ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ
«Τέτοιοι ήρωες δεν ζουν πολύ, δεν είναι δυνατόν να ζήσουν πολύ. Αυτός είναι ο ζηλευτός, ο πλέον ζηλευτός θάνατος. Δεν χρειάζονται συλλυπητήρια. Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων!» (Βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΒ')
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Πλοέστι Ρουμανίας, 26 Νοεμβρίου 1861 - Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη Μάχη του Μπιζανίου, όπου η ελληνική νίκη οφείλεται στην αποφασιστικότητά του, η οποία εξανάγκασε τον Οθωμανικό Στρατό να παραδοθεί άνευ όρων. Ο Βελισσαρίου αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της στρατιωτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρέσνας τις τελευταίες ημέρες του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Bρισκόμαστε στην εξιστόρηση των τελευταίων φάσεων του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, 19-21 Φεβρουαρίου 1913. Σύμφωνα με το σχέδιο των επιχειρήσεων, η κύρια ενέργεια θα εκδηλωνόταν από τα δυτικά, με σκοπό την υπερκέραση του Μπιζανίου, ενώ ταυτόχρονα από το κέντρο και τα ανατολικά θα εκδηλωνόταν παραπλανητική επίθεση. Το σχέδιο εκτελέστηκε άψογα και στις 20 Φεβρουαρίου το Μπιζάνι είχε περικυκλωθεί. Ο αντικειμενικός σκοπός των επιχειρήσεων στα δυτικά ήταν η κατάληψη της περιοχής μέχρι τη Ραψίστα (Πεδινή) και η παύση του πυρός το μεσημέρι της 20ής Φεβρουαρίου. Η διαταγή που στάλθηκε προς τον Βελισσαρίου να εγκαταστήσει προφυλακές μέχρι εκεί (Ραψίστα) ευτυχώς δεν έφθασε ποτέ, γιατί η Διοίκηση της Φάλαγγας δεν μπορούσε να φανταστεί την ταχύτητα προέλασης του Βελισσαρίου. Τις απογευματινές ώρες ο Βελισαρίου, διαπιστώνοντας ότι οι τουρκικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντισταθούν, και ευρισκόμενος σε απόσταση αναπνοής από τα Γιάννενα, αποφάσισε να αψηφήσει τις διαταγές και να προελάσει, έτσι ώστε να αποκόψει την επικοινωνία Ιωαννίνων-Μπιζανίου. Με αφάνταστο ηρωισμό και άκρατο ενθουσιασμό, παρά το αντίξοο των συνθηκών, καθώς οι συνεχείς βροχοπτώσεις είχαν μετατρέψει το έδαφος σε βούρκο, οι άντρες του Βελισσαρίου, συνεπικουρούμενοι από το τάγμα Ιατρίδη, πέρασαν ανάμεσα από τρία τουρκικά οχυρά και κατέλαβαν το χωριό Άγιος Ιωάννης (Ανατολή). Τα δύο τάγματα εγκατέστησαν αμέσως προφυλακές και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι. Την υπόλοιπη νύχτα οι άνδρες των δύο ταγμάτων αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 (!) οπλίτες του τουρκικού στρατού που υποχωρούσαν, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των Ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη. Η είδηση της εισόδου των ελληνικών στρατευμάτων στον κάμπο των Ιωαννίνων έφθασε γρήγορα στο τουρκικό στρατηγείο. Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη έκανε τους Τούρκους να πιστέψουν πως έξω από τα Ιωάννινα είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη και άρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. «Ο κύβος για την πτώση των Ιωαννίνων είχε πλέον ριφθεί…»
Στις 11 το βράδυ, αντιπροσωπεία από τον επίσκοπο Δωδώνης και τους Τούρκους υπολοχαγό Ρεούφ και ανθυπολοχαγό Ταλαάτ, πήγε στο στρατόπεδο του 9ου Τάγματος Ευζώνων, μεταφέροντας επιστολή των ευρωπαίων προξένων και του διοικητή των Ιωαννίνων Εσάτ πασά, για παράδοση της πόλης.
Ο ίδιος ο Βελισσαρίου είχε τη χαρά και την τιμή να οδηγήσει την αντιπροσωπεία στο χάνι Εμίν Αγά, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού στρατηγείου και στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο διάδοχος, βλέποντας την επιτροπή των Τούρκων και το ύφος τους, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τα Γιάννενα είχαν πέσει από την ηρωική και παράτολμη ενέργεια του Βελισσαρίου. «Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, που παρήκουσες τις εντολές της Διοίκησης, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα», του είπε και τον ασπάστηκε συγκινημένος. Η τύχη, ως γνωστόν, βοηθά τους τολμηρούς και στην προκειμένη περίπτωση δόξασε τον Βελισσαρίου και τον έκανε πρωταθλητή της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων!
Μερικούς μήνες αργότερα, λίγο πριν από τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, ο Βελισσαρίου θα συναντήσει τον αιχμάλωτο τούρκο φρούραρχο των Ιωαννίνων Βεχήπ μπέη σε μία έπαυλη στην Κηφισιά. «Μου έκαμε μεγάλη εντύπωση η γενναιότητά σας», είπε ο τούρκος στρατηγός σε άψογα ελληνικά. «Θα μπορούσατε όμως να είχατε φονευθεί ή και αιχμαλωτιστεί με το παράτολμο εκείνο εγχείρημά σας, να εισχωρήσετε πίσω από τις γραμμές του τουρκικού στρατού». Και η απάντηση του Βελισαρίου: «Να φονευθώ ναι, αλλά να αιχμαλωτισθώ όχι, αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ».
Η μοίρα βέβαια, που φαίνεται ότι οδηγούσε τα βήματα του Βελισσαρίου, «συναίνεσε» ώστε και το τέλος του να είναι αντάξιο όλων των πράξεων της ζωής του: να πεθάνει δηλαδή όρθιος στο πεδίο της μάχης. Μετά το Μπιζάνι, ακολουθώντας τα ιδανικά και τις αξίες που τον γαλούχησαν, βρέθηκε στο μέτωπο της Μακεδονίας, εναντίον αυτή τη φορά των βουλγαρικών στρατευμάτων. Οι νίκες στα υψώματα Κιλκίς-Λαχανά, στο Μπέλες, στη Τζουμαγιά, εγγράφονται στις ηρωικές προσπάθειες του πάντοτε «στρατιώτη» και στην υπηρεσία της πατρίδας Βελισσαρίου. Έτσι λοιπόν, στη νέα αυτή φάση των αγώνων του έθνους, μαχόμενος αδιάκοπα από τις 19 Ιουνίου μέχρι τις 12 Ιουλίου, βρίσκεται πριν από τα στενά της Κρέσνας. Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε, ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει». Πρώτος ο ταγματάρχης άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό. Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι Εύζωνοί του. Το καταιγιστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά. Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος.
Εκεί τον βρήκε το τέλος στις 12 Ιουλίου 1913, όρθιο στο «ύψωμα 1378» με το περίστροφο στο χέρι. Μια βολίδα τρύπησε τον πνεύμονά του αφήνοντάς τον ημιθανή. Το τέλος του ηρωικού ταγματάρχη ήρθε μερικές ώρες αργότερα. Πριν «φύγει» είχε το θάρρος και τη δύναμη να ρωτήσει: «Πώς πάνε τα παιδιά πάνω;» Μείνετε ήσυχος», απαντά ο γιατρός, «θα σας εκδικηθούν εκείνοι». «Ω, το πιστεύω θα νικήσετε, θα φθάσετε στη Σόφια. Τι κρίμα να μην είμαι και εγώ κοντά σας όπως και στα Γιάννενα!». Ξεψύχησε με τις λέξεις: «Και όπως είπαμε παιδιά μου. Στη Σόφια, στην Πόλη!» Την επομένη θάφτηκε δίπλα από τον τάφο του Γεωργίου Κολοκοτρώνη, εγγονού του Γέρου του Μοριά, που είχε πέσει κι αυτός ηρωικά μια μέρα νωρίτερα.
Τα λόγια του Βασιλιά Κωνσταντίνου, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του ηρωικού ταγματάρχη, αποτέλεσαν δάφνινο στεφάνι στο μέτωπο του Βελισσαρίου: «Τέτοιοι ήρωες δεν ζουν πολύ, δεν είναι δυνατόν να ζήσουν πολύ. Αυτός είναι ο ζηλευτός, ο πλέον ζηλευτός θάνατος. Δεν χρειάζονται συλλυπητήρια. Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου