Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλβανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλβανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

  Στις 17 Ιανουαρίου το 1468 πεθαίνει ο Γεώργιος Καστριωτης Σκεντερμπεης υιός του Ιωάννη και αργότερα "προκάτ κατασκευασμένου" εθνικού ήρωα των …Αλβανών.Αθλητης του Χριστού (όπως τον αποκάλεσε ο Παπας Πιος) και υπέρμαχος της απανταχού Χριστιανοσύνης στην μάχη εναντια στους Οθωμανούς. Για την καταγωγή του ο Marini Barletii, πρώτος του Βιογράφος από την Σκόδρα (αρχές 16ου μ.Χ. αι.), τον αποκαλεί «ΗΠΕΙΡΩΤΗ ΠΡΙΓΚΗΠΑ » και «ΗΓΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ », ενώ ολόκληρη η βιογραφία αναφέρεται μόνο σε Ηπειρώτες και καθόλου σε Αλβανούς. Επίσης, ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης απευθυνόμενος προς τον ηγεμόνα του Τάραντα Ιωάννη Αντώνιο και προδίδοντας έτσι την καταγωγή και τα αληθινά του αισθήματα, γράφει : «οι προπάτορες ημών ήσαν ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ , εκ των οποίων ηγέρθη εκείνος ο ΠΥΡΡΟΣ του οποίου την ορμήν μόλις οι Ρωμαίοι ηδυνήθησαν να αντικρούσουν».



Στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας φυλάσσεται σφραγίδα (φωτό στα σχόλια), η οποία πιστεύεται ότι ανήκει στον Σκεντέρμπεη. Είναι στρογγυλή, διαμέτρου έξι εκατοστών, κατασκευασμένη από χαλκό και ζυγίζει 280 γραμμάρια. Στη σφραγίδα του Γ. Καστριώτη, απεικονίζεται "Βυζαντινός" δικέφαλος αετός, ο οποίος έχει κάτω από τα νύχια του λύκο ή τσακάλι, ενώ υπάρχει και κυκλική επιγραφή με συντμήσεις: "ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΛΕΩ ΘΥ, ΑΥΤ. ΡΩΜ, Ο ΜΕΓ. ΑΥΘ ΤΟΥΡΚ ΑΛΒ. ΣΕΡΒ. Κ. ΒΟΥΛΓΑΡ." Δηλαδή: "ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ, ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ, Ο ΜΕΓΑΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥΡΚΩΝ, ΑΛΒΑΝΩΝ ΣΕΡΒΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ"
Η αλβανική σημαία , η γνωστή κόκκινη σημαία με τον δικέφαλο αετό είναι η σημαία κάτω απο την οποία πολέμησε ο Γεώργιος Καστριώτης και αυτό που έχει πραγματική σημασία κατά την γνώμη μου είναι ότι πατέρας του Ιωάννης Καστριώτης(αλβανικά: Gjon Kastrioti ),είναι απόγονος διοικητών (επικεφαλείς) του Θέματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην περιοχή της σημερινής Βόρειας Αλβανίαςκαι της Βοϊσαβής (Vojsava / Βοϊσάβα), από τη σημαντική σερβική αρχοντική οικογένεια των Μπράνκοβιτς. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει οτι η οικογένεια Καστριώτη εχει συνείδηση υπηκόου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ακολουθούσαν θρησκευτικά το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να υφίσταται Διοικητής ”Θέματος ” του Βυζαντίου που να μην ανήκει στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία να μην ομιλεί την ελληνική γλώσσα και να μην θεωρεί εαυτόν αυτονόητα πλέον πολίτη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας , ή αλλοιώς της Φιλοχρήστου των Ρωμαίων Πολιτείας ή οπως την ονομάζουμε σήμερα Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Λογικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι οτι και το ”Θέμα” των Καστριώτηδων δεν εκπροσωπείται απο άλλη σημαία αλλά απο την σημαία της Ρωμαϊκής Ανατολικής Αυτοκρατορίας ακόμα και οταν ο Σουλτάνος Μουράτ ο Β ζητά υποταγή απο τον Ιωάννη Καστριώτη και ζητά σαν ομήρους τα 4 παιδιά του ενα απο τα οποία ειναι ο Γεώργιος. Όταν ο Γεώργιος Καστριώτης ξεφεύγει απο την ομηρία και επιστρέφει στην Κρούγια αποφασίζοντας να αντιμετωπίσει και να επαναστατήσει εναντίων των Οθωμανών με ποια σημαία θα αντιμετώπιζε λοιπόν τον Σουλτάνο; Με ποιάν άλλη , παρά με την πολεμική σημαία της Ρωμαϊκής Ανατολικής Αυτοκρατορίας χρήση της οποίας γινόταν στις πολεμικές επιχειρήσεις και ήταν χρώματος ερυθρού με τον δικέφαλο αετό στον φόντο .
Αυτή η σημαία υψώθηκε στο Πύργο του Γεωργίου Καστριώτη στην Κρούγια το 1443 , εξάλλου δεν υπήρχε και άλλη διαθέσιμη σημαία για να υψωθεί και που να βρεθεί άλλη δηλαδή , αυτή ήταν η σημαία του Τιμαρίου που άνηκε στην Ρωμαϊκή Ανατολική Αυτοκρατορία είτε το θελουμε , είτε δεν το θέλουμε. Ο Καστριώτης αντιμετώπιζε τους Οθωμανούς ως ο τελευταίος σχεδόν ”αντιπρόσωπος” της εναπομείνασας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο 1444–1466, απέκρουσε με αυτήν την σημαία 13 τουρκικές εισβολές. Οταν πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1468 με αυτήν την σημαία τον σκέπασαν στον Ναό του Αγίου Νικολάου στην Λισσό (Ελληνική αποικία από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ μεταγενέστερα στον μεσαίωνα μετονομάστηκε Αλέσιον και σήμερα είναι γνωστή σαν Λέζα-αλβ. Lezhë).

Γλωσσικός χάρτης του 1880 στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου (και Δυτ. Μακεδονίας).

 - Με πράσινο οι περιοχές όπου μιλούσαν αποκλειστικά ελληνικά.

- Με κόκκινο οι δίγλωσσες περιοχές (ελληνικά και αρβανίτικα)

- Με καφέ οι δίγλωσσες περιοχές (βλάχικα και ελληνικά)

- Με κίτρινο οι αλβανόφωνοι και 

- Με γκρι οι δίγλωσσοι (αρβανίτικα και βλάχικα).



Σημείωση1: Αξιοσημείωτος ο θύλακας ελληνοφωνίας στην περιοχή του Αυλώνα βόρεια της Χιμάρας.

Σημείωση2: Ο χάρτης σε ορισμένα σημεία δεν είναι ακριβής. Π.χ. βορείως της Σαγιάδας Θεσπρωτίας υπήρχαν αλβανόφωνοι οικισμοί (στην χάρτη απουσιάζουν), ενώ οι Παπαδάτες της Πρέβεζας ήταν καθαρά ελληνόφωνο χωριό (αν και εμφανίζεται δίγλωσσο).

Σημείωση3: Για να τον δείτε σε μεγαλύτερη ανάλυση "κατεβάστε" τον στον υπολογιστή σας και κάντε ζουμ.

Γιατί νικήσαμε τους Ιταλούς το 1940-41

 Λέγεται συχνά, εντελώς λανθασμένα, ότι οι Ιταλοί το 1940-41, ήταν δειλοί, ότι τρέπονταν σε φυγή έναντι των Ελλήνων, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν, ακόμα και ότι επίτηδες έχασαν για να φέρουν τους Γερμανούς στα Βαλκάνια ! Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, εκτός και αν δεχθούμε ότι οι Έλληνες που έπεσαν στην Αλβανία σκοτώθηκαν μόνοι τους. Οι Ιταλοί, ούτε δειλοί ήταν, ούτε το έβαζαν στα πόδια όταν άκουγαν την ιαχή «Αέρα». Πολέμησαν και μάλιστα φανατικά, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα τα επίλεκτα τμήματα Αλπινιστών και Βερσαλλιέρων.



Η εξήγηση για την ιταλική ήττα δεν έχει να κάνει με το θάρρος των Ιταλών στρατιωτών, αλλά με την ευφυΐα της ηγεσίας του και την εν γένει θεώρηση του κατά της Ελλάδας πολέμου από την φασιστική ιταλική ηγεσία, με το επίπεδο εκπαίδευσης του Ιταλικού Στρατού και με την ηθική προπαρασκευή του στρατού αυτού ενόψει της εισβολής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους «φωστήρες» τους φασισμού (Μουσολίνι, Τσιάνο, Γκάιντα, Ντε Βέκκι, Πράσκα, Σοντού) η Ελλάδα θα ήταν εύκολη λεία. Οι Έλληνες πίστευαν, δεν θα πολεμούσαν, γιατί ήταν διχασμένοι πολιτικά και ανοργάνωτοι στρατιωτικά. Την άποψή τους δε αυτή φρόντισαν να τη διοχετεύσουν και σε όλα τα κλιμάκια του στρατεύματος. Δυστυχώς για αυτούς τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε. Οι Έλληνες μόνο διχασμένοι δεν υποδέχθηκαν τους Ιταλούς και κάθε άλλο παρά ανοργάνωτοι στρατιωτικά ήταν.

Η κυβέρνηση Μεταξά είχε εγκαταστήσει ένα εξαίρετο δίκτυο πληροφοριών, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να γνωρίζει πολλά. Για παράδειγμα οι ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι επίκειται η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, πριν καν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι το υποψιαστούν. Επίσης η πολιτική χαμηλών τόνων που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στις εκατοντάδες ιταλικές προκλήσεις, αποκοίμισε τρόπο τινά τους Ιταλούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αντίσταση. Έτσι οι Ιταλοί αποτόλμησαν την επίθεση με δυνάμεις σαφώς ανεπαρκέστερες αυτών που θα μπορούσαν να διαθέσουν (9 μόλις μεραρχίες σε ολόκληρη την Αλβανία). Από δε τις δυνάμεις αυτές περίπου τις μισές (4 μεραρχίες) τις ανέπτυξαν αμυντικά, στην Δυτική Μακεδονία και στα γιουγκοσλαβικά σύνορα.

Η ιταλική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει και εναντίον της Ελλάδας τα γερμανικά διδάγματα περί κεραυνοβόλου πολέμου. Στη θεώρηση της αυτή όμως παρέλειψε να μελετήσει τρεις σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, το ορεινό του ελληνικού εδάφους, ειδικά στον τομέα της Ηπείρου. Δεύτερον τις ελληνικές προετοιμασίες και την άριστη οργάνωση του εδάφους από τις ελληνικές δυνάμεις της πρώτης γραμμής κα τρίτον, τέλος, το ηθικό του Ελληνικού Στρατού που ήταν άριστο, όχι μόνο γιατί πολεμούσε για το δίκιο, αλλά και γιατί ο Ελληνικός Στρατός της εποχής ήταν πραγματικά άριστα εκπαιδευμένος, διαθέτων εξαίρετους και το κυριότερο εμπειροπόλεμους αξιωματικούς – σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί από τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και πάνω ήταν βετεράνοι τουλάχιστον ενός πολέμου, αρκετοί δεν ανώτατοι αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μέχρι και 5 πολέμων (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία).

Σε αντιστάθμισμα αυτού οι Ιταλοί στρατιωτικοί είχαν πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατόπιν στην Ισπανία, χωρίς να διακριθούν ιδιαίτερα και στην Αιθιοπία, όπου χρειάστηκαν μέχρι χημικά αέρια για να συντρίψουν τους άτακτους Αφρικανούς αντιπάλους τους. Το γεγονός αυτό, της καταλυτικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των αντιπάλων τους αξιωματικών, δυστυχώς παραβλέπετε από τους περισσότερους – οπαδούς συγκεκριμένων πολιτικών θεωριών – ιστορικούς. Και όμως ήταν σαφώς ένας από τους κύριους παράγοντες της ελληνικής νίκης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Ελληνικός Στρατός παρουσίασε μεταξύ των εμπολέμων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν την υψηλότερη αναλογία νεκρών αξιωματικών. Οι Έλληνες αξιωματικοί της εποχής δεν περιορίζονταν να διοικούν τα τμήματά τους, εκ του ασφαλούς, όπως έπρατταν οι Ιταλοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από ανθυπολοχαγό μέχρι στρατηγό βρίσκονταν κοντά στους άνδρες τους, συμμερίζονταν τις κακουχίες τους και σε πολλές περιπτώσεις πέθαιναν μαζί τους.

Ο Έλληνας στρατιώτης του ’40 επίσης υπερείχε του αντιπάλου του, σε εκπαίδευση και κατά συνέπεια σε ηθικό. Ο Ιταλός στρατηγός Πράσκα, έκπληκτος από την αποτελεσματικότητα των ελληνικών πυρών όλμων, εξέφρασε την άποψη ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ειδικά πυρομαχικά. Φυσικά κανένα ειδικό πυρομαχικό δεν χρησιμοποιήθηκε. Απλώς οι άνδρες είχαν υποστεί τόσο εντατική εκπαίδευση που χρησιμοποιούσαν τον οπλισμό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τους Έλληνες πυροβολητές, που με την ευστοχία τους τρόμαξαν ακόμα και τους Γερμανούς βετεράνους. Ο Ελληνικός Στρατός, πτωχός όπως και η πατρίδα του δεν είχε κανένα περιθώριο σπατάλης. Η κάθε σφαίρα, η κάθε οβίδα έπρεπε να πιάνει τόπο. Και αυτό μόνο με την εκπαίδευση επιτυγχάνεται.

Επίσης η σκληρή εκπαίδευση είναι καταλυτικός παράγοντας ανάπτυξης υψηλού ηθικού, εφόσον ο καλά εκπαιδευμένος στρατιώτης γνωρίζει τις δυνατότητές του και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πέραν αυτών ο Έλληνας στρατιώτης, διαχρονικά στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του υπήρξε πείσμων στην άμυνα, αλλά και εξαίρετος στην επίθεση, διαθέτοντας κάτι παραπάνω από θάρρος, ένα ακατανόητο αίσθημα αυτοθυσίας και φιλοτιμίας. Αυτές ακριβώς τις αρετές του, που γνώριζαν καλά χάρη στην εμπειρία τους, ανέπτυξαν και εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι διοικήσεις, με αποτέλεσμα να επιτύχουν όσα πέτυχαν. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, ηγεσία και στράτευμα.

Αντί να δουν τους αντιπάλους τους να τρέπονται σε άτακτη φυγή ενώπιον των αρμάτων τους, του όγκου του πυροβολικού τους και των εκατοντάδων αεροσκαφών τους, αντίκρισαν έναν αντίπαλο που εφορμούσε και σταματούσε τα άρματα με κουβέρτες, που αγνοούσε τα πυρά και πυροβολούσε τα αεροσκάφη, ακόμα και με τα τυφέκιά του. Ο αιφνιδιασμός των Ιταλών κορυφώθηκε δε όταν, σύμφωνα με την περιγραφή Ιταλού αξιωματικού, «είδαν αυτούς τους δαίμονες να ορμούν ουρλιάζοντας, με εφ’ όπλου λόγχη» ! Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα σίγουροι για την επιτυχία τους, εφόσον – όπως έγραφαν οι εφημερίδες τους – «ο πόλεμος δεν γινόταν πλέον με δόρατα και σπαθιά, αλλά με άρματα και βαρύ πυροβολικό». Οι Έλληνες όμως τους απέδειξαν ότι η νέα έκδοση του δόρατος, η ξιφολόγχη, αλλά και η σπάθη του ιππικού, δεν είχαν χάσει καθόλου, μα καθόλου, την αξία τους.

«Οι Ελληνες δεν θα πολεμήσουν…» Του Φανη Κοιλανιτη*

 Αν θέλουμε πραγματικά να φωτίσουμε πληρέστερα το ιστορικό παρελθόν και να δούμε τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο από μιαν άλλη οπτική γωνία, από αυτή του «αντιπάλου» και μάλιστα των απλών Ιταλών στρατιωτών και των κατώτερων αξιωματικών, τίποτα δεν είναι πιο διαφωτιστικό από τις λογοκριμένες κυρίως επιστολές και τα ημερολόγιά τους. Τα γράμματα που στάλθηκαν από το αλβανικό μέτωπο αποτελούν μιαν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τα συγκεχυμένα συναισθήματά τους, τις τάσεις τους και τις απόψεις τους, γιατί είναι γνήσια και χωρίς υπαινιγμούς και μέσα απ’ αυτά οι στρατιώτες εκφράζουν τις ελπίδες τους, τις ψευδαισθήσεις τους, το θυμό τους και την πικρία τους.



Γράφτηκαν από ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και χαρακτηρίζονται από ελευθερία στην έκφραση και ειλικρίνεια σε αντίθεση με τα απομνημονεύματα της ανώτερης και ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως για παράδειγμα αν ο Ιταλός στρατιώτης είχε πειστεί γι’ αυτόν τον πόλεμο, κατά πόσον η προπαγάνδα είχε διεισδύσει στην επιχειρηματολογία του, κατά πόσον πίστευε ότι θα είναι ένας νικηφόρος πόλεμος, τι τον απασχολούσε, ποιους θεωρούσε συμμάχους και ποιους εχθρούς, πώς έκρινε την ανώτερη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Ξεκίνησαν αισιόδοξοι

Οι Ιταλοί στρατιώτες ξεκίνησαν για το ελληνικό μέτωπο αισιόδοξοι και πεπεισμένοι για μια εύκολη νίκη. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 πίστευαν ακράδαντα στην στρατιωτική υπεροχή της Ιταλίας και στα ιδεολογικά οράματά τους. Ο κατευθυνόμενος Τύπος, το ραδιόφωνο και ένα πλήθος οργανώσεων και συλλόγων είχαν πείσει τον ιταλικό λαό ότι ο Μουσολίνι είναι ο μεγάλος πολιτικός άνδρας, που θα δημιουργήσει μιαν ισχυρή Ιταλία και ότι είναι αυτός που θα φέρει την εσωτερική ειρήνη και την κοινωνική ισορροπία. Υπήρχε εξάλλου η Γερμανία, ο ισχυρός σύμμαχός τους, και όλα θα επιτυγχάνονταν χωρίς κόστος και θυσίες, αφού κανένας Ιταλός δεν πίστευε εκείνη την περίοδο ότι θα μπορούσε μια μέρα να βρεθεί από την πλευρά των ηττημένων.

Μέσα σ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις ζούσε η πλειοψηφία όχι μόνο της αστικής τάξης αλλά και των φτωχών ανθρώπων που πίστεψαν ότι θα καρπώνονταν και αυτοί τα αγαθά μιας ισχυρής Ιταλίας. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να πούμε ότι η πλειοψηφία του ιταλικού λαού τάχθηκε φανατικά με τον ίδιο το φασισμό και ασπάστηκε τις επιλογές του. Ο ιταλικός λαός έδωσε απλώς τη συναίνεσή του και υποστήριξε τις επιλογές τους κράτους, της κυβέρνησης, του βασιλιά, που για τους περισσότερους αντιπροσώπευαν την ίδια την πατρίδα, η οποία στο τέλος ταυτίστηκε με το φασισμό.

Οταν άρχισε ο πόλεμος, στα γράμματα των στρατιωτών συναντά κανείς το υψηλό φρόνημα του Ιταλού στρατιώτη, αγνά πατριωτικά αισθήματα, εμπιστοσύνη στον Ντούτσε και στον ιταλικό στρατό και την πεποίθηση ότι ο πόλεμος θα είναι σύντομος και εύκολος. Με την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, όμως, και όσο οι νίκες γίνονταν όλο και πιο δύσκολες και οι ήττες και οι οπισθοχωρήσεις όλο και πιο συχνές, η αρχική αισιοδοξία θα αντικατασταθεί από απαισιοδοξία και φόβο και αγωνία. Μόνο όταν θα έρθουν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα και βρεθούν από τη μεριά των ηττημένων, των τραυματισμένων και των αιχμαλώτων, οι Ιταλοί στρατιώτες θα αρχίσουν να αμφιβάλουν και να διερωτώνται τους λόγους για τους οποίους βρίσκονται μακριά από την πατρίδα τους, να πολεμούν σε ξένο έδαφος ένα λαό που δεν μισούν, ανθρώπους που υπερασπίζονται τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους και που στο παρελθόν -θα σκεφτούν οι πιο μορφωμένοι- προσέφερε στον κόσμο έναν αξιόλογο πολιτισμό.

Οι Ιταλοί θα αιφνιδιαστούν από τη σκληρή ελληνική αντίσταση και θα ακολουθήσει πανικός και σύγχυση. Πίστευαν, όπως άλλωστε διέδιδε και η προπαγάνδα, ότι οι Ελληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να πολεμήσουν, ότι δεν είχαν στρατό και ότι τους έλειπε η οργάνωση. Οι επιστολές, που λογοκρίνονται μετά την πρώτη εβδομάδα της κήρυξης του πολέμου, αυξήθηκαν κατά πολύ και όλο και περισσότεροι στρατιώτες εξέφραζαν παράπονα και διαμαρτυρίες. Η κριτική διάθεση θα αρχίσει να γίνεται εχθρική απέναντι στους υπεύθυνους αυτής της εκστρατείας. Εκτός από την εθνική ντροπή για την ήττα οι στρατιώτες θα υποφέρουν σ’ αυτό τον πόλεμο από την έλλειψη κατάλληλου ρουχισμού και εξάρτησης για ορεινές επιχειρήσεις.

Ο βαρύς χειμώνας, το χιόνι, το κρύο και η λάσπη θα καταλάβουν ένα μεγάλο μέρος των ημερολογίων τους και των επιστολών τους. Πολλές αναφορές γίνονται επίσης σε ένα πρόβλημα που βασάνιζε και τυραννούσε τους φαντάρους μέρα νύχτα και δεν ήταν άλλο από τις ψείρες και τους κοριούς, που βασάνιζαν βέβαια και τους Ελληνες στρατιώτες. Η πείνα στο μέτωπο υπήρξε ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Ο ανεφοδιασμός γινόταν με καθυστέρηση, το φαγητό δεν επαρκούσε και ήταν άσχημα μαγειρεμένο. Κάποιες φορές δεν δίστασαν να φάνε ακόμη και τα μουλάρια που είχαν επιτάξει για τη μεταφορά του οπλισμού! Σε πολλές, δε, επιστολές ζητούν από τους δικούς τους στην Ιταλία να τους στείλουν και φαγώσιμα με το ταχυδρομείο! Ζητούν επίσης από το σπίτι τους ραφτικά για να επισκευάσουν τις στολές τους, χαρτί αλληλογραφίας, λάμπες για το φακό, ακόμη και κορδόνια, πράγματα και υλικά που έπρεπε βέβαια να προμηθεύει ο ιταλικός στρατός.

Ο ιταλικός στρατός ξεκίνησε για έναν πόλεμο που θα διαρκούσε το πολύ μια εβδομάδα, η διάρκεια όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων κάνει τους στρατιώτες να νοσταλγούν το σπίτι τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, την καθημερινή ζωή, τον καιρό της ειρήνης. Ανησυχούν για τους δικούς τους στην πατρίδα. Για να μη στενοχωρήσουν οι πολίτες τους στρατιώτες ή οι στρατιώτες τους πολίτες, γράφουν ψέματα ότι όλα βαίνουν καλώς και χωρίς προβλήματα. Η ανέχεια, η πείνα και ο πόλεμος φέρνουν μια κρίση και στις ηθικές αξίες. Ο λογοκριτής καταγράφει τα πάντα και καταγράφει επίσης και την αγωνία του συζύγου ή αρραβωνιαστικού για τη σύζυγο ή ερωμένη που άφησε πίσω. Ανησυχία όμως εκδηλώνεται και για τις δουλειές τους, τα ζώα τους, το επάγγελμά τους και αμφιβάλλουν αν τα πράγματα μετά τον πόλεμο θα είναι όπως τα είχαν αφήσει. Οι κατηγορίες που εκτοξεύονται μέσα από τις επιστολές έχουν στόχο πρώτα απ’ όλα τη στρατιωτική ηγεσία. Η διαφθορά στα ανώτερα κλιμάκια, η έλλειψη οργάνωσης, οι αποτυχημένες στρατιωτικές ενέργειες εξαιτίας της έλλειψης οργανωτικών και στρατηγικών ικανοτήτων, η ελλιπής κατάρτιση πολλών αξιωματικών, η αλαζονεία και η έπαρση άλλων, το κυνήγι των μεταλλίων και οι ψευτοηρωισμοί, εξόργισαν τον απλό στρατιώτη.

Αισθάνθηκαν προδομένοι

Η πολιτική ηγεσία δεν θα μείνει στο απυρόβλητο. Η παράλογη απόφαση αυτού του πολέμου, ο χρόνος που επελέγη να γίνει η επίθεση και οι απατηλές υποσχέσεις και ψευδαισθήσεις προκάλεσαν ένα αίσθημα θυμού και αγανάκτησης και ο Ιταλός στρατιώτης αισθάνθηκε προδομένος. Παρ’ όλα αυτά, ο μύθος του Μουσολίνι θα σβήσει τελευταίος. Κυρίως ευθύνες θα καταλογιστούν στους συνεργάτες του, ενώ ο Ντούτσε «αν γνώριζε τι συμβαίνει θα άλλαζε τα πράγματα». Αυτή η εχθρότητα απέναντι στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πάρει σιγά σιγά τη μορφή ιδεολογίας και θα εξελιχθεί σε αντιφασισμό και μάλιστα οργανωμένο.

* Ο κ. Φάνης Κοιλανίτης είναι ιστορικός.

Πηγή Καθημερινή

H πυριτιδαποθήκη στο Βόρειο Κόσοβο

 Για δεύτερη φορά σε λιγότερο από ένα μήνα στήνεται σκηνικό έντασης μεταξύ Αλβανών και Σέρβων στο Βόρειο Κόσοβο, για να (μας) θυμίσει ότι η πιο επικίνδυνη σήμερα εθνικιστική πληγή της Βαλκανικής παραμένει ανοιχτή. Στις 20 Σεπτεμβρίου οι Σέρβοι του βορρά απέκλεισαν με οδοφράγματα δύο συνοριακές διαβάσεις, αντιδρώντας στην απόφαση της Πρίστινας να μην επιτρέψει την είσοδο οχημάτων που φέρουν σερβικές πινακίδες κυκλοφορίας.





Τώρα, στις αρχές της εβδομάδας, σημειώθηκαν στη βόρεια Μιτροβίτσα αιματηρά επεισόδια όταν εκατοντάδες Σέρβοι βγήκαν στους δρόμους και συγκρούστηκαν με την αστυνομία του Κοσόβου, που επιχείρησε να διενεργήσει ελέγχους για την πάταξη του λαθρεμπορίου. Υπήρξαν τραυματίες και έγιναν συλλήψεις, ενώ, όπως συμβαίνει κάθε φορά που σημειώνονται επεισόδια, ακολούθησε πόλεμος δηλώσεων μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου, με τον Σέρβο πρόεδρο Βούτσιτς να μεταβαίνει στα σύνορα, απ όπου προειδοποίησε τους Ευρωπαίους να «μαζέψουν την Πρίστινα» απειλώντας πως εάν δεν το πράξουν θα το κάνει ο ίδιος! Αν και οι κατά καιρούς εκατέρωθεν απειλές του είδους εκλαμβάνονται συνήθως ως «κούφια λόγια» δεν παύουν να τροφοδοτούν με μίσος το εθνοτικό ρήγμα μεταξύ Σέρβων και Αλβανών, απομακρύνοντας έτσι των προσέγγιση των δύο κοινοτήτων, που αποτελεί τη λυδία λίθο για την εξεύρεση λύσης. Είκοσι δύο χρόνια από την απόσχιση της αλβανοκρατούμενης τέως σερβικής επαρχίας και δεκατρία αφότου το Κόσοβο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, η εντύπωση που δημιουργείται κάθε φορά που ξεσπούν εθνοτικά επεισόδια, είναι ότι η συνύπαρξη Αλβανών και Σέρβων σε ένα κράτος είναι αδύνατη. Πάνω σε αυτό επενδύουν οι υπέρμαχοι, και από τις δύο πλευρές, της οριστικής επίλυσης(;) του Κοσοβαρικού, διά του διαμελισμού και της  ανταλλαγής εδαφών. Ομως τέτοια σενάρια, τα οποία πάντως ενστερνίζονται και κάποιοι εκτός Βαλκανικής, σηματοδοτούν συνοριακές αλλαγές που με τη σειρά τους μπορούν να προκαλέσουν ντόμινο αιματηρών αλλαγών.


Οι εν εξελίξει συνομιλίες, υπό την αιγίδα των Βρυξελλών, ουδέν έχουν αποφέρει και ούτε διαφαίνεται φως στον ορίζοντα, ενώ και οι κατά καιρούς παρασκηνιακές κινήσεις των Αμερικανών δεν έχουν αποδώσει. Με άλλα λόγια, έως τώρα στο τραπέζι δεν υπάρχει πρόταση επί της οποίας συγκλίνουν Αλβανοί και Σέρβοι. Οι όποιες προσπάθειες και πρωτοβουλίες προσκρούουν στο κάκιστο κλίμα μεταξύ των δύο εθνοτήτων, στις περιφερειακές  σκοπιμότητες Βελιγραδίου και Τιράνων και, οπωσδήποτε, στα γεωπολιτικά παίγνια των ισχυρών που το χρησιμοποιούν ως πιόνι στη βαλκανική σκακιέρα, το οποίο θα μετακινούν ανάλογα με τους σχεδιασμούς τους. Πάντως, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, το Κόσοβο θα εξελιχθεί σε μια «παγωμένη»διένεξη, την οποία θα θυμόμαστε κάθε φορά που θα ξεσπούν επεισόδια. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό, αρκεί να μην υπερθερμανθεί κάποια στιγμή.


Πηγή Καθημερινή


ή.

Ιστορικά ψέματα των Αλβανών.

 Στην επίσημη αλβανική ιστοριογραφία υποστηρίζεται ότι όλοι οι Αλβανοί, πλην ορισμένων εξαιρέσεων που ήταν προδότες και εξαγορασμένοι χρηματικά από την Ελλάδα, πολέμησαν ενάντια στην ελληνική "κατοχή" της Νότιας Αλβανίας (Βορείου Ηπείρου) το 1913.

 Ρίχνοντας μια ματιά όμως στην αλβανική εφημερίδα "Dielli" με ημερομηνία έκδοσης Απρίλιος 1913, καταλαβαίνει κανείς ότι αυτοί οι "Αλβανοί προδότες" δεν ήταν καθόλου εξαίρεση ανάμεσα στους Αλβανούς. Το αντίθετο μάλιστα! Ήταν πάρα πολλοί Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για 15000. Επίσης αν αναλογιστούμε ότι αυτοί οι "Αλβανοί" Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ήταν εκτός από "προδότες" και "πληρωμένοι" από την Ελλάδα, αμέσως γεννάται το ερώτημα: πως ένα τόσο φτωχό κράτος όπως η Ελλάδα που προ εικοσαετίας είχε κηρύξει μάλιστα πτώχευση, θα μπορούσε να εξαγοράσει 15000 άτομα? Κύριοι μην εθελοτυφλείτε! Η αλήθεια είναι εδώ και σας περιμένει από μια αλβανική εφημερίδα της εποχής. Δεν είναι λόγια δικά μας.



Στο υπογραμμισμένο τμήμα λέει:

U mblodhe n Erseke me teper se 15,000 spirt te krister e myslimane dhe bene tejakrim ne Londer qe jane te kenaqur me Greqine (Περισσότερες από 15.000 χριστιανικές και μουσουλμανικές ψυχές συγκεντρώθηκαν στην Ερσέκα και έγραψαν στο Λονδίνο ότι είναι ικανοποιημένες από την Ελλάδα).

Πηγή Ελλήνων Θέματα

Παιχνίδια με χάρτες στα Βαλκάνια. Σταύρος Τζίμας

 Ενα έγγραφο (non paper) «φάντασμα», που φέρεται να προβλέπει αλλαγές συνόρων στα Δυτικά Βαλκάνια, αφυπνίζει εφιαλτικά σενάρια σε εποχές γεωπολιτικών αναταράξεων στην ευρύτερη περιοχή της Νoτιοανατολικής Ευρώπης, στη Μαύρη Θάλασσα και βεβαίως στην Ανατολική Μεσόγειο.





Επισήμως κανείς δεν έχει δει αυτό το έγγραφο, που έφερε στο φως σλοβενική ιστοσελίδα με τον ισχυρισμό ότι μεταξύ των συντακτών ήταν και η κυβέρνηση της χώρας της και προβλέπει ανταλλαγές εδαφών που θα οδηγήσουν στην ανατροπή του σημερινού συνοριακού καθεστώτος με διάλυση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη δημιουργία Μεγάλης Αλβανίας, Μεγάλης Σερβίας και Μεγάλης Κροατίας. 


Η σλοβενική κυβέρνηση το διέψευσε και ενημέρωσε σχετικά το Σεράγεβο, όμως ο Εντι Ράμα, σύμφωνα με τη σερβική τηλεόραση, δήλωσε ότι πριν από λίγο καιρό μίλησε με τον Σλοβένο πρωθυπουργό για διάφορες ιδέες και μάλιστα είδε το non paper.


H κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας το αποδοκίμασε επίσης ως σχέδιο επικίνδυνης αποσταθεροποίησης. 

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που σενάρια περί αλλαγής συνόρων και ανταλλαγές εδαφών διακινούνται από διάφορους «μάγειρες» στη «βαλκανική κουζίνα», με επίκεντρο κυρίως το Κόσοβο και τη διευθέτηση του οριστικού καθεστώτος του, το οποίο θα αναγνωρίζεται και από τη Σερβία. Διανύουμε όμως πονηρές εποχές και όσοι (η Ελλάδα δηλαδή) με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μπορεί να βρεθούν στη δίνη τέτοιων ανατροπών και στη δημιουργία νέων πόλων ισχύος στην κοντινή γειτονιά τους καλό θα είναι να μην αγνοούν τροχιοδεικτικές βολές του είδους, όταν μάλιστα κυοφορούνται γενικότερες γεωπολιτικές μεταβολές στον ορίζοντα.

Εκ νέου αλλαγή του συνοριακού χάρτη στα Δυτικά Βαλκάνια σημαίνει κατάργηση των υφιστάμενων συνθηκών (κυρίως του Ντέιτον), που τις διαμόρφωσαν με «φωτιά και τσεκούρι» οι πόλεμοι στη Βοσνία και στην Κροατία και αργότερα η συμφωνία του Κουμάνοβο, που άνοιξε τον δρόμο για την ανεξαρτησία του Κοσόβου.


Μια τέτοια ρύθμιση θα εμπλέξει αναπόφευκτα το σύνολο των βαλκανικών κρατών, αφού θα επηρεάσει την ασφάλεια και τα συμφέροντα όλων, και αυτό θα σημάνει αίμα και πάλι. 


Η παρουσία μιας Μεγάλης Αλβανίας στα βόρεια σύνορα δεν θα είναι αποδεικτή από την Ελλάδα, η οποία θα νομιμοποιείται να διεκδικήσει προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου, ούτε η Μεγάλη Σερβία από τη Βουλγαρία, που θα θελήσει να «μεγαλώσει» και εκείνη διεκδικώντας το εναπομείναν κομμάτι της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ οι Τούρκοι θα βρουν ευκαιρία να προσπαθήσουν να περάσουν στη Θράκη. Μύλος, δηλαδή. 


Πηγή: Καθημερινή

Η γέννηση της έννοιας της Βορείου Ηπείρου

 Η έννοια της Βορείου Ηπείρου γεννήθηκε εξ αντιδιαστολής προς κάποια Νότια Ήπειρο, από τη στιγμή που η τελευταία ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι ονομασίες συνεπώς αυτές δεν αντιστοιχούν προς πάγιες γεωφυσικές διαιρέσεις, αλλά προέκυψαν από την πολιτικοστρατιωτική, διπλωματική και στρατηγική συγκυρία. 





Δεδομένου του προς νότον ορίου, το οποίο ταυτίζεται ως εκ τούτου με την ελληνοαλβανική μεθόριο, παραμένει προς εντοπισμό εκείνο του βορρά, που επίσης, όπως θα φανεί, αποτελεί αντικείμενο μάλλον της πολιτικής ιστορίας παρά της γεωγραφίας. 

Κύριο χαρακτηριστικό των αλβανικών εδαφών νοτίως της γραμμής Αυλώνας - Μπεράτι - Πογράδετς (Vlora - Berat - Pogradeci), είναι η ύπαρξη διαδοχικών κοιλάδων που χωρίζονται μεταξύ τους από παράλληλες οροσειρές εκτεινόμενες από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Το όλο σχήμα ορίζεται στα βορειοανατολικά από το λεκανοπέδιο της Κορυτσάς (Korea), που διατρέχεται από τον ποταμό Δεβολη (Devolli).

 Στα νοτιοδυτικά της Κορυτσάς εκτείνονται οι κοιλάδες της Κολόνιας (Kolonja) και του Σκράπαρι (Skrapari), πουδιασχίζονται από τους παραπόταμους του Οσούμι (Osumi), με σημαντικότερο κέντρο την Ερσέκα (Erseka). Δυτικότερα, βρίσκεται η κοιλάδα της Πρεμετής (Permeti), που διατρέχεται από τη Βογιούσα (Vjosa - Αώος). Το σπουδαιότερα κέντρα της κοιλάδας αυτής, πλην της Πρεμετής, είναι το Λεσκοβίκι (Leskoviku) και η Κλεισούρα (Kelcyra). 

Η οροσειρά της Νεμέρτσικας (Nemerçka) χωρίζει την κοιλάδα της Πρεμετής από την περιφέρεια της Δρόπολης και των Ζαγορίων. Η κοιλάδα της Δρόπολης (Dropulli) ή Δρυϊνουπόλεως διασχίζεται από τον ποταμό Δρύνο (Drinosi), ο οποίος προς βορρά διοχετεύεται μέσω κλεισούρας προς την κατεύθυνση του Τεπελενίου, όπου ενώνεται με τη Βογιούσα. Το σημαντικότερο κέντρο της Δρόπολης είναι το Αργυρόκαστρο (Gjirokastra). 

Στα βορειοανατολικά της κοιλάδας εκτείνεται η ορεινή περιοχή των Ζαγορίων. Η πεδιάδα του Δέλβινου (Delvina) με κέντρο την ομώνυμη πόλη, βρίσκεται στα δυτικά της Δρόπολης, με την οποία επικοινωνεί μέσω του στενού της Μουζίνας (Muzina). Διατρέχεται από τον ποταμό Μπίστριτσα (Bi-strica), ενώ η χαμηλή λοφοσειρά της Τσούκας (Çuka), την αποκόπτει από τον κόλπο και το λιμένα των Αγίων Σαράντα (Saranda). Από τους Αγίους Σαράντα αρχίζει μια παραλιακή ζώνη που φθάνει προς βορρά ως τον κόλπο της Αυλώνας. Η παραλιακή αυτή ζώνη αποκόπτεται από το εσωτερικό, εξαιτίας της απότομης και απρόσιτης οροσειράς των Κεραυνίων, στις πλαγιές και τις κοιλάδες της οποίας βρίσκονται αρκετοί οικισμοί, μεταξύ των οποίων και τα χωρία της περιφέρειας της Χιμάρας (Himara). Η περιγραφή αυτή συμπίπτει χονδρικά με μια μέση πολιτική αντίληψη περί των ορίων της Βορείου Ηπείρου, στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι περιφέρειες που περιέχουν συμπαγείς ομάδες ελληνικού πληθυσμού, χωρίς να σημαίνει αυτό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ότι πρόκειται αποκλειστικά για περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί πληθυσμιακά. 

Σύμφωνα με τον Γιαννιώτη Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο (1728), ο οποίος αντιγράφει παλαιότερους συγγραφείς, η Ήπειρος περιλαμβάνει το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και τη Χιμάρα, ενώ η Αυλώνα, το Μπεράτι, το Ελμπασάν, η Βοσκόπολη (Μοσχόπολη) και η Γκιόρτζα (Κορυτσά) ανήκουν στην Αλβανία. Την περιγραφή αυτή ενστερνίζονται σε γενικές γραμμές και ο Δανιήλ Φιλιππίδης με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, οι επιλεγόμενοι Δημητριείς (1791): το Αργυρόκαστρο και τα βουνά της Χιμάρας υπάγονται στην Ήπειρο, όχι όμως η Αυλώνα ή το Ελμπασάν, που ανήκουν στην Κάτω Αρβανιτιά ενώ διστάζουν ως προς την υπαγωγή της Βοσκόπολης (Μοσχόπολης).

 Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα F.C.H.L. Pouqueville (ca 1806) θεωρεί ότι το Παλαιοπωγώνι, η Δρόπολη (Αργυρόκαστρο), η Πρεμε-τή, το Τεπελένι, και η Αυλώνα ανήκουν στην Ήπειρο, ενώ περιλαμβάνει στη Μέση Αλβανία τη Μουζακιά, τη Μαλακάστρα, το Σκρά-παρι, το Μπεράτι και το Ελμπασάν. Κατά τη διδασκαλία του Γιαννιώτη λόγιου Αθανάσιου Ψαλίδα, (ca 1810) η όλη Αλβανία διαιρείται στο Ιλλυρικό και το Ηπειρωτικό τμήμα· στο τελευταίο περιλαμβάνονται η Πωγωνιανή, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και η Αυλώνα, ενώ στο Ιλλυρικό όλοι οι πέραν της Βιώσης (Βογιούσας/Αώου) τόποι δηλαδή, σε ό,τι μας αφορά, η Τοσκηρία (Τεπελένι), η Δεσνίτζα (Κλεισούρα), το Ταγκλί (Δαγκλί), η Κολόνια, η Γκιόρτζια (Κορυτσά), το Μπεράτι, το Αλμπασάνι κ.τ.λ.

 Ο μαθητής του Ψαλίδα Βορειοηπειρώτης ιεροδιάκονος Κοσμάς ο Θεσπρωτός (ca 1833) θεωρεί επίσης την Βογιούσα ως όριο μεταξύ Αλβανίας και Ηπείρου. Στην Αλβανία υπαγάγει και αυτός το Τεπελένι, την Κλεισούρα, το Δαγκλί, την Κολόνια, την Κορυτσά, Μοσχόπολη, Μπεράτι, Αλμαπσάνι κ.τ.λ., και στην Ήπειρο τις περιφέρειες Πωγωνιανής, Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα, Χι-μαρας και Αυλώνας, ενώ εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ως προς την Πρεμετή. 

Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να δούμε την πρώτη επίσημηελληνική άποψη επί του ζητήματος. Η επί των Εξωτερικών Γραμματεία (Υπουργείο) του νεοπαγούς Ελληνικού Κράτους διοργανώνει το 1835 το Προξενείο Ηπείρου και Αλβανίας, το οποίο υποδιαιρεί σε τρία υποπροξενεία: το υποπροξενείο της Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα, περιλάμβανε υπό τη δικαιοδοσία του τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Ηπείρου και την παραλία της Τσαμουριάς μέχρι Βουθρυντου (Βουθρωτού)· το υποπροξενείο της Κάτω Αλβανίας, με έδρα την Αυλώνα, περιλάμβανε την περιοχή την περικλειόμενη από την παράλια απο Βουθρυντού μέχρι Καβάγιας και από τη γραμμή από Κονί-τζης μέχρι Βερατίου· η δικαιοδοσία τέλος του υποπροξενείου της Άνω Αλβανίας, με έδρα το Δυρράχιο, εκτεινόταν από «το παράλιον της Καβάγιας» μέχρι των Αυστριακών ορίων του παραλίου τούτου και τις περιφέρειες της Σκόνδρας, του Ελβασάν και της Οχρίδος (συμπεριλαμβανομένης). 

Ο εκ των πρώτων Ελλήνων ηπειρωτολόγων Παργινός Παναγιώτης Αραβαντινός (1857) επαναφέρει τις ρωμαϊκές διαιρέσεις «Πάλαια» και «Νέα Ήπειρος» ή «Νότιος Αλβανία». Η μεν πρώτη περιλαμβάνει όλες τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Ηπείρου και εκείνες της Πωγωνιανής, Δρόπολης και Χιμάρας, ως το Ακροκεραύ-νιο ακρωτήριο· η δε δεύτερη τις περιοχές Πρεμετής, Τεπελενίου, Αυλώνος, Μπερατίου, Ελβασανίου κτλ., ενώ η Γκιόρτζα (Κορυτσά) και η Βοσκόπολη υπάγονται στη Μακεδονία. 

Ο επιτελικός ταγματάρχης Ιφικράτης Κοχίδης (1880) παρατηρεί ότι «τα προς βορράν όρια της Ηπείρου με την Ιλλυρία πολλάς έσχον μεταβολάς», σημειώνει εντούτοις τη Βογιούσα από τις εκβολές της και εν συνεχεία το Γράμμο ως το νυν όριο, για να περιλάβει όμως κατόπιν στην τοπογραφική περιγραφή του μέχρι και την Αυλώνα, το Βεράτιο, το Δυρράχιο και την Κορυτσά. 

Ο υπολοχαγός του πυροβολικού Παναγιώτης Κουγιτέας (1905) ονομάζει «Κάτω Αλβανία ή Μακεδόνικη Ιλλυρία» τη χώρα την οριζόμενη «προς'Β. υπό του Σκούμπη (Γενούσου), προς Ν. υπό του Αώου (Βοώσας), προς Δ. υπό της Αδριατικής θαλάσσης και προς Α. υπό του διαμερίσματος της Κολωνίας», ενώ ονομάζει «Ήπειρο» μόνο τη χώρα νοτίως του Αώου. Στην επίσημη έκδοση του Ελληνικού Στρατού του 1919, Βόρειος Ήπειρος πλέον ονομάζονται οι περιοχές της Κορυτσάς, του Στα-ρόβου της Κολονίας, του Αργυρόκαστρου, της Χιμάρας, του Δελβί-νου, του Λεσκοβικίου, του Τεπελενίου, της Πρεμετής, του Πωγωνίου και των Φιλιατών. Στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, το ζήτημα των ορίων της Βορείου Ηπείρου ενεπλάκη με εκείνο της συζητούμενης οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου. 

Οι προτάσεις των διάφορων πλευρών ήσαν φυσικά ποίκιλες, όπως προκύπτει και από τα ντοκουμέντα που συνόδευσαν τις συζητήσεις. Σε γενικές γραμμές, ο ρους της Βογιούσας θεωρήθηκε πάντως ένα σημαντικό όριο που αντιστοιχούσε σε εθνολογικά δεδομένα. Στη σημερινή τέλος συγκυρία, από ελλαδικής πλευράς παρουσιάζονται τρεις εκδοχές, που αντιστοιχούν σε τρεις πολιτικοϊδεολογι-κες αντιλήψεις. Στην ακραία εκδοχή όριο αποτελεί ο Γενούσιος # ποταμός (Shkumbini), περικλείοντας έτσι την Αυλώνα, το Μπεράτι και φυσικά την Κορυτσά μέσα στη Βόρειο Ήπειρο, μαζί με περισσότερο από ένα εκατομμύριο Αλβανούς, το 40% του συνολικού εδάφους της Αλβανίας, και οκτώ από τις δώδεκα μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. 

Σύμφωνα με μια μέση εκδοχή, στην έννοια του ορού «Β. Ηπειρος» εμπεριέχονται, χονδρικώς, όλες οι περιοχές νοτίως της γραμμής Αυλώνας-Πόγραδετς (μη συμπεριλαμβανομένων), δηλαδή τα εδάφη στα οποία αναφερόταν η γεωφυσική περιγραφή που προηγήθηκε και τα οποία αντιστοιχούν στις διεκδικήσεις του Βενιζέλου το 1919. 

Οι μετριοπαθέστερες τέλος απόψεις, που στηρίζονται εν πολλοίς και στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα (1991-1992), περιορίζουν την κρίσιμη περιοχή νοτίως της Βογιουσας, εκεί δηλαδή όπου, όπως θα δούμε, το ελληνικό στοιχείο παρουσιάζεται ασυζητητί ισχυρό. Οι εκτιμήσεις αυτές εκφράζουν και τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της ελληνικής μειονότητας, και σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την αποπομπή της το Φεβρουάριο του 1992Η. Επισήμως, το αλβανικό κράτος απορρίπτει την ύπαρξη «Βορείου Ηπείρου», θεωρώντας ότι ο όρος αυτός θέτει εμμέσως ζήτημα ένωσης με τη Νότια. Αναγνωρίζει αντιθέτως «ελληνική μειονότητα στην Αλβανία». 

Ο «βορειοηπειρωτικός» χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται ευρέως από τα αντίστοιχα σωματεία και επιτροπές που εδρεύουν κυρίως στην Ελλάδα και εκφράζουν κύκλους εκπατρισθέντων Βορειοηπειρωτών. Είναι αξιοσημείωτο τέλος ότι τμήμα της επί τόπου μειονότητας διατυπώνει αντιρρήσεις για το χαρακτηρισμό «Βορειοηπειρώτης» και αντιτείνει πατριωτικότερα, εκείνον του «Έλληνα», βάσει του σκεπτικού ότι ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει γεωγραφική περιοχή οριζόμενη ως Β. Ήπειρος, τότε «Βορειοηπειρώτες» είναι, φυσικώ τω λόγω, όλοι οι κάτοικοι της, Αλβανοί, Βλάχοι ή Έλληνες· η χρήση συνεπώς του όρου συσκοτίζει την ελληνική ιδιαίτερη παρουσία. 

Η περιοχή που μας ενδιαφέρει μοιραζόταν στα τέλη της Τουρκοκρατίας μεταξύ των Καζάδων Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Χιμάρας, Πωγωνίου, Λεσκοβικίου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Κολόνιας και Κορυτσάς. Οι επτά πρώτοι υπάγονταν στο Βιλαέτι των Ιωαννίνων (Σαντζά-κια Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου), ενώ οι Καζάδες της Κολόνιας και της Κορυτσάς υπάγονταν στο Σαντζάκι της Κορυτσάς, υποκείμενο με τη σειρά του στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου (Βιτωλίων), και όχι σε κείνο των Ιωαννίνων. Σήμερα η περιοχή αυτή διαιρείται σε 8 Επαρχίες ή Νομούς όπως αρέσκονται να μεταφράζουν στα μέρη αυτά προσφάτως τον αλβανικό διοικητικό όρο Rrethi. Πρόκειται για τους Νομούς Αγίων Σαράντα, Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Ερσέκας, Κορυτσάς και Αυλώνας — όπου υπάγεται πλέον η περιφέρεια της Χιμάρας.

 II απόσπαση του Δελβίνου από τον Νομό των Αγίων Σαράντα έγινε μόλις το 1992, και αποδίδεται από τους ντόπιους σε πολιτικούς λόγους, δηλαδή στη διάσπαση των περιοχών της μειονότητας. Οι Νομοί αυτοί υποδιαιρούνται σε Δήμους και Κοινότητες. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν συχνά μεγάλο αριθμό χωριών, λ.χ. 16 χωριά η Κοινότητα Σωφράτικων του Αργυροκάστρου και 15 η Κοινότητα Αειβαδιάς των Αγίων Σαράντα· αντιστοιχούν δηλαδή περισσότερο στους αγροτικούς Δήμους της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Οι κοινότητες αυτές έχουν αναδιαρθρωθεί προσφάτως και δεν αντιστοιχούν πλήρως με εκείνες της απογραφής του 1989· συνεπώς απαιτείται μια επιπλέον εργασία ταύτισης, ώστε να είναι συγκρίσιμοι οι αριθμοί των απογραφών με εκείνους των εκλογικών αποτελεσμάτων των ετών 1991-1992. 

Οι επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Αλβανία εκλέγονται τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό. Οι νομάρχες δηλαδή είναι σήμερα εκλεγμένοι και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως θα δούμε, το γεγονός ότι οι μειονοτικοί συνδυασμοί κέρδισαν τις Νομαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Αργυροκάστρου, όχι όμως και τις Δημαρχίες των δύο τελευταίων πόλεων, ενώ αντιθέτως κέρδισαν την Κοινότητα της Χιμάρας. Η σχέση πόλης-υπαίθρου πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα και να αναδειχθούν οι εθνοπολιτισμι-κές συμμαχίες που συγκροτήθηκαν. 


Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗΣ Η ελληνική κοινότητα της Αλβανίας απο τη σκοπιά της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας

Η παραλίγο προδοσία του αλβανού ηγέτη Εσάτ Πασά. Οι υπόγειες συνεννοήσεις του με την Ελληνική Κυβέρνηση για το Βορειοηπειρωτικό.


Αρκετό καιρό πριν την κρίσιμη περίοδο της υπογραφής του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας στις αρχές του 1914 στην Αλβανία είχαν σταθεροποιηθεί δύο πόλοι εξουσίας καθένας. Ο κάθε πόλος επιχειρούσε την κατοχύρωση της εξουσίας στον αλβανικό χώρο εμπλέκοντας και εξωτερικούς παράγοντες μεταξύ αυτών και των ελληνικό (η ανάπτυξη του κου Σάββα Ιακωβίδη είναι κατατοπιστική):

Η κυβέρνηση του Ismail Kemal στην Αλβανία έλεγχε
μόνο τους καζάδες του σαντζακιού του Βερατίου, ενώ ο Essad Pasha
Toptani ήταν ο κυρίαρχος της Βόρειας και της Κεντρικής Αλβανίας
καθώς έλεγχε τα εδάφη από τη Σκόδρα μέχρι τα Τίρανα και το
Δυρράχιο με αρκετές ένοπλες δυνάμεις στο πλευρό του και την
υποστήριξη των μωαμεθανών Αλβανών του Βορρά.






Οι ενέργειες του Εσάτ  Πασά
Ο Essad Pasha
          είχε έρθει σε συνεννόηση με το Μαυροβούνιο και τη Σερβία στα τέλη
του 1912 να παραχωρήσει τη Σκόδρα στο Μαυροβούνιο με
αντάλλαγμα την υποστήριξή τους, ώστε να εδραιώσει την εξουσία του
σε μία μελλοντική Αλβανία. Τον Ιανουάριο του 1913, ο Essad Pasha
σκότωσε τον Hashan Riza Pasha, Τούρκο διοικητή της πολιορκούμενης
πόλης της Σκόδρας, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διοίκηση και τον
Απρίλιο του ίδιου έτους παρέδωσε την πόλη σύμφωνα με την
προγενέστερη συμφωνία. Τελικά η αυστρο-ιταλική αντίδραση
ανάγκασε τα στρατεύματα του Μαυροβουνίου να αποχωρήσουν μέχρι
τα τέλη Μαΐου του 1913. Ο Essad Pasha εγκατέλειψε προσωρινά τις
ηγεμονικές του φιλοδοξίες, εντασσόμενος στην κυβέρνηση της
Αυλώνας υπό τον Ismail Kemal, αναλαμβάνοντας το υπουργείο
Εσωτερικών.


Η δεινή θέση της κυβέρνησης του Ισμαήλ Κεμάλ
Η τραγική οικονομική κατάσταση, η φτώχεια και το
επισιτιστικό πρόβλημα ήταν τα γενεσιουργά αίτια του εντεινόμενου
κλίματος δυσαρέσκειας κατά της κυβέρνησης. Ο Ismail Kemal δεν
είχε πλέον την υποστήριξη των καθολικών του Βορρά, οι οποίοι
θεωρούσαν ότι η κεντρική κυβέρνηση της Αυλώνας τους είχε
περιθωριοποιήσει, ευνοώντας τον αστικό πληθυσμό και τη μεγάλη
γαιοκτησία της Κεντρικής και της Νότιας Αλβανίας.

Ο Εσάτ Πασάς απευθύνεται στην ελληνική κυβέρνηση παραδίδοντας έδαφος...
Την περίοδο εκείνη υπήρχε δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του
Essad και της ελληνικής κυβέρνησης με σκοπό την αποστολή ελληνικών
στρατευμάτων στην Αλβανία. Με πρόφαση την καταδίωξη των
ανταρτικών αλβανικών σωμάτων, ελληνικά στρατεύματα θα
εισέρχονταν στο αλβανικό έδαφος, καταλαμβάνοντας το Βεράτιο και
την Αυλώνα. Το παραπάνω σχέδιο αποσκοπούσε στην ενίσχυση του
Essad έναντι της κυβέρνησης της Αυλώνας με αντάλλαγμα την αποδοχή
από τον ίδιο των ελληνικών θέσεων επί του ζητήματος του καθορισμούτων ελληνοαλβανικών συνόρων. 



Η αντίδραση των Νεότουρκων

Στο μεταξύ, οι Νεότουρκοι
προσανατολίζονταν στην αποκατάσταση της οθωμανικής
επικυριαρχίας στην Αλβανία, στέλνοντας τον Οκτώβριο 1913 στην
Αλβανία τον Bekir Grebenaja, ταγματάρχη του τουρκικού στρατού, για
να προωθήσει την ιδέα να αναλάβει ηγεμόνας του κράτους ένας
μωαμεθανός, ο Izzet Pasha. Ο Bekir Grebenaja ήρθε σε επαφή αρχικά
με τον Essad Pasha στο Δυρράχιο, τον Νοέμβριο 1913, αλλά η άρνηση
του τελευταίου για συνεργασία έστρεψε τον Grebenaja στον Ismail
Kemal. Ο τελευταίος δέχθηκε να υποστηρίξει τα σχέδια των
Νεότουρκων για ανακατάληψη εδαφών σε βάρος της Σερβίας και της
Ελλάδας, τον Izzet Pasha για ηγεμόνα της Αλβανίας και να δώσει την
άδεια στους Νεότουρκους να διατηρούν στρατεύματα στα αλβανικά
εδάφη, με αντάλλαγμα η Αλβανία να πάρει το Κόσοβο. Τελικά, ο
Grebenaja συνελήφθηκε από πράκτορες του Ismail Kemal, στις 8
Ιανουαρίου 1914, στην Αυλώνα και αφού πέρασε από στρατοδικείο,
του Ολλανδού συνταγματάρχη De Veer προεδρεύοντος,
καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Essad Pasha, ο οποίος από τον
Αύγουστο του 1913 υπονόμευε τη μακροημέρευση της κεντρικής
εξουσίας της Αυλώνας, σχημάτισε δική του κυβέρνηση στο Δυρράχιο
με τον τίτλο «Γερουσία της Κεντρικής Αλβανίας».


Η παρέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων

Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη αναγνώρισε και την κυβέρνηση
του Essad Pasha ως τοπική αρχή. Ο τελευταίος αποσκοπώντας να
είναι αυτός ο νέος ηγεμόνας της Αλβανίας, ανακήρυξε εαυτόν
υπερασπιστή του Ισλάμ, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη της
πλειοψηφούσας μουσουλμανικής κοινότητας στην Αλβανία. Το
Νοέμβριο του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεξαν τον Wielhem Wied,
Γερμανό αξιωματικό, για ηγεμόνα της Αλβανίας, ενώ οι δυνάμεις της
Τριπλής Συμμαχίας είχαν συμφωνήσει από τον προηγούμενο μήνα για
την κλήση του πρίγκιπα Wied στο θρόνο του αλβανικού κράτους.
Σταδιακά ο έλεγχος της χώρας πέρασε στα χέρια της Διεθνούς
Επιτροπής Ελέγχου.

Εισηγήσεις του γενικού διοικητή Ιωαννίνων Φορέστη στην ελληνική κυβέρνηση.
 Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μεταξύ των
δυνάμεων του Essad Pasha και της κυβέρνησης της Αυλώνας η
ελληνική κυβέρνηση δεχόταν εισηγήσεις από τον Φορέστη, Γενικό Διοικητή στα Ιωάννινα, να υποστηρίξει τον Essad διότι η πλήρης
αναρχία μπορούσε να επιφέρει μία ευνοϊκή τροπή στην επίλυση του
Βορειοηπειρωτικού ζητήματος.Στις 22 Ιανουαρίου 1914 ο Ismail
Kemal υπέγραψε στην Αυλώνα την πράξη μεταβίβασης της εξουσίας
της Προσωρινής κυβέρνησής του στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου.



Οι ελληνικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες ήταν εναρμονισμένες σε γενικές γραμμές στο πνεύμα των συμμαχικών κατευθύνσεων που έδιναν οι μεγάλες δυνάμεις. Η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν δυνάμενη να αναπτύξει ισχυρό ρόλο έξω από τα σύνορά της και να υποστηρίξει τα δίκαια της καθώς διαρκώς προσέκρουε σε ισχυρά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα κάποιας μεγάλης δύναμης(της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας στην προκειμένη περίπτωση).

Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΚΡΕΫ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΌΔΟΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΜΕ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ.


Στις 14 Ιανουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις
δέχθηκανκατόπιν μικρών τροποποιήσεων την πρόταση του 
Grey (Βρετανός αντιπρόσωπος και πρόεδρος
 της Επιτροπής οριοθέτησης των συνόρων),
η οποία έδινε τα νησιά του Αιγαίου,
εκτός της Ίμβρου και της Τενέδου, στην Ελλάδα
με αντάλλαγμα η τελευταία να συναινέσει
στην απώλεια της Βόρειας Ηπείρου

Το τελικό κείμενο των αποφάσεών τους
οι Μεγάλες Δυνάμεις το κοινοποίησαν
στις 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1914, μέσω τωνπρέσβεών τους στην Αθήνα, στην ελληνική κυβέρνηση
με τη μορφή
συλλογικής διακοίνωσης.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις, αναφερόμενες στο
άρθρο 5 της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου,
ανακοίνωσαν ότι
αποφάσισαν την παραχώρηση των νησιών
του ανατολικού Αιγαίου
στην Ελλάδα, εκτός από την Ίμβρο,
την Τένεδο και το Καστελόριζο, τα
οποία θα επιστρέφονταν στην Τουρκία.

Η Ελλάδα, με βάση τη
διακοίνωση, υποχρεούταν να αποστρατικοποιήσει
τα νησιά, τα οποία θα της επιδικάζονταν,
ενώ η τελεσίδικη παραχώρησή τους θα γινόταν
πραγματικότητα μόνο όταν τα ελληνικά στρατεύματα
εκκένωναν τα παραχωρηθέντα στην Αλβανία εδάφη,
τα οποία αναφέρονταν στο
Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
Επιπλέον η διακοίνωση των Δυνάμεων
ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση
την αποδοχή της παραχώρησης
του νησιού της Σάσωνος στην Αλβανία.





Έτσι λοιπόν θα αρχίσει να σχηματοποιείται
με αυτόν τον τρόπο η υφιστάμενη κατάσταση
όσον αφορά τη βόρεια Ήπειρο.
Η βόρεια Ήπειρος θυσιάστηκε τελικά προκειμένου
να αποδοθούν στην Ελλάδα τα νησιά του
ανατολικού Αιγαίου
(ενώ τελικά στη συνέχεια αποδόθηκαν
μόνο τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου,
καθώς τα Δωδεκάνησα έγιναν πάλι ελληνικά
μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο).


Η ΥΠΟΓΡΑΦΉ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΌΛΛΟΥ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ.

Μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων και τη δημιουργία του αλβανικού κράτους τέθηκε όπως είναι φυσικό το ζήτημα χάραξης των συνόρων του νεοσύστατου κράτους. Συστάθηκε τότε από τους συμμάχους Διεθνής Οροθετική Επιτροή. Όλες οι ενέργειες που ακολούθησαν οδήγησαν στην υπογραφή του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας.





Η Διεθνής Οροθετική Επιτροή “εργάστηκε’’ (οι αποφάσεις σχετικά με το θέμα είχαν ληφθεί παρασκηνιακά και με γνώμονα τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων σε προηγούμενο χρόνο) επί δύο περίπου μήνες πάνω στο επίμαχο ζήτημα της χάραξης της συνοριακής γραμμής μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας.

Το έργο της Διεθνούς Οροθετικής Επιτροπής
έλαβε τέλος στις 17 Δεκεμβρίου 1913, με την υπογραφή του
Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, το οποίο καθόρισε την ελληνοαλβανική
συνοριακή γραμμή, η οποία αποτελεί έως και σήμερα την
ελληνοαλβανική μεθόριο. Στην Αλβανία επιδικάστηκαν η Χειμάρρα,
το Δέλβινο, οι Άγιοι Σαράντα, το Τεπελένι, η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι, η
Κολώνια, τμήμα του καζά Πωγωνίου και οι επαρχίες του
Αργυροκάστρου και της Κορυτσάς.Η περίοδος εκείνη ήταν ιδιαίτερα
κρίσιμη για το μέλλον της Ευρώπης καθώς το σενάριο της έκρηξης ενός
πολέμου γινόταν ολοένα και πιθανότερο. Έτσι στο βωμό των
ιμπεριαλιστικών σκοπιμοτήτων της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας
θυσιάστηκε η Βόρεια Ήπειρος,με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό
300.000 Ελλήνων περίπου.

 Άλλωστε οι Μεγάλες Δυνάμεις
κατέστησαν σαφές στην Ελλάδα ότι η ανάγκη διατήρησης ειρηνικού
κλίματος στην Ευρώπη ήταν πιο επείγουσα για εκείνες από ό,τι τα
εθνικά δίκαια ενός κράτους.
Από την περίοδο της υπογραφής του Πρωτοκόλλου της
Φλωρεντίας προέκυψε ο όρος «Βόρεια Ήπειρος», ο οποίος είχε
πολιτική και διπλωματική έννοια καθώς μέχρι την ίδρυση του κράτους
της Αλβανίας η Ήπειρος ήταν μία ενιαία γεωγραφική ενότητα. Οι
καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση των ελληνοαλβανικών
συνόρων ήταν η άρνηση της Αυστροουγγαρίας να δώσει διέξοδο στη
Σερβία στην Αδριατική θάλασσα καθώς και η επίμονη ρωσική στάση να
παραχωρηθεί το Κόσοβο στη Σερβία ως αντάλλαγμα του αποκλεισμού
της από την Αδριατική, αποφάσεις που είχαν επικυρωθεί με τη
συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου στις 17/30 Μαΐου 1913. Συνεπώς, μετάτην εξέλιξη αυτή οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδίκασαν τη Βόρεια Ήπειρο
στην Αλβανία, θεωρώντας ότι χωρίς την πρώτη το αλβανικό κράτος δεν
θα ήταν βιώσιμο.

Επισημαίνεται ότι ο όρος Βόρεια Ήπειρος δεν προϋπήρχε της υπογραφής του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (κάτι ανάλογο θα συναντήσουμε και την περίπτωσητης Ανατολικής Ρωμυλίας).

Πηγή: Ιακωβίδης

Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Ενώ η νεοσυσταθείσα οροθετική διεθνης επιτροπή
εργάζονταν για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών
 συνόρων μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων
στα τέλη του 1913, στα παρασκήνια της ευρωπαϊκής διπλωματίας
η κατάσταση είχε σχεδόν ξεκαθαρίσει σχετικά με το ποιος θα υποστήριζε ποιον.



Σε γενικές γραμμές η Γαλλία και η Ρωσία, στο ζήτημα της χάραξης των
νότιων συνόρων της Αλβανίας, ήταν ευμενώς διακείμενες έναντι των
ελληνικών θέσεων (σε βάθος χρόνου η Ελλάδα θα αποτελούσε πολύτιμο σύμμαχο τους στο βαλκανικό χώρο). 

Η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία (ευρισκόμενη τότε λίγο προ της ενάρξεως
 του Ά παγκοσμίου πολέμου στο στρατόπεδο των Κεντρικών Αυτοκρατοριών),
συνεπικουρούμενες από τη σύμμαχό τους Γερμανία, η οποία επέλεξε τη δυσμενή για την Ελλάδα ουδετερότητα, υποστήριζαν ότι εκτός από την παραλιακή περιοχή του Αργυροκάστρου, η οποία θα έπρεπε να εκτείνεται τουλάχιστο 12 χιλιόμετρα έως τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας να παραχωρηθεί και η ενδοχώρα του στην Αλβανία, με τρόπο ώστε το βιομηχανικό κέντρο του Αργυροκάστρου να συνδεθεί με το λιμάνι των Αγίων Σαράντα.

Τελικά οι Αυστροουγγρικές και Ιταλικές επιδιώξεις επικράτησαν.

Ο ιταλικός τύπος στην υπηρεσία της ανθελληνικής ιταλικής προπαγάνδας πάνω στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα.

Κατά τη διάρκεια των κρίσιμων εργασιών της επιτροπής χάραξης των συνόρων Ελλάδας-Αλβανίας το 1914 τα δύο στρατόπεδα αντιπροσώπων αυτής είχαν ήδη
διαμορφωθεί στο πλαίσιο των διαφαινόμενων
συμμαχιών του Ά παγκοσμίου πολέμου μεταξύ της
ΑΝΤΑΝΤ και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών.


Η Ιταλία είχε ταχθεί σε εκείνη τη φάση στην πλευρά
των Κεντρικών Αυτοκρατοριών.


Στο πλαίσιο της διάστασης απόψεων μεταξύ
των δύο
αντίπαλων συνασπισμών, ο ιταλικός τύπος επιδόθηκε
σε μία σταθερή
προπαγανδιστική τακτική, προσπαθώντας
να προβάλλει
(εκβιαστικά) ακόμη και τον κίνδυνο
επιδείνωσης των ιταλογαλλικών σχέσεων
σε περίπτωση που η γαλλική
κυβέρνηση δεν υποστήριζε τις ιταλικές εδαφικές
στην ανατολική ΑνατολικήΜεσόγειο, μία εκ των
οποίων ή ήτανκαι η ακτή της Ηπείρου
με την ενδοχώρα της.

Η χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων μετά τους βαλκανικούς πολέμους

Η Διεθνής Οροθετική Επιτροπή χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων
ξεκίνησε τις εργασίες της στις 4-10-1913 στο Μοναστήρι.



Οι όροι κάτω από τους οποίους θα εργάζονταν η επιτροπή ήταν οι εξής:

η Επιτροπή δεν θα δεχόταν καμία άλλη ελληνική ή αλβανική
επιρροή, ενώ κατά τη διάρκεια της έρευνας στα χωριά της περιοχής
δεν θα συνόδευε την Επιτροπή κανένα άτομο ελληνικής ή αλβανικής
καταγωγής. Οι συζητήσεις των μελών της Επιτροπής θα παρέμεναν
μυστικές, η δε απόφαση για το επόμενο χωριό θα λαμβανόταν μετά
την αναχώρηση από το προηγούμενο.

Τα μέλη της Επιτροπής αποτελούσαν οι εξής:
ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Doughty Wylie
και ο βοηθός του, λοχαγός King, ο Αυστριακός M.Billinsky, γενικός
πρόξενος στα Ιωάννινα, γνωστός για την ανθελληνική του δράση, ο
Ρώσος συνταγματάρχης P. Goudime Levkovitch, στρατιωτικός
ακόλουθος στη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα, ο Γάλλος
αντισυνταγματάρχης πυροβολικού A.Lallemand και ο βοηθός του
M.Krayer, υποπρόξενος στο Βόλο, ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης G.
G. Tierry και τέλος ο Ιταλός N. Labia, πρόξενος στα Ιωάννινα και ο
βοηθός του, λοχαγός Fartunato M. Castoldi, αμφότεροι αρνητικά
διακείμενοι έναντι των ελληνικών θέσεων στο ζήτημα του καθορισμού
των ελληνοαλβανικών συνόρων.

Στο διάστημα των εργασιών της Επιτροπής ανέκυψαν
σημαντικές διαφορές μεταξύ των μελών της. Οι αντιπρόσωποι των
κρατών της Τριπλής Συμμαχίας ήθελαν μόνο το κριτήριο της γλώσσας
να καθορίσει την απόφαση της Επιτροπής, ενώ ο Βρετανός και ο
Γάλλος αντιπρόσωπος επιθυμούσαν να ληφθεί υπόψη η θρησκεία, η
εκπαίδευση και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων. 





Το κυριότερο πρόβλημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωπα τα μέλη της Επιτροπής
ήταν το γεγονός ότι συναντούσαν πολλές οικογένειες δίγλωσσες, όπου
οι γηραιότεροι ομιλούσαν την αλβανική, ενώ οι νεότεροι την
ελληνική,ενώ σε ορισμένα χωριά χρησιμοποιούνταν και άλλες
γλώσσες όπως η ιταλική, η τουρκική, η βουλγαρική και η γαλλική. 

Ο Αυστριακός και ο Ιταλός αντιπρόσωπος ζήτησαν να εξεταστούν μόνο οι
γηραιότεροι κάτοικοι για προφανείς λόγους, πρόταση που
απορρίφθηκε από τους υπόλοιπους αντιπροσώπους της Επιτροπής.
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1913 ο πρόεδρος της Επιτροπής, Doughty
Wylie, ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, για τις
αντικειμενικές δυσχέρειες να ληφθεί απόφαση μόνο μέσω του
κριτηρίου της γλώσσας, προτείνοντας να ληφθούν επιπροσθέτως
υπόψη οι οικονομικές και οι γεωγραφικές παράμετροι. Η Διεθνής
Οροθετική Επιτροπή, η οποία εργάστηκε επιφανειακά και
σπασμωδικά,χωριά, συνεδριάζοντας μόνο 12 φορές και εξετάζοντας μόλις 14 άτομα.
 Παρέμεινε στην Βόρεια Ήπειρο 58 ημέρες συνολικά, 22
στην Ερσέκα, 32 στο Λεσκοβίκι και 4 στο Αργυρόκαστρο, 
επισκέφθηκε 6 χωριά, συνεδριάζοντας μόνο 12 φορές και εξετάζοντας μόλις 14
Άτομα.

Με την εξέταση ενός τόσο μικρού πληθυσμιακού δείγματος
 η περιοχή αποδόθηκε τελικά στην Αλβανία. 
Είναι πασιφανές ότι η διεργασίες της επιτροπής είχαν τυπικό χαρακτήρα 
καθώς η απόσπαση της βορείου Ηπείρου από τον ελληνικό ζωτικό χώρο
 είχε προαποφασιστεί παρασκηνιακά στο βωμό
 της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μεγάλων Δυνάμεων.

Κατά την περιοδεία τους τέλος όμως γενικότερα στα χωριά
 της Βόρειας Ηπείρου τα μέλη της Επιτροπής έγιναν μάρτυρες
 της βούλησης του πλειοψηφούντος ελληνικού στοιχείου να ενωθεί με την Ελλάδα.

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...