται όλο και περισσότερα στοιχεία της σαρίας, του νομικού κώδικα του Ισλάμ. Δεν θα πρέπει αυτό να παρερμηνευτεί καθώς ούτε εισάγεται συνολικά η σαρία, ούτε η πλειονότητα των Τούρκων την αποδέχεται εξ ολοκλήρου. Και ούτε η σαρία σημαίνει μόνον «σωματική ποινή», όπως πιστεύεται στη Δύση. Eίναι ένα ευέλικτο σύστημα κανόνων που κάποιοι τηρούνται και άλλοι αγνοούνται. Λίγοι μουσουλμάνοι, οι απόλυτα ευσεβείς, εφαρμόζουν τη σαρία στο σύνολό της, όπως σε άλλες θρησκείες αντίστοιχες μειοψηφίες μπορεί να ακολουθούν αυστηρά τυπικά. Ωστόσο, η αναβάθμιση της σημασίας της σαρίας στο μέχρι πρότινος κοσμικό κράτος της Τουρκίας συγκεντρώνει την προσοχή, όπως θα συγκέντρωνε στην Ελλάδα μια πιθανή αναβάθμιση της Παλαιάς Διαθήκης. 


Την ώρα που κεφάλαια για τη δαρβινική θεωρία αφαιρέθηκαν από τη μέση εκπαίδευση, οι μαθητές διδάσκονται ότι ένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να είναι αληθινός πιστός αν δεν μάχεται στο όνομα του Αλλάχ. Ασφαλώς, και πάλι, όσο κι αν αυτό προκαλεί σοκ στη Δύση, αξίζει να θυμηθούμε ότι ανάλογη σύνδεση θεοτήτων και αγίων με τον πόλεμο και τις μάχες έχουν παρατηρηθεί διαχρονικά σε κάθε χώρα και πολιτισμό (και όχι μόνο στις «Σταυροφορίες»). Η Τουρκία βεβαίως περνάει σήμερα μία περίοδο όπου αποδίδεται μια ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση σε αυτές τις συνδέσεις, την ίδια ώρα που μια ανάλογη σημειολογία έχει υποχωρήσει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, χωρίς όμως να έχει εγκαταλειφθεί.


Κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής της Aγκυρας είναι η ταύτιση θρησκείας και εθνικισμού με στόχο την εμφύσηση στη νέα γενιά μιας εθνικής συνείδησης με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ακριβώς γι’ αυτό η έννοια της τζιχάντ δεν περιορίζεται στο θρησκευτικό πεδίο, αλλά αποκτά και μια εθνικιστική διάσταση εφόσον αναφέρεται ως στόχος της «η προστασία της πατρίδας». Η «τουρκική λεκάνη» προσδιορίζεται ως μια περιοχή από την Κεντρική Ασία ώς την Αδριατική. Η τουρκική κυριότητα διατυπώνεται έμμεσα και προσεκτικά καθώς συνδέεται με το οθωμανικό πολιτισμικό αποτύπωμα των τελευταίων έξι αιώνων. 


Στην Ελλάδα, όπου συχνά διαπιστώνουμε το ελληνικό αποτύπωμα χιλιετιών σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ίσως δεν θα πρέπει να θεωρείται αδιανόητο που οι Τούρκοι επιχειρούν να ιχνηλατήσουν κι αυτοί την παρουσία τους σε μια αναγκαστικά μικρότερη χρονική και γεωγραφική έκταση αφού η εμβέλεια, η ακτινοβολία και η ιστορία του οθωμανικού (όπως και σχεδόν κάθε άλλου) πολιτισμού ασφαλώς δεν είναι ανάλογη του ελληνικού. Ο ελληνικός και ελληνοχριστιανικός πολιτισμός άλλωστε έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στην Ιωνία και στον Εύξεινο Πόντο (από την Παναγία Σουμελά στον Πόντο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Πόλη ώς τη Βιβλιοθήκη της Εφέσου), αν και τα συγκεκριμένα αποτυπώματα από τον διάλογο των πολιτισμών μέσα στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Τουρκίας δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται στην «αιχμή» της σημερινής τουρκικής εκπαιδευτικής πολιτικής. 


Οπως επίσης δεν αναδεικνύεται η ισχυρή ελληνική παρουσία στη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της άνθησης. Αρνητική μεταβολή αποτελεί πάντως το γεγονός ότι η κουρδική γλώσσα δεν προσφέρεται πλέον ως επιλογή στα περισσότερα τουρκικά σχολεία, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα κατατάσσει τους πολίτες σε τρεις κατηγορίες: στους πιστούς (μουσουλμάνοι), στους υποκριτές (μουσουλμάνοι που πολιορκούν τους πιστούς με πειρασμούς) και στους απίστους (όλοι οι μη μουσουλμάνοι). 


Τέλος, η πρώτη εβδομάδα κάθε ακαδημαϊκού έτους αφιερώνεται στην καταδίκη της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016 και η αποτυχία του εορτάζεται με επιλεγμένες αναφορές στη λογοτεχνία, στην ιστορία και στις κοινωνικές και θρησκευτικές σπουδές.


Οι ‘Ελληνες

«Τούρκοι στην Ελλάδα» είναι η μάλλον αναμενόμενη ονομασία και περιγραφή που αποδίδεται στους Eλληνες μουσουλμάνους της Θράκης στις σελίδες 179-180 του βιβλίου «Σύγχρονη Τουρκική και Διεθνής Ιστορία». Αρχικώς παρουσιάζεται η τουρκική προσέγγιση για τη ζωή των Ελλήνων μουσουλμάνων κατά την περίοδο 1960-1980. Αναφέρεται ότι το ελληνικό κράτος είχε προχωρήσει σε αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από όσους είχαν τουρκική καταγωγή. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν εκείνη την εποχή προβάλλονται μέσα από ένα πρίσμα μεγέθυνσης των εντάσεων. Η Αθήνα παρουσιάζεται ως μια αυταρχική κεντρική αρχή, η οποία κατηγορείται ότι επέβαλε απαγορεύσεις στην αγορά και ενοικίαση ακινήτων από τους Eλληνες μουσουλμάνους, επέδειξε εχθρότητα απέναντι στην τουρκική γλώσσα, προχώρησε στην περιχαράκωση των αποκαλούμενων ως «τουρκικών χωριών» και αποφάσισε τη δήμευση περιουσιών και την επιβολή υψηλών φόρων. Το τουρκικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 δεν αναφέρεται καθόλου. Σύμφωνα με την έκθεση του βρετανικού και του ισραηλινού ινστιτούτου, οι σταθερές αναφορές στη διαρκή αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με επίκεντρο την Κύπρο δεν έχουν μεταβληθεί και ασφαλώς διατηρούνται στις νέες εκδόσεις του βιβλίου. Ιδιαίτερη εντύπωση έχει προκαλέσει η συμπερίληψη στο βιβλίο «Σύγχρονη Ιστορία» του χαρακτηρισμού των ΗΠΑ ως «κράτους-υποστηρικτή της τρομοκρατίας». Η Ουάσιγκτον κέρδισε αυτό το «παράσημο» λόγω της υποστήριξης που παρείχε στους Κούρδους στη Συρία. Είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ αναφέρονται με αρνητικό τρόπο σε τουρκικό σχολικό εγχειρίδιο.

Πηγή: Καθημερινή

Το γνωστό και άγνωστο πρόβλημα του Ερντογάν. Βασιλείου Ταλλαμάγκα

 Μερικές ενδιαφέρουσες απόψεις ενός γνωστού αρθρογράφου για την τουρκική οικονομία και τους Αλεβίτες...






Οι τουρκικές προκλήσεις στην Κύπρο και το Αιγαίο έχουν μονοπωλήσει τον τελευταίο καιρό την επικαιρότητα για τις σχέσεις της Τουρκίας του Ερντογάν με γείτονες και συμμάχους. Υπάρχουν όμως δυο ζητήματα που φαίνεται ότι θα μας απασχολήσουν το προσεχές διάστημα.


H κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και οι Αλεβίτες είναι παράγοντες που μπορούν να αποτελέσουν την γενεσιουργό αιτία σημαντικών εξελίξεων.


Όλα τα προηγούμενα χρόνια η οικονομία της Τουρκίας έτρεχε με γρήγορους ρυθμούς. Η ανάπτυξη ήταν υψηλή, η ιδιωτική κατανάλωση ενισχυμένη, ο πληθωρισμός διατηρείτο σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και η λίρα ήταν ένα σχετικά ισχυρό νόμισμα. Τα παραπάνω στοιχεία αντιστάθμιζαν τις επιπτώσεις από το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.


Σήμερα η οικονομία έχει τραβήξει χειρόφρενο, παγιδεύτηκε σε ύφεση, ενώ δυσοίωνες είναι επίσης οι προβλέψεις για την πορεία της στο διάστημα του τρέχοντος έτους. Το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει περίπου το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου, πέφτοντας θύμα της οικονομικής πολιτικής του Ερντογάν, ωθώντας στην φτωχοποίηση μικρές επιχειρήσεις και χαμηλών εισοδημάτων τουρκικά νοικοκυριά.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει στην Τουρκία σήμερα, μια αξιοπρόσεκτη θρησκευτική μειονότητα, οι Αλεβίτες.

Η ιστορία τους δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, παρά το γεγονός ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη θρησκευτική μειονότητα της χώρας: υπολογίζεται ότι φτάνουν τα 15 εκατ., αντιστοιχώντας περίπου στο 1/5 του συνολικού πληθυσμού.

Το όνομά τους προέρχεται από τον Αλί, ξάδερφο του Μωάμεθ και σύζυγο της κόρης του, Φατιμά. Η βάση του αλεβιτισμού, μιας θρησκείας αιώνων, παραπέμπει στους σιίτες, αλλά με επιρροές από τη φιλοσοφία των Σούφι, του μυστικισμού και του ζωροαστρισμού, αλλά και από την ορθόδοξη πίστη και τους αρχαίους Έλληνες, ένας φαινομενικά παράδοξος συνδυασμός, με έμφαση σε ουμανιστικές αξίες, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και την ισότητα των δύο φύλων.

Oι γυναίκες δεν καλύπτουν τα μαλλιά τους και προσεύχονται μαζί με τους άνδρες στους δικούς τους τόπους λατρείας. Κάποιοι δεν θεωρούν τους εαυτούς τους μουσουλμάνους, ενώ άλλοι νιώθουν ότι αποτελούν παρακλάδι του Ισλάμ. Στην πορεία τους στον 20ό αιώνα, οι συνήθως υπό διωγμό Αλεβίτες βρήκαν τη θέση τους στη δημόσια ζωή του κοσμικού κράτους του Κεμάλ. Σταδιακά, όμως, πέρασαν ξανά στο περιθώριο. Τη δεκαετία του ’70 στράφηκαν προς την Αριστερά, γεγονός που ενίσχυσε την κόντρα τους με εθνικιστικές δυνάμεις της Τουρκίας, μια περίοδος που σημαδεύτηκε από τη μαζική σφαγή εκατοντάδων Αλεβιτών από τους Γκρίζους Λύκους στην πόλη Καχραμανμαράς το 1978.

Οι Αλεβιτες ήταν πάντα «κλεισμένοι» στις πολιτιστικές τους κοινότητες και κινούνταν ηθελημένα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια αξιοπρόσεκτη κινητικότητα, χρησιμοποιώντας τα ιδιόμορφα θρησκευτικά τους χαρακτηριστικά και εκφράζοντας πιο έντονα πολιτικές θέσεις. Το πανίσχυρο τουρκικό κράτος προβληματίζεται μήπως κάποιος ξένος δάκτυλος τους οργανώνει. Και αν τους οργανώνει με ποιο στόχο;

Με δεδομένη την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ σίγουρα δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες ο υποβολέας. Οι συγκεχυμένες πληροφορίες δείχνουν προς τα μικρά κρατίδια του αραβικού κόλπου.

Παρά την παντοκρατορία Ερντογάν η εσωτερική ζωή της Τουρκίας μοιάζει με κινούμενη άμμο.

Πηγή: cnn.gr


Oταν ο Ερντογάν μάγευε τους Eλληνες. Τάκης Θεοδωρόπουλος

Τι να σκέφτονται άραγε σήμερα όλοι εκείνοι που κάποτε μαγεύονταν από τον Ερντογάν; Και δεν αναφέρομαι στους οπαδούς της πρώιμης περιόδου, σε όσους πίστευαν πως ο πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης ήταν ο άνθρωπος που είχε τον τρόπο να μιλάει στην τουρκική ψυχή και να τη φέρει με τη φωνή του μουεζίνη πιο κοντά στην Ευρώπη. Τότε που η «κουμπαριά» του Καραμανλή μαζί του αντιμετωπιζόταν ως πολιτικό κεφάλαιο. 



Τότε που περιμέναμε ώς την τελευταία στιγμή να εμφανιστεί στα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Τι να σκέφτονται βλέποντας τα πανιά που σκεπάζουν τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας, τα «είδωλα των απίστων»; Ας πούμε όμως ότι ο πολλά υποσχόμενος Τούρκος ηγέτης άλλαξε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, κι ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι η μετάλλαξη του δημοκρατικού ηγέτη σε δεσπότη ασιατικού τύπου.

Η απόπειρα πραξικοπήματος όμως έγινε το 2016, σήμερα έχουμε 2020 και μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια μπορεί ο θαυμασμός να έδωσε τη θέση του στην αναμονή, όμως είχε αφήσει τα απόνερά του. «Να δούμε ώς πού θα το πάει» και εν τω μεταξύ γέμιζε τις φυλακές, άρπαζε τις εφημερίδες και τα κανάλια και καταδίωκε με ασιατική αγριότητα τις ελίτ της χώρας του. Κυνηγούσε ακόμη και δασκάλους σχολείων. 

Τι να σκέφτεται ο κ. Κοτζιάς που ως υπ. Εξωτερικών μας παρότρυνε «να μην είμαστε μοναχοφάηδες»; Τι να σκέφτεται ο κ. Τσίπρας που, αν και δεν το παραδέχθηκε ποτέ, φαίνεται πως δέχθηκε να του επιστρέψει τους οχτώ φυγάδες, όπως το ομολόγησε εξάλλου ο κ. Αποστολάκης. Τι να σκέφτεται ο κ. Γιανναράς που από τη στήλη του σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα τον αναγόρευε σε αξιόμαχο αντίπαλο δέος στην ορθολογική δύση; Και τι να σκέφτονται οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, Αρβανίτηδες και κομπανία, που κατήγγειλαν την Ελλάδα επειδή αντέδρασε στην οργανωμένη από τον Ερντογάν εισβολή μεταναστών στον Εβρο.

Oλοι έχουμε δικαίωμα στο λάθος, στην παρερμηνεία. Το ζητούμενο είναι να απαλλαγεί ο δημόσιος βίος από την αβάσταχτη ελαφρότητά του η οποία δεν απέχει από την ανευθυνότητα και την ανεντιμότητα. Λες κάτι, παίρνεις μια θέση και είσαι ήσυχος ότι κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει την ευθύνη της γιατί θα έχει ξεχαστεί. Ας μας εξηγήσει ο κ. Τσίπρας για ποιον λόγο δέχθηκε να παραδώσει τους οχτώ και μετά ας ζητήσει όσα συμβούλια πολιτικών αρχηγών θέλει. Ολοι έχουμε δικαίωμα στο λάθος, όμως έχουμε και την υποχρέωση να το αναγνωρίζουμε. Ειλικρινά αναρωτιέμαι τι σκέφτονται οι κάποτε θαυμαστές του για τον συνδυασμό ισλαμικής επιθετικότητας και στρατιωτικής ισχύος τον οποίον προσπαθεί να ενσαρκώσει ο Ερντογάν. 

Μόνον έτσι θα μπορέσει ο δημόσιος βίος να γλιτώσει από τις αγκυλώσεις της προσχηματικής συναίνεσης. Είναι ζήτημα εντιμότητας. Και βέβαια αυτό δεν ισχύει μόνον για μας. Ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές και πνευματικές ελίτ.

Πηγή: Καθημερινή

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...