Η διαμάχη Ελλήνων και Βουλγάρων για τη Μακεδονία ήταν φοβερή...
Αρχικά, οι Βούλγαροι εκμεταλλευόμενοι τη αδράνεια του ελληνικού κράτους (μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897) είχαν πάρει κεφάλι στη Μακεδονία, όμως και η Ελλάδα πιεζόμενη από τους Έλληνες της Μακεδονίας (σημαντικότατο το ιστορικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 1904), οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τους κομιτατζήδες, είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται.
Ένα από τα χωριά όπου υπήρχε εντονότατη σύγκρουση μεταξύ Ελληνόφρονων (πατριαρχικών) και Βουλγαρόφρονων (εξαρχικών) ήταν το τότε Γραδεμπόρι (ο σημερινός Πεντάλοφος). Στο Γραδεμπόρι είχαμε πολύ αιματηρά συμβάντα τα οποία προσέλκυσαν τεράστιο ενδιαφέρον από την κοινή γνώμη ακόμα και τον διεθνή τύπο της εποχής. Ένα από αυτά συνέβη το καλοκαίρι (Ιούνιο) του 1903 όταν οι Τούρκοι εξολόθρευσαν τη συμμορία του Γραδεμπορινού κομιτατζή Τσιόπκα. Σε αντεκδίκηση ο αρχικομιτατζής Πετκώφ τον δεκαπενταύγουστο του 1904 με την πολυμελή συμμορία του ήρθε στο χωριό και με τη βοήθεια ντόπιων κατοίκων δολοφόνησε με φρικιαστικά βασανιστήρια τον πρόκριτο του χωριού Τράικο Στεργίου (Τσιφούτη) και τους 2 γιους του ενώ τραυμάτισαν βαρύτατα και τη γυναίκα του.
Η βάρβαρη αυτή δολοφονία προκάλεσε την άμεση κινητοποίηση του τότε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρου (Ρηγόπουλου) ο οποίος ήρθε άμεσα στο χωριό, ενημερώθηκε επί τόπου για το φοβερό έγκλημα, συμπαραστάθηκε και εμψύχωσε τους Ορθοδόξους (πατριαρχικούς) κατοίκους και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη όπου έκανε διάβημα στον Τούρκο Νομάρχη και στη συνέχεια έστειλε μια δραματικότατη επιστολή στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ'. Σε αυτήν περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το βάρβαρο έγκλημα.
Σας την παραθέτω στη συνέχεια, όπως υπάρχει στο "Κατάλογος υπό των οργάνων του Βουλγαρικού κομιτάτου δολοφονηθέντων Ορθοδόξων εν Μακεδονία και Θράκη κατά τα τελευταία 5 έτη" που εκδόθηκε από το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη το 1904.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Περί του εν τω χωρίω Γραδομπορίου θηριώδους φόνου του ορθοδόξου προκρίτου Τράικου Στεργίου και των δύο υιών αυτού.
Παναγιώτατε δέσποτα,
Υπό το κράτος των οδυνηροτέρων εντυπώσεων και ψυχικής συγκινήσεως απεριγράπτου περί δείλην της χθες επανελθών εκ του χωρίου Γραδομπορίου, δίωρον απέχοντος της Θεσσαλονίκης, έσπευσα να διαβιβάσω τη Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότητι το εξής τηλεγράφημα: «Επανέρχομαι από χωρίον Γραδομπόρι, όπου χθες, ώραν τρίτην νυκτός, βούλγαροι λησταντάρται εισελθόντες επυρπόλησαν οικίαν ορθοδόξου προκρίτου Τράικου Στεργίου, κατακρεουργήσαντες αυτόν, δύο υιούς και πληγώσαντες επικινδύνως σύζυγον. Γενική εντύπωσις οδυνηροτάτη, λεπτομερείας ταχυδρομικώς». Μήπω συνελθών εκ των εντυπώσεων εκείνων και της συγκινήσεως, επείγομαι να μεταδώσω τη Μητρί Εκκλησία τα καθέκαστα του στυγερού κακουργήματος, του εις τα πρόθυρα, ούτως ειπείν, της Θεσσαλονίκης υπό των ανθρωπόμορφων τεράτων του απαίσιου βουλγαρικού κομιτάτου διαπραχθέντος.
Την νύκτα της προχθές κυριακής προς την δευτέραν, περί ώραν 3ην τουρκιστί βούλγαροι λησταντάρται υπέρ τους πεντήκοντα, αφού προηγουμένως παρωχέτευσαν το ύδωρ, δι’ ου το χωρίον υδρεύεται, και αφού μετ’ επιμελείας κατέλαβον άπαντα τα πέριξ αυτού σημεία, όπως μηδείς των κατοίκων δυνηθή να εξέλθει, επρονόησαν εν πρώτοις να αποκλείσωσι και περικλείσωσιν εντός του φυλακείου των τους φρουρούντας το χωρίον τρεις και μόνον χωροφύλακας στρατιώτας, τοποθετήσαντες κατέναντι αυτών ένοπλον κουστωδίαν, μεθ΄ο ομάς κακούργων διηυθύνθη εις την οικίαν του εκ των προκρίτων του χωρίου και θερμού πρωτοστάτου των ορθοδόξων αυτού Τράικου Γιόφκου, ενώ ταυτοχρόνως ετέρα ομάς κατευθύνεται εις την οικίαν του στερρώς επίσης της πατρώας θρησκείας και εκκλησίας εχομένου προκρίτου Τράικου Στεργίου (Τσιφούτη επωνυμουμένου). Και εκείνη μεν απέτυχεν ευτυχώς του μελετωμένου κακούργου σκοπού, χάρις εις τους αγρίους κύνας και εις την γενναιότητα του οικοδεσπότου και των δύο αυτού υιών, ότε εν τη αποτυχία των οι κακούργοι διενοήθησαν και επεχείρησαν να πυρπολήσωσι τον παρακείμενον τη οικία αχυρώνα, όπως ούτω μεταδιδομένου του πυρός και εις αυτήν κατακαύσωσι τους εν αυτή ζώντας αλλά και εν τούτω απέτυχον, δια του θάρρους και της ευψυχίας μεθ΄ης η θεία πρόνοια ώπλισε τον έτερο των υιών, όστις αψηφών τας βολάς των δολοφόνων ανήλθεν επί της στέγης του καιομένου αχυρώνος και κατώρθωσε να εμποδίση την μετάδοσιν του πυρός εις την οικίαν.
Αλλά δυστυχώς δια τον συνώνυμον αυτώ και συναγωνιστήν υπέρ της Ορθοδοξίας Τράικον Στεργίου η ειμαρμένη εδείχθη ανηλεής και αδυσώπητος.
Οι απαίσιοι δολοφόνοι συνωδεύοντο υπό γνωστού τη ειρημένη οικογενεία γείτονος Δημητρίου καλουμένου, όστις κρούσας την έσω θύραν της οικίας εζήτησε ν’ ανοίξωσιν αυτήν, προφασιζόμενος ότι έχει απόλυτον ανάγκη να ομιλήση προς τον οικοδεσπότην. Η σύζυγος του νεωτέρου των υιών του εννοήσασα την φωνήν του γείτονος ηρνήθη κατ΄αρχάς να ανοίξη την θύραν, διατεινομένη ότι πάντες κοιμούνται, ενδούσα όμως επί τέλους εις τας επανειλημμένας και επιμόνους αυτού αιτήσεις ήνοιξεν αυτήν, μη υποπτευομένη ποσώς η τάλαινα μηδέ φανταζομένη ότι ήγοιγε συγχρόνως τον τάφον όλης της οικογενείας. Πάραυτα τέσσαρες των αιμοχαρών δολοφόνων εισήλθον εντός της οικίας και συλλαβόντες κατά πρώτον τον υπέρ τα εξήκοντα έτη φέροντα πατέρα έδεσαν αυτού σφιγκτά τα χείρας όπισθεν. Είτα δε επιτεθέντες κατά του δευτεροτόκου υιού του Αναστασίου, νέου το 24 μόλις άγοντος το έτος της ηλικίας, υπέβαλλον αυτόν υπό τα όμματα του γέροντος πατρός εις βασανιστήρια πρωτάκουστα εν τη παγκοσμίω ιστορία των εγκληματικών πράξεων βασανιστήρια, άτινα και αυτά ίσως τα αιμοβόρα θηρία αποτροπιάζονται. Εξέδειραν τον περί τον τράχηλον δέρμα, απέκοψαν τα χείλη, την ρίνα, τα ώτα και τα αιδοία αυτού και αφού εξώρυξαν τους οφθαλμούς τοσαύτα επί του σώματος αυτού κατήνεγκον δι’ εγχειριδίων τραύματα, ώστε κατέστη τούτο εξ αυτών διάτρητον και παντελώς παραμεμορφωμένον. Ούτε αι γοεραί φωναί και οι σπαραγμοί του δυστυχούς νεανίου αλλ’ ούτε αι ικεσίαι και οι ολολυγμοί συζύγου και μητρός ίσχυσαν να μαλάξωσι την θηριώδη καρδίαν των κακούργων και αποτρέψωσι την χείρα αυτών αυτών των τοιούτων φρικτών βασανιστηρίων. Τουναντίον οι δολοφόνοι επέτεινον ταύτα, όπως τραγικώτερον καταστήσωσι μετ’ ολίγον τον θάνατον του πατρός επί τη θέα αυτών, καθ’ ου ημιθανούς σχεδόν εκ της φρίκης όντος βάλλουσιν ήδη την μιαιφόνον χείρα αποκόψαντες την ρίνα, τα ώτα και τα αιδοία αυτού και δι’ απείρων θανατηφόρων τραυμάτων τον προητοιμασμένον αυτώ φρικτόν θάνατον επενεγκόντες.
Τούτων εν τω κατωτέρω ορόφω της οικίας διαπραττομένων, ο εν τω δευτέρω κοιμώμενος πρεσβύτερος υιός Στέργιος, εικοσιεπταετετής την ηλικίαν, τας οιμωγάς και γόοους των κατακρεουργημένων ακούσας, ηγέρθη παραχρήμα και ηθέλησε να κατέλθει την κλίμακα ωσεί φρενήρης γενόμενος αλλά η καταλαβούσα αυτόν σύγχυσις και παραζάλη, το επικρατούν πυκνόν σκότος ώστε μη διακρίνειν την θύραν και αι προτροπαί και παρακλήσεις της συζύγου του, εννοησάσης τον επαπειλούντα αυτόν όλεθρον, συνεκράτησαν αυτόν εν τω δωματίω αναμένοντα μαθείν αργότερον τα συμβάντα. Πλην ηγνόει ο δυστυχής ότι το αυτό και τούτω η ειμαρμένη επεφύλασσε μοιραίον τέλος διότι οι κακούργοι αντιληφθέντες του ύπερθεν αυτών προξενηθέντος θορύβου και των φωνών και κατανοήσαντες ότι το τρίτον θύμα αυτών εκρύπτετο εκεί, ανήλθον μετά σπουδής την κλίμακα και εκβιάσαντες την θύραν συνέλαβον αυτόν και κατεβίβασαν εις τον κάτω όροφον, ένθα κατακρεουργημένα έκειντο τα πτώματα του πατρός και αδελφού, ρίψαντες αυτόν επί του κοιμωμένου βρέφους αυτού. Η εξηκοντούτις μήτηρ εν τη απογνώσει και απελπισία αυτής εξαφθείσα ώρμησεν εν τω μέσω των δολοφόνων, αλλά τα κατενεχθέντα κατ’ αυτής τραύματα έρριψαν αυτήν χαμαί ημιθανή, μεθ’ ο οι θεοστυγείς δολοφόνοι ήρξαντο του απαισίου αυτών έργου, εφαρμόσαντες και κατά τούτου οία και κατά του αδελφού του φρικώδη βασανιστήρια, υφ’ α τον μαρτυρικόν και ούτος υπέστη θάνατον.
Ούτω δε περάναντες το προμεμελετημένον στυγερόν κακούργημα εις μεν τας νεαράς συζύγους επιτάσσουσι ν’ απέλθωσι παρά τοις γονεύσιν αυτών προς αναζήτησιν νέας τύχης, προσειπόντες αυτές ότι εις τούτους τοιαύτη ήρμοζε τιμωρία, εις δε την οικίαν προς συμπλήρωσιν της καταστροφής θέτουσι πυρ και απέρχονται αυτής προς τους αναμένοντας αυτούς ομοτίμους συντρόφους.
Το πυρ μετεδόθη εντός ολίγου εις όλην την οικίαν και αι φλόγες ήδη εξέρχονται της στέγης αυτής αλλ’ ουδείς τολμά να εξέλθη της οικίας αυτού, καθόσον από της εισόδου των ληστανταρτών εν τω χωρίω πυκνοί και συνεχείς πυροβολισμοί ενέσπειραν τον πανικόν εις τους χωρικούς και κρατούσιν αυτούς εντός των οικιών. Τολμηρότερος και γενναιότερος πάντων αναδείκνυται γέρων τις, όστις με προφανή κίνδυνον της ζωής του εισέρχεται εντός της καιομένης οικίας και κατορθώνει να σύρει εις την αυλήν την ημιθανή γραία και τα πτώματα μόνον του πατρός και του πρεσβυτέρου υιού, του πτώματος του νεωτέρου εναπολειφθέντος εντός των φλογών.
Περί την ογδόην ώραν τουρκιστί, αποχωρησάντων των ληστανταρτών, οι τολμηρότεροι των κατοίκων ορθοδόξων εξέρχονται και κατορθούσι να περιορίσωσι το πυρ. Μετ’ ου πολύ δε μεταδίδεται η είδησις της εν τω χωρίω επελεύσεως των ληστανταρτών και του διαπραχθέντος κακουργήματος τω Νομάρχη, διαταγή του οποίου απέρχεται εσπευσμένως επί τόπου μεθ’ ικανού αριθμού χωροφυλάκων ο αρχηγός της χωροφυλακής προς καταδίωξιν των κακούργων, μετ’ αυτόν δε και ο μερκέζ – καιμακάμης προς εξακρίβωσιν των συμβάντων και ενέργειαν των προσηκουσών συλλήψεων και ανακρίσεων.
Την δε πρωίαν πληροφορηθείς περί των διαδραματισθέντων, ουχί βεβαίως ως ταύτα συνέβησαν, αναχωρώ αυθωρεί δια το ειρημένον χωρίον, συμπαραλαβών δύο των ανθρώπων μου και ένα ιερέα, τούτο μεν προς εξακρίβωσιν των κακουργημάτων εξ ιδίας αντιλήψεως, τούτο δε προς παρηγορίαν των παθόντων και ενθάρρυνσιν των λοιπών ορθοδόξων.
Η εν τω χωρίω απροσδόκητος παρουσία μου συνεκίνησεν επί μάλλον τους ορθοδόξους κατοίκους, οίτινες με οφθαλμούς πεπληρωμένους δακρύων, με καρδίαν υπό αρρήτου οδύνης συνεχομένην, ησπάζοντο την χείραν μου, διεκτραγωδούντες την απέλπιδα θέση αυτών και εξαιτούμενοι έλεος και προστασίαν.
Εννοείται ότι δεν έλειψα τους προσήκοντας επί τη δεινή ταύτη περιστάσει παρηγόρους και ενθαρρυντικούς λόγους να προσείπω αυτοίς, όπως εγκαρτερήσωσι και μη μικροψυχήσωσι προ του φοβερού και σπαραξικαρδίου δυστυχήματος. Αλλά τους αυτούς λόγους δεν ηδυνήθην να επαναλάβω ότε μετ’ ολίγον μετέβην ίνα ίδω τα θύματα των απαισίων δολοφόνων. Η αποκαλύψις αυτών εν υπαίθρω κατακειμένων, απεκάλυψε προ των ομμάτων μου φρικαλέον, αποτρόπαιον θέαμα. Η δια γραφίδος επί του χάρτου πιστή αναπαράστασις αυτού καθίσταται πάντη αδύνατος. Επί τη θέα των πτωμάτων η γλώσσα μου δεσμεύεται, η διάνοιά μου σκοτίζεται, ακουσίως οπισθοδρομώ, ρίγος διατρέχει όλα τα μέλη του σώματός μου, τα γόνατά μου αισθάνομαι τρέμοντα και καμπτόμενα, την δε καρδίαν μου δεινώς πάλλουσαν και έξω του στήθους εκθρώσκουσαν. Είναι αδύνατον να φαντασθή τις ότι ανθρωπίνη καρδία δύναται να αποτολμήση τοιαύτην εγκληματικήν πράξιν.
Και όμως εις τα στέρνα των μιαιφόνων οπαδών του βουλγαρικού κομιτάτου εγκλείεται καρδία και της των θηρίων θηριωδεστέρα.
Υπό συγκινήσεως απεριγράπτου, αλλά και αγανακτήσεως εν ταυτώ κατεχόμενος, αποστρέφω τα βλέμματά μου από των θυμάτων προς την εγγύς κατακειμένην αναίσθητον σχεδόν εκ των τραυμάτων γραίαν, περί ης η δέουσα λαμβάνεται μέριμνα, όπως μετενεχθή εις Θεσσαλονίκην και ης η θέσις παρίσταται απελπιστική. Υπολείπεται ήδη η ανεύρεσις του πτώματος του τρίτου θύματος, όπερ τέλος κατόπιν πολλών κόπων ανακαλύπτεται υπό τα φλέγοντα εισέτι ερείπια και μεταφέρεται απηνθρακωμένον πλησίον των άλλων. Η θέα αυτού έτι φρικαλεωτέραν εμποιεί αίσθησιν και ακατάσχετα φέρει τα δάκρυα υπό των οφθαλμών πάντων.
Γάλλος δημοσιογράφος ελθών προς θέαν των θυμάτων εδάκρυε διαρκώς και έλεγεν ότι το προκείμενον κακούργημα είναι πρωτάκουστον εις τα χρονικά των ποινικών δικαστηρίων όλου του κόσμου. Παραμείνας επί δύο εισέτι ώρας εν τω χωρίω και διατάξας τους ιερείς ίνα προβώσιν εις την κηδείαν των θυμάτων μεθ’ όλης της απαιτούμενης εκκλησιαστικής τάξεως επανέκαμψα περί την δείλην εις Θεσσαλονίκην. Αφικόμενος δε εις την μητρόπολιν διηυθύνθην αμέσως εις το διοικητήριον παρά τω Νομάρχη προς ον δια των ζοφερωτέρων χρωμάτων εκθέσας τα διαδραματισθέντα εντόνους εποιησάμην παραστάσεις και παρεκάλεσα την εξοχότητά του, όπως προνοήσει δραστηρίως περί της συλλήψεως και παραδειγματικής τιμωρίας των ενόχων και των συνεργών αυτών, ων πιθανότατα πολλοί εισίν εκ του ιδίου χωρίου, και ως και περί της εξασφαλίσεως των χριστιανών από νέας εν τω μέλλοντι επιδρομής των κακούργων δια της παραμονής εν τω χωρίω ικανής στρατιωτικής φρουράς μη παραλείψας επί τη αφορμή ταύτη ίνα την αυτήν ποιήσωμαι αυτώ σύστασιν και περί άλλων χωρίων, ένθα προς τοις ορθοδόξοις υπάρχουσι και σχισματικοί.
Η εξοχότης του πάνυ ευμενώς τας παρακλήσεις και συστάσεις μου αποδεξάμενος, και την εγκάρδιον αυτού λύπην επί τοις διαδραματισθείσιν εκδηλώσας υπεσχέθη και διεβιβαιώσατό μοι ότι περί όλων τούτων καθηκόντως θέλει προνοήση, τας προσηκούσας δίδων τοις αρμοδίοις διαταγάς.
Κατά την επάνοδόν μου εκ του χωρίου συνήντησα καθ’ οδόν μεταβαίνοντας εκείσε τους υποπροξένους της Ρωσσίας, Αυστρίας και Γερμανίας μετά των διερμηνέων των οικείων προξενείων, τον ανταποκριτήν του «Χρόνου» του Λονδίνου κ. Δόνασον μετά του διερμηνέως του αγγλικού προξενείου και άλλους ξένους ανταποκριτάς εφημερίδων και δημοσιογράφους.
Ο δε της Ελλάδος πρόξενος κ. Λ. Κορομηλάς από πρωίας είχε μεταβή επί τόπου και παρέμεινεν εν τω χωρίω μέχρι της αναχωρήσεώς μου εκείθεν.
Αι εκ του στυγερού τούτου κακουργήματος εντυπώσεις υπήρξαν παρά πάσιν ανεξαιρέτως οδυνηρόταται και δυσμενέσταται δια τους βουλγάρους, ιδία δε παρά τοις ξένοις, οίτινες είτε εξ εσφαλμένης αντιλήψεως και κρίσεως είτε εξ άλλων λόγων και ελατηρίων κινούμενοι αλλοίαν περί των κακουργιών του βουλγαρικού κομιτάτου είχον γνώμην και αλλοία συνεπώς έγραφον και εδημοσίευον, αποδίδοντες εκάστοτε εις ταύτας τον χαρακτήρα των κοινών εγκλημάτων.
Ταύτα εν ατελεί περιγραφή μεταδίδων τη Μητρί Εκκλησία και τας ευχάς και ευλογίας της Υμετέρας θειοτάτης Παναγιότητος επικαλούμενος, διατελώ
Εν Θεσσαλονίκη τη 17 Αυγούστου 1904.
Της Υμετέρας Θειοτάτης και προσκυνητής μοι Παναγιότητος ταπεινότατος θεράπων
Ο Θεσσαλονίκης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ






