Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τρομοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τρομοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η δολοφονία του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο: η αρχή του τέλους της ΕΤΑ. του Μιχάλη Τσιαουσίδη,

 Για πάνω από 50 χρόνια, μία περιοχή στα βόρεια της Ισπανίας μαστιζόταν από μία σύγκρουση, η οποία στοίχισε την ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους, ανάμεσα στην ισπανική κυβέρνηση και την αυτονομιστική τρομοκρατική οργάνωση ΕΤΑ, ανήκουσα στην izquierda abertzale, την εθνικιστική ριζοσπαστική βασκική αριστερά, η οποία επιδιώκει την πλήρη ανεξαρτησία της Euskal Herria, της Χώρας των Βάσκων. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της βασκικής ανεξαρτησίας ανάγεται ήδη από τον 19ο αιώνα, χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη της έκτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, προκειμένου οι συγκρούσεις να είναι ένοπλες.


Όταν στις 18 Ιουλίου του 1961, κάποιοι Βάσκοι εθνικιστές θα αποπειρώντο να εκτροχιάσουν τραίνο το οποίο κουβαλούσε υποστηρικτές του δικτάτορα Φράνκο στην διαδρομή προς την πόλη Σαν Σεμπαστιάν της Χώρας των Βάσκων, ελάχιστοι θα φαντάζονταν ότι η υπεύθυνη οργάνωση για το ανεπιτυχές χτύπημα, η ETA (Euskadi Ta Askatasuna, που στην βασκική γλώσσα σημαίνει “Βασκική Γη και Ελευθερία”), επρόκειτο ν’ αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ισπανικού κράτους (είτε με δικτατορικό είτε με δημοκρατικό καθεστώς), και ότι συνολικά 829 άνθρωποι, ένστολοι και πολίτες, θα έπεφταν νεκροί, ως απόρροια των τρομοκρατικών πράξεών της. Η ETA ιδρύθηκε το 1959 από απογοητευμένους αριστερούς νεαρούς, υποστηρικτές μέχρι πρότινος του “Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος”. Το τελευταίο, ιδρυθέν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Sabino Arana, πατέρα του βασκικού εθνικισμού, θεωρήθηκε από τους ιδρυτές του ETA ότι είχε παθητική στάση. Αυτοί οι νεαροί ζητούσαν ισχυρότερα και πιο δραστικά μέτρα, βλέποντας την καταπίεση που υφίσταντο οι φορείς της βασκικής ταυτότητας, τόσο κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο όσο και έπειτα, κατά την διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος του Caudillo Φρανθίσκο Φράνκο, με την βασκική γλώσσα υπό απαγόρευση και τις 2 από τις 3 επαρχίες της Euskal Herria να έχουν απωλέσει την αυτονομία και πολλά προνόμια, τα οποία είχαν δοθεί από την Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία.

Μετά από κάποιες συγκεντρώσεις τα επόμενα χρόνια, και μέσα από αρκετές διασπάσεις, η οργάνωση πήρε μία σαφή στροφή προς τον μαρξισμό-λενινισμό προωθώντας την χρήση βίας και την ένοπλη πάλη προς εξεύρεση πόρων (λ.χ. επιθέσεις σε τράπεζες), απεμπολώντας παράλληλα τις ιδέες του Arana, ο οποίος ήταν στραμμένος υπέρ της παράδοσης, του ρωμαιοκαθολικισμού και κατά του σοσιαλισμού.

Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, συγκριτικά με τα επόμενα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υποτονικά, γεγονός το οποίο άλλαξε όταν το πρωί της 20ής Δεκεμβρίου του 1973, με μία εντυπωσιακά προετοιμασμένη ενέργεια, μέλη της ΕΤΑ πυροδοτούν εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο του Πρωθυπουργού Luis Carrero Blanco (δεξί χέρι του Στρατηγού Φράνκο), δολοφονώντας αυτόν, τον οδηγό και τον σωματοφύλακά του. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, δημιουργώντας έναν τεράστιο κρατήρα στον δρόμο, ενώ το αυτοκίνητο ανυψώθηκε, πέρα από ένα πενταώροφο εκκλησιαστικό κτίριο και προσγειώθηκε στον δεύτερο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας.

Το χτύπημα θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία, καθώς ο αγώνας της ETA θεωρήθηκε αγώνας ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, κερδίζοντας την υποστήριξη και συμπάθεια πολλών αντιτιθέμενων στο καθεστώς, τόσο στην Βασκονία όσο και στην ευρύτερη Ισπανία.

Με την πτώση του φρανκικού καθεστώτος και την ακόλουθη μετάβαση στην δημοκρατία, η ETA διασπάστηκε έτι μία φορά, συνεχίζοντας ωστόσο τον ένοπλο αγώνα, με εκατοντάδες θύματα, όπως την έκρηξη σε σουπερμάρκετ Hipercor στην Βαρκελώνη, η οποία οδήγησε σε 21 θύματα (κυρίως γυναίκες, μία εξ αυτών έγκυος, και μικρά παιδιά), ή την πυροδότηση βόμβας εντός συγκροτήματος κατοικίας αστυνομικών με 11 θύματα (ανάμεσά τους 5 παιδιά).

Μετά το χτύπημα της Hipercor, η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση González , το 1987, θορυβημένη από την εγκληματική δράση της ΕΤΑ σε συνεργασία με τα άλλα κόμματα υπέγραψε το Σύμφωνο της Μαδρίτης για κοινή δράση έναντι της ΕΤΑ. Όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του “Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος”, υπερψήφισαν. Αντίστοιχα, στις αρχές του 1988, το αυτό θέμα ανέκυψε στο κοινοβούλιο της Χώρας των Βάσκων, όπου μόνο ο ανεπίσημος πολιτικός βραχίονας της ΕΤΑ, το ακροαριστερό “Herri Batasuna” (=Λαϊκή Ενότητα) καταψήφισε. To consensus αυτό (γνωστό και με την ονομασία Σύμφωνο του Ajuria-Enea) όριζε την κοινή πολιτική για την αντιμετώπιση της ΕΤΑ, δίνοντας εξουσίες στην Αστυνομία, όπως, παράλληλα, και βοήθεια προς τα μέλη της ΕΤΑ, τα οποία θα αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την οργάνωση. Ακολούθησαν την επόμενη χρονιά διαπραγματεύσεις μεταξύ της ισπανικής κυβέρνησης και της ΕΤΑ, οι οποίες απέτυχαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, πολλές φορές κατά την δεκαετία του ’70 και του ’80, παρακρατικές ομάδες αντιτιθέμενες στην ETA, με την βοήθεια της Κυβέρνησης και της Αστυνομίας, ανταπαντούσαν με πράξεις βίας εναντίον μελών της ETA (πραγματικά ή υποτιθέμενα), θέμα το οποίο μετά από δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, οδήγησε στην σύλληψη του Υπουργού Εσωτερικών της Κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Jose Barrionuevo, ως κύριου χρηματοδότη τους. Ωστόσο, αυτές οι ομάδες ήταν βραχύβιες, ενώ η ETA συνέχιζε την δράση της.

Το 1992 αποτέλεσε μία χρονιά ορόσημο για την ΕΤΑ, καθώς οι 3 αρχηγοί της (ο αρχηγός του πολιτικού, ο αρχηγός του στρατιωτικού και ο αντίστοιχος του οικονομικού τομέα) συνελήφθησαν από την Αστυνομία. Ως αντίδραση, η ΕΤΑ σκλήρυνε έτι περαιτέρω την στάση της, μην μένοντας πλέον στην δολοφονία ενστόλων, των οποίων οι θάνατοι προκαλούσαν πολλές φορές αμφιθυμία σε πολλούς Βάσκους εθνικιστές, οι οποίοι έβλεπαν τα σώματα ασφαλείας ως εκπροσώπους του ισπανικού κράτους και, ούτως, οι θάνατοί τους κατέληγαν “αόρατοι”, αλλά προχωρώντας και στις εκτελέσεις επιφανών μελών της κοινωνίας, όπως δικαστικούς, επιχειρηματίες, πολιτικούς, κατά βάση από τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας, το κεντροδεξιό Partido Popular (=Λαϊκό Κόμμα) και το κεντροαριστερό PSOE (=Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα). Αυτό οδήγησε στην περαιτέρω ενημέρωση του κοινού για τα θύματα, αλλά και την ευρύτερη κινητοποίηση της κοινωνίας. Ήδη από το 1986, η οργάνωση “Gesto por la Paz” διοργάνωνε σιωπηλή διαμαρτυρία κάθε φορά που ένα άτομο εκτελούνταν (είτε από την ΕΤΑ είτε από κάποια παρακρατική ομάδα). Φτάνοντας στο 1996, η Ισπανία άλλαζε κυβερνών κόμμα μετά από 13 χρόνια παραμονής του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία. Αντ’ αυτού, το Λαϊκό Κόμμα του Χοσέ Μαρία Αθνάρ ανήλθε στην εξουσία. Ο Aznar, μάλιστα, την προηγούμενη χρονιά είχε υπάρξει στόχος βομβιστικής επίθεσης από την ETA, επιβιώνοντας χάρη στην προστασία του αυτοκινήτου του.

Καθώς η ETA συστηματικοποιούσε την πίεση προς την ισπανική κυβέρνηση για την μεταφορά φυλακισμένων μελών της οργάνωσης στην Χώρα των Βάσκων, εφάρμοσε νέα μέθοδο απειλών και βίας.

Με αυτό το σκεπτικό προέβησαν στην μακροβιότερη απαγωγή στα ισπανικά χρονικά, απαγάγοντας στις αρχές Ιανουαρίου του 1996, τον σωφρονιστικό υπάλληλο José Antonio Ortega Lara, ο οποίος κρατείτο αιχμάλωτο εντός πρόχειρου μικροσκοπικού οικήματος, τρεφόμενος μόνο με φρούτα και λαχανικά. Στα αιτήματα της ΕΤΑ αρνούνταν να ενδώσουν τόσο η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση Γκονζάλεθ όσο και η “λαϊκή” Αθνάρ. Η αιχμαλωσία του Ortega Lara δεν τελείωσε παρά την 1η Ιουλίου του 1997, 532 ημέρες μετά, όταν η Ισπανική Πολιτοφυλακή εισέβαλε στο οίκημα, απελευθερώνοντάς τον και συλλαμβάνοντας τους 4 απαγωγείς.

Αυτή η στρατηγική της άσκησης πίεσης προς την Πολιτεία εφαρμόστηκε επίσης όταν η ΕΤΑ προέβη στην απαγωγή ενός δημοτικού συμβούλου του Λαϊκού Κόμματος, από την μικρή πόλη Ερμούα, του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο. Πιο συγκεκριμένα, το μεσημέρι της 10ης Ιουλίου του 1997, μέλη της ETA απήγαγαν τον 29χρονο Μπλάνκο, καθώς ο τελευταίος πήγαινε στον χώρο εργασίας του. Ο Μπλάνκο (καμία σχέση με τον πρωθυπουργό), γόνος μικρομεσαίας οικογένειας εσωτερικών μεταναστών από την Γαλικία, σπούδασε οικονομικά και εργαζόταν προηγουμένως ως οικοδόμος, βοηθώντας τον πατέρα του. Η απειλή της ETA ότι θα τον εκτελέσει, αν η ισπανική κυβέρνηση δεν υπακούσει εντός δύο ημερών και δεν προβεί στην άμεση μετακίνηση των φυλακισμένων της, από την υπόλοιπη Ισπανία στην Χώρα των Βάσκων, αποτέλεσε την αφετηρία για μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη την Ισπανία κατά της ΕΤΑ.

Ο Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο διατηρήθηκε αιχμάλωτος σε άγνωστη τοποθεσία για δύο ημέρες ακόμα, ενώ όταν η ώρα του τελεσίγραφου παρήλθε, δίχως η Κυβέρνηση να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα, 3 από τους τρομοκράτες της ΕΤΑ τον μετέφεραν εκτός της μικρής πόλης Lasarte-Oria, σχεδόν 1 ώρα μακριά από την Ermua, όπου ένας εκ των εκτελεστών τον πυροβόλησε 2 φορές στο κεφάλι, ενόσω ένας δεύτερος τον ανάγκαζε να γονατίσει με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Ο Μπλάνκο δεν πέθανε ακαριαία, αντίθετα βρέθηκε από δύο περαστικούς. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου και εξέπνευσε τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου.

Η ανακοίνωση της δολοφονίας του Μπλάνκο προκάλεσε ρίγη συγκίνησης σε όλη την Ισπανία, δη στην Χώρα των Βάσκων. Ήδη, είχε ανακοινωθεί για το απόγευμα της 12ης Ιουλίου, λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφο, μία διαδήλωση στην πόλη του Μπιλμπάο, η μεγαλύτερη κατά της ΕΤΑ, κατά την οποία υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 500.000 άτομα, ενώ σε όλη την Ισπανία πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις για την απελευθέρωσή του, κατά τις οποίες εκτιμάται ότι συμμετείχαν 2.500.000 άτομα.

Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Μιγκέλ, αρκετοί διαδηλωτές πέταξαν αντικείμενα κατά των αρχηγείων του Batasuna στο Σαν Σεμπαστιάν, ενώ η τοπική αστυνομία με το ζόρι συγκράτησε κάποιους διαδηλωτές από το να λιντσάρουν ομάδα ατόμων στην Βιτόρια, οι οποίοι φώναξαν συνθήματα υπέρ του ΕΤΑ. Αντίστοιχα, στην Παμπλόνα, 18 οπαδοί της αποσχιστικής βασκικής αριστεράς νοσηλεύτηκαν, καθώς τραυματίστηκαν μετά από επίθεση όχλου στα τοπικά αρχηγεία του Batasuna.

Την ίδια στιγμή, αστυνομικοί της τοπικής Αστυνομίας έβγαζαν τις μάσκες που φορούσαν έως τότε, υπό την απειλή της αναγνώρισης και στοχοποίησής τους από την ΕΤΑ, και αγκαλιάζονταν με τους διαδηλωτές.

Η δολοφονία του Miguel Angel Blanco αποτέλεσε το μέσο της καθολικής αλλαγής της ισπανικής, ιδίως της βασκικής κοινής γνώμης, έναντι των πράξεων της ΕΤΑ, η οποία έπαψε ν’ αποτελεί στην λαϊκή συνείδηση μία αμφιλεγόμενη οργάνωση, και εντυπώθηκε πλέον στην κοινή γνώμη ως αυτό που ήταν: μία τρομοκρατική οργάνωση. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία δολοφονία, η οποία να συντάραξε την Ισπανία για την αναιτιώδη βαναυσότητά της· λόγου χάρη, την προηγούμενη χρονιά, η δολοφονία του δικαστικού Φρανθίσκο Τομάς υ Βαλιέντε είχε προκαλέσει την διαμαρτυρία εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων στην Μαδρίτη. Ωστόσο, η κούραση από τις συνεχόμενες πράξεις βίας, αλλά κυρίως η στυγνή δολοφονία ενός νεαρού ατόμου, αθώου, άοπλου, από την εργατική τάξη, με τον οποίο ο μέσος Βάσκος θα μπορούσε να ταυτιστεί πολύ εύκολα, ήταν ο απονομιμοποιητικός λίθος.

Η αντίδραση ήταν καθολική παρά τις όποιες λυπηρές μειοψηφίες, όπως το πολιτικό κόμμα Batasuna και η εφημερίδα Egin, οι οποίες είτε τήρησαν σιγήν ιχθύος είτε εναπέθεσαν την ευθύνη στην Κυβέρνηση, αφήνοντας την ΕΤΑ και τις δικές της ευθύνες στο περιθώριο. Αν μας εκπλήσσει αυτή η στάση, δυστυχώς, στην χώρα μας, “ριζοσπαστική” εφημερίδα ακολουθούσε την αυτή τακτική, τοποθετώντας στα ψιλά την δολοφονία Blanco, δίνοντας αντιθέτως έμφαση με ειρωνικό τρόπο στην <<μαζική “αυθόρμητη” αντίδραση των Ισπανών>>.

Οι εφημερίδες, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, πλην των αναφερόμενων θλιβερών μειοψηφιών, άρχισαν να δίνουν περισσότερη έμφαση στα θύματα και στις διαμαρτυρίες κατά της ΕΤΑ, και λιγότερο στις προκληθείσες καταστροφές, π.χ. δημόσιας περιουσίας. Τα ΜΜΕ άρχισαν πολύ πιο ενεργά να δίνουν τον δικό τους αγώνα κατά της τρομοκρατίας, προβάλλοντας περισσότερο τις διαδηλώσεις κατά της ΕΤΑ.

Ο θάνατος του Miguel Angel Blanco επηρέασε και στην λήψη μέτρων ως προς τον περιορισμό της τρομοκρατίας. Η απαγωγή και ο θάνατος του νεαρού δημοτικού συμβούλου οδήγησε σε ένα τεράστιο κλίμα αλληλεγγύης στην ισπανική κοινωνία, η οποία αφυπνίστηκε και είδε κατάματα το αληθινό πρόσωπο της ΕΤΑ. Το πνεύμα σύμπνοιας και αποφασιστικότητας αποτυπώνεται στο espíritu de Ermua , δηλαδή το πνεύμα της Ερμούα, το οποίο υποδήλωνε το γενικό κλίμα αλληλεγγύης το οποίο άνθισε μέσα από την απαγωγή και δολοφονία του νεαρού Μπλάνκο.

Η ΕΤΑ μέχρι την οριστική διάλυσή της το 2018, προέβη στην δολοφονία κι άλλων, δεκάδων, ανθρώπων. Ωστόσο, είχε χάσει άρδην την “νομιμοποίησή” της, χωρίς να μπορέσει ποτέ να υπάρξει επιστροφή. Λίγα χρόνια μετά την δολοφονία του Μιγκέλ Άνχελ, το Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευε την λειτουργία του Batasuna, ως “κομμάτι” της ΕΤΑ.

Ωστόσο, τα ψήγματα της ΕΤΑ παραμένουν. Ενδεικτικό είναι ότι η οικογένεια του Blanco αναγκάστηκε το 2007, δέκα έτη μετά από τον θάνατό του, να μεταφέρει τα οστά του από την Ερμούα στην Ορένσε της Γαλικίας (τόπο καταγωγής τους), πάνω από 600 χιλιόμετρα μακριά, καθώς ο τάφος του Blanco αποτελούσε συχνό αντικείμενο βανδαλισμού, από ομάδες φίλα προσκείμενες στην ΕΤΑ.

Αντίστοιχα, σάλο προκάλεσε πέρσι η ανάρτηση βίντεο στο Twitter, η οποία παρουσιάζει Ισπανό ράπερ, σε συναυλία την οποία οργάνωνε και παρουσίαζε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, γνωστός για την μετέπειτα λαϊκίστικη πολιτική καριέρα του, στο κόμμα Podemos, αλλά ειδικότερα και στην χώρα μας, μεταξύ άλλων, για εμφάνισή του σε προεκλογική ομιλία το 2015, στην οποία δίχως δισταγμό εμπαίζεται ο θάνατος του νεαρού δημοτικού συμβούλου.

Είναι στο χέρι όλων μας η μη επανάληψη και καταδίκη τέτοιων γεγονότων. Στην μνήμη του Μιγκέλ και των άλλων ανώνυμων θυμάτων, όπως του δικού μας Θάνου.

Πηγή: https://cognoscoteam.gr/archives/35806

Πώς οι Ταλιμπάν ξαναπήραν το Αφγανιστάν - Οι επόμενες προκλήσεις. Νίκος Βασιλόπουλος

 Οι Ταλιμπάν είναι πλέον κυρίαρχοι της κατάστασης στο Αφγανιστάν και πολλά είναι τα σενάρια για την επόμενη ημέρα. Το βασικό ερώτημα είναι πώς έφτασαν σε τόσο σύντομο διάστημα, από τις αρχές Μαΐου που ξεκίνησαν να αντεπιτίθενται (με το ξεκίνημα της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων) ως τις 15 Αυγούστου που κατελήφθη η Καμπούλ.





Ειδικά οι δύο τελευταίες εβδομάδες εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς οι πόλεις έπεφταν η μία πίσω από την άλλη, από βορρά και από νότο, σε μια κυκλωτική κίνηση προς την πρωτεύουσα.

Η αλήθεια είναι ότι λίγα πραγματικά γνωρίζουμε για τους Ταλιμπάν και συνήθως τους εντάσσουμε κάτω από το ρεύμα του Ουαχαμπιτισμού, του αυστηρού Ισλάμ της Σαουδικής Αραβίας. Οι Ταλιμπάν έλκουν την ιδεολογία τους από το ισλαμικό φονταμενταλιστικό κίνημα Ντεομπάντι της Ινδίας και πριν την ανάδυσή τους στο Αφγανιστάν, στις αρχές του 1990, έχουν δοκιμαστεί ως ένοπλο τμήμα του κινήματος Ντεομπάντι στην επίθεση ενάντια στους Σοβιετικούς κατά την περίοδο που λειτουργούσαν υπέρ της ινδικής κυβέρνησης στη διαδικασία ειρήνης με το Πακιστάν και με το μέρος που αποσχίστηκε και έγινε το κράτος του Μπαγκλαντές (1965-1971). Από εκεί το κίνημα πέρασε στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν και οι ρίζες του στο Αφγανιστάν δέθηκαν στον πόλεμο που κράτησε από το1979 μέχρι το 1988.


Ο λόγος που ανατρέχουμε στις "ρίζες" των Ταλιμπάν, είναι για να εξηγήσουμε ότι οι Ταλιμπάν κινούνται διαρκώς σε μια εμπόλεμη κατάσταση για πάνω από 40 χρόνια, κάτι που τυπικά συμπίπτει με την εικόνα που έχουν οι Αφγανοί για τους εαυτούς τους (και που η δυτική ματιά μας παραβλέπει): μιας χώρας που βρίσκεται διαρκώς σε πόλεμο από το 1979. Αυτό εξηγεί εν μέρει την ανθεκτικότητά τους στον 20ετή πόλεμο από τις ΗΠΑ. Είχαν ήδη 20 χρόνια πολέμου πίσω τους, με εξίσου ισχυρούς στρατούς.


Το μάθημα ιστορίας που δεν "πέρασαν" οι ΗΠΑ

Μια κομβική στιγμή στη σύγχρονη ιστορία του Αφγανιστάν είναι η περίοδος του σοβιετο-αφγανικού πολέμου (1979-1988) που ακολούθησε το "απριλιανό πραξικόπημα του 1978" όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα Αφγανιστάν, ανέτρεψε τον πρώτο Πρόεδρο του Αφγανιστάν, τον Μοχάμεντ Νταούντ Χαν, ο οποίος με τη σειρά του είχε ανατρέψει τη μοναρχία για να εγκαθιδρύσει μια δικτατορική κυβέρνηση. Η Σοβιετική Ένωση εισέβαλλε στο Αφγανιστάν το 1979 για να υποστηρίξει τη νέα κυβέρνηση και επέβαλε ως πρωθυπουργό της χώρας τον Μπαμπράκ Καρμάλ. Από την αρχή, απέναντι στη σοβιετικά στηριζόμενη εξουσία, διατάχθηκε μια χαλαρή ένωση αντάρτικων ομάδων που έμειναν γνωστοί ως Μουτζαχεντίν (ο αραβικός όρος που ισοδυναμεί στο "τζιχαντιστές"), οι οποίοι και είχαν την υποστήριξη των ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας, Κίνας και άλλων. Μεταξύ των δύο πλευρών, βρέθηκε η πιο πολυπληθής φυλετική ομάδα του Αφγανιστάν, οι Παστούν, οι οποίοι ως "φιλοπακιστανοί" (ένα σημαντικό τους μέρος ζει στο Πακιστάν) καταπιέζονταν εξίσου από τους "σοβιετικούς" (γιατί η ΕΣΣΔ υποστήριζε την Ινδία) και από τους Μουτζαχεντίν (γιατί ήταν διαφορετική φυλή). 

Η ΕΣΣΔ προσπάθησε να οικοδομήσει ένα σοσιαλιστικό κράτος με θεσμούς, την ίδια στιγμή που η χώρα ήταν στο μέσο ενός εμφυλίου πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν να μην εμπιστεύεται κανείς την κυβέρνηση και τους κρατικούς θεσμούς και αυτοί χρόνο με τον χρόνο να δισφθείρονται όλο και περισσότερο. Αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής ήταν η διάλυση της κυβέρνησης του τελευταίου "σοβιετικού", του Μοχάμεντ Νατζιμπουλλάχ (1987-1992), η οποία συνέπεσε με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Την περίοδο εκείνη, ξεκινά η επόμενη φάση του εμφυλίου πολέμου στο Αφγανιστάν που σκοπό έχει να εδραιώσει την μετα-σοβιετική κατάσταση.


Οι ομάδες Μουτζαχεντίν θα κάνουν σχεδόν τρία χρόνια να ρίξουν τον Νατζιμπουλλάχ και θα πολεμήσουν άλλα τέσσερα χρόνια απέναντι στους νέους διεκδικητές της εξουσίας: τους Ταλιμπάν. Οι (σημερινοί) Ταλιμπάν είναι μια ομάδα που δημιουργήθηκε το 1994 από Παστούν φύλαρχους, οι οποίοι προσεταιρίστηκαν φυλές πρώην συμμάχους της ΕΣΣΔ και φυλές συμμάχους των Μουτζαχεντίν (ΗΠΑ). Το φονταμενταλιστικό τους μήνυμα επιστροφής σε μια μορφή κοινότητας έξω από δυτικού τύπου κράτη και η ταχεία εμπλοκή τους με το εμπόριο οπίου που είχε ήδη ανθήσει στο Αφγανιστάν, όπως και οι σχέσεις διπλωματίας με τις φυλές, τους έφεραν πάρα πολύ γρήγορα στην εξουσία (1996).

Αυτό είναι και το μεγάλο μάθημα που δεν "πέρασαν" οι ΗΠΑ. Όταν εισέβαλλαν στο Αφγανιστάν το 2001, έχασαν στους πρώτους δύο μήνες. Η επόμενη φάση του πολέμου ήταν ένας πόλεμος φθοράς από μεριάς τους που σκοπό είχε να εγκαθιδρύσει ένα "φιλικό προς τη Δύση" κράτος με τους αντίστοιχους θεσμούς (στρατό, αστυνομία, Πρόεδρο κλπ). Όμως δεν μπορούν κρατικοί θεσμοί να επιβληθούν ενόσω μια τέτοια χώρα είναι σε εμφύλιο. Η έντονη κινητικότητα μεταξύ των φυλών και η ταχύτητα με την οποία "αλλάζουν στρατόπεδο" καθιστά την όλη κατάσταση κινούμενη άμμο. 


Όταν ο Μπάιντεν κοιτούσε στρατιωτικούς χάρτες

Στις 8 Ιουλίου, ο Τζο Μπάιντεν στην ενημέρωση των συντακτών για την αποχώρηση των αμερικάνικων δυνάμεων από το Αφγανιστάν, αρνείται κατηγορηματικά ότι θα μπορέσουν οι Ταλιμπάν να καταλάβουν το Αφγανιστάν, με το επιχείρημα ότι ο εθνικός στρατός του Αφγανιστάν έχει 300.000 ετοιμοπόλεμους και καλά εκπαιδευμένους (από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους) σε προσωπικό. 


Η εξέλιξη δείχνει πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν οι ΗΠΑ όσον αφορά την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Κοιτώντας κανείς τους στρατιωτικούς χάρτες, θα έλεγε ότι οι βασικές οχυρές θέσεις της εθνικής κυβέρνησης του Γκάνι και του στρατού θα μπορούσαν όντως να αντέξουν πολλούς μήνες -αν όχι χρόνια- απέναντι στους Ταλιμπάν. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι ότι οι Ταλιμπάν δεν επιτέθηκαν μόνο στρατιωτικά απέναντι στην κυβέρνηση αλλά και ιδεολογικά. Δηλαδή, αξιοποίησαν την προσωπική τους εμπειρία από την εποχή της ΕΣΣΔ και προσεταιρίστηκαν αρκετές από τις φυλές του Αφγανιστάν που ένιωθαν και ήταν αποκλεισμένες από τον σχεδιασμό της κεντρικής κυβέρνησης Γκάνι. Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η κυβέρνηση, ως κυβέρνηση-μαριονέττα των ΗΠΑ, δεν είχε "λαϊκό έρεισμα" εξαπέλυσαν μια σειρά από επιθέσεις σε μη οχυρούς στόχους. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλαμβάνονται περιοχές εύκολα, η μία μετά την άλλη, χωρίς κόπο, απέναντι στον εθνικό στρατό που παρέμενε στις οχυρές του θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου, οι Ταλιμπάν να επανακτήσουν τον έλεγχο στο 70% της χώρας. 


Η κατάληψη των μεγάλων πόλεων ήρθε σε λιγότερο από έναν μήνα. Με τον "αέρα" της κατάληψης του μεγάλου ποσοστού της χώρας, οι Ταλιμπάν μπόρεσαν να κλείσουν τις απαραίτητες συμφωνίες με ένα κομμάτι της αφγανικής ελίτ που "βλέπει τον εαυτό του" στη διάδοχη κατάσταση. Από εκεί και πέρα, το μομέντουμ της αποχώρησης των αμερικάνικων στρατευμάτων μπόρεσε να λειτουργήσει για τους Ταλιμπάν μόνο προωθητικά, εφόσον κατάφεραν να καρπωθούν ως δική τους νίκη την αμερικάνικη αποχώρηση.


Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το εξής: ο ιστός των κρατικών δομών στις μεγάλες πόλεις, που επί 20 χρόνια έστηναν οι ΗΠΑ, κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα σε λιγότερο από 15 ημέρες και οι μεγάλες πόλεις (Κανταχάρ, Καμπούλ) χρειάστηκαν ελάχιστες ώρες και καθόλου μάχη για να περάσουν στα χέρια των Ταλιμπάν.

Η επόμενη ημέρα

Πολλά ακούγονται για το πολιτικό πρόγραμμα και τις διαθέσεις των Ταλιμπάν μετά την κατάληψη της εξουσίας. Το σίγουρο είναι ότι για πολύ κόσμο στο Αφγανιστάν η εναλλαγή από την κυβέρνηση-μαριονέττα του Γκάνι σε κυβέρνηση Ταλιμπάν τα πράγματα θα χειροτερέψουν άμεσα, οι ζωές των γυναικών θα γίνουν πολύ χειρότερες, ενώ υπάρχουν φόβοι για εκτεταμμένες επιθέσεις και αντίποινα. To πρώτο άμεσο πρόβλημα είναι οι μεγάλες προσφυγικές ροές που θα ξεκινήσουν να δημιουργούνται και για τις οποίες πρέπει να επιληφθεί η διεθνής κοινότητα.


Πέρα από αυτά, τα οποία δεν είναι ήσσονος σημασίας, η επόμενη μέρα μετά το Αφγανιστάν είναι μια ημέρα στην οποία η "συμμαχία του Καλού" (ΗΠΑ και Ε.Ε.) που ανέλαβε να "πολεμήσει την τρομοκρατία" πρέπει να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη με ειλικρίνεια και να διαχειριστεί την ταπεινωτική ήττα από τους Ταλιμπάν.


Όταν ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ ξεκινούσε τον πόλεμο ενάντια στηνν τρομοκρατία, είχε επικαλεστεί το σχέδιο Μάρσαλ για να δηλώσει την πρόθεση των ΗΠΑ να ανοικοδομήσουν το Αφγανιστάν. 20 χρόνια μετά βλέπουμε ότι για να δημιουργηθούν κρατικοί θεσμοί δεν χρειάζεται να εναποτεθεί χρήμα μόνο στην εκπαίδευση του στρατού, χρειάζονται και πόροι για υποδομές και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, όπως υποσχέθηκε (και εν μέρει πέτυχε) το πρωτότυπο Σχέδιο Μάρσαλ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.


Ειδικά για τις ΗΠΑ, η ήττα από τους Ταλιμπάν, επιβεβαιώνει την παραδοχή ότι από το 2008 και μετά (ήττα των ΗΠΑ στην Αμπχαζία-Νέα Οσετία), η ιδέα ότι ο κόσμος έχει για "πλανητάρχη" τον Πρόεδρο των ΗΠΑ πρέπει να εγκαταληφθεί. Οι ΗΠΑ πρέπει να υπολογίζονται πλέον ως μια υπερδύναμη η οποία βρίσκεται σε ταχύτατη παρακμή. Πλέον αμφισβητείται έμπρακτα η ικανότητα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της, η προθυμία της να εμπλακεί σε περαιτέρω στρατιωτικές εμπλοκές και η αξιοπιστία και η δέσμευσή της ως συμμάχου. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, λοιπόν, θα είναι διπλά προσεκτικοί όσον αφορά τις διαθέσεις των ΗΠΑ στον Αρκτικό Κύκλο απέναντι στη Ρωσία ή στην ανατολική Κινέζικη Θάλασσα, απέναντι στην Κίνα. 


Για το Πακιστάν ισχύουν όσα γράφτηκαν πρόσφατα. Έχει την επιλογή να "ποντάρει" στη νίκη των Ταλιμπάν, με κίνδυνο να ενισχύσει τα προβλήματα στο εσωτερικό του ή να"βγάλει το φίδι από την τρύπα" για τις ΗΠΑ, την αφγανική κυβέρνηση και λιγότερο τη Ρωσία, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβάλλει μια ενδοαφγανική συμφωνία ειρήνης, με δεδομένο πλέον ότι οι Ταλιμπάν δεν έχουν ανάγκη εξωτερικών διαπραγματεύσεων. 


Η Ρωσία και η Κίνα δεν έχουν άμεσο λόγο να βιάζονται, γιατί είναι για την ώρα με την πλευρά των νικητών. Παρόλο που δεν υποστηρίζουν ένα καθεστώς Ταλιμπάν, το γεγονός ότι βγαίνει από το κάδρο η φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση, τους δίνει μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων και επιρροής στο Αφγανιστάν. Βέβαια, υπάρχει ο αντίλογος ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποχωρούσαν από το Αφγανιστάν αν δεν καθιστούσαν 100% σίγουρο ότι θα ήταν για τους ανταγωνιστές τους τα πράγματα πολύ δύσκολα. 


Σε κάθε περίπτωση, όλες οι προηγούμενες ισορροπίες είναι στον αέρα και οι εξελίξεις είναι ανοιχτές για τη δημιουργία νέων ισορροπιών.

Πηγή: insider

Ταλιμπάν: Ποιοι είναι, πώς δημιουργήθηκαν και τι πρεσβεύουν. Το ακραίο ισλαμιστικό κίνημα που σάρωσε το Αφγανιστάν μέσα σε μερικές ημέρες.



Δύο δεκαετίες μετά τον περιορισμό τους στην αφγανική επαρχία από τις αμερικανικές δυνάμεις σε συνεργασία με τοπικούς φυλάρχους, το ακραίο ισλαμιστικό κίνημα των Ταλιμπάν ανέκτησε την πλήρη εξουσία στο Αφγανιστάν την Κυριακή.




Οι Ταλιμπάν, που στη γλώσσα της φυλής των Παστούν σημαίνει «Φοιτητές», εμφανίστηκαν το 1994 κοντά στην πόλη Κανταχάρ, στον αφγανικό Νότο.




Επρόκειτο για μια από τις ένοπλες ομάδες που μάχονταν στον εμφύλιο πόλεμο του Αφγανιστάν για τον έλεγχο της χώρας μετά την απόσυρση των Σοβιετικών και την επακόλουθη κατάρρευση της τοπικής κυβέρνησης.




Οι Ταλιμπάν αρχικά άντλησαν υποστηρικτές από τους λεγόμενους μαχητές Μουτζαχεντίν, οι οποίοι με τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν εκδιώξει τις Σοβιετικές δυνάμεις στη δεκαετία του 1980.

Μέσα σε δύο έτη οι Ταλιμπάν είχαν αποκλειστικό έλεγχο σχεδόν στο σύνολο της χώρας, ανακοινώνοντας τη δημιουργία ενός ισλαμιστικού εμιράτου το 1996 με μια σκληρή ερμηνεία του ισλαμικού νόμου. Άλλες ομάδες Μουτζαχεντίν αποσύρθηκαν στον Βορρά της χώρας.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ από την Αλ Κάιντα, συμμαχικές δυνάμεις με επικεφαλής του Αμερικανούς εισέβαλαν στην Καμπούλ δύο μήνες αργότερα, υπό την κάλυψη εκτεταμένων αεροπορικών επιθέσεων.




Οι Ταλιμπάν αποσύρθηκαν σε απόμακρα σημεία του Αφγανιστάν, από όπου ξεκίνησαν αντάρτικο κατά της επίσημης αφγανικής κυβέρνησης και των Δυτικών συμμάχων της.

Ιδρυτής και αρχικός ηγέτης των Ταλιμπάν ήταν ο περιώνυμος Μουλάς Μοχάμεντ Ομάρ, που έσπευσε να κρυφτεί μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν το 2001. Ήταν μάλιστα τόσο καλά κρυμμένος ώστε ο θάνατός του το 2013 επιβεβαιώθηκε δύο ολόκληρα χρόνια αργότερα, από τον γιο του.




Η ιδεολογία των Ταλιμπάν

Κατά την πενταετή περίοδο της κυριαρχίας του στο Αφγανιστάν οι Ταλιμπάν επέβαλαν μια σκληρή εκδοχή της Σαρία. Οι γυναίκες απαγορευόταν να εργάζονται ή να σπουδάζουν και είχαν περιοριστεί κατ’ οίκον, εκτός αν συνοδεύονταν από κάποιον άνδρα.

Οι δημόσιες εκτελέσεις και διαπομπεύσεις ήταν συνήθεις, απαγορεύθηκαν οι Δυτικές κινηματογραφικές ταινίες και τα βιβλία, ενώ πολλά έργα τέχνης κηρύχθηκαν βλάσφημα βάσει του Ισλάμ και κατεστράφησαν.




Οι Ταλιμπάν κατηγορούνται από τους αντιπάλους και τη Δύση ότι τώρα επιθυμούν να επιστρέψουν στο ίδιο στιλ διακυβέρνησης της χώρας, αν και το ισλαμιστικό κίνημα το αρνείται. Νωρίτερα φέτος ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί ένα «αυθεντικό ισλαμιστικό σύστημα», για το Αφγανιστάν, που θα φροντίζει για τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων σύμφωνα με τις πολιτιστικές παραδόσεις και τους θρησκευτικούς κανόνες.




Ωστόσο υπάρχουν ληδη ενδείξεις ότι οι Ταλιμπάν έχουν ήδη αρχίσει σε ορισμένες περιοχές να απαγορεύουν την εργασία των γυναικών.




Διεθνής αναγνώριση

Μόνο τέσσερις χώρες, περιλαμβανομένου του γειτονικού Πακιστάν, αναγνώρισαν τους Ταλιμπάν ως τη νόμιμη κυβέρνηση του Αφγανιστάν όταν ήταν στην εξουσία. Όλες οι άλλες χώρες, καθώς και ο ΟΗΕ, αναγνώριζαν αντί των Ταλιμπάν τη Βόρεια Συμμαχία, μια ομάδα που ήλεγχε περιοχές βορείως της Καμπούλ ως τη νόμιμη κυβέρνηση εν αναμονή.


Οι ΗΠΑ και ο ΟΗΕ επέβαλαν κυρώσεις στους Ταλιμπάν, και οι περισσότερες χώρες πλέον δεν δείχνουν διατεθειμένες να αναγνωρίσουν διπλωματικά το καθεστώς των ακραίων Ισλαμιστών.


Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε στις αρχές Αυγούστου ότι το Αφγανιστάν κινδυνεύει να καταστεί κράτος του διεθνούς περιθωρίου εάν οι Ταλιμπάν πάρουν την εξουσία και προβούν σε ωμότητες.



Ωστόσο άλλες χώρες, όπως η Κίνα, έχουν αρχίσει να δίνουν προσεκτικά σημάδια ότι μπορεί να αναγνωρίσουν τους Ταλιμπάν ως ένα νόμιμο καθεστώς.




Πηγή: Reuters






Ο Κουφοντίνας ζει, και η Αριστερά τον ψάχνει, Τάκης Θεοδωρόπουλος



Η Ελλάδα είναι η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετωπίζει ακόμη και σήμερα πρόβλημα εγχώριας τρομοκρατίας. Ή, για να το πω ακριβέστερα, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα όπου η τρομοκρατία αποτελεί ακόμη ζήτημα της πολιτικής ζωής. 




Τις τελευταίες εβδομάδες, πυρήνες, ευάριθμοι μεν, πλην όμως πείσμονες και απαιτητικοί, έκλειναν τους δρόμους για να συμπαρασταθούν στον Κουφοντίνα.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι δεν υποκινούσε τις εκδηλώσεις συμπαράστασης, τις υιοθέτησε. Φτάνει και μόνον η κατηγορία ότι αν η κυβέρνηση δεν υιοθετήσει τα αιτήματά του, θα υθύνεται για τον θάνατό του.

Η δεκαετία του ’70 δεν είναι και τόσο μακρινή. Και για όσους την έζησαν, η δράση της ευρωπαϊκής τρομοκρατίας είναι βίωμα. Ο χάρτης ήταν κατάστικτος από τους πυρήνες της. Στην Αγγλία ο IRA, στη Γερμανία οι Μπάαντερ – Μάινχοφ, στην Ιταλία οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, στη Γαλλία η Action directe, στην Ισπανία η ΕΤΑ, στην Ελλάδα η «17 Νοέμβρη». Τα Μολυβένια Χρόνια, που κορυφώθηκαν με τη δολοφονία του Αλντο Μόρο, άφησαν ουλές στην ιταλική κοινωνία. Αν και δεν είμαι ιστορικός, δικαιούμαι να πιστεύω ότι το θαύμα της κλασικής ιταλικής κωμωδίας πεθαίνει μετά το πέρασμα της τρομοκρατίας. Σαν να φοβήθηκαν με τον εαυτό τους και να έχασαν τον λυτρωτικό αυτοσαρκασμό που τους είχε κρατήσει όρθιους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εμείς εδώ την τρομοκρατία την αντιμετωπίσαμε με τη γνώριμη ελαφρότητα που μας διακρίνει. Για χρόνια οι προκηρύξεις της 17Ν που δημοσίευε η «Ελευθεροτυπία» γίνονταν αντικείμενο συζήτησης στον αργόσχολο πληθυσμό των διανοουμένων της Αριστεράς. Κακογραμμένα κείμενα, γεμάτα στερεότυπα ενός πρωτόλειου μαρξισμού, που κανείς δεν θα τα διάβαζε αν δεν έσερναν πίσω τους την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Θα μου πείτε, για τους περισσότερους από δαύτους ήταν ό,τι πιο σοβαρό είχαν διαβάσει στη ζωή τους.

Η Αριστερά του Κύρκου και του Φλωράκη απεχθανόταν την τρομοκρατία. Είχαν διακινδυνεύσει τη ζωή τους για να μπουν στο Κοινοβούλιο και είχαν μάθει να σέβονται τη δημοκρατία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούσαν τότε δεν συνέδεαν τη 17Ν με τα δύο Κ.Κ. Τη συνέδεαν με το ΠΑΚ, τον πρόγονο του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ως ηγεμονική δύναμη διατηρούσε ενεργή τη σύγκρουση του Εμφυλίου. Και αν η σύγκρουση ήταν φαντασιακή, για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, οι δολοφόνοι της 17Ν προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι είχε πραγματικό αντίκρισμα.
Οταν συνελήφθη ο πυρήνας της οργάνωσης, ήρθε και η απομυθοποίηση. Οι εμφανίσεις τους στην τηλεόραση ήταν καλλιστεία λούμπεν. Κι ας αποκαλούσαν την ελληνική αστική τάξη «λούμπεν». Απογυμνωμένοι από τα ιδεολογικά τους προσχήματα, σαν γυμνοσάλιαγκες ζητούσαν από τη δημοκρατία, που είχαν κακοποιήσει, να μην τους λιώσει. Ο μόνος λόγος που είχαμε για να μην τους αντιμετωπίσουμε σαν μπουλούκι αποτυχημένων ηθοποιών ήταν το αίμα που είχαν χύσει. Εξ ου και η προβολή του παρανοϊκού δολοφόνου, του Κουφοντίνα. Ο ιδεολογικός καθοδηγητής, ο Γιωτόπουλος, ο οποίος κάποτε έγραφε μπεστ σέλερ, ξεχάστηκε στα υπόγεια. Είκοσι χρόνια, περίπου, μετά τη δίκη, απ’ όλη αυτή την υπόθεση έχει μείνει το περίστροφο, ο Κουφοντίνας.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια η Αριστερά άλλαξε χέρια. Απ’ τον Κύρκο και τον Φλωράκη πέρασε στον Τσίπρα και στον Δραγασάκη. Και απ’ την καταδίκη της τρομοκρατίας πέρασε στην ανάνηψή της. Ως την ημέρα που ο Τσίπρας έκανε κυβέρνηση με τον Καμμένο και τον Βαρουφάκη, τον Κουφοντίνα τον είχαμε ξεχάσει. Η συγκυβέρνηση τον επανέφερε στο προσκήνιο. Με τις άδειες που του έδινε, με τη μεταφορά του στις αγροτικές φυλακές της Κασσαβέτειας. Μας υπενθύμισε την ύπαρξή του όταν τον είδαμε να σουλατσάρει στο σημείο όπου δολοφόνησε τον Παύλο Μπακογιάννη με τον γιο του. Θα τον είχαμε ξεχάσει όπως ξεχάσαμε και τον Γιωτόπουλο.
Πηγή: Καθημερινή



Η «εκδίκηση» του κράτους, Πάσχος Μανδραβέλης

 Φυσικά «το κράτος δεν εκδικείται». Σιγά μην αναλάβει επιπλέον καθήκοντα ένας γραφειοκρατικός οργανισμός που δεν θέλει ή, τέλος πάντων, αδυνατεί να επιτελέσει ορθώς αυτά που ήδη έχει. 





Το σύνθημα των υποστηρικτών ενός δολοφόνου (που κατά κάποιους «είχε ένα ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου» και ίσως γι’ αυτό απάλλαξε από το βάρος της ύπαρξης 13 από αυτούς) είναι ξεπατικωμένο από άλλες χώρες, εκεί όπου οι δημόσιοι λειτουργοί έχουν αρρωστημένες εμμονές με ό,τι θεωρούν καθήκον. Δεν έχει σχέση με την Ελλάδα του «δεν βαριέσαι, βρε αδελφέ». Δηλαδή, ακόμη κι αν «το κράτος θα ήθελε να εκδικηθεί», κάποιος θα απαντούσε βαριεστημένα πίσω από το γκισέ: «Δεν προβλέπεται, κύριε…».

Πίσω από το ψευδεπίγραφο «το κράτος δεν εκδικείται» υπάρχει η εδραία πεποίθηση πως «το κράτος εκβιάζεται». Οχι όλο το κράτος, αλλά το πολιτικό του σύστημα, το οποίο είναι χειρότερο από τη γραφειοκρατία που διαφεντεύει. Εξ ου και οι κραυγές, σε άλλες περιπτώσεις, ότι «ο νόμος θα πέσει στους δρόμους». Μόνο στην Ελλάδα η κορυφαία λειτουργία της Δημοκρατίας, η θεσμοθέτηση δηλαδή της βούλησης της πλειοψηφίας, ακυρώνεται από τη δράση μειοψηφιών. Και μόνο στην Ελλάδα αυτό είναι προς έπαινο και όχι προς ψόγο. Το κράτος, λοιπόν, δεν εκδικείται, αλλά το πολιτικό του σύστημα εκβιάζεται. Αυτό το ξέρουν καλά οι φίλοι των τρομοκρατών.

Από μία άποψη είναι λογικό. Οι πολιτικοί είναι και αυτοί άνθρωποι. Την ησυχία τους θέλουν και τα προνόμια του θώκου που κατέχουν. Σιγά μην μπουν στη διαδικασία να αντιμετωπίσουν τις απειλές των χουλιγκάνων, είτε αυτοί εισβάλλουν στα ΑΕΙ είτε ως φίλοι κάποιου καταδικασθέντος απειλούν με «πόλεμο». Και το δίκιο των πολιτικών ισχυροποιείται διότι ξέρουν εκ πείρας ότι η βολή επιβραβεύεται. Αν κάποιος, για παράδειγμα, αφήσει την Αθήνα να καεί, υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες να αναλάβει το ύπατο αξίωμα της χώρας. Μπορεί στο εξωτερικό, όπως είπε ο κ. Σόιμπλε στον Αλέξη Παπαχελά, «ουδείς χάνει τη δουλειά του από μια συνέντευξη που δεν έδωσε», στην Ελλάδα ισχύει «ουδείς βγήκε χαμένος από τη δουλειά που δεν έκανε». Ετσι κι αλλιώς, η αξιολόγηση έργων και αποτελεσμάτων είναι προσπάθεια της «αριστείας» και η «αριστεία είναι ρετσινιά». Είναι γνωστά αυτά, από την εποχή που μεσουρανούσε η διανόηση του παραδόξου.

Εχουν περάσει πενήντα χρόνια από την περίοδο που σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρχαν οι αυταπάτες ότι με το επονομαζόμενο «αντάρτικο πόλεων», δηλαδή τις ληστείες, το σακάτεμα και τις δολοφονίες ανθρώπων, θα ερχόταν μια καλύτερη κοινωνία. Τότε, σε εκείνα τα «μολυβένια χρόνια» είχαν βγει τα συνθήματα, όπως «το κράτος δεν εκδικείται». Επιζούν μόνο στην Ελλάδα, ίσως επειδή μόνον εδώ δεν γελάμε με τα άλλα συνθήματα, όπως «Βάρκιζα τέλος», «όταν οι αντάρτες θα μπαίνουν στην Αθήνα, το Σύνταγμα θα λέγεται πλατεία Κουφοντίνα».


Πηγή: Καθημερινή

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...