Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα, του Σπύρου Μελά. Ο Ιούδας, ως θέμα, είναι επίκαιρος στη  διαδρομή της Μεγάλης Πέμπτης.





  Ο Ιούδας έκανε πρεμιέρα στις 3 Οκτωβρίου του 1934, ως το εναρκτήριο έργο  της χειμερινής περιόδου του Εθνικού Θεάτρου. Η σκηνοθεσία ήταν του Φώτου Πολίτη, η σκηνογραφία του Κ. Κλώνη, ενώ ενδυματολόγος ήταν ο Α. Φωκάς. Η διανομή του έργου περιελάμβανε εξήντα επτά πρόσωπα. Επρόκειτο για έργο πολυπρόσωπο και θεαματικό, το οποίο έδινε τη δυνατότητα για χρήση μεγάλου αριθμού ηθοποιών.

  Το έργο ήταν αρχικά να ανέβει από το Ελεύθερον Θέατρον, και ειδικότερα από το νεοσύστατο θίασο συνεργασίας της Κοτοπούλη με την Κυβέλη, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μελά. Η παράσταση είχε εξαγγελθεί την Άνοιξη του 1934 ως εναρκτήρια του θιάσου. Το Σεπτέμβριο, όμως, του 1934, εμφανίστηκαν τα πρώτα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία ο Ιούδας θα ήταν το εναρκτήριο έργο του Εθνικού Θεάτρου. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Μελάς είχε διαμαρτυρηθεί τόσο στο Ελεύθερο όσο και στο Εθνικό Θέατρο ότι απόκλειαν έργα Ελλήνων συγγραφέων. Το ανέβασμα τελικά της παράστασης αποτέλεσε ένα είδος δικαίωσης για το Μελά.



  Δέκα χρόνια μετά ανέβηκε πάλι από το Εθνικό. Το έργο ανέβασε ένας πολέμιος του Μελά, ο Πολίτης. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια έμπρακτη αναγνώριση του συγγραφέα από τον πιο σφοδρό επικριτή του. Στο ρόλο του Ιούδα έχει παίξει και ο Μινωτής.

 

Ο δραματικός μύθος:

  Ο Ιούδας, ένας από τους πιο πλούσιους νέους της Ιερουσαλήμ, μισεί τους Ρωμαίους ιδιαίτερα, καθώς στρατιώτες των κατακτητών έχουν βιάσει και σκοτώσει την αδελφή του. Ζει απομονωμένος στο σπίτι του στην εξοχή μαζί με την παλιά σταθερή ερωμένη του Ζελφά και το νέο έρωτα του, τη Μαγδαληνή.

 Ύστερα από απόφαση της Μαγδαληνής να τον εγκαταλείψει και να ακολουθήσει τον Ιησού, μετά από την αποτυχία του Ιούδα να ηγηθεί επανάστασης κατά των Ρωμαίων, ο νεαρός πατριώτης πείθεται ότι μόνο ο Ιησούς θα μπορούσε να ξεσηκώσει τα πλήθη σε μια επανάσταση εναντίων της ρωμαϊκής κατοχής. Σπεύδει λοιπόν να ενταχθεί στον κύκλο των μαθητών του.



 Κάποια στιγμή, ο Ιούδας διαπιστώνει ότι η διδασκαλία του δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός κοσμικού κράτους αλλά στην εξασφάλιση της βασιλείας των ουρανών, απογοητεύεται και μάλιστα τον προδίδει θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα άνοιγε ο δρόμος για την έλευση ενός πραγματικού Μεσσία. Όταν η προδοσία του τον γεμίζει τύψεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μαθαίνει από τη Μαγδαληνή και τον Πέτρο ότι Εκείνος τον έχει συγχωρήσει, γιατί δεν είχε κατανοήσει το αληθινό νόημα της διδασκαλίας Του, αυτοκτονεί.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο:

  Τα πρόσωπα, η κίνηση τους, το καντράρισμα, μοιραία φέρνουν στο νου την εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Επιλέχθηκε ένα θρησκευτικό θέμα, γεγονός που αποτέλεσε έκπληξη.

  Ο Μελάς είχε ομολογούμενο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά θέματα. Ο συγγραφέας θεωρούσε τη Βίβλο, βιβλίο της ανθρωπότητας, έλεγε ότι μαζί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Ομήρου και των τραγικών ποιητών, άξιζε να περισωθούν σε περίπτωση καταστροφής. Η αινιγματική μορφή του Ιούδα απασχολούσε επί χρόνια το Μελά. Τον ανέφερε σε εορταστικά-με αφορμή το Πάσχα- άρθρα του, ήδη από το 1918.



  Το έργο μπορεί να φανεί κουραστικό, με τη σωστή μελέτη του όμως είναι βαθυστόχαστο. Στον Ιούδα ο Μελάς εξέτασε τα αίτια της προδοσίας. Υιοθέτησε τη θεωρία που πρωτοδιατύπωσαν οι Σαμπατιε και Ρενάν στα θεολογικά έργα τους: Ότι η προδοσία του Ιούδα οφείλεται στην πλάνη του, ως προς το ιδεολογικό μήνυμα του κηρύγματος του Ιησού. Απεικόνισε την ιδεολογική αντίθεση ανάμεσα στην ¨υλιστική¨ ηθική του Ιούδα και την ιδεαλιστική ηθική του Χριστού. Ο Ιούδας συντρίφτηκε στη σύγκρουση με το θείο. Στο έργο ο Σπύρος Μελάς αναγιγνώσκει τους ρόλους του δικού του Ιούδα.

  Ο συγγραφέας φιλοδοξούσε να γράψει μια μοντέρνα τραγωδία, σε πεζό λόγο, μια σύγχρονη τραγωδία. Είχε υψηλές φιλοδοξίες, καθώς συνέκρινε τον Ιούδα με το μέγεθος ενός Προμηθέα, ενός Κρέοντα και ενός Οιδίποδα. Οι σκηνές πλήθους παραπέμπουν σε πολυπληθείς σαιξπηρικές δραματικές τοιχογραφίες, όπως επίσης και στα σύνθετα πολυπρόσωπα του Τολστόι, που τόσο θαύμαζε ο Μελάς.



  Ο Ιούδας κατατάσσεται  στο Ιδεολογικό Θέατρο του Μελά και διαχωρίζεται από τα άλλα ιστορικά έργα του (Παπαφλέσσας και Ρήγας), Ο Καραγάτσης το χαρακτηρίζει ως «δράμα ιδεών», ενώ οι άλλοι μελετητές ως ιστορικό δράμα.

 

 

Λιγα λόγια για το συγγραφέα:

  Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά όπου μεταφέρθηκε με την οικογένειά του μετά το θάνατο του πατέρα του. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν άσκησε όμως το επάγγελμα καθώς στράφηκε στη δημοσιογραφία και τη θεατρική τέχνη.

  Στο ενδιαφέρον του για το θέατρο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα συχνά ταξίδια του στο Παρίσι (πρώτη φορά πηγαίνει το 1917 και έκτοτε επιστρέφει πολλές φορές). Μάλιστα, στη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, το 1928, παρακολούθησε μαθήματα σε σκηνοθετικά εργαστήρια.

  Εργάστηκε  ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας ενώ σημαντική είναι η συμβολή του ως δημοσιογράφου και κριτικού. Ο Μελάς δημοσιεύει σε μια σειρά από εφημερίδες (Ακρόπολη, Άστυ, Εμπρός, Καθημερινή, Έθνος, Αθηναϊκά Νέα, Ημερολόγιον Σκώκου) άρθρα, κριτικές, διηγήματα και χρονογραφήματα. Επιπλέον αρθρογραφεί και στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα όπου υπογράφει ως Φορτούνιο. Επίσης, εκδίδει δύο περιοδικά: το περιοδικό Ιδέα (1933-1934) και την Ελληνική Δημιουργία (1948-1954).

  Γράφει τρεις τόμους με τίτλο: Από τα ταξίδια μου, Πολεμικές Σελίδες, Αμερική, προκειμένου να περιγράψει τις εμπειρίες του από την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο μέτωπο, αλλά και από τα διάφορα ταξίδια του. Σταθμός στη δράση του υπήρξε το έτος 1925, οπότε και ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Λίγο αργότερα ιδρύει την Ελεύθερη Σκηνή μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ, ενώ το 1935 αναλαμβάνει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Καινούργιο Θέατρο της Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Στόχος του ήταν η ανανέωση της εγχώριας σκηνής και η συμπόρευσή της με την ευρωπαϊκή σκηνή.

  Σε άρθρα που γράφονται για το Σπύρο Μελά, ο τελευταίος παρουσιάζεται από τους σύγχρονούς του ως μία αρκετά δραστήρια και παράλληλα αρκετά αντιφατική προσωπικότητα, ιδίως όσον αφορά τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία, ο Μελάς εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης και γράφει ιστορικές μελέτες (Το Εικοσιένα και η Κρήτη, Φιλικοί: Οι πρόδρομοι του ’21. Οι άντρες που άνοιξαν στο γένος το δρόμο της λευτεριάς) αλλά και βιογραφίες (Ο γέρος του Μωριά, Ο Ναύαρχος Μιαούλης). Γράφει επίσης, εκτός από δοκίμια, και πολλά θεατρικά έργα με κοινωνικές προεκτάσεις.

  Για τη συμβολή του στα Γράμματα τιμήθηκε με το αριστείο των Γραμμάτων, ενώ για τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό. Ο Μελάς πέθανε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 1966.

 

 

Ο Σπύρος Μελάς.

 

 

Πηγές:

1)    ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΑΖΗΣ, Το ελληνικό ιστορικό δράμα από το 19ο στον 20ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006.

2)    ΚΑΡΡΑ Κ., Ο Σπύρος Μελάς και το θέατρο της εποχής του. Συμβολή στη μελέτη της δραματουργίας του, Διδακτορική Διατριβή,  Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010.

3)    ΔΕΒΑΡΗΣ Δ. Σ., Ο Ιούδας του Σπύρου Μελά εις τας πλατείας και τους εξώστας, Καθημερινή, 5-10-1934.

4)    Η αποψινή πρώτη στο θέατρο Αλίκης, Αθηναϊκά Νέα, 25-07-1936.

5)    Το σημειωματάριο μου. Ταβέρνα, Καθημερινή 28-04-1941

6)    ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Η κριτική για τον Ιούδα θαυμασμός, Νέα Εστία τχ. 16, 1-11-1934.

7)    ΧΑΡΗΣ Π., Το θέατρο, περιοδικό Αθήναι τχ. 2, Νοέμβριος 1934.

8)    https://www.kathimerini.gr/opinion/687938/gia-ton-ioyda-toy-sp-mela/

9)    http://theatrokaiparadosi.thea.auth.gr/%CE%9C%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82.html


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι: 80sMusicDiamonds

                             


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Αναζητώντας τη Ρωμιοσύνη. Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

 Τα τελευταία περίπου εξήντα χρόνια, την εποχή της εκρηκτικής τεχνολογικής ανάπτυξης, που οδήγησε σε συγκεκριμένους τρόπους ζωής και που σήμερα έχει περάσει θριαμβευτικά στην επόμενη φάση της εξέλιξής της, έχουν εμφανιστεί πολλές φωνές, διαφορετικών προϋποθέσεων, που υποστηρίζουν ότι ο κυρίαρχος πλέον δυτικός πολιτισμός ακολουθεί εντελώς στραβό δρόμο – έναν δρόμο, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τους ανθρώπους (τα «άτομα») στην αποξένωση μεταξύ τους και από το φυσικό περιβάλλον, στην απομόνωσή τους, την κατάθλιψη και τη δυστυχία, την κοινωνία στην αποσύνθεση και τον πλανήτη στον όλεθρο.



Τέτοιες φωνές έχουν προέλθει στο παρελθόν από τους χίππις, διάφορες εκφάνσεις του ειρηνιστικού κινήματος, διάφορες νεανικές «υποκουλτούρες», οικολογικά κινήματα, αλλά και θρησκευτικές κινήσεις, μεταξύ των οποίων και ορθόδοξοι χριστιανοί, κυρίως άνθρωποι δυτικών κοινωνιών που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία βρίσκοντας σ’ αυτήν εκείνο που αναζητούσαν και οι οποίοι εξέφρασαν τον προβληματισμό τους μέσω της σοφίας των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. ο π. Σεραφείμ Ρόουζ στην Καλιφόρνια).

Άλλοι βεβαίως έχουν εντρυφήσει στη σοφία άλλων πολιτισμών, που κατά κανόνα συνδέεται και με τις θρησκευτικές παραδόσεις τους, όπως των ιθαγενών της Αμερικής, των Ινδών, των Κινέζων ή των αρχαίων Ελλήνων. Όλοι αυτοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην εξέλιξη του δυτικού κόσμου παρατηρείται πλεόνασμα επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, αλλά θλιβερό έλλειμμα σοφίας.

Ακόμη και το αίτημα ακαδημαϊκών κύκλων για μια θέση των φιλοσοφικών σπουδών στα σύγχρονα πανεπιστήμια, που επιμένουν παρότι οι σπουδές αυτές δεν δίνουν ώθηση στην επιστημονική, τεχνολογική και κατ’ επέκτασιν οικονομική ανάπτυξη, ουσιαστικά εντάσσεται στον ίδιο προβληματισμό.

Ξεκινώντας από τον Ψυχρό Πόλεμο, που σε αρκετές περιπτώσεις έγινε θερμός (με αποκορύφωμα το Βιετνάμ), προχωρώντας στην απειλή του πυρηνικού ολέθρου, η οποία μετασχηματίστηκε στη βεβαιότητα για τη μη αναστρέψιμη καταστροφή του περιβάλλοντος, για να περάσουμε σήμερα στο συναγερμό για την κλιματική αλλαγή, η ανθρωπότητα ζει έναν φόβο, εν πολλοίς δικαιολογημένο, που ωστόσο χρησιμοποιείται και από τους ισχυρούς για την εδραίωση και ενίσχυση της εξουσίας τους, ώστε να μιλάμε επίσης για ιμπεριαλισμό, νέα αποικιοκρατία και «δημοκρατία των πολυεθνικών» (σαρκαστικά). Πάντως, εκείνο που ενδιαφέρει αυτό το άρθρο είναι το αίτημα που εκφράζεται από πολλές κατευθύνσεις για αλλαγή «πολιτισμικού παραδείγματος», δηλ. μια διαφορετική πορεία στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και κάθε μορφή έκφρασης αυτού του αιτήματος αντιστοιχεί σε μια ουτοπία – αλλά όταν ένα ουτοπικό αίτημα προκαλεί ένα κίνημα, ενίοτε προκαλεί κραδασμούς στις παγιωμένες καταστάσεις. Κραδασμούς, που ωστόσο – ας το επισημάνουμε και αυτό – οι «έχοντες και κατέχοντες» συνήθως φροντίζουν να τους απορροφήσουν και, πριν προλάβουν να γίνουν ανατρεπτικοί, να τους αξιοποιήσουν προς όφελός τους.

Ένα παρόμοιο αίτημα έχει εκφραστεί και στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ως «επιστροφή στις ρίζες», με την ενασχόληση χιλιάδων νέων ανθρώπων με τη μουσικοχορευτική μας παράδοση (συμπεριλαμβάνοντας και τη μικρασιατική μουσική και το ρεμπέτικο και ακολουθώντας ενίοτε και έντεχνους δρόμους), αλλά και τη βυζαντινή μουσική, την αγιογραφία, την παραδοσιακή μαγειρική κ.λ.π.

Αυτό νομίζω ότι μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως και το αίτημα που εκφράζεται στην Ελλάδα σήμερα για μια «επιστροφή» στις πολιτισμικές ρίζες μας, λαμβάνοντας και πολιτική χροιά (όπως έχει σαφή πολιτική χροιά το αίτημα για παγκόσμια ειρήνη, αφοπλισμό των υπερδυνάμεων του παρελθόντος, αναστροφή της καταστροφής του περιβάλλοντος ή πλέον της κλιματικής αλλαγής κ.λ.π.), σωστό είναι να αντιμετωπιστεί με κατανόηση και όχι με περιφρόνηση και να διερωτηθούμε μήπως έχει κάτι να προσφέρει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας, αλλά και στην αναγέννηση της πολιτικής ζωής και δεν προέρχεται από ανόητους και αιθεροβάμονες ουτοπιστές, ούτε από βίαιους ακροτασικούς («εξτρεμιστές») ή ψυχασθενείς «ψεκασμένους».

Φυσικά, όπως κάθε κίνημα, έτσι κι αυτό συγκεντρώνει ρεύματα διαφόρων τάσεων. Όμως η σύνεση επιτάσσει, κατά τη γνώμη μου, να αναγνωρίσουμε τη σοβαρότητα αρκετών διανοητών του συγκεκριμένου κινήματος και ν’ αντλήσουμε από τη σκέψη τους ωφέλιμους καρπούς.

Οι πολιτισμικές ρίζες, που εννοώ, είναι αυτό που χαρακτηρίζεται «Ρωμιοσύνη» και εκ πρώτης όψεως εννοεί τη βυζαντινή ιστορία και τον βυζαντινό πολιτισμό, τόσο κατά την περίοδο της ιστορικής ύπαρξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο και μετέπειτα.

Ότι η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης γίνεται πλέον κίνημα με πολιτικό ενδιαφέρον θα το διαπιστώσουμε αμέσως με μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο, όπου θα εντοπίσουμε πλήθος ιστοσελίδων, ιστολογίων, ομάδων επικοινωνίας κ.λ.π. που επικαλούνται τη ρωμαίικη ταυτότητα των μελών τους ή αναφέρονται σε εμβληματικές προσωπικότητες του πολιτισμού μας, που διαθέτουν και πολιτικές προεκτάσεις, όπως ο άγιος αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ρήγας Φεραίος ή ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παραδείγματα, για να περιοριστώ σε λίγα στοιχεία, οι ιστοσελίδες ή ιστολόγια «Ενωμένη Ρωμιοσύνη» (του ομώνυμου δραστήριου συλλόγου), «Ρωμιοί της Πόλης», «Ρωμιοί της Ανατολής», «Ρωμηός», «Ρωμαίικο Οδοιπορικό», «Το Ρωμαίικο», «Άγιος Ιωάννης Βατάτζης», «Φίλοι του αγίου Ιωάννη Βατάτζη» (στο Viber) κ.π.ά. Αναζητήστε στο Διαδίκτυο φωτογραφίες από εικόνες του αγίου Ιωάννη Βατάτζη, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του οσίου Χριστοφόρου του Παππουλάκου, αλλά ακόμη και προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη, του Καποδίστρια κ.λ.π. και το πλήθος των φωτογραφιών που θα βρείτε νομίζω πως θα καταδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τη δίψα και τον πόθο των συμπατριωτών μας, που αισθάνονται υποτελείς και ταπεινωμένοι, για ελευθερία και αξιοπρέπεια!

Εξίσου ενδεικτικό είναι και το πλήθος των αναρτήσεων (και των εκδηλώσεων) που θα εντοπίσουμε κάθε χρόνο περί τις 29 Μαΐου για την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Ο κινητήριος μοχλός αυτής της αναζήτησης είναι η επίγνωση ότι κάποτε ο ελληνισμός βρισκόταν στο τιμόνι μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, που, παρά τα προβλήματά της, έχει να παρουσιάσει πολύ υψηλό δείκτη πολιτισμού (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, αξιοζήλευτα αρχιτεκτονήματα…), ισχυρή κρατική, στρατιωτική και οικονομική οργάνωση, υπερχιλιετή ζωή, τεράστιο πλήθος πνευματικών ανθρώπων (αγίων, ανδρών και γυναικών, πολλοί από τους οποίους ήταν συνάμα και φιλόσοφοι, επιστήμονες της εποχής τους, αναλυτές της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς, εμβριθείς μελετητές της κοινωνίας, ασυμβίβαστοι κοινωνικοί αγωνιστές, λογοτέχνες και καλλιτέχνες) και – κάτι αναπάντεχο – συνέχισε να ζει μέσω του πολιτισμού της ακόμη και πεντακόσια χρόνια μετά την ολοκληρωτική άλωσή της από βαρβάρους επιδρομείς!

Είναι φυσικό να συγκρίνουμε αυτό το ιστορικό παρελθόν μας με το παρόν, στο οποίο η χώρα μας διοικείται από πολιτικούς, τους οποίους θεωρούμε διεφθαρμένους, ο λαός μας είναι εξουθενωμένος και εξαθλιωμένος («φτωχοποιημένος»), είμαστε ουραγοί της Ευρώπης, υπερχρεωμένοι, απολύτως εξαρτημένοι οικονομικά και αναγκασμένοι να υπακούμε τυφλά σε εντολές ξένων κέντρων εξουσίας, των διαδόχων των αποικιοκρατών που κάποτε αιματοκύλησαν τον πλανήτη και ακόμη και σήμερα τον εξουσιάζουν. Η σύγκριση αυτή δεν μπορεί παρά να ανεβάζει το αίμα πολλών στο κεφάλι  και να προκαλεί σκέψεις ανατροπής του πολιτικού κατεστημένου της εποχής μας και αναγέννησης του ισχυρού παρελθόντος μας από την τέφρα του. Ενός παρελθόντος που δεν είναι τόσο μακρινό όσο η κλασική Ελλάδα και, το κυριότερο, είναι ακόμη ζωντανό – ζει, τόσο στις βυζαντινές εκκλησίες μας, όπου τελούνται οι βυζαντινές ακολουθίες της Ορθοδοξίας, όσο και στα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς μας, καθώς και στις μνήμες των αγώνων που έδωσαν με αυτοθυσία οι πρόγονοί μας για την ελευθερία μας, ήρωες που προτίμησαν να πεθάνουν αντί να παραδοθούν ή να προσκυνήσουν, προσφέροντας σε ολόκληρο το λαό τους (το λαό μας) συναισθήματα αξιοπρέπειας, αυτοπεποίθησης και ελπίδας για το αύριο. Ένας τέτοιος ήρωας – όπως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, που ακολούθησε το δρόμο του Λεωνίδα – αρκούσε για να τροφοδοτήσει το ηθικό ενός ολόκληρου λαού επί αιώνες.

Ζητούμε λοιπόν έναν νέο άγιο Ιωάννη Βατάτζη, έναν νέο Παλαιολόγο, έναν νέο Ρήγα Φεραίο, έναν νέο Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη, μια νέα Μαντώ Μαυρογένους και Μπουμπουλίνα, έναν νέο Καποδίστρια. Έχει ατονήσει η ιδέα ότι ζητούμε «έναν νέο Βενιζέλο». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εντάσσεται στη σύγχρονη, δυτική πολιτική σκέψη, σε ένα πλαίσιο που δεν μας βγήκε σε καλό, ούτε νιώθουμε να ύψωσε τα δικά μας αναχώματα απέναντι στην εξάρτηση από τους ισχυρούς. Οι ηγέτες που αναζητούμε είναι εκείνοι που διέθεταν και ευφυΐα και φιλοπατρία, αλλά και πίστη στον Θεό των πατέρων μας, εκτίμηση για τον πολιτισμό μας, δυναμισμό και διάθεση να θυσιάσουν τα πάντα για το λαό και την πατρίδα. Και, όταν αποτύγχαναν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι. Δεν αναζητούμε τεχνοκράτες, αλλά ήρωες.

Φυσικά μια άλλη τάση στον ελληνικό λαό αναζητά τεχνοκράτες και απορρίπτει με έμφαση τα παραπάνω. Για μια ακόμη φορά «ενωτικοί» και «ανθενωτικοί» συγκρούονται, «διαφωτιστές» και «κολλυβάδες» ανταγωνίζονται ποιοι επιτελούν την πραγματική υπηρεσία στην πατρίδα – στη χώρα ή «στο γένος». Είναι γνωστό ότι από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού σημειώθηκε έντονη διαμάχη στον πνευματικό κόσμο της σχετικά νεαρής ακόμη Ελλάδας για το αν είναι σωστό να αυτοαποκαλούμαστε «Ρωμιοί» ή μόνον «Έλληνες». Η διαμάχη αυτή έχει επανέλθει και η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης αναδύεται ως μια άλλη απελευθερωτική πρόταση, διαφορετική και εν πολλοίς αντίθετη από τον εθνικισμό, ο οποίος μέχρι πρότινος είχε τα πρωτεία στον αντισυστημικό πατριωτικό λόγο και ακόμη και σήμερα δεν εξέλειπε.

Μέσα σε όλα αυτά, η νέα γενιά φαίνεται εντελώς παραδομένη σε μια σύγχρονη αποικιοκρατική αλλοτρίωση, όπου οι αγωνίες και τα όνειρά της δεν έχουν απάντηση πέρα από την πλήρη ενσωμάτωσή της στο πολιτισμικό μοντέλο των εξουσιαστών μας – αυτό, που τόσο αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να αποτινάξουν όλοι εκείνοι που προσπαθούν για την αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος που προαναφέραμε. Η πολιτική της θέση είναι η άρνηση της πολιτικής. Με πλήρη άγνοια πλέον (την οποία επιδεινώνει το προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα) της ιστορίας και του πολιτισμού μας, χάνονται οι δυνάμεις μιας πραγματικά δικής μας αναγέννησης – και βαθαίνει το πικρό συναίσθημα της προδοσίας από την ίδια την ηγεσία της χώρας μας, που, αντί να φροντίζει για την αναγέννηση αυτή, προωθεί την πολιτική και κοινωνική «ατζέντα» των ξένων ισχυρών.

Από τα βιβλία στο Κοινοβούλιο

Aν και ίσως πρέπει να μνημονεύσουμε, ως προδρόμους αυτού του κινήματος, τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου (1954) και τις σχετικές αναφορές του Φώτη Κόντογλου, καθοριστική στην ανάκληση της Ρωμιοσύνης στη συλλογική μνήμη των συμπατριωτών μας ήταν η συμβολή πανεπιστημιακών του πρόσφατου παρελθόντος, κάποιοι από τους οποίους ήταν και κληρικοί, όπως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και ο Βρετανός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν. Τη σκυτάλη παρέλαβαν νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Αναστάσιος Φιλιππίδης (Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα), ο Ηλίας Καλλιώρας (Ρωμιοσύνη: Το οδοιπορικό της Ρωμανίας-Βυζαντίου), ο Ιωάννης Νεονάκης (Οικουμενική Ρωμανία) κ.ά.

Εσχάτως ο λόγος περί Ρωμιοσύνης εισήλθε για πρώτη φορά στην ελληνική Βουλή, με το πολιτικό κίνημα της Νίκης, ο πρόεδρος και τα στελέχη του οποίου, όχι μόνο μιλούν για Ρωμιοσύνη και «πονεμένη Ρωμιοσύνη» (η φράση από το ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου) και προβάλλουν ως πρότυπα πολιτικού ήθους τον Βατάτζη, τον Καποδίστρια κ.τ.λ., αλλά και – στις δημοσιευμένες θέσεις του κινήματος – απλώνουν γέφυρες προς τις άλλες βαλκανικές χώρες (ακόμη και προς εκείνες, από τις οποίες μας χωρίζουν ιστορικές διαφορές, όπως η Βουλγαρία και τα Σκόπια), βασισμένες στην Ορθοδοξία, την κοινή πολιτισμική κληρονομιά των περισσότερων βαλκανικών λαών (αν όχι όλων, στο απώτερο παρελθόν, ακόμη και εκείνων που σήμερα είναι κατά πλειοψηφία ρωμαιοκαθολικοί ή μουσουλμάνοι). Αυτή είναι πολιτική αντίληψη, θα λέγαμε, «καθαρά βυζαντινή» (ρωμαίικη), γι’ αυτό και ακατανόητη από τους πολλούς, που σοκάρονται και μιλούν για νοοτροπία που προέρχεται από το Μεσαίωνα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο εθνικισμός είναι άμεσα κατανοητός και εύκολα διαχειρίσιμος και ταξινομημένος στην ελληνική πολιτική σκηνή, η ρωμαίικη πολιτική ιδέα προκάλεσε σύγχυση ως προς την κατάταξή της στο πολιτικό φάσμα και επιχειρήθηκε να αποδομηθεί με τον χαρακτηρισμό του φορέα της ως δούρειου ίππου της κυβέρνησης, δούρειου ίππου της Ρωσίας (εκ διαμέτρου αντίθετα), δάκτυλου αγιορείτικων μονών (που δήθεν επιχειρούσαν να παρέμβουν στην πολιτική ζωή της χώρας), υποκινούμενου από Έλληνες επιχειρηματίες, παραθρησκευτικής ομάδας, οργάνωσης που… «ξεπλένει χρήματα», και των μελών της ως επικίνδυνων κρυπτοφασιστών, υποκριτών, γραφικών, «ψεκασμένων» κ.π.ά.

Ας επισημάνουμε εδώ ότι ο λόγος περί Ρωμιοσύνης δεν είναι «δεξιός» πολιτικός λόγος. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μίκης Θεοδωράκης (που μελοποίησε τη Ρωμιοσύνη) προφανώς ήταν αριστεροί. Για τον Φώτη Κόντογλου διαβάζουμε:  «Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, “στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρ’ όλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων”. Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου. Τέλος, ο Κόντογλου δεν υπέγραψε τη “Δήλωσιν Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών” που δημοσιεύθηκε ως παράρτημα της Διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων το 1946 καθώς είχε διχαστικές και εμφυλιοπολεμικές προεκτάσεις» (Βικιπαίδεια, λήμμα «Φώτης Κόντογλου»). Εξάλλου, στις 22.9.23, στη συζήτηση της ολομέλειας της Βουλής για το εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, κυβερνητικό στέλεχος χαρακτήρισε τις θέσεις της Νίκης για τα εργασιακά «ακραίες αριστερές, πέρα ακόμη και από την αριστερά» [1].

Ρωμανία εναντίον Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Ρωμανία («Βυζάντιο»), για τους θιασώτες της Ρωμιοσύνης, συνιστά το αντίπαλο δέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ένα οικουμενικό κράτος με πολλές εθνότητες, που συνυπάρχουν ισότιμα και, ενώ διατηρούν τη γλωσσική και πολιτισμική τους ιδιοπροσωπία, συνδέονται με δεσμούς πρωτίστως πολιτισμικούς και πνευματικούς – μια «οικουμένη των λαών», αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Ένωση των πολυεθνικών (και όχι «των λαών», όπως ήταν το αρχικό πανευρωπαϊκό όραμα), που έχει συνδετικό κρίκο την επιθυμία για διαρκή οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη και καταναλωτική ευμάρεια.

Αυτός ο συνδυασμός πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας και κοινού υπόβαθρου φαίνεται στον πολιτισμό (λόγιο και λαϊκό) των διαφόρων ρωμαίικων πληθυσμών, που πέρασαν στην επόμενη φάση της Ιστορίας, μετά την κατάκτησή τους είτε από τους Άραβες, είτε από τους δυτικούς, είτε από τους Τούρκους. Σημειώνω ότι «Ρωμιοί» υπάρχουν ακόμη και σήμερα στις χώρες που κατακτήθηκαν από τους Άραβες αιώνες πριν, τόσο στην Παλαιστίνη, όσο και στο Λίβανο, τη Συρία ή την Αίγυπτο. Είναι κυρίως οι λεγόμενοι «Ελληνορθόδοξοι», όπου το συνθετικό «ελληνο-» κατ’ ουσίαν δεν έχει εθνολογικό χαρακτήρα (αφού μπορεί να είναι Σύροι, Λιβανέζοι, Παλαιστίνιοι ή Αιγύπτιοι), αλλά εννοεί «Ρωμαίοι» (Βυζαντινοί, Ρωμιοί)· οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται «Ρουμ Ορτοντόξ» (Ορθόδοξοι Ρωμιοί) [2].  Το ελληνικό κράτος δεν τους δίνει σημασία, οι εθνικιστές δεν τους καταλαβαίνουν, αλλά οι θιασώτες της Ρωμιοσύνης, χωρίς να θέλουν να τους αφομοιώσουν, τους θεωρούν αδέρφια τους.

Επίσης η Ρωμανία (παρότι η Ιστορία της περιέχει πολλές αιματηρές σελίδες, πολλούς άδικους άρχοντες, αρκετή σκληρότητα και εμφύλιους σπαραγμούς) δεν βαρύνεται ιστορικά και ηθικά με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως οι σταυροφορίες, η αποικιοκρατία ή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι· ούτε φυσικά ο Ψυχρός Πόλεμος, η πυρηνική απειλή, η σύγχρονη αποικιοκρατία των πολυεθνικών ή η αλλοτρίωση των λαών, που βαραίνουν τους απογόνους των χθεσινών σταυροφόρων, κονκισταδόρων και αποικιοκρατών. Έτσι, μοιραία, σ’ έναν κόσμο που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, η Ρωμιοσύνη ως πολιτική πρόταση παρέχει ελπίδα για ένα διαφορετικό πρότυπο εξέλιξης, που θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο.

Σημειώσεις

[1] Βλ. την απάντηση του βουλευτή Αχαΐας Σπύρου Τσιρώνη, που απάντησε ότι οι θέσεις αυτές βασίζονται «στις αξίες της Ρωμιοσύνης», που είναι παλαιότερες από τους όρους «δεξιά» και «αριστερά» και τους υπερβαίνουν: https://www.youtube.com/watch?v=g_iLn9dDWpg.

[2] Βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτης Σαββίδης, «Το Ισλαμικό Κράτος και οι Ρουμ Ορτοντόξ της Ανατολής», Πρώτο Θέμα 27.9.2014, https://www.protothema.gr/blogs/panagiwtis-sabbidis/article/413626/to-islamiko-kratos-kai-oi-roum-ortodox-tis-anatolis


Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/43308

Ο Άντον Μπρουκνερ.

 Ο Άντον Μπρούκνερ (Anton Bruckner, γεννημένος στο Άνσφελντεν της Αυστρίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1824, πέθανε στη Βιέννη στις 11 Οκτωβρίου 1896) ήταν Αυστριακός συνθέτης. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις εννέα συμφωνίες του. Είναι όλες πολύ μεγάλες και είναι γραμμένες σε ύστερο ρομαντικό ύφος για μεγάλη ορχήστρα. Ήταν επίσης οργανίστας και δάσκαλος.



Ο πατέρας του Μπρούκνερ ήταν οργανίστας και δάσκαλος σε ένα μικρό χωριό της Αυστρίας. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών ο Μπρούκνερ έδειχνε μουσικό ταλέντο. Έπαιζε μελωδίες ύμνων σε ένα μικροσκοπικό βιολί και στη συνέχεια έβρισκε τις αντίστοιχες συγχορδίες στο οικογενειακό σπινέτο. Στα δέκα του χρόνια έπαιζε μερικές φορές το εκκλησιαστικό όργανο του χωριού. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1837 έγινε χορωδός στο σχολείο του μοναστηριού του Αγίου Φλωριάν, όπου το 1848 έγινε οργανίστας της εκκλησίας του αβαείου. Εκείνη την εποχή άρχισε να συνθέτει και έγραψε ένα Ρέκβιεμ σε ρε ελάσσονα. Του άρεσε η μουσική του Σούμπερτ και του Μέντελσον και επηρέασαν τον τρόπο που συνέθετε.

Παρόλο που ήταν ευτυχισμένος στο St Florian, οι φίλοι του του είπαν ότι έπρεπε να αναζητήσει μια καλύτερη δουλειά. Τον έκαναν να υποβάλει αίτηση για τη θέση του οργανίστα στον καθεδρικό ναό του Λιντς, την οποία και πήρε εύκολα. Εν τω μεταξύ, προσπαθούσε να μάθει περισσότερα για την αρμονία και παρακολούθησε μαθήματα με έναν διάσημο δάσκαλο, τον Simon Sechter. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα ενορχήστρωσης με τον δάσκαλο Otto Kitzler. Ενδιαφέρθηκε πολύ για τη μουσική ρομαντικών συνθετών όπως ο Λιστ, ο Μπερλιόζ και κυρίως ο Βάγκνερ. Το 1864 έγραψε μια Λειτουργία σε ρε ελάσσονα για χορωδία και ορχήστρα, η οποία έδειχνε ξεκάθαρα την επιρροή του Βάγκνερ. Το 1866 ολοκλήρωσε την πρώτη από τις εννέα συμφωνίες του. Έγραψε επίσης μερικά πολύ όμορφα μοτέτα, τα οποία συγκαταλέγονται στην καλύτερη μουσική του 19ου αιώνα που γράφτηκε για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Το 1866 πέρασε τρεις μήνες σε σανατόριο μετά από νευρική κατάρρευση. Κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων χρόνων του υπέφερε συχνά από κατάθλιψη.

Το 1868 έγινε καθηγητής στο Ωδείο της Βιέννης, όπου δίδαξε αρμονία και αντίστιξη. Αυτή ήταν μια εξαιρετική δουλειά. Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του αφιέρωσε το χρόνο του στη διδασκαλία και στη σύνθεση των συμφωνιών του. Επίσης, ταξίδευε και έδινε ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου στην Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι και στο Royal Albert Hall και στο Crystal Palace στο Λονδίνο.

Η μουσική του ήταν πολύ μοντέρνα για την εποχή του και δεν άρεσε σε κάποιους, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου μουσικοκριτικού Eduard Hanslick. Ο Hanslick είπε ότι ο Μπρούκνερ συνέθετε όπως ο Βάγκνερ, αλλά παρόλο που ο Μπρούκνερ είχε μάθει από τον Βάγκνερ δεν τον αντέγραψε απλώς. Η μουσική του Μπρούκνερ δείχνει τη δική του ισχυρή προσωπικότητα. Ο Hanslick, ο οποίος προτιμούσε τις συμφωνίες του Brahms, έκανε μεγάλο κακό στον Bruckner γράφοντας κακές κριτικές για τη μουσική του. Ήταν κοσμήτορας του μουσικού τμήματος του πανεπιστημίου της Βιέννης και δεν ήθελε να διοριστεί ο Μπρούκνερ λέκτορας στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, ο Μπρούκνερ πήρε αυτή τη θέση το 1875. Έγινε όλο και πιο διάσημος, ιδίως αφότου ο μεγάλος μαέστρος Arthur Nikisch διηύθυνε την πρώτη εκτέλεση της Συμφωνίας του αρ. 7 στο Gewandhaus της Λειψίας το 1884. Του απονεμήθηκαν πολλές τιμητικές διακρίσεις. Τη στιγμή του θανάτου του δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει τη Συμφωνία αρ. 9. Ενταφιάστηκε στον Άγιο Φλόριαν.

Προσωπικότητα

Ο Μπρούκνερ παρέμεινε πάντα ένας απλός άνθρωπος που ντυνόταν και συμπεριφερόταν σαν κάποιος από ένα μικρό χωριό. Ποτέ δεν ένιωθε μεγάλη αυτοπεποίθηση και πάντα ρωτούσε τους άλλους ανθρώπους αν ήταν αρκετά καλός για τη δουλειά του. Ποτέ δεν παντρεύτηκε ούτε είχε μια κανονική σχέση με κανέναν, αν και ερωτεύτηκε αρκετές νεαρές γυναίκες.

Μουσική και επιτεύγματα

Οι συμφωνίες του Μπρούκνερ δείχνουν μια θαυμάσια ικανότητα να αναπτύσσει ιδέες αργά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ορισμένα από τα αργά μέρη διαρκούν περίπου 30 λεπτά. Η μουσική του αναπτύσσεται σταδιακά σε μεγάλες κορυφώσεις με τρόπο παρόμοιο με τη μουσική οργάνων. Τα scherzos του (τρίτα μέρη) είναι μελωδικά χορευτικά μέρη που συχνά ακούγονται σαν χωριάτικοι χοροί. Η μουσική του δείχνει μεγάλες αρμονικές και πολυφωνικές ικανότητες. Ο Μπρούκνερ έκανε συχνά αναθεωρήσεις (αλλαγές) στη μουσική του. Αυτό συχνά δημιουργεί πρόβλημα στους μαέστρους σήμερα, καθώς πρέπει να αποφασίσουν ποια έκδοση θα χρησιμοποιήσουν. Πολλοί μουσικοί πιστεύουν ότι συχνά οι πρώτες εκδόσεις του Μπρούκνερ ήταν οι καλύτερες. Οι αναθεωρήσεις ήταν συχνά περικοπές για να κάνουν μια συμφωνία μικρότερη, ώστε οι ορχήστρες να την παίζουν πιο εύκολα, αλλά οι περικοπές χαλάνε τη ροή της μουσικής. Σήμερα αναγνωρίζουμε τον Μπρούκνερ ως έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς συμφωνιών καθώς και ως έναν σπουδαίο συνθέτη χορωδιακής μουσικής.

Ερωτήσεις και απαντήσεις

Ερ: Ποιος είναι ο Άντον Μπρούκνερ;


A: Ο Άντον Μπρούκνερ είναι αυστριακός συνθέτης, οργανίστας και δάσκαλος.

Ερ: Για ποιο λόγο είναι διάσημος ο Άντον Μπρούκνερ;


A: Ο Άντον Μπρούκνερ είναι ιδιαίτερα διάσημος για τις εννέα συμφωνίες του.

Ερ: Πώς θα περιγράφατε τις συμφωνίες του Άντον Μπρούκνερ;


Α: Οι συμφωνίες του Άντον Μπρούκνερ είναι πολύ μεγάλες και είναι γραμμένες σε ύστερο ρομαντικό ύφος για μεγάλη ορχήστρα.

Ερ: Τι άλλους ρόλους είχε ο Άντον Μπρούκνερ εκτός από το να είναι συνθέτης;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ ήταν επίσης οργανίστας και δάσκαλος.

Ερ: Πότε και πού γεννήθηκε ο Άντον Μπρούκνερ;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ γεννήθηκε στο Άνσφελντεν της Αυστρίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1824.

Ερ: Πότε και πού πέθανε ο Άντον Μπρούκνερ;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ πέθανε στη Βιέννη στις 11 Οκτωβρίου 1896.

Ερ: Πόσες συμφωνίες έγραψε ο Άντον Μπρούκνερ;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ έγραψε εννέα συμφωνίες.

Ένα σκυλάκι συντροφιάς, του Άγγελου Κολοκοτρώνη. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Φίλες και φίλοι του θεάτρου, απόψε θα σας παρουσιάσω το μονόπρακτο του Άγγελου Κολοκοτρώνη: «Ένα σκυλάκι συντροφιάς». Πρόκειται για ένα έργο μέσω του οποίου ασκείται, με σαρκαστικό τρόπο κριτική για μια καθημερινότητα την οποία είτε βιώσαμε είτε βιώνουμε όλοι μας.


  Το έργο περιλήφθηκε στη συλλογή θεατρικών έργων: «Πλανόδιοι έρωτες (αποτελεί και το κεντρικό έργο της συλλογής) …και άλλα πέντε έργα», και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη το 2019.

  Το «Σκυλάκι συντροφιάς» είναι ένα μονόπρακτο διάρκειας δεκαπέντε λεπτών. Μονόπρακτο έργο, ή πιο συνηθισμένα «μονόπρακτο», είναι ένα σύντομο θεατρικό έργο που διαδραματίζεται σε μία πράξη ή σε μία σκηνή, σε αντίθεση με έργα που διαδραματίζονται σε πλήθος σκηνών σε μία ή περισσότερες πράξεις. Τείνουν να είναι απλούστερα και έχουν λιγότερα αντικείμενα, σκηνικά και ηθοποιούς, ενώ μερικές φορές μόνο έναν ηθοποιό. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει και το συγκεκριμένο έργο στο οποίο έχουμε έναν και μόνο ηθοποιό: τον κύριο Μανώλη…

 

Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης.

  Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του έργου ας πούμε λίγα λόγια για τον συγγραφέα Άγγελο Κολοκοτρώνη, που πρόσφατα μας εντυπωσίασε όλους με το: «Πολύ κακό για ένα καπέλο εποχής», το οποίο διαβάστηκε στο Θέατρο Φλέμιγκ, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Μήτα το φετινό καλοκαίρι:

  Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

  Διετέλεσε επί σειρά ετών αρχισυντάκτης, διευθυντής ειδήσεων, γενικός διευθυντής, σε πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης της Βορείου Ελλάδος, διετέλεσε δυο φορές διευθυντής του Δημοτικού Ραδιοφώνου Θεσσαλονίκης, ενώ δίδαξε δημοσιογραφία, σε τμήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και σχολών Ι.Ε.Κ. Εκπροσώπησε την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας- Θράκης – της οποίας είναι μέλος από το 1986 – στο διοικητικό συμβούλιο του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, με ομόφωνη απόφαση της διοίκησης των δημοσιογράφων, όπως και δύο φορές στην επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για το βραβείο «Αλέκος Λιδωρίκης».

  Εκλέχθηκε δύο φορές στο Συμβούλιο Τιμής και Δεοντολογίας Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης. Έχει τιμηθεί από το Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τη συνολική δημοσιογραφική προσφορά του και από πλήθος άλλων συλλόγων και σωματείων, για την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο.

  Έχει γράψει τα βιβλία: «Πλανόδιοι έρωτες» (Θέατρο), «Ανάμεσα στο πλήθος» (Χρονογραφήματα), «Ο Χορτιάτης» (Ιστοριογραφική αναφορά) καθώς επίσης και πολιτικές αναλύσεις, άρθρα και χρονογραφήματα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών και άλλων πόλεων.

Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης


Ας επιστρέψουμε όμως στο «Σκυλάκι συντροφιάς».

 

Ο κύριος Μανώλης.

  Ο κύριος Μανώλης που αυτοσυστήνεται ως σκέτος Μανώλης, καθώς έτσι τον ξέρουν όλοι στη γειτονιά του «ομιλεί επί ενός θέματος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος». Ποια είναι η γειτονιά όμως του ομιλούντος; Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ζει κάπου στην Εδμόνδου Ροστάν στη Θεσσαλονίκη. Ομιλεί για τρίτη φορά επί σκηνής ενώπιων ακροατηρίου, όπως ο ίδιος μας ενημερώνει. Το κοινό του κυρίου Μανώλη είναι ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος».

  Η ομιλία του κυρίου Μανώλη λαμβάνει χώρα κάπου μέσα στα χρόνια της υπέρ-δεκαετούς οικονομικής κρίσης που βίωσε η χώρα μας. Εκ πρώτης ο πρωταγωνιστής φαίνεται να ομιλεί για «ζητήματα οικολογίας γενικώς».

 

Οι προβληματισμοί του κυρίου Μανώλη σχετικά με τα ζώα συντροφιάς.

  Ο ομιλών καυτηριάζει όλους εκείνους τους φιλόζωους οι οποίοι αποκτούν για συντροφιά ένα σκυλάκι, πλην όμως δεν επιδεικνύουν σεβασμό στους γύρω τους αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο. Δυστυχώς αυτοί είναι ουκ ολίγοι! Τους διακρίνει βέβαια  τους τυπικούς, ως προς το σύνολο των συνανθρώπων τους, φιλόζωους: «Ζητώ συγνώμη εκ των προτέρων από όλους εκείνους που έχουν φροντίσει να έχουν μαζί τους τα απαραίτητα σύνεργα, ένα σκουπάκι, ένα φαρασάκι και πλαστικά γαντάκια, προκειμένου να φροντίσουν ώστε οι δρόμοι να είναι καθαροί, Οι περισσότεροι όμως δεν το πράττουν.»

  Η αναφορά του παραλίγο καβγά με τη σύζυγο του, εξαιτίας της ατυχίας που είχε να πατήσει μια φορά περιττώματα σκύλου, από τον κύριο Μανώλη προκαλεί το γέλιο στον αναγνώστη. Το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποιεί για να διακωμωδήσει τα όσα άκουσε από τη σύζυγο του, του θυμίζει λίγο από τα κείμενα των χρονογραφημάτων της Θέμιδας (είτε έχει νεύρα είτε έχει κέφια) του Δημητρίου Ψαθά.

  Ο κύριος Μανώλης είναι αγανακτισμένος αλλά ταυτόχρονα και λογικός. Δικαιολογεί την αδυναμία της Πολιτείας να λύσει το πρόβλημα που προκαλεί η σκυλίσια ρύπανση και (ορθά) θέτει θέμα παιδείας και πολιτισμού, ως προϋπόθεση για την επίλυση του.

  Παρακάτω ο πρωταγωνιστής μιλάει για τον υπερπληθυσμό σκύλων στην Ελλάδα. Ο κύριος Μανώλης συνδέει ειρωνικά, κατόπιν προσωπικής έρευνας όπως μας λέει, την αύξηση των σκύλων με τη γελοία πεποίθηση αρκετών ότι οι σκύλοι συντροφιάς θα τους γλιτώσουν από τους διαρρήκτες! «Ένα άλλο ζήτημα είναι γιατί υπάρχει αυτός ο υπερπληθυσμός στην Ελλάδα. Από μία έρευνα που έκανα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ένας από τους λόγους είναι διότι πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται να μην έρθει κανένας διαρρήκτης στο σπίτι τους τα χαράματα, ή όποτε άλλοτε και η μόνη άμυνα που έχουν είναι τα σκυλάκια, που αρχίζουν και γαβγίζουν και τρέπουν σε φυγή τους διαρρήκτες.»

  Ο κύριος Μανώλης στηλιτεύει και εκείνους που παίρνουν μαζί τους ένα ζωάκι για να κάνουν επίδειξη δύναμης. Εδώ ο πρωταγωνιστής (που τον σέβεται όλη η Εδμόνδου Ροστάν) με χιούμορ μας πληροφορεί ότι η γυναίκα του ουδέποτε χρειάστηκε να πάρει ένα σκυλάκι προκειμένου να κάνει επίδειξη δύναμης καθώς ο ίδιος έχει αναλάβει αυτό το ρόλο.

 

Οι επαγωγικοί συλλογισμοί του Κολοκοτρώνη.

  Χρησιμοποιώντας, όπως προαναφέραμε, προβλήματα τα οποία άπτονται της κατάστασης με τα ζώα συντροφιάς, κάνει χρήση επαγωγικής συλλογιστικής ώστε να μεταφέρει αλλού το ενδιαφέρον του κοινού. Ο συγγραφέας προχωρεί, στο δεύτερο μισό του μονόπρακτου, χωρίς φυσικά να χάνει το χιούμορ του, σε θέματα σχετικά με το κοινωνικό και πολιτικό «γίγνεσθαι» της εποχής της οικονομικής κρίσης. Αυτός υπήρξε ασφαλώς και ο πρωταρχικός στόχος του Κολοκοτρώνη.

  Στον επαγωγικό συλλογισμό ακολουθούμε πορεία αντίστροφη προς τον παραγωγικό: ξεκινούμε από το ειδικό και το συγκεκριμένο και καταλήγουμε στο γενικό και το αφηρημένο· από τις επιμέρους περιπτώσεις στον κανόνα, στο νόμο που τις διέπει. Στον επαγωγικό συλλογισμό οδηγούμαστε στο συμπέρασμα συνήθως πιθανολογικά, με την πεποίθηση ή την προσδοκία ότι, αυτό που ισχύει για κάποιο μέρος / τμήμα που μελετήσαμε, θα ισχύει και για τα υπόλοιπα τμήματα του συνόλου.

  Ο Κολοκοτρώνης, με καυστικό χιούμορ, βάζει τον κύριο Μανώλη να μας πει ότι ένα σκυλάκι χωρίς να το διδάξει κανείς, κάποιες φορές μπορεί διώχνει τους κλέφτες. Ένας νοήμων άνθρωπος, όμως, δε διώχνει τους πολιτικούς που τον κατακλέβουν! Οι δυνατότητες είναι μεγάλες: «Γαβγίζει ο σκύλος, φεύγει ο διαρρήκτης, γαβγίζει, συγνώμη φωνάζει ο κόσμος, πάει σπίτι του ο υπουργός. Και αν κλέβουν όλοι μαζί, όλοι μαζί σπίτι τους να πάνε και να μην ξαναγυρίσουν, οι αδίστακτοι, οι άκαρδοι, οι άσχετοι και το κακό συναπάντημα. Α, μα, πια αγανάκτησα.» Δικαίως αγανακτεί. Διερωτάται γιατί ενώ είναι τόσο απλό, εντούτοις όμως εμείς δε μπορούμε να το καταλάβουμε ή το καταλαβαίνουμε και δεν το συνειδητοποιούμε!

   Οι ιδεολογικοί επαναστάτες τον καιρό της κρίσης βρίσκονται σε σύγχυση. Τους είδαμε και τους καταλάβαμε. Δεν υπήρξε ιδεολογία για να γίνει επανάσταση, όπως εύστοχα επισημαίνει ο κύριος Μανώλης. Τη θέση της βούλησης για επανάσταση κατέλαβε η ακατανίκητη δύναμη της μάχης για επιβίωση.

  Η υποκρισία των κυβερνόντων εκείνη την εποχή δεν είχε όριο. Ο συγγραφέας διερωτάται βλέποντας την απάθεια της μάζας καθώς ισοπεδώνεται οικονομικά, εάν είμαστε τελικά κατώτεροι από τα γατάκια «που βγάζουν νύχια όταν τα απειλούν αλλά και καθαρίζουν την πόλη από τα ποντίκια γλιτώνοντας την έτσι από την πανούκλα!» Τα τρωκτικά εδώ έχουν γίνει προστατευόμενο είδος όπως η Καρέτα-Καρέτα. Τα τρωκτικά ασφαλώς και είναι τα δίποδα παράσιτα που λυμαίνονται το δημόσιο βίο.

  Οι παραλληλισμοί διεργασιών του φυσικού περιβάλλοντος υπονοούν πολλά: «τα κοράκια κρώζουν όταν βρίσκονται στη διαδικασίας διεκδίκησης της προτεραιότητας πάνω στο σφάγιο, οπότε ακούγονται δυνατοί συριστικοί ήχοι, σφυρίγματα και λαρυγγισμοί, με σκοπό τον εκφοβισμό του αντιπάλου.» Ο νοών νοείτω. Λίγο πιο κάτω η αποδόμηση των κυβερνόντων είναι εύκολη υπόθεση. «Όλοι αυτοί (έστω οι περισσότεροι), οι εξαίρετοι ρήτορες που επιχειρούν να περιγράψουν το δράμα ενός λαού, έχουν εντωμεταξύ εξασφαλίσει μια ζωή χαρισάμενη μέχρι και στα τρισέγγονα τους. Πως να τους πιστέψουμε και πολύ περισσότερο να ξαναστηρίξουμε τις ελπίδες μας πάνω σε ένα κούφιο ξύλο, που παριστάνει το δέντρο, σε ένα παράδεισο που δεν υπάρχει;»

  Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι χρήσιμος αρωγός των ανωτέρω τρωκτικών. Ευστοχότατο το παράδειγμα του Ναπολέοντα, ο οποίος από κανίβαλος, όπως χαρακτηρίστηκε από τις γαλλικές εφημερίδες όταν απέδρασε από το νησί του Έλβα, μετατράπηκε σε Αυτοκράτορα από τις ίδιες εφημερίδες. Σωστά τα λέει ο κύριος Μανώλης. Ο Τύπος με τη στημένη ενημέρωση ποδηγετεί τις μάζες. Οι πολιτικοί τελικά μας θέτουν ένα τρομαχτικό δίλλημα: Ή εμείς ή κανείς!  «Μετά από μας τι;»

  Το παράδειγμα του Καζαντζάκη φέρνει απελπισία. Ο αναγνώστης στο σημείο αυτό επιθυμεί να ξεφύγει. Θέλει ελπίδα. Ο συγγραφέας δίνει στο τέλος τη διέξοδο: «Συνήθως ξέρουμε τη μισή αλήθεια. Υπάρχει και η άλλη μισή που περιγράφουμε τα κατορθώματα των αντρειωμένων, που περιγράφονται σε ένα παραδοσιακό τραγούδι.» Κατόπιν μας παραθέτει τους στίχους του τραγουδιού: «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις σα λάχει και αστοχήσει. Κι αν ξαστοχήσει μια και δυο, πάλι αντρειωμένος θα’ ναι. Σαν είν’ ο τράγος δυνατός, δεν τον βαστάει η μάντρα. Ο άντρας ‘ναι που κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα.»

 

  Ποιος είναι τελικά ο κύριος Μανώλης; Όσοι γνωρίζουν τον Άγγελο Κολοκοτρώνη θα εντοπίσουν πολλά στοιχεία από την προσωπικότητα του στον πρωταγωνιστή. Πολλοί από εμάς θα δουν και τον εαυτό τους. Ο κύριος Μανώλης εκπροσωπεί το μέσο Έλληνα, αυτόν δηλαδή που σήκωσε το βάρος της οικονομικής κρίσης και αγανάκτησε με όσα έγιναν. Με όχημα όμως τη λογική του παρά τις δυσκολίες που πέρασε δεν απώλεσε το χιούμορ του…



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, του Γεωργίου Βιζυηνού. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Φίλες και φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το αριστουργηματικό διήγημα του Βιζυηνού με τίτλο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Το έργο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ¨Εστία¨ μεταξύ 23-10-1883 και 3-11-1883 σε τρεις συνέχειες. Πρόκειται για μια πολύ καλή ανάλυση, (και με χρήση σασπένς μάλιστα) μιας ορθόδοξης οικογένειας που ζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

 


  Ο πραγματικός χρόνος του έργου είναι πιθανότατα το 1880, καθώς ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Χρηστάκης δολοφονήθηκε τρία χρόνια νωρίτερα στις αρχές του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877).

 

  Ο συγγραφέας ήταν από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που στη χώρα μας οι πεζογράφοι στρέφονταν στην περιγραφή της υπαίθρου με στόχο τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Έτσι σιγά σιγά άρχιζε να καλλιεργείται το ηθογραφικό διήγημα.

 

 

Η υπόθεση του έργου:

 

   Η ιστορία ξεκινά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο ήρωας του έργου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βιζυηνό, συναντά την μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης ερχόμενος από την Ευρώπη, όπου σπούδαζε.

 

  Η μητέρα και ο Μιχαήλος υποδέχονται με μεγάλη χαρά τον Γιωργή, την ίδια στιγμή όμως η ενθύμηση του χαμού του Χρηστάκη φορτίζει το όλο σκηνικό. Από αυτό το σημείο αρχίζει η εξιστόρηση των γεγονότων από την μάνα, που αφορούν την δολοφονία του μεσαίου της υιού, του Χρηστάκη, καθώς ο Γιωργής δεν γνωρίζει ακριβώς τα συμβάντα εξαιτίας της απουσίας του στο εξωτερικό.

 

  Κάποια μέρα στο σπίτι της μητέρας του Γιωργή εμφανίζεται ο Χαραλαμπής του Μητάκου ή αλλιώς Λαμπής, που εκείνη την εποχή εργάζεται στο ταχυδρομείο και προτείνει στον Χρηστάκη να αναλάβει εκείνος την πόστα. Παρά τις αντιδράσεις της μάνας με το αλάνθαστο ένστικτο της εκείνος αναλαμβάνει το ταχυδρομείο και μόλις την πρώτη μέρα της εργασίας του σκοτώνεται στη γέφυρα στο Λουλεβουργάζι. Από εκείνη την στιγμή αρχίζει μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί ο φονιάς.

  

  Στο μεταξύ ο Βιζυηνός παρεμβάλει στο διήγημα του την ιστορία του Τούρκου Κιαμήλ, ο οποίος βαριά άρρωστος περιθάλπεται από την μάνα του Γιωργή, όσο εκείνος λείπει. Ο Κιαμήλ βλέπει την μάνα του Γιωργή σαν δεύτερη μάνα του και εκείνη με την σειρά της τον υπεραγαπά και τον αισθάνεται γιό της. Ο καημένος ο Κιαμήλ τρέφει ένα καημό όμως μέσα του. Ερωτεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου κτηματία και με τον αδερφό της έγινε και ο ίδιος αδερφός αφού ενώσαν και το αίμα τους και γίνανε καρντάσηδες. Σε μια ενέδρα όμως σκοτώνεται ο αδελφοποιτός του και ο Κιαμήλ μόλις που καταφέρνει να σωθεί. Από εκείνη την στιγμή ορκίζεται πως θα εκδικηθεί την δολοφονία του αδελφοποιτού του.

  Τελικά φανερώνεται η τραγική αλήθεια : Ο Κιαμήλ, προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του σκότωσε άθελα του τον αδερφό του συγγραφέα και στη συνέχεια τον ταχυδρόμο Λαμπή, τον οποίο θεωρούσε βρικόλακα. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του, χωρίς εκείνη να ξέρει την αλήθεια για τον φονιά του παιδιού της.

 


 

Περεταίρω στοιχεία για το έργο:

  Το έργο ψυχογραφεί, μέσω των πρωταγωνιστών, δύο λαούς (Έλληνες και Τούρκους) χωρίς φυλετική αντιπάθεια αλλά με γνώση και αγάπη. Ο Βιζυηνός κάνει επιπλέον έντονες αναφορές στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Ανατολική Θράκη. Λαογραφικά στοιχεία από τη ζωή μικρών αγροτικών κοινωνιών αλλά και προφορικής παράδοσης πλεονάζουν στα γραπτά του Βιζυηνού.

 

  Γενικότερα στο έργο του Βιζυηνού θα συναντήσουμε τον έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του, καθώς επίσης και πολλά βιώματα. Ο συγγραφέας θέτει στο επίκεντρο της δημιουργίας του το ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ψυχή, έτσι τα διηγήματα του (μεταξύ αυτών και το εν προκειμένω) καταλήγουν ψυχογραφικά αφηγήματα.



 


  Οι διάλογοι, επιπρόσθετα, ακολουθούν το ιδίωμα της Θράκης. Η γλώσσα του Βιζυηνού είναι αρχαΐζουσα αλλά προσιτή.  Πρόκειται για μια απλή και θερμή καθαρεύουσα που πλησιάζει συχνά το λόγο της καθημερινής ζωής, μια καθαρεύουσα που ανοίγει το δρόμο για τη δημοτική όχι γιατί ο συγγραφέας συνδιαλέγεται στη δημοτική αλλά γιατί ο ίδιος διακατέχεται από λαϊκό συναίσθημα. Ο Βιζυηνός συνήθως αφηγείται στην καθαρεύουσα αλλά στους διαλόγους χρησιμοποιεί τη δημοτική και την τοπική θρακική διάλεκτο. Οι διάλογοι δίνουν ζωντάνια στο έργο κυρίως επειδή τα λόγια των ηρώων παρατίθενται όπως ειπώθηκαν.

 

  Ο Βιζυηνός όσον αφορά την αφηγηματική του τεχνική αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, τα έργα του όμως παρουσιάζουν μία θεατρικότητα. Ο τρόπος αφήγησης είναι, όπως θα δούμε μεικτός (διήγηση και μίμηση). Σχετικά με τη μίμηση, ο αναγνώστης παρατηρεί έναν δραματοποιημένο αφηγητή να διηγείται την ιστορία, παράλληλα όμως η φωνή του διακόπτεται για να παρατεθούν διάλογοι, όπως ακριβώς έγιναν στην πραγματικότητα. Έτσι καταλήγουμε στην αυτοπρόσωπη αφήγηση με μια δυναμική προσωπικής μαρτυρίας.

  Ταυτόχρονα δεν απουσιάζει και ο εγκιβωτισμός: Η διακοπή δηλαδή της κανονικής ροής της αφήγησης για να παρουσιαστεί μια άλλη αφήγηση. Ο αφηγητής είναι ενδογιηγητικός και ομοδιηγητικός, μετέχει δηλαδή στην ιστορία αλλά δεν είναι δική του ιστορία ούτε πρωταγωνιστεί έστω στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

 

  Ο συγγραφέας ήταν μεγαλωμένος στα χρόνια του Ρομαντισμού, ενός ξενόφερτου λογοτεχνικού κινήματος, το οποίο υιοθέτησαν οι λογοτέχνες της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Συγγραφείς όπως ο Ραγκάβης καλλιέργησαν το ιστορικό μυθιστόρημα με γλωσσικό όργανο την καθαρεύουσα. Με την εμφάνιση του Βιζυηνού στα γράμματα ο Ρομαντισμός είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες του.

 

  Στη χρονική συγκυρία της ανάδειξης του Βιζυηνού εμφανίζεται το ηθογραφικά διήγημα που επιδιώκει να παρουσιάσει τη ζωή στην ύπαιθρο. Για πολλούς μάλιστα ο Βιζυηνός θεωρείται ο εισηγητής του Νεοελληνική Λογοτεχνία.

 

  Ο ίδιος αξιολογεί το αφηγηματικό του έργο ως εξής : « Πρώτος εγώ διήνοιξα τον νέον δρόμον της νεοελληνικής λογογραφίας, κατορθώσας διά των εν τη Εστία διηγημάτων μου να υποδείξω, κατ’ αντίθεσιν προς τα του Ραγκαβή και των άλλων, τι εστί διήγημα, τι εστί μελέτη και αναγραφήτου εθνικού βίου και των εθνικών παραδόσεων υπό τύπον διηγήματος και λογογραφίας, ενκαθαρά ψυχολογική και ιστορική κρίσει.» Ο Βιζυηνός βρίσκεται στο μεταίχμιο παρακμής της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής και του ρομαντισμού (Δ. Παπαρρηγόπουλος, Αχ. Παράσχος) και στο ανανεωτικό πνεύμα που θα φέρει η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ο συγγραφέας διανθίζει το έργο του με τα χαρακτηριστικά και των δύο παραδόσεων. Αφηγητής της ιστορίας θα είναι ο Γιωργής, ο μορφωμένος γιος που πρόκοψε στο εξωτερικό, με αρκετά κοινά στοιχεία με τον ίδιο το Βιζυηνό.

 


  Στο έργο ξεδιπλώνεται η εναγώνια αγάπη για τον ξενιτεμένο γιο, η οδύνη και η απελπισία για τον ανεξήγητο θάνατο από ένα μυστηριώδη πυροβολισμό του άλλου γιου της. Είναι αξιοπρόσεκτη η εκδικητική μανία της μητέρας που έχασε τον άντρα της και το μεγαλύτερο γιο της το Χρηστάκη. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος θα σημειώσει: «Στο διήγημα καρτερούμε στις πρώτες σελίδες μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ’ ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσης, όπου ο φονιάς μας γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς.» Ο νεαρός Τούρκος θα εξιλεωθεί για το τραγικό του λάθος και θα σταθεί στη μάνα σιωπηλός δούλος εφ’ όρου ζωής.

 

  Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς ο Χρηστάκης απουσίαζε σε όλο το διάστημα κατά το οποίο ο Κιαμήλης παρέμενε και ανάρρωνε στο σπίτι τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας». Ο Χρηστάκης έμεινε μακριά από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμήλης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.

 


  Ο Κιαμήλ από φονιάς γίνεται τελικά συμπαθητικό πρόσωπο. Κιαμήλ και μητέρα αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας. Η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο φονιάς ποιο ήταν το πραγματικό θύμα. Η τραγικότητα έγκειται στο ότι θύτης και θύμα δε γνωρίζουν το δίχτυ της μοίρας στο οποίο έχουν παγιδευτεί. Και σε αυτό το διήγημα του Βιζυηνού η τραγικότητα είναι διάχυτη.

 

  Ο Παναγιώτης Μουλάς θα τονίσει «…Θα ’λεγα πως εδώ η ισορροπία των αντιθέσεων λειτουργεί με τον τελειότερο τρόπο. Η επιμελημένη τεχνική συνδυάζεται με τολμηρές καταδύσεις στο βυθό ης ψυχής. Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, Έλληνες και Τούρκοι πιασμένοι στα πλοκάμια της μοίρας. Η μητέρα του θύματος και ο δολοφόνος: η πρώτη δεμένη στην άγνοιά της, ο δεύτερος, αγαθός και αθώος, βυθισμένος στη συσκότιση του νου του…»

 

  Θα κλείσουμε παρατηρώντας ότι ο ίδιος προβληματισμός συνίσταται και στο Έγκλημα και τιμωρία. Όπως και στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι προβάλλεται έντονα η ενοχή της συνειδήσεως και το ερώτημα Ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος; Εκείνος που διαπράττει με τα χέρια του το έγκλημα ή εκείνος που υποκινεί; (Ο ηθικός αυτουργός δηλαδή.)  Ο Βιζυηνός φτάνει στο τέλος του έργου και φαίνεται ότι ακόμη δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος ευθύνεται για το χαμό του αδερφού του…

 

-Το έργο έχει παιχτεί σε έκδοση Ραδιοφωνικού Θεάτρου από την Κρατική Ραδιοφωνία με πρωταγωνιστή το Νικήτα Τσακίρογλου. Επίσης έχει γυριστεί σε μίνι σειρά από την ΕΡΤ με πρωταγωνιστή το Σόλωνα Τσούνη.


Ο Νικήτας Τσακίρογλου πρωταγωνιστεί, με απόλυτη επιτυχία, στο ρόλο του Γιωργή


 

Παίζουν: Βουλαλάς ΤάκηςΓιωτόπουλος ΜπάμπηςΓλυκοφρύδη ΑντιγόνηΕλευθεριάδης ΛευτέρηςΚατσέλη ΑλέκαΚοκάκης ΚώσταςΠαναγιώτου Κάκια ,Παρτσαλάκης Γιώργος,Ρ ευματάς ΜάκηςΤσακίρογλου ΝικήταςΤσούτσης Δημήτρης


Ο Μάκης Ρευματάς



Το έργο (διάρκειας 10 ωρών και 25 λεπτών) μπορείτε να το ακούσετε εδώ:

http://isobitis.com/theatro1/?p=5319


Ο Γιώργος Παρτσαλάκης


Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

https://www.schooltime.gr/wp-content/uploads/2014/04/poios-iton-o-foneus-tou-adelfou-mou-viziinos-schooltime-2014.pdf


Πηγές:

https://www.poeticanet.gr/swsias-nekroy-adelfoy-diakeimenikes-simeiwseis-a-33.html?category_id=56

https://e-didaskalia.blogspot.com/2019/02/blog-post_848.html

https://filologosstoparathiri.com/2012/07/20/ποίος-ήτον-ο-φονεύς-του-αδερφού-μου-γε/

filoblogiko.blogspot.com/2012/12/blog-post_3030.html

Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφρ. Δ. Δούκα,  εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

 

 

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.



Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...