Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κλειώ, η Μούσα της Ιστορίας. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Οι Μούσες στην αρχαιότητα θεωρούνταν οι προστάτιδες των επιστημών και των τεχνών.

Κλειώ, η μούσα προστάτιδα της ιστορίας. Ελαιογραφία του Charles Meynier, 1798.


  Πατέρας των Μουσών ήταν ο Δίας ενώ μητέρα τους πιστευόταν ότι ήταν η θεά της μνήμης και του πολιτισμού, η Μνημοσύνη. Ο Δίας επισκέφτηκε τη Μνημοσύνη για εννέα συνεχόμενες νύχτες, και σε κάθε μία από τις νύχτες η μητέρα των Μουσών έμενε έγκυος. Κάθε μία από τις κόρες της Μνημοσύνης είχε το δικό της τομέα στις τέχνες και τις επιστήμες. Οι Μούσες καθοδηγούσαν και ενέπνεαν τους καλλιτέχνες.

  Τροφός των Μουσών θεωρήθηκε η Ευφήμη, η οποία ζούσε στην όμορφη περιοχή του Ελικώνα της Βοιωτίας. Δάσκαλος τους στη μουσική υπήρξε ο θεός Απόλλωνας. Για το λόγο αυτό ο Απόλλων έμεινε γνωστός και ως Μουσαγέτης, καθώς διεύθυνε τη χορωδία τους.

  Οι Μούσες συνήθιζαν να τραγουδούν και να χορεύουν, όταν θύμωναν όμως γίνονταν επικίνδυνες. Οι Σειρήνες κάποτε κουφάθηκαν όλες από τις Μούσες και ύστερα τους εκδικούνταν όλους κατασπαράζοντας τους.

 

Οι εννέα Μούσες

 

Ορφικός ύμνος Μουσών (θυμίαμα λίβανον)

  «Ερίγδουπες θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Ζηνός, Μούσες Πιερίδες, μεγαλώνυμες, αγλαόφημες στους θνητούς, σε όσους εμφανίζεσται ποθεινότατες, πολύμορφες, που γεννάται την άμεμπτη αρετή πάσης παιδείας, θρέπτηρες της ψυχής, ορθοδότειρες της διάνοιας, και του ευδύνατου νοός καθηγήτηρες άνασσες, που αναδείξατε τις μυστιπόλευτες τελετές στους θνητούς. Κλειώ και Ευτέρπη και Θάλεια και Μελπομένη και Τερψιχόρη και Ερατώ και Πολύμνια και Ουρανία και μαζί με την μητέρα Καλλιόπη και την ευδύνατη θεά Αγνή. Αλλάας έλθετε, Θεές, πολυποίκιλες, αγνές, άγοντας στους μύστες εύκλειαν και ερατό πολύυμνον ζήλο.»

  «Μνημοσνης κα Ζηνς ριγδοποιο θγατρες, Μοσαι Πιερδες, μεγαλνυμοι, γλαφημοι, θνητος, ος κε παρτε, ποθεινταται, πολμορφοι, πσης παιδεης ρετν γεννσαι μεμπτον, θρπτειραι ψυχς, διανοας ρθοδτειραι, κα νου εδυντοιο καθηγτειραι νασσαι, α τελετς θνητος νεδεξατε μυστιπ<ο>λετους, Κλειτ Ετρπη τε Θλειτε Μελπομνη τε Τερψιχρη τ ραττε Πολμνιτ Ορανη τε Καλλιπηι σν μητρ κα εδυντηι θει γνι. λλ μλοιτε, θεα, μσταις, πολυποκιλοι, γνα, εκλειαν ζλν τ ρατν πολυμνον γουσαι.»

 

Η Κλειώ.

  Το όνομα της Κλειούς σημαίνει δόξα. Προέρχεται από το κλέω-κλειό που ερμηνεύεται ως αφηγούμαι ή κάνω γνωστό (να διακηρύξω, να κάνω διάσημο). Η Κλειώ θεωρείτο ως  διακηρυττής.

  Στην πιο γνωστή ζωγραφιά της κρατάει ένα πάπυρο και μια σάλπιγγα, με σκοπό να διαλαλεί. Εκτός από περγαμηνές άλλες φορές κρατάει και πλακίδια γραφής. Πάντα είναι νεαρή γυναίκα, δαφνοστεφανωμένη και με πορφυρό ένδυμα, ενώ αρκετές φορές έχει φτερά. Ως Μούσα είναι γνωστή και ως προστάτιδα της λύρας. Στις ζωγραφιές απεικονίζεται επίσης να έχει στα πόδια της το κιβώτιο της ιστορίας.

Η ΜΟΥΣΑ ΚΛΕΙΩ 1800 Charles Meynier  Cleveland Museum of Art ΟΗΙΟ


  Η Κλειώ ατύχησε να ερωτευθεί τον Άδωνη. Ύστερα με έπαρση και αλαζονεία ειρωνεύτηκε και κορόιδεψε την Αφροδίτη που επίσης είχε ερωτευτεί τον Άδωνη. Η Αφροδίτη την καταράστηκε να ερωτευτεί τον Πίερο.

  Έπειτα η Κλειώ απόκτησε δύο παιδιά, τον Υμέναιο και τον Υάκινθο. Τον  Υάκινθο σκότωσε ο Ζέφυρος και από το αίμα του φύτρωσε το ομώνυμο λουλούδι. Ο Απόλλων υπήρξε εραστής του Υάκινθου, ενώ αντίζηλος του ήταν ο Ζέφυρος. Μία ημέρα, σύμφωνα με τη μυθολογία ο Απόλλωνας πέταξε το δίσκο, ο οποίος έσκισε τα σύννεφα. Ο Υάκινθος θέλησε να εντυπωσιάσει τον Απόλλωνα και έτρεξε να πιάσει το δίσκο. Ο Ζέφυρος (δυτικός άνεμος), από φθόνο, φύσηξε δυνατά και ο δίσκος σκότωσε τον Υάκινθο. Έτσι το παιχνίδι κατέληξε στο θάνατο του Υάκινθου…

  Ο Πίερος κατόπιν απέκτησε εννέα κόρες και εξάπλωσε στη Βοιωτία τη λατρεία των Μουσών. Οι κόρες όταν μεγάλωσαν πίστεψαν ότι ήταν καλύτερες από τις Μούσες, τις οποίες προσκάλεσαν σε διαγωνισμό. Στο διαγωνισμό οι κόρες του Πίερου έχασαν και για τιμωρία τις μεταμόρφωσαν σε κίσσες…


Άγαλμα της Κλειούς στην πλατεία της Καρδίτσας

 


Οι ιδιότητες της Κλειούς.

  Η Κλειώ ήταν στην Ελλάδα η προστάτιδα της ιστορίας και της ανάπτυξης των καλών τεχνών. Προσωποποίηση της ιστορίας η Μούσα συμβάλει στο να διατηρηθεί ζωντανή στις επόμενες γενιές. Ο Ηρόδοτος αφιέρωσε(που αλλού θα το αφιέρωνε) το πρώτο βιβλίο της ιστορίας του στην Κλειώ.

  Η Μούσα εγγυάται την πιστότητα του αρχικού λόγου. Πρόκειται για φωνή «οηρεύουσα», καθώς καθίσταται όμηρος του γραπτού λόγου. Η κόρη διαλαλούσε τις ιστορίες με σάλπιγγα ή λύρα. Πάντα είχε μαζί της μια κλεψύδρα, ώστε να λέει τα γεγονότα με σειρά και να κρατά το χρόνο σε ευθεία.

  Η Μούσα της ιστορίας διαφυλάττει τη μνήμη και τη γνώση που προέρχεται από τις έρευνες του παρελθόντος. Όλες τις ευγενικές πράξεις αλλά και τους αγώνες των ηρώων. Τελικός σκοπός της ήταν η ενθάρρυνση των αναδιηγημάτων των παλιών ιστοριών…

 

 

Η ΜΟΥΣΑ ΚΛΕΙΩ 1792 Christian Bernhardt Rode  Βερολίνο. Η προτομή παραπέμπει σε Ελληνικό προφίλ και δίπλα στην κολώνα η θεά Αθηνά παρουσιάζει  τα όπλα της το σπαθί την ασπίδα και την περικεφαλαία.

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ίδας και Μάρπησσα.

Σε μία άλλη παράτολμη πράξη, ο Ίδας απήγαγε τη Μάρπησσα, εγγονή του θεού του πολέμου, του Άρη. Η απαγωγή αυτή έγινε με ένα φτερωτό άρμα, δώρο του θεού Ποσειδώνα. Ο πατέρας της Μάρπησσας, ο ποτάμιος θεός Εύηνος, τους κατεδίωξε, και μη μπορώντας να τους φθάσει, σκοτώθηκε. Ο Ίδας και η Μάρπησσα κατέφυγαν στη Μεσσήνη. Αλλά ο θεός Απόλλων, που είχε ερωτευθεί και αυτός τη Μάρπησσα, θέλησε να την πάρει από τον Ίδα. 

Αττικός ερυθρόμορφος ψύκτης, περ. 480 π.Χ. Από τον Ακράγαντα


Ο ήρωας και ο θεός ήρθαν σε ρήξη, οπότε διαμεσολάβησε ο Δίας και ρώτησε την ίδια τη Μάρπησσα ποιον από τους δύο προτιμούσε. Η Μάρπησσα είπε ότι ήθελε τον Ίδα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Απόλλων κατάφερε να του την κλέψει και να την κρατήσει κάμποσο καιρό χωρίς εκείνη να διαμαρτυρηθεί. Ο Ίδας πάντως τελικά την ξαναπήρε πίσω.

Ο Δίας χωρίζει τον Ίδας και τη Μάρπησσα από τον Απόλλωνα (αριστερά, μη ορατός).


Ο μύθος του Ερυσίχθονα.

 Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος που είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του ”Εγώ”.



Ο μύθος του Ερυσίχθονα.
Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, διατάζει τους δούλους του να κόψουν τα δέντρα του άλσους που είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη Θεά Δήμητρα, για να χτίσει εκεί παλάτι. Ο Ερυσίχθων βλασφημεί κόβοντας το ιερό δέντρο της Θεάς Δήμητρας, τη Λεύκα. Οι Δρυάδες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα. Της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει. Τον βρίσκει να κοιμάται. Του δίνει το φιλί και χάνεται. Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει. Πεινάει. Πεινάει ακατάσχετα.
Αφού έφαγε ό,τι φαγώσιμο υπήρχε, αρχίζει να τρώει ό,τι βρίσκει μπροστά του. Τρώει τα ζώα του, τρώει τη γυναίκα του, τρώει τα ξύλα του σπιτιού του. Τρώει τα πάντα. Μέχρι που πια, δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και στη μέση της ερημιάς, αγριεμένος, τρώει τις σάρκες του.
Έρυσις σημαίνει πληγή και χθων σημαίνει γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί και να σημαίνει πληγή της γης. Αυτή η ρίζα του Ερυσίχθωνα, το αδυσώπητο ”Εγώ”, που επισημάνθηκε επίμονα και με πολλές παραλλαγές από τους Αρχαίους Έλληνες (Προκρούστης, Ατρέας, Θυέστης, Οιδίπους), στις μέρες μας έχει θεριέψει και νομιμοποιηθεί. Ατομισμός, υπερκαταναλωτισμός, ανταγωνισμός, παγκοσμιοποίηση της εξουσίας. Αυτές είναι οι αξίες μας σήμερα, αυτές προβάλλονται και επιβάλλονται από τα Marketing, τα Advertising, τα Μ.Μ.Ε, την κάθε υπερδύναμη. Σε αυτές σκοτωνόμαστε να ανταποκριθούμε και σαν τον Ερυσίχθονα τρώμε τις σάρκες μας και βλαστημάμε τη ζωή μας.
Ακούω το αχολογητό των δασών που φέρνει με ελαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένου ρητού:
”το κατά φύσιν ζην εστί κατ’ αρετήν”.
Θέλω να ξεφύγω από τη μιζέρια και τον παραλογισμό της εποχής μας.
Αλέξης Δαμιανός
…………………………………….
Πηγή:
camerastyloonline.
wordpress. com
Απόσπασμα από
συνέντευξη στον
Μίμη Τσακωνιάτη.

Η Απάτη

Η Απάτη στην ελληνική μυθολογία ήταν η προσωποποίηση ή πνεύμα της εξαπάτησης, παραπλάνησης, πονηριάς και της απάτης. Ο Ησίοδος αναφέρει στην Θεογονία την Απάτη ως κόρη (από παρθενογένεση) της Νυκτός, τέκνα της οποίας ήταν ο Μόρος, η Κυρ, ο Θάνατος, ο Ύπνος, τα Όνειρα, ο Μώμος, η Οϊζύς, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες, οι Κήρες, η Νέμεσις, η Φιλότης, το Γήρας και η Έρις.



Απάτη

Προσωποποίηση της απάτης, του δόλου, της πανουργίας και του ψέματος.

Ο Όνειρος

Ο Όνειρος ήταν γιος τους Ερέβους και της Νύχτας, αδερφός του Ύπνου και του Θανάτου.
Ήταν η προσωποποίηση του ονείρου που στην αρχαιότητα αντιμετωπιζόταν ως κάτι πραγματικό και όχι ως δημιούργημα φαντασίας. Αρκετές είναι οι φορές που η μυθολογία δεν αναφέρεται μόνο σε έναν αλλά σε ένα πλήθος που έφεραν το όνομα "Όνειροι". Αυτοί ήταν δαίμονες που ζούσαν στο βασίλειο του Άδη και ήταν ταγμένοι στην υπηρεσία του Δία. Αποστολή τους ήταν να προσεγγίζουν τους ανθρώπους τις ώρες που κοιμούνταν για να τους φανερώσουν τη θεϊκή βούληση ή κάτι ευνοϊκό ή δυσάρεστο για το μέλλον.




Τα όνειρα χωρίζονταν στα «αληθινά» και στα «απατηλά». Η παράδοση έλεγε πως τα απατηλά χάνονταν γρήγορα περνώντας μέσα από μια πόρτα από φίλντισι ενώ τα αληθινά εισέρχονταν από μια κεράτινη πόρτα και παρέμεναν επειδή ήταν προφητικά. Αυτό εξηγεί η Πηνελόπη στους παρακάτω στίχους της Οδύσσειας απευθυνόμενη στον άντρα της, τον Οδυσσέα, που δεν είχε ακόμα αναγνωρίσει:
«Αχ ξένε, υπάρχουν όνειρα τρελά, ξεθωριασμένα
κι όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα.
Γιατί είναι των απατηλών ονείρων δύο κι οι πόρτες.
Η μια είναι από κέρατο κι η άλλη φιλντισένια.
Κι όσα απ’ το φιλντίσι περνούν το καλοτροχισμένο
όλα γελούν τον άνθρωπο, χαμένα φέρνουν λόγια.
Και πάλε όσα απ’ το κέρατο το σκαλιστό περάσουν
βγαίνουν αλήθεια στους θνητούς εκείνους
που τα βλέπουν».
Το όνειρο θεωρούνταν επίσης δίοδος επικοινωνίας μεταξύ ζωντανών και νεκρών και η παντοτινή ενθύμηση της μορφής τους. Κάποιες πανάρχαιες λαϊκές δοξασίες πιστεύεται πως έχουν προέλθει από εφιαλτικά ονειρικά βιώματα όπως για παράδειγμα, η αντίληψη για την τιμωρία των αμαρτωλών στον Κάτω Κόσμο από την οποία έχουν προκύψει αρκετοί μύθοι. Έτσι, μαθαίνουμε για το μαρτύριο του Τάνταλου με την άσβεστη πείνα και δίψα, του Σίσυφου ο οποίος κουβαλά στην πλάτη του ένα τεράστιο βράχο προσπαθώντας μάταια να τον αφήσει στην κορυφή κάποιου βουνού, του Ιξίονα που περιστρέφεται καρφωμένος πάνω σε έναν τροχό, κ.α.
Στα όνειρα απέδιδαν επίσης και θεραπευτικές ιδιότητες. Σε πολλά μαντεία, κυρίως στα Ασκληπεία, οι ιερείς μέσω της ύπνωσης και του ονείρου υπόσχονταν ίαση στους ασθενείς. Οι ενδιαφερόμενοι για να μπουν σε αυτή τη διαδικασία έπρεπε πρώτα να υποβληθούν σε ένα προ-στάδιο εξαγνισμού που περιλάμβανε καθαρμό σώματος και πνεύματος, νηστεία και τις απαραίτητες σπονδές και θυσίες. Αφού τελείωνε αυτό το στάδιο ο ασθενής μεταφερόταν σε ειδική αίθουσα που «ευνοούσε» τον ερχομό των ονείρων όπου υποβαλλόταν σε «εγκοίμηση». Μέσω των ονείρων ανέμενε την εμφάνιση του θεού που με ένα άγγιγμα του θα του χάριζε την ίαση που ζητούσε.

Ο Ωκεανός.

 Ο Ωκεανός: ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και ισχυρότερος των δώδεκα Τιτάνων και Τιτανίδων. Όλοι τον ζήλευαν για την περίσσια δύναμή του και μονομαχούσαν συχνά για την υπεροχή. Όσες φορές προσπάθησε να βιάσει την Ήρα ο Δίας την προστάτευε και την έσωζε. Με την αδερφή και σύζυγό του την Τηθύ έκανε απογόνους όλες τις θεότητες των ποταμών, της θάλασσας και των πηγών – τις Ωκεανίδες. Οι δυο τους ήτανε τόσο καρπεροί, που από την υπερπαραγωγή υδάτινων στοιχείων της φύσης γινόντουσαν πλημμύρες. Έτσι χωρίσανε τελικά και το κακό σταμάτησε Ο Ωκεανός και η Τηθύς δεν αναμίχτηκαν στην Τιτανομαχία κατά του Δία, γι' αυτό και ο Δίας τους άφησε ανενόχλητους να κυριαρχούν στο υγρό τους βασίλειο. Με την άλλη του αδερφή την Θεία γέννησε τους Κέκροπες. Ο Ωκεανός αποτελούσε την ανθρωπόμορφη ιδεατή μορφή του υδάτινου κόσμου που περιέβαλε από παντού τη Γη ως παμμέγιστος ποταμός χωρίς πηγές αλλά και χωρίς εκβολές.



Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και την απόσυρση των υδάτων οι εμφανιζόμενοι ποταμοί λίμνες πηγές κλπ. απετέλεσαν αλληγορικά τα τέκνα του Ωκεανού. Για την ερμηνεία των πηγών πίστευαν πως ο Ωκεανός ήταν εκείνος που με υπόγεια ρεύματα τροφοδοτούσε τους ποταμούς που συνέχιζαν την αέναη κίνησή τους (ροή τους) εξ ου και ονομαζόταν «αψόρρους» Ως συνέπεια των πρώτων παρατηρήσεων ο Ωκεανός θεωρούταν ένα τεράστιος κύκλος που δίχαζε την ουράνια σφαίρα στο υπεράνω της Γης ημισφαίριο και στο υπό της Γης ημισφαίριο γι' αυτό και ονομαζόταν επίσης «ορίζων». Κάτω από αυτή την αντίληψη όλοι οι συναφείς μύθοι παρουσίαζαν την ανατολή του Ήλιου της Ηούς, των αστέρων και των αστερισμών να γίνεται από τον Ωκεανό και στη συνέχεια να δύονται, (να βυθίζονται), επίσης σ' αυτόν. Πέραν δε του Ωκεανού, οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν ο ζοφερός Άδης. Έτσι ο Ωκεανός όπως και όλες οι άλλες παρατηρούμενες φυσικές δυνάμεις αναβιβάστηκε στην έννοια του θεού και μάλιστα, με την έννοια του αρχικού στοιχείου, ως Πατέρας θεών και πραγμάτων. Έτσι παράλληλα με την αρχική θεϊκή δυάδα Ουρανού και Γαίας, οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν τη θεϊκή δυάδα του πατέρα Ωκεανού και της μητέρας Τηθύος από την ένωση των οποίων, κατά την Θεογονία του Ησιόδου, γεννήθηκαν οι τρισχίλιοι ποτάμιοι θεοί (ποταμοί) και οι τρισχίλιες νύμφες οι καλούμενες Ωκεανίδες (ιδεατές ισάριθμες μορφές της ροής των αδελφών τους) των οποίων και τελικά τέκνα ήταν πολλά ανθρώπινα γένη (δηλαδή οι νησιώτες και οι παραποτάμιοι λαοί)

Ωκεανός, ο γιος του Ουρανού και της Γαίας.

 Ωκεανός: ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και ισχυρότερος των δώδεκα Τιτάνων και Τιτανίδων. Όλοι τον ζήλευαν για την περίσσια δύναμή του και μονομαχούσαν συχνά για την υπεροχή. Όσες φορές προσπάθησε να βιάσει την Ήρα ο Δίας την προστάτευε και την έσωζε. Με την αδερφή και σύζυγό του την Τηθύ έκανε απογόνους όλες τις θεότητες των ποταμών, της θάλασσας και των πηγών – τις Ωκεανίδες. Οι δυο τους ήτανε τόσο καρπεροί, που από την υπερπαραγωγή υδάτινων στοιχείων της φύσης γινόντουσαν πλημμύρες. Έτσι χωρίσανε τελικά και το κακό σταμάτησε Ο Ωκεανός και η Τηθύς δεν αναμίχτηκαν στην Τιτανομαχία κατά του Δία, γι' αυτό και ο Δίας τους άφησε ανενόχλητους να κυριαρχούν στο υγρό τους βασίλειο. Με την άλλη του αδερφή την Θεία γέννησε τους Κέκροπες. Ο Ωκεανός αποτελούσε την ανθρωπόμορφη ιδεατή μορφή του υδάτινου κόσμου που περιέβαλε από παντού τη Γη ως παμμέγιστος ποταμός χωρίς πηγές αλλά και χωρίς εκβολές. 



Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και την απόσυρση των υδάτων οι εμφανιζόμενοι ποταμοί λίμνες πηγές κλπ. απετέλεσαν αλληγορικά τα τέκνα του Ωκεανού. Για την ερμηνεία των πηγών πίστευαν πως ο Ωκεανός ήταν εκείνος που με υπόγεια ρεύματα τροφοδοτούσε τους ποταμούς που συνέχιζαν την αέναη κίνησή τους (ροή τους) εξ ου και ονομαζόταν «αψόρρους» Ως συνέπεια των πρώτων παρατηρήσεων ο Ωκεανός θεωρούταν ένα τεράστιος κύκλος που δίχαζε την ουράνια σφαίρα στο υπεράνω της Γης ημισφαίριο και στο υπό της Γης ημισφαίριο γι' αυτό και ονομαζόταν επίσης «ορίζων». Κάτω από αυτή την αντίληψη όλοι οι συναφείς μύθοι παρουσίαζαν την ανατολή του Ήλιου της Ηούς, των αστέρων και των αστερισμών να γίνεται από τον Ωκεανό και στη συνέχεια να δύονται, (να βυθίζονται), επίσης σ' αυτόν. Πέραν δε του Ωκεανού, οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν ο ζοφερός Άδης. Έτσι ο Ωκεανός όπως και όλες οι άλλες παρατηρούμενες φυσικές δυνάμεις αναβιβάστηκε στην έννοια του θεού και μάλιστα, με την έννοια του αρχικού στοιχείου, ως Πατέρας θεών και πραγμάτων. Έτσι παράλληλα με την αρχική θεϊκή δυάδα Ουρανού και Γαίας, οι αρχαίοι Έλληνες  δημιούργησαν τη θεϊκή δυάδα του πατέρα Ωκεανού και της μητέρας Τηθύος από την ένωση των οποίων, κατά την Θεογονία του Ησιόδου, γεννήθηκαν οι τρισχίλιοι ποτάμιοι θεοί (ποταμοί) και οι τρισχίλιες νύμφες οι καλούμενες Ωκεανίδες (ιδεατές ισάριθμες μορφές της ροής των αδελφών τους) των οποίων και τελικά τέκνα ήταν πολλά ανθρώπινα γένη (δηλαδή οι νησιώτες και οι παραποτάμιοι λαοί)

ΚΟΑΛΕΜΟΣ: Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

 «Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα».

 (Άπειρη η γενιά των ηλιθίων).

                                       Σιμωνίδης ο Κείος.


Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για την ανθρώπινη βλακεία. Εγχειρίδια, οδηγοί, αναλύσεις, όλα προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανθρώπινη ηλιθιότητα από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.



Οι πρόγονοι μας είχαν δώσει σε μια θεότητα, έναν δαίμονα, όλη την ευθύνη της βλακείας που επισκέπτεται τον άνθρωπο και τον καθιστά ανήμπορο να ισορροπήσει την νόηση του προς όφελος του.

Το όνομα του Κ ο ά λ ε μ ο ς.

Ο Κοάλεμος είναι το πνεύμα της ηλιθιότητας, ο θεός της βλακείας. Είναι ένας δαίμονας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως «αιματοπότης», «απαιτητικός» και «ηλίθιος». Είναι το προσωποποιημένο πνεύμα της βλακείας και της ανοησίας.

Είναι πολύ πιθανό ο δαίμονας αυτός να έχει κάποια σχέση με τους Κοβάλους, δαίμονες της ακολουθίας του θεού Διονύσου. Αναφέρθηκε από τον Αριστοφάνη και επίσης στους Παράλληλους Βίους του Πλούταρχου.


{Ελάτε, κάντε παράκληση και προσφέρετε μια σπονδή στον Κοάλεμο τον θεό της βλακείας και φροντίστε να πολεμήσετε δυναμικά.}

Αριστοφάνης


{Αυτός [ένας άνδρας] είχε το κακό όνομα ότι ήταν διαλυμένος και δοσίλογος, και ότι κυνηγά τον παππού του Κίμωνα, ο οποίος, λένε, λόγω της απλότητάς του, ονομαζόταν Κοάλεμος, ο Ηλίθιος.}

Πλούταρχος


Ο Πλούταρχος γράφει για τον Κίμωνα ότι αρχικά ζούσε στην Αθήνα κάνοντας άσωτη ζωή, καθώς ήταν ζωηρός και μέθυσος, όμοιος στον χαρακτήρα με τον παππού του Κίμωνα, που του είχαν δώσει το όνομα Κοάλεμος χαρακτηρισμός του ανόητου, του ηλιθίου.

Έτσι βλέπουμε την λέξη «Κοάλεμος» να χρησιμοποιείται και ως επίθετο για να περιγράψει την έννοια του «ηλίθιου».


Το όνομά του ετυμολογικά δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς, όμως κατά μία εκδοχή προήλθε από τις λέξεις «κ ο έ ω» που σημαίνει «νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω» και από το «ίλεως» που είναι ο «ευσπλαχνικός, ο ελεήμων». «Αυτός που ακούει, κατανοεί με ευσπλαχνία».


Ο Κοάλεμος δεν εγκατέλειψε ποτέ την ανθρωπότητα. Δεν χρειαζόταν να κτιστούν ναοί ούτε να αφιερωθούν γιορτές προς τιμήν του γιατί ο άνθρωπος τον τιμά συνεχώς και καθημερινά μέσα από πράξεις ανοησίας. Έτσι βλέπουμε πως ουδέποτε ξεχάστηκε αυτός ο θεός. Συνεχίζει να κρατά τα πρωτεία και το ανθρώπινο γένος είναι πραγματικά δεμένο μαζί του.

Είθε να αποκτήσουμε την συνείδηση, να βγούμε από την ύπνωση και τον μικρόκοσμο μας, και να καταλάβουμε πως στον βωμό του θεού Κοάλεμου προσφέρουμε καθημερινά όλη την δύναμη μας.

Είθε να τον σβήσουμε από κάθε πράξη μας δια παντός.

Είθε να καταφέρουμε να τον κλείσουμε στα Τάρταρα, εκεί που ζέχνουν όλες οι κακότητες και τα ζοφερά του κόσμου.


◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾

Έρευνα αρθρογραφία και συλλογή πληροφοριών έγινε από την Γιώβη Βασιλική.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ μου Μυθική Αναζήτηση τον Σεπτέμβριο του 2022

Το λιοντάρι της Νεμέας

 Το λιοντάρι της Νεμέας ήταν ένα θρυλικό πλάσμα στην ελληνική μυθολογία που ερήμωσε την περιοχή της Νεμέας.  Η γούνα του ήταν αδιαπέραστη από τα όπλα των ανθρώπων και ως εκ τούτου, ήταν ασταμάτητη.  Θεωρήθηκε ότι ήταν το παιδί του Τυφώνα και της Έχιδνας, πατέρα και μητέρας όλων των τεράτων.  Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν τον Δία και τη Σελήνη ως γονείς του.



 Το να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας ήταν το πρώτο έργο που ζήτησε ο βασιλιάς Ευρυσθέας από τον ημίθεο Ηρακλή κατά τη διάρκεια του μύθου των Έργων του Ηρακλή.  Μια εκδοχή λέει ότι το λιοντάρι απήγαγε γυναίκες από τη Νεμέα και τις κρατούσε στη φωλιά της, για να δελεάσει πολεμιστές.  Όταν ο γενναίος πολεμιστής έβλεπε τη γυναίκα, εκείνη γινόταν λιοντάρι και τον σκότωνε.  Ο Ηρακλής έφτασε σε μια κοντινή πόλη, όπου συνάντησε ένα νεαρό αγόρι.  το αγόρι του είπε ότι αν σκότωνε το λιοντάρι μέσα σε τριάντα μέρες, τότε ένα λιοντάρι θα θυσιαζόταν στον Δία.  Διαφορετικά, το αγόρι θα θυσιαζόταν.


 Ο Ηρακλής εντόπισε το λιοντάρι και προσπάθησε να το σκοτώσει ρίχνοντας βέλη.  Κατάλαβε όμως ότι δεν ωφελούσε λόγω της αδιαπέραστης γούνας του.  Στη συνέχεια περίμενε μέχρι το λιοντάρι να μπει στη φωλιά του από μια από τις δύο εισόδους.  Στη συνέχεια έκλεισε τη δεύτερη είσοδο και μπήκε επίσης στη σπηλιά.  Εκεί κατάφερε να σκοτώσει το λιοντάρι στραγγαλίζοντάς το με γυμνά χέρια.  Στη συνέχεια προσπάθησε να αφαιρέσει το δέρμα από το λιοντάρι αλλά το μαχαίρι του δεν κατάφερε να το κόψει.  Μετά από πολλή προσπάθεια, η θεά Αθηνά αποφάσισε να τον βοηθήσει, και του είπε να χρησιμοποιήσει ένα από τα νύχια του λιονταριού για να γδάρει το πλάσμα.  Ο Ηρακλής βγήκε νικητής την τριακοστή ημέρα αφότου είχε γνωρίσει το αγόρι.

Μενέλαος και Ωραία Ελένη - Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και πολέμου

Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Είναι από τις ιστορίες αυτές που μαθαίνουμε ήδη από πολύ νωρίς, μαθαίνοντας για τους θεούς και τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας καθώς και τα δυο μεγάλα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και αν το δεύτερο από αυτά τα έπη επικεντρώνεται στις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα που αγωνίζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη, το πρώτο έχει να κάνει με τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού Πολέμου, εκεί όπου χιλιάδες άντρες οδηγήθηκαν στη μάχη και στον θάνατο για την Ελένη. Την Ελένη που αποφάσισε να κλεφτεί με τον Πάρη, τον πρίγκηπα της Τροίας εγκαταλείποντας τον σύζυγο της και βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο.



Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τους τρεις χαρακτήρες. Σκεφτόμαστε την Ελένη ως άτιμη και άπιστη, τον Πάρη ως σωτήρα μιας καταπιεσμένης συζύγου και τον απατημένο Μενέλαο ως άξεστο και άπληστο άρχοντα όπως τείνουν να τον παρουσιάζουν στις ταινίες των τελευταίων χρόνων καθώς επίσης και σε μερικές αποδόσεις για παιδιά όπου προσπαθούν εν συντομία να πουν την ιστορία σε λίγες γραμμές.

Κι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο και παρεξηγημένο έρωτα. Όχι της Ελένης και του Πάρη. Της Ελένης και του Μενέλαου.


Ο Μενέλαος ήταν ο μικρός γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Ο Όμηρος τον ονομάζει “ξανθό” και “ωραίο”, πράγμα που σήμαινε ότι παρόλο που είχε εντελώς θνητή καταγωγή, διέθετε κάτι το θεϊκό στην όψη. Ήταν επίσης δίκαιος, τίμιος, ευγενικός και καλός φίλος. Αυτά μπορούμε να τα επιβεβαιώσουμε διαβάζοντας την Ιλιάδα και ειδικά το περιστατικό με την μάχη για το πτώμα του Πάτροκλου που οι Τρώες ήθελαν να βεβηλώσουν. Γενικά υπήρχε κάτι το “ιπποτικό” στο χαρακτήρα του Μενέλαου και το γεγονός και μόνο ότι κίνησε γη και ουρανό για να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του και όχι για να την εκδικηθεί, μας λέει επίσης πολλά.


Τα παιδικά του χρόνια.

Μπορεί μεν ο Μενέλαος να ήταν πρίγκιπας των Μυκηνών, είχε όμως την ατυχία να δει τον πατέρα του να δολοφονείται από τον θείο του, τον Θυέστη, τον αδελφό του Ατρέα που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Ο Θυέστης στη συνέχεια κυνήγησε τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για να τους σκοτώσει και αυτούς ώστε να μην υπάρχουν δικαιωματικοί διάδοχοι του θρόνου. Έτσι οι δυο νεαροί Ατρείδες έφυγαν μακριά από τις Μυκήνες και βρήκαν καταφύγιο στη Σπάρτη, εκεί όπου βασίλευε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί έζησαν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος προσφέροντας τις υπηρεσίες τους μέχρι να ενηλικιωθούν και να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους.

Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.

Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.


Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.

Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.

Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.

Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.

Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.

Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.

Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.


Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.

Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε για να φανερώσει την αλαζονεία του.

Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.


Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.

Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.

Ή έτσι πίστευαν.


Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.

Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.

Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.


Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.


 

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαιας Ελλαδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

PRIAPUS. Fresco in the House of The Vettii, Pompeii. Casa dei vettii, vestibolo, priapo che poggia il fallo sulla bilancia.

 Priapo è un personaggio della mitologia greca, figlio di Dioniso e di Afrodite, per altri di Afrodite ed Ermes, o Ares, o Adone o Zeus. Hera, gelosa del marito, si sarebbe vendicata dando al bimbo un aspetto grottesco ed un enorme fallo.



Il culto di Priapo risale ai tempi di Alessandro Magno, proveniente dall'Ellesponto o dalla Propontide, simbolo della forza sessuale maschile e la fertilità della natura. Fu cacciato dall'Olimpo perchè incontenibile. Da ubriaco infatti tentò di stuprare la Dea Vesta. Anche l'asino, simbolo di lussuria, gli ragliò contro per farlo scappare.

Priapo rappresentava l'eros selvaggio, istintivo, quello che la mente razionale aveva fatto tanta fatica a dominare, non solo come sesso indiscriminato, ma pure come libertà di percepire i propri sentimenti, come quello verso la donna che fu un istinto fortemente represso sia in Grecia che a Roma, soprattutto in età repubblicana. Pure il saggio Aristotele sosteneva che il principio generativo risiedesse esclusivamente nell'uomo. Le donne erano secondo lui sterili, accoglievano il seme maschile ma non partecipavano alla fecondazione.

Il suo animale era l'asino, per l'importanza che aveva nella vita contadina, e per l'analogia dei membri smisurati. Narra il mito che Priapo insidiasse la ninfa Lotide dormiente, ma il ragliare di un asino svegliò la ninfa impedendo l'accoppiamento, il mito sostiene che il Dio, per vendetta, pretendesse il sacrificio annuale di un asino. In realtà l'animale sacrificato rappresentava un aspetto della stessa divinità nei tempi più antichi, era un Dio molto orgoglioso del suo sesso:


"La massima piacevolezza del mio pisello,

è che nessuna donna gli è mai troppo larga."


Pertanto Priapo è istinto ma un po' distorto da una ebbrezza di potenza virile: l'ipervalutazione del fallo. In questa euforia il culto fu ricollegato ai riti e alle orge dionisiache, che erano ebbrezza della natura non del sesso, o non nel potere del sesso, ma in quanto espressione della natura, quindi un potere impersonale. Il fatto però che il Dio fosse così brutto e deforme riduceva il lato sacrale riportandolo a livello terreno e non più aulico.

Il suo culto era associato al mondo agricolo ed alla protezione delle greggi, dei pesci, delle api, degli orti. Spesso infatti, cippi di forma fallica venivano usati a delimitare gli agri di terra coltivabile. Tradizione proseguita nonostante il cristianesimo. Ancora oggi troviamo cippi fallici in Italia, nelle campagne di Sardegna, Puglia e Basilicata o nelle zone interne di Spagna, Grecia e Macedonia.


Amato dalle donne come propiziatore di fertilità, il Dio fu poi per questo esiliato da Lampsasco, sua città natale, per volere dei mariti gelosi. Gli Dei intervennero rendendo impotenti i maschi della città, così Priapo venne richiamato e venerato come Dio dei giardini, per allontanare ladri e malocchio, e propiziare la fecondità dell'orto.


Nelle Falloforie, feste in onore di Dioniso e poi di Priapo, fu collegato ai riti e alle orge dionisiache.


« Ritiratevi, fate posto

al dio! perché egli vuole

enorme, retto, turgido,

procedere nel mezzo. »


Nelle falloforie propiziatorie del raccolto, molto diffuse nel mondo agricolo dell'antica Grecia e poi in Italia e nei territori dominati dai Romani, le processioni con il fallo terminavano con una pioggia di acqua mista a miele e succo d'uva, indirizzata verso i campi, che rappresentava l'eiaculazione del seme origine della vita e quindi propiziava l'abbondanza del raccolto.

Ο Τζιάκομο Καζανόβα

Διαβόητος γυναικοκατακτητής, απατεώνας ολκής, θαμώνας των καζίνων και συνομιλητής των ισχυρών της εποχής, ο βενετός γόης έζησε, περιέγραψε κ...