Μετά την αποτυχία της γερμανικής αντεπίθεσης στις Αρδέννες, στα τέλη Δεκεμβρίου 1944 και την εκδήλωση της μεγάλης χειμερινής σοβιετικής επίθεσης στον Βιστούλα, ο Χίτλερ μετέβη στο Βερολίνο, αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει την πόλη. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του θα τους περνούσε στα 20 μικρά δωμάτια του προσωπικού του καταφυγίου, το οποίο βρισκόταν σε βάθος 17 μέτρων κάτω από τους κήπους της καγκελαρίας.
Παρά τις εκκλήσεις των συνεργατών του να φύγει από την πόλη, προκειμένου να αποφευχθεί μια άσκοπη αιματοχυσία, ο Χίτλερ επέμενε να μείνει. Στις 20 Απριλίου γιόρτασε τα τελευταία του γενέθλια μέσα στο καταφύγιο, και την ίδια στιγμή, η 5η Σοβιετική Στρατιά είχε περικυκλώσει το Βερολίνο.
«Όποιος θέλει, μπορεί να φύγει! Εγώ σκοπεύω να παραμείνω» είχε πει και ήδη από τις προηγούμενες μέρες, οι περισσότεροι υπουργοί και στενοί του συνεργάτες τον είχαν εγκαταλείψει. Στο μεταξύ, ο γερμανός δικτάτορας συνέχιζε να βρίζει τους συμπατριώτες του, χαρακτηρίζοντας τους «ανάξιους του εθνικοσοσιαλισμού».
Εώς και τη νύχτα της 28ης Απριλίου ο γερμανός δικτάτορας ήλπιζε ότι οι μονάδες του αντιστράτηγου Βάλτερ Βενκ θα κατάφερναν να διασπάσουν τον σοβιετικό κλοιό. Το ξημέρωμα της επομένης όμως, διέλυσε και αυτές τις προσδοκίες καθώς η βοή της μάχης ακουγόταν πλέον καθαρά στην καγκελαρία, καθώς οι σοβιετικές μονάδες δεν απείχαν παρά μονάχα 800 μέτρα. Το ίδιο πρωινό έμαθε για την τύχη του Μουσολίνι όπου ο δικτάτορας είχε εκτελεστεί από αντιφασίστες αντάρτες και το πτώμα του είχε κρεμαστεί ανάποδα, σε πλατεία του Μιλάνου.
Τις επόμενες ώρες υπαγόρευσε στις γραμματείς του την «πολιτική» του «διαθήκη». Επρόκειτο για ένα μανιφέστο κατά των «μπολσεβίκων και των Εβραίων», χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής για το κακό που είχε προξενήσει σε όλο τον κόσμο. Έπειτα νυμφεύτηκε τη σύντροφο του, Εύα Μπράουν, με πολιτικό γάμο, με μάρτυρες τους Μάρτιν Μπόρμαν και Γιόζεφ Γκέμπελς.
Την ίδια νύχτα, ο Χίτλερ χαιρέτησε ένα προς ένα όλα τα μέλη του επιτελείου του, της φρουράς και του υπηρετικού προσωπικού. Το πρωί της 30ης Απριλίου γευμάτισε με τις πιστές του γραμματείς Τράουντλ Γιούνκε και Γκέρντα Κρίστιαν. Στη συνέχεια, αποχαιρέτησε τον Μπόρμαν και το ζεύγος Γκέμπελς.
Λίγο μετά τις 15.00, αποσύρθηκε με τη σύζυγο του στο δωμάτιο τους. Πήραν και οι δύο κάψουλα υδροκυανίου. Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ, για να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, τοποθέτησε στον κρόταφο το πιστόλι του. Στις 15.30 ακούστηκε ένας πυροβολισμός.
Ο δρ Στούμπφεγγερ εξέτασε τα πτώματα και πιστοποίησε τους δύο θανάτους. Οι σοροί του Χίτλερ και της Μπράουν μεταφέρθηκαν στον κήπο της καγκελαρίας και περιλούστηκαν με βενζίνη προκειμένου να καούν. Ωστόσο, η καύση ήταν ατελής, λόγω της μικρής ποσότητας βενζίνης. Όταν οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την Καγκελαρία, βρήκαν τις μισοκαμένες σορούς του Χίτλερ και της Εύα Μπράουν.
Τον Ιούνιο του 1945, όλα τα πτώματα θάφτηκαν σε ένα δάσος κοντά στη γερμανική πόλη Ρατενάου. Στην τοποθεσία αυτή δημιουργήθηκε βάση του Σοβιετικού Στρατού. Το 1970, η βάση επρόκειτο να παραδοθεί στις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας. Τότε, η ΚGB με τη σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, διέταξε την εκταφή και καταστροφή των υπολειμμάτων των σορών, προκειμένου να μην ανακαλυφθούν και γίνουν τόπος προσκυνήματος για νοσταλγούς του ναζιστικού καθεστώτος. Στις 13 Μαρτίου 1970, οι σοροί αποτεφρώθηκαν από πράκτορες της KGB, οι οποίοι εν συνεχεία σκόρπισαν τις στάχτες στον ποταμό Μπίντεριτς.
Η αυτοκτονία του Χίτλερ και της Μπράουν έθεσε τέλος στη διεθνή ανησυχία και τον τρόμο που είχαν προκαλέσει για πολλά χρόνια.
Ήταν το τέλος μιας εποχής βίας, φανατισμού και καταπίεσης που είχε προκαλέσει ανείπωτο πόνο και καταστροφή σε όλη την Ευρώπη και πέραν αυτής.
Πηγή:
Βερολίνο : Η πτώση 1945
Του Antony Beevor.

