Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανατολική Ρωμυλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανατολική Ρωμυλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Φιλιππούπολη ως εμπορικό κέντρο. Νικόλαος Θ. Κόκκας

Είναι σκόπιμο να παρουσιάσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία για την πόλη. Χτισμένη γύρω από τρεις λόφους, στις όχθες του Άνω Έβρου, η Φιλιππούπολη έχει σημαδευτεί στη μακραίωνη ιστορία της από την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου.



 Η Φιλιππούπολη οφείλει το όνομά της στο βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, ο οποίος την κατέλαβε το 341 π.Χ., μετά από νίκη του έναντι των Οδρυσσών. Το αρχαιότερο όνομά της ήταν Κενδρισός, τον 6ο αιώνα π.Χ. ονομάστηκε Ευμολπιάς και αργότερα Πονηρόπολις. Οι Ρωμαίοι την ονόμασαν Τριμόντσιουμ και οι Οθωμανοί, από το 1363 και μετά, Φιλίμπε και την αποίκισαν με μουσουλμάνους που έφεραν από τη Μικρά Ασία. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να συρρέουν στην πόλη Έλληνες από την Ήπειρο, τα Άγραφα, την Πόλη και αλλού. Ως ιδρυτής και πρόεδρος της πρώτης ελληνικής κοινότητος Φιλιππουπόλεως αναφέρεται ο μητροπολίτης (1455-1466) Διονύσιος Α’. Κατά το 18ο αιώνα η Φιλιππούπολη ήταν κορυφαίο κέντρο του Ελληνισμού και ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Θράκης, καθώς βρίσκονταν πάνω στον οδικό άξονα Κωνσταντινούπολης-Αδριανούπολης-Σόφιας-Βελιγραδίου-Βιέννης). 

Το 1818, όταν μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως ήταν ο Παΐσιος Α’ (1800-1822), στη διοίκηση της ελληνικής κοινότητας αρχίζουν να συμμετέχουν επτά εκλεγμένα μέλη αντιπροσώπων των συντεχνιών, σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθούν οι πρόκριτοι με τους πρωτομάστορες των συντεχνιών (Γκλαβίνας, 2001:114).


Στα τέλη του 19ου αιώνα, η θρησκευτική και εθνοτική συνύπαρξη ήταν από τα κύρια γνωρίσματα της πόλης, καθώς εδώ συγκατοικούσαν οκτώ διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες: μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Πομάκοι, Αθίγγανοι), ορθόδοξοι εξαρχικοί Βούλγαροι, ορθόδοξοι πατριαρχικοί Έλληνες, Γρηγοριανοί Αρμένιοι, Εβραίοι, Βουλγαροκαθολικοί, προτεστάντες και Ουνίτες. Η ελληνική γλώσσα ήταν κυρίαρχη ανάμεσα στους ορθοδόξους της πόλης μέχρι και τη δεκαετία του 1860, ακόμα και μεταξύ επιφανών βουλγαρικών οικογενειών (Πλουμίδης, 2006:49). Κατά το 19ο αιώνα οι Έλληνες Φιλιππουπολίτες ιδρύουν λέσχες και συλλόγους και κυκλοφορούν σημαντικές ελληνικές εφημερίδες.

 Χάρη στην οικονομική ενίσχυση πλουσίων Ελλήνων της περιοχής παρατηρείται οικοδομικός οργασμός με ανέγερση εκκλησιών όπως ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αγία Κυριακή, η Αγία Μαρίνα, η Αγία Παρασκευή κ.α. Πριν τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-6) στην επαρχία Φιλιππουπόλεως λειτουργούσαν 110 βουλγαρικά σχολεία, τα οποία διπλασιάστηκαν μέσα σε 8 χρόνια. 

Το 1876 οι Έλληνες της Φιλιππούπολης ήταν διπλάσιοι από τους υπόλοιπους κατοίκους της (Τούρκους, Βούλγαρους και Αρμένιους). Η Φιλιππούπολη είχε 7 μεγάλες ελληνικές συνοικίες με μια καλά οργανωμένη ελληνική κοινότητα και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ελληνική εκπαίδευση16.


Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών

Γ’ Επιστημονική Συνάντηση: «Μαστόροι και γεφύρια»

Αθήνα 25 Νοεμβρίου 2006

Οι δουλγκέρηδες της Θράκης.

Σχόλια στα αρχεία της συντεχνίας τους στη Φιλιππούπολη

Η επαρχία Φιλιππουπόλεως Βουλγαρίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

 Το 1344 η Φιλιππούπολη καί τά γύρω κάστρα περνούν ύπο την εξουσία τού Βούλγαρου τσάρου Ιωάννη Αλέξανδρο (1331 – 1371). Αυτά τα κάστρα δεν κατακτήθηκαν με στρατιωτική δύναμη, αλλά παραχωρήθηκαν στό βουλγαρικό κράτος από την βυζαντινή κυβέρνηση βάση της συμφωνίας ανάμεσα στον τσάρο Ιωάννη Αλέξανδρο από την βουλγαρική πλευρά καί τούς αντιβασιλείς τού ανήλικου αυτοκράτορος Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοϊας, ο μεγάλος δούκας Αλέξιος Απόκαυκος καί ο Πατριάρχης από την βυζαντινή πλευρά. 





Σε αυτή την ιστορική στιγμή στην Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό καί τούς αντιβασιλείς τού νόμιμου αυτοκράτορος Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός είχε αναγορευθεί από το στρατό τού αυτοκράτορας μέ το όνομα Ιωάννη ΣΤ’. Είχε συμμαχήσει με τον Γιουμέρ πασά της Σμύρνης καί είχε μεταφέρει τουρκικά στρατεύματα στην Βαλκανική χερσόνησο. Ο Ιωάννης Αλέξανδρoς έπρεπε να βοηθήσει στούς αντιβασιλείς τού νόμιμου αυτοκράτορος Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου στον αγώνα τούς κατά τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Ο Ιωάννης Αλέξανδρος είχε καί προσωπικούς λόγους να βοηθήσει στον νόμιμο αυτοκράτορα. 

Τα τουρκικά στρατεύματα σύμμαχοι τού Καντακουζηνού είχαν αρχίσει τις επιθέσεις καί τις καταστροφές καί στην Βουλγαρία. Έτσι βάση τού σύμφωνου ειρήνης η Φιλιππούπολη καί τα κάστρα Στενήμαχος, Τσέπενα, Περίσιτσα, Αγία Ιουστίνα, Κρίτσιμ, Αετός, Βέαδνος, Κοστνικός περνούσαν στην βουλγαρική επικράτεια. Στην Ιερά Μονή Μπατσκόβου εμφανίζεται ένα μεγάλο πορτραίτο τού τσάρου Ιωάννη Αλέξανδρο, πού απεικονίζεται με αυτοκρατορική ενδυμασία, κρατώντας τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Έχει καί ελληνική επιγραφή πού λέει: «Ο Ιωάννης εν Χριστό πιστός βασιλεύς καί μονοκράτωρ Βουλγάρων καί Ρωμαίων ο Αλέξανδρός». Η προσάρτηση της Βόρειας Θράκης από την Βουλγαρία το 1344 ήταν η τελευταία εδαφική προσάρτηση στην ιστορία τού Δεύτερου Βουλγαρικού κράτους.

 Οί Βαλκανικοί ηγεμόνες δεν είδαν τον κίνδυνο πού ερχόταν από την Ανατολή. Αυτός ο κίνδυνος ήταν οί Οθωμανοί Τούρκοι. Τα τρία βαλκανικά κράτη ήταν πλέον αδύνατα καί χωρισμένα σε μικρά κρατίδια. Η Φιλιππούπολη ήταν στά χέρια των Βουλγάρων από το 1344. Στην πόλη υπήρχε βουλγαρική φρουρά. Ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως υπαγόταν στο Πατριαρχείο τού Τυρνόβου. Αυτό φαίνεται από την παρουσία τού μητροπολίτη Μανουήλ στην Σύνοδο τού Τυρνόβου το 1359. Δέν είναι γνωστές λεπτομέρειες γιά την πολιτική καί την εκκλησιαστική ζωή στην πόλη μέχρι την κατάκτηση της από τούς Τούρκους. 

Αλλωστέ δέν είναι γνωστό καί ποίο έτος κατακτήθηκε. Γιά την Αδριανούπολη καί γιά την Φιλιππούπολη οί ιστορικές πηγές δεν μας ξεκαθαρίζουν πότε κατακτήθηκαν. Γιά τηνκατάκτηση της Αδριανουπόλεως έχουν ειπωθεί πολλές γνώμες πού καλύπτουν τα χρονολογικά πλαίσια 1359 – 1361 μέχρι 1376 – 1377. Αυτές οί γνώμες βασίζονται σε βυζαντινές, βενετσίανικες καί σερβικές πηγές. Τα χρονολογικά πλαίσια πού προτείνουν οί τουρκικές πηγές είναι 1359 – 1361. Δεν έχει αμφιβολία ότι η Αδριανούπολη κατακτήθηκε πολύ αργότερα από την χρονολογία πού προτείνουν οί τουρκικές πηγές.

Τελευταία επιβλήθηκε η γνώμη ότι η Αδριανούπολη κατακτήθηκε το 1369 λίγο πρίν την μάχη στό Τσερνομιανό. Γιά την Φιλιππούπολη πάλι υπάρχουν διάφορες γνώμες γιά το έτος κατακτήσεως της. Πρώτα θα μελετήσουμε τις οθωμανικές πηγές. Μία από τις πρώτες οθωμανικές πηγές είναι τού Ασίκ πασά – ζααδέ γιά την πτώση της Φιλιππουπόλεως αναφέρεται το έτος 1359 – 1360. Σύμφωνα με το χρονικό τού Σαδδεδίν πασά καί τού Μουσταφά μπέν Αμπδουλά Χατζή Κάλφα η πτώση της Αδριανουπόλεως είναι 1360 – 1361 καί η πτώση της Φιλιππουπόλεως δύο χρόνια αργότερα 1363 – 1364.85

Στό χρονικό τού Urug (χειρόγραφο από το Κεϊμπρίτζ) η πόλη κατακτήθηκε το 763 έτος Εγίρας, δηλαδή 31 Οκτωμβρίου 1361 – 20 Οκτωμβρίου 1362. Υπάρχει άποψη ότι οί πόλεις Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, Βερόη, Κυψέλη, κ. α. κατακτήθηκαν πρώτα από Τούρκους πού δεν είναι Οθωμανοί. Αυτοί οί Τούρκοι κατάγονταν από τα μη οθωμανικά εμιράτα. Από αυτούς πολλές πόλεις καί κάστρα στην Βαλκανική χερσόνησο υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Πιθανό είναι καί η Φιλιππούπολη να κατακτήθηκε πρώτα από αυτούς καί μετά να πέρασε ύπο την εξουσία των Οθωμανών Τούρκων. 

Οί σύγχρονοι ιστορικοί δέχονται ότι η πόλη κατακτήθηκε μετά την μάχη στό Τσερνομιανό, δηλαδή μετά το 1371. Οί ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης δεν δίνουν πληροφορίες γιά την Φιλιππούπολη στην περίοδο 1344 – 1371. Σε κάποια οθωμανικά χρονικά ανακαλύπτονται σύντομες πληροφορίες γιά την πόλη, αλλά αυτές είναι μετά το 1371. Γνωστό είναι το όνομα τού κατακτητή της Φιλιππουπόλεως – ο Λαλά Σαχίν πασάς. Η κατάκτηση πάντος έγινε επί σουλτάνου Μουράδ Α’. Αυτός είναι ο σουλτάνος πού έδωσε διαταγή στον Λαλά Σαχίν να κατακτήσει την πόλη. Την παραμονή της κατακτήσεως η Φιλιππούπολη ήταν πάλι μία σπουδαία πόλη – κάστρο, έδρα μητροπολίτη. Σε αυτή την πόλη ζούσαν διάφορες εθνότητες. 

Υπήρχε το ελληνικό, το βουλγαρικό καί το αρμενικό στοιχείο. Οί πιό πολυάριθμές κοινότητες ήταν των Ελλήνων, των Βουλγάρων καί των Αρμενίων. Υπήρχαν βέβαια καί μικρότερες κοινότητες όπως των Εβραίων, των Καθολικών (των Βενετών καί των Ραγουζαίων εμπόρων), των Παυλικιανών κ. α. Στά χρόνια τού Δεύτερου Βουλγαρικού κράτους, η παρουσία Βουλγάρων στην Φιλιππούπολη γινόταν όλο καί πιό αισθητή. Τό 1344 όταν η πόλη παραδόθηκε στούς Βουλγάρους, οί Έλληνες δεν εγκατέλειψαν την πόλη καί δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιά πλήρη εκβουλγαρισμό. Η πολιτική εξουσία κατά την διάρκεια τού Μεσαίωνα δέν ήταν άμεσα εξαρτημένη από την εθνική καταγωγή των κατοίκων. Παρόλο πού υπήρχε πολυάριθμη βουλγαρική φρουρά, η πόλη κατάφερε να διατηρήσει το ελληνικό της χαρακτήρα. 





Στην ιστορία δέν λείπουν περιπτώσεις στίς οποίες το ένα εθνικό στοιχείο να εκδιώκεται από μία περίοχη καί η ίδια περιοχή να αποικείται αργότερα από άλλο εθνικό στοιχείο. Στην ιστορία της Φιλιππούπολης αυτή είναι η περίπτωση της φυγής των Φιλιππουπολιτών από την πόλη καί  η εγκατάσταση τούς στό Μελένικο μετά από τις καταστροφές τού τσάρου Καλογιάννη (Ιωαννίτσης).

 Οί Έλληνες καί οί Βούλγαροι της Φιλιππούπολης ζούσαν ειρηνικά σχεδόν σέ όλη  την διάρκεια τού Μεσαίωνα. Ήταν μόνο λίγες οί περιπτώσεις πού γιά ένα ή γιά άλλο λόγο  δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα σε αυτές τις δύο κοινότητες. Στις πηγές λείπουν πληροφορίες  γιά μεγάλες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες μέσα στην Φιλιππούπολη. 

Δεν εκδηλώθηκαν εντάσεις ανάμεσα στούς Ορθοδόξους καί τούς Εβραίους, ούτε ανάμεσα στούς Ορθοδόξους καί τούς Αρμενίους. Ακόμη καί στά χρόνια της Βυζαντινο – βουλγαρικής  μονομαχίας στην Φιλιππούπολη δέν εκδηλώθηκαν αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στούς  Έλληνες καί στούς Βουλγάρους. Παρόλο πού σε σχετικά κοντινή απόσταση από την πόλη  διεξάγονταν μάχες ανάμεσα στον βυζαντινό καί το βουλγάρικο στρατό, οί δύο κοινότητες  εξακολουθούσαν να ζούν ειρηνικά. 

Τά πράγματα με τούς Παυλικιανούς ήταν διαφορετικά. Οί  Παυλικιανοί ήταν οί πιό επιθετικοί από όλους τούς αιρετικούς. Αυτοί ήταν πάντα έτοιμοι να  υπερασπίσουν την αίρεση τούς με την δύναμη των όπλων. Πάντα ήταν έτοιμοι γιά μεγάλη  εξέγερση. Οί επιθέσεις τούς κατά των Ορθοδόξων στην θρακική ύπαιθρο ήταν συχνές. Στην Βόρεια Θράκη καί στην Φιλιππούπολη οί Παυλικιανοί ήταν πολυάριθμοι. Πιθανό είναι ακόμη  καί στην ίδια την Φιλιππούπολη οί συγκρούσεις ανάμεσα στούς Ορθοδόξους καί τούς Παυλικιανούς να ήταν συχνές. Γιά αυτό η παρουσία των Παυλικιανών στην πόλη καί στά  περίχωρα της ήταν ανεπιθύμητη. Όταν οί Παυλικιανοί σκότωναν Ορθόδοξο Χριστιανό, δέν  λάμβαναν υπόψη την εθνική τού καταγωγή. 

Γιά τούς Παυλικιανούς οί Ορθόδοξοι ήταν  «Ρωμαίοι». Με τούς όρους Ρωμαίος καί Ρωμαίοι οί Παυλικιανοί ονόμαζαν όχι μόνο τούς  Ορθόδοξους Έλληνες, αλλά καί τούς Ορθόδοξους Βούλγαρους, τούς Ορθόδοξους Σέρβους,  ακόμη καί τούς λίγους Ορθόδοξους Αρμενίους πού ζούσαν στην Φιλιππούπολη. Γιά τούς  Παυλικιανούς όλοι οί Ορθόδοξοι ήταν το ίδιο. Οί Ορθόδοξοι πολλές φορές δεν μπορούσαν καν  να αμυνθούν από τίς επιθέσεις των Παυλικιανών. Στά χρόνια της βυζαντινο – βουλγαρικής  μονομαχίας οί Βυζαντινοί αυτοκράτορες μετέφεραν στην Βόρεια Θράκη στρατεύματα πού  αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από Παυλικιανούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις οί  Παυλικιανοί είχαν αριθμιτική υπεροχή απέναντι των Ορθοδόξων κατοίκων της επαρχίας. Σε  αυτές τις περιπτώσεις οί Παυλικιανοί με την παραμικρή αφορμή πού τούς δινόταν, άρχιζαν  επιθέσεις κατά των Ορθοδόξων. Πιθανό είναι λόγω τέτοιων επεισοδίων να ήρθε το 1115 ο  αυτοκράτορας Αλέξιος στην Φιλιππούπολη γιά να καταδικάσει τους Παυλικιανούς. 

Δέν  υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω τού προσηλυτισμού πού εξασκούσαν οί Παυλικιανοί, η αίρεση  τούς καταδικάστηκε σε αρκετές συνόδους, καί σε Οικουμενικές Συνόδους, αλλά καί σε τοπικές.  

Την παραμονή της κατακτήσεως από τούς Τούρκους ο πληθυσμός της Θράκης είχε αραιώσει πολύ. Αυτό το γεγονός οφειλόταν στούς εμφύλιους πολέμους στό Βυζάντιο από την μία καί  στις συγκρούσεις ανάμεσα στούς βαλκανικούς ηγεμόνες. Σε αρκετές περιοχές της Θράκης  είχαν εγκατασταθεί μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Τα τούρκικα (μουσουλμανικά) στρατεύματα  έκαναν συνέχεια επιθέσεις καί προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές στούς χριστιανικούς  πληθυσμούς. Όταν κατακτήθηκε η Φιλιππούπολη από τούς Τούρκους υπέστει μεγάλες καταστροφές καί πολλά δεινά. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές της εποχής, αρκετοί κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν καί οδηγήθηκαν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. 

Όσοι από τούς Φιλιππουπολίτες κατάφεραν να σωθούν από τον θάνατο καί από την αιχμαλωσία εγκατέλειψαν τη πόλη. Πού πήγαν; Υπάρχουν αποδείξεις ότι οί Έλληνες Φιλιππουπολίτες κατέφυγαν στην παραθαλάσσια περιοχή της Μαύρης Θάλασσας καί στίς πόλεις Αγχίαλο, Σωζώπολη, Μεσημβρία κ. α. Οί Βούλγαροι Φιλιππουπολίτες κατέφυγαν μάλλον στην Σερβία ή στην Βλαχία. Ποιά είναι η ιστορική τούς τύχη μετά δεν μας είναι γνωστό.

 Στην Φιλιππούπολη εγκαταστάθηκαν Μουσουλμάνοι άποικοι. Μετά την κατάκτηση όμως η πόλη οχυρώθηκε ξανά από τούς Τούρκους. Όπως σε όλη την διάρκεια τού Μεσαίωνα έτσι καί τώρα η πόλη θα χρησίμευε ως διοικητικό κέντρο της επαρχίας, ως μόνιμο στρατόπεδο των οθωμανικών στρατευμάτων καί ως μητροπολιτική έδρα. Μετά από την κατάργηση τού Πατριαρχείου τού Τυρνόβου η επαρχία Φιλιππουπόλεως περνάει πάλι στην δικαιοδοσία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.



Οί μητροπολίτες Φιλιππουπόλεως πάλι χειροτονούνται από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη. Οί πρώτες δεκαετίες μετά την κατάκτηση ήταν πολύ δύσκολες γιά την μητρόπολη
Φιλιππουπόλεως. Παρόλο πού δέν έχουμε φιλολογία γιά την θρησκευτική ζωή στην πόλη,
μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα πού έγιναν στην πόλη συμπεράνουμε ότι η μητρόπολη καί ο
έκαστος μητροπολήτης πού αναλάμβανε την διαποίμανση τού ποιμνίου μετά από την
οθωμανική κατάκτηση, περνούσε μεγάλες καί σκληρές δοκιμασίες. Ένα μεγάλο μέρος τού
ποιμνίου ή είχε σκοτωθεί ή είχε αιχμαλωτιστεί. 

Οί χριστιανικοί πληθυσμοί της Θράκης είχαν αραιωθεί σημαντικά. Στην θέση των Χριστιανών μεταφέρθηκαν Μουσουλμάνοι. Στην ίδια την Φιλιππούπολη είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι. Στις πρώτες δεκαετίες θα ήταν πολύ δύσκολο το ολιγάριθμο χριστιανικό ποίμνιο να συνυπάρχει με μεγάλες μουσουλμανικές μάζες.

Η Ορθοδοξία σε μια μουσουλμανική αυτοκρατορία ήταν βέβαια σε μειονεκτική θέση. Τό ίδιο
ίσχυε καί γιά τον μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως. Αμέσως μετά την κατάκτηση η πόλη έγινε
διοικητικό κέντρο, έδρα πολιτικού καί στρατιωτικού διοικητή. Όπως οί Βυζαντινοί έτσι καί οί Τούρκοι χρησιμοποίησαν την πόλη γιά ορμητήριο πρός την Βουλγαρία, αλλά καί πρός την
Σερβία. Από εδώ άρχισε η μεγάλη επίθεση πρός την Σαρδική πού σε αυτή την περίοδο ήταν
μεγάλη πόλη – κάστρο. Η Σαρδική κατακτήθηκε το 1382. Γιά αυτό ήταν απαραίτητο να χτιστούν εδώ πολλά καινούρια διοικητικά κτίρια, αλλά καί πολλά τζαμιά. 

Αρκετές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Αυτά τα τζαμιά χτίστηκαν στά τμήματα της πόλης πού βρίσκονταν στό ίσιο χώρο. Στό Τρίλοφο υπάρχει μόνο ένα μουσολμανικό κτίριο – το Μαβλεβή χανέ. Εκεί στούς λόφους καί μέσα στην ακρόπολη εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οί ορθόδοξες
εκκλησίες. Στην πόλη χτίστηκαν κτίρια πού είναι χαρακτηριστικά γιά τίς ανατολικές πόλεις
όπως τζαμιά, μπεζιστένια, μουσουλμανικά λουτρά, χάνια, τόπους διαμονής κερβανιών (Κερβάν Σαράϊ), μενδρεσέδες, μουσουλμανικά (δερβισικά) μοναστήρια κ. α. 

Γιά ένα διάστημα οι χριστιανικοί πληθυσμοί στην Φιλιππούπολη ήταν μειονότητα. Οί Τούρκοι είχαν
εγκαταστήσει στην Φιλιππούπολη μόνιμο στρατό. Αυτή η πόλη ήταν ο τόπος συγκέντρωσης
των τουρκικών στρατευμάτων. Από εδώ τα στρατεύματα τού Λαλά Σαχίν πασά ξεκίνησαν πρός την Σαρδική γιά να την κατακτήσουν. Πάλι από εδώ ξεκίνησαν τα μουσουλμανικά στρατεύματα τού σουλτάνου Μουράντ Α’ πρός το Κοσυφοπέδιο. 

Σύμφωνα με τις πληροφορίες τού Τούρκου ιστοριογράφου Σαδεδδίν (Sadeddin) η εκστρατεία πρός το Κοσυφοπέδιο προετοιμαζόταν εδώ περίπου ένα χρόνο. Ο Σαδεδδίν γράφει ότι αιτία γιά την εκστρατεία είναι ο Σέρβος ηγεμόνας (κνιάζ) Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς (1371 – 1389) πού έστειλε πρεσβεία στον σουλτάνο Μουράντ Α’ πού βρισκόταν τότε στην Φιλιππούπολη. Οί πρεσβευτές είπαν στον σουλτάνο ότι ο Σέρβος ηγεμόνας θέλει να «εξαφανίσει τα θεμέλια της πίστεως στον
Μωάμεθ». 

Ο σουλτάνος Μουράντ συγκέντρωσε όλα τα στρατευματά τού στην Φιλιππούπολη καί πήρε το δρόμο Φιλιππούπολη – Ιχτυμάν – Κωνσταντίνα (Κιουστεντίλ) –Κράτοβο καί στό τέλος έφθασε στό Κοσυφοπέδιο. Η μάχη τού Κοσυφοπεδίου έγινε την 28-η Ιουνίου τού 1389 καί τελείωσε με την δολοφονία τού σουλτάνου Μουράντ καί την πλήρη πανωλεθρία τού Σέρβου ηγεμόνος Λαζάρου από τον γιό τού σουλτάνου Μουράντ – Μπαγιαζίτ  Α’ (1389 – 1402). Το 1396 η Φιλιππούπολη είναι καί πάλι βασικό στρατηγικό κέντρο γιά την προετοιμασία των τουρκικών στρατευμάτων. Πάλι στην Φιλιππούπολη ο σουλτάνος Μπαγιαζίτ συγκέντρωσε τα ανατολικά τού στρατεύματα γιά να τα προετοιμάσει γιά την μεγάλη τούεκστρατεία κατά των Δυτικοευρωπαίων ιπποτών τού βασιλέως Σιγισμούνδου. 




Από την Φιλιππούπολη ο σουλτάνος οδήγησε το στρατό τού στό Τύρνοβο όπου τον ενισχύσανε οί
Σέρβοι υποτελείς τού. Μετά την 26-η Σεπτεμβρίου τού 1396 κοντά στην Νικόπολη έγινε η
μεγάλη μάχη ανάμεσα στούς ιππότες καί στούς οθωμανούς. Η μάχη τελείωσε με την
καταστροφή των ιπποτών καί την κατάκτηση τού βασιλείου τού Βιδινίου τού Βούλγαρου τσάρου Ιωάννου (Ιβάν) Σρατσιμίρου.


Στίς αρχές τού 15-ου αιώνος οί Μογγόλοι τού Ταμερλάνου (Timur Leng) εισβάλλουν στην
Μικρά Ασία καί στην μεγάλη μάχη κοντά στην Άγκυρα οί Τούρκοι νικήθηκαν κατά κράτος. Οί
Μογγόλοι κατάφεραν να αιχμαλωτήσουν τον σουλτάνο Μπαγιαζίτ, ο οποίος πέθανε στην
αιχμαλωσία. Αμέσως μετά οί γιοί τού Σουλεϊμάν, Μεχμέτ καί Μούσα τσακώθηκαν γιά την
εξουσία. Ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Ο Σουλεϊμας ήταν διοικητής της Ρουμελίας, δηλαδή των
ευρωπαϊκών εδαφών τού Βυζαντίου, πού τώρα είχαν περάσει στά χαίρια των Τούρκων. Ο
Μεχμέτ ήταν διοικητής της Ανατολής ή πιό σωστά των οθωμανικών κτήσεων στην Μικρά Ασία
πού είχαν απομείνει μετά την μογγολική κατάκτηση. Ο Μούσα ήταν σύμμαχος τού Μεχμέτ καί πολεμούσε κατά τού Σουλεϊμάν. Αργότερα ο Μούσα έγινε ξεχωριστή πολιτική προσωπικότητα. 


Κατά το έτος 1409 ο Μούσα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη
τού ηγεμόνα της Βλαχίας Μιρτσέα τού Πρεσβύτερου καί τού Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου
Λαζάρεβιτς. Με την υποστήριξη τού Στεφάνου Λαζάρεβιτς καί του Μιρτσέα τού Πρεσβυτέρου
την 13-η Φεβρουαρίου τού 1410 ο Μούσα κατάφερε να συντρίψει τίς δυνάμεις τού Σουλεϊμαν
καί να κατακτήσει την Ρουμηλία. Αυτός ο εμφύλιος πόλεμος είχε συντριπτικές συνέπειες γιά την Φιλιππούπολη, γιά την περιοχή της καί γενικά γιά την Βόρεια Θράκη.

 Στόν βίο τού  Στεφάνου Λαζάρεβιτς ο Κωνσταντίνος Κωστενέτσκη δίνει πολύτιμες πληροφορίες γιά την  Φιλιππούπολη. Από το κείμενο καταλαβαίνουμε ότι η Φιλιππούπολη δέχτηκε επιθέσεις καί από τον Σουλεϊμαν καί από τον Μούσα. Η κάθε επίθεση συνοδευόταν από δολοφωνίες πολλών Φιλιππουπολιτών. Κάποια στιγμή οί οπαδοί τού Σουλεϊμάν κλείστηκαν στην
ακρόπολη. Ο Μούσα πήγε στον μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Δαμιανό καί τον παρακάλεσε
να τού παραδώσει την πόλη. Ο μητροπολίτης απάντησε ότι αυτοί πού κλείστηκαν στην
ακρόπολη κρατούν την πόλη στά χαίρια τούς. Τότε ο Μούσα διέταξε να αποκεφαλιστεί ο
μητροπολίτης Δαμιανός στην εκκλησία καί το πτώμα τού να πεταχτεί έξω από τα τείχη της
πόλεως. Ο Μούσα κατάφερε να εκπορθήσει την ακρόπολη καί κατέσφαξε όλους τούς οπαδούς
τού Σουλεϊμάν. Όταν ο Σουλεϊμαν έμαθε γιά το περιστατικό, ήρθε στην πόλη με στρατό. Τότε ο
Μούσα εγκατέλειψε την πόλη καί πήγε στην Στενήμαχο. Λόγω της αγριότητας τού ο Μούσα
ονομάστηκε Κεσετζή πού σημαίνει ο άγριος. 

Τό 1411 ο Μούσα επιτέθηκε στις δυνάμεις τού αδελφού τού, καί αυτή η επίθεση τελείωσε με την δολοφωνία τού Σουλεϊμαν. Αυτά τα  γεγονότα καί την δολοφωνία τού μητροπολίτου Δαμιανού δείχνουν την μειονεκτική θέση των Χριστιανών κατοίκων της Φιλιππουπόλεως. Μπορούμε να πούμε ότι ο μητροπολίτης  μαρτύρησε γιά την πίστη τού. Στην Φιλιππούπολη όπως ήδη είπαμε σε προηγούμενο  κεφάλαιο κατά την διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου καταστράφηκε καί η Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής – Ζωοδόχος Πηγή. Αυτή η ιερά μονή βρισκόταν στην θέση της σημερινής
Τζουμαγιά τζαμία. Εκτός από το μοναστήρι καταστράφηκαν πολλά άλλα δημόσια καί ιδιωτικά
κτίρια. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την κατάκτηση καί κυρίως μετά τον αποκεφαλισμό τού
μητροπολίτου Δαμιανού, η μητρόπολη Φιλιππουπόλεως έπαθε τα πάνδεινα. Μεγάλο μέρος τού ποιμνίου είχε δολοφονηθεί ή αιχμαλωτιστεί, πολλές εκκλησίες στην επαρχία ήταν κατεστραμένες. Ίδια ήταν καί η τύχη πολλών μοναστηριών. Ο μητροπολίτης ήταν
δολοφονημένος. Από τις παραπάνω σειρές φαίνεται ότι η μόνη παρηγοριά της επαρχίας
Φιλιππουπόλεως είναι η ύπαρξη ακόμα ελεύθερου βυζαντινού κράτους, πού παρόλο πού είχε
περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη καί στά περίχωρα της, παρέμεινε πρότυπο της
Ορθοδοξίας.



Ελλειπείς είναι οί πληροφορίες γιά την καθημερινή ζωή στην Φιλιππούπολη μετά την κατάκτηση. Ο Γάλλος περιηγητής Μπροκιέρος (Bertrandon de La Brokier) ταξιδεύει το 1432 – 1433 με πολιτικό καί κατασκοπικό σκοπό στην Ανατολή. Αυτός περιγράφει την Φιλιππούπολη, τα κάστρα της, τον Ευρο ποταμό, τις εύφορες πεδιάδες, τις φυτοπαραγωγές κ. α. Κατά τον Μπροκιέρο ο πληθυσμός είναι στην πλειοψηφία Βούλγαροι πού ομολογούν την «ελληνική πίστη», δηλαδή την Ορθοδοξία. Αυτή η πληροφορία έρχεται να στηρίξει την άποψη ότι πρίν κατακτηθεί η πόλη από τούς Τούρκος ήταν σε βουλγαρικά χαίρια.



Άλλη εικόνα μας παρουσιάζει το 1578 ο Στέφανος Γκέρλαχος (Stephen Gerlah). Αυτός μας
μιλάει γιά τούρκικα καί ελληνικά σπίτια. Δεν μιλάει γιά βουλγαρικά σπίτια, τά οποία υπήρχαν.

Ο Στέφανος Γκέρλαχος όταν μιλάει γιά τούρκικα καί ελληνικά σπίτια είναι πολύ πιθανό να
εννοεί μουσουλμανικά καί χριστιανικά σπίτια. Οί Έλληνες καί οί Βούλγαροι ήταν ορθόδοξοι καί
ο Γκέρλαχος μην καταλαβαίνοντας την γλωσσική διαφορά, έγραψε ότι οί ΟρθόδοξοιΧριστιανοί της πόλεως ήταν μόνο Έλληνες. Αργότερα ο Εβλιά Τσελεμπί κατά τον 17-ο αιώνα μιλάει γιά βουλγαρικό συνοικισμό («βουλγαρικός μαχαλάς» - όπως εκφράζεται ο ίδιος) μέσα στην πόλη.  Ο Εβλιά Τσελεμπί μνημονεύει 23 μουσουλμανικούς οικισμούς (μαχαλάδες), 7 καθολικούς καί μόνο ένας βουλγαρικός οικισμός. Ο αριθμός των μουσουλμανικών οικισμών είναι υπερβολικός, αλλά δείχνει την αύξιση των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Φιλιππούπολη καί η μείωση των βουλγαρικών πληθυσμών. Ακόμη το τουρκικό κράτος δέν είχε εφαρμόσει την πολιτική των μαζικών εξισλαμισμών. Το οθωμανικό κράτος χρεαζόταν σπαχίδες – χριστιανούς καί γιά αυτό δέν είχαν γίνει μαζικοί εξισλαμισμοί. Το 15-ο αιώνα η Φιλιππούπολη μνημονεύεται καί σε σχέση με την εκστρατία των Δυτικοευρωπαίων ιπποτών
με επικεφαλή τον βασιλιά της Πολωνίας καί της Ουγγαρίας Βλαδισλάβος Ιαγκιέλλο (Vladislav
Yagelo) το 1443. 

Στις συγκρούσεις κοντά στην Ναϊσο (Νίς) καί στην Σόφια νίκησαν οί ιππότες. Αργότερα όμως στην Βάρνα, οί ιππότες συνετρίβησαν. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως την 29 Μαϊου τού 1453, ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ Β’ ο Πορθητής
διέταξε εκστρατεία κατά την Σερβία. Γιά την μετακίνηση των στρατευμάτων τού ο σουλτάνος
επέλεξε τον διαγώνιο δρόμο από την Αδριανούπολη – Φιλιππούπολη – Ιχτυμάν – Σόφια –Ναϊσο γιά να φθάσει στην Σερβία. Γιά άλλη μιά φορά οί Φιλιππουπολίτες έγιναν αυτόπτες
μάρτυρες της επόμενης τουρκικής εκστρατίας γιά την κατάκτηση των υπόλοιπων εδαφών της
Βαλκανικής.



Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Φιλιπουπόλεως  Ιστορική εξέλιξη Σημερινή κατάσταση. Θωμάς Καραλίας

Αντιμετώπιση Ελλήνων Ιατρών στη Βουλγαρία αρχές του 20ου αι.

Από τη βουλγάρικη επιθετική αφομοιωτική πολιτική των αρχών του 20ου αιώνα δεν γλίτωσαν ούτε οι γιατροί!

Οι Βούλγαροι δεν έδιναν άδειες σε γιατρούς-απόφοιτους του πανεπιστημίου Αθηνών,( οι ομογενείς ως συνήθως σπούδαζαν εκεί) καθώς τους θεωρούσαν ανεπαρκείς (!). 
Αυτό ακριβώς ήταν και το τέχνασμα που χρησιμοποιούσαν προκειμένου να περιορίσουν τους Έλληνες γιατρούς αλλά και να επιχειρήσουν αφομοιωτική πολιτική και σ' αυτόν τον τομέα.

Στενημαχιώτες


Η μαρτυρία του καταγόμενου από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας και προέδρου της ελληνικής κοινότητας της Φιλιππούπολης ως το 1906 ιατρού Αντωνιάδη Σωτήριου είναι αποκαλυπτική της αφομοιωτικής δράσης δράσης του βουλγάρικου κράτους:

«Ότε επλήθυνεν ο αριθμός των ελλήνων ιατρών, οι υποβαλλόμενοι εις εξετάσεις δια την άδειαν της εξασκήσεως της ιατρικής, απήντων δυσκολίας μάλλον εις την βουλγαρικήν γλώσσαν ή εις την ιατρικήν. Ακολούθως απεκλείσθησαν της αδείας πάντες οι Ελληνες υπήκοοι και ούτως ηλαττώθη πολύ ο αριθμός των Ελλήνων ιατρών…»

Αυτά γράφει ο ελληνικής καταγωγής γιατρός εν έτη 1906...

Αναμφίβολα αρκετοί Έλληνες ιατροί προκειμένου να αποφύγουν τον εκπατρισμό και για να σώσουν την επαγγελματική τους υπόσταση βουλγαροποιήθηκαν και έχασαν την ελληνική τους συνείδηση. Εύκολο να το κατακρίνει κανείς αυτό πλην όμως δύσκολο να το κατανοήσει...

Πρωτοχρονιά στη Θράκη...

Η αντίληψη περί Πρωτοχρονιάς ήταν τελείως διαφορετική στη Θράκη (ελληνική-δυτική, βουλγαρική-βόρεια και τουρκική-ανατολική) από τη σημερινή.



Οι Θράκες λοιπόν πίστευαν ότι η πρώτη Μάρτη ήταν η απαρχή του νέου έτους, αλλά κυρίως ότι τη συγκεκριμένη ημερομηνία έχουμε την αρχή του καλοκαιριού.
Η αντίληψη αυτή έχει τις ρίζες της στους χρόνους του Βυζαντίου, όπου το πολιτικό – κοσμικό έτος άρχιζε την 1η του Μάρτη, ενώ το Εκκλησιαστικό έτος την 1η Σεπτεμβρίου.

Μεροληπτική στάση εις βάρος Ελλήνων στη Στενήμαχο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η περίπτωση των Αδελφών Καλαμάνου

Η συνθήκη (Νεϊγύ) η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στη μεταπολεμική (πρώτος παγκόσμιος πόλεμος) Βουλγαρία ήταν σαφής σε θέματα παράνομου πλουτισμού από τον πόλεμο...





Το άρθρο 3 της συνθήκης του Νεϊγί όριζε τα εξής:

«όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες ή στρατιωτικοί οι οποίοι επωφελούμενοι από τη θέση τους συντέλεσαν στην προπαρασκευή και συνέχιση του πολέμου και χρησιμοποίησαν τις περιστάσεις για να πετύχουν πλεονεκτήματα γι’ αυτούς και για άλλους αλλά και οι βουλευτές ή άλλα πρόσωπα που ενήργησαν με σκοπό την κερδοσκοπία θα δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 431 του ποινικού νόμου, εκτός κι αν οι πράξεις τους υπάγονταν σε διατάξεις αυστηρότερες από του νόμου αυτού» (άρθρο 3).


Το αμέσως επόμενο άρθρο συμπλήρωνε το προηγούμενο:

 Ιδιοκτησία και μόχθος έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, ειδάλλως η πρώτη έπρεπε να κατασχεθεί (άρθρο 4).

Επί της ουσίας όμως οι ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ τύχαιναν ευμενούς αντιμετώπισης έναντι των ΝΙΚΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η περίπτωση των αδερφών Καλαμάνου που κατηγορήθηκαν για παράβαση των ανωτέρω  είναι αντιπροσωπευτική της προηγούμενης διαπίστωσης...


ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΦΩΝ ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΥ :

Ουσιαστικά το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων στο συγκεκριμένο σημείο της συνθήκης περιορίστηκε στην καταδίωξη των Ελλήνων, γιατί οι ελάχιστοι συλληφθέντες υπήκοοι των άλλων κρατών της Entente αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από προφορικά διαβήματα των διπλωματικών και στρατιωτικών τους αντιπροσώπων.
Σε επιστολή τους, τα αδέρφια Ζήσης και Δημήτριος Καλαμάνος από τη Στενήμαχο προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, με την οποία διαμαρτύρονταν για τη φυλάκιση του ενός εκ των δύο αλλά και για την κατάσχεση του καπνεργοστασίου, των καπναποθηκών και όλης τους της περιουσίας, υποστήριζαν την αθωότητα τους, μια και ως έλληνες υπήκοοι κατά τη διάρκεια του Πολέμου δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να μετακινηθούν ούτε να ταξιδέψουν ούτε ακόμη και να αλληλογραφούν διατελώντας πάντα σε περιορισμό
 Ο αρχηγός της στρατιωτικής δικαιοσύνης Γεωργίεφ ψευδώς υποσχέθηκε στον Πανουριά ότι ο συλληφθείς θα απολυόταν τις επόμενες μέρες και ότι θα ήταν ελεύθερος να εργαστεί.
 Οι επίμονες διαμαρτυρίες του Έλληνα διαπιστευμένου έπεφταν στο κενό,
ενώ όταν απευθύνθηκε στον Άγγλο ομόλογό του στη Σόφια ζητώντας τη βοήθεια του προκειμένου να απελευθερωθούν δέκα περίπου Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι κρατούνταν βάσει του εν λόγω νόμου, ο Dering αρνήθηκε να αναμιχθεί μια και δεν υπήρχε Άγγλος υπήκοος με παρόμοιο πρόβλημα. Επέλεξε να μείνει έξω από μια ακόμη «ελληνοβουλγαρική διαφωνία», όπως τη χαρακτήρισε...

Ένα ακόμη κλασικό παράδειγμα του ψυχρού κυνικού διπλωματικού ρεαλισμού με τον οποίο μας αντιμετώπισαν οι Σύμμαχοι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο...

Διαπιστώσεις του υποπρόξενου Μάταλα σχετικά με την δραματική για τους ελληνικούς πληθυσμούς κατάσταση στην Ανατολική Ρωμυλία μετά τη συνθήκη του Βερολίνου του 1879

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε το 1879, μετά το συνέδριο του Βερολίνου για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρωμυλίας) υπήρξε εξαιρετικά δυσχερής.

Το συνέδριο ακύρωσε τη δημιουργία της μεγάλης  Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου πλην όμως καθιστούσε ευνοϊκότατη τη θέση της Βουλγαρίας στην Ανατολική Ρωμυλία, όπου παρά την ισοπολιτεία που διακηρύχθηκε μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων οι Βούλγαροι στην πράξη .πήραν το πάνω χέρι.



Τον Αύγουστο του 1879 ο Έλληνας υποπρόξενος  Αθ. Ματάλας περιέγραφε επιγραμματικά και με ανάγλυφο τρόπο την κατάσταση:

«Η κυβερνητική κατάστασις της επαρχίας εξακολουθεί πάντοτε η αυτή.
Εκ δε ταύτης όχι μόνον οι επανερχόμενοι Οθωμανοί ασφάλειαν καμμίαν δεν έχουσι, αλλά και οι
ημέτεροι ομογενείς, ως και πάντες οι μη Βούλγαροι, δεν ευρίσκονται εν πολύ κρείττονι καταστάσει.
Ουδεμία υπόθεσις είτε δικαστική, είτε διοικητική διεξάγεται νομίμως• πας μη Βούλγαρος έχει
Άδικον».


Με το ελληνικό κράτος να βρίσκεται αρκετά μακριά (παρεμβάλλονταν σημαντικό εδαφικό κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και με πνεύμα πολιτικού και διπλωματικού ρεαλισμού ο Ματαλάς θα σημειώσει λίγο αργότερα συνειδητοποιώντας απόλυτα την κατάσταση...

«Ακόμη και εάν ολίγας ελπίδας εχωμεν επί της Ανατολικής Ρωμυλίας, ανάγκη να ενισχυθούν οι
ομογενείς εις τρόπον ώστε ν ’ αποτελέσουν αντιστάθμισμα δι ‘ αμοιβαίαν παραίτησιν των Ελλήνων επί της Ανατολικής Ρωμυλίας και των Βουλγάρων επί της Μακεδονίας».

Ήδη η ρώσικη διπλωματία είχε κατευθύνει αποτελεσματικά τους Βούλγαρους στην σλαβοποίηση
αρκετών ελληνογενών στην περιοχή. Έτσι σιγά σιγά προκρίνονταν η χρήση της αρχαίγονης ελληνικής περιοχής από την ελληνική διπλωματία ως αντίβαρου στις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία...


Έλληνες αρνούνται να προσχωρήσουν στην Εξαρχική εκκλησία κοντά στο Καβακλί και τουφεκίζονται!

Στις αρχές του 20ου αιώνα η προσπάθεια των Βουλγάρων προκειμένου να εκβουλγαρίσουν τους Έλληνες της Νότιας Βουλγαρίας εντάθηκε αποφασιστικά δεδομένης και της πίεσης που δέχονταν από τα ελληνικά ένοπλα σώματα που επιχειρούσαν στο πλαίσιο του Μακεδονικού αγώνα.



Η δράση του Παύλου Μελά στη Δυτική Μακεδονία θορύβησε το βουλγάρικο εθνικισμό και προκάλεσε πολλά αντίποινα προς τους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές που ελέγχονταν από τους Βούλγαρους.

 Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε ότι
"λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, σε χωριό ευρισκόμενο κοντά στο Καβακλί, οι σχισματικοί βουλγαροεξαρχικοί κομιτατζήδες σύναξαν στην πλατεία του χωρικούς και τους επέβαλαν να φωνάξουν:
«Κάτω το Πατριαρχείο – Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι παρέμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και με αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί μου, εκατό φορές πεθαμένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο μας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου μας».
Όλοι τους τουφεκίστηκαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας, δεν έγιναν. Το παράδειγμά τους ας μας καθοδηγεί"

Η προσχώρηση στη βουλγαρική εξαρχική εκκλησία ήταν ένα από τα οχήματα που χρησιμοποίησε ο κομιτατζηδισμός προκειμένου να βουλγαροποιήσει Έλληνες που ήταν στο έλεος του.



Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας. Η ίδρυση

Το Καβακλί είναι μία πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας (βόρεια Θράκη), η οποία βρίσκεται 40χλμ βόρεια της Ανδριανούπολης μέσα στο βουλγάρικο έδαφος.



Η Πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα από Ηπειρώτες Έλληνες πρόσφυγες που αποχώρησαν από την Ήπειρο πιεζόμενοι από τον Αλή Πασά.


Το Καβακλί στις αρχές του 20ου αι.

Το Καβακλί είναι μία πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας (βόρεια Θράκη), η οποία βρίσκεται 40χλμ βόρεια της Ανδριανούπολης μέσα στο βουλγάρικο έδαφος.

Η πολυπληθείς πόλη ήταν έδρα επαρχίας.


Στα 1885 οι Βούλγαροι μετέφεραν την έδρα της επαρχίας σε ένα μικρό χωριο, το Κιζίλ Αγάτς εξαιτίας της πλειοψηφίας του ελληνικού στοιχείου. Το 1900 η βουλγάρικη απογραφή θα καταδείξει ότι ο πληθυσμός της πόλης είναι αμιγώς ελληνικός.

Κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα οι Έλληνες δέχθηκαν ισχυρές πιέσεις από το βουλγάρικο κράτος και αρχίζουν να αποχωρούν. Η μεγαλύτερη φυγή παρατηρήθηκε μεταξύ των ετών 1923-1925.

Βασικά ζητήματα που τέθηκαν μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας στη συνθήκη του Βερολίνου το 1878

Το συνέδριο του Βερολίνου έλαβε χώρα το 1878 και αποτέλεσε την διόρθωση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που υποκίνησε ένα χρόνο πριν (1877) η Ρωσία προκειμένου να δημιουργήσει τη μεγάλη Βουλγαρία.



Η Αγγλία και η Γαλλία κατά κύριο λόγο με πνεύμα ρεαλισμού επανέφεραν τη Βουλγαρία σε περιορισμένα σύνορα ενώ χορηγήθηκε και καθεστώς ημιαυτονομίας στην Ανατολική Θράκη.

Στο συνέδριο του Βερολίνου κυριάρχησαν τα εξής θέματα:

1) Η τύχη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας.
2) Η άρση του βουλγάρικου σχίσματος.
3) Η οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στο χώρο της Μακεδονίας.

Όσον αφορά την τύχη της Ανατολικής Ρωμυλίας (60.000 Έλληνες επίσημα καταγεγραμμένοι) η Ελλάς ήξερε ότι με την ημιαυτονομία ήταν χαμένη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική συνειδητοποιώντας την αδύναμη ισχή της χώρας θα χρησιμοποιούσε εφεξής τους βορειο-θρακικούς ελληνικούς πληθυσμούς ως αντίβαρο για τις διεκδικήσεις της στη Μακεδονία.

Σχετικά με το θέμα της Εξαρχίας το οικουμενικό πατριαρχείο ήταν έτοιμο να προβεί στην άρση του σχίσματος με την προϋπόθεση όμως ο Βούλγαρος έξαρχος θα έφευγε από τη Θεσσαλονίκη και θα εγκαθίστατο στη Σόφια περιορισμένος στις περιοχές της βουλγάρικης ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο πατριάρχης θα έδινε άδεια στον έξαρχο να στείλει ιερείς να πραγματοποιούσαν τη θεία λειτουργία στη σλαβονική σε περιοχές όπου κυριαρχούσαν σλάβικοι πληθυσμοί πλην όμως η Μακεδονία θα περέμενε στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου.
Ο βούλγαρος έξαρχος διαφώνησε καθώς η Μακεδονία ήταν στις βουλγάρικες επιδιώξεις.




Το Πατριαρχείο κινούνταν στο πλαίσιο της οικουμενικής του πολιτικής, ενώ η Εξαρχία ήταν πολιτικός θεσμός με ένα σαφή βουλγαρικό εθνοκεντρικό χαρακτήρα, σε πλήρη αρμονία με τις απώτερες βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία.

Η επίσημη Βουλγαρία την περίοδο της διακυβέρνησης του ηγεμόνα Aleksander Battenberg (1879-1886) άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι δεν απέρριπτε προκαταβολικά την ιδέα της κατανομής της Μακεδονίας σε σφαίρες ελληνικής και βουλγαρικής επιρροής, αλλά επικαλούνταν πάντα την
«εθνολογική γραμμή», χωρίς όμως να τη συγκεκριμενοποιεί. Εκτός των παραλίων, η Βουλγαρία φαινόταν γενικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ελληνικές διεκδικήσεις στη μακεδονική ενδοχώρα.




Η συνέχεια σε όλα τα μέτωπα ήταν δραματική...

Οι Βούλγαροι το Σεπτέμβριο του 1885 θα προσαρτήσουν την Ανατολική Ρωμυλία πραξικοπηματικά και θα εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με την Πύλη μέσω των ενεργειών του πρωθυπουργού τους Σταμπούλωφ, ταυτόχρονα θα αποπέμψουν τον φιλορώσο βασιλιά Μπάντεμπεργκ καταλήγοντας στη λύση του Φερδινάρδου.

ΕΚΒΟΥΛΓΑΡΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗ ΣΤΕΝΗΜΑΧΟ.

Απειράριθμοι ήταν οι Έλληνες της νοτίου Βουλγαρίας, οι οποίοι απέκτησαν βουγγάρικη εθνική συνείδηση ειδικά στις αρχές του 20ου αιώνα καίτοι ελληνογενείς.




Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Αποστολίδη
για τον εκβουλγαρισμό συγγενών του από τη
Στενήμαχο
ΔΩΣΤΕ ΒΑΣΗ Σ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ:

Τα τρία τέκνα του εκ μητρός εξαδέλφου μου
Νικολάου Κάσγα,
πατρόθεν και μητρόθεν Ελληνος όντος,
ως και της συζύγου του
Ελληνίδος, εκπαιδευθέντα
εν βουλγαρικοίς σχολείοις
μετά το 1906 ου μόνον απέβαλον
τελείως την ελληνικήν γλώσσαν,
αλλά και τελείως βουλγαρικά αισθήματα
έχουσι, του ενός όντος δικηγόρου
και της ετέρου Βουλγαρίδος διδασκαλίσσης.
Ωσαύτως εκ τριών εξαδέλφων μου
μητρόθεν τέκνων του Ι. Μάρδα
αμπελουργού,
απομεινάντων ορφανών πατρός
και μητρός,
οι δύο εισαχθέντες εις
το εν Φιλιππουπόλει
βουλγαρικόν
ορφανοτροφείον
εξεβουλγαρίσθησαν τελείως.


Η Στενήμαχος ήταν μία πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας ευρισκόμενη στη νοτιοκεντρική Βουλγαρία. Η πόλη κατοικείτο κυρίως από Έλληνες έως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα ονομάζεται Ασένοβγκραντ ενώ ως το 1934 η ονομασία της παρέμενε Στενήμαχος.




Οι απόγονοι των εκβουλγαρισθέντων Ελλήνων διαβιούν σήμερα στη Βουλγαρία ως Βούλγαροι πολίτες με βουλγάρικη συνείδηση...

Πηγή: Διδακτορική διατριβή κας Διαμαντοπούλου.

Ρώσικη απογραφή πληθυσμού στην Ανατολική Ρωμυλία το 1879.

Ως γνωστό η ρωσική εξωτερική πολιτική ήταν ο στυλοβάτης του βουλγάρικου εθνικισμού ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα.



Στο πλαίσιο του Πανσλαβισμού η ρωσική εξωτερική πολιτική προσανατολίζεται σταθερά στη δημιουργία μίας μεγάλης Βουλγαρίας εις βάρος των Ελλήνων και των Οθωμανών.

Οι διαπιστώσεις των υποστηριχτών της μεγάλης Βουλγαρίας όσον αφορά την πληθυσμιακή σύνθεση της Ανατολικής Ρωμυλίας καταδεικνύουν σταθερή και συμπαγή ελληνική παρουσία στην περιοχή.

Bulgarian Μinistry of Commerce and Agriculture, Bulgaria of To-day (Λονδίνο, 1907), σ. 28.

Οι ρωσικές αρχές προχώρησαν σε απογραφή του πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1879. Σε σύνολο 815.513 κατοίκων οι 42.516 ήταν Έλληνες. Οι θρακικοί σύλλογοι, ωστόσο, τους υπολόγιζαν περίπου 60.000, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τους αναβίβαζε σε 130.000: Σφέτας, Αναταράξεις, σ. 65.

Τα νερά όμως είναι θολά...

Ο ζωτικός χώρος από πληθυσμιακής άποψης στις υπό εξέταση περιοχές είναι οι σλαβόφωνοι. Ειδικότερα εκείνοι που βαφτίζονται Βούλγαροι από την βουλγαρική και ρωσική προπαγάνδα με κριτήρια την προσχώρηση στην εξαρχεία και την γλώσσα.

Οι περιοχές της βορείου θράκης και βορείου Μακεδονίας (βόρεια του Μπέλες)  εξετάζονται ενδελεχώς από την Πολιτισμική Διαδρομή

Βουλγαρόφρωνοι της υπαίθρου εξελληνίζονται στην Αν. Ρωμυλία

Μέχρι το 1885 (έτος της βίαιης προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία) οι ελληνικοί πληθυσμοί σχημάτιζαν συμπαγείς νησίδες στους νομούς Βάρνας, Πύργου, Φιλιππούπολης, Χασκόβου και Τατάρ Πάζαρτζικ.




Η ευπορία αλλά και η ισχυρή αφομοιωτική δύναμη της ελληνικής κουλτούρας έδιναν το πολιτισμικό προβάδισμα στην ελληνική μειονότητα. Είναι ενδεικτικό, ότι οι Βουλγαρόφωνοι της υπαίθρου, ερχόμενοι στις πόλεις και εργαζόμενοι στην υπηρεσία των Ελλήνων, έσπευδαν να μάθουν την ελληνική γλώσσα, νυμφεύονταν Ελληνίδες, έστελναν τα παιδιά τους σε ελληνικό σχολείο και:
«ηλλίνιζον ου μόνον καλούντες αυτοί εαυτούς Γραικούς και αισχυνόμενοι να μνημονεύωσι την Βουλγαρικήν των καταγωγήν αλλά και την ελληνικήν γλώσσαν οίκοι και εν τη αγορά λαλούντες, αλληλογραφούντες και υπογράφοντες ελληνιστί…»

Κοσμάς Μυρτίλος Αποστολίδης, «Συμβολή εις την ιστορίαν του εν τη βορείω Θράκη ελληνισμού», ΑΘΛΓΘ, 8 (1941-1942), 25-27. Επίσης του ιδίου, Ο Στενίμαχος ήτοι συνοπτική της πόλεως Στενημάχου ιστορία από των παλαιών μέχρι των καθ ημάς χρόνων (Αθήνα, 1929), σ. 29.

Η ανατολική Ρωμυλία περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τις περιοχές της Βουλγαρίας που βρίσκονται βόρεια της ελληνικής Θράκης.

πηγή: Άννα Α. Παναγιωτοπούλου

Η περίπτωση του Τοντόρ Νικόλωφ σπό το Χάσκοβο

Ο Τοντόρ Νικόλωφ ζούσε στο Χάσκοβο, το 1926 επιχείρησε να μετοικίσει με την οικογένεια του από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, εποφελούμενος μία διμερή συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας σχετικά με την μετανάστευση. Παντρεμένος με Ελληνίδα και με τα δύο του παιδιά θα επιχειρήσει να φύγει από την Βουλγαρία. Η περίπτωση του σχετίζεται με το ζήτημα της Ελληνογένειας που απασχόλησε την συνθήκη του Νεϊγί.


Το θέμα της ελληνογένειας ανέκυψε έντονα, όταν τέθηκε σε εφαρμογή η Σύμβαση της ελληνοβουλγαρικής μετανάστευσης καθώς μόνο οι ελληνογενείς είχαν δικαίωμα να επωφεληθούν από αυτήν. Η περίπτωση του Τοντόρ Νικόλωφ από το Χάσκοβο δίνει μια εικόνα της σχετικότητας του όρου ελληνογενής. Στη 279η συνεδρίαση στις 14 Αυγούστου 1926 η Μικτή Επιτροπή κλήθηκε να αποφασίσει αν ο εν λόγω είχε το δικαίωμα να συμπεριληφθεί στη Σύμβαση. Ο βούλγαρος αντιπρόσωπος Τζούτζεφ, ισχυρίστηκε ότι α) ο Νικόλωφ είχε βουλγαρική καταγωγή και ήταν Βούλγαρος «par le sang que par la langue et la religion il se rattache a la nationalité bulgare» β) η δήλωση ότι είχε ελληνική συνείδηση και ότι ήθελε να ζήσει στην Ελλάδα δεν του έδινε το δικαίωμα να συμπεριληφθεί στη Σύμβαση και γ) το γεγονός ότι βάπτισε μερικά από τα παιδιά του σε ελληνική εκκλησία δεν ήγειρε θέμα για τον ίδιο αλλά ενδεχομένως για τα παιδιά του. Ο έλληνας αντιπρόσωπος Γεωργόπουλος απάντησε ότι α) ο Νικόλωφ από την ηλικία των εννέα ετών ήταν υπό την επιμέλεια ελληνικής οικογένειας, παντρεύτηκε Ελληνίδα, μιλούσε μόνο ελληνικά και βάπτισε τα παιδιά του σε ελληνική εκκλησία και β) μολονότι γεννήθηκε από βούλγαρους γονείς δε δίστασε, εγκαταλείποντας τις παραδόσεις της οικογένειάς του, να παντρευτεί και να βαπτιστεί σε ελληνική εκκλησία. Αυτό αποτελούσε τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Νικόλωφ «avait cessé d’ avoir la conscience bulgare» και έπρεπε να θεωρηθεί μέλος της ελληνικής μειονότητας. Ο Γεωργόπουλος κατέληξε :«Car vous n’ ignorez pas dans quelle mesure la religion se confond avec la conscience nationale pour les Grecs et les Bulgares». Η Μικτή Επιτροπή αποδέχτηκε την ελληνική θέση και ο Νικόλωφ μπόρεσε να επωφεληθεί από τη Σύμβαση: Procès Verbal, 279η συνεδρίαση, 14 Αυγούστου 1926

Ο Νικόλωφ αποτελεί τυπικό παράδειγμα βουλγαρογενούς με ελληνική εθνική συνειδηση που πια (το 1926) δεν τον σηκώνει το κλίμα στη Βουλγαρία. Επίσης τα μέλη της οικογένειας του παιδιά, σύζυγος κλπ ήταν ξεκάθαρα ελληνογενείς με ελληνική συνείδηση. Σκοπός της βουλγαρικής πολιτικής ήταν η με κάθε τρόπο αφομοίωση οικογενειών όπως αυτή του Νικολωφ.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...