Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοσχόπουλος Θωμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοσχόπουλος Θωμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1821. ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ. Γράφει ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας Θωμάς Μοσχόπουλος

    Η επέτειος του εθνικού ξεσηκωμού είναι ημέρα μνήμης και περισυλλογής. Ημέρα Δόξας και υπενθύμισης του πατριωτικού μας καθήκοντος. Ημέρα απονομής τιμής προς τους αθάνατους νεκρούς. Ημέρα ορόσημο, της πορείας μας, προς την εθνική ολοκλήρωση. Ημέρα που οι Ήρωες του χθες, παραγγέλλουν, στους Ήρωες του αύριο. Ημέρα που οφείλουμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν και περιδιαβαίνοντας τα γεγονότα να παραδειγματιστούμε και να διδαχθούμε για το μέλλον.

Το 1453, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επέρχεται η πτώση της χιλιόχρονης Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί εκμεταλλευόμενοι δικά μας λάθη, παραλείψεις και διενέξεις, σταδιακά, επικράτησαν στρατιωτικά, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν κράτος και να αιματοκυλήσουν τη γη όπου ζούσε και μεγαλουργούσε επί χιλιετίες το γένος των Ελλήνων. Έτσι ξεκίνησε για τον Ελληνισμό η πιο μαύρη κι επώδυνη περίοδος της ιστορίας του. Η τουρκοκρατία.

 

Η άλωση της Πόλης

 

Οι κατακτητές, προκειμένου να επιβάλουν την απόλυτη κυριαρχία τους, είναι εξ αρχής ανηλεείς. Σε κάθε πόλη που καταλαμβάνουν, κατά σύστημα, οι άνδρες σφαγιάζονται, οι γυναίκες καθίστανται παλλακίδες στα χαρέμια και τα τέκνα «παιδικά» των διεστραμμένων ανατολιτών[1]. Μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου, μεταβάλλεται σε δουλοπάροικους ή και σκλάβους, με όλη την σημασία της λέξεως. Ακόμα και οι ονομαζόμενοι ελεύθεροι γεωργοί, στην πραγματικότητα είναι κι αυτοί δούλοι, αφού καταλήγουν φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο, ο οποίος είναι ο μόνος πραγματικός κύριος της γης[2].

Η σπάθη του τύραννου επικρέμεται συνεχώς, επί της κεφαλής των υπόδουλων. Η βαρβαρότητα δεν έχει όρια καθ’ όλη την περίοδο της σκλαβιάς. Γράφει ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας: «Μύριοι είναι οι τρόποι με τους οποίους οι σκληροτράχηλοι Οθωμανοί δίδοσιν τον θάνατον εις τους Έλληνας. Ο χειρότερος είναι το κρέμασμα. Οι πλάτανες των Ιωαννίνων είναι αδιακόπτως υπερφορτωμένοι από σώματα νεκρά». Κι αλλού αναφερόμενος στον Αλί-Πασά τον οποίον αποκαλεί σκληροτράχηλο: «Πολλούς αποκεφάλισεν με πριόνι, άλλους έπνιξεν εις την λίμνην, άλλους εφόνευσε θέτοντας επάνω εις το στήθος τους ανυπόφορα βάρη, άλλους έθαψεν ζωντανούς, πολλών εσύντριψεν τας χείρας, τους πόδας κι έπειτα την κεφαλήν, πλήθος επαλούκωσεν και από δύο Σουλιώτας που εφύλαγεν ως ενέχυρον τον μεν έναν πρόσταξεν και τον έγδαραν ζωντανόν, τον δε έτερον εσούβλισαν και έπειτα έψησαν ζωντανό»[3].  

Οι Έλληνες εξαναγκάζονται να υπομείνουν μύρια βάσανα, περιορισμούς στη λατρεία, ταπεινώσεις, βίαιους κι απίθανους εκτοπισμούς, άνιση κι άδικη μεταχείριση από πλευράς διοίκησης. Τους απαγορεύεται να οπλοφορούν, να ιππεύουν, να ντύνονται όπως επιθυμούν δεν τους επιτρέπεται ούτε η εκφορά του Έλληνος λόγου, σ’ αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα εκεί που το μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερεί[4]. Παράλληλα λαμβάνουν χώρα εκτενείς εκούσιοι και ακούσιοι εξισλαμισμοί. Χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια, ομογενείς αναγκάζονται να αλλαξοπιστήσουν, για να βελτιώσουν τη δεινή τους θέση. Ταυτόχρονα λειτουργεί ο απάνθρωπος θεσμός του παιδομαζώματος, δηλαδή: η διαλογή αρρένων ελληνοπαίδων, με σκοπό τον εκτουρκισμό και την ένταξή τους στη στρατιωτική υπηρεσία προς όφελος των δυναστών. Το έθνος, τέλος, αιμορραγεί ασταμάτητα εξαιτίας της μάστιγας των πειρατών οι οποίοι, σχεδόν ανενόχλητοι, επιτίθενται στα νησιά κι απαγάγουν ολόκληρους πληθυσμούς, προς πώληση στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής.

Το Γένος συγκλονίζεται. Οι απόγονοι του Ομήρου, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου αδυνατούν να κατανοήσουν πως κατήντησαν δούλοι των δούλων του κορανίου. Βρίσκονται σε σύγχυση, αδυναμία και πανικό. Κάποιοι, κυρίως της παλαιάς αριστοκρατίας, διαφεύγουν στην Ευρώπη. Άλλοι πάλι, προτιμούν να συνεργαστούν με τον κατακτητή, γινόμενοι όργανα του. Οι πολλοί προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και συσπειρώνονται γύρω από την ορθόδοξη εκκλησία, της οποίας ο ρόλος αναβαθμίστηκε σημαντικά από την Οθωμανική εξουσία.

Υπό τις δυσβάστακτες αυτές συνθήκες, όπου ουσιαστικά τίθεται ζήτημα βιολογικής επιβίωσης του Ελληνισμού, έκαναν την εμφάνισή τους δυο άκρως διαφορετικοί τύποι ανθρώπου.

Πρώτος, ο τύπος του γραικύλου ή ραγιά, ο οποίος, έμαθε να επιβιώνει προσκυνώντας και κολακεύοντας τον μωαμεθανό. Άθλιος, δουλοπρεπής, υποταγμένος, φοβισμένος, στερούμενος πάσης τιμής, ο ραγιάς αντιπροσωπεύει την σιωπηρά πλειοψηφία που αποδέχεται τη μοίρα του δούλου.

Απ’ την άλλη εμφανίζεται ο τύπος του κλέφτη και του αρματολού, που εκφράζει το αιώνιο ηρωικό πρότυπο του ανυπότακτου Έλληνος. Ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης, γράφει σχετικά: «πολλοί τότε άνθρωποι, προτιμώντας παντός άλλου καλού την απόλαυσιν της ελευθερίας, αν και αγρίας και ακανονίστου, απαρνούνται οικειοθελώς πάσαν συμβίωσιν μετά των ομοίων των, και περιπλανώμενοι ημέρα και νύχτα εις άγριους τόπους, καταντούν δια την συντήρησίν της προσωπικής των ελευθερίας και της φυσικής υπάρξεώς των, λυμεώνες και όλης της κοινωνίας»[5].Τα φαντάσματα που περιφέρονται στα αφιλόξενα όρη της πατρίδος, όπως γράφει ο καθηγητής Βακαλόπουλος, διασώζουν την τιμή του Έθνους και μετεξελίσσονται σε πυρήνες των μαχητικών του δυνάμεων. Οι αρματολοί και οι κλέφτες αποκαθαίρουν τον ρύπο του ραγιαδισμού και συντελούν στην ηθική αναγέννηση. Με την στάση τους εμπνέουν γενναία αισθήματα και δείχνουν τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος[6].

 


Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στον Άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον: «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες..».


Ωστόσο, η εθνική επανάσταση, η οποία θα επιφέρει τη λύτρωση από τον ζυγό αργεί. Ο Ελληνισμός στερείται ενότητας, οργάνωσης, πόρων και προπαντός ηγεσίας. Επιπρόσθετα το σκότος της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας  εξαπλώνεται και τον καθιστά ανίκανο για κάθε αντίδραση. Επαναστατικές ενέργειες, βέβαια δεν λείπουν, εκδηλώνονται συνεχώς, ήδη από την αρχή της τουρκικής κυριαρχίας. Όλες όμως, εξαιτίας του τοπικού τους χαρακτήρα, της έλλειψης απαραίτητων μέσων και συλλογικής προσπάθειας, καταπνίγονται από τους Οθωμανούς γρήγορα στο αίμα. Κάθε προσπάθεια μοιάζει μάταια. Κάθε ελπίδα διαψεύδεται από την πραγματικότητα ενός Έθνους ανέτοιμου, διαιρεμένου και ηθικά καταρρακωμένου.

Θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερις αιώνες σκληρής σκλαβιάς. Τετρακόσια χρόνια δοκιμασίας, ζυμώσεων και διεργασιών, μέχρις ότου οι συνθήκες για την ανασύνταξη του Γένους ωριμάσουν. Σ’ αυτήν συντελούν οι Έλληνες έμποροι που διαπρέπουν στις παροικίες του εξωτερικού, η εμφάνιση της ελληνικής αστικής τάξεως και η γενικότερη οικονομική άνοδος που παρατηρείται από τα τέλη του 18ου αιώνος. Χάρις την μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, οι Έλληνες λόγιοι, με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή, γίνονται μέτοχοι των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και τις μεταλαμπαδεύουν στους υπόδουλους συμπατριώτες τους. Το παράδειγμα της γαλλικής επαναστάσεως, η στροφή της ευρωπαϊκής διανόησης προς την αρχαία Ελλάδα, η ανάπτυξη του πνευματικού κινήματος του ρομαντισμού και η γέννηση του κινήματος του φιλελλήνων αποτελούν καταλύτες για τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών στον ελλαδικό χώρο.

 

Αδαμάντιος Κοραής: «Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».


Όλα αυτά προκαλούν την αφύπνιση του ελληνικού εθνικισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να ανθίσει, ένα ισχυρό εθνικοεπαναστατικό ιδεολογικό ρεύμα, ένα ρεύμα που διαπερνά όλο το κοινωνικό φάσμα. Άνθρωποι που ανήκουν σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις, με διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα, βρέθηκαν να συμφωνούν στο βασικό, να φύγουν οι Τούρκοι.[7]

Προς τον σκοπό αυτόν δραστηριοποιείται και η Φιλική Εταιρία. Επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση, η οποία ιδρύεται στην Οδησσό το 1814 και αποβλέπει στην προσεχή κι ολοκληρωτική απελευθέρωση του Έθνους[8]. Οι μυημένοι φιλικοί αναλαμβάνουν την οργάνωση του αγώνα, την εξεύρεση χρημάτων και πολεμοφοδίων, την ενημέρωση και στρατολόγηση του λαού, καθώς επίσης και την αναπτέρωση του ηθικού του. Παράλληλα αναζητούν την προσωπικότητα που θα ηγηθεί του αγώνος.

Ο Αρχηγός βρίσκεται στο πρόσωπο του Υπασπιστή του Ρώσου Τσάρου: του Πρίγκιπα, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο αγνός πατριώτης ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της Εταιρίας, απαρνούμενος ταυτόχρονα το αξίωμα που κατέχει, τα πλούτη, τις ανέσεις, την υψηλή κοινωνική του θέση και φυσικά την ίδια του την ζωή. Μαζί του σπεύδουν, με προθυμία, ενθουσιώδεις νέοι απ’ τις κοινότητες του εξωτερικού. Τους γενναίους αυτούς άνδρες, οι οποίοι προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη κι επάγγελμα, ενώνει η εθνική πίστη και το πάθος της λευτεριάς. Γρήγορα συγκροτούν την πρώτη ισχυρή επαναστατική δύναμη, που αριθμεί 1600 περίπου, αποφασισμένους μαχητές.

 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαβαίνει τον Προύθο.


Την 24η Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης με τους μαχητές του εισβάλλει στο Ιάσιο της Μολδαβίας κηρύττοντας την ελληνική επανάσταση! Η ένθερμη του προκήρυξη καλεί τους Έλληνες να προστρέξουν στα όπλα! Ζητά από τους πλουσίους να συνεισφέρουν οικονομικά, από τους ιερείς να εμψυχώσουν, από τους κατέχοντες δημόσια αξιώματα στο εξωτερικό να θέσουν το ελληνικό ζήτημα επί τάπητος στις μεγάλες δυνάμεις!! Για όσους ανταποκριθούν στο καθήκον υπόσχεται ως βραβείο Δόξα και τιμή. Για εκείνους που κωφεύουν από δειλία ή συμφέρον στο κάλεσμα της Ελλάδος, προειδοποιεί πως αυτή: «Θέλει αποκηρύξη αυτούς ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώσει τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και την κατάραν των μεταγενεστέρων». Κλείνει προτρέποντας τους αγωνιστές να μιμηθούν τις πράξεις των αρχαίων τους προγόνων ως: «Εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών». Σκοπός της επανάστασης ορίζεται η εξολόθρευση του εχθρού: «..με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου»[9].

 

Η πρώτη σημαία της επανάστασης που υιοθέτησε ο Υψηλάντης λαμβάνοντας πιθανόν  υπόψη του την άποψη του Ρήγα όπως διατυπώθηκε στο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα το 1797: «Το κόκκινον σημαίνει σημαίνει την αυτοκρατορική πορφύραν και την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού. Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας. Το μαύρον σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον.»


Τα σχέδια του, ωστόσο, στη Μολδοβλαχία δεν ευδοκιμούν. Σύντομα η προδοσία κάνει την εμφάνισή της. Οι σύμμαχοι Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι, μετά την καταδίκη του κινήματος από τον Τσάρο, διαχωρίζουν τη θέση τους. Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ στην Πόλη, υπό την πίεση του Σουλτάνου αφορίζει τον Υψηλάντη. Ο ηγεμών Σκαρλάτος Καλλιμάχης ξεσηκώνει τους ανώτερους κληρικούς και τον λαό εναντίον των επαναστατών. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται οι πρώτες έριδες και προστριβές μεταξύ των αρχηγών. Επικρατεί απειθαρχία και πτώση του ηθικού. Εν τέλει, η διάλυση, επέρχεται εξαιτίας της προδοσίας και της διχόνοιας, πριν καν την αναμέτρηση με τον εχθρό. Ωστόσο οι νέοι του Ιερού Λόχου αρνούνται πεισματικά να διασκορπιστούν. Πρόκειται για αδιάλλακτους επαναστάτες που έχουν ως πρότυπο τους τον Ιερό Λόχο των αρχαίων Θηβαίων. Φορούν μαύρη στολή και φέρουν ευδιάκριτο το σύμβολο της νεκροκεφαλής, που σήμαινε τον φοβερό τους όρκο, να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τον Ιούνιο του 1821, στο Δραγατσάνι θα τον τηρήσουν μέχρι τέλους.[10].

Η φωτιά, όμως, έχει ανάψει και επεκτείνεται στην Πελοπόννησο. Εκεί οι συνθήκες είναι περισσότερο ευνοϊκές. Οι πρώτες αψιμαχίες αρχίζουν στην ύπαιθρο, στα κάστρα της Πάτρας, της Πύλου, της Μεθώνης, της Καλαμάτας, της Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου. Οι αρχικές επιτυχίες κάνουν τους Έλληνες να αναθαρρήσουν. Αποδεικνύεται πως οι Τούρκοι δεν είναι ανίκητοι. Την 23η Σεπτεμβρίου 1821, ύστερα από μακροχρόνια πολιορκία, η ελληνική σημαία κυματίζει στην Τριπολιτσά, στο κεντρικό στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο των εχθρών. Η εκδίκηση για εγκλήματα αιώνων είναι σκληρή. Οι Τούρκοι σφάζονται ανηλεώς[11] για τρεις ημέρες... Με τον τρόπο αυτόν η Πελοπόννησος σχεδόν απελευθερώνεται. Ο αρχικός ενθουσιασμός μεταβάλλεται πλέον σε σιγουριά για την τελική Νίκη.  

 

Η άλωση της Τριπολιτσάς.


Ακολουθούν νέες μάχες. Λεβίδη, Βαλτέτσι και Γράνα. Η επανάσταση μεταδίδεται και στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, και τα νησιά. Η φυλή βρίσκεται σε πολεμικό πυρετό. Οι μπουρλοτιέρηδες, σπέρνουν τον θάνατο και τον πανικό στον Οθωμανικό στόλο. Στις 6 Ιουνίου του 1821, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, εκδικείται τις άνανδρες σφαγές των αμάχων της Χίου με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας. Τον Ιούλιο του 1822, στα Δερβενάκια, ο Θ. Κολοκοτρώνης με τους ατάκτους του, καταστρέφει την τεράστια στρατιά του Δράμαλη και εξοπλίζει τους επαναστάτες. Ο σουλτάνος τα έχει χαμένα. Φοβάται τα χειρότερα, καθώς βλέπει τους επαναστάτες να προχωρούν ακάθεκτα και να κερδίζουν τη συμπάθεια όλης της Ευρώπης. Άφωνη, η ευρωπαϊκή ήπειρος, παρατηρεί με έκπληξη τους ανδρείους Έλληνες να συντρίβουν τον στρατό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Νοταράς, Πλαπούτας, Μακρυγιάννης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Διάκος, Κατσαντώνης, Νικηταράς, Μιαούλης, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, και άλλοι οπλαρχηγοί, αναδεικνύονται πανάξιοι ηγέτες και Ήρωες. Τους ακολουθούν χιλιάδες ανώνυμοι που με αυταπάρνηση αποφασίζουν να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, συνοψίζοντας τη θέλησή τους στην φράση-σύνθημα: Ελευθερία ή θάνατος!

Ο όχλος, όμως, είναι ασταθής και μεταβάλλει εύκολα τη στάση του κατά την διάρκεια του αγώνος. Οι ραγιάδες, πότε προβαίνουν σε πράξεις αυτοθυσίας και πότε υποκύπτουν κι αναζητούν τη σωτηρία με τον πιο απεχθή τρόπο. Κάποιοι συνεργάζονται με τον Οθωμανό και προσπορίζονται πλούσια οφέλη, καταδίδοντας τους ηρωικούς αγωνιστές. Πρόκειται για τους συμφεροντολόγους πραγματιστές της εποχής εκείνης, ανθρώπους που δεν έχουν συνειδητοποιήσει την αποστολή τους και δεν διστάζουν να γίνουν οι νέοι Εφιάλτες του Ελληνισμού.  Οι τραγικές τους φιγούρες θα αποτελούν για πάντα τη μαύρη σκιά της ιστορίας.

Το 1823, ενώ η μέχρι τότε πορεία του αγώνος ήταν νικηφόρα, η κατάρα της φυλής, ο διχασμός, έκανε την εμφάνισή του. Οι πολιτικοί, που υποστηρίζονται από τους παλαιούς άρχοντες και την τάξη των πλουσίων, στρέφονται εναντίον των στρατιωτικών, διότι φοβούνται την αυξανόμενη δημοφιλία και επιρροή που αποκτούν στον λαό. Ομιλούν, αναφερόμενοι σ’ αυτούς, για «κόμμα της μαχαιροκρατίας» και συγκροτούν ενόπλους για να τους αντιμετωπίσουν. Οι οπλαρχηγοί πάλι αρνούνται να πειθαρχήσουν στους πολιτικούς, τους οποίους περιφρονητικά αποκαλούν «καλαμαράδες». Θεωρούν πως τον πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι ίδιοι μιας και είναι αυτοί που ρισκάρουν στα πεδία των μαχών. Έτσι αρχίζει ο αλληλοσπαραγμός, που δίνει στον εχθρό τον απαιτούμενο χρόνο να ξεπεράσει τον αρχικό αιφνιδιασμό και να σχεδιάσει την αντεπίθεση του.

Αργότερα, ενώ η επανάσταση περνά δύσκολες ώρες, ο εμφύλιος μεταξύ Πελοποννήσιων και Στερεοελλαδιτών, φουντώνει και λαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις . Επιπλέον η κατάσταση επιδεινώνεται περισσότερο απ’ τις παρεμβάσεις των ξένων, που για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μας διαιρούν περαιτέρω με κόμματα, τα οποία φέρουν ξεδιάντροπα τους τίτλους: «Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό».

Η επανάσταση κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα. Το Φεβρουάριο του 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου αποβιβάζεται με τα στρατεύματα του στον Μοριά. Οι Έλληνες λιγοψυχούν και τα χωριά το ένα μετά το άλλο παραδίδονται άνευ όρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, όλοι ελπίζουν σε έναν μόνο άνθρωπο, τον Γέρο του Μοριά, ο οποίος ήδη εκτίει την πρώτη του θητεία στη φυλακή. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, υπό τη λαϊκή, πίεση εξαναγκάζεται να τον αποφυλακίσει μαζί με άλλους οπλαρχηγούς. Η κατάσταση ωστόσο είναι ήδη απογοητευτική. Ο αιγυπτιακός στρατός έχει καταβάλει τους κουρασμένους από τον εμφύλιο Έλληνες. Επικρατεί γενική ταραχή και τρόμος. Οι κατά παράταξιν μάχες χάνονται και η εμπιστοσύνη στους αρχηγούς κλονίζεται. Η Τριπολιτσά πέφτει στα χέρια των εχθρών, ο λαός καταφεύγει στα βουνά, ενώ επαρχίες ολόκληρες προσκυνούν[12]. Τώρα, όμως, θα μιλήσουν οι ψυχές των εκλεκτών.

12 Ιουνίου, έξω από το Ναύπλιο στην θέση «Αφεντικοί μύλοι», ο Ι. Μακρυγιάννης με ανεπαρκείς δυνάμεις, διεξάγει κρίσιμη κι άνιση μάχη με τη στρατιά των Αιγυπτίων. Ο Γάλλος Ναύαρχος Δεριγνί, το προηγούμενο βράδυ, αφού επιθεώρησε τη διάταξη της μάχης και διαπίστωσε τις ελλείψεις, απαισιόδοξος για την έκβαση της θα εκφράσει τις ανησυχίες του. Η απάντηση του οπλαρχηγού θα εμψυχώσει και θα χαραχθεί για πάντα στη μνήμη των συμπολεμιστών του: «Είναι αδύνατες οι θέσεις και εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει. Κι αν ήμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραήμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει Έλληνες, πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαίοθεν ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν, κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…»[13]. Την επόμενη ημέρα ο λόγος του Στρατηγού θα επαληθευτεί στο ακέραιο. Η νίκη είναι περιφανής. Αποδεικνύεται ότι δεν έχουν χαθεί ακόμα όλα και το ηθικό των αγωνιστών αναπτερώνεται.

 

Ιωάννης Μακρυγιάννης : «Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».


Την ίδια ώρα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποφασίζει αλλαγή στρατηγικής. Ο πόλεμος μπαίνει στην δεύτερη φάση του, τον πόλεμο των ενεδρών ή κλεφτοπόλεμο. Από την ορεινή Στεμνίτσα, όπου έχει αποσυρθεί, γράφει επιστολές με οδηγίες προς κάθε κατεύθυνση. Έτσι γίνεται ο πρώτος Έλληνας Στρατηγός, ο οποίος, διατυπώνει τις θεωρητικές αρχές του κλεφτοπολέμου. Νύχτα και ημέρα, στα δάση και στα στενά, οι κακοντυμένοι Έλληνες χωρικοί ελλοχεύουν αναμένοντας τις εχθρικές φάλαγγες. Την κατάλληλη στιγμή ξεπηδούν από το πουθενά, ξεχύνονται ξαφνικά κι ορμητικά, χτυπούν αρειμανίως, αποδεκατίζουν ή και εξαφανίζουν τελείως τον εχθρό.[14].

Παράλληλα λαμβάνονται σκληρά μέτρα κατά όσων υποτάσσονται. «Η πατρίς κινδύνευε από το προσκύνημα», διηγείται στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. «Εγώ όπως εβγήκα εις τον Άγιο Γεώργιον, έγραψα γράμμα εις τον Γενναίον και τον Κολιόπουλο, και επετάχθηκαν εις το Λιβάρτζι, την επαρχίαν την προσκυνημένη και τους διέττατα, φωτιά και τσεκούρι εις τους προσκυνημένους! Τότε, έστειλε ο Μπραϊμης καταπατητάδες, να ιδεί που είμαι και τι ασκέρι έχω, κι έδωσε ενός ρωμιού τριακόσια μπαρμπούτια δια να μάθει που είμαι και να μου ριχτεί επάνω και εγώ τον έπιασα και έστειλα εις την δημοσιά και τον εκρέμασα, εις τα Καλάβρυτα, δυο ώρες απ’ έξω. Του κρέμασα κι ένα χαρτί που έλεγε το φταίξιμό του: Προδότης του Έθνους».

Η επανάσταση επίσης περνάει δύσκολες στιγμές. Στη Ρούμελη διεξάγεται σκληρός αγώνας κατά των πολλαπλάσιων στρατευμάτων του Κιουταχή Πασά. Αυτός, με την συνδρομή Ευρωπαίων μηχανικών, πολιορκεί συστηματικά το Μεσολόγγι, το προπύργιο της ελευθερίας των Ελλήνων. Η πάλη είναι άνιση. Οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία μολονότι τα εφόδια έχουν τελειώσει και οι δυνάμεις τους εξαντλούνται. Τελικά, την 10η Απριλίου του 1826 αποφασίζεται ηρωική έξοδος. Αποφασισμένοι για Ελευθερία ή θάνατο οι ήρωες εξορμούν. Από τους 5000 πολεμιστές και τους 800 αμάχους θα σωθούν λιγότεροι από 1300.

Όλες οι ελπίδες συγκεντρώνονται πια στον Γ. Καραϊσκάκη. Ο σπουδαίος οπλαρχηγός, υπερασπίζεται την Αττική και καταφέρνει να ενώσει υπό τις διαταγές του 11.000 ατάκτους. Για ένα έτος κρατάει καλά, πολεμάει ηρωικά, αντιστέκεται και επιτυγχάνει σημαντικές νίκες. Ο εχθρός παραμένει στάσιμος και πληρώνει βαρύ φόρο αίματος. Εν τούτοις, την 24η Απριλίου 1827, ο θρυλικός Αρχιστράτηγος τραυματίζεται θανάσιμα ύστερα από τυχαία συμπλοκή. Ο τραγικός του χαμός έχει άμεσες επιπτώσεις στο ηθικό των ανδρών. Χωρίς τον ατρόμητο και ιδιοφυή αρχηγό χάνουν το κουράγιο τους και οδηγούνται στην πανωλεθρία του Π. Φαλήρου που θα σημάνει την σχεδόν ολοκληρωτική καταστολή της επανάστασης στη Στερεά[15].

 

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γνωστός για την αθυροστομία του το 1823 έστειλε την εξής απάντηση στον Μαχμούτ Πασά: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον μπούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»

Τα νέα μαθαίνονται στην Πελοπόννησο, όπου ένα νέο μεγάλο κύμα προσκυνήματος πάει να καταπνίξει τον αγώνα. Το μέλλον τώρα φαίνεται σκοτεινό. Η αναπάντεχη ναυμαχία του Ναβαρίνου, την 8η Οκτωβρίου 1827, μεταξύ του Τουρκοαιγυπιακού στόλου και του ενωμένου στόλου της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, σώζει τελευταία στιγμή την κατάσταση. Οι μεγάλες δυνάμεις επιβάλουν στους Οθωμανούς ανακωχή κι αποφεύγουμε τα χειρότερα.  

Όμως τα πράγματα εξακολουθούν να είναι κρίσιμα. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, τα εμφύλια μίση, η έλλειψη πόρων και πολεμοφοδίων, η εξουθένωση απ’ τις κακουχίες ετών, η ανυπακοή των στρατιωτών, προπάντων η διάλυση κάθε οργάνωσης μας οδηγούν στην αναρχία και το χάος. Όλοι πλέον ελπίζουν στον νέο κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος, άμα τη αφίξει του, αρχές του 1828, προβαίνει στη διάλυση της βουλής και λαμβάνει στα χέρια του απόλυτη εξουσία.

Ο κυβερνήτης αγωνίζεται για την οργάνωση του κράτους και την ανακούφιση των κατοίκων από την πείνα και τις ασθένειες. Τα προβλήματα, με τα οποία είναι αντιμέτωπος, είναι πολλά και περίπλοκα. Οι αντιδράσεις και οι μεθοδεύσεις των πολιτικών του αντιπάλων, αποτελούν το ανάχωμα στην προσπάθεια που καταβάλει. Παρά τον πόλεμο, όμως που δέχεται, είναι αποφασισμένος και το έργο του είναι σημαντικό και ουσιώδες. Στην εξωτερική του πολιτική  εκμεταλλευόμενος τη διεθνή συγκυρία του νέου Ρωσσοτουρκικού πολέμου και τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, εργάζεται συστηματικά,  για να πετύχει ότι είναι δυνατό κάθε φορά. Οι εξελίξεις τον δικαιώνουν. Τελικά, την 30η Φεβρουαρίου 1830 υπογράφεται στο Λονδίνο το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας που θα ανοίξει τον δρόμο για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού. Τοιουτοτρόπως η εποποιία του 1821 ολοκληρώνεται με αίσιο αποτέλεσμα...

 


     

  Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας: «Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».

 

Δυο αιώνες μετά, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ εμπρός στο μεγαλείο της αυτοθυσίας των Ηρώων. Συγκίνηση πλημμυρίζει την ψυχή μας και υπερηφάνεια για τους προγόνους, καθώς υπεράνω της ζωής τους έθεσαν το καθήκον για την πατρίδα. Ο ανιδιοτελής ηρωισμός, η συνειδητή θυσία, η προσφορά τους στο έθνος αποτελεί αιώνιο παράδειγμα. Το αίμα τους θα μας υπενθυμίζει την ακριβή τιμή της ελευθερίας.

Όμως, ο καλύτερος φόρος τιμής προς τους πεσόντες είναι η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για εθνική ενότητα και η περιφρούρηση της. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε πως οι 600.000 νεκροί του αγώνα, δικαιώθηκαν μόνο εν μέρει. Οι διχόνοιες, οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι έριδες, ο φατριασμός, παραλίγο να οδηγήσουν τον αγώνα σε αποτυχία με ανυπολόγιστες συνέπειες αφού οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει τη φυσική εξόντωση των Ελλήνων της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, καθώς και την αντικατάστασή τους με ασιατικούς πληθυσμούς. Η εμφύλια διαμάχη στέρησε από το Έθνος την πραγματοποίηση της εθνικής ολοκλήρωσης. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ήταν εδαφικά περιορισμένο, οικονομικά και στρατιωτικά ανίσχυρο και είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Απαιτήθηκαν νέοι αιματηροί αγώνες για να φτάσουμε τα όρια της σημερινής επικράτειας.


 



Ας αποδώσουμε, λοιπόν, την προσήκουσα βαρύτητα στην παρακαταθήκη που μας άφησε ο γέρος του Μοριά από την Πνύκα στον ιστορικό του λόγο το 1838.

«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα».

 

«Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια».

 

 

Παραπομπές-πηγές: 


[1] Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ήλιος, τόμος ΕΛΛΑΣ σελ. 327

[2] Α. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία, σελ. 49

[3] Ανωνύμου Έλληνος, Ελληνική  Νομαρχία σελ 108.

[4] ενθ’ ανωτ. σελ 43

[5] Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σ. Τρικούπης σελ. 17

[6] ομοίως σελ. 97

[7] Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, τ 11 σελ. 41

[8] Α. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία σελ157

[9] Η Προκήρυξη του Υψηλάντη, εγκ. Δομή, Ιστορία των Ελλήνων.

[10] Εγκ. Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, σελ 161

[11] Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως τα β’

[12] Α. Βακαλόπουλος, Νεότερη ιστορία και σύγχρονη, σελ.192

[13] Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Μέρμυγκας σελ. 6

[14] Α. Βακαλόπουλος, Νεότερη ιστορία και σύγχρονη, σελ.193

[15] ενθ. ανωτ. σελ.195


Θωμάς Μοσχόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Διαπραγματευτής της ΕΛ.ΑΣ.


Ενα εκπληκτικό ποίημα του Θωμά Μοσχόπουλου σε καφαβικο υφος και θεματολογία τον αγαπημένο του Αλεξανδρινού, Απολλώνιου του Τυανεως.

Μας μεταφέρει στην εποχήν του 1ου αιωνα μΧ όπου έζησε ο νεοπυθαγορειος φιλόσοφος τον οποίο ο ποιητής φαντάζεται νεαρό να φοιτά στην σχολή του φανταστικού νομοδιδασκαλου Μυρωνος του Πρεσβυτέρου o οποίος πασχίζει να του διδάξει τη νομοθεσία του Σόλωνος του Αθηναίου. Ο νέος δεν φαίνεται να προσέχει. Σκέπτεται μια φράση του Εμπεδοκλέους που έλεγε ότι για τους ανθρώπους ήταν Θεός...

 




ΜΥΡΩΝ Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ

Εις την σχολήν του Μύρωνος του πρεσβυτέρου

Εμαθήτευε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς

Και όλο ήκουεν τον φιλόσοφο

Εξαίρετα τας σολωνείους κύρβεις να ορμηνεύει

Να ομιλεί περί σεισάχθειας

Και περί τας εκ του Δράκοντος επιρροάς

Μα τούτος ο νους φυγάς ερωτοχτυπημένος

Του Εμπεδοκλέους την λαμπρή ομολογία συλλογιόταν

«χαίρετ' ἐγὼ δ' ὑμῖν θεὸς ἄμβροτος, οὐκέτι θνητὸς»…

Ω Μύρων δυστυχή 

Πως τούτο το πνεύμα να καταδαμάσεις;


Ο Θωμάς Μοσχόπουλος είναι ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας, εκπαιδευτής και διαπραγματευτής κρίσημων περιστατικών.

Ομιλία του διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας Μοσχόπουλου Θωμά με αφορμή την επέτειο του "Όχι".

 Ομιλία για την 28η Οκτωβρίου 1940. Γράφει ο Θωμάς Μοσχόπουλος


 Κυρίες και Κύριοι,

  Αναμφισβήτητα ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, που ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945, υπήρξε ο μεγαλύτερος και πλέον καταστρεπτικός στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Πρωτοσέλιδο της 28.10.1940



  Τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτόν, όπως εξάλλου και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που είχε προηγηθεί, εντοπίζονται στον ανταγωνισμό μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων που συγκέντρωναν στα χέρια τους το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και της ανερχόμενης Γερμανίας, η οποία υπό την σιδηρά ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, διεκδικούσε το δικό της μερίδιο σ’ αυτόν τον ιδιότυπο διαμοιρασμό του κόσμου. Υπό τις συνθήκες αυτές σχηματίστηκαν δύο αντίπαλες συμμαχίες κρατών και συμφερόντων. Από την μια μεριά, οι παραδοσιακές δυνάμεις της Αγγλίας και της Γαλλίας κι απ’ την άλλη οι δυνάμεις του «άξονα», Γερμανία και Ιταλία. Οι τελευταίες, με την επιθετική επεκτατική τους πολιτική έδωσαν την αφορμή για την έναρξη της σύγκρουσης η οποία γρήγορα επεκτάθηκε σ' όλον τον κόσμο και πήραν μέρος σ' αυτήν τα σημαντικά κράτη της Γης. Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την ελληνική εμπλοκή, που άρχισε επισήμως τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και μέσα απ’ αυτήν αναδείχθηκε ο υπέροχος πατριωτισμός, ο ηρωισμός και η πολεμική αρετή των Ελλήνων.

  Τον Οκτώβριο του 1940 η κατάσταση στην Ευρώπη είχε ως εξής. Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν συγκροτήσει τον άξονα. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Φιλανδία ήσαν σύμμαχοι των Γερμανών, ενώ η Γαλλία, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Δανία, με πόλεμο αστραπή, είχαν κατακτηθεί απ’ αυτούς. Η Αγγλία, άοπλη, ηττημένη, αποκομμένη από την Ευρώπη επιζούσε εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης καθώς την έσωζε η θάλασσα που την χώριζε από την ήπειρο. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Σουηδία από την άλλη τηρούσαν από μέρους τους ευμενή υπέρ της Γερμανίας ουδετερότητα, και η κομουνιστική Ρωσία είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με το τρίτο ράιχ. Συνεπώς η κατάσταση συνοψίζεται στην πλήρη κυριαρχία του Άξονα. 

  Υπό τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος επέλεξε να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας, μη εισερχόμενη στον πόλεμο. Η στάση της όμως δεν έγινε σεβαστή από τον Μουσολίνι ο οποίος για λόγους γοήτρου δεν μπορούσε να μείνει άπραχτος, τη στιγμή που ο Χίτλερ μέσα σε ένα χρόνο είχε καταστρέψει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης (Γαλλία), είχε ταπεινώσει τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη του κόσμου (Αγγλία) και, το σπουδαιότερο, για όλα αυτά είχε ξοδέψει ελάχιστο σχετικά έμψυχο υλικό καθώς όλος ο πόλεμος, μέχρι τότε του είχε κοστίσει λιγότερο από μια μεγάλη μάχη του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου.


Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι



  Υπό τις δυσμενείς αυτές συνθήκες και κατόπιν πολλαπλών ιταλικών προκλήσεων με σημαντικότερη τον τορπιλισμό της Φρεγάτας ΈΛΛΗΣ τον δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, οδηγηθήκαμε στην 28η Οκτωβρίου 1940 όπου η Ιταλία, απρόκλητα, ουσιαστικώς απαίτησε, με την αλαζονεία του ισχυρού, την παράδοση της χώρας μας. Εκείνη την Δευτέρα, μερικές ώρες πριν ξημερώσει, η ιστορία γράφθηκε σε μια οικία στην Κηφισιά όπου δύο άνδρες συνομιλούσαν στη γαλλική γλώσσα. Από την μια μεριά ο Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλικής κυβερνήσεως στην Αθήνα και απ’ την άλλη ο Έλλην πρωθυπουργός Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς. Ο πρώτος αργότερα εξομολογήθηκε αναλυτικά το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης, στην οποία αξίζει να αναφερθούμε, περιγράφοντας αφενός το μεγαλείο και αφετέρου την αθλιότητα εκείνων των στιγμών:

  «Φθάσαμε έξω από την οικία του Μεταξά, ακριβώς στις τρεις παρά δέκα. Όταν ο συνοδεύων ημάς διερμηνέας είπε στον σκοπό ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας επιθυμεί να κάνει μια επείγουσα ανακοίνωση στον κ. Πρωθυπουργό, αυτός άρχισε να χτυπάει επανελλειμένως το κουδούνι για να ξυπνήσει την υπηρεσία. Μέχρις ότου δοθεί απάντηση από μέσα παρήλθαν αρκετά λεπτά, διότι όπως ήταν φυσικό κατά την ώρα εκείνη όλοι κοιμούνταν. Η αγωνία μου είχε ενταθεί και η συνείδηση μου με πίεζε, σκεπτόμενος ότι την στιγμήν εκείνη γινόμουν συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επιτέλους το φως να ανάβει και τον Μεταξά να κατεβαίνει. Με γνώρισε και διέταξε τον σκοπό να με αφήσει να περάσω. Με έδωσε το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό σαλόνι. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι έχω να του κάνω μια ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Άρχισε μετά προσοχής να το διαβάζει… παρακολούθησα την συγκίνησιν στα χέρια και στα μάτια του. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Με σταθερά φωνή και βλέποντάς με κατάματα, μου είπε: - Αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απάντησα ότι τούτο θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί αν η ελληνική κυβέρνηση έδιδε διαταγή να επιτραπεί στα τμήματα του ιταλικού στρατού που θα κινούνταν την 6η πρωινή να περάσουν. Μου απάντησε: ΟΧΙ. Του πρόσθεσα: αν ο Στρατηγός Παπάγος μπορούσε δια του ασυρμάτου να διαβιβάσει μια διαταγή στις διοικήσεις των μονάδων… Ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Αδύνατον. Η ευθύνη του πολέμου βαρύνει απολύτως την ιταλική κυβέρνηση. Διότι εγνώριζε ότι η Ελλάς ήτο αποφασισμένη να παραμείνει ουδετέρα αλλά και αποφασισμένη να υπερασπιστεί το έδαφός της εναντίον οιουδήποτε θα αποπειράτο να το παραβιάσει. Εψιθύρισα: δεν χάνω ελπίδα. Ο Μεταξάς εσηκώθη και με συνόδεψε μέχρι την θύραν χωρίς να μου δώσει απάντησιν. Έφυγα υποκλινόμενος με το βαθύτερο σεβασμό προ του γέροντος αυτού που επροτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένη την ψυχήν μου από μίσος δια το επάγγελμά μου…».

Ο Στρατάρχης Μπαντόλιο, επικεφαλής των Ιταλών, κατά την ελληνική εκστρατεία



  Κατόπιν των γεγονότων αυτών λαμβάνουν χώρα αστραπιαίως όλες οι απαιτούμενες ενέργειες. Στις 04:00 ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας Υποστράτηγος Κατσημήτρος πληροφορείται τηλεφωνικώς από το ΓΕΣ την ακόλουθο ανακοίνωση:

  «Ο Ιταλός πρεσβευτής την τρίτη πρωινή δια διακοινώσεώς του προς την ελληνική κυβέρνηση εζήτησε να εισέλθωσι σήμερον την 6ην πρωινή τα ιταλικά στρατεύματα εις το ημέτερο έδαφος και ότι εν περιπτώσει αρνήσεως θα εισέλθωσι δια της βίας. Η κυβέρνησις απέρριψε την αίτησιν ταύτην του ιταλού πρέσβεως και διατάσσει αντίστασιν μέχρις εσχάτων».

Το πρωί οι σειρήνες του πολέμου ξυπνούν τον λαό. Ο Μεταξάς με διάγγελμα καλεί το Έθνος στα όπλα: «Η στιγμή επέστη όπου θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμή της. Μολονότι ετηρήσαμε την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζούμε ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την τρίτη πρωινή την παράδοση τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψη αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα άρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν πρέσβυν ότι θεωρώ το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπο με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξη πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξασφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθεί σύσσωμον. Αγωνισθείτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».

Ο Ιωάννης Μεταξάς



  Ο ελληνικός λαός με έντονο το αίσθημα του χρέους έναντι της ιστορίας του ανταποκρίνεται αμέσως στο κάλεσμα της πατρίδος. Η αρχική έκπληξη μεταβάλλεται γρήγορα σε ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες με το χαμόγελο στα χείλη δεν διστάζουν στιγμή και σπεύδουν ταχέως για το μέτωπο. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου συγκεντρώνονται για την αναχώρηση, εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές. Μητέρες, γυναίκες, παιδιά είναι εκεί να τους αποχαιρετήσουν. Τους εύχονται με δάκρυα στα μάτια να νικήσουν και να επιστρέψουν σύντομα γεροί. Αυτοί συνεχίζουν να χαμογελούν προσπαθώντας να τους καθησυχάσουν. Στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά επιστρέψει ζωντανός, αν θα ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ωστόσο, δεν λιποψυχούν. Δεν τους το επιτρέπει το καθήκον προς το υπέρτατο αγαθό της πατρίδος για το οποίο είναι έτοιμοι να θυσιαστούν.

  Μπορούν όμως, να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που υπερέχει ασυγκρίτως σε οπλισμό και έμψυχο δυναμικό; Η μικρή Ελλάδα δύναται να αντισταθεί στις εννέα εκατομμύρια λόγχες του Μουσολίνι; Ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι απογοητευτικός. Στις οκτώ ιταλικές μεραρχίες που επιτίθενται, οι Έλληνες έχουν να αντιτάξουν μόνο δυο, ενώ δεν διαθέτουν άρματα μάχης και η υπεροπλία του εχθρού στην θάλασσα και τον αέρα είναι σαφής. Οι Ιταλοί, απ’ την μεριά τους δεν περιμένουν αντίσταση από έναν λαό, ο συνολικός πληθυσμός του οποίου είναι όσες περίπου και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας τους. Υπολογίζουν στην υπεροπλία τους και υποτιμούν την αξία των Ελλήνων μαχητών. Ο Ντούτσε εκείνο το πρωί διαβεβαίωνε με κομπασμό τον ανήσυχο Χίτλερ: «Φύρερ, προχωρούμε. Τα στρατεύματά μας εισήλθαν νικηφόρως στην Ελλάδα σήμερον την 6ην πρωινή. Μην ανησυχείτε τα πάντα θα τελειώσουν σε δεκαπέντε ημέρες».

   Και πράγματι όλα θα τελείωσαν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αλλά όχι όπως τα υπολόγιζε.

  Οι Ιταλοί εισήλθαν στον πόλεμο με οκτώ μεραρχίες, τάγματα Αλβανών και Μελανοχιτώνων και φυσικά με την υποστήριξη ισχυράς αεροπορίας, πυροβολικού και στόλου. Με την κήρυξη του πολέμου βομβάρδισαν διάφορες πόλεις όπως τη Λάρισα, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, την Πάτρα. Ωστόσο, η ελληνική ελαστική άμυνα των μονάδων προκαλύψεως κατάφερε να τους καθηλώσει από τις πρώτες κιόλας ημέρες του αγώνα. Οι ιταλικές λεγεώνες αποδεκατίστηκαν αφήνοντας χιλιάδες νεκρών στις οροσειρές της Πίνδου. Η ορμή και το πάθος του Έλληνα στρατιώτη είναι καταλυτική. Η περίφημη μεραρχία Τζούλια των αλπινιστών παθαίνει πανωλεθρία και διαλύεται τελείως.

  Καθώς η επιστράτευση συνεχίζονταν και η ελληνική γραμμή ενισχύονταν συνεχώς με νέες δυνάμεις, άριστα οργανωμένες, ήδη από την 6η Νοεμβρίου όπως θα ομολογήσει ο Τσιάνο, υπουργός των εξωτερικών του Μουσολίνι, η πρωτοβουλία περιήλθε στους Έλληνες και η ώρα της εκδικήσεως έφθασε.

Έλληνες στρατιώτες στην Αλβανία



  Η μεγάλη αντεπίθεση ξεκινά. Τώρα πια η ελληνική δύναμη ανέρχονταν σε οκτώ μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες και μια μεραρχία Ιππικού. Οι νίκες διαδέχονται η μια την άλλη. Προελαύνομε σε όλα τα μέτωπα. Την 22α Νοεμβρίου 1940 απελευθερώνουμε την Κορυτσά. Ο Στρατηγός Πιτσίκας τηλεφωνεί στον Μεταξά και του αναφέρει: «Κύριε πρόεδρε, η Κορυτσά ευρίσκεται εις τας χείρας των Ελληνικών στρατευμάτων. Ο πληθυσμός της πόλεως υποδέχεται τους άνδρας με εκδηλώσεις ενθουσιασμού και με σημαίες. Που ευρέθησαν τόσες σημαίες;».

  Στην πατρίδα ο λαός πληροφορείται το γεγονός και παραληρεί από χαρά. Εντός ολίγου έρχεται και η είδηση της κατάληψης του Πόγραδετς. Την 4η Δεκεμβρίου πλέον όλα έχουν τελειώσει. Οι τελευταίες ελπίδες των Ιταλών εξανεμίζονται. Ο Ντούτσε απογοητευμένος παραδέχεται την οικτρή τους ήττα με τα λόγια: «Είναι παράλογον και γελοίον, αλλά έτσι είναι. Πρέπει να ζητήσωμε ανακωχή με την μεσολάβηση του Χίτλερ».

  Ωστόσο αυτό είναι αδύνατο, διότι ο πρώτος όρος που θα έθεταν οι Έλληνες θα ήταν η προσωπική εγγύηση του Χίτλερ ότι δεν θα επιχειρούνταν τίποτε στο μέλλον εναντίον τους. Έτσι κατέληξαν να εξακολουθήσουν τον πόλεμο, αποστέλλοντας νέα στρατεύματα και αλλάζοντας στρατηγούς.

  Η φορά όμως των πραγμάτων συνεχίζει την τροχιά της. Την 5η Δεκεμβρίου ο Στρατός μας καταλαμβάνει την Πρεμέτη, την επομένη τους Άγιους Σαράντα και μετά από δυο μέρες το Αργυρόκαστρο. Ο λαός πανηγυρίζει. Ο Τσώρτσιλ στέλνει τηλεγραφήματα γράφοντας στα ελληνικά. Τα επιτελεία μας κυριεύονται από τον ενθουσιασμό των νικών. Όλοι τώρα θέλουν ένα πράγμα, να ρίξουν τους Ιταλούς στην Θάλασσα. Όμως το χιόνι, το δριμύ ψύχος, η έλλειψη δρόμων καθυστερούν την προέλασή και την τελευταία στιγμή διασώζουν τους Ιταλούς από πλήρη συντριβή.

  Τελικώς, τον Ιανουάριο του 1941 ο Χίτλερ αποφασίζει να στείλει στο ελληνοϊταλικό μέτωπο τον στρατηγό Φον Ρίντελεν προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση. Ο Γερμανός στρατηγός αφού λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος στην Κλεισούρα, επιστρέφει εσπευσμένως στο Βερολίνο και συντάσσει σχετική έκθεση όπου αναφέρει πως οι Ιταλοί αποκλείεται να νικήσουν. Μοιραίως, η Γερμανία οδηγείται στον πόλεμο κατά της Ελλάδος.


Μεταφορά γερμανικών αρμάτων μάχης στο ελληνικό έδαφος



  Παρόλα αυτά η Ελλάς, δεν υποκύπτει. Οι αήττητες μέχρι τότε γερμανικές στρατιές θα ηττηθούν για πρώτη φορά στα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Στο Ρούπελ, τον Εχινό, την Νυμφαία, το Ιστίμπεη και το Λύσσε, οι λιγοστοί και δοκιμασμένοι Έλληνες πολεμιστές αντιστέκονται νικηφόρα σε πολλαπλάσιες δυνάμεις, ήτοι τριάντα μεραρχίες και ανάμεσά τους ορισμένα από τα πλέον επίλεκτα τμήματα του γερμανικού στρατού. Ωστόσο, η συντριπτική υπεροχή του εχθρού και η κατάρρευση του μετώπου στην Γιουγκοσλαβία θα καταλήξει στην αναπόφευκτη κάμψη της ελληνικής αντιστάσεως και την είσοδο του λαού μας σε μια περίοδο σκληρής δοκιμασίας.

  Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή θα αποβεί καθοριστική για την μετέπειτα έκβαση του πολέμου και την τελική νίκη των συμμάχων. Η δημιουργία ανοικτού πολεμικού μετώπου στα Βαλκάνια επέφερε την αδυναμία του Βερολίνου να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη βρετανική δραστηριότητα στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και κυρίως την καθυστέρηση στην ανάληψη της εκστρατείας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, με επακόλουθο την μετέπειτα καθήλωση της Βέρμαχτ στις ρωσικές στέπες και την πανωλεθρία της λόγω του αφιλόξενου ρωσικού χειμώνα. Κατά τον τρόπο αυτό η νίκη των Ελλήνων στην Πίνδο άλλαξε τον ρου της παγκοσμίου ιστορίας. Ο επικός αγώνας και οι θυσίες μας μετέβαλαν την πορεία των πραγμάτων υπέρ της Αγγλίας και των συμμάχων της.

  Για όσους αμφισβητούν την τεράστια σημασία της ελληνικής εποποιίας για την εξέλιξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, θυμίζουμε πως ο ίδιος ο Χίτλερ στην πολιτική του διαθήκη, λίγο πριν την πτώση του τρίτου Ράιχ απέδωσε την ήττα του Άξονα στην «ηλίθια» όπως την χαρακτήρισε, εκστρατεία των Ιταλών εναντίον της Ελλάδος που τον ανάγκασε να εμπλακεί σε έναν περιττό για την Γερμανία πόλεμο. Την συνεισφορά μας στην νίκη βεβαίως αναγνώρισαν με βαρύγδουπες εκφράσεις και οι σύμμαχες δυνάμεις. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, λησμόνησαν τις υποσχέσεις τους ενώ με πράξεις και παραλείψεις των μας βύθισαν σε καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο που πλήγωσε βαθιά τον Ελληνισμό.

Αναγνώριση της αξίας του Έλληνα στρατιώτη από τον Αδόλφο Χίτλερ (Δημοσίευμα από την λογοκριμένη, από τις κατοχικές δυνάμεις εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα.)



  Το μήνυμα, λοιπόν, της επετείου του «ΌΧΙ» έχει δύο όψεις. Η 28η Οκτωβρίου 1940 μας διδάσκει ότι η εθνική ενότητα, το υψηλό φρόνημα, η αποφασιστικότητα, η σύμπνοια και η πίστη δύνανται να υπερνικήσουν την υλική δύναμη. Η Ελλάς κατανίκησε την πανίσχυρη Ιταλική αυτοκρατορία αποδεικνύοντας ότι η ιστορία δεν γράφεται με τους αριθμούς και την στυγνή λογική, αλλά με την θέληση και το αίμα γενναίων μαχητών. Απ’ την άλλη, για ακόμη μια φορά, επαληθεύτηκε ότι στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί, παρά μόνο συμφέροντα. Η Βόρειος Ήπειρος που απελευθερώθηκε δια της λόγχης από τον ελληνικό στρατό παρέμεινε ξανά έξω από τον ελληνικό εθνικό κορμό και αποδόθηκε στην σύμμαχο της φασιστικής Ιταλίας Αλβανία. Η Βουλγαρία που συνεργάστηκε με τους κατακτητές και ως στρατός κατοχής επέφερε τόσα δεινά στον ελληνικό πληθυσμό δεν τιμωρήθηκε από τους νικητές. Η χώρα μας τέλος περιήλθε υπό την πλήρη κηδεμονία των μεγάλων. Και το τραγικότερο, οι υπερήφανοι Έλληνες, αν και στην πλευρά των νικητών, κατέληξαν να εργάζονται για τον επιούσιο στα εργοστάσια των ηττημένων.

  Σήμερα, αποδίδοντας την πρέπουσα τιμή στους ήρωες αυτού του πολέμου ας κρατήσουμε το παράδειγμά τους ως παρακαταθήκη στην ψυχή μας για τους αυριανούς αγώνες αν και όποτε έλθουν.

Ευχαριστώ.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος


Θωμάς Μοσχόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Διαπραγματευτής της ΕΛ.ΑΣ.



Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...