Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσέχωφ Αντόν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσέχωφ Αντόν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Νίνα του Γλάρου, του Αντών Τσέχωφ. Ανάλυση του χαρακτήρα της...

 Νίνα Μιχαήλοβνα Ζαρέτσναγια

Η Νίνα είναι μια νεαρή κοπέλα, κόρη ενός πλούσιου κτηματία που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην επαρχία της Ρωσίας. Ζει στο πατρικό της, μετά το θάνατο της μητέρας της, μαζί με τον πατέρα και τη μητριά της. Πρόκειται για ένα καταπιεσμένο και φοβισμένο πλάσμα, αφού δεν μπορεί εξαιτίας του πατέρα της να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής της. Θέλει απεγνωσμένα να γίνει μια καταξιωμένη θεατρίνα, να γευτεί τη δόξα και το χειροκρότημα του κοινού. Τίποτε άλλο δε τη συγκινεί παρά μόνο η τέχνη και η μεγάλη της αγάπη, το θέατρο. Παρά τον φόβο μην την ανακαλύψει ο πατέρας της αναλαμβάνει να ενσαρκώσει τον πρώτο της ρόλο μπροστά σε άγνωστους ανθρώπους γεγονός που δείχνει πως ήταν μια τολμηρή και αθώα κοπέλα, γοητευμένη από τη μαγεία της σκηνής.



Σέβεται και εκτιμάει την Αρκάντινα, διότι είναι μια διάσημη και καταξιωμένη ηθοποιός. Προσδοκά πως κάποια στιγμή θα της μοιάσει και θα ακολουθήσει το δρόμο της. Βλέπει την επιτυχία μέσα από τα μάτια της νιότης και της αθωότητας, χωρίς να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Πάνω από όλα και από όλους τοποθετεί τη δόξα καθώς, συνδέει την ευτυχία με τη διασημότητα. Παρασύρεται και δεν κατανοεί ότι μια μεγάλη ηθοποιός ζει μέσα στη φθορά. Διακατέχεται από ευαισθησία, ενθουσιασμό, τόλμη, φιλοδοξία και πείσμα θέλοντας να εξελιχθεί σε μια καλή ηθοποιό. Παθιάζεται με το θέατρο και την ίδια τη ζωή, τολμάει να κάνει τα όνειρα της πραγματικότητα και στο τέλος βιώνει τον πόνο και τη θλίψη. Η Νίνα είναι ο αντίποδας της Αρκάντινα, η αγνότητα και η αθωότητα απέναντι στην ωριμότητα της ζωής.

Τρελά ερωτευμένος με τη Νίνα είναι ο Τρέπλιεβ, ο οποίος δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτή. Εκείνη όμως από την αρχή εκφράζει τον έρωτα της για την ηθοποιία και όχι τόσο για τον ίδιο. Η σχέση μεταξύ τους αρχίζει να παγώνει, όταν η Νίνα κατακρίνει το έργο του αγαπημένου της. Συνάμα, αφήνεται να γοητευτεί από τον συγγραφέα Τριγκόριν, διότι είναι το μόνο στήριγμα της για να φύγει από την επαρχία και να πάει στη Μόσχα. Θέλει να γίνει και αυτή διάσημη, όπως αυτός και ίσως να τον βλέπει σαν τη μόνη της ελπίδα για να πραγματοποιήσει αυτό που επιθυμεί. Τελικά εκμυστηρεύεται στον Τριγκόριν τον έρωτα της, λέγοντάς του τα εξής: «Αν ποτέ η ζωή μου μπορεί να σου χρειαστεί, έλα και παρ’ τηνε». Εκείνος είναι βέβαιος πια πως την έχει κερδίσει.

Τα λόγια του Τριγκόριν όταν αντίκρισε το γλάρο, ίσως ήταν προφητικά για το τι θα επακολουθούσε στη ζωή της Νίνας. Ταυτίζει μια νέα και όμορφη κοπέλα που ζει ευτυχισμένη στη λίμνη με ένα γλάρο που κάποιος περαστικός μη έχοντας τι να κάνει την κατέστρεψε, όπως και τον γλάρο. Επίσης το τραγούδι του γιατρού Ντορν «Μιλήστε της λουλούδια μου εσείς…» στη δεύτερη πράξη, στίχος από μια άρια του Φάουστ του Γκουνό, που αναφέρεται στην αποπλάνηση της Μαργαρίτας από τον Φάουστ αποτελεί έναν υπαινιγμό για την αποπλάνηση της Νίνας από τον Τριγκόριν75

Στο τέλος η ζωή και τα όνειρά της καταστρέφονται. Ο Τριγκόριν την παράτησε, το παιδί τους πέθανε, ενώ η ίδια δεν μπορούσε να αποδώσει στους θεατρικούς της ρόλους. Γίνεται ηθοποιός του ίδιου τύπου με την Αρκάντινα και μεθυσμένη από την ηδονή της υποκριτικής του θεάτρου καταλήγει θύμα της.

 Πρόκειται για ένα τραγικό πρόσωπο, για μία άλλη Οφηλία που τριγυρνάει αλλοπαρμένη σε μια ζωή χωρίς νόημα και ουσία. Δέχεται το σκληρό πρόσωπο της ζωής, αφού ούτε οι δικοί της δεν θέλουν πια να την ξέρουν. Ωριμάζει απότομα και αποκτά πλέον γνώση και επίγνωση της πραγματικότητας. Ο μόνος που τη θέλει στη ζωή του είναι ο Τρέπλιεβ, καθώς στην τελευταία πράξη της εξομολογείται πως ακόμη την αγαπά. Εκείνη νιώθει σαν ένας γλάρος και επαναλαμβάνει τα λόγια από το ρόλο της που παρουσιάστηκε στην πρώτη πράξη. Σύμφωνα με τον Ραίηφηλντ ανοίγεται έτσι ο δρόμος για μια ώριμη τσεχωφική δραματουργία, όπου η τέταρτη πράξη αποτελεί μια κατοπτρική ανακεφαλαίωση της πρώτης. Ωστόσο, δεν πρέπει να δούμετη Νίνα σαν μια γυναίκα που απορρίφθηκε από έναν άνδρα, γιατί οι τσεχωφικές γυναίκες ήταν πιο σκληρές και από την Οφηλία. Η τελική της απόφαση να συνεχίσει τη μίζερη ζωή της επαρχιακής θεατρίνας, δείχνει ότι ακόμη επιθυμεί να παλέψει για να φτάσει από την αφάνεια στη δόξα. Η εξομολόγηση της πως αγαπάει ακόμη τον Τριγκόριν μάλιστα πιο πολύ από ποτέ, γίνεται μοιραία η σκανδάλη για τον Τρέπλιεβ

Τα λεγόμενα της Νίνας, ότι δηλαδή αγαπάει πιο πολύ από ποτέ τον Τριγκόριν, οφείλονται στο γεγονός πως αυτός είναι η αιτία που ωρίμασε, κατανόησε τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής, το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων και τώρα είναι έτοιμη να παλέψει με νέα δεδομένα για να γίνει ένας ελεύθερος και δυνατός «γλάρος».

Πηγή: Φιλία Συμεωνίδου, Γυναικείες μορφές στη δραματουργία του Άντον Τσέχωφ, ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη 2017.

Ο Γλάρος του Αντών Τσέχωφ. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

 Φίλες και φίλοι του θεάτρου, μετά την παρουσίαση του Θείου Βάνια, και την μεγάλη ανταπόκριση που δείξατε, απόψε θα προχωρήσω στην ανάλυση ενός από τα σπουδαιότερα έργα που καθόρισαν το θέατρο: του Γλάρου, του Αντών Παύλοβιτς Τσέχωφ.



  Η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το 1895 στο Μελίχοβο. Το Μελίχοβο ήταν ένα μικρό χωριό είκοσι πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Εκεί ο συγγραφέας πέρασε πέντε χρόνια θέλοντας να ζήσει μια ήσυχη μακριά από τα εγκόσμια ζωή. Αμέσως μετά τη συγγραφή, την 17 Οκτωβρίου του 1895 ο Γλάρος  ανέβηκε στη σκηνή στην Αγία Πετρούπολη. Αυτό το πρώτο ανέβασμα κατέληξε σε μια αποτυχία, εμπορική και καλλιτεχνική. Οι συνθήκες που πρωτοεμφανίστηκε το έργο δεν ήταν ευνοϊκές. Ο Τσέχωφ είχε φυματίωση, η οποία εμφάνισε επιπλοκή. Ο συγγραφέας δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Αναμφίβολα δε θα άντεχε δεύτερη αποτυχία.

  Αντίθετα με το πρώτο, το δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1898, από το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι, υπήρξε ένας θρίαμβος. Ο Τσέχωφ, παρέδωσε το Γλάρο, στο μέγα εκείνο μάστορα της σκηνοθεσίας ο οποίος εγκαινίασε μια νέα αισθητική: Το Θεατρικό Νατουραλισμό. Η ιστορική παράσταση στο «Θέατρο Τέχνης» είχε έμβλημα ένα γλάρο. Τα χειροκροτήματα επισφράγισαν μια εξαιρετική παράσταση αλλά και μια νέα εποχή για το δραματικό θέατρο. Έκτοτε το έργο έχει παιχτεί αναρίθμητες φορές σε όλο τον κόσμο.






  Ο Γλάρος έγινε κώδικας υποκριτικής παγκοσμίως, άσκησε επιρροή κυρίως στο αμερικάνικο θέατρο καθώς και κινηματογράφο. Τέκνα του Γλάρου ήταν ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέημς Ντιν, ο Ντε Νίρο, η Εύα Μαρί Σεντ, κ.α. Στην Ελλάδα το έργο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1906 στο περιοδικό Ηλύσια και πρωτοπαρουσιάστηκε από το θίασο της Μ. Κοτοπούλη το 1932. Σε μας εδώ θεμελίωσε την πρώτη περίοδο του Θεάτρου Τέχνης του Κουν και των μαθητών του (Μπάκας, Μιχαλακόπουλος, Καρακατσάνης, Φυσσούν, Λαμπέτη, Διαμαντόπουλος κ.λπ.).

  Ο Γλάρος αποτελεί το πλέον αυτοβιογραφικό έργο του Τσέχωφ. Έργο που μιλά διαχρονικό για την ανθρώπινη μοναξιά και το κυνήγι της αγάπης που δεν έχει ανταπόκριση. Σίγουρα όταν διαβάσει κανείς το έργο πολλές φορές θα μπει στην ουσία της σκέψης του Τσέχωφ. Ήταν ακόμη ένα έργο εκδίκησης. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε ορκιστεί ότι δεν πρόκειται να συγγράψει άλλο έργο. Ο Γλάρος συναρπάζει παγκοσμίως τους πάντες: δημιουργούς, θεατές και αναγνώστες. Ίσως γιατί οι χαρακτήρες του μαζί με τις ανάγκες τους είναι τόσο διαχρονικές που καθένας μας μπορεί να βρει κάπου “εκεί” τον εαυτό του…

 


 

Η πλοκή του έργου:

  Συγκεκριμένα, το έργο διαδραματίζεται στο υποστατικό του Σόριν, στην τότε επαρχιακή Ρωσία. Ο Τρέπλιεβ αναζητά κάτω από τη ‘σκιά’ της Αρκάντινα, της μητέρας του, νέους τρόπους έκφρασης στο θέατρο και την ποίηση. Παρουσιάζει το πρώτο του θεατρικό έργο με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του Νίνα, με την οποία είναι παράφορα ερωτευμένος. Η παράσταση όμως θα τελειώσει άδοξα. Από την άλλη η Νίνα εκφράζει τη μεγάλη της επιθυμία να γίνει ηθοποιός και γοητεύεται από το συγγραφέα Τριγκόριν, ο οποίος έχει σχέση με την Αρκάντινα.

  Δύο χρόνια αργότερα, ο Τρέπλιεβ εξακολουθεί να μένει στο κτήμα και να παρακολουθεί από απόσταση τη ζωή της Νίνας. Η επιδείνωση της κατάστασης του Σόριν θα κάνει την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν να ξαναγυρίσουν στο υποστατικό. Η Νίνα επιστρέφει και αυτή, σαν το νεκρό γλάρο, και η συνάντησή της με τον Τρέπλιεβ θα συμβάλλει στο να δώσει αυτός τέρμα στη ζωή του.

  Παράλληλα, στο έργο προβάλλεται η ζωή και ο ρόλος και άλλων προσώπων, όπως του επιστάτη Σαμράεβ, της γυναίκας του Παλίνας, της κόρης του Μάσσας, του γιατρού Ντορν, του δασκάλου Μεντβεντένκο, του Γιάκωβ ενός εργάτης του Σόριν, του μάγειρα και της υπηρέτριας.

  Οι διάλογοι του έργου είναι ασύνδετοι και τα πρόσωπα δείχνουν ότι δε μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

 


 

Επιπλέον στοιχεία:

 Το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ ως θεατρικό συγγραφέα στη συνείδηση κοινού και κριτικής, έχει ως τοπίο μια λίμνη. Είναι μια κωμωδία, σύμφωνα με το συγγραφέα, με τρεις γυναικείους ρόλους, έξι ανδρικούς και παίζεται σε τέσσερις πράξεις. Πολύ συζήτηση περί λογοτεχνίας, λίγη δράση και πέντε τόνοι έρωτα.

 Το ύφος του Γλάρου είναι μεικτό. Μοιράζεται ανάμεσα στην κωμωδία και τη δράση. Ο ίδιος το χαρακτήρισε ως κωμωδία σε τέσσερις πράξεις. Είναι κωμωδία αλλά και δράση. Η επιμονή του συγγραφέα να χαρακτηρίζει το έργο κωμωδία· έχει την έννοια της προκλητικής αντιπαράθεσης και ρήξης με το δράμα της εποχής. Αναδεικνύει, όμως και κωμικές πτυχές της ζωής· διότι πιστεύει ότι στη ζωή είναι όλα ανακατωμένα: το ρηχό συνυπάρχει με το μεγαλοπρεπές.

 Τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του Γλάρου μπορεί κανείς εύκολα να τον διακρίνει. Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τις απόψεις του Τσέχωφ για τη ζωή και για την αισθητική εμφανίζοντας μέσα σαυτές ανθρώπους της τέχνης. Μιλά ανοιχτά για τους προβληματισμούς του γύρω από την τέχνη, τη μάχη με την ρουτίνα της καθημερινότητας, την αναζήτηση νέων μορφών για τα βάσανα της δημιουργίας καθώς και για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά στις απαιτήσεις της ζωής.

 

Η Κεντρική Ιδέα:

 Το έργο μιλάει για την τέχνη και το θέατρο. Ο θεατής είναι συνέχεια μέσα και έξω από το θέατρο και ο ηθοποιός γίνεται ηθοποιός και θεατής. Ο ηθοποιός παρατηρεί την ίδια του την τέχνη και τον εαυτό να παίζει και να μην παίζει.

Τα θέματα του έργου είναι τρία:

1)Αλληλεξάρτηση της ζωής και της τέχνης.

2)Ο θάνατος των ψευδαισθήσεων.

3)Η κωμωδία της ανθρώπινης αποτυχίας.

 Όλα αυτά ανταποκρίνονται στην εμονική ιδέα του Τσέχωφ, ότι: «Όλα στη ζωή είναι θέατρο και όλα στο θέατρο είναι ζωή.»

 Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τις απόψεις του για τη ζωή και για την αισθητική· εμφανίζοντας μέσα σ’ αυτές ανθρώπους της τέχνης. Μιλά ανοιχτά για τους προβληματισμούς του γύρω από την τέχνη, τη μάχη με την ρουτίνα της καθημερινότητας, την αναζήτηση νέων μορφών για τα βάσανα της δημιουργίας καθώς και για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά στις απαιτήσεις της ζωής.

 Ο Τσέχωφ μέσα από το Γλάρο μας δείχνει τον παραλογισμό της ανθρώπινης ψυχής. Μόνο μια υπεράνθρωπη δύναμη θα μπορέσει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της πραγματικής ζωής και αυτής που ονειρεύονται τα πρόσωπα. Μάταια οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της καθημερινότητας.

 Ενδιαφέρουσα είναι και η προσέγγιση του Τερζάκη σχετικά με το έργο του Τσέχωφ. Σύμφωνα με τον Α. Τερζάκη: ο Τσέχωφ διαφώνησε με τον Ίψεν ως προς την άποψη ότι τα έργα δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος. Με άλλα λόγια δεν αρχίζουν, εξελίσσονται, κορυφώνονται και τελειώνουν. Θεωρεί ότι πρέπει να δημιουργηθούν νέοι τρόποι έκφρασης και πρωτοτυπίας στο θέατρο και αν κάποιος δεν μπορεί να το κάνει αυτό είναι προτιμότερο να μην κάνει τίποτα. Το ψυχολογικό κλίμα αντικαθιστά τη δράση, ενώ η συγκίνηση πηγάζει από τα μυστικά που κρύβουν στις καρδιές τους οι ήρωες και όχι από τις φωνές και τις χειρονομίες.



 

Οι πρωταγωνιστές:

 Τα έργα του Τσέχωφ είναι πολυπρόσωπα, χωρίς κανένας να έχει κανένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Με το Γλάρο εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχωφικής δραματουργίας, όπου τη θέση του έως τότε καθιερωμένου κεντρικού ήρωα-ηρωίδας παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία. Η δράση είναι μοιρασμένη ανάμεσα τους.

 Ο Άγγλος δραματουργός, Πρίστλι, κάνει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Κατανέμει την ίδια του την προσωπικότητα ανάμεσα σε τρία πρόσωπα: «Τον Τριγκόριν, ένα δημοφιλή συγγραφέα– λογοτέχνη, γεγονός το οποίο όμως τον έχει κουράσει, τον Τρέπλεφ, ο οποίος αγωνίζεται, όπως και ο ίδιος, για νέους τρόπους έκφρασης και τον Dr. Ντορν, γιατρό, σαν και τον ίδιο, ο οποίος, όχι τυχαία, δείχνει συμπάθεια στις αναζητήσεις του Τρέπλεφ».

 Οι ήρωες είναι δυνατοί και ευάλωτοι όπως και οι γλάροι. Πετάνε πάνω από σύμβολα ελευθερίας και νίκης του ανθρώπινου πνεύματος. Κατατρύχονται από μελαγχολία. Αγαπούν, ελπίζουν, μισούν σα να μη συμβαίνει τίποτα. Διακατέχονται όμως από μια ανικανότητα να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους. Είναι ίδιοι με τους γλάρους που είναι σύμβολα ελευθερίας και πετάνε πάνω από τη λίμνη, ακόμη και όταν δεχτούν τις σφαίρες κάποιου κυνηγού. Αισθάνονται συγκεχυμένοι. Η ζωή τους δεν είναι παρά μόνο ένα όνειρο.

 Ο Richard Peace, παρατηρώντας πως οι βασικοί χαρακτήρες του Γλάρου είναι συγγραφείς και ηθοποιοί, υποστηρίζει πως και Τριγκόριν και ο Τρέπλιεβ είναι κωμικοί χαρακτήρες και μονόπλευροι καθρέφτες της αυτοεικόνας του Τσέχωφ, τέτοιας που «η καλλιτεχνική ‘‘μονομαχία’’ μεταξύ του Τριγκόριν και του Τρέπλιεβ αποτελεί την αντανάκλαση μιας σύγκρουσης του ίδιου του Τσέχωφ». Οι μελετητές συχνά ανέφεραν ότι τα έργα του Τσέχωφ δεν οδηγούνται από την πλοκή. Αντ 'αυτού, τα έργα είναι μελέτες χαρακτήρων σχεδιασμένες να δημιουργούν μια συγκεκριμένη διάθεση.

 

 Ο Τσέχωφ δεν περιγράφει τα πάθη, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις μόνο του κεντρικού ήρωα, αλλά μιας ομάδας ανθρώπων που είναι πραγματικά ή ψυχολογικά “κολλημένοι” δίπλα σε μια μικρή λίμνη. Είναι το έργο για τους νέους καλλιτέχνες και για την μεγαλύτερη γενιά που είναι πια κορεσμένη και περιφρουρεί τα κεκτημένα της.

 Είναι το έργο όπου οι ήρωές του διακατέχονται από “αγάπη” -που αποτελεί την κύρια υπόθεση του «Γλάρου» -και συγχρόνως από έλλειψη κατανόησης και ουσιαστικού ενδιαφέροντος μεταξύ τους. Σχεδόν όλους οι ήρωες «Λίγη δράση, 5 πούντες αγάπης», έλεγε ο Τσέχωφ χαριτολογώντας.

Τέλος, είναι το έργο για τις βασανιστικές αναζητήσεις του αληθινού νοήματος της ζωής, του λόγου ύπαρξής μας.

Ας ασχοληθούμε λίγο με τη Νίνα. Η Νίνα ήταν η πρωταγωνίστρια και πολλά υποσχόμενη νεαρή ηθοποιός του πολλά υποσχόμενου νεαρού συγγραφέα Τρέπλιεφ. Ο Τρέπλιεφ ανεβάζει το έργο στον κήπο του πατρικού εξοχικού, με σκοπό να εντυπωσιάσει, μέσα από ένα επαναστατικό τρόπο έκφρασης τους καλεσμένους της μητέρας του, αλλά και την ίδια, τη διάσημη ντίβα του θεάτρου Αρκάντινα.

 Η Άλκηστις Πουλιοπούλου ερμήνευσε πριν λίγα χρόνια το ρόλο της Νίνας, θα μας πει: «Το πρόωρο και άδοξο τέλος της παράστασης του νεαρού φιλόδοξου συγγραφέα θα φέρει απρόβλεπτες κωμικές και τραγικές συνέπειες, για όλους τους παρευρισκομένους που θα σφραγίσουν τις ζωές τους για πάντα. Η Νίνα είναι ερωτευμένη με το γιο της Αρκάντινα, γνωρίζει όμως τον Τριγκόριν, τον εραστή της Αρκάντινα και τον ερωτεύεται. Έτσι ξεκινάει η καταστροφή της. Καταστρέφεται όχι από έρωτα αλλά από προσδοκία.»

Η Καριοφιλιά Καραμπέτη ερμήνευσε τη Νίνα το 1994


 

Συμβολισμοί:

 Ο γλάρος συμβολίζει τους ελεύθερους και δυνατούς ανθρώπους που παρά τις δυσκολίες που έχουν συνεχίζουν. Οι συμβολισμοί δεν είναι του Τσέχωφ αλλά της φαντασίας των ηρώων. Όταν ο Τρέπλιεφ σκοτώνει το γλάρο, σκοτώνει το ίδιο το έργο του. Ο γλάρος τελικά είναι ο ίδιος ο Τσέχωφ, τα πάθη, οι σκέψεις και οι προβληματισμοί του.

 

 Με την παρουσίαση του Γλάρου κλείνουμε τη δεύτερη ανάλυση μας πάνω στο έργο του σπουδαίου Ρώσου λογοτέχνη. Δοθείσης ευκαιρίας θα επανέλθουμε, με την ανάλυση, ίσως, του Βυσινόκηπου

 


Πηγές:

Α) Ιστότοποι

https://el.eferrit.com/περίληψη-του-the-seagull-του-αντόν-τσέχοφ/

https://www.koutipandoras.gr/article/o-glaros-to-aristoyrghma-toy-anton-tsexwf-sto-dhmotiko-oeatro-peiraia/

dromospoihshs.gr/2021/10/04/glaros_tsexof/

https://www.tanea.gr/2018/01/07/lifearts/o-glaros-toy-anton-tsexof/

https://www.in.gr/2017/11/15/culture/h-alkistis-poylopoyloy-mila-gia-ti-nina-toy-tsexwf/

https://www.klik.gr/gr/el/stories/o-glaros-i-istoria-tou-aristourgimatikou-ergou-pou-kathierose-ton-tsechof/

https://filoitexnisfilosofias.com/ο-γλάρος-η-ιστορία-του-αριστουργηματι/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=36&newsid=1440

https://www.artigo.gr/theater/o-monologos-tis-ninas-o-chekhov-sou-anoigei-orizontes/

https://eranistis.net/wordpress/2019/06/21/τσέχοφ-ο-είρων-το-τραγικό-και-το-γελοίο/

 

Β) Έργα Ελλήνων συγγραφέων.

1) Καλλέργης, Λ. (1986). Πρόλογος. Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ. Ο συγγραφέας και το έργο του. Μια σκιαγραφία. Στο Α.Τσέχωφ. (1986). Ο Γλάρος – Θείος Βάνιας – Πρόταση Γάμου – Η αρκούδα. (μτφρ. Λ. Καλλέργης), (τομ. Α΄). (σσ. 11-25), Αθήνα: Δωδώνη.

2) Τερζάκης, Α. (2007). Χαρακτηριστικά του τσεχωφικού θεάτρου. Στο Α.Τσέχωφ. Θείος Βάνιας. (μτφρ. Α. Κοέν). (σσ. 35-39), Αθήνα: Αιγόκερως.

3) Βογιάζος, Α. (1989). Από το στοιχείο του δάσους στον Θείο Βάνια. Στο Ο Τσέχωφ. Το έργο του η εποχή του. (σσ. 81-116), Αθήνα: Άγρα.

4) Φιλία Συμεωνίδου, Γυναικείες μορφές στη δραματουργία του Άντον Τσέχωφ, ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη 2017.

 

Γ) Έργα ξένων συγγραφέων.

1) Germilof, V. (2007). Το κωμικό στοιχείο στο έργο του Άντον Τσέχωφ. Στο Α. Τσέχωφ. Θείος Βάνιας. (μτφρ. Α. Κοέν). (σσ. 20-21), Αθήνα: Αιγόκερως.

2) Έρενμπουργκ, Ιλ. (1963). Ο κόσμος του Τσέχωφ, Η ζωή και το έργο του. (μτφρ. Ξ.Ι.Καρακάλου), Αθήνα: Δαμιανός.

3) Τσέχωφ, Α. (1986). Ο Γλάρος – Θείος Βάνιας – Πρόταση Γάμου – Η αρκούδα. (μτφρ. Λ. Καλλέργης), (τομ. Α΄). Αθήνα: Δωδώνη.

4) Τρουαγιά, Α. (1984). Τσέχωφ. (μτφρ. Θ. Σκάσση), Αθήνα: Libro.

5) Senderovich, S. (1994/2009). The Cherry Orchard: Chekhov’s Last Testament. Russian Literature, 35, pp. 223-242. Ανακτήθηκε 30 Οκτωβρίου 2020 από https://www.academia.edu/16405415/_The_Cherry_Orchard_Chekhovs_Last_Testament

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Το θέατρο της Τετάρτης, 1981 
Μετάφραση: Λυκούργος Καλέργης
 Παίζουν: Μαίρη Αρώνη, Γιώργος, Βουτσίνος, Μαρία Σκούντζου, Γιώργος Μοσχίδης, Γιάννης Φέρτης, Άννα Βενέτη, Ρένα Καλτσά, Μάκης Ρευματάς, Πέτρος Φυσσούν, Γιάννης Μόρτζος, Νίκος Νικολάου, Καιτη Επισκόπου Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Ζουγανέλης Επιμέλεια ήχου: Γίτσα Βαλμά Ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Μάκας

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι loukia touloumari



Ο Αντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ.

 Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ  έζησε 44 χρόνια, τα μισά από τα οποία ήταν άρρωστος με φυματίωση, από την οποία τελικά πέθανε, αλλά έκανε όσα δεν θα έκανε ο μέσος άνθρωπος σε 10 ζωές.



 - Έγραψε 20 τόμους πεζογραφίας που γνωρίζει όλος ο κόσμος.


 - Όταν ζούσε στο Μελίχοβο, θεράπευσε 1.000 άρρωστους αγρότες δωρεάν και προμήθευσε τους πάντες με φάρμακα.


 - Στην πατρίδα του, Ταγκανρόγκ, ίδρυσε μια βιβλιοθήκη και δώρισε εκεί 2.000 δικά του βιβλία.


 - Κατά τη διάρκεια της χολέρας, δούλευε μόνος του ως γιατρός σε 25 χωριά - χωρίς βοηθούς και ρεπό.


 - Έφτιαξε 4 σχολεία χωριών, ένα καμπαναριό, ένα πυροσβεστικό υπόστεγο, έναν δρόμο για τη Λοπάσνια.


 «Θα ήταν καλό ο καθένας μας να άφηνε πίσω του ένα σχολείο, ένα πηγάδι ή κάτι τέτοιο, για να μην περάσει η ζωή και να μην πάει στην αιωνιότητα χωρίς ίχνος».  Ο Α.Π.  Τσέχοφ

Ο καημός, του Αντωνίου Τσέχωφ. Διήγημα

Σε ποιον να πω τον καημό μου; Σούρουπο.

Το πυκνό νερόχιονο νωθρά κάνει κύκλους γύρω από τα φανάρια, που μόλις έχουν ανάψει, σχηματίζοντας ένα λεπτό, απαλό στρώμα στις στέγες, στα καπούλια των αλόγων, στα καπέλα των περαστικών. Ο αμαξάς Ιωνάς Ποτάποφ έχει γίνει κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να καμπουριάσει ένα ζωντανό σώμα, και κάθεται στο κάθισμά του χωρίς να κουνιέται. Κι ολόκληρη χιονοστιβάδα να έπεφτε απάνω του, ούτε και τότε δε θα ‘βρισκε τη δύναμη που χρειάζεται για να τινάξει από πάνω του το χιόνι…Το αλογάκι του είναι κι αυτό κάτασπρο και στέκεται ακίνητο. Έτσι όπως στέκει ακίνητο, με το άχαρο σχήμα του και τα ίσια σαν μπαστούνια πόδια του, μοιάζει με φτηνό ζαχαρένιο αλογάκι. Όπως φαίνεται, είναι βυθισμένο σε σκέψεις. Το απέσπασαν από τ’ αλέτρι, από τις συνηθισμένες γκρίζες εικόνες, και το έριξαν εδώ, σ’ αυτή τη δίνη τη γεμάτη από εκτυφλωτικά φώτα, ακατάπαυστο θόρυβο και ανθρώπους που τρέχουν. Ο Ιωνάς και το αλογάκι του έχουν πολλή ώρα να κουνηθούν από τη θέση τους. Βγήκαν από την αυλή πριν ακόμα ξημερώσει και το πρώτο αγώγι ακόμα δε φαίνεται πουθενά. Αλλά να, στην πόλη πέφτει η βραδινή καταχνιά. Το χλομό φως των φαναριών γίνεται πιο έντονο κι όλο δυναμώνει η φασαρία του δρόμου.



— Αμαξά, για τη συνοικία Βιμπόργκσκαγια! ακούει ο Ιωνάς. Αμαξά!

Ο Ιωνάς τινάζεται και πίσω από τις βλεφαρίδες, τις σκεπασμένες με χιόνι, διακρίνει έναν αξιωματικό με χλαίνη και κουκούλα.

— Στη Βιμπόργκσκαγια! ξαναφωνάζει ο στρατιωτικός. Κοιμάσαι, τι κάνεις λοιπόν; Στη Βιμπόργκσκαγια! Σε απάντηση, ο Ιωνάς τραβάει τα χαλινάρια, έτσι που από τα καπούλια του αλόγου και από τους ώμους του πέφτουν στρώματα από χιόνι… Ο αξιωματικός κάθεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς κροταλίζει με τα χείλη, τεντώνει μπροστά σαν κύκνος το λαιμό, ανασηκώνεται περισσότερο από συνήθεια παρά από ανάγκη και χτυπάει με το καμουτσίκι στον αέρα. Το αλογάκι τεντώνει κι αυτό το λαιμό, στραβώνει τα πόδια του, που μοιάζουν με μπαστούνια, και ξεκινάει διστακτικά…

— Πού πας να χωθείς, διάβολε! ακούγονται διάφορες φωνές από τη σκούρα μάζα των περαστικών, που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Πού στο διάβολο πας; Κράτα. δεξιά!

— Εσύ ούτε να οδηγήσεις δεν ξέρεις! Κράτα δεξιά! θυμώνει ο αξιωματικός. Ο αμαξάς βρίζει, ένας περαστικός τον κοιτάζει με άγριες διαθέσεις, ενώ τινάζει από το μανίκι το χιόνι που έπεσε επάνω του όταν, διασχίζοντας το δρόμο, ακούμπησε με τον ώμο του τη μούρη του αλόγου. Ο Ιωνάς στριφογυρίζει στο κάθισμα της άμαξας σαν να κάθεται σε καρφιά, χτυπάει τους αγκώνες του στα πλευρά του και κοιτάζει σαν ηλίθιος, σαν να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται και για ποιο λόγο είναι εκεί.

— Τι παλιάνθρωποι που είναι όλοι! κοροϊδεύει ο αξιωματικός. Προσπαθούν να πέσουν επάνω σου ή πάνω στη μούρη του αλόγου. Είναι συνεννοημένοι. Ο Ιωνάς κοιτάζει πίσω τον επιβάτη και κουνάει τα χείλη… Θέλει, όπως φαίνεται, να πει κάτι, αλλά από το λάρυγγα δε βγαίνει τίποτα, εκτός από ένα βραχνό ήχο.

— Τι; ρωτάει ο αξιωματικός. Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα προσπαθώντας να χαμογελάσει, σφίγγεται για ν’ ανοίξει ο λαιμός του και να μιλήσει, αλλά και πάλι μόνο βραχνιασμένα καταφέρνει να πει:

— Ξέρετε, αφέντη, να…πέθανε ο γιος μου αυτή τη βδομάδα.

— Χμ!… Και από τι πέθανε;

Γυρίζει με όλο του το σώμα προς τον επιβάτη και λέει:

— Και ποιος το ξέρει! Φαίνεται από θέρμες… Τρεις μέρες ήταν στο νοσοκομείο, και πέθανε… Θέλημα Θεού.

— Στρίψε, διάβολε! ακούγεται μια φωνή στο σκοτάδι. Έπεσες πάνω μου, τι κάνεις λοιπόν, γέρικο μαντρόσκυλο; Άνοιξε τα στραβά σου!

— Προχώρα, προχώρα…, λέει ο επιβάτης. Έτσι όπως πάμε, ούτε αύριο δε θα φτάσουμε. Βιάσου, λοιπόν! Ο αμαξάς τεντώνει πάλι το λαιμό, ανασηκώνεται και με χαριτωμένη αλλά επιδέξια κίνηση χτυπά με το μαστίγιο το άλογο. Ύστερα κοιτάζει κάμποσες φορές πίσω τον επιβάτη, όμως αυτός έχει κλείσει τα μάτια και, όπως φαίνεται, δεν έχει διάθεση ν’ ακούσει. Αφού τον πήγε στη Βιμπόργκσκαγια, σταματάει κοντά σε μια ταβέρνα, καμπουριάζει στο κάθισμα και μένει έτσι εκεί χωρίς να σαλεύει… Το νερόχιονο πάλι τον χρωματίζει άσπρο, αυτόν και το αλογάκι. Περνάει μια ώρα, άλλη μια… Τρεις νεαροί περπατούν στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας τις γαλότσες τους, και καβγαδίζουν. Οι δύο είναι ψηλοί κι αδύνατοι, ο τρίτος κοντός και καμπούρης.

— Αμαξά, στη γέφυρα της αστυνομίας! φωνάζει με τρεμουλιαστή φωνή ο καμπούρης. Είμαστε τρεις, θα μας πας με είκοσι καπίκια! Ο Ιωνάς τραβάει τα γκέμια και πλαταγίζει τα χείλη του… Είκοσι καπίκια δεν είναι καλή τιμή για το αγώγι, αλλά εκείνον πια δεν τον νοιάζει η τιμή… Τι ένα ρούβλι, τι πέντε καπίκια — τώρα πια του είναι αδιάφορο, φτάνει μόνο να έχει αγώγι… Οι νεαροί, σπρώχνοντας και βρίζοντας, ζυγώνουν στο έλκηθρο και κάθονται και οι τρεις μαζί στο κάθισμα. Αρχίζουν να μαλώνουν: ποιοι θα καθίσουν και ποιος θα στέκεται όρθιος; Μετά από πολύωρο καβγά, καπρίτσια και κατηγόριες, καταλήγουν στο ότι πρέπει να στέκεται όρθιος ο καμπούρης, σαν πιο κοντός.

— Λοιπόν, ξεκίνα! στριγκλίζει ο καμπούρης, όρθιος, ανασαίνοντας στο σβέρκο του Ιωνά. Χτύπα! Φοράς, βλέπω, και καπέλο, αδερφάκι! Χειρότερο σ’ ολόκληρη την Πετρούπολη δε θα βρεις…

— Χι, χι… χι, χι, χαχανίζει ο Ιωνάς. Ό, τι έχει ο καθένας φοράει…

— Λοιπόν, εκείνο που έχεις… Άντε, πιο γρήγορα! Έτσι θα πηγαίνεις σ’ όλο το δρόμο; Ναι; Θέλεις να σου δώσω καμιά;

— Το κεφάλι μου πάει να σπάσει…, λέει ο ένας από τους ψηλούς. Χθες στους Ντουκμάσοφ οι δυο μας με το Βάσκα ήπιαμε τέσσερις μποτίλιες κονιάκ.

— Δεν καταλαβαίνω γιατί λες ψέματα! θυμώνει ο άλλος ψηλός. Όλο ψευτιές λες.

— Να με τιμωρήσει ο Θεός αν λέω ψέματα, αλήθεια λέω…

— Αυτό λοιπόν είναι τόσο αληθινό όσο το ότι η ψείρα βήχει.

— Χι, χι! ψευτογελάει ειρωνικά ο Ιωνάς. Κεφάτοι οι κύριοι!

— Φτου, να σε πάρει ο διάβολος!…, θυμώνει ο καμπούρης. Θα τρέξεις πιο γρήγορα, παλιόγερε, ή όχι; Έτσι θα πάμε; Χτύπα το λίγο με το καμουτσίκι! Εμπρός, πού να πάρει ο διάβολος! Πιο δυνατά χτύπα το!

Ο Ιωνάς νιώθει πίσω απ’ την πλάτη του τον καμπούρη να στριφογυρίζει και τον ακούει να βρίζει με τρεμουλιαστή φωνή, βλέπει τους ανθρώπους στο δρόμο, και το αίσθημα της μοναξιάς αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται πιο ελαφρύ. Ο καμπούρης βρίζει, μέχρι που πνίγεται από το επιτηδευμένο ατελείωτο βρισίδι και τον πιάνει βήχας. Οι δύο ψηλοί αρχίζουν να μιλάνε για κάποια Ναντιέζντα Πετρόβνα. Ο Ιωνάς τους κοιτάζει. Ύστερα από μια μικρή παύση, τους κοιτάζει ακόμα μια φορά και μουρμουρίζει:

— Αυτή τη βδομάδα… να, δηλαδή… πέθανε ο γιος μου!

— Όλοι θα πεθάνουμε…, αναστενάζει ο καμπούρης, σκουπίζοντας τα χείλη ύστερα από το βήχα. Λοιπόν, τρέξε, τρέξε! Κύριοι, εγώ δεν μπορώ άλλο να πηγαίνω έτσι. Πότε, επιτέλους, θα μας πάει τούτος στον προορισμό μας;

— Τσίγκλισέ το λίγο κι εσύ πιο δυνατά, ξέρεις… στο σβέρκο!

— Παλιόγερε, τ’ ακούς; Λοιπόν, θα σε τρυπήσω στο σβέρκο!… Με τον αδερφό σου να κάνεις τσιριμόνιες, έτσι και με τα πόδια πηγαίναμε!… Ακούς, παλιόμουτρο; Ή αψηφάς τα λόγια μας; Και ο Ιωνάς περισσότερο άκουσε, παρά ένιωσε, το χτύπο της καρπαζιάς στο σβέρκο!

— Χι, χι…, γελάει. Τι διασκεδαστικοί κύριοι… Ο Θεός να σας δίνει χρόνια!

— Αμαξά, είσαι παντρεμένος; ρωτάει ο ένας ψηλός. — Εγώ, ναι! Χι, χι… Τι διασκεδαστικοί κύριοι! Τώρα έχω γυναίκα… τη μαύρη γη. Χι, χο, χο… Ένα μνήμα υπάρχει! Πέθανε ο γιος μου κι εγώ είμαι ζωντανός… Παράξενη υπόθεση, ο θάνατος έκανε λάθος στην πόρτα… Αντί να ‘ρθει σε μένα, πήγε στο γιο… Και ο Ιωνάς στρέφεται για να διηγηθεί με ποιον τρόπο πέθανε ο γιος του, αλλά εκείνη τη στιγμή ο καμπούρης αναστενάζει ελαφρά και δηλώνει ότι, δόξα τω Θεώ, επιτέλους έφτασαν. Αφού πήρε τα είκοσι καπίκια, ο Ιωνάς για κάμποση ώρα κοιτάζει τους γλεντζέδες, που χάνονται πίσω από μια σκοτεινή είσοδο. Είναι πάλι μονάχος και ξαναγίνεται ησυχία… Ο καημός, που είχε για λίγο μετριαστεί, ξανάρχεται πάλι και του πιέζει το στήθος με μεγαλύτερη δύναμη.

Τα μάτια του Ιωνά με ανησυχία ψάχνουν βασανιστικά ανάμεσα στο πλήθος που πηγαινοέρχεται στις δυο πλευρές του δρόμου. Δε θα βρεθεί, λοιπόν, μέσα σ’ αυτές τις χιλιάδες τους ανθρώπους έστω και ένας που να θέλει να τον ακούσει με προσοχή; Αλλά οι άνθρωποι τρέχουν, χωρίς να προσέχουν ούτε αυτόν ούτε τον πόνο του… Ο πόνος του είναι πολύ μεγάλος, δεν έχει όρια. Αν έσπαζε το στήθος του Ιωνά και ξεχυνόταν από μέσα του ο πόνος, του φαίνεται ότι θα πλημμύριζε όλο τον κόσμο. Όμως κανένας δεν τον βλέπει. Έχει χωθεί μέσα σ’ ένα τόσο μικροσκοπικό κέλυφος, που δεν μπορείς να το δεις ούτε στο φως της ημέρας. Ο Ιωνάς βλέπει έναν πορτιέρη που κουβαλά ένα σακί και αποφασίζει να πιάσει κουβέντα μαζί του.

— Φίλε, τι ώρα είναι τώρα; ρωτάει.

— Δέκα… Γιατί σταμάτησες εδώ; Πήγαινε παραπέρα! Ο Ιωνάς πηγαίνει μερικά βήματα πιο πέρα, σκύβει όσο γίνεται περισσότερο και παραδίνεται στον καημό του… Το θεωρεί πια ανώφελο να μιλήσει στους ανθρώπους. Αλλά δεν περνούν ούτε πέντε λεπτά και τεντώνεται, τινάζει το κεφάλι, σαν να ‘νιωσε δυνατό πόνο, και τραβάει τα γκέμια…. Δεν αντέχει άλλο. «Πίσω στην αυλή», σκέφτεται. «Στην αυλή!» Κι η φοραδίτσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, άρχισε να τρέχει τροκ …

Μετά από μιάμιση ώρα ο Ιωνάς κάθεται σ’ ένα μεγάλο βρόμικο πατάρι, πάνω από τη σόμπα. Το πάτωμα και οι πάγκοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που ροχαλίζουν. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, τούφες καπνού ανεβαίνουν προς το ταβάνι. Ο Ιωνάς κοιτάζει τους κοιμισμένους, ξύνεται και λυπάται που γύρισε τόσο νωρίς… «Ούτε για βρόμη δεν κάνουν αυτά που κονόμησα», σκέφτεται. «Απ’ αυτό είναι ο καημός. Ο άνθρωπος που ξέρει τη δουλειά του… που είναι και ο ίδιος χορτάτος και το άλογο χορτάτο, είναι πάντα ήσυχος…».

Από μια γωνιά σηκώνεται ένας νεαρός αμαξάς, κάτι μουρμουρίζει νυσταγμένα και κατευθύνεται προς τον κάδο με το νερό.

— Διψάς; ρωτάει ο Ιωνάς.

— Έτσι φαίνεται!

— Έτσι… Στην υγειά σου… Είχα κι εγώ ένα γιο, φίλε, και πέθανε… Το άκουσες πουθενά; Αυτή τη βδομάδα, στο νοσοκομείο… Είναι μεγάλη ιστορία! Ο Ιωνάς κοιτάζει τι εντύπωση έκαναν τα λόγια του, αλλά δε βλέπει τίποτα. Ο νεαρός σκεπάζεται ως το κεφάλι και ξανακοιμάται. Ο γέρος αναστενάζει και ξύνεται… Όπως ο νεαρός διψούσε για νερό, έτσι κι αυτός διψάει για κουβέντα. Σε λίγο θα συμπληρωθεί μια βδομάδα από τότε που πέθανε ο γιος του, κι αυτός δεν μπόρεσε να μιλήσει με κανέναν… Αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει καθαρά, να τα πει όλα όπως έγιναν… Πρέπει να διηγηθεί πώς αρρώστησε ο γιος του, πώς βασανίστηκε, τι έλεγε πριν πεθάνει, πώς πέθανε… Πρέπει να πει πώς έγινε η κηδεία και πώς πήγε στο νοσοκομείο για να πάρει τα ρούχα του συχωρεμένου. Στο χωριό έμεινε η κορούλα του Ανίσια… Και γι’ αυτήν πρέπει να μιλήσει… Είναι, λοιπόν, λίγα αυτά που έχει να πει; Όποιος τον ακούσει πρέπει έπειτα να βογκάει, ν’ αναστενάζει, να κλαίει… Ακόμα και με γυναίκες να μιλούσε, θα ήταν καλύτερα. Αυτές, αν και είναι λιγόμυαλες, όμως κλαίνε γοερά απ’ τις πρώτες λέξεις. «Ας πάω να δω το άλογο», σκέφτεται ο Ιωνάς. «Να κοιμηθείς πάντα προφταίνεις… Σίγουρα θα χορτάσω ύπνο.»

Ντύνεται και πηγαίνει στο στάβλο, όπου βρίσκεται το άλογο του. Σκέφτεται τη βρόμη, το σανό, τον καιρό… Για το γιο, όταν είναι μόνος, δεν μπορεί να σκέφτεται… Να μιλήσει με κάποιον γι’ αυτόν μπορεί, αλλά ο ίδιος να τον σκέφτεται και να φέρνει στο μυαλό την εικόνα του, του είναι αβάσταχτο…

— Μασάς; ρωτάει ο Ιωνάς το άλογό του, βλέποντας τα γυαλιστερά του μάτια. Λοιπόν, μάσα, μάσα… Αφού δε βγάλαμε λεφτά ν’ αγοράσουμε βρόμη, θα φάμε σανό… Ναι… Γέρασα πια για να κάνω κούρσες με την άμαξα… Ο γιος μου έπρεπε να τις κάνει, και όχι εγώ… Ήταν πραγματικός αμαξάς… Να ζούσε μόνο…

Ο Ιωνάς σωπαίνει για κάμποσο κι έπειτα συνεχίζει:

— Έτσι, λοιπόν, αδερφούλα, φοραδίτσα… Δεν υπάρχει πια ο Κοσμάς Ιόνιτς… Μας άφησε χρόνους… Πέθανε άδικα… Τώρα, ας πούμε ότι έχεις ένα πουλαράκι, κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα… και ξαφνικά, ας πούμε, αυτό το μοναδικό πουλαράκι μας αφήνει χρόνους… Δε θα ήταν πραγματικά λυπηρό; Η φοραδίτσα μασάει, ακούει και ανασαίνει μέσα στα χέρια του αφεντικού της. Ο Ιωνάς συναρπάζεται και της τα διηγείται όλα…

Σημειώσεις του μεταφραστή

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Πετρούπολης, No 26, 27 Ιανουαρίου 1886, στη στήλη «Ιπτάμενες σημειώσεις», με υπογραφή: Α. Τσεχοντέ. Με μικρές αλλαγές, το διήγημα μπήκε στη συλλογή του Τσέχοφ Ποικίλα Διηγήματα, Συλλογή, 1886. Μετά από κάποιες διορθώσεις συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη έκδοση αυτής της συλλογής (1891) και ξαναδημοσιεύτηκε στις επόμενες δώδεκα επανεκδόσεις (1892-1899). Δημοσιεύτηκε επίσης στη συλλογή Αναλαμπές, Μόσχα 1895. Με νέες διορθώσεις συμπεριλήφθηκε από το συγγραφέα στον τρίτο τόμο των Απάντων του. Ο αδερφός του συγγραφέα Αλ. Π. Τσέχοφ του έγραφε, στις 4 Απριλίου 1892: «…Έρχονται στη μνήμη μου τα λόγια του διηγήματός σου, εκεί που ο Ιωνάς λέει στη φοράδα: “Τώρα, ας πούμε ότι είχες ένα πουλαράκι και ξαφνικά πέθανε, κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα… Δεν είναι πραγματικά λυπηρό;…” Εγώ βέβαια το παραμορφώνω, όμως σ’ αυτό το μέρος του διηγήματός σου είσαι αθάνατος». (Γράμμα στον Α. Π. Τσέχοφ του αδερφού του Αλέξανδρου Τσέχοφ, Μόσχα 1939, σελ. 258).

Ο Λ. Ν. Τολστόι συμπεριέλαβε τον «Καημό» στον κατάλογο των καλύτερων διηγημάτων του Τσέχοφ.

  1. Τροκ, τροχασμός αλόγου, τρέξιμο με γρήγορα μικρά πηδήματα. (Σημ. Μετ.)
  • Να τι έγραφε ο γιος του Τολστόι Ι. Λ. Τολστόι στον Τσέχοφ, στις 25 Μαΐου 1903: «Σπεύδω να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου σχετικά με τα διηγήματα που είχε σημειώσει ο πατέρας μου. Φαίνεται ότι αυτά, εκτός του ότι είναι υποσημειωμένα, είναι και χωρισμένα σε δυο είδη: το πρώτο και το δεύτερο είδος: Πρώτο Είδος: 1) Το παιδομάνι, 2) Η γυναίκα μέλος χορωδίας, 3) Δράμα, 4) Στο σπίτι, 5) Καημός, 6) Ο δραπέτης, 7) Στο δικαστήριο, 8) Η Βάνικα, 9) Οι κυρίες, 10) Ο εγκληματίας, 11) Τα αγοράκια, 12) Το σκοτάδι, 13) Νυστάζω, 14) Η σύζυγος, 15) Η Ψυχούλα. Δεύτερο Είδος: 1) Η παρανομία, 2) Η λύπη, 3) Η μάγισσα, 4) Η Βέροτσκα, 5) Στην ξενιτιά, 6) Η μαγείρισσα παντρεύεται, 7) Ανιαρή ιστορία, 8) Αναστάτωση, 9) Λοιπόν, το ακροατήριο, 10) Η μάσκα, 11) Η γυναικεία ευτυχία, 12) Τα νεύρα, 13) Ο 9 γάμος, 14) Ανυπεράσπιστο πλάσμα, 15) Οι γυναίκες του χωριού. Δεν μπορώ να σας πω αν τα διάλεξε ο πατέρας μου αυτά τα διηγήματα από το σύνολο ή αν είναι μόνον αυτά που απλά θυμήθηκε σαν ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να μάθω τη γνώμη σας για την εκλογή του». (Από τις κρίσεις και τα σχόλια στο διήγημα «Η μάσκα», Β’ τόμος των Απάντων, σελ. 577.) (Σημ. Μετ.)

Πλοκή

Ο Ιωνάς Ποταπόφ, ένας φτωχός και ηλικιωμένος αμαξάς μόλις έχασε το γιο του. Στις κούρσες του συναντά ανθρώπους και προσπαθεί να τους μιλήσει για το θλιβερό γεγονός του θανάτου του γιου του. Όμως, κανένας δεν θέλει να ακούσει την ιστορία του και έτσι στον καημό του προστίθεται και η αδιαφορία του κόσμου. Στο τέλος, βρίσκει παρηγοριά στη φοράδα που σέρνει το άλογό του αφού είναι η μόνη που του δείχνει συμπόνια και ακούει την ιστορία του.

Θέμα

Ο Τσέχωφ μέσα από το διήγημα του προβάλλει ένα από τα προβλήματα της κοινωνίας της εποχής του, την περιφρόνηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο πέλαγος της αδιαφορίας και της σκληρότητας των ανθρώπων. Περιγράφει τον αφόρητο πόνο που νιώθει ο ήρωας αλλά και πως αυτός ο πόνος είναι αθέατος από τους ανθρώπους που συναντά καθημερινά. Αν και κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Ιωνάς, ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στην συμπεριφορά των επιβατών της άμαξας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ευχαριστημένοι με τις δικές τους ζωές και νιώθουν ότι είναι ανώτεροι από αυτόν. Για αυτό το λόγο αδιαφορούν για τα προβλήματα του θεωρώντας τα ασήμαντα, όπως και τον ίδιο. Βλέπουν τη θλίψη του αμαξά και όχι μόνο δεν είναι πρόθυμοι να τον ακούσουν αλλά τον κοροϊδεύουν, θυμώνουν μαζί του και βρίζουν την αδεξιότητα του. Η διαφορά που έχουν λόγω της κοινωνικής τους θέσης τους εμποδίζει να ταυτιστούν μαζί του και να καταλάβουν τον πόνο του. Ο Τσέχωφ καταγόταν από μια φτωχή οικογένεια. Μπήκε στη βιοπάλη από παιδί και αντιμετώπισε την εκμετάλλευση, την αδικία και την ταπείνωση. Έχει ζήσει ο ίδιος την αδιαφορία των ανθρώπων και περιγράφει όλες τις μορφές της, από τη χειρότερη έως την λιγότερο επώδυνη. Η χειρότερη είναι αυτή του καμπούρη, που θεωρεί τον θάνατο του γιου ως ένα ασήμαντο γεγονός αφού όλοι πεθαίνουν κάποια στιγμή και δίνει μια καρπαζιά στον Ιωνά. Η καλύτερη ανταπόκριση που λαμβάνει είναι ένα ψεύτικο ενδιαφέρον που χάνεται μετά από λίγο. Σε όλες τις περιπτώσεις, το συμπέρασμα είναι πως η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων ήταν αδύνατον να υπάρξει στη ρωσική κοινωνία της εποχής του Τσέχωφ λόγω των κοινωνικών διαφορών που υπήρχαν, και δυστυχώς συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα σε όλες τις κοινωνίες.

Α. Π. Τσέχωφ

Πηγή: Cut is Art

Αντών Τσέχωφ, Τα Χριστούγεννα.

 Μετάφραση : Χρυσούλα Γούναρη.

I

“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Εφιμία είχε φύγει  μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα,  είτε η γερασμένη μάνα  άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.



Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια.

Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ’ ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με  φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.

“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.

“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον  άγρια και καχύποπτα. “Μην με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν, αρχίνα.  Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.”

“Εντάξει, παρακάτω!”

“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.

“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.

Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι  ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους  είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες!

“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι  70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.

Οι γέροντες δεν απάντησαν.

“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;”

“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο  καιρό μ΄ εσένα. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. Είναι ο  πορτιέρης εκεί.”

“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. Μπορεί και να μην ζει τώρα.”

Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα.

“Η  μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι’ αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο  του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.”

Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα  σκέφτηκε  πόσο θα ήθελε να  γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους  δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν  να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά;

“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας  διακριτικός όρος. Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…”

Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!”

“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.”

“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! Ποιός ξέρει;”

“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι  ο ξένος εχθρός. Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…”

Το μολύβι  έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα  μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ’ έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει  σ’ ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ’ αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του.

Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε:

“Πολύ καλά. Είναι στρωτό. Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.”

Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι  κι έφυγαν. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας  σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με  ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό:

“Α, την πανούκλα!”

Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα  έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις  και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα.

 

II

 

Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά,  ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο  Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με  καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά.

Ήταν πρωί. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός  που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε:

“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!”

“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!”

Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση:

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;”

“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!”

Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι  περιεργάστηκε τα γράμματα  και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί  κοιμόταν στο κρεβάτι.  Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας:

“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.”

Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές  γραμμές με τρεμάμενη φωνή. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και  αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του  μιλάει και να το φιλά. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε.

“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! Βασίλισσα των Ουρανών!  Ω! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τα παιδάκια  είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους  έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί…  Ω! Τα αγαπημένα μου μικρά…”

Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει  κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα.

“Και τα  κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και  αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και  πονόψυχη. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”

Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν, ω! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά.

Ο Αντρέι άναψε  τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε  στον επάνω  όροφο. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει  στην είσοδο.

Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες.

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα.

Ο Αντρέι  πήρε στάση  προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή:

“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!”

 

Το διήγημα ανήκει στην συλλογή “From Russian Silhouettes: More Stories of Russian Life, by Anton Chekhov” που μετέφρασε από τα Ρωσικά η Μαριάν Φελλ (Charles Scribner’s Sons, October, 1915).   Μετάφραση στα ελληνικά: Χρυσούλα Γούναρη

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...