Η μέθοδος (πρωτοχρονιάτικο διήγημα της Βίκης Κοσμοπούλου)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη
Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξωρκισμένος ἀπὸ τὴν κυρα-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖός του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ «κατώτερα στρώματα», πῶς νὰ μουντζώνῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κ᾽ ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾽ ἔβλεπες πρωὶ καὶ βράδυ νὰ ἐξέρχωνται, ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμέναι, γυναῖκες φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.
Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γρια-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἥτις δὲν εἶχε προλήψεις, κ᾽ ἔπινε φανερὰ τὸ ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρα-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἥτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κηρία, καὶ ὅσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὅλας τὰς ἔπινε, μετ᾽ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.
Ἤρχετο κ᾽ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁποὺ ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον· κ᾽ ἐξωνομάτιζε* τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιὼ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπ᾽ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη ὅτι τὸ ἀσημικὸν ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσον ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες ― τὰς ὁποίας, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλ᾽ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁποὺ ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώσῃ, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν στὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατίναν.
Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ᾽ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα κ᾽ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν* της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ… καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον… Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ᾽ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;
*
* *
Εἰσῆλθε ριγῶν ὁ μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁποὺ τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπεν·
―Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.
― Βάλε σὺ τὸ ρούμι, εἶπεν.
Πῶς νὰ ἔχῃ πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ κ᾽ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κ᾽ ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλύτερον ἀπ᾽ ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε* τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι᾽ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποῖος λέγει ὅτι αἱ ἑορταὶ εἶναι παραπολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.
Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ᾽ ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ κ᾽ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα ἰδὼν τὸν Παῦλον:
― Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.
Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος διὰ νὰ λύσῃ τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας μεταξὺ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον τοῦ Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.
― Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν· οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ᾽ Ἁι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχουνται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ πὼς θὰ δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
― Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουν διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
― Εἶναι κ᾽ ἡ τεμπελιὰ στὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ.
― Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα κ᾽ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια κι ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας, ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια* μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴν μοδίστρα. Καὶ μ᾽ ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της, ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.
―Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε…
― Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε 〈διὰ〉 νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.
*
* *
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι. Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλέψῃ, νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἑορτάς. «Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά. Κόπιασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα.»
Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ εἶναι «βρεμένο τὸ παξιμάδι». Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἐξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαλλε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ᾽ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτον σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιόν τι εἰς τὰς Ἀθήνας!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας, καὶ τὴν ἄλλην ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλον δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευθῇ;
Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναῖκά του.
Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἓν παιδίον τῆς ἀγορᾶς μὲ μίαν κοφίναν ἐπ᾽ ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον κ᾽ ἐστράφη πρὸς αὐτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, ποῦ εἶναι δῶ χάμω τὸ σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;
― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπε…
Ἀστραπὴ ὡς ἰδέα ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.
― Μοῦ ᾽πε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸν ἐξέχασα… τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο… τὸν εἶχα μουστερὴ ἀπὸ πρῶτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στὸ Γεράνι.
― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! ηὐτοσχεδίασεν ὁ μαστρο-Παῦλος· νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρα-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο… αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του… πῶς νὰ πῶ; εἶναι γενιά* του… τὴν ἔχει λῦσε-δέσε, σ᾽ ὅλα τὰ πάντα… οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του… εἶναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του… ἐφώναξέ την καὶ δῶσέ της τὰ ψώνια.
Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε:
― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ ἐδῶ νὰ πάρῃς τὰ ψώνια ποὺ σοῦ στέλνει ὁ κύριος… ὁ ἀφέντης σου.
Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ᾐσθάνετο εἰς τὴν ρῖνά του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴν γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἓν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὁποὺ ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτὸν μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, κ᾽ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.
Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε μὲ τόλμην, ἀπὸ τὰς πολλὰς σπονδὰς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου, κ᾽ ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.
― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ᾽ ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;
Οὐκ ἦν φωνὴ οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἱ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρα-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἡσύχασε.
Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τ᾽ ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένον μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὰ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁποὺ ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.
Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
―Ἔ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρα-Στρατίνα, νά ᾽χουμε καὶ καλὸ ρώτημα… Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχῃς, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κ᾽ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι… Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦρθε μεσάνυχτα κ᾽ ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κ᾽ ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά.. κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμερα, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμῃ… Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου… καλὸ κελεπούρι ἦτον κι αὐτό, μαθές… καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβο μὴ ξαναέλθῃ κεῖνος πού ᾽χε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία… ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κ᾽ ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἐμένα! Τ᾽ ἄκουσες;
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλά:
― Τώρα… εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
― Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ᾽ ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίωνε. Κοίταξε μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενὰ κεῖνος ὁ σκιάς*, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…
― Εἶναι μέσα;
―Ἢ μέσα εἶναι ἢ ὅπου εἶναι ἔφτασε… νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη τῷ ὄντι μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἥτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
―Ἔ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε, καλὸς ἦτον ὁ γάλος;
Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτον ὁ μαστρο-Δημήτρης, ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.
― Καὶ νὰ μὴν πάρω κ᾽ ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὣς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
― Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα, ἄφ᾽σε τ᾽ αὐτά! Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε, νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρῃς 〈κ᾽〉 ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ᾽ ἀκοῦς;
― Τ᾽ ἀκούω.
― Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρά, κ᾽ ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μιὰ γαλοπούλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδίου εἶπε:
― ᾽Τὴν ὑγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νά πάλε καὶ σὺ πέντε, κ᾽ ἄλλα πέντε, δέκα.
Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάξῃ αὐτά.
― Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν ἡ Στρατίνα· τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν…
― Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!
(1896)
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Μελετήματα καὶ ἄρθρα”
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 157-164
Οί Καλικάντζαροι-Παραμονή Θεοφανίων
Την εσπέραν τής προ τής παραμονής τών Θεοφανείων ημέρας τά τερατόμορφα καί παιδοκτόνα ταΰτα μορμολύκεια, συναισθανόμενα την εν ’Ιορδάνη παρουσίαν τοΰ Θεανθρώπου, έν ω τάς: κάρας τών άνθριοπων συνέθλασε, λέγουσι προς άλληλα τά εξής εν εΐδει έπφδού: «φεύγετε νά φεύγωμε κ’ έ'φτασ’ ή τερλοπαπάς μέ τή(ν) πατερίτσα του καί μέ τά βριτούρα. του,» διότι παραδίδοται ότι ό ’Ιησούς Χριστός είπε νηπιάζων περί τοΰ δωδεκαημέρου καθ’ δ υπάρχει ή παρουσία τών ενοχλητικών τούτων καλ(ι)καντζάρων «δώδεκα μήνες πώς φυλάγω γώ, διόδεκα μέρες φ(υ)λαχθήτε σείς», δι’ δ λίαν τολμηροί θεωρούνται οΐ κωμασταί τών νυκτών, οί οδοιπόροι κτλ.
Τά δέ οχληρά ταύτα όντα, άμα φωτ(ι)οτοννα τά νερά, φεύγουσι δρομαία μη ανεχόμενα την παρουσίαν τού σταυρού καί
μεταβαίνουσι εις τά. όρη, στά β(ου)νά, ή εις τ’ άκαρπα τά δέντρα, όπως τό
επόμενον δωδε- καήμερον ακμαία έπιληφθώσι τού καταχθονίου αυτών έργου καί
σύρωσι. τούς ανθρώπους εις την αμαρτίαν ή σωματικώς βλάψωσι τούς άφρονας,
ατρόμητους.
Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Θησαυρού
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.
Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.
Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι Xριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.
Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.
Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου!
Η βασιλόπιτα έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι....
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ
Αντών Τσέχωφ, Τα Χριστούγεννα.
Μετάφραση : Χρυσούλα Γούναρη.
I
“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.
Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Εφιμία είχε φύγει μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα, είτε η γερασμένη μάνα άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.
Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια.
Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ’ ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.
“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.
“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον άγρια και καχύποπτα. “Μην με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν, αρχίνα. Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.”
“Εντάξει, παρακάτω!”
“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.
“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.
Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες!
“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι 70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.
Οι γέροντες δεν απάντησαν.
“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;”
“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο καιρό μ΄ εσένα. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. Είναι ο πορτιέρης εκεί.”
“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. Μπορεί και να μην ζει τώρα.”
Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα.
“Η μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι’ αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.”
Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά;
“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας διακριτικός όρος. Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…”
Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!”
“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.”
“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! Ποιός ξέρει;”
“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι ο ξένος εχθρός. Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…”
Το μολύβι έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ’ έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σ’ ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ’ αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του.
Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε:
“Πολύ καλά. Είναι στρωτό. Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.”
Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι κι έφυγαν. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό:
“Α, την πανούκλα!”
Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα.
II
Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά, ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά.
Ήταν πρωί. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε:
“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!”
“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!”
Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση:
“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;”
“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!”
Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι περιεργάστηκε τα γράμματα και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί κοιμόταν στο κρεβάτι. Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας:
“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.”
Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές γραμμές με τρεμάμενη φωνή. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του μιλάει και να το φιλά. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε.
“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! Βασίλισσα των Ουρανών! Ω! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τα παιδάκια είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί… Ω! Τα αγαπημένα μου μικρά…”
Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα.
“Και τα κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και πονόψυχη. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”
Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν, ω! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά.
Ο Αντρέι άναψε τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε στον επάνω όροφο. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει στην είσοδο.
Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες.
“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα.
Ο Αντρέι πήρε στάση προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή:
“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!”
Το διήγημα ανήκει στην συλλογή “From Russian Silhouettes: More Stories of Russian Life, by Anton Chekhov” που μετέφρασε από τα Ρωσικά η Μαριάν Φελλ (Charles Scribner’s Sons, October, 1915). Μετάφραση στα ελληνικά: Χρυσούλα Γούναρη
Οι Πρωτοχρονιές της παλιάς Αθήνας. Ραδιοφωνικό Θέατρο
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, η Πολιτισμική Διαδρομή, απόψε, λίγες ώρες πριν τον ερχομό του καινούριου έτους θα σας ταξιδεύσει στο χρόνο, και πιο συγκεκριμένα στα τέλη του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας σας πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν της Αθήνας εκείνης της εποχής. ΠρΙν φτάσουμε σε εκείνη τη ρομαντική εποχή θα κάνουμε μια σύντομη στάση στο 1960...
Το πολύτιμο ηχητικό ντοκουμέντο που θα σας παρουσιάσουμε, θα σας μεταφέρει στο σαλόνι του Σουρή, θα ξαναζωντανέψει ακόμη την ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης, καθώς και το Μπαϊρακτάρη...
Πρωτοχρονιές ανεξίτηλες που άφησαν πίσω τους την αίσθηση της αναπόλησης των παλιών καιρών, τότε που οι άνθρωποι είχαν ανοιχτές τις καρδιές τους να δεχτούν την αγάπη των οικείων τους και τη ζεστασιά των γιορτών.
Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται, πρόκειται για μία πλειάδα μεγάλων ηθοποιών του προηγούμενου αιώνα: Λουκιανός Ροζάν, Νάσος Κεδράκας, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Αλέκος Ουδινότης, Γιώργος Κρίνος, Χρήστος Τσαγανέας, Πόπη Κόντου, Λευτέρης Σφακιανάκης, Ταϋγέτη Μπασούρη, Νέλλη Ρούμπου, Άση Μιχαηλίδου, Γιάννης Φέρμης, Γιώργος Πλούτης, Ευγενία Περιορή, Δημήτρης Νικολαΐδης, Κατερίνα Γιουλάκη, Μπέμπη Μωραϊτοπούλου, Δήμος Σταρένιος, Νάντια Χωραφά, ΣούληΣαμπάχ, Βύρων Πάλλης, Ρένος Βρεττάκος και ο Μίμης Φωτόπουλος.
Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Theatre:
Πηγές: www.sophia-ntrekou.gr, Δεύτερο Πρόγραμμα
ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Χριστούγεννα...
Μια φτωχή και πολύτεκνη μητέρα πήγε στο παντοπωλείο ν’ αγοράσει, με πίστωση, τρόφιμα για τα Χριστούγεννα.
Ο παντοπώλης τη ρώτησε πόσα χρήματα είχε μαζί της, κι εκείνη του απήντησε ότι ο σύζυγός της και ο γιος της σκοτώθηκαν στον πόλεμο, ότι έχει πέντε παιδάκια και χωρίς κανένα πόρο ζωής.
«Ειλικρινά, το μόνο που έχω τυχαίως αυτή τη στιγμή μαζί μου, είναι ένα χαρτάκι στο οποίο έγραψε η άρρωστη κόρη μου μια προσευχή…».
Ό παντοπώλης, ψυχρός και αδιάφορος, της είπε ότι εδώ είναι παντοπωλείο και όχι φιλανθρωπικό κατάστημα.
Πειράζοντας τη γυναίκα και αστειευόμενος πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στο ένα μάτι της ζυγαριάς, λέγοντας ειρωνικά και αλαζονικά: – Να δούμε πόσα τρόφιμα ζυγίζει η προσευχή της κορούλας σου…
Τοποθέτησε στο άλλο «μάτι» της ζυγαριάς μια φέτα ψωμί, αλλά δεν υποχωρούσε και δεν κατέβαινε.
Εν συνεχεία μισό ψωμί, ένα ψωμί, δύο, τρία, πέντε και άλλα τρόφιμα πιο βαριά, και υπερνικούσε πάντοτε το βάρος του χαρτιού…
Ανησύχησε ο παντοπώλης, για την ιδιαίτερη βαρύτητα του χαρτιού, κατελήφθη από κάποιο Ιερό δέος, και γεμάτος με παράξενα συναισθήματα μετανοίας και αμηχανίας, είπε στη γυναίκα:
Πάρε αυτό το σακί, γέμισέ το δωρεάν με τρόφιμα και πήγαινε στην οικογένειά σου και Καλά Χριστούγεννα…
Η γυναίκα συγκινημένη από την γενναία και φιλάνθρωπη χειρονομία του παντοπώλη, τον ευχαρίστησε με δάκρυα και έφυγε χαρούμενη.
Όταν έφυγε, ο παντοπώλης πήρε το χαρτάκι και διάβασε τι έγραφε:
«Κύριε, τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον…»..... Αυτό ήτο το βάρος της προσευχής….
Θεολογικός λόγος!÷÷÷÷÷÷÷÷
Ένα αγοράκι στα επείγοντα...
Ύστερα από επείγουσες εξετάσεις, ο γιατρός αποφάνθηκε τα εξής:
«Θα ανοίξω την καρδιά σου…»
Το αγοράκι τον διέκοψε απότομα:
«Μέσα στην καρδιά μου θα βρείτε το Χριστό»
Ο χειρουργός τον κοίταξε περίεργα και καθώς δεν πίστευε, σούφρωσε τα φρύδια του και του είπε:
«Θα ανοίξω την καρδούλα σου για να διαπιστώσω τις βλάβες που σου προκάλεσε η αρρώστια σου…»
«Ναι, αλλά όταν ανοίξετε την καρδιά μου, θα βρείτε το Χριστό.»
Ο γιατρός έριξε ένα βλέμμα περίεργο προς τους γονείς του που κάθονταν ήρεμοι πλάι του και συνέχισε:
«Όταν διαπιστώσω τις βλάβες, θα κλείσω την καρδιά και το στήθος σου και θα αποφασίσω τι θα κάνω.»
«Σύμφωνοι, αλλά θα βρείτε το Χριστό μέσα στην καρδιά μου. Η Αγία Γραφή λέει, πως ο Χριστός κατοικεί εκεί μέσα. Όλοι οι εκκλησιαστικοί ύμνοι λένε, πως ο Χριστός κατοικεί εκεί, μέσα στην καρδιά μας. Εσείς θα τον βρείτε μέσα στη δική μου καρδιά.»
Ο καρδιοχειρουργός απηύδησε:
«Θα σου πω τι ακριβώς θα βρω μέσα στην καρδιά σου. Θα βρω ένα φθαρμένο καρδιακό μυ, μια μειωμένη κυκλοφορία αίματος και εξασθενημένα αιμοφόρα αγγεία. Και τότε θα μπορώ, αν ξέρω, αν έχω τη δυνατότητα να σε κάνω καλά.»
«Και θα βρείτε επίσης και το Χριστό, που βρίσκεται εκεί…»
Ο γιατρός βγήκε από την αίθουσα εξετάσεως ενοχλημένος.
Καημένο παιδί…!
Όπως είχε προβλέψει, προέβη στη χειρουργική επέμβαση…
Οι βλάβες ήταν σημαντικές, καθώς είχε προβλέψει, σύμφωνα με την εικόνα των εξετάσεων.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα…Όταν τελείωσε το χειρουργείο, κάθισε στο γραφείο του για να καταγράψει στο τετράδιο χειρουργείου τις σημειώσεις του σχετικά με την επέμβαση: κατεστραμμένη αορτή, κατεστραμμένη πνευμονική φλέβα, εκτεταμένη μυϊκή εκφύλιση.
Καμιά ελπίδα μεταμόσχευσης.
Καμιά ελπίδα ίασης.
Θεραπεία: παυσίπονα και απόλυτη ανάπαυση. Πρόγνωση (σταμάτησε): ο θάνατος θα επέλθει μέσα στο χρόνο…
Άφησε τον Η/Υ και σηκώθηκε…
Απευθύνθηκε στο Χριστό του μικρού:
"Γιατί, αναφώνησε, γιατί το έκανες αυτό; Το έστειλες εδώ. Το έστειλες μ’ αυτό το κακό. Το καταδίκασες να πεθάνει μικρό απ’ αυτό το κακό. Γιατί; Γιατί;"
Τότε στο βάθος του είναι του, άκουσε μια φωνή να του απαντά:
«Αυτό το παιδί δεν είναι προορισμένο να ζήσει μακροπρόθεσμα στο δικό σας ποίμνιο. Αυτό το παιδί ανήκει στο δικό μου ποίμνιο και έτσι θα είναι για πάντα. Εδώ, στο δικό μου ποίμνιο, δεν υπάρχει κανένας πόνος. Θα ανακουφιστεί τόσο, όσο δε φαντάζεσαι. Κάποια μέρα, οι γονείς του θα το συναντήσουν εδώ και θα γνωρίσουν την ειρήνη. Το ποίμνιό μου θα συνεχίσει να αυξάνεται.»
Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια του καρδιοχειρουργού. Όμως τα αισθήματά του ενάντια στο Θεό, γεμάτα εγωισμό, αντιδρούσαν μέσα του:
«Έπλασες αυτό το πλάσμα, έπλασες αυτή την καρδιά. Είναι καταδικασμένο να πεθάνει μέσα σε λίγους μήνες… γιατί;»
Η φωνή μέσα του απάντησε:
«Το παιδί πρέπει να επιστρέψει στο δικό μου ποίμνιο γιατί έχει εκτελέσει το καθήκον του. Δεν έπλασα το παιδί μου στη γη για να το χάσω, αλλά για να ξαναβρεθεί ένα άλλο χαμένο πρόβατο.»
Ο γιατρός κατάλαβε πως αυτό το παιδί δεν ήρθε εκεί τυχαία… ήρθε γι’ αυτόν…
Ο ίδιος είχε λάβει μια χριστιανική μόρφωση…
Οι αναμνήσεις χόρευαν μέσα στο νου του.
Εξ αιτίας των πολλών επαγγελματικών του επιτυχιών, η ψυχή του είχε γίνει η τελευταία του φροντίδα.
Μπήκε στο θάλαμο του παιδιού, κάθισε πάνω στο κρεβάτι του, έχοντας απέναντί του τους γονείς του.
Το αγοράκι ξύπνησε και ψέλλισε:
«Ανοίξατε την καρδιά μου;»
«Ναι!», απάντησε συγκινημένος ο γιατρός.
«Και τι βρήκατε;», ρώτησε ο μικρός.
« Βρήκα το Χριστό», απάντησε ο χειρουργός, κλαίγοντας σαν το μικρό παιδί που ήταν ο ίδιος, πριν από πενήντα χρόνια…
Το παιδί και ο γιατρός έγιναν οι καλύτεροι φίλοι…
Καλά Χριστούγεννα!!!
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ραδιοφωνικό Θέατρο
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Αγαπητοί φίλοι
καλησπέρα σας και χρόνια πολλά! Απόψε θα σας παρουσιάσω μία χριστουγεννιάτικη
παράσταση, εμπνευσμένη από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο: Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη. Το έργο μας
μεταφέρει, πολύ πίσω, στα Χριστούγεννα των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Ο Παπαδιαμάντης έχει
δώσει τα καλύτερα και γεμάτα τρυφερότητα χριστουγεννιάτικα διηγήματα.
Από τα σαράντα
αθηναϊκά διηγήματα το πιο επίκαιρο είναι Τα
Χριστούγεννα του τεμπέλη, που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολιν το 1896. Ο Παπαδιαμάντης ασκούσε τη λογοτεχνία για
βιοπορισμό, έγραφε δικά του διηγήματα, ενώ ακόμη μετέφραζε ξένα διηγήματα και
μυθιστορήματα σε εφημερίδες. Ήταν ο πρώτος αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας.
Η υπόθεση:
Παραμονές Χριστουγέννων ήτανε. Κι ο μάστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος απ’ τη γυναίκα του, δαρμένος απ’ τον κουνιάδο του, μαλωμένος με την σπιτονοικοκυρά του, φασκελωμένος απ’ το μικρό του το γιο, κάλλιο τό’ χε να ξεχριστουγεννιάσει στο καπηλειό παρά να γυρίσει πίσω παιδιά και ύστερα, γελούσε! Όμως, στο τέλος… Στο τέλος, η αχλάδα, πάντα την έχει πίσω την ουρά! στο σπιτικό του. Δίχως γαλόπουλο και δίχως πεσκέσια γιορτάρικα.
Δεν ήταν, μονάχα πως, δεν
είχε παράδες. Τεμπέλης ήτανε…! Σαν τον Παλούκα τον Γιάννη. Που, καθώς δεν είχε πώς να μεθύσει και να
γιορτάσει εκείνες τις χρονιάρες μέρες, τρύπωσε στης Κοκκώνας το σπίτι. Εκεί που,
μήτε παπάς θυμιάτιζε, μήτε και άνθρωπος κανείς, κόταγε να περάσει. Κι ως, άλλος
καλικάντζαρος, άρπαζε τους παράδες απ’ τα παιδιά και ύστερα,
γελούσε! Όμως, στο τέλος… Στο τέλος, η αχλάδα, πάντα την έχει πίσω την ουρά!
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
Ψάλτης της χαμοζωής ο Παπαδιαμάντης κατατάχθηκε από τους κριτικούς στους ηθογράφους, καθώς καλλιέργησε το ηθογραφικό διήγημα περίπου 25 χρόνια. Το έργο του είχε βαθιά κοινωνική διάσταση. Σύμφωνα με το Σαράντο Καργάκο (εφ. Εστία, 2010), παραμένει ο μεγαλύτερος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας. Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε φυσικά «απολίτευτος» όχι όμως και «απολίτικος».
Η παράθεση της υπόθεσης είναι αφηγηματική. Η χρήση των τεχνικών της ρεαλιστικής αφήγησης (με ταυτόχρονη αμφισβήτηση των συμβάσεων της) τον εξυπηρέτησε ώστε να ερμηνεύεται η πραγματικότητα ως οικτρά ατελή, ως κόσμος «εκπεπτώκοτα», όπου νοσταλγία και στέρηση, βάσανα και πίστη, σηματοδοτούν μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, η οποία δε θα μπορούσε να αναπαρασταθεί ποτέ ρεαλιστικά. Καθώς μέσα από τη γραφή του Παπαδιαμάντη προσγειώνονται οι ρομαντισμοί, παρουσιάζεται η ζωή της μικρής παραδοσιακής κοινωνίας (σκιαθίτικης). Παρουσιάζεται η φτώχεια, η απομόνωση και η σκληρότητα του σκιαθίτικου χειμώνα. Στο έργο ζωγραφίζονται με ακρίβεια περιστατικά και ανθρώπινοι τύποι της Σκιάθου.
Η γλώσσα που χρησιμοποίησε στο έργο ξεπέρασε κατά πολύ την πόλωση της διγλωσσίας, καθώς ακολούθησε τη Νέα Γραφή. Ο συγγραφέας δεν έκανε το βήμα από την καθαρεύουσα στη δημοτική, αλλά χρησιμοποίησε μια καθαρεύουσα προσωπική, ιδιότυπη και ανόμοια, και όχι επηρεασμένη, όπως πιστεύεται από τη γλώσσα της εκκλησίας. Στο παρόν έργο εκτίθεται η αυθεντική γλώσσα του Παπαδιαμάντη.
Ας αφήσουμε όμως τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου και ας δούμε τον πρωταγωνιστή. Αναμφίβολα είναι ένας «εκ πεποιθήσεως τεμπέλης», αρνιέται να δουλέψει, μπεκροπίνει στο καπηλειό με δανεικές και αγύριστες δεκάρες, κολλάει σαν «τσιμπούρι»σε διάφορες παρέες. Έχει όμως οικογένεια και πρέπει να δουλέψει. Η φιλοσοφία του ήταν απλή: «Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ’ όλα η ραστώνη, το δόλτσεφάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών». Καταφέρνει να κοροϊδέψει έναν βαστάζο, που πήγαινε μια γαλοπούλα στο σπίτι ενός νοικοκύρη να την πάει στο δικό του. Όταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης επιζητά τη γαλοπούλα του όλοι οι δικοί του κλείνονται έντρομοι στο σπίτι τους. Το βράδυ που γυρνά να απολαύσει το πλούσιο δείπνο, δεν του ανοίγουν από φόβο.
Ένας σπουδαίος Έλληνας ηθοποιό, ο Γιάννης Αργύρης υποδύεται τον ¨τεμπέλη¨. |
Είναι σκληρό και κοινωνικό διήγημα, διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Είναι και προφητικό: Λίγους μήνες μετά τα Χριστούγεννα του 1896 η χώρα παρασύρθηκε στον τυχοδιωκτικό πόλεμο του 1897. Χωρίς στρατό. Χωρίς προμήθειες. Μέσα σε παχιά λόγια, μεγάλα και ψεύτικα. Χωρίς δουλειά. Η πρώτη πολεμική εξόρμηση της χώρας μετά την ένδοξη Επανάσταση της Ανεξαρτησίας και Απελευθέρωσης. Ο κατά τ’ άλλα συμπαθής «τεμπέλης» διώχνεται από παντού, από τη γειτονιά, την οικογένεια, τη σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι του ζητούν να δουλέψει. Εκείνος όμως χάνεται μέσα στη νύχτα…
Επιτρέψτε μου μια γνώμη εντελώς προσωπική, η εικόνα του «τεμπέλη», και χωρίς να θέλω να επεκταθώ, είναι η εικόνα της χώρας πριν την οικονομική κρίση. Ο Παπαδιαμάντης είναι επίκαιρος. Με μία διαφορά, η χώρα δε χάθηκε μέσα στη νύχτα, όπως ο «τεμπέλης», και παρά τους τυχοδιωκτισμούς, παρέμεινε με πολύ δουλειά και θυσίες, στη φυσική της θέση: στο Δυτικό Κόσμο. Καλές γιορτές…
Ραδιοφωνική θεατρική απόδοση διηγήματος του Αλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη από τον Δημήτρη Μπαρούνη στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ.
1966 (25 Δεκεμβρίου). "Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη",
του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Αθήνα: ΕΡΑ, Γ΄ Πρόγραμμα.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
ραδιοφωνική θεατρική απόδοση:
Δημήτρης Μπουρούνης
σκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος
μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου
Ηθοποιοί της ακρόασης: Νότης
Περγιάλης, Γιάννης Αργύρης, Τάκης Βουλαλάς, Τζόλυ Γαρμπή, Δημήτρης Τσούτσης,
Θάνος Δαδινόπουλος, Θόδωρος Μορίδης Κοσμόπουλος, Νάσος Κεδράκας, Κώστας Καφάσης,
Νέλη Μαρσέλλου, Αγλαΐα Παγκάλου.
Πηγές:
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984.
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Ε. Ζούγρου-Α.
Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.
https://enlogois.gr/recitations/aleksandros-papadiamantis-christougenna-tempeli
https://www.thessalonikiguide.gr/event/ta-xristougenna-tou-tempeli-theatro/
https://www.dogma.gr/dialogos/tὰ-christougenna-toῦ-tempeli-ὁ-diachronikὸs-papadiamantis/14021/
www.tokarfi.gr/ta-christougenna-tou-tempeli/
Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους και Χρόνια Πολλά!!!
Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Για τα οικονομικά της Μακεδονίας δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές παρά μόνο κάποιες φορολογικές. Κυριότερη πηγή αποτελούν τα αρκετά νομ...
-
Αγαπητοί θεατρόφιλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ . Πρόκειται για το διασημότερο...
-
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...