Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότια Βουλγαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότια Βουλγαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Κωνσταντίνος και οι στρατιώτες.

 Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά προσηνής προς τους στρατιώτες, αλλά σκληρός προς τους αξιωματικούς που έκαναν κατάχρηση του αξιώματός τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση μιας σχεδόν 10ωρης πορείας στρατιωτικών μας μονάδων, που τις συνόδευε ο Στρατηλάτης και που είχαν «κορακιάσει» από την δίψα, χωρίς να συναντήσουν έστω και μια πηγή για να ξεδιψάσουν. Τα μεσάνυχτα βρέθηκε μια βρυσούλα στην πλαγιά του βουνού, που ωστόσο έσταζε ελάχιστα, με συνέπεια να δημιουργηθεί τεράστια ουρά. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε τον γιακά του μανδύα του και πλησίασε στο σκοτάδι την πηγή, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν ομαλά. Και έγινε έξω φρενών, όταν άκουσε έναν επιλοχία φορτωμένο παγούρια να φωνάζει άγρια στους στρατιώτες:

«Τραβηχτείτε από εκεί, ρε γαϊδούρια!».



Ολοι παραμέρισαν αλλά ένας πανύψηλος εύζωνας ρώτησε:

«Γιατί, κυρ-επιλοχία; Ιδώ έχουμι σειρά, δεν το βλέπ΄ς;».«Ισα ρε, κάνε στην μπάντα. Τα παγούρια είναι του λοχαγού. Ποιος σας λογαριάζει εσάς;».«Εγώ!» ακούστηκε σαν κεραυνός μια βροντερή και οργισμένη φωνή. Ηταν ο Στρατηλάτης που πλησίασε, άδραξε τον επιλοχία από τους ώμους και τον ταρακούνησε!

«Όπως άκουσες επιλοχία! Μπορεί άλλοι να μην λογαριάζουν τους στρατιώτες μου, αλλά τους λογαριάζω εγώ! Ποιος είναι ο λοχαγός σου; Τσακίσου να του πεις να έρθει γρήγορα εδώ!».

Ο επιλοχίας χαιρέτισε και έφυγε τρέχοντας, ενώ οι στρατιώτες κοίταζαν τον Κωνσταντίνο με ανοικτό το στόμα! Ο Στρατηλάτης τους χαμογέλασε:

«Γεμίστε τα παγούρια σας με την σειρά. Δεν θα σας ενοχλήσει κανένας άλλος».

Μερικές στιγμές αργότερα έστεκε κλαρίνο μπροστά του ο λοχαγός.

«Θα ήθελα να μάθω, αν εσύ έστειλες τον επιλοχία για νερό», ρώτησε αυστηρά ο Στρατηλάτης.

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Αλλά δεν ήξερα ότι…».

«Και πόσα παγούρια έχεις, κύριε λοχαγέ;».

Ο άλλος κόμπιασε, ξεροκατάπιες, αλλά όφειλε να απαντήσει:

«Εντεκα, Μεγαλειότατε».

Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να εκραγεί!

«Εντεκα παγούρια και έχεις το θράσος να το λες; Ξέρεις πόσα έχουν οι στρατιώτες;».

«Ενα…»

«Και εγώ που είμαι Βασιλιάς πόσα έχω, ξέρεις;».

Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει.

«Με την δική σου λογική, αφού εσύ ο λοχαγός έχεις έντεκα, εγώ θα πρέπει να έχω εκατόν έντεκα, έτσι; Ε, λοιπόν, δεν έχω ούτε ένα και δεν έχω βάλει ούτε μια γουλιά νερό στο στόμα μου!».

Ο λοχαγός είχε γίνει κουρέλι στην κυριολεξία!

«Λοιπόν», βρυχήθηκε ο Κωνσταντίνος, «σε τιμωρώ με 10 ημέρες φυλάκιση, για να μάθεις πως στον πόλεμο που το νερό είναι λιγοστό, πρώτα πίνουν οι στρατιώτες, μετά οι υπαξιωματικοί, ύστερα οι αξιωματικοί και τελευταίος ο Βασιλιάς. Και στο μέλλον θα έχεις μόνο ένα παγούρι!».

Ωστόσο, την επόμενη ημέρα ο Κωνσταντίνος του χάρισε την ποινή και ο αξιωματικός πήρε το μάθημά του για όλη του την ζωή!

9/11 Ιουλίου 1913: Άλωση των στενών της Κρέσνας (Διήγηση του Θωμά - Λοχίας Θωμάς Φαρμάκης, 5ο ΣΠ, 1η Μεραρχία, μυθιστορηματικό πρόσωπο - Απόσπασμα από το βιβλίο "Εμπρός δια της λόγχης - 2ος Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β')

Μετά τη φονικότατη μάχη του Λαχανά, η 1η Μεραρχία, με εμπροσθοφυλακή το 5ο Σύνταγμα, κινήθηκε στις 23/6 προς το Σιδηρόκαστρο. Στις 25 Ιουνίου, η μέρα ξεκίνησε με την ανακοίνωση προαγωγών «επ’ ανδραγαθεία». Ανάμεσα στους προαγόμενους ήμουν κι εγώ, που έγινα Λοχίας. Και την ίδια μέρα, η Μεραρχία προέλασε προς το Μπέλες, κάτω από πυκνά πυρά Πυροβολικού. Στις 26 φτάσαμε στο Χατζή Μπεϊλίκ, τη σημερινή Βυρώνεια και στις 26 και 27 Ιουνίου, το Σύνταγμά μας έδωσε μάχες με τους Βουλγάρους κοντά στο χωριό Αετοβούνι. Στις 27, με την ενίσχυση της ΙΙ/2 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, πήραμε με τη λόγχη τα υψώματα στα ανατολικά του χωριού και τρέψαμε τους Βούλγαρους σε φυγή. Σταθμεύσαμε για λίγο στη Βέτρινα για ξεκούραση, και την επομένη άρχισε η προέλαση της Μεραρχίας προς το Λιβούνοβο, όπου φτάσαμε στις 3 Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου προελάσαμε ως τα υψώματα Σβέτι Βρατς και στις 6 στο Χάνι Μπελίτσας. Στις 7, μαζί με την 2η και την 4η ΜΠ διώξαμε τον εχθρό από το ύψωμα Ροσσελίν. Ήταν η πρώτη φορά μετά τόσες ημέρες που συναντήσαμε ξανά  Βουλγάρους. Αλλά δεν σκόπευαν να πολεμήσουν για πολύ, ήταν οπισθοφυλακές που ήθελαν μόνο να  δώσουν λίγο χρόνο παραπάνω στους δικούς τους, που οργάνωναν την άμυνά τους στα στενά της Κρέσνας. 



Την επομένη, 8 Ιουλίου, η 1η ΜΠ προέλασε ως το χωριό Γενίκιοϊ. Το πήραμε κι αυτό και σταθμεύσαμε για ανασυγκρότηση στα βόρεια του χωριού. Μπροστά μας ήταν η φοβερή Κρέσνα. Η Κρέσνα είναι φαράγγι με εκπληκτική ομορφιά, γεμάτο κέδρα και κωνοφόρα, που από εκεί περνάει ο Στρυμόνας. 


Αυτά, όσον αφορά τη φυσική ομορφιά. Γιατί όσον αφορά τη στρατιωτική σημασία της, είναι ένα φοβερό πέρασμα, μήκους 20 σχεδόν χιλιομέτρων, ανάμεσα στα βουνά Μέλεσι και Όρβηλο, από όπου κατεβαίνει ο Στρυμόνας. Από εκεί περνούσε ο δρόμος από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία και τη Τζουμαγιά. Και μετά από εκεί είναι η Σόφια. 


Οι Βούλγαροι, που ήξεραν καλά τη σημασία της Κρέσνας, την είχαν οχυρώσει σε πολλά σημεία και δεν είχαν αφήσει γεφύρι που να μην το ανατινάξουν, στην υποχώρησή τους. Και τα γεφύρια ήταν πολλά, καθώς ο δρόμος άλλοτε ακολουθούσε τη δεξιά και άλλοτε την αριστερή όχθη του ποταμού.  Ο Λόχος του Μηχανικού ήταν συνεχώς σε δουλειά, στήνοντας πρόχειρες γέφυρες και ανοίγοντας δρόμους για να περάσει το Πυροβολικό.


Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Χωρίς πυροβόλα, μόνο με τη λόγχη, ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Αρκετές απώλειες είχαμε στο Λαγκαδά, όπου η ταχύτητα μετρούσε διπλά και τριπλά. Εδώ, και να χανόταν μια μέρα, άξιζε τον κόπο. Οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί, δεν υπήρχε λόγος ούτε να τρέχουμε σαν τα κατσίκια ούτε να σπαταλάμε Ελληνικό αίμα . Στις 9 Ιουλίου, το Σύνταγμά μας, το 5ο, διατάχθηκε να εισέλθει στα στενά και να έρθει σε επαφή με τον εχθρό. Ο αμαξιτός δρόμος που διασχίζει τα στενά βαλλόταν συνεχώς από τα πυροβόλα τους. Και σε κάθε στροφή του δρόμου, υπήρχαν θέσεις οχυρωμένες. Το πράγμα έδειχνε δύσκολο. Ο ίδιος ο Μέραρχός μας, ο Μανουσογιαννάκης, πήγε μπροστά με το Επιτελείο για  αναγνώριση. Αυτό που είδε, επιβεβαίωσε αυτό που ήξερε ότι θα έβλεπε. Ότι ήταν αδύνατο να βαδίσουμε «σαν κύριοι», ή σαν ζώα αν προτιμάτε, ίσα καταπάνω στις βουλγαρικές κάννες. Μας διέταξε λοιπόν να πάμε από τα πλάγια, από μονοπάτια κακοτράχαλα αλλά αφύλακτα. 


Ο Μέραρχος διέταξε το Μηχανικό να δουλέψει όσο γίνεται ταχύτερα, με τη βοήθεια και Στρατιωτών από τα άλλα Συντάγματα, για να μπορέσουν να περάσουν τα πυροβόλα. Κάθε Πυροβολαρχία που προχωρούσε, έπαιρνε αμέσως «θέσεις πυροβόλησης» τρέποντας σε φυγή τις εχθρικές προφυλακές. 


Τα πυρά ήταν τόσο πυκνά, που ο εχθρός ήταν πεισμένος ότι τουλάχιστον 2-3 Μεραρχίες μας συμμετείχαν στην επίθεση. Από τους δρόμους που άνοιγε ή επισκεύαζε το Μηχανικό, περνούσαν συνεχώς όλο και περισσότερες Πεδινές Πυροβολαρχίες.

 

Και επειδή όπως είπα ήδη, δεν υπήρχε λόγος να χύσουμε πολύτιμο αίμα, εμείς πήραμε τα μονοπάτια και τις πλαγιές. Μερικοί ντόπιοι οδηγοί, που ήξεραν τα ορεινά περάσματα, φάνηκαν πολύτιμοι και άξιοι της αμοιβής τους, λίγα κιλά κρέας και σιτάρι για τις φαμελιές τους. 

 

Η πορεία ήταν εξαντλητική, αλλά στις 11 Ιουλίου, με ένα θαυμάσιο ελιγμό και ελάχιστες απώλειες, φτάσαμε στην έξοδο των στενών, στο χωριό Κρούπνικ. Οι Βούλγαροι για μία ακόμη φορά υποχώρησαν πανικόβλητοι, με σκοπό να αμυνθούν προς το Σιμιτλή.


Την ίδια μέρα πέρασαν την στενωπό και  τα άλλα σώματα της Μεραρχίας μας. 


Όταν αναφέραμε στο Στρατηγείο, ότι πήραμε τα Στενά της Κρέσνας όχι με σκληρές μάχες αλλά με ελιγμούς πάνω από τα κατσάβραχα, και με ελάχιστες απώλειες, δεν το πίστεψαν. Το θεώρησαν αδιανόητο και διέταξαν να σταλούν Σύνδεσμοι για εξακρίβωση. Αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου, αντίθετα μας γέμισε περηφάνεια. Η Μεραρχία μας, η «σιδηρά 1η Μεραρχία» δεν τρόμαζε μόνο τον εχθρό αλλά κατέπλησσε και το ίδιο μας το Στρατηγείο! 


Κατάκοποι και εξαντλημένοι από τις συνεχείς πορείες και μάχες, καταφέραμε επί τέλους να αναπαυθούμε για λίγο στο Κρούπνικ. Σαν έπεσε η νύχτα, το μόνο που ακουγόταν από τα αντίσκηνα ήταν η συναυλία σε «ροχ μείζονα» του κουρασμένου στρατεύματος. Που πότε πότε, διανθιζόταν και με τα «αλτ» των σκοπών ή κανένα χλιμίντρισμα. Ξυπνήσαμε ξαφνικά από μία δυνατή κραυγή:

«Όχι το άλογο! Δεν θα μου πάρεις το άλογο!»

Να είναι ο σταυλοφύλακας που μαλώνει με κανένα κλέφτη; Πετάχτηκα όρθιος με το μάνλιχερ στο χέρι, έτοιμος για δράση … Μαζί με 5-6 φαντάρους τρέξαμε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Αλλά δεν πηγαίναμε προς τα άλογα. Η φωνή είχε ακουστεί από τη σκηνή του Λοχαγού μας. Να κλέβανε το άλογό του; Τρέξαμε αμέσως προς τα εκεί, αλλά δεν είδαμε καμία κίνηση. Και το άλογο του Λοχαγού κοιμόταν ήσυχο λίγο πέρα από τη σκηνή, που ήταν φωτισμένη, αλλά κατά τα άλλα ήσυχη. Ήσυχη; Όχι ακριβώς. Καθώς πλησιάσαμε στα 10 βήματα, ακούστηκε νέα δυνατή κραυγή, με ύφος απειλητικό:

«Άσε κάτω τ’ άλογο γιατί δεν θα σου μείνει ούτε ένας Αξιωματικός!»


Τι σόι απειλή ήταν αυτή, σε καιρό πολέμου, και ποιος την εκστόμισε;


Ο Λοχαγός μας έπαιζε σκάκι με τον Γιατρό του Συντάγματος …  Απέμεινα να τους θαυμάζω για την ηρεμία τους, να παίζουν σκάκι, μετά από τόσες μάχες και κακουχίες. Αλλά κι αυτοί θαύμασαν γελώντας την ετοιμότητά μας και την άμεση αντίδρασή μας. 

«Πάντα σε ετοιμότητα κύριε Λοχία! Αλλά πηγαίνετε πίσω στα αντίσκηνά σας, σήμερα ο πόλεμος εσταμάτησε για εμάς. Εκμεταλλευθείτε την περίσταση για ανάπαυση, πριν έλθουν νέες διαταγές για προέλαση …»


Την επομένη, η ανάπαυση συνεχίστηκε. Ήρθε και ταχυδρομείο. Με γράμματα από τις … «αδερφούλες» μου. Ναι, στον πόλεμο, απέκτησα και 4 αδερφούλες, χάρη στις φροντίδες ενός Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων, που προέτρεπαν νέες κοπέλλες να στέλνουν γράμματα στους φαντάρους, από τον καιρό που ήμασταν στην Θεσσαλονίκη. Λάμβανα κι εγώ λοιπόν γράμματα κάθε τόσο. Δεν ήξερα τα ονόματά τους, μου είχαν συστηθεί ως Zeyneb, Melek, Zezia και Zenan. Είχαν δανειστεί τα ονόματα των ηρωίδων από τις «Απογοητευμένες» του Πιερ Λοτί, τον οποίο, ομολογώ, αγνοούσα και ακόμη αγνοώ. Εγώ βέβαια, κύριος, προσπαθούσα να τις πείσω ότι δεν είχαν λόγο, νέα κορίτσια, να αισθάνονται απογοητευμένες. Ποιος ξέρει; Αν ήμουν κοντά τους, ίσως να ήμουν πιο πειστικός. Πάντως, τα γράμματά τους ήταν σκέτη όαση κάθε φορά. Και με κάθε γράμμα, λάβαινα και πεσκέσια: Τσιγάρα και γλυκά. Σε ένα προηγούμενο γράμμα τους, μου ζήτησαν να τους στείλω μία φωτογραφία μου. Και είχαν υποσχεθεί να στείλουν και αυτές τις δικές του φωτογραφίες. Το έκαμα. Αλλά μου τη σκάσανε. Στο γράμμα που πήρα τώρα, υπήρχε πράγματι η πολυαναμενόμενη φωτογραφία: Όλες μαζί, καθισμένες σταυροπόδι σε ένα ντιβάνι, αλλά κρύβοντας τα πρόσωπά τους με βεντάλιες! Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε και σχόλιο:

«Έκαμε πολλή ζέστη και ο σαχλός ο φωτογράφος τράβηξε την φωτογραφία ενώ αεριζόμασταν …»

Κάνανε και πλάκα … Αλλά εγώ τις αγαπούσα και έτσι. Έστω και αν ένοιωθα πως οι ελπίδες μου για να γνωρίσω από κοντά, έστω και μία από αυτές, ήταν ελάχιστες έως μηδαμινές. Ας είστε καλότυχες κορίτσια, όπου κι αν βρίσκεστε!

Ο συγγραφέας κ.Σταύρος Γουλούλης απαντά στα ερωτήματα για τη νέα Εκκλησία, την ιστορία της και το μέλλον, όπως αυτό διαγράφεται μετά την αναγνώριση από το Φανάρι και τη Σερβία .

 -Ποια ήταν η «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος;»

Είναι μια μεγάλη υπόθεση. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, δηλαδή έχοντας έδρα την Αχρίδα, είχε επικεφαλής αρχιεπίσκοπο που έφερε και το τίτλο του «Πρώτης Ιουστινιανής» όπως και «Πάσης Βουλγαρίας». Εδώ είναι που θέλει ανάλυση.



Πάμε πίσω στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Το 535 ιδρύει τη νέα αρχιεπισκοπή με έδρα την Πρώτη Ιουστινιανή (στα λατινικά Prima Justiniana), μια πόλη λίγο πέρα από τα Σκόπια, από όπου καταγόταν ο ίδιος. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να υπαγάγει σε αυτή τους νέους κατοίκους που είχαν κατακλύσει τις χώρες νοτίως του Δούναβη, οι οποίοι τότε ήταν στο επίπεδο νεολιθικής ζωής. Θα έπρεπε να εκχριστιανισθούν και να ενταχθούν στο υπάρχον Ρωμαϊκό κράτος. Ο αρχιεπίσκοπος διοριζόταν από τον αυτοκράτορα για καλύτερο έλεγχο μιας ευαίσθητης περιοχής, η οποία ένωνε το Ανατολικό με το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Στην απόφαση αυτή συνέργησαν οι τότε Πάπας Ρώμης και Πατριάρχης Κων/πόλεως.

Αιώνες πέρασαν, η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής στην πράξη δεν είχε εφαρμογή. Οι νέοι λαοί στα Β. Βαλκάνια δεν είχαν καλή συνεργασία με το Βυζάντιο. Και πρώτοι οι Βούλγαροι, που ήθελαν ανεξαρτησία, την πέτυχαν, αλλά και την έχασαν το 970 από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Υπήρξαν μαξιμαλιστές. Οι Βυζαντινοί, όμως, έβλεπαν πάντα τα εδάφη τους ρωμαϊκά. Έτσι, την παλαιά Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής ανανέωσε ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος αμέσως μετά το 1018, αφού υπέταξε οριστικά τους επαναστάτες, Σαμουήλ και διαδόχους (976-1018), και επικύρωσε τρία σιγίλλια (1019/20) υπέρ της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής Αχρίδος (ή Αχριδών) με την προσθήκη και του όρου «Πάσα Βουλγαρία», ανανεώνοντας το παλαιό πρόγραμμα του Ιουστινιανού. Η Αχρίδα (Ohrid) ήταν η πόλη που διέμεναν εκείνη την περίοδο οι διάδοχοι του Σαμουήλ, ενώ πιο πριν στην Πρέσπα. Ο Βασίλειος Β΄ με το που ενέκρινε τον ήδη υπάρχοντα Ιωάννη και ως διορισμένο από τον ίδιο αρχιεπίσκοπο Πρώτης Ιουστινιανής, έδωσε εκκλησιαστική ταυτότητα στην περιοχή, στη συνέχεια της πολιτικής του Ιουστινιανού, προσαρμοσμένη στην υπάρχουσα κατάσταση (1018 κ.ε.).


– Ο όρος «Πρώτη Ιουστινιανή» είναι κατανοητός. Αλλά ο όρος «Πάσα Βουλγαρία» τι σημαίνει; Βλέπουμε οι Βούλγαροι να διαμαρτύρονται ότι τους κλέβουν την εκκλησιαστική ιστορία τους, που στηρίζουν τη θέση τους αυτή;

Ο όρος «Πάσα Βουλγαρία» είναι νέος όρος. Αχρίδα ήταν η έδρα, «Βουλγαρία» η έκταση της παλαιάς αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής με τους νέους πληθυσμούς. Αντικαθιστά την ούτως ειπείν «παλαιά Βουλγαρία», που ήταν ανατολικά, πολύ μακριά. Όμως, πλέον ο όρος υπέστη εξάχνωση, δεν ανταποκρίνεται στη γεωγραφία, ήταν διοικητικός. Όπως οι Βυζαντινοί έλεγαν (Πάσα) Θεσσαλία, μαζί και τη σημερινή Κεντρική Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη. Ή η τότε Μητρόπολη Λαρίσης (Δευτέρα Θεσσαλία) λέγεται και «Πάσης Ελλάδος»! Η λέξη Βούλγαρος, όπως δείχνουν οι πηγές, δεν σημαίνει πλέον τον παλαιό Βούλγαρο, αλλά κάθε σλαβόφωνο νοτίως του Δούναβη. Αυτά είναι γνωστά.

Το ότι οι ηγεμόνες, της Πρέσπας αρχικά και μετά της Αχρίδος, προσδιορίζονται ως «Βούλγαροι» είναι άλλο θέμα. Ήταν δύο ηγετικές ομάδες, μία ήθελε να έχει σχέση με το Βυζάντιο, η άλλη που καιροσκοπούσε, όπως ο ηγεμόνας Ιωάννης Βλαντισλάβος (π.1015-1018) τον οποίο χαρακτηρίζει Βούλγαρο επιγραφή από τα Βιτώλια, ήθελε να είναι συνέχεια των παλαιών Βουλγάρων βασιλέων. Επόμενο ήταν. Αφού οι (παλαιοί) Βούλγαροι έμαθαν σλαβικά, εκείνοι ήθελαν να υπαγάγουν όλους τους Σλάβους των Βαλκανίων. Αν τους άφηνε το Βυζάντιο (και η Δύση), σήμερα θα έλεγχαν όλα τα σλαβικά έθνη. Ο Βασίλειος Β΄ αλλά και πριν από αυτόν ασκούσαν μία ειδική πολιτική. Έφτιαξαν εν γνώσει τους νέα «βουλγαρική» ταυτότητα, ενώ την ίδια ώρα εθνικοποιούσαν την παλαιά Βουλγαρία που έκειτο όπως θα λέγαμε «μιας ημέρας δρόμο» από την Κων/πόλη. Αυτή η βυζαντινή σκακιέρα της εποχής είναι που θολώνει τα πράγματα και νομίζω δεν έχει δοθεί εξήγηση. Έτσι, όμως, φτιάχτηκε τρόπον τινά, μια «Άλλη Βουλγαρία» από «Άλλους Βουλγάρους»….

Το θέμα των κατοίκων της σημερινής Β. Μακεδονίας είναι εθνολογικό. Οι ίδιοι θεωρούν ότι κατάγονται από την περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Αντίθετα, οι Βούλγαροι, λέγεται, ήλθαν από τον Βόλγα. Έτσι αποφασίζουν οι σημερινοί κάτοικοι και αυτό εγκρίνει (και βούλεται) η διεθνής κοινότητα.


– Οι Ιστορικοί δέχονται ότι η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους του Σαμουήλ μετά το 976 ήταν η πόλη Πρέσπα, όπως και ο ναός του Αγίου Αχιλλίου η πρώτη αρχιεπισκοπή του κράτους. Τι ακριβώς ισχύει;

Όταν άρχισα τη μελέτη του Αγίου Αχιλλίου στην πόλη Πρέσπα (Είναι αναρτημένα ήδη στο Academia.edu μερικά άρθρα επί του θέματος), αντιμετώπιζα ένα μνημείο που είναι η μεγαλύτερη βυζαντινή βασιλική των Βαλκανίων (μετά τον 6ο αι., την παλαιοχριστιανική περίοδο). Εδώ κατατέθηκαν τα λείψανα του αγίου πολιούχου της Λάρισας, που ο Σαμουήλ μετέφερε μαζί και τους κατοίκους, το 985. Η βασιλική αυτή λειτουργεί το 1016, όπως αναφέρεται στον Βίο του αγίου Ιωάννη-Βλαδιμήρου, πρώτου αγίου-μάρτυρα των Σέρβων. Κάτι που δεν είναι γνωστό είναι ότι ο Σαμουήλ είχε υποταχθεί στο Βυζάντιο (σχετικά καταθέτει ο σύγχρονος Ιμπν Γιαχία από την Αντιόχεια) μετά από μάχες μεταξύ 1001-1004. Την πληροφορία αυτή αξιοποιεί ο Βρεταννός ιστορικός Paul Stephenson που προτείνει τη θεωρία της δεκαετούς υποταγής (1004-1014), (Μετά ο Σαμουήλ επαναστάτησε πάλι και έγινε ό,τι έγινε). Η θεωρία αυτή βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου: Κτίσθηκε ακριβώς τότε, στα 1004-1014 με τη βοήθεια του Βασιλείου Β΄. Δεν μπορούσε να την κατασκευάσει ο Σαμουήλ. Προηγήθηκε ισοπέδωση του χώρου και έγιναν χαράξεις μείζονος, φρουριακών διαστάσεων, κτηρίου. Εξασφαλίσθηκε έτσι η στατική του, αφού διέθετε και υπερώα (για τις αρχόντισσες όπως στο Βυζάντιο). Είναι δουλειά μεγάλου αρχιτέκτονα, έργο ειδικής τεχνογνωσίας, απαιτεί έξοδα, δύσκολα όλα για πληθυσμούς που ζούσαν τότε σε φάση ανταλλακτικής οικονομίας, χωρίς νόμισμα. Η κατατομή και τεχνοτροπία του συνόλου είναι βυζαντινή. Το σημαντικό είναι ότι στην κόγχη του Βήματος (α΄ στρώμα τοιχογραφιών επί Σαμουήλ), καταγράφηκαν οι 18 επισκοπικοί θρόνοι της νέας Αρχιεπισκοπής στα ελληνικά. Οι ίδιοι θρόνοι καταγράφονται και στα τρία σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ υπέρ της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος τώρα (1019/20). Προφανώς αναγνωρίσθηκε η προηγούμενη κατάσταση, αφού ο αρχιεπίσκοπος παρέμεινε ο ίδιος, ο Ιωάννης, και γενικά αποκαταστάθηκε όλη η άρχουσα τάξη του εφήμερου κράτους. Τον τεράστιο ναό, τον μεγαλύτερο βυζαντινό στα Βαλκάνια, πρέπει να έφτιαξε ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, ακριβώς για να είναι αντάξια η αναβίωση μετά από 450 χρόνια της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής.


-Τι σημαίνει για μας η αναγνώριση της «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος»;

Η Εκκλησία της γείτονος χώρας είναι αδελφική, πρέπει να αποκτήσει εκκλησιαστική ταυτότητα, πράγμα που η Ιστορία, η πραγματική εικόνα που έχουμε για το παρελθόν και όχι μια φαντασίωση, πετυχαίνει. Ας ελπίσουμε ότι οι εκκλησιαστικοί θα δείξουν πνεύμα συναδέλφωσης και συνεργασίας, κάτι που δεν δείχνουν μερικοί από τον πολιτικό στίβο στη χώρα τους. Το Πατριαρχείο, πάντως, δίνει το καλό παράδειγμα. Μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Είναι η ιστορική Μητέρα Εκκλησία των κατοίκων της περιοχής! Η απόφασή της έπεται των κοσμικών πραγμάτων.


Πηγή Κιβωτός Ορθοδοξίας

Η Ιδέα της Συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στην Ιστοριογραφική Αφήγηση των Διανοούμενων της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Ελεονώρα Ναξίδου


  Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδώσει μια επιπλέον διάσταση στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από τη γωνία θέασης του εθνικού Άλλου διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο είχε προσληφθεί το ελληνικό παρελθόν από τη βουλγαρική διανόηση της Αναγέννησης. 




  Στη βουλγαρική ιστοριογραφία ως Αναγέννηση (Vazrazhdane) ορίζεται αφενός μεν η ‘εθνοποιητική’ διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώθηκε το βουλγαρικό έθνος με τη σύγχρονη έννοια του όρου, αφετέρου δε η περίοδος της βουλγαρικής ιστορίας κατά την οποία έλαβε χώρα η εν λόγω διεργασία, δηλαδή ο τελευταίος περίπου αιώνας της οθωμανικής κυριαρχίας στις βουλγαρικές περιοχές και κυρίως το χρονικό διάστημα από τη συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 μέχρι την ίδρυση της βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878.

                                                                   


  Η βουλγαρική Αναγέννηση εκδηλώθηκε αρχικά ως πολιτιστικός εθνικισμός, προωθώντας δραστηριότητες όπως η ίδρυση σχολείων, η διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας και η χρήση της στο γραπτό λόγο, η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών, και η μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού, της εθνογραφίας και της γλωσσολογίας, ενώ κατόπιν ακολούθησε πιο ριζοσπαστική πορεία διεκδικώντας την εκκλησιαστική και πολιτική ανεξαρτησία του βουλγαρικού έθνους. Μια από τις βασικές συνέπειες της ανάδειξης της ξεχωριστής εθνικής υπόστασης των Βουλγάρων ήταν η σταδιακή διαφοροποίησή τους από την ενιαία ορθόδοξη κοινότητα, το Ρουμ μιλλέτ, η συνακόλουθη απομάκρυνσή τους από το ελληνικό γλωσσικό, εκπαιδευτικό και πολιτισμικό περιβάλλον και η ένταξή τους στο αντίστοιχο σλαβικό. Έτσι, ενώ η πρώτη γενιά των πρωτεργατών του βουλγαρικού εθνικού
κινήματος ήταν φορέας της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, η νεότερη εθνική ελίτ. 



 Η αξίωση για την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας προβλήθηκε το 1856 μετά το τέλος του
Κριμαϊκού πολέμου και στηρίχθηκε στην προηγούμενη έντονη δυσαρέσκεια των Βουλγάρων για την εκκλησιαστική τους κατάσταση. Η αρνητική ανταπόκριση της εκκλησιαστικής τους αρχής, δηλαδή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε σε έντονη εκκλησιαστική αντιπαράθεση κατά τη δεκαετία του 1860. Τελικά η βουλγαρική Εξαρχία ιδρύθηκε το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι χωρίς τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου, το οποίο την κήρυξε σχισματική εκκλησία το 1872 με απόφαση Μεγάλης Τοπικής Συνόδου. Στη δεκαετία του 1860 ανάγονται και οι πρώτες πρωτοβουλίες για πολιτική απελευθέρωση μέσω της οργάνωσης επαναστατικού κινήματος. 


  Σύμφωνα με τους παραπάνω προσανατολισμούς αρκετοί Βούλγαροι λόγιοι προέβησαν σε αναπάρασταση με εθνικούς όρους όχι μόνο του βουλγαρικού, αλλά και του ελληνικού παρελθόντος στην προσπάθειά τους να συνθέσουν το εθνικό τους αφήγημα, το οποίο αποτελούσε βασικό ‘εργαλείο’ για τη διαμόρφωση και εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας των βαλκανικών λαών μετά την επικράτηση του εθνικισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας στην περιοχή. Η ενασχόλησή τους με την ελληνική ιστορία απέρρεε καταρχήν από το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι/Ρωμιοί/Γραικοί/Έλληνες εμπλέκονταν αναπόφευκτα στο βουλγαρικό ιστορικό γίγνεσθαι δεδομένου ότι με τους Βουλγάρους έζησαν επί μακρόν υπό κοινή πολιτική κυριαρχία στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, είχαν συνεχείς επαφές και υπόκειντο σε αλληλεπίδραση. Συγχρόνως όμως συνδέονταν και με άλλους παράγοντες, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν οι απόψεις σημαντικών εκπροσώπων του βουλγαρικού εθνικού κινήματος σχετικά με το χαρακτήρα και την ‘εθνικότητα’ της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία αποτελούσε συνδετικό κρίκο μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων και στοιχειοθετούσε τη συνέχεια στην ελληνική εθνική αφήγηση.  Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι τελευταίοι ήταν Ελληνομαθείς με την έννοια ότι είτε είχαν απλώς διδαχθεί ελληνικά είτε ότι τα έμαθαν από τους γονείς τους.


                                     

 
  Ο εθνικισμός αναπτύχθηκε το 19ο αιώνα στα Βαλκάνια ως προϊόν επίδρασης ανάλογων ιδεολογικών εξελίξεων στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη. Παρουσίαζε εντούτοις ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά του πρότυπα λόγω της προσαρμογής του σε διαφορετικά πολιτικο-κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα (Kitromilides 1994, Sugar 1994). Μια από αυτές αφορά στα χαρακτηριστικά της εθνικής κοινότητας, δηλαδή στη διάκριση μεταξύ ενός δυτικού-πολιτικού (civic) και ενός ανατολικού-πολιτισμικού (ethnic) ‘μοντέλου’ του έθνους, για την οποία εξέφρασε επιφυλάξεις ο Anthony Smith (Smith 2000, 29), ενώ αρκετοί νεότεροι μελετητές την αμφισβήτησαν ή και την απέρριψαν τελείως. Βλέπε: (Iordachi 2006, Brubaker 2004). Πάντως ο βουλγαρικός εθνικός χαρακτήρας δομήθηκε αρχικά σε πολιτισμικά κυρίως γνωρίσματα, δηλαδή στην κοινή γενεαλογία, τους δεσμούς καταγωγής, τη λαϊκή κινητοποίηση, την κοινή γλώσσα και τα κοινά έθιμα και παραδόσεις, καθώς η αίσθηση του συνανήκειν σε μια κοινωνία πολιτών δεν υφίστατο πριν από την ίδρυση του έθνους-κράτους. (Για την πολιτισμική διάσταση του έθνους βλέπε: Smith 2000, 27-29). Σ’ αυτό το πλαίσιο μια από τις βασικές στρατηγικές που υιοθέτησαν οι Βούλγαροι, όπως άλλωστε και οι άλλοι Βαλκάνιοι διανοούμενοι, με σκοπό την ανάδειξη και την παγίωση διακριτής βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας ήταν η ‘εθνικοποίηση’ της ιστορικής αφήγησης.

 Κύριο μέλημα της ελληνικής ιστοριογραφίας ήταν να τεκμηριώσει την εθνική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων καθώς η αρχαιότητα και η αδιάλειπτη ιστορική παρουσία του έθνους αποτελούσαν βασικές συνιστώσες της ταυτότητάς του σύμφωνα με την ιδεολογία του εθνικισμού. Με τον τρόπο αυτό επιδίωκε συγχρόνως να καταρρίψει ως αβάσιμους τους αντίθετους ισχυρισμούς ορισμένων Ευρωπαίων λογίων, όπως ο Fallmerayer (Fallmerayer 1830). Στην προσπάθεια λοιπόν να καλύψει το μεγάλο χρονικό κενό που μεσολαβούσε από την οριστική υποταγή των αρχαίων προγόνων στην πολιτική εξουσία των Ρωμαίων μέχρι την ίδρυση του νεότερου κράτους οικειοποιήθηκε τη βυζαντινή αυτοκρατορία και την ‘ελληνοποίησε’ παρόλο που η τελευταία είχε συνδεθεί με αρνητικές προσλαμβάνουσες από τους Ευρωπαίους στοχαστές του Διαφωτισμού. Η διαδικασία ‘συμφιλίωσης’ και οριστικής ένταξης του Βυζαντίου στο ελληνικό εθνικό παρελθόν ολοκληρώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα με το έργο κυρίως δύο ιστορικών του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου. Βλέπε: (Σκοπετέα 1988, 175-189, Σταματόπουλος 2009, 16-18, Κουμπουρλής 2012)
χρησιμοποιούσαν στο γραπτό και προφορικό λόγο, ενώ είχαν ανώτερη μόρφωση για τα δεδομένα της εποχής τους, αλλά δεν ήταν ιστορικοί με την επιστημονική έννοια του όρου. Επιπλέον το ενδιαφέρον τους για την ιστορία είχε ως κίνητρο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πατριωτικών/εθνικών στόχων.

                                    


 

Οι Βούλγαροι Διανοούμενοι και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία

  Η πρώτη ιστοριογραφική συνάντηση των Βουλγάρων με τους Έλληνες συντελέστηκε το 1762 στη Σλαβοβουλγαρική Ιστορία (Istoriia Slavianobolgaskaia) του Παΐσιου Χιλανδαρινού, η οποία αποτελεί το πρώτο ιστορικό κείμενο στη νεότερη βουλγαρική γλώσσα με χαρακτηριστικά μιας πρόδρομης μορφής εθνικής αφήγησης. Το μοναδικό αυτό σύγγραμμα του Αθωνίτη μοναχού συνδυάζει την παραδοσιακή με τη νεωτερική σκέψη, καθώς οι παγιωμένες χριστιανικές αντιλήψεις διαπλέκονται με νεωτερικές ιδέες που αναδύθηκαν από το κίνημα του Διαφωτισμού και κατ’ αυτόν τον τρόπο κινείται όχι μόνο χρονικά, αλλά και ιδεολογικά στο μεταίχμιο μεταξύ παραδοσιακού κόσμου και νεωτερικότητας. 

 Η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία απευθυνόταν στο βουλγαρικό λαό με την πρόθεση να του εμφυσήσει πατριωτικά/πρωτο-εθνικά αισθήματα και είχε διττό σκοπό: αφενός μεν επιδίωκε να παρουσιάσει τους Βουλγάρους ως διακριτή εθνοτική ομάδα, η οποία είχε κοινούς προγόνους και ιστορικό παρελθόν, κοινές παραδόσεις και κοινή γλώσσα και κατοικούσε σε οριοθετημένο γεωγραφικό χώρο, αφετέρου δε επιχειρούσε να δείξει ότι οι Βούλγαροι ήταν ένας αξιόλογος λαός, ο οποίος δεν υπολειπόταν σε αξία ούτε των Σέρβων και κυρίως ούτε των Ελλήνων, καθώς υπερτερούσε από αυτούς σε συγκεκριμένους τομείς και ιδιότητες. 

Υπό αυτό το πρίσμα οι δύο τελευταίοι κατέχουν σημαντική θέση στην εξιστόρηση του Παΐσιου, η
οποία επικεντρώνεται στην περίοδο από το 378 μ.Χ., οπότε, σύμφωνα με την εκδοχή του, οι
Βούλγαροι εποίκισαν τα εδάφη νοτίως του Δούναβη,13 μέχρι την οθωμανική κατάκτηση,
έχοντας ως θεματικούς της άξονες την ίδρυση του μεσαιωνικού κράτους, τον εκχριστιανισμό,
τη δράση και τα κατορθώματα των πιο ένδοξων τσάρων και αγίων.

Κύριο μέλημα του Παΐσιου λοιπόν ήταν να αντικρούσει την αντίληψη της ελληνικής
ανωτερότητας, την οποία είχαν αποδεχθεί πολλοί από τους συμπατριώτες του, αναζητώντας αποδείξεις της βουλγαρικής υπεροχής έναντι των Ελλήνων μεταξύ άλλων και στο ιστορικό παρελθόν. Η σύγκριση γινόταν με βάση την παραδοχή ότι οι βυζαντινοί ταυτίζονταν με τους Έλληνες και ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ελληνική. Έτσι ο Παΐσιος χρησιμοποιεί ελάχιστες φορές εναλλακτικά τα ουσιαστικά Έλληνες και Έλληνες και Ρωμαίοι, καθώς και την έκφραση ρωμαϊκή αυτοκρατορία αφηγούμενος τα γεγονότα μετά την εγκατάσταση των Βουλγάρων στη Βαλκανική, την εποχή του αυτοκράτορα Ουάλη, όπως υποστηρίζει.

Κατόπιν οι όροι Ρωμαίοι και ρωμαϊκή παύουν να συναντώνται και γίνεται πλέον λόγος αποκλειστικά για Έλληνες, ελληνικό στρατό, Έλληνες αυτοκράτορες, ελληνικές πόλεις, ελληνική αυτοκρατορία, ελληνική γη, Έλληνες άρχοντες, Έλληνες στρατηγούς, ελληνική εξουσία και ελληνική σκλαβιά κατά την εξιστόρηση των μακροχρόνιων επαφών των Βουλγάρων με το Βυζάντιο.  Συγχρόνως και οι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης αναφέρονται ως Έλληνες που διορίζουν Έλληνες επισκόπους στις βουλγαρικές περιοχές.

Θεωρώντας λοιπόν ως δεδομένο ότι οι Βυζαντινοί ήταν Έλληνες, ο Παΐσιος περιγράφει τις Ελληνοβουλγαρικές σχέσεις ως μια διαρκή αντιπαράθεση απόρροια έντονου ανταγωνισμού, κατά την οποία οι Βούλγαροι πολλές φορές έχουν το προβάδισμα, ενώ οι Έλληνες επωμίζονται κατά κανόνα το ρόλο του αντιπάλου. Καταλήγει έτσι στη διαπίστωση ότι οι Βούλγαροι μπορούν επάξια να συγκριθούν με τους Ελλήνες, καθώς έχουν να αντιπαραθέσουν στην ελληνική σοφία και τον πολιτισμό την  πολεμική τους αρετή.

Ο Άγιος Παΐσιος ο Χιλανδαρινός



Αρκετές δεκαετίες αργότερα, το 1841, ο Βασίλ Απρίλοφ (1879-1847), ένας από τους σημαντικούς συντελεστές της κύριας φάσης της Αναγέννησης κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης, υποστήριξε ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνική αυτοκρατορία στη μελέτη του Βουλγαρικά Γράμματα ή σε ποια σλαβική φυλή ουσιαστικά ανήκει το κυριλλικό αλφάβητο;’ (Balgarskite Knizhnici ili Na Koe Slovensko Pleme Sobstvenno Prinadlezhi Kirillovskata Azbuka;), στην οποία υπερασπιζόταν τη βουλγαρικότητα των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, καθώς και των σλαβικών γραμμάτων που αυτοί επινόησαν. Στόχος του ήταν να αποδείξει ότι οι Βούλγαροι εκχριστιανίστηκαν και απέκτησαν σύστημα γραφής προγενέστερα από όλους τους σλαβικούς λαούς και κυρίως από τους Σέρβους και τους Ρώσους και ότι ήταν αυτοί που μύησαν τους υπόλοιπους όχι μόνο στην ορθή πίστη, αλλά και στη λογιοσύνη. 

 Τόσο ο Παΐσιος όσο και οι υπόλοιποι λόγιοι των οποίων οι απόψεις παρουσιάζονται σ’ αυτή τη μελέτη χρησιμοποιούν τον όρο Grak (Γραικός) και gracki (γραικικός) αναφερόμενοι στους Έλληνες.


Τις ίδιες απόψεις εξέθετε ο Απρίλοφ και στη μελέτη του ‘Dennica novo-bolgarskago obrazovaniia’
(Αυγερινός της νέας βουλγαρικής παιδείας), η οποία εκδόθηκε επίσης στην Οδησσό το 1841 και επανεκδόθηκε από τον Μιχαήλ Αρναούντοφ το 1940 (Aprilov 1940, 33 κ.ε.).

Στην προσπάθειά του λοιπόν να απορρίψει την αντίληψη ότι οι Κύριλλος και Μεθόδιος ήταν ελληνικής καταγωγής ο Απρίλοφ ακολουθούσε τον παρακάτω συλλογισμό: η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ρωμαϊκή και όχι ελληνική, όπως από λάθος είχε επικρατήσει να αποκαλείται. Γι’ αυτό όλοι οι λαοί που υποτάχθηκαν στο ρωμαϊκό κράτος, μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες, έφεραν την προσωνυμία Ρωμαίοι, την οποία εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν οι Έλληνες της Τουρκίας. Μετά από την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου όμως ο χαρακτηρισμός Ρωμαίοι εγκαταλήφθηκε από τους κατοίκους του τελευταίου, οι οποίοι πλέον καλούνταν Έλληνες. Επειδή λοιπόν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και οι Βούλγαροι υπήκοοι του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης είχαν τον τίτλο του Ρωμαίου θεωρήθηκε λανθασμένα ότι οι Κύριλλος και Μεθόδιος ήταν Έλληνες. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Απρίλοφ η καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ενδεχομένως ο λόγος για τον οποίο η τελευταία χαρακτηρίζονταν συνήθως ως ελληνική.




Επόμενως ο Απρίλοφ αρνείται την ελληνικότητα της ρωμαϊκής/βυζαντινής αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του για την προέλευση των Κυρίλλου και Μεθοδίου, για να εξυπηρετήσει δηλαδή συγκεκριμένη σκοπιμότητα. Συγχρόνως όμως σημειώνει ότι οι Βούλγαροι και άλλοι λαοί ονόμαζαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ελληνική και ως εκ τούτου προς αποφυγή τυχόν παρεξήγησης όποτε χρησιμοποιεί στο κείμενό του τους όρους Ρωμαίοι και ρωμαϊκός/ή, βυζαντινός/ή γράφει μέσα σε παρένθεση Έλληνας και ελληνικός/ή αντίστοιχα.

Στη δεκαετία του 1860, όταν το βουλγαρικό εθνικό κίνημα είχε πλέον περάσει στη φάση των εκκλησιαστικών και πολιτικών διεκδικήσεων αρκετοί εθνικοί ηγέτες και διανοούμενοι αναφέρθηκαν στο ελληνικό παρελθόν. Μεταξύ αυτών ο Ιβάν Σελιμίνσκι (1799-1867), ο οποίος ανήκει στην ομάδα των ελληνόφωνων λογίων της βουλγαρικής Αναγέννησης. Οι τελευταίοι βίωσαν μια σοβαρή κρίση συνείδησης τουλάχιστον στην αρχή της σταδιοδρομίας τους: καλούμενοι να συμβιβάσουν δύο αντιφατικά πλέον, σύμφωνα με τις νέες ιδεολογικές επιταγές, δεδομένα, δηλαδή τη βουλγαρική τους καταγωγή με την ελληνική τους κουλτούρα, αμφιταλαντεύτηκαν αρχικά μπροστά στο κρίσιμο δίλημμα της επιλογής εθνικής ταυτότητας, πριν τα πατριωτικά τους αισθήματα υπερισχύσουν τελικώς και μετεξελιχθούν σε εθνικά.


Ο Σελιμίνσκι συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των λογίων που αμφισβήτησαν τη σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και προσπάθησαν να την υποβαθμίσουν. Σύμφωνα λοιπόν με τη δική του αναπαράσταση των γεγονότων λίκνο του πολιτισμού υπήρξε η Ασία. Από την Κίνα, την Ινδία, την Περσία, τη Φοινίκη και την Ιουδαία η θρησκεία, η μυθολογία, η ποίηση, το δίκαιο, η πολιτική οργάνωση, οι τέχνες και οι επιστήμες μεταλαμπαδεύτηκαν στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Επομένως, οι Έλληνες δεν ήταν οι διαφωτιστές των Ευρωπαίων, αλλά αποτέλεσαν απλώς τη γέφυρα για τη μετάδοση των φώτων της Ανατολής στη Δύση. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο Σελιμίνσκι κατηγορούσε τους Έλληνες ότι από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες του είχαν την τάση να οικειοποιούνται σημαντικές φυσιογνωμίες και επιτεύγματα άλλων λαών. Έτσι για παράδειγμα είχαν
ελληνοποιήσει τον Όμηρο που καταγόταν από τη Μικρά Ασία, τον Αριστοτέλη που ήταν Μακεδόνας, τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο, το Μάρκο Μπότσαρη και τον Κολοκοτρώνη κοκ.

Ο Σελιμίνσκι υποστήριζε επίσης ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν ελληνική. Περιλάμβανε εντός της επικράτειάς της πολλούς διαφορετικούς λαούς και ήταν η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως προκύπτει από την επίσημη γλώσσα της, τα λατινικά. Πρόσθετε ακόμη ότι παρόλο που ο Ιησούς και 12 οι Απόστολοι ήταν Εβραίοι, τα ελληνικά επικράτησαν στις ανατολικές χριστιανικές εκκλησίες, επειδή ήταν της μόδας, όπως τα γαλλικά στη δική του εποχή, με αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι να αποκαλούν την ορθόδοξη εκκλησία ελληνική λόγω της γλώσσας και όχι λόγω της εθνικότητας.  Ο Σελιμίνσκι εξηγούσε επίσης ότι ο όρος Γραικός/γραικικός και κατ’ επέκταση Έλληνας/ελληνικός, ενώ αρχικά προσδιόριζε το λαό που κατοικούσε στο χώρο της σύγχρονής του Ελλάδας, δόθηκε κατόπιν στην ανατολική εκκλησία, αλλά και στη βυζαντινή αυτοκρατορία λόγω του θρησκεύματος.

Η πιο χαρακτηριστική όμως και ακραία απαξίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού συνδέεται με έναν άλλον σημαντικό λόγιο, δημοσιογράφο και επαναστάτη της βουλγαρικής Αναγέννησης, τον Γκεόργκι Ρακόβσκι (1821-1867) και την προσπάθειά του να αναδείξει την αξία και την αρχαιότητα του βουλγαρικού έθνους. Ο Ρακόβσκι υποστήριξε ότι η περιοχή της Μεσοποταμίας και της Ινδίας ήταν η κοιτίδα της ανθρώπινης σοφίας από την οποία εμπνεύστηκαν στη συνέχεια οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Επινοώντας μάλιστα μια δική του ετυμολογία επιχείρησε να αποδείξει ότι η βουλγαρική γλώσσα ήταν η άμεση συνέχεια της σανσκριτικής και επομένως από αυτήν προήλθαν τόσο η ελληνική όσο και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Με βάση αυτό το σκεπτικό ισχυρίστηκε ότι οι Βούλγαροι ήταν οι απευθείας απόγονοι των λαών της κεντρικής Ασίας και οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ευρώπης.




Όσο αφορά τώρα τους βυζαντινούς και τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Ρακόβσκι διευκρίνιζε ότι η τελευταία αποτελούνταν όχι μόνο από Έλληνες της Πελοποννήσου και των νησιών, αλλά και από πολλούς άλλους λαούς, -Ρωμαίους, Αρμένιους, εκχριστιανισμένους Εβραίους, καθώς και Βουλγάρους της Μακεδονίας και της Θράκης-, οι οποίοι συνενώθηκαν σε ένα κράτος από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο υπό την ονομασία Ρωμαίοι.32 Το ελληνικό στοιχείο όμως, κατά τη διάσπαση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προσπάθησε με κάθε τρόπο και κυρίως μέσω της θρησκείας να δημιουργήσει εχθρικές σχέσεις μεταξύ των δύο τμημάτων της και να επιβάλει τη γλώσσα του, ώστε να προωθήσει τη μεγάλη ιδέα του ‘πανελληνισμού’ από την οποία διαπνεόταν ήδη από την αρχαιότητα χωρίς όμως να έχει κατορθώσει να την πραγματοποιήσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Βυζάντιο, η Νέα Ρώμη όπως ονομάστηκε, οδηγήθηκε εξαιτίας των Ελλήνων σε εκκλησιαστική αντιπαράθεση με την Παλαιά Ρώμη, η οποία κατέληξε σε σχίσμα. Τελικά από το 10ο αιώνα οι Έλληνες κατάφεραν σταδιακά να
επικρατήσουν τα ελληνικά στη βυζαντινή αυτοκρατορία και να διαδώσουν έτσι ευκολότερα τον ‘πανελληνισμό’ με την επωνυμία Ρωμαίοι όμως,  με αποτέλεσμα να ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στη διοίκηση του κράτους.

Ο Ρακόβσκι θεωρούσε λοιπόν ότι το Βυζάντιο είχε εξελληνιστεί και γι’ αυτό στις ιστορικές του μελέτες όταν αναφέρεται στους βυζαντινούς χρησιμοποιεί εναλλακτικά και τους όρους Έλληνες, Έλληνες και Ρωμαίοι, ελληνική βυζαντινή πλευρά, βυζαντινοί Έλληνες κτλ. Έτσι ανήγε τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντίου και μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους σε Ελληνο-βουλγαρική διαμάχη από την οποία συμπέραινε ότι πήγαζε το μίσος και η αντιπάθεια μεταξύ των δύο λαών, αισθήματα τα οποία εξακολουθούσαν να τους διαπνέουν μέχρι την εποχή του, σύμφωνα με την εκτίμησή του.

Την άποψη για την ελληνικότητα του Βυζαντίου ενστερνίστηκε ένας ακόμη εξέχων διανοούμενος και πρωτεργάτης του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, ο Λιούμπεν Καραβέλοφ (1834-1879), συνεπής υποστηρικτής του φεντεραλισμού, της αντικατάστασης δηλαδή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έπειτα από μια από κοινού επιτυχημένη εξέγερση, από μια φιλελεύθερη ομοσπονδία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής, στην οποία κάθε μέλος κράτος -συμπεριλαμβανομένων αρχικά και των Ελλήνων- θα απολάμβανε εσωτερική αυτονομία. Ο Καραβέλοφ, εκτός από ένα αρκετά εκτενές κείμενο για την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, στο οποίο, σε αντίθεση με τους προηγούμενους δε διακρίνεται διάθεση
 υποτίμησής τους, δεν έγραψε ιστορικές μελέτες. Υπάρχουν όμως διάσπαρτες σύντομες αναφορές στο Βυζάντιο και στο μεσαιωνικό βουλγαρικό κράτος στα άρθρα του στις εφημερίδες Ελευθερία (Svoboda) και Ανεξαρτησία (Nezavisimost) τις οποίες εξέδιδε στο Βουκουρέστι την περίοδο 1869-1874. 




Παρότι λοιπόν ο Καραβέλοφ δεν ασχολήθηκε συγκεκριμένα με το θέμα της ταυτότητας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, από τον τρόπο που αναφέρεται σ’ αυτήν προκύπτει ότι δεν αμφισβητεί τον ελληνικό της χαρακτήρα. Έτσι κάνει λόγο συνήθως για Έλληνες και μερικές φορές για Ρωμαιο-Έλληνες εννοώντας τους βυζαντινούς, ενώ συγχρόνως δίνει την εντύπωση ότι αποδέχεται την αντίληψη της
ελληνικής ιστοριογραφίας, η οποία στο μεταξύ είχε παγιωθεί, ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνική αυτοκρατορία ή τουλάχιστον ότι το ελληνικό στοιχείο ήταν αυτό που κυριαρχούσε. Ταυτόχρονα όμως απέρριπτε ως εντελώς ανυπόστατη και γελοία την ελληνική επιχειρηματολογία ότι τα ιστορικά δίκαια των Ελλήνων όφειλαν να ληφθούν ως βάση για τις σύγχρονες εδαφικές τους διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Εν κατακλείδι Από τη διερεύνηση του θέματος προκύπτουν ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις. Καταρχάς δεν παρατηρείται ταύτιση απόψεων ως προς τη θεώρηση του Βυζαντίου μεταξύ των Βουλγάρων διανοούμενων της Αναγέννησης, των οποίων οι ιστορικοί προβληματισμοί
εκτέθηκαν παραπάνω. Πάντως οι περισσότεροι συμφωνούν με τη διαπίστωση ότι επρόκειτο
 για ελληνική ή εξελληνισμένη αυτοκρατορία, ενώ ακόμη και όσοι την αμφισβητούν, θα
 μπορούσε να εκληφθεί ότι την αποδέχονται εν μέρει ή εμμέσως, καθώς δεν αρνούνται την
 επικράτηση της ελληνικής γλώσσας είτε στη διοίκηση (Απρίλοφ) είτε στην εκκλησία
(Σελιμίνσκι).


Το γεγονός ότι η ιδέα περί ελληνικότητας του Βυζαντίου είχε ήδη υιοθετηθεί από τον Παΐσιο Χιλανδαρινό πριν ακόμη αποκρυσταλλωθεί στην ελληνική ιστοριογραφία μας. Τις απόψεις του σχετικά με τη δημιουργία βαλκανικής ομοσπονδίας ο Καραβέλοφ τις διατύπωσε σε πολλά του άρθρα. Ενδεικτικά βλέπε: (Karavelov, Svoboda No 11, 13 Μαρτίου 1871). παραπέμπει στο ουσιαστικό ερώτημα που αφορά στους λόγους που οδήγησαν τους Βούλγαρους λόγιους στη διατύπωση της συγκεκριμένης ιστορικής εκδοχής. 

Ασφαλώς οι σπουδές τους σε ελληνικά σχολεία, έστω και σύντομες, η γενικότερη επαφή τους με την ελληνική παιδεία, καθώς και η επίδραση από την άμεση ή έμμεση γνώση του ελληνικού εθνικού αφηγήματος, ειδικά μετά το 1850, δεν πρέπει να παραγνωριστούν. Η εξήγηση αυτή όμως από μόνη της δεν είναι ικανοποιητική με δεδομένο μάλιστα ότι τα ιστοριογραφικά τους πονήματα υπηρετούσαν έναν εθνικό σκοπό, δηλαδή την ανάδειξη της ιδιαίτερης βουλγαρικής εθνικής φυσιογνωμίας. 

Συνεπώς τα κίνητρα της εν λόγω στάσης πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο εθνικό πεδίο. Καταρχάς οι Βούλγαροι διανοούμενοι, εφόσον διαμορφώνουν τη δική τους εθνική αφήγηση με όρους συνέχειας, είναι λογικό να αντιλαμβάνονται και να αναπαριστούν με τον ίδιο τρόπο και το ιστορικό παρελθόν των άλλων λαών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον ήθελαν να αποδείξουν ότι οι Βούλγαροι αποτελούσαν ξεχωριστή εθνότητα με δική της κρατική υπόσταση στη μεσαιωνική περίοδο, έπρεπε να τους να διαχωρίσουν εθνικά και πολιτικά από τους γείτονές τους και κυρίως από το Βυζάντιο με το
οποίο βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα. Επομένως αν το Βυζάντιο ήταν ο Άλλος δεν μπορούσε παρά να έχει ελληνική ταυτότητα λαμβανομένης υπόψη της γλώσσας και της κουλτούρας του, στοιχεία που θεωρούνταν ως βάση της εθνικής ταυτότητας. 

Έτσι η ανάγνωση αυτή ανήγε τον εθνικό, πολιτικό και εκκλησιαστικό διαχωρισμό των Βουλγάρων από τους Έλληνες στο Μεσαίωνα και ως εκ τούτου τον καθιστούσε μια αυτονόητη ιστορική πραγματικότητα και όχι μια επινόηση του 19ου αιώνα. Επιπλέον τροφοδοτούσε την επιχειρηματολογία του αγώνα για εκκλησιαστική ανεξαρτησία. Συγκεκριμένα οι Βούλγαροι αφενός μεν επικαλούνταν τα εκκλησιαστικά δίκαια του έθνους τους, δηλαδή την αυτοτέλεια των μεσαιωνικών τους εκκλησιών -των Πατριαρχείων Τιρνόβου και Αχρίδας-, οι οποίες κατά την εκτίμησή τους είχαν καταργηθεί αυθαίρετα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου δε πρόβαλλαν το ακόλουθο σκεπτικό: το Πατριαρχείο, το οποίο είχε ελληνικό εθνικό χαρακτήρα, διόριζε ανώτερους κληρικούς ελληνικής καταγωγής στις βουλγαρικές περιοχές κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δια μέσου των οποίων εκμεταλλευόταν και καταπίεζε με ποικίλους τρόπους τους Βουλγάρους, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε πιέσεις για να τους εξελληνίσει και να αποτρέψει την εθνική τους ανάπτυξη.

Επομένως οι Βούλγαροι ως ξεχωριστό έθνος δικαιούνταν να απαιτήσουν την αποδέσμευσή τους από μια εκκλησιαστική αρχή, η οποία όχι μόνο ήταν ξένη προς αυτούς, αλλά και δεν ανταποκρινόταν στα χριστιανικά της καθήκοντα, και να ιδρύσουν εκκλησία σε εθνική βάση.



 


Από τα παραπάνω ιδεολογικά συμφραζόμενα απορρέουν και οι λόγοι της ενασχόλησης με το ελληνικό παρελθόν, πέραν του γεγονότος της μακρόχρονης συνύπαρξης Ελλήνων και Βουλγάρων, όπως υπογραμμίστηκε ήδη στην εισαγωγή της μελέτης. Αυτή συνδέεται επιπλέον με τους εξής παράγοντες ξεχωριστά ή και σε συνδυασμό μεταξύ τους: είτε με την επιθυμία σύγκρισης με το βουλγαρικό παρελθόν έτσι ώστε να προβληθεί το τελευταίο και να αναδειχθεί η ανωτερότητά του ή τουλάχιστον να εντοπιστούν οι τομείς και οι εκδηλώσεις στα οποία υπερείχε είτε με την πρόθεση να σκιαγραφηθεί η εικόνα του Έλληνα ως προαιώνιου αντίπαλου/εχθρού.




Βιβλιογραφία

Aprilov, Vasil: ‘Balgarskite Knizhnici ili Na Koe Slovensko Pleme Sobstvenno Prinadlezhi

Kirillovskata Azbuka;’(Βουλγαρικά Γράμματα ή σε ποια σλαβική φυλή ουσιαστικά

ανήκει το κυριλλικό αλφάβητο;). Στο: Mihail Arnaudov (Επιμ.), Sabrani Sachineniia

(Συλλογή Έργων). Sofia: Pridvorna Pecatnica 1940, 15-32.

Aprilov, Vasil: ‘Dennica novo-bolgarskago obrazovaniia’ (Αυγερινός της νέας βουλγαρικής

παιδείας). Στο: Mihail Arnaudov (Επιμ.), Sabrani Sachineniia (Συλλογή Έργων). Sofia:

Pridvorna Pecatnica 1940, 33-144.

Boneva, Vera: Balgarskoto Carkovnonacionalno Dvizhenie 1856-1870 (Η Βουλγαρική Εθνική

Εκκλησιαστική Κίνηση 1856-1870). Sofia: Za Bukvite 2010.

Boneva, Vera: Bazrazhdane: Balgariia i Balgarite v Prehod kam Novoto Vreme (Η

Αναγέννηση: Η Βουλγαρία και οι Βούλγαροι κατά τη Διάρκεια της Μετάβασης στη Νέα

Εποχή). Shumen: Universitetsko Izdatelstvo Episkop Konstantin Preslavski 2005.

Borshukov, Georgi: Istoriia na Balgarskata Zhurnalistika 1844-1877, 1878-1885 (Ιστορία της

βουλγαρικής δημοσιογραφίας 1844-1877, 1878-1885). Sofia: Izdatelstvo Paradoks &

Universitetsko Izdatelstvo “Sv. Kliment Ohridski” 2003.

Braude, Benjamin and Lewis, Bernard (Επιμ.): Christians and Jews in the Ottoman Empire.

Τόμος 1. New York: Holmes and Meier Publishers 1982.

Brubaker, Rogers: ‘The Manichean Myth: Rethinking the Distinction between ‘Civic’ and

‘Ethnic’ Nationalism’. Στο: Hanspeter Kriesi, Klaus Armingeon, Hannes Siegrist and

Andreas Wimmer (Επιμ.), Nation and National Identity. The European Experience in

Perspective. Purdue University Press 2004, 55-71.

Daskalov, Roumen: The Making of a Nation in the Balkans. Historiography of the Bulgarian

Revival. CEU Press 2004.

Fallmerayer, Jakob: Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters. Teil 1:

Untergang der peloponnesischen Hellenen und Wiederbevölkerung des leeren Bodens

durch slavische Volksstämme. Stuttgart 1830

Genchev, Nikolai: Balgarsko Vazrazhdane (Η Βουλγαρική Αναγέννηση). Sofia: Iztok Zapad,

1991.

Hobsbawm, Eric: Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος,

Πραγματικότητα. Αθήνα: Καρδαμίτσας 1994.

Iordachi, Constantin: ‘The Ottoman Empire. Syncretic Nationalism and Citizenship in the

Balkans’. Στο: Timothy Baycroft and Mark Hewitson (Επιμ.), What is a Nation?

Europe 1789-1914. Oxford University Press 2006, 120-151.

Karavelov, Liuben: ‘Za starite Garci’ (Για τους αρχαίους Έλληνες). Στο: Sabrani Sachineniia

(Συλλογή Έργων). Τόμος 12. (Επιμ.) Petko Toshev. Sofia 1992, 281-333.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda No 11, 13 Μαρτίου 1871.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda No 7, 17 Δεκεμβρίου 1869.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda Νο 47, 21 Οκτωβρίου 1870.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda Νο 8, 20 Φεβρουαρίου 1871.

Kitromilides, Paschalis: ‘The Enlightenment East and West: a Comparative Perspective on

the Ideological Origins of the Balkan Political Traditions’. Στο: Enlightenment,

Nationalism, Orthodoxy. Ashgate Variorum 1994, 51-70.

Konortas, Paraskevas: ‘From Ta’ife to Millet: Ottoman Terms for the Ottoman Greek

Orthodox Community’. Στο: Dimitri Gondicas and Charles Issawi (Επιμ.), Ottoman

Greeks in the Age of Nationalism: Politics, Economy, and Society in the Nineteenth

Century. The Darwin Press 1999, 169-179.

Konstantinova, Yura: ‘Myths and Pragmatism in the Political Ideology of Dr Ivan

Seliminski’. Στο: P. M. Kitromilides and Anna Tabaki (Επιμ.), Greek-Bulgarian

Relations in the Age of National Identity Formation. Athens: Institute for Neohellenic

Research 2010, 163-179.

Κουμπουρλής, Γιάννης: Οι Ιστοριογραφικές Οφειλές του Σπ. Ζαμπέλιου και του Κ.

Παπαρρηγόπουλου. Η Συμβολή Ελλήνων και Ξένων Λογίων στη Διαμόρφωση του

Τρίσημου Σχήματος του Ελληνικού Ιστορισμού. Αθήνα: ΕΙΕ 2012.

Μαραγκός, Βασίλειος: Παΐσιος Χιλανδαρινός και Σωφρόνιος Βράτσης. Από την Ορθόδοξη

ιδεολογία στη διάπλαση της βουλγαρικής ταυτότητας. Αθήνα: ΙΝΕ 2009.

Ματάλας, Παρασκευάς: Έθνος και Ορθοδοξία. Οι Περιπέτειες μιας Σχέσης. Από το

‘Ελλαδικό’ στο Βουλγαρικό Σχίσμα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

2003.

Minkova, Liliana: Balgarski Vazrozhdenci v Rusiia (Βούλγαροι Εθνεγέρτες στη Ρωσία). Sofia:

Izdatelstvo ‘Karina-Mariana Todorova’ 2005.

Ναξίδου, Ελεονώρα: «Μια «βαλκανική» εκδοχή του Φιλελληνισμού: η περίπτωση του Ιβάν

Σελιμίνσκι». Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου «Το ενδιαφέρον για την

Ελλάδα και τους Έλληνες», Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος 2014, 273-294.

Naxidou, Eleonora: ‘The Routes to the Bulgarian National Movement: Simultaneously

Homogenous and Polymorphous’. ADAM Akademi Sosyal Bilimler Dergisi 2 1(2012):

25-42.

Nikolov, Alexandar: ‘Patriotic and ‘Proto-National’ Motives in Late Medieval and Early

Modern Bulgarian Literature: The Contexts of Paisij Hilendarski’. Στο: Balazs

Trencsenyi and Marton Zaszkaliczky (Επιμ.), Whose Love of Which Country?

Composite States, National Histories and Patriotic Discourses in Early Modern East

Central Europe. Brill 2010, 611-628.

Nikov, Petar: Vazrazhdane na Balgarskiia Narod. Carkovno-Nacionalni Borbi i Postizheniia

(Η Αναγέννηση του Βουλγαρικού Έθνους. Εκκλησιαστικοί-Εθνικοί Αγώνες και

Επιτεύγματα) (τρίτη έκδοση). Sofia: Akademichno Izdatelstvo ‘Prof. Marin Drinov’

2008.

Paisii Hilendarski: ‘Istoria Slavianobolgarskaia’. Στο: Hristo Slavov (Επιμ.), Literatura na

Balgarskoto Vazrazhdane XVIII-XIX Vek. Tom Vtori. I Chast. Sofia: Izdatelstvo Misal

& Akademichno Izdatelstvo ‘Prof. Marin Drinov’ 2002, 11-84.

Παΐσιος Χιλανδαρινός: Σλαβοβουλγαρική Ιστορία. Μετάφραση και σχόλια Βαΐτσα Χάνη-

Μωϋσίδου. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης 2003.

Rakovski, Georgi Stoikov: Sachineniia (Έργα). Τόμος III. (Επιμ.) Veselin Traikov. Sofia:

Balgarski Pisatel 1984.

Rakovski, Georgi Stoikov: Sachineniia (Έργα). Τόμος IV. (Eπιμ.) Svetla Giurova. Sofia:

Balgarski Pisatel 1988.

Sampimon, Janette: Becoming Bulgarian. Amsterdam: Pegasus 2006.

Seliminski, Ivan: ‘Balgarskiiat Carkoven Vapros’ (Το βουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα).

Στο: Elisabeta Pazheva (Επιμ.), Biblioteka Dr. Iv. Seliminski (Η Βιβλιοθήκη του

δόκτορα Ιβάν Σελιμίνσκι). Τόμος X. Sofia: Darzhavna Pechatnica 1929.

Seliminski, Ivan: ‘Drevnata Civilizaciia i Garcite’ (Ο Αρχαίος Πολιτισμός και οι Έλληνες).

Στο: Elisabeta Pazheva (Επιμ.), Biblioteka Dr. Iv. Seliminski (Η Βιβλιοθήκη του

δόκτορα Ιβάν Σελιμίνσκι). Τόμος XII. Sofia, Ministerstvo na Narodnoto Prosveshtenie

(χωρίς χρονολ.), 69-81.

Σφέτας, Σπυρίδων: «Η Εικόνα των Ελλήνων στο Έργο του Βούλγαρου Επαναστάτη και

διανοούμενου Georgi Rakovski». Πρακτικά ΚΒʹ′ __________Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου.

Θεσσαλονίκη 2002, 351-372.

Σκοπετέα, Έλλη: Το ‘Πρότυπο Βασίλειο’ και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του Εθνικού Προβλήματος

στην Ελλάδα (1830-1880). Αθήνα: Πολύτυπο 1988.

Smith, Anthony: The Ethnic Origins of Nations. Blackwell 2008.

Smith, Anthony: Εθνική Ταυτότητα. Αθήνα: Οδυσσέας 2000.

Σταματόπουλος, Δημήτρης «Από τα Μιλλέτ στις Μειονότητες στην Οθωμανική

Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα: Ένας Αμφιλεγόμενος Εκσυγχρονισμός». Στο: Steven G.

Ellis, Gudmundur Halfdanarson, Ann Katherine Isaacs (Επιμ.), Πολίτες στην Ευρώπη.

Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο 2010, 441-472.

Σταματόπουλος, Δημήτριος: Το Βυζάντιο μετά το Έθνος. Το Πρόβλημα της Συνέχειας στις

Βαλκανικές Ιστοριογραφίες. Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2009.

Sugar, Peter: ‘External and Domestic Roots of Eastern European Nationalism’. Στο: Peter

Sugar and Ivo John Lederer (Επιμ.), Nationalism in Eastern Europe. University of

Washington Press 1994, 3-54.__

Ελεονώρα Ναξίδου, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Email: enaxidou@he.duth.gr

Πραγματοποίησε τις σπουδές της στα νεοσύστατα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια
βουλγαρικά σχολεία και κατόπιν σε ανώτερο επίπεδο κυρίως στη Ρωσία, αλλά και στη
Δυτική Ευρώπη.

13-15 Ιουλίου 1913, οι μάχες για την κατάληψη του υψώματος 1378. Όταν ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας...

 Το ύψωμα 1378 (Αρισβάνιτσα), βρισκόταν βαθιά στο βουλγαρικό έδαφος και η νικηφόρα κατάληξη των μαχών για την κατάληψη του, έκρινε και τα σημερινά σύνορα με την Βουλγαρία.



Οι Βούλγαροι ύστερα από συνεχείς υποχωρήσεις, εκμεταλλευόμενοι και την κατόπιν ρωσικών πιέσεων και αυστριακών απειλών σερβική αδράνεια, μετέφεραν δυνάμεις στο μέτωπο με την Ελλάδα πραγματοποιώντας την ύστατη προσπάθεια να αλλάξουν τα πολεμικά δεδομένα.

Για το λόγο αυτό έφεραν μία από τις εκλεκτότερες μονάδες τους, το 1ο Σύνταγμα της βασιλικής φρουράς, καθώς και ένα ακόμη σύνταγμα επιλέκτων. Απέναντι τους κατά ευνοϊκή συγκυρία βρέθηκαν μερικές από τις καλύτερες μονάδες του ελληνικού στρατού, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων , το 9ο Τάγμα Ευζώνων με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Βελισσαρίου, το 8ο Τάγμα Ευζώνων και το Τάγμα Κρητών.

Οι μάχες ξεκίνησαν στις 12 Ιουλίου και ειδικά εκείνες που δόθηκαν στο ύψωμα 1378, χαρακτηρίζονταν, από πρωτοφανή αγριότητα, με τον ένα να ξεκοιλιάζει τον άλλο…

Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που διηγείται ό λοχίας Παναγάκης του Τάγματος των Κρητών : `` Οι Βούλγαροι ενισχυθέντες , φαίνεται την ημέραν εκείνην προέβησαν εις ορμητικήν επίθεσιν εναντίον των δύο ταγμάτων των Κρητικών και ενός τάγματος του 17ου. Τέσσερα πεδινά πυροβόλα εβοήθουν τους Βουλγάρους δια των καταστρεπτικών πυρών τους από τόσον μικράς αποστάσεως , ώστε ήταν κανονισμένα εις το μηδέν. 

Οι ήρωες Κρήτες και εύζωνοι προ της ορμητικής αυτής επιθέσεως και προ των τρομακτικών απωλειών προς στιγμή κλονίζονται. Την στιγμήν εκείνην δέκα σάλπιγγες σημαίνουν γενικήν επίθεσιν και ανακτούν το θάρρος των. Ορμούν ακάθεκτοι δια της λόγχης και ο εχθρός προ της παράφρονος αυτής επιθέσεως ανακόπτει την ορμήν του.

Συγχρόνως ενίσχυσις δύο λόχων υπό τους ήρωας λοχαγούς Μανωλίδην και Καραχρήστον δίδουν θάρρος εις τους μαχομένους. Κρήτες και εύζωνοι πλησιάζουν πλέον τους Βουλγάρους και η μάχη μεταβάλλεται εις λυσσώδη πάλην δια των χειρών και των οδόντων. Ένας Κρής ευρισκόμενος εν τω μέσω πέντε εχθρών λογχίζεται με λύσσαν. Έχει πετάξει το Μάνλιχερ και κρατά μία πελώριαν πάλαν.

Με αυτή κτυπά μέχρις ότου πίπτει νεκρός με 22 λογχισμούς εις το σώμα. Δύο εύζωνοι του 8ου τάγματος ο λοχίας Τόλιας και ο στρατιώτης Μακράκης ανέρχονται από μίαν χαράδραν η οποία χωρίζει τους Βουλγάρους απ` αυτούς και προχωρούν εις τα προχώματα του υψώματος 1378.

Οι εχθροί τους αφίνουν και πλησιάζουν και εκεί τους τεμαχίζουν δια της λόγχης μετά λυσσώδην πάλην. Εις το σώμα του Τόλια εμετρήσαμεν περί τους 30 λογχισμούς .

Ο Μακράκης με τους οφθαλμούς εξωρρυγμένους και το στήθος διάτρητον από σφαίρες. Η σφαγή αυτή διήρκεσε μέχρι της 7ης εσπερινής και θα εξηκολούθει , αν δεν εξηντλούντο όχι μόνο τα φυσίγγια των ευζώνων και των Κρητών , αλλά και οι πέτρες ακόμη ``.

(Αρίστου Περίδη `` Στα κανόνια μας `` 

Οι ελληνικές δυνάμεις τρεις φορές κυρίευσαν το ύψωμα 1378 και τρεις φορές εκτοπίσθηκαν απ' αυτό. Κατά την διάρκεια των μαχών είχαν φονευθεί εκλεκτοί αξιωματικοί όπως ο διοικητής του Τάγματος Κρητών Γιώργος Κολοκοτρώνης (ακαριαία από οβίδα), ο θρυλικός Διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχης Βελισσαρίου Ι. , ενώ λίγο αργότερα τους ακολούθησε και ο Διοικητής του 9ου Τ. Ευζώνων Λοχαγός Μανωλίδης,

Ο Γιώργος Κολοκοτρώνης ήταν εγγονός του θρυλικού γέρου του Μωριά. Πάντα βάδιζε μπροστά από τους άνδρες του χωρίς να υπολογίζει οβίδες και σφαίρες Κάποια φορά ο διοικητής της μονάδας του έκανε παρατήρηση να φυλάγεται περισσότερο, με τον Κολοκοτρώνη να απαντά:

`` Κύριε διοικητά σέβομαι όσα μου λέτε. Αλλά αν ένας αξιωματικός οφείλει να προφυλάσσεται, σε ένα Κολοκοτρώνη δεν αρμόζει να μην είναι μπροστά από τους άνδρες του ``.

Αλλά και ο θρυλικός Ταγματάρχης Βελισσαρίου που (πριν από τον Πλαστήρα ) τον είχαν ονομάσει Μαύρο Καβαλλάρη δεν ήξερε από άμυνα. Για το λόγο αυτό πάντοτε ξεκινούσε με το σπαθί υψωμένο πρώτος την επίθεση παροτρύνοντας τους στρατιώτες του με εκφράσεις όπως ``εμπρός δια της λόγχης`` και `` Επάνω τους παιδιά,`` μέχρι που δύο σφαίρες τον βρήκαν κατάστηθα…

Σύμφωνα με μαρτυρίες `` παρέδωσε την ψυχήν του παραληρών προς την γυναίκα του: Χαρίκλεια, Χαρίκλεια μετά δύο ώρας στη Σόφια! Και εξέπνευσε ``. 

Τον θάνατο του τον είχε προαισθανθεί η γυναίκα του, όταν πριν ξεκινήσει ο β’ βαλκανικός πόλεμος είχε φτάσει στο Ασβεστοχώρι για να ξεπροβοδίσει τον άνδρα της. Αυτός κατευθυνόταν προς την Γκιουβέζνα (Άσσηρος) . Ο Βελισσαρίου δείχνοντας με το δάκτυλο τις φλόγες της Μπέροβας , είπε στην γυναίκα του πως δεν έχει καιρό για αποχαιρετισμό και σπηρούνισε το άλογο του και χίμιξε προς τα εμπρός. Η γυναίκα του βουβή και δακρυσμένη ψιθύρισε : Κάτι μου λέει πως δεν θα τον ξαναδώ…

(Σαράντος Καργάκος `` Η Ελλάδα κατά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13).

 Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, πληροφορούμενος τον θάνατο του ήρωα του Μπιζανίου Βελισσαρίου αντί συλλυπητηρίων τηλεγράφησε στην οικογένεια του την παρακάτω φράση:

"Χαιρετίζω τον ήρωα των ηρώων".

Οι μάχες ήταν φονικότατες με τις ελληνικές απώλειες να ανέρχονται σε 859 στρατιώτες. Αντίστοιχα μεγάλες όμως ήταν και οι απώλειες των Βουλγάρων μεταξύ αυτών και ο διοικητής της φρουράς τους…

Η πρωία της 15 Ιουλίου 1913 έβρισκε τον ελληνικό στρατό οριστικά κυρίαρχο του υψώματος. Από ψηλά μπορούσε να δει κάποιος τις κλιτύες και τις χαράδρες γεμάτες από ανάμικτα πτώματα Ελλήνων και Βουλγάρων. Ο αγώνας υπήρξε τόσο λυσσώδης και εκ του συστάδην, ώστε πολλοί εκ των πεσόντων εκατέρωθεν έφεραν τραύματα δια λόγχης, αρκετοί δε Βούλγαροι είχαν κτυπηθεί δια λίθων των οποίων έκαναν χρήση οι Εύζωνοι, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά ....

Ο δεκανέας Σταμάτης Σταματίου...

 Ο έφεδρος δεκανέας Σταμάτης Σταματίου, με τη βουλγαρική σημαία που άρπαξε από Βούλγαρο σημαιοφόρο, πολεμώντας σώμα με σώμα στη μάχη της Στρώμνιτσας, το 1913.





Η μάχη της Κρέσνας, το καλοκαίρι του 1913.

Τα στενά της Κρένσνας ήταν το ανώτατο σημείο κατάκτησης του Ελληνικού Στρατού στη Βουλγαρία, κατά τη διάρκεια του ΄Β Βαλκανικού Πολέμου.




Στα φοβερά στενά της Κρέσνα ο Ελληνικος Στρατος ξεκινώντας, σαν σήμερα, από το Μελισσοχώρι Μυγδονίας (αποτρέποντας βουλγαρική επίθεση στη Θεσσαλονίκη, και συντριβοντας κατόπιν τους Βουλγάρους στο Κιλκίς και το Λαχανά) , στο δρόμο για την Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαβγκόεγκραντ, είκοσι χλμ πριν τη Σόφια) νικησε αλλά σταμάτησε λόγω κυρίως εξωτερικών παρεμβάσεων και παρασκηνιακών ρυθμίσεων.




Τελικά με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το Σεπτέμβρη αναδιπλωθήκαμε στα σημερινά ελληνοβουλγαρικά σύνορα αφήνοντας εκτεταμένες περιοχες όπου διαβιούσαν Ελληνες και Ελληνογενεις με Βουλγάρικη εθνική συνείδηση (λογω καταπιέσεων από τους Κομιτατζήδες). Πόλεις όπως η Πέτριτσα, η Στρώμνιτσα (εκεί είχε στήσει το στρατηγείο του ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος), το Μελένικο , η Άνω Τζουμαγιά, το Στάρτσεβο κλπ αποδώθηκαν οριστικά στους Βούλγαρους.

Ποιο το κέρδος αγαπητοί φίλοι; Η Ανατολική Μακεδονία, μα ήδη απελευθερώσει με τη δυναμη των όπλων μηνες πριν....

Η Ελληνική προσέγγιση στο ζήτημα της καταγωγής των Πομάκων.

Η ελληνική προσέγγιση στο ζήτημα της καταγωγής των Πομάκων θα μπορούσε να περιγράφει ως προσπάθεια αντίκρουσης των τουρκικών και βουλγαρικών θέσεων, οι οποίες ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο των εδαφικών διεκδικήσεων και της διαπάλης του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Η ελληνική άποψη έδωσε έμφαση στην αναζήτηση των σχέσεων των Πομάκων με τα αρχαιοθρακικά φύλα και μέσω της ιστορικής τους συνέχειας στη σχέση τους με το Βυζάντιο.

Όλοι οι Έλληνες συγγραφείς αλλά και κάποιοι από τους ξένους, που μελέτησαν το ζήτημα, ενσυνείδητα, θεωρούν τους Πομάκους, απόγονους των παλαιών Θρακών.

 




Κατά τον Στράβωνα(1ος αι. π.Χ), στη Ροδόπη κατοικούσαν τα εξής ελληνοθρακικά φύλα: οι Βήσσοι στη Βόρεια Ροδόπη ως τον Αίμο, οι Δίοι στην Ανατολική και τέλος οι Αγριάνες στη Δυτική. Αλλά και πριν από τον Στράβωνα, υπάρχουν αρχαιότερες μαρτυρίες του Θουκυδίδη (5ος αι.) και του Θεόπομπου (4ος αι.), που μιλούν για το θρακικό φύλο των Αγριανών ή Αγραίωνή Αγριέων και τους τοποθετούν στον ίδιο σχεδόν χώρο, όπου βρίσκουμε σήμερα τους Πομάκους.

Όμως, ποια η σχέση αυτού του αρχαίου ελληνοθρακικού φύλου με τους σημερινούς Πομάκους;

Καταρχήν είναι διατηρημένη μέχρι σήμερα παράδοση ανάμεσα στους Πομάκους που κατοικούν στον ελληνικό χώρο, ότι είναι απόγονοι των Αγριανών (δηλαδή, αυτόχθονος πληθυσμός.)

Την άποψη αυτή ενισχύει η μαρτυρία του Βυζαντινού ιστορικού Γεωργίου Ακροπολίτη (1217-1282), ότι η περιοχή της Ροδόπης ονομαζόταν Αχριδός, καθώς και η στενή σχέση των παλαιών στοιχείων με τα σημερινά δεδομένα, που επικαλείται μεγάλος αριθμός Ελλήνων ερευνητών που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της καταγωγής των Πομάκων(Χιδίρογλου Π., Μαγκριώτης I.,Μυλωνάς Π., κ.α). Στην παλιά Ξάνθη υπάρχει συνοικία που ονομάζεται

«Αχριάν μαχαλέση» (γειτονιά των Αχριάνων). Στην περιοχή του Έβρου, χωριό της περιοχής ονομάζεται Αγριανή, ενώ πλησίον συνοικισμός λέγεται «Αχριάν πουναρή»(πηγή των Αχριανών).

Ωστόσο, αυτό που προβάλλεται ως ισχυρό επιχείρημα από ελληνικής πλευράς για την ελληνική καταγωγή των Πομάκων, είναι η πλήρη αντίθεση των χαρακτηριστικών Πομάκων και Τούρκων, που προβάλλει ως συμπέρασμα από την αντιπαραβολή των ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών των Πομάκων και των τουρκικών φύλων στη Μ.Ασία και στη Θράκη.

Ενισχυτικό για την ανθρωπολογική συγγένεια μεταξύ Ελλήνων και Πομάκων, είναι το πόρισμα της αιματολογικής έρευνας της Β' Παθολογικής κλινικής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης στους Πομάκους το 1969. Την έρευνα πραγματοποίησε μια ομάδα γιατρών (Παναγιωτόπουλος Σ., Τσάπας Γ., Παπάζογλου Π., Ξηροτύρης Ν., Μυλωνάς Π., Χαρισιάδου Ε., Παναγιωτόπουλος Ε.) και το πόρισμα τους αναφέρει περιληπτικά: «Προέβημεν εις τον ανοσολογικόν καθορισμόν των φαινοτύπων των απτοσφαιρινών, επί 508 Πομάκων κατοίκων Θράκης. Εκ της ερεύνης ουδεμία διαφορά προέκυψεν μεταξύ των Πομάκων και του λοιπού Ελληνικού πληθυσμού, τόσο ως προς τη συμμετοχή των γόνων, όσον και ως προς τη συχνότητα των τριών ατμοσφαιρινικών φαινοτύπων».

Τα παραπάνω στοιχεία ενισχύονται και σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνονται κι από τα πορίσματα της διδακτορικής διατριβής του Ν.Ι Ξηροτύρη, Ιατρού, εγκεκριμένη από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που περιλαμβάνει παρατηρήσεις που προέκυψαν από την έρευνα της κατανομής των συχνοτήτων των ομάδων του αίματος στους Πομάκους και από τη διερεύνηση ενδεχόμενης φυλετικής σχέσεως με τους γειτονικούς πληθυσμούς με αιματοληψίες από 1.030 κατοίκους πομακικών χωριών (από το 1/20 του συνόλου του πληθυσμού).

Τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής συνδυασμένα και με διάφορα άλλα λαογραφικά και αρχαιολογικά ευρήματα πρόσφεραν τα εξής νέα δεδομένα:

1. Οι Πομάκοι αποτελούν φυλετικά ενιαίο, απομονωμένο πληθυσμό που υπέστη ελαφρότατη επίδραση από φυλές μογγολικής προελεύσεως.

2. Υπάρχει αιματολογική συγγένεια των Πομάκων με τους Έλληνες που φτάνει σε ποσοστό 50-70°/ο για τον πληθυσμό των χωριών Σάτραι και Εχίνος.

3. Οι Πομάκοι ως πληθυσμός απομονώθηκαν επί μακρό χρονικό διάστημα, υπέστησαν ορισμένες μικρομεταβολές στην κατανομή των συχνοτήτων των ομάδων αίματος, και διατήρησαν σχεδόν αναλλοίωτες τις αρχικές τους συχνότητες κατανομής των διαφόρων συστημάτων των ομάδων αίματος, ενώ η άποψη ότι είναι απόγονοι Κιργισιών αποίκων δεν είναι σωστή με βάση τη στατιστική σύγκριση των αποτελεσμάτων Πομάκων-Κιργισίων.

4. Οι κάτοικοι της νοτίου Βουλγαρίας διαφέρουν από εκείνους της βορείου, που θεωρούνται απόγονοι αρχαίων θρακοελληνικών φύλων και δεν υπέστησαν αξιόλογες φυλετικές μεταλλαγές.

5. /Από τη σύγκριση των κατανομών των συχνοτήτων των ομάδων αίματος με τις αντίστοιχες που βρέθηκαν στους Βούλγαρους, Τούρκους, Σέρβους και Αλβανούς, πληθυσμούς του βαλκανικού χώρου που συμμετείχαν σε ορισμένες ιστορικές στιγμές με τους Πομάκους, προκύπτει ότι δεν υπάρχει πρακτικά οποιαδήποτε πιθανότητα συγγένειας με αυτούς και δεν έλαβε καμία άξια λόγου επιμειξία.

 

 Τέλος, οι ελληνικές προσεγγίσεις για την καταγωγή των Πομάκων, όπως παρουσιάζονται μέσα από τη λιγοστή βιβλιογραφία, προβάλλουν ως επιχείρημα την ύπαρξη χριστιανικών στοιχείων σε εκδηλώσεις της καθημερινής τους ζωής και την παρουσία ελληνικών λέξεων στο λεξιλόγιο τους (ειδικότερα στη γλώσσα των Πομάκων και στη σχέση της με την Ελληνική αναφέρεται αναλυτικά το κεφάλαιο).

 

Πράγματι, εκδηλώσεις όπως το σταύρωμα της ζύμης από τις νοικοκυρές αμέσως μετά το ζύμωμα, το σταύρωμα των παιδιών στις κούνιες, το έθιμο της βασιλόπιτας την πρωτοχρονιά, ονομασίες συνοικισμών, όπως «τεοτόκα (=Θεοτόκος) στο πομακικό χωριό Ώραίον, είναι στοιχεία που οι Έλληνες ερευνητές στην προσπάθεια να εξηγήσουν την ύπαρξη τους στους Πομάκους, τα θεωρούν κατάλοιπα του ελληνορθόδοξου παρελθόντος τους.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική άποψη συνοψίζεται ως εξής: Οι Πομάκοι είναι απόγονοι των αρχαίων Θρακών, δηλαδή γηγενής πληθυσμός της περιοχής, που λόγω των ιστορικών συνθηκών εξισλαμίσθηκαν από τους Τούρκους πριν περίπου τρεισήμισι αιώνες και μιλούν μία μεικτήδιάλεκτο όπου επικρατεί το σλαβοβουλγάρικο ιδίωμα και κάνει αισθητή την παρουσία του τόσο το τούρκικο, όσο και το ελληνικό στοιχείο.


Πηγή: Οι Πομάκοι Μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση (έρευνα στο χωριό Μύκη)

Ταραμπατζή Κατερίνα, 2002

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ

Η ελευθερία για τους Στρωμνιτσιώτες διήρκεσε μόλις ένα μήνα, από τις 27 Ιουνίου 1913 που απελευθερώθηκε η πόλη από τον ελληνικό στρατό μέχρι τις 28 Ιουλίου που επικυρώθηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η αναγγελία της επιδίκασης της επαρχίας Στρωμνίτσης στη Βουλγαρία προκάλεσε πανικό και απελπισία, τόσο στους Έλληνες όσο και στους μουσουλμάνους κατοίκους της. Η απόφαση που επικράτησε αμέσως ήταν να φύγουν όλοι, εγκαταλείποντας τα πάντα. Οι πιο πολλοί την τήρησαν. Οι λίγοι που έμειναν, το έκαναν με βαριά καρδιά διατηρώντας αμυδρές ελπίδες ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν στο μέλλον. 




Από τις 31 Ιουλίου ο δρόμος από τη Στρώμνιτσα προς τη Δοϊράνη είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά από ανθρώπους κάθε ηλικίας που κατευθύνονταν στην Ελλάδα. Οι Στρωμνιτσιώτες, αδυνατώντας να εκποιήσουν τα υπάρχοντά τους, προσπάθησαν να πάρουν μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Ελάχιστα πράγματα όμως κατάφεραν τελικά να διασώσουν, αφού τα διαθέσιμα μεταγωγικά δεν επαρκούσαν για τη μεταφορά 30-35 χιλιάδων ανθρώπων.

Μέχρι τις 7 Αυγούστου είχαν εγκαταλειφθεί 13 από τα 32 χωριά της Στρώμνιτσας, ενώ η πόλη της Στρώμνιτσας είχε εγκαταλειφθεί από τα ¾ των κατοίκων και όσοι είχαν απομείνει ανέμεναν εναγωνίως μεταγωγικά για να αναχωρήσουν κι αυτοί.

Η μετανάστευση τόσων χιλιάδων ανθρώπων έγινε με τρόπο τραγικό. Μικρά ή μεγάλα καραβάνια από χριστιανούς και μουσουλμάνους εγκατέλειπαν χωρίς να το θέλουν τους τόπους που γεννήθηκαν, τους ναούς και τα τεμένη τους, τα χωράφια και τους κήπους τους, τα φτωχικά ή πλούσια σπίτια τους. Στο δρόμο για την ελευθερία, τους συντρόφευε η καταπόνηση του ταξιδιού, η αγωνία για το άγνωστο, οι σκέψεις για το παρελθόν που άφηναν πίσω τους. Πως θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τα δυστυχή αυτά όντα; Τις κατάκοπες γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά τους που σωριάζονταν καταγής από την κούραση και αναλύονταν σε δάκρυα και γοερούς λυγμούς κάτω από τα απορημένα μάτια των παιδιών τους. Τους άντρες με χαρακωμένα από το μόχθο και τον πόνο πρόσωπα που περπατούσαν με σκυμμένα τα κεφάλια αναλογιζόμενοι το σπίτι τους, τους εγκαταλειμμένους τάφων των προγόνων τους, τα παρατημένα χωράφια τους. Τα παιδιά που γαντζώνονταν τρομαγμένα στα φουστάνια των μανάδων τους. Τους γέροντες και τις γερόντισσες με τα βουβά χείλη και τα απλανή βλέμματα που κατέπνιγαν τον πόνο τους μετρώντας τη δυστυχία που τους βρήκε σε αυτή την ηλικία. Οι γηραιότεροι από αυτούς επικαλούνταν σιωπηλά το θάνατο, που κάτω από τέτοιες συνθήκες σίγουρα δεν θα αργούσε να έρθει. 

Στις 10 Αυγούστου, ημέρα Σαββάτου, οι εναπομείναντες Στρωμνιτισώτες έβαλαν φωτιά πρώτα στα σχολεία και την εκκλησία και έπειτα στα σπίτια τους. Τα ωραία οικοδομήματα, το ένα μετά το άλλο, σωριάζονταν σε ερείπια από τις φλόγες που κατέστρεφαν τα πάντα. Το μόνο που απέμενε όρθιο ήταν η ιστορία αιώνων που κάλυπτε το υπερνέφελον πολίχνιον που περιέγραψε ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Ιστορία που ξεκινούσε από Άστραιον των αρχαίων, συνεχιζόταν με την Τιβεριούπολη και τη Στρουμίτζα των Βυζαντινών και έφτανε μέχρι την ηρωική Στρώμνιτσα του Μακεδονικού Αγώνα. 

Πού όμως επρόκειτο να εγκατασταθούν αυτοί οι άνθρωποι; Στις 14 Αυγούστου τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη διαβεβαίωνε ότι η εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών θα γίνει τελικά στο Κιλκίς. Επιτροπή Στρωμνιτσιωτών μαζί με τον μητροπολίτη τους Αρσένιο και το λοχαγό του πεζικού Βλάσιο Τσιρογιάννη, παρουσιάστηκε στο Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη για να συζητήσουν το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων. Ο Δραγούμης δήλωσε στην επιτροπή ότι είχε αποφασίσει η εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών να γίνει στην περιφέρεια του Κιλκίς και τους ενημέρωσε ότι ορίστηκαν επιτροπές που θα φρόντιζαν για τη μεταφορά των προσφύγων, τη σταδιακή τους εγκατάσταση, την κατασκευή παραπηγμάτων, την επισκευή των σπιτιών που δεν είχαν καταστραφεί εντελώς και την τοπογραφική αποτύπωση του τόπου εγκατάστασης τους. Ο Δραγούμης τους ενημέρωσε επίσης ότι στο Κιλκίς θα εγκατασταθούν και οι Μελενικιώτες «οίτινες θα αποτελέσουν ιδιαίτερον συνοικισμόν, χωριζόμενοι από την Νέαν Στρώμνιτσαν δια λεωφόρου».

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...