Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκόπια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκόπια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

KOΥΤΣΟΥΜΠΕΙ 1948: "H άγνωστη μάχη με τους Σκοπιανούς"

 Κατά τη διάρκεια του Συμμοριτοπολέμου σημειώθηκε πληθώρα μεθοριακών επεισοδίων μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και Αλβανικών, Βουλγαρικών και Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια σημειώθηκε στην περιοχή Κουτσούμπεϊ, στα σύνορα Ελλάδας – Σκοπίων. Το Κουτσούμπεϊ είναι μια από τις κορυφές του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) σε υψόμετρο 2399 μέτρων, στα όρια των νομών Πέλλας και Φλώρινας. Συνέβη στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, όταν στρατιωτικές μονάδες από την «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος για να υποστηρίξουν τα ανταρτικά σώματα που επιδίωκαν την απόσχιση της Μακεδονίας από την Ελλάδα και την δημιουργία του ενιαίου «Μακεδονικού Κράτους».



Στην περιοχή ήταν αναπτυγμένα από Ελληνικής πλευράς το 514 και το 556 Τάγματα Πεζικού. Οι Σκοπιανές δυνάμεις αποτελούντο απο 4 λόχους τυφεκιοφόρων δυνάμεως περίπου 100 ανδρών ο καθένας και λόχος βαρέων όπλων, όλμων και πολυβόλων. Συνολικά η δύναμη του Σκοπιανού Τάγματος έφτανε τους 480 άνδρες.

Χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και σταδιακά αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχισαν να κινούνται προς το Ελληνικό έδαφος. Στην πυραμίδα 119 βρίσκονταν δύο ομάδες μάχης του 3ου Λόχου του 556ΤΠ, με επικεφαλής αξιωματικό. Ο διμοιρίτης ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης έθεσε αμέσως τους 20 άνδρες του σε συναγερμό και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας. Οι δυνάμεις των Σκοπιανών άνοιξαν άμεσα πυρ και δύο μονάδες εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος, προσπαθώντας να κυκλώσουν το Ελληνικό τμήμα.

Ο ανθυπολοχαγός Καπέτης, για να μην περικυκλωθεί, διέταξε υποχώρηση προς την κορυφή του Κουτσούμπεϊ. Εκεί η Ελληνική διμοιρία αναπτύχθηκε αμυντικά και απάντησε στα εχθρικά πυρά. Κατά την υποχώρηση, ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Μωισιάδης, έχασε τον προσανατολισμό του, λόγω και της πυκνότατης ομίχλης που κάλυπτε την περιοχή και αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς.

Οι άλλες δύο εχθρικές φάλαγγες διείσδυσαν σε βάθος 1.500 μ. εντός του Ελληνικού εδάφους κτυπώντας τον Σταθμό Διοίκησης του 3ου Λόχου. Η μάχη εξελίχθηκε σε σώμα με σώμα, με τους Σκοπιανούς να επιτίθενται ορμητικά κατά των Ελληνικών θέσεων και τους Έλληνες να αμύνονται ηρωικά. Μέχρι την 17.15 η μάχη κράτησε με τον μοναχικό λόχο να αμύνεται στις λυσσαλέες επιθέσεις.

Πρόλαβε όμως και αφίχθηκε ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ, που με δύο διμοιρίες κατέλαβε τα βραχώδη αντερείσματα ανακόπτοντας την προσπάθεια των Σκοπιανών. Τη στιγμή εκείνη, η ομίχλη διαλύθηκε οπότε στον αγώνα εισήλθε και το Ελληνικό πυροβολικό και οι όλμοι του 556ΤΠ. Εκμεταλλευόμενοι τα πυρά υποστήριξης οι δύο Ελληνικοί λόχοι εκτέλεσαν ορμητική αντεπίθεση.

Με την ιαχή «αέρα» οι δύο Ελληνικοί λόχοι επιτέθηκαν κατά των Σκοπιανών με εφ’όπλου λόγχη, σκορπώντας τον όλεθρο και συλλαμβάνοντας 3 αιχμαλώτους. Οι Σκοπιανοί τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 17 νεκρούς (δύο αξιωματικοί). Οι Ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες – 5 τραυματίες και ένας αγνοούμενος. Κατά τη μάχη αιχμαλωτίστηκαν οι Αμπτουλάχ Μπούσανιτς (μωαμεθανός Βόσνιος), ο Μίλοραντ Νεσοβάνιτς (Σέρβος) και ο Φράνιο Τόπλεκ (Κροάτης). Οι αιχμάλωτοι, κατόπιν ανακρίσεως, κατέθεσαν ότι ανήκαν στο 1ο Τάγμα της 42ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας με έδρα την βυζαντινή πόλη Μοναστήρι των Σκοπίων, την οποία η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει ότι πλέον θα ονομάζεται «Μπίτολα».

ΠΗΓΗ: history-point.gr & akritasnews.com

Ο συγγραφέας κ.Σταύρος Γουλούλης απαντά στα ερωτήματα για τη νέα Εκκλησία, την ιστορία της και το μέλλον, όπως αυτό διαγράφεται μετά την αναγνώριση από το Φανάρι και τη Σερβία .

 -Ποια ήταν η «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος;»

Είναι μια μεγάλη υπόθεση. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, δηλαδή έχοντας έδρα την Αχρίδα, είχε επικεφαλής αρχιεπίσκοπο που έφερε και το τίτλο του «Πρώτης Ιουστινιανής» όπως και «Πάσης Βουλγαρίας». Εδώ είναι που θέλει ανάλυση.



Πάμε πίσω στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Το 535 ιδρύει τη νέα αρχιεπισκοπή με έδρα την Πρώτη Ιουστινιανή (στα λατινικά Prima Justiniana), μια πόλη λίγο πέρα από τα Σκόπια, από όπου καταγόταν ο ίδιος. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να υπαγάγει σε αυτή τους νέους κατοίκους που είχαν κατακλύσει τις χώρες νοτίως του Δούναβη, οι οποίοι τότε ήταν στο επίπεδο νεολιθικής ζωής. Θα έπρεπε να εκχριστιανισθούν και να ενταχθούν στο υπάρχον Ρωμαϊκό κράτος. Ο αρχιεπίσκοπος διοριζόταν από τον αυτοκράτορα για καλύτερο έλεγχο μιας ευαίσθητης περιοχής, η οποία ένωνε το Ανατολικό με το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Στην απόφαση αυτή συνέργησαν οι τότε Πάπας Ρώμης και Πατριάρχης Κων/πόλεως.

Αιώνες πέρασαν, η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής στην πράξη δεν είχε εφαρμογή. Οι νέοι λαοί στα Β. Βαλκάνια δεν είχαν καλή συνεργασία με το Βυζάντιο. Και πρώτοι οι Βούλγαροι, που ήθελαν ανεξαρτησία, την πέτυχαν, αλλά και την έχασαν το 970 από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Υπήρξαν μαξιμαλιστές. Οι Βυζαντινοί, όμως, έβλεπαν πάντα τα εδάφη τους ρωμαϊκά. Έτσι, την παλαιά Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής ανανέωσε ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος αμέσως μετά το 1018, αφού υπέταξε οριστικά τους επαναστάτες, Σαμουήλ και διαδόχους (976-1018), και επικύρωσε τρία σιγίλλια (1019/20) υπέρ της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής Αχρίδος (ή Αχριδών) με την προσθήκη και του όρου «Πάσα Βουλγαρία», ανανεώνοντας το παλαιό πρόγραμμα του Ιουστινιανού. Η Αχρίδα (Ohrid) ήταν η πόλη που διέμεναν εκείνη την περίοδο οι διάδοχοι του Σαμουήλ, ενώ πιο πριν στην Πρέσπα. Ο Βασίλειος Β΄ με το που ενέκρινε τον ήδη υπάρχοντα Ιωάννη και ως διορισμένο από τον ίδιο αρχιεπίσκοπο Πρώτης Ιουστινιανής, έδωσε εκκλησιαστική ταυτότητα στην περιοχή, στη συνέχεια της πολιτικής του Ιουστινιανού, προσαρμοσμένη στην υπάρχουσα κατάσταση (1018 κ.ε.).


– Ο όρος «Πρώτη Ιουστινιανή» είναι κατανοητός. Αλλά ο όρος «Πάσα Βουλγαρία» τι σημαίνει; Βλέπουμε οι Βούλγαροι να διαμαρτύρονται ότι τους κλέβουν την εκκλησιαστική ιστορία τους, που στηρίζουν τη θέση τους αυτή;

Ο όρος «Πάσα Βουλγαρία» είναι νέος όρος. Αχρίδα ήταν η έδρα, «Βουλγαρία» η έκταση της παλαιάς αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής με τους νέους πληθυσμούς. Αντικαθιστά την ούτως ειπείν «παλαιά Βουλγαρία», που ήταν ανατολικά, πολύ μακριά. Όμως, πλέον ο όρος υπέστη εξάχνωση, δεν ανταποκρίνεται στη γεωγραφία, ήταν διοικητικός. Όπως οι Βυζαντινοί έλεγαν (Πάσα) Θεσσαλία, μαζί και τη σημερινή Κεντρική Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη. Ή η τότε Μητρόπολη Λαρίσης (Δευτέρα Θεσσαλία) λέγεται και «Πάσης Ελλάδος»! Η λέξη Βούλγαρος, όπως δείχνουν οι πηγές, δεν σημαίνει πλέον τον παλαιό Βούλγαρο, αλλά κάθε σλαβόφωνο νοτίως του Δούναβη. Αυτά είναι γνωστά.

Το ότι οι ηγεμόνες, της Πρέσπας αρχικά και μετά της Αχρίδος, προσδιορίζονται ως «Βούλγαροι» είναι άλλο θέμα. Ήταν δύο ηγετικές ομάδες, μία ήθελε να έχει σχέση με το Βυζάντιο, η άλλη που καιροσκοπούσε, όπως ο ηγεμόνας Ιωάννης Βλαντισλάβος (π.1015-1018) τον οποίο χαρακτηρίζει Βούλγαρο επιγραφή από τα Βιτώλια, ήθελε να είναι συνέχεια των παλαιών Βουλγάρων βασιλέων. Επόμενο ήταν. Αφού οι (παλαιοί) Βούλγαροι έμαθαν σλαβικά, εκείνοι ήθελαν να υπαγάγουν όλους τους Σλάβους των Βαλκανίων. Αν τους άφηνε το Βυζάντιο (και η Δύση), σήμερα θα έλεγχαν όλα τα σλαβικά έθνη. Ο Βασίλειος Β΄ αλλά και πριν από αυτόν ασκούσαν μία ειδική πολιτική. Έφτιαξαν εν γνώσει τους νέα «βουλγαρική» ταυτότητα, ενώ την ίδια ώρα εθνικοποιούσαν την παλαιά Βουλγαρία που έκειτο όπως θα λέγαμε «μιας ημέρας δρόμο» από την Κων/πόλη. Αυτή η βυζαντινή σκακιέρα της εποχής είναι που θολώνει τα πράγματα και νομίζω δεν έχει δοθεί εξήγηση. Έτσι, όμως, φτιάχτηκε τρόπον τινά, μια «Άλλη Βουλγαρία» από «Άλλους Βουλγάρους»….

Το θέμα των κατοίκων της σημερινής Β. Μακεδονίας είναι εθνολογικό. Οι ίδιοι θεωρούν ότι κατάγονται από την περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Αντίθετα, οι Βούλγαροι, λέγεται, ήλθαν από τον Βόλγα. Έτσι αποφασίζουν οι σημερινοί κάτοικοι και αυτό εγκρίνει (και βούλεται) η διεθνής κοινότητα.


– Οι Ιστορικοί δέχονται ότι η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους του Σαμουήλ μετά το 976 ήταν η πόλη Πρέσπα, όπως και ο ναός του Αγίου Αχιλλίου η πρώτη αρχιεπισκοπή του κράτους. Τι ακριβώς ισχύει;

Όταν άρχισα τη μελέτη του Αγίου Αχιλλίου στην πόλη Πρέσπα (Είναι αναρτημένα ήδη στο Academia.edu μερικά άρθρα επί του θέματος), αντιμετώπιζα ένα μνημείο που είναι η μεγαλύτερη βυζαντινή βασιλική των Βαλκανίων (μετά τον 6ο αι., την παλαιοχριστιανική περίοδο). Εδώ κατατέθηκαν τα λείψανα του αγίου πολιούχου της Λάρισας, που ο Σαμουήλ μετέφερε μαζί και τους κατοίκους, το 985. Η βασιλική αυτή λειτουργεί το 1016, όπως αναφέρεται στον Βίο του αγίου Ιωάννη-Βλαδιμήρου, πρώτου αγίου-μάρτυρα των Σέρβων. Κάτι που δεν είναι γνωστό είναι ότι ο Σαμουήλ είχε υποταχθεί στο Βυζάντιο (σχετικά καταθέτει ο σύγχρονος Ιμπν Γιαχία από την Αντιόχεια) μετά από μάχες μεταξύ 1001-1004. Την πληροφορία αυτή αξιοποιεί ο Βρεταννός ιστορικός Paul Stephenson που προτείνει τη θεωρία της δεκαετούς υποταγής (1004-1014), (Μετά ο Σαμουήλ επαναστάτησε πάλι και έγινε ό,τι έγινε). Η θεωρία αυτή βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στη βασιλική του Αγίου Αχιλλίου: Κτίσθηκε ακριβώς τότε, στα 1004-1014 με τη βοήθεια του Βασιλείου Β΄. Δεν μπορούσε να την κατασκευάσει ο Σαμουήλ. Προηγήθηκε ισοπέδωση του χώρου και έγιναν χαράξεις μείζονος, φρουριακών διαστάσεων, κτηρίου. Εξασφαλίσθηκε έτσι η στατική του, αφού διέθετε και υπερώα (για τις αρχόντισσες όπως στο Βυζάντιο). Είναι δουλειά μεγάλου αρχιτέκτονα, έργο ειδικής τεχνογνωσίας, απαιτεί έξοδα, δύσκολα όλα για πληθυσμούς που ζούσαν τότε σε φάση ανταλλακτικής οικονομίας, χωρίς νόμισμα. Η κατατομή και τεχνοτροπία του συνόλου είναι βυζαντινή. Το σημαντικό είναι ότι στην κόγχη του Βήματος (α΄ στρώμα τοιχογραφιών επί Σαμουήλ), καταγράφηκαν οι 18 επισκοπικοί θρόνοι της νέας Αρχιεπισκοπής στα ελληνικά. Οι ίδιοι θρόνοι καταγράφονται και στα τρία σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ υπέρ της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος τώρα (1019/20). Προφανώς αναγνωρίσθηκε η προηγούμενη κατάσταση, αφού ο αρχιεπίσκοπος παρέμεινε ο ίδιος, ο Ιωάννης, και γενικά αποκαταστάθηκε όλη η άρχουσα τάξη του εφήμερου κράτους. Τον τεράστιο ναό, τον μεγαλύτερο βυζαντινό στα Βαλκάνια, πρέπει να έφτιαξε ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, ακριβώς για να είναι αντάξια η αναβίωση μετά από 450 χρόνια της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής.


-Τι σημαίνει για μας η αναγνώριση της «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος»;

Η Εκκλησία της γείτονος χώρας είναι αδελφική, πρέπει να αποκτήσει εκκλησιαστική ταυτότητα, πράγμα που η Ιστορία, η πραγματική εικόνα που έχουμε για το παρελθόν και όχι μια φαντασίωση, πετυχαίνει. Ας ελπίσουμε ότι οι εκκλησιαστικοί θα δείξουν πνεύμα συναδέλφωσης και συνεργασίας, κάτι που δεν δείχνουν μερικοί από τον πολιτικό στίβο στη χώρα τους. Το Πατριαρχείο, πάντως, δίνει το καλό παράδειγμα. Μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Είναι η ιστορική Μητέρα Εκκλησία των κατοίκων της περιοχής! Η απόφασή της έπεται των κοσμικών πραγμάτων.


Πηγή Κιβωτός Ορθοδοξίας

Η σταύρωση της Μακεδονίας.Γράφει ο Κώστας Λάμπος

Πολύ συχνά εμφανίζονται γεωπολιτικές σκοπιμότητες που επιτρέπουν σε γειτονικές και επεκτατικές δυνάμεις να δημιουργούν ψευδείς ‘συνειδήσεις μειονότητας’ και ‘τεχνητές εθνικές ταυτότητες’, ως προγεφυρώματα για αλυτρωτισμούς και ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις που φτάνουν μέχρι την βίαιη διάλυση χωρών. Περίπτωση τεχνητής εθνικιστικής ταυτότητας αποτελεί η μουσουλμανική θρησκευτική μειονότητα των Ελλήνων πολιτών της Δυτικής Θράκης, όπως ορίζεται στην Συνθήκη της Λωζάνης (1923), την οποία η Τουρκία προσπαθεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο και τρόπο να την εμφανίσει, στην διεθνή κοινότητα και παρά τις διεθνείς συνθήκες, ως τουρκική μειονότητα με απώτερο στόχο την προσάρτησή της, όπως ακριβώς έκανε και με τους, εθνοτικά Τούρκους, πολίτες της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κύπρου, μέλους του ΟΗΕ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.



Χαρακτηριστική περίπτωση, σφετεριστή εθνικής ταυτότητας αποτελεί η πολιτική ηγεσία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (π.Γ.Δ.Μ.), της σήμερα, ελέω ιμπεριαλιστικής πίεσης σε βάρος της Ελλάδας, λεγόμενης ‘Βόρειας Μακεδονίας’, που επανάφερε στο προσκήνιο αλλά με εντελώς διαφορετικό φορτίο το παλιό ‘Μακεδονικό Ζήτημα (ΜΖ)’.


Εκείνο το ΜΖ ήταν μέρος του ‘Ανατολικού Ζητήματος’, ως πρόβλημα διαμελισμού της παραπαίουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας και ξεκινάει περίπου από το 1870 ως σύγκρουση της Βουλγαρικής και της Σέρβικης εθνικής ταυτότητας που διεκδικούσαν εδάφη από την περιοχή που την θεωρούσαν ως περιοχή της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας με συνέπεια την σύγκρουσή τους με την Ελληνική ταυτότητα. Τελικά με τους βαλκανικούς πολέμους που μεσολάβησαν και την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας το παλιό Μακεδονικό Ζήτημα έκλεισε με την συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 και του Νεϊγί το 1919, με ανταλλαγή πληθυσμών και ορισμό των συνόρων.


Με την νέα του μορφή, ως ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος, το άνοιξε η Σοβιετική Ένωση, (ΕΣΣΔ), στην προσπάθειά της να δημιουργήσει, κόντρα στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Γερμανία και τις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής, ελεύθερη και ασφαλή διέξοδο στο Αιγαίο και από εκεί στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Αυτό το έργο η ΕΣΣΔ το ανάθεσε στην από το Κρεμλίνο ελεγχόμενη Κομμουνιστική Διεθνή (Komintern) και αυτή με τη σειρά της το ανάθεσε στην περιφερειακή Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία. «Οι αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, για την ίδρυση ενός αυτόνομου μακεδονικού κράτους, προκάλεσαν γενική αναστάτωση στην ελληνική αριστερά, τόσο κατά τη διεξαγωγή του 5ου Συνεδρίου της Διεθνούς, το καλοκαίρι του 1924, όσο και μετά την ανακοίνωση της απόφασης της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Το ΣΕΚΕ(κ) διακοίνωσε προς κάθε κατεύθυνση την απορριπτική του θέση. Μάλιστα, εμπόδισε την κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών στα κομματικά μέλη και έστειλε έγγραφη διαμαρτυρία στη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία. Ακόμη και στην ίδια την ηγεσία του κόμματος, τόσο ο Γραμματέας, Θ. Αποστολίδης όσο και ο δεύτερος τη τάξει Γιάννης Κορδάτος απέρριπταν χωρίς δεύτερη συζήτηση το σύνθημα περί ανεξαρτησίας της Μακεδονίας. Λίγο πριν διεξαχθεί το Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος στα τέλη Νοεμβρίου του 1924, έδωσαν τελικά στη δημοσιότητα τις Αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Συνδιάσκεψης, με μοναδικό στόχο να προετοιμαστούν καλύτερα τα μέλη για να τις αντικρούσουν. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι στο Συνέδριο θα συνεχιζόταν αυτό που οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ως ελληνική ‘ανταρσία’, η Κομιντέρν έστειλε τα μέλη της εκτελεστικής της επιτροπής, Ντ. Μανουηλίσκι και Ριχ. Σμέραλ, προκειμένου να επέμβουν, αν παρίστατο ανάγκη. Υπό την επιθετική παρέμβαση του Μανουηλίσκι, εν μέσω έντονων αντιδράσεων, το Συνέδριο όχι μόνο αποδέχθηκε την «μπολσεβικοποίηση» του κόμματος, και την απόλυτη υπαγωγή του στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά υιοθέτησε και την πολιτική της Κομιντέρν για το Μακεδονικό. Και αυτό, παρά την επιμονή των διαφωνούντων ότι στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας δεν ήταν δυνατό να έχει υπόσταση η πολιτική της Διεθνούς. Η Απόφαση περί Ανεξάρτητου Μακεδονικού Έθνους δόθηκε στη δημοσιότητα στις 6-7 Φεβρουαρίου του 1925, στην οποία δηλωνόταν ότι το ΚΚΕ θεωρούσε ως απόλυτα αποδεκτό το δικαίωμα των «λαών» της Μακεδονίας για αυτοδιάθεση. Μόλις δημοσιεύθηκε ξέσπασε ένα κύμα διώξεων εις βάρος των μελών του κόμματος ενώ στην ελληνική Μακεδονία επικράτησε πραγματικό χάος με κύριο αποτέλεσμα την ένταση των εθνικιστικών προστριβών. Εξαιτίας της κατάστασης αυτής δύο μήνες αργότερα, η ΚΕ του ΚΚΕ έστειλε εγκύκλιο στην οργάνωση Μακεδονίας που αναφερόταν στο χάος που επικρατούσε εκεί και στην ουσία υιοθετούσε την άποψη ότι το κόμμα παρασύρθηκε λόγω επαναστατικού ρομαντισμού. Μάλιστα, από τη στιγμή εκείνη και ύστερα ξεκίνησε μια διαρκής, δημόσια σε αρκετές περιπτώσεις, συζήτηση για την ορθότητα της απόφασης αυτής. Ακόμη και ο ίδιος ο Γραμματέας του ΚΚΕ Παντελής Πουλιόπουλος παραδέχθηκε από τις στήλες του Ριζοσπάστη, στα 1927, ότι η πολιτική του ΚΚΕ ήταν απολύτως εσφαλμένη. Σε ανάλογη αρθρογραφία είχαν επιδοθεί και τα ιστορικά στελέχη Αποστολίδης, Κορδάτος και Μάξιμος».


Ο, δια Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και Μπορίς Γέλτσιν ιστορικός συμβιβασμός του σοβιετικού, κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή της σοβιετικής νομενκλατούρας, με τον ηγεμόνα του Δυτικού καπιταλισμού για το ‘ειρηνικό πέρασμα’ στην οικονομία της ‘ελεύθερης’ αγοράς, άφησε ελεύθερο το πεδίο άσκησης γεωπολιτικής ισχύος στον, κατά τα φαινόμενα, μοναδικό παίκτη στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, τις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής. Έτσι η υπόθεση της γεωπολιτικής ισορροπίας επανασχεδιάζεται, αλλά τώρα με στόχο να περιοριστεί η επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια και να εμποδιστεί ‘η έξοδός της στο Αιγαίο’. Η σύγχρονη ‘Βόρεια Μακεδονία’ αποτελεί αντικείμενο σχεδιασμού δεκαετιών του ΝΑΤΟ και των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών, με σκοπό, πέρα από τον αποκλεισμό της Ρωσίας, την αποδυνάμωση, την προτεκτορατοποίηση και τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας η οποία πάσχιζε και πασχίζει να οριστικοποιήσει την εθνική ταυτότητά της ως μια ανεξάρτητη χώρα στα πλαίσια μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα δύσκολο γιατί η ΕΕ δεν απόκτησε ακόμα τη δική της ταυτότητα και παραπαίει μεταξύ νεογερμανισμού και αμερικανισμού.


Το ιδεολογικό περιτύλιγμα για τον σφετερισμό της ιστορίας της Μακεδονίας, υπήρξε το κακότεχνο κατασκεύασμα περί ‘μακεδονικής εθνικότητας και μακεδονικής γλώσσας’. Επειδή, όμως, δεν υπήρχε ούτε στην σοβιετική, αλλά ούτε και στην αμερικανική εκδοχή ‘μακεδονική εθνικότητα’ ούτε και ‘μακεδονική γλώσσα’, αυτά έπρεπε να δημιουργηθούν. Ωστόσο η αρχαία Μακεδονία ένα από τα πολλά ελληνικά κράτη της αρχαιότητας, με ελληνική εθνότητα και ελληνική γλώσσα και ελληνικό πολιτισμό δεν προσφέρονταν ως ‘πατρίδα’ ενός σλάβικου πληθυσμού που ήρθε στην περιοχή των Βαλκανίων περίπου οκτακόσια χρόνια μετά, από τότε που τα ελληνικά κράτη της αρχαιότητας υποτάχτηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με την αρχαία Ελλάδα. Γεγονός που το ομολογεί τόσο ο ίδιος ο πρώτος πρόεδρος της λεγόμενης ‘πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας’ Κύρο Γκλιγκόρωφ, όσο και ο πρώην υπουργός εξωτερικών της πΓΔΜ. Και το χειρότερο ονομάζουν ‘Μακεδονία’ μια περιοχή που στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Παιονία και αργότερα ως Vardarska, η οποία ουδέποτε ανήκε στην επικράτεια της αρχαίας Μακεδονίας με εξαίρεση την μικρή περιοχή ‘Μοναστήρι’ (Bitola).


Φαίνεται όμως πως η τακτική κίνηση του Τίτο, το 1944, να ονόμασει την Vardarska σε ‘Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας’, προφανώς βάσει μακροπρόθεσμων σχεδιασμών, γεγονός που εντάσσεται στην στρατηγική επιλογή του, για να διαχωρίσει τη θέση του από την Βουλγαρία που προσχώρησε στο σοβιετικό μπλοκ, με αντάλλαγμα την ανοχή και την εύνοια της Δύσης προς το γιουγκοσλαβικό καθεστώς. Έτσι με την βοήθεια της δυτικής προπαγάνδας, δημιουργήθηκε το έδαφος για την ανάπτυξη ζιζανίων στο σώμα της Βαλκανικής Χερσονήσου και ιδιαίτερα στο τρίγωνο Σκόπια, Βουλγαρία και Ελλάδα. Πάνω σε αυτό το έδαφος η αμερικανοκαθοδηγούμενη συμμορία Γκρουέφσκι σκέφτηκε ότι, για να μοιάζουν οι σκοπιανοί με τους αρχαίους Μακεδόνες, που μιλούσαν κι’ έγραφαν την ελληνική γλώσσα, θα έπρεπε να απεκδυθούν τα χαρακτηριστικά της βουλγάρικης ενθότητάς τους και να μετονομάσουν την βουλγάρικη διάλεκτό τους σε ‘μακεδονική γλώσσα’, της οποίας το πρώτο αλφάβητο δημιουργήθηκε, κάπου μεταξύ των μεταναστών στις ΕΠΑ και στον Καναδά, πριν από μόλις 75 χρόνια, δηλαδή μετά την ενέργεια του Τίτο, σύμφωνα με πρόσφατη ομολογία του Zoran Zaev. Ένας άλλος πρώην πρωθυπουργός των Σκοπίων ο Λιούμπτσο Γκεοργκιέφσκι διερωτάται, «γιατί δεν γράφεται πουθενά, δεν συζητείται πουθενά και γιατί έχει παραμείνει κρυφό, ότι πριν από την κωδικοποίηση της ‘μακεδονικής’ γλώσσας, μιλούσαμε τη βουλγαρική γλώσσα;» Κάπως έτσι κατασκευάζονται πλαστές, νόθες και τοξικές εθνικές ταυτότητες, οι οποίες για να επιβιώσουν χρειάζεται να τραφούν με αίμα, καταστροφές και υποδούλωση στους λαθροκατασκευαστές ψεύτικων εθνικών ταυτοτήτων. Να σημειωθεί μάλιστα ότι περισσότεροι από το 35% του πληθυσμού αυτής της ‘χώρας’ δεν είναι σλάβοι και το 25% είναι Αλβανοί που εκπροσωπούνται από αλβανικά πολιτικά κόμματα, έχουν επιβάλλει ως δεύτερη επίσημη γλώσσα την αλβανική γλώσσα με ξεχωριστό αλβανικό πανεπιστήμιο και αρνούνται ότι είναι σλάβοι.


Η τεχνητή κατασκευή ‘εθνών’ και πλαστών εθνικών ταυτοτήτων γίνεται κατανοητή ως γεωπολιτικό κατασκεύασμα, ως επιλογή των επίδοξων παγκόσμιων ηγεμόνων, αλλά ακατανόητη, όταν την νομιμοποίηση αυτής της ‘κλεψίτυπης εθνικής ταυτότητας’ την αναλαμβάνουν εργολαβικά, για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών, με αντάλλαγμα την κομματική νομή της πολιτικής εξουσίας, ελληνικές κυβερνήσεις, στο όνομα της σύγχρονης Ελλάδας, με ότι αυτό συνεπάγεται. Αφού είναι βέβαιο ότι τέτοιες ‘κατασκευές’ φτιάχνονται για να κουβαλάνε μαζί τους αλυτρωτισμούς, όπως υποστηρίζει ο Stefan Troebst, καθηγητής της Πολιτιστικής Ιστορίας της Ανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, που αναλύει πως όπου «υπάρχει μια βόρεια Μακεδονία, αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει και μια νότια. Αυτό εγείρει το ερώτημα κατά πόσο και οι δύο πρέπει κατά κάποιον τρόπο να ανήκουν μαζί και πρέπει να ενωθούν ανάλογα», ως ένα ενιαίο κράτος με ‘εθνική μακεδονική ταυτότητα’ και την αναγνώριση μιας βουλγάρικης διαλέκτου ως ‘εθνικής μακεδονικής γλώσσας’, που ιστορικά δεν υπήρχαν αλλά αυθαίρετα δημιουργήθηκαν με την λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών. Απάντηση, βέβαια στο ερώτημα του Stefan Troebst θα δώσει η συνεχώς πλαστογραφούμενη ιστορία, κι’ αν τα καταφέρει, μέχρι τότε όμως το ερώτημα παραμένει γιατί μια χώρα, όπως η Ελλάδα, παραχωρεί ανύπαρκτες ταυτότητες και μάλιστα σε βάρος της ίδια της ιστορίας και της υπόστασής της;


Κι’ επειδή ενός κακού μύρια έπονται, τα πράγματα μπερδεύονται συνεχώς, μέχρι που η Βουλγαρία απευθυνόμενη στους Σκοπιανούς τους κουνάει το δάχτυλο και τους απειλεί ότι θα ασκήσει βέτο, αρνούμενη την είσοδο της λεγόμενης ‘Βόρειας Μακεδονίας’ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταγγέλλοντάς τους «ότι δεν είναι αυτό που νομίζουν και ισχυρίζονται». Εναπόκειται στα ‘μεγάλα αφεντικά’ να λύσουν με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο και αυτό τον βιασμό της ιστορίας, προφανώς με αναγνώριση από την μεριά της Βουλγαρίας της ‘μακεδονική γλώσσας’ ως μια από τις επίσημες γλώσσες της χώρας, καθώς και της ‘μακεδονικής ταυτότητας’ αφού τα Σκόπια αναγνωρίσουν ότι η γλώσσα τους είναι τεχνητή και η εθνοτική τους ταυτότητα είναι βουλγαρική.


Μπερδεμένη ιστορία θα σκεφτείτε. Κι’ έχετε δίκιο, γιατί η ιστορία γράφετε και από κομπογιαννίτες και γύπες και άλλα αρπακτικά. Για ένα από αυτά μας ενημερώνει η γνωστή βυζαντινολόγος, Ελένη Γλύκαντζη-Αρβελέρ, στο βιβλίο της «Μια ζωή χωρίς άλλοθι»: «Βρίσκομαι στο σπίτι του εφοπλιστή Γιάννη Λάτση. Είναι η εποχή του ‘Μακεδονικού’. Πάνω στην κουβέντα λέω, γελώντας, του Γιάννη: “Καπετάνιε, τι γίνεται μ’ αυτά τα Σκόπια; Δεν τ’ αγοράζεις, να ησυχάσουμε;”. Μου λέει: ‘Έτσι όπως τα ’χουν κάνει, δεν πωλούνται πια. Τα έχει αγοράσει άλλος’. Ποιος; τον ρωτώ. ‘Ο Σόρος τα έχει αγοράσει. Ειδάλλως, θα τα είχα αγοράσει εγώ και θα ησυχάζαμε’». Από άλλη πηγή μαθαίνουμε ότι: «Πουθενά αλλού δεν αναλώνει ο Σόρος περισσότερα χρήματα και ενέργεια για την υποστήριξη μιας κυβέρνησης απ’ ό,τι στην πΓΔΜ. Ο Σόρος είναι ο σωτήρας της ‘Μακεδονίας’. Η ίδια η Connie Bruck, σε άλλη ευκαιρία, μας πληροφορεί για το πότε, πού και πώς ξύπνησε το φιλανθρωπικό ενδιαφέρον του ‘σωτήρα της Μακεδονίας’: «Όταν ο Σόρος έφτασε στα Σκόπια τον Σεπτέμβριο του 1992, στο πλαίσιο μιας περιοδείας του για την επέκταση του ιδρύματός του σε όλα τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ. Προτού πάει εκεί, βρισκόταν στη Βουλγαρία, όπου ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματός του στη Σόφια τού παρουσίασε την κυρίαρχη βουλγαρική άποψη για το θέμα: Δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα και οι έντονες προσπάθειες να εδραιωθεί αυτή η ταυτότητα κρύβουν τις κληρονομημένες από τον Τίτο αλυτρωτικές διαθέσεις». Έτσι βρέθηκε η ευκαιρία που ζητούσε ο Σόρος και φυσικά την άρπαξε.


Τελικά, φαίνεται πως όταν οι συνειδήσεις των δημιουργών της ιστορίας, δηλαδή των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, δηλαδή, της εργαζόμενης κοινωνίας/ανθρωπότητας ‘ξεκουράζονται’, τότε πιάνουν δουλειά οι μάγειροι, δηλαδή οι πλαστογράφοι της ιστορίας. Το ποιοι ήταν οι ‘οι πρόθυμοι ηλίθιοι’ και βοηθοί του μάγειρα αυτής της πονεμένης ιστορίας, το γράφει στο μεταξύ η γενική ιστορία της ευρύτερης περιοχής. Κι’ είμαστε μόνο στην αρχή της εξάπλωσης αυτής της εθνικιστικής τοξικότητας που αργά ή γρήγορα θα ξανακάνουν τα Βαλκάνια μπαρουταποθήκη της ευρύτερης περιοχής, αν όχι της Ευρώπης και του κόσμου.


ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ένα μικρό κεφάλαιο βιβλίου που γράφτηκε πριν από ένα χρόνο και βρίσκεται υπό έκδοση και όπως θα διαπιστώσει κάθε προσεχτικός αναγνώστης, ενώ δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι, οι αγγλοσαξονικές δυνάμεις που επιδιώκουν να ηγεμονεύσουν πάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη, μέσω της πλήρους υποταγής της Ευρώπης, του στραγγαλισμού της Ρωσίας και την διάλυση της Κίνας, επέλεξαν, με την βοήθεια ‘χρήσιμων ηλίθιων νοσταλγών του ναζισμού’, να παγιδεύσουν δια του νεοτσαρισμού την ρώσικη αρκούδα στις πεδιάδες της Ουκρανίας ξεριζώνοντας και καταστρέφοντας τον λαό της, κι’ όχι μόνο, με απρόβλεπτες ακόμα παγκόσμιες εξελίξεις.


Μήπως ήρθε η ώρα της κοινωνίας/ανθρωπότητας να καταργήσει τα αυταρχικά, εξουσιαστικά και πολεμοκάπηλα καπιταλιστικά μοντέλα διακυβέρνησης και να επιλέξει την κοινωνική αυτοδιεύθυνση στη μορφή της άμεσης αταξικής οικουμενικής δημοκρατίας;


Μήπως η Ευρώπη αποφασίσει να αποστασιοποιηθεί από τους αναστολείς και τους εχθρούς της προόδου, της ευημερίας και της ειρήνης και να ξαναμπεί μπροστά για να προχωρήσει η ανθρωπότητα στην επόμενη ανώτερη φάση της διαχρονικής πορείας της;


Μήπως τα μονοδιάστατα αλλοτριωμένα Εγώ μας πρέπει να επιστρέψουν στο Εμείς, στο συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας, ως δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ως πολυδιάστατοι άνθρωποι, για την εξασφάλιση ενός δημιουργικού, ειρηνικού και αξιοβίωτου μέλλοντος;


___________________


ΠΗΓΗ: www.anixneuseis.gr

ΣΠΑΝΙΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΦΙΣΕΣ ΤΟΥ 1949 ΤΟΥ ΚΚΕ, ΛΑΦΥΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ

 ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΠΑΝΙΑ Προπαγανδιστική αφίσα διαστάσεων 59Χ42 εκ. στην Βουλγαρο-Σκοπιανή διάλεκτο με αναφορά στην Ελληνικότητα της Μακεδονίας την οποία μοίραζαν οι ’’Έλληνες’’ κομμουνιστές κατά την περίοδο του συμμοριτοπολέμου στην Μακεδονία, και η οποία μαζί με άλλες εκατοντάδες τον Αύγουστο του 1949 με την πτώση του Γράμμου βρέθηκαν από την ‘’ΧΙ Μεραρχία’’ του Ελληνικού Στρατού σε δέματα παρατημένα σε ορύγματα του Γράμμου. Η δε αφίσα αναγράφει ''ΖΗΤΩ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ'' και φέρει κάτω και πάνω αριστερά την σφραγίδα του ''Α2'' Γραφείου της Μεραρχίας.

ΔΕΞΙΑ ΣΠΑΝΙΑ αφίσα διαστάσεων 39Χ27,5 του ΚΚΕ για τον εορτασμό των 30 ετών του κόμματος που γιορτάστηκαν στο βουνό, η οποία αφίσα μαζί με άλλες παρόμοιες εκατοντάδες τον Αύγουστο του 1949 με την πτώση του Γράμμου βρέθηκαν από την ‘’ΧΙ Μεραρχία’’ του Ελληνικού Στρατού σε δέματα παρατημένα σε ορύγματα του Γράμμου.


Πηγή Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Η συνθήκη του Αγιου Στεφάνου και η συνδεση της με την επιθετική προπαγάνδα των Σκοπίων.

Η  Συνθήκη  Ειρήνης  του  Αγίου  Στεφάνου  ανάμεσα  στην Οθωμανική  Αυτοκρατορία  και  τη  Ρωσία,  σύμφωνα  με  την  οποία  σχεδόν  όλη  η  Μακεδονία  (στη  σημερινή Βόρεια  Ελλάδα),  πλην  Θεσσαλονίκης,  θα  παραχωρούνταν  στη  Βουλγαρία  κι  έτσι  θα  δημιουργούνταν  η λεγόμενη  «Μεγάλη  Βουλγαρία»  με  έξοδο  στη  Αιγαίο.  





Η  συμφωνία  αυτή  εξυπηρετούσε  την  τότε ιδεολογία  του  Πανσλαβισμού  και  τα  ρωσικά  σχέδια  για  κάθοδο  στις  ζεστές  θάλασσες,  δηλαδή  το  Βόρειο Αιγαίο,  μέσω  του  ελέγχου  που  θα  ασκούσαν  στο  βουλγαρικό  κράτος.  Σ’  αυτήν  την  προοπτική αντιτίθενται  οι  Έλληνες  της  Μακεδονίας,  που  σαφώς  ήταν    περισσότεροι  πληθυσμιακά  στις  περιοχές αυτές  σε  σχέση  με  τους  Βούλγαρους  και  επιπλέον  είχαν  ισχυρά  ιστορικά  επιχειρήματα.  

Τελικά  η συνθήκη  του  Αγίου  Στεφάνου,  που  δεν  ελάμβανε  υπόψη  τα  πραγματικά  μεγέθη  πληθυσμών  στη Μακεδονία,  ακυρώθηκε  από  τα  αποτελέσματα  του  Συνεδρίου  του  Βερολίνου,  αν  και  αποτέλεσε  τη γενεσιουργό  αιτία  του  βουλγάρικου  εθνικισμού  και  του  μακεδονικού  ζητήματος. 

 Μακρινό  απόηχο  του μακεδονικού  ζητήματος  αποτελεί  σήμερα  η  επιθετική  προπαγάνδα  του  κράτους  των  Σκοπίων  εις  βάρος της  Ελλάδας  με  το  σφετερισμό  της  ελληνικής  ιστορίας,  συμβόλων  και  μορφών,  όπως  η  ελληνική ονομασία  «Μακεδονία»  και  η  μορφή  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου,  στην  προσπάθεια  να  διαμορφωθεί  μια ψευδο  -μακεδονική  εθνότητα  ανάμεσα  σε  ανθρώπους  σλαβικής  και  πιο  συγκεκριμένα  βουλγαρικής καταγωγής.     


Οι διαφορές "Μακεδονικες" ταυτότητες.

 Το Μακεδονικό ζήτημα άλλαξε μορφή στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως αφότου η Κομινφόρμ, το 1948 απέπεμψε τον Τίτο, ο οποίος ανησύχησε από ενδεχόμενη αναβίωση του παλαιού σχεδίου της Κομιντέρν για την ίδρυση Μακεδονικής Ομοσπονδίας προσδεμένης στη Βουλγαρία.



 Η σοβιετική πίεση εναντίον του μάλλον επίσπευσε τη δημιουργία «μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας» μέσα στα όρια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Την ίδια περίοδο, στα Σκόπια ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας, με σκοπό τη συλλογή αρχείων και την καταγραφή Τη δεκαετία του 1950 οι τριβές στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές αναφορές της πρώτης στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στη δυτική Μακεδονία. Στην ελληνική πολιτική κυριάρχησε η άποψη ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι οι 42.000 κάτοικοι (1952) που μιλούσαν εκτός της ελληνικής γλώσσας και ένα σλαβικό ιδίωμα, (μίγμα ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών λέξεων χωρίς γραμματική) ήταν πλήρως αφομοιωμένοι Έλληνες.

Αναφορικά με τη «μακεδονική γλώσσα», η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ήταν ότι η οργάνωση και οι γλώσσες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας αποτελούσαν εσωτερικό της ζήτημα. Το καλοκαίρι του 1960 ο σκοπιανός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για τα προσκόμματα που έφερναν οι τοπικοί άρχοντες της δυτικής Μακεδονίας στους Σλαβομακεδόνες να μιλούν τη σλαβική τους διάλεκτο.

Τη δεκαετία του 1960, η Γιουγκοσλαβία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Ταυτόχρονα ηγήθηκε της κίνησης των Αδεσμεύτων Κρατών, ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας στο Κυπριακό ζήτημα. Η διεθνής της θέση επέτρεπε στη Γιουγκοσλαβία να παρέχει ενεργό στήριξη στις σλαβομακεδονικές οργανώσεις, εγκαινιάζοντας έτσι την προβολή της σλαβομακεδονικής εκδοχής για τη Μακεδονία στο διεθνή διπλωματικό χώρο. 

Ωστόσο, η ελληνική πολιτική έδινε μικρότερη σημασία στο θέμα αυτό τότε και πολύ μεγαλύτερη στο ότι η Γιουγκοσλαβία συνέβαλλε αποφασιστικά στη διασφάλιση ψήφων από χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε.63 Τοβεβαρημένο ιστορικό του «Μακεδονικού» και η συνακόλουθη ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας το 1962 μεταξύ Ελλάδας– Γιουγκοσλαβίας, η οποία προωθούσε τη μη ανακίνηση θεμάτων ικανών να βλάψουν τις διμερείς σχέσεις και την αντιμετώπισή των όποιων προστριβών με απευθείας συνεννόηση.

 Το 1967 ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», ιστορίας του «μακεδονικού έθνους».53 Η συγγραφή της πρώτης γραμματικής της «μακεδονικής γλώσσας» χρησιμοποίησε ως βάση τη βουλγαρική, με σερβικές προσμίξεις, προκειμένου να ξεχωρίσει και να καταστεί επίσημη γλώσσα του ομόσπονδου κράτους.Η Βουλγαρία, από το 1948 και μετά, παραμέρισε τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις στην ευρύτερη Μακεδονία δηλώνοντας δημοσίως ότι δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι μια εκσερβισμένη βουλγαρική διάλεκτος, ότι στη Μακεδονία του Πιρίν κατοικούν Βούλγαροι και ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται σλαβική μειονότητα.56

Η ένταξη της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο., το 1952, προσέφερε εγγυήσεις για τα βόρεια σύνορά της, ενώ η ευπρόσδεκτη για τις Η.Π.Α. υπογραφή του τριμερούς Βαλκανικού 

Συμφώνου μεταξύ Άγκυρας, Αθήνας και Βελιγραδίου (1953-1954) έβαλε προσωρινά στο περιθώριο το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο Τίτο όμως, δεν παρέλειπε να το χρησιμοποιεί ως μέσο διπλωματικής πίεσης προς την Ελλάδα και κυρίως προς τη ΒουλγαρίαΤη δεκαετία του 1950 οι τριβές στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές αναφορές της πρώτης στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στη δυτική Μακεδονία. Στην ελληνική πολιτική κυριάρχησε η άποψη ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι οι 42.000 κάτοικοι (1952) που μιλούσαν εκτός της ελληνικής γλώσσας και ένα σλαβικό ιδίωμα, (μίγμα ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών λέξεων χωρίς γραμματική) ήταν πλήρως αφομοιωμένοι Έλληνες.

Αναφορικά με τη «μακεδονική γλώσσα», η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ήταν ότι η οργάνωση και οι γλώσσες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας αποτελούσαν εσωτερικό της ζήτημα.60 Το καλοκαίρι του 1960 ο σκοπιανός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για τα προσκόμματα που έφερναν οι τοπικοί άρχοντες της δυτικής Μακεδονίας στους Σλαβομακεδόνες να μιλούν τη σλαβική τους διάλεκτο.

Τη δεκαετία του 1960, η Γιουγκοσλαβία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Ταυτόχρονα ηγήθηκε της κίνησης των Αδεσμεύτων Κρατών, ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και το τριμερές Βαλκανικό. 

Σύμφωνο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας στο Κυπριακό ζήτημα. Η διεθνής της θέση επέτρεπε στη Γιουγκοσλαβία να παρέχει ενεργό στήριξη στις σλαβομακεδονικές οργανώσεις, εγκαινιάζοντας έτσι την προβολή της σλαβομακεδονικής εκδοχής για τη Μακεδονία στο διεθνή διπλωματικό χώρο. Ωστόσο, η ελληνική πολιτική έδινε μικρότερη σημασία στο θέμα αυτό τότε και πολύ μεγαλύτερη στο ότι η Γιουγκοσλαβία συνέβαλλε αποφασιστικά στη διασφάλιση ψήφων από χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε. Τοβεβαρημένο ιστορικό του «Μακεδονικού» και η συνακόλουθη ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας το 1962 μεταξύ Ελλάδας– Γιουγκοσλαβίας, η οποία προωθούσε τη μη ανακίνηση θεμάτων ικανών να βλάψουν τις διμερείς σχέσεις και την αντιμετώπισή των όποιων προστριβών με απευθείας συνεννόηση.

 Το 1967 ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία»,παρότι δεν έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σλαβομακεδονικές εκκλησίες ιδρύθηκαν στις Η.Π.Α., στην Αυστραλία και στη Δυτική Γερμανία, όπου συνέβαλαν στην προβολή της «μακεδονικής ταυτότητας».

Επιπλέον, μέχρι το 1970 είχε αναγνωριστεί η Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών της Σ.Δ.Μ. από σαράντα ακαδημίες ξένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις απάντησαν με την ενθάρρυνση της ανάπτυξης ενός δικτύου εσωτερικής επικοινωνίας μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠ.ΕΞ.) και φορέων ικανών να αντιπαρατεθούν ακαδημαϊκά με τη σκοπιανή προπαγάνδα. Το δίκτυο αυτό περιλάμβανε την Παμμακεδονική Ένωση, το Ιστορικό τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.), την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το περιοδικό Μακεδονική Ζωή.

Το Μακεδονικό ζήτημα αξιοποιήθηκε από τη Βρετανία για να αντισταθμίσει την ελληνική διαμαρτυρία στο Κυπριακό κατά τη δεκαετία του 1950, από την Ε.Σ.Σ.Δ. για τον έλεγχο του Βελιγραδίου και της Σόφιας, και από τις Η.Π.Α. για να στηριχθεί η ανεξαρτησία του Τίτο από την Ε.Σ.Σ.Δ.. Το καθεστώς των Συνταγματαρχών (1967-1974) δεν ανέλαβε πρωτοβουλίες στο συγκεκριμένο ζήτημα, εν μέρει και για να μην διαταράξει την προσέγγισή του με τα σοσιαλιστικά βαλκανικά κράτη.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κύριες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Κ.), η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και η διαβαλκανική συνεργασία. Ως πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προτίμησε να αποφύγει ευθεία ρήξη με την Γιουγκοσλαβία, αλλά ταυτόχρονα ενδυνάμωσε τα επιχειρήματα των διπλωματών αναδεικνύοντας την πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας και την ανάπτυξη ακαδημαϊκών μελετών. Θεωρούσε ότι, ακόμα και αν υπήρχε επιβουλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας, περνούσε μέσα από την υπονόμευση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελλήνων. 

Σε επίσημη επίσκεψη του στην Αθήνα το 1976, ο Τίτο υποστήριξε ότι το «Μακεδονικό αποτελεί κάποιο εμπόδιο στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, αλλά μπορούν όλα να λυθούν με αμοιβαία εμπιστοσύνη». Ηαπάντηση του Κ. Καραμανλή ήταν: «Για εμάς η λέξη «Μακεδονικό» αντιπροσωπεύει γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζουν διαφορετικοί λαοί και όχι ένας λαός».

Κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ (1981-1989), οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις επιβαρύνθηκαν από την ανακίνηση του ζητήματος της «μακεδονικής μειονότητας». Κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στο Βελιγράδι, το 1982, η πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας Μίλκα Πλάνιτς, ενώ τόνισε τη σπουδαιότητα της Ελλάδας για την Γιουγκοσλαβία, υποστήριξε ότι οι «μειονότητες θα έπρεπε να αποτελούν γέφυρα συνεργασίας και όχι μήλον της Έριδος». Ο Α. Παπανδρέου αντέδρασε έντονα εκθέτοντας τις πάγιες ελληνικές θέσεις περί μη υπάρξεως μακεδονικού έθνους και μειονότητας. Οι συνεχείς προκλήσεις της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας στο Μακεδονικό ζήτημα είχαν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση χορήγησης αναβολής στράτευσης σε φοιτητές που φοιτούσαν σε ιδρύματα όπου διδάσκονταν «μη ευρέως γνωστές γλώσσες». Ουσιαστικά, η σκλήρυνση της στάσης του Α. Παπανδρέου συμπλήρωνε πολιτικά την επιδίωξη του Κ. Καραμανλή να «παγώσει» το Μακεδονικό ζήτημα.

Αξιοσημείωτη υπήρξε η δήλωση του Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. Χαρίλαου Φλωράκη στις 15 Σεπτεμβρίου 1988 στο περιοδικό «Μακεδονική ζωή»: «Για το κόμμα μας Μακεδονικό ζήτημα και μακεδονική μειονότητα δεν υπάρχει.


Πηγή:Το ζήτημα των Σκοπίων στους Διεθνείς Οργανισμούς, 1990-1995. Ελληνικές θέσεις, παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες. Βασίλειος Ι. Θώδας

Η αντίδραση της Βουλγαρίας στη συμφωνία των Πρεσπών

Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ο Ν. Κοτζιάς προκειμένου να επιτύχουν συμφωνία με τα Σκόπια επέλεξαν να κάνουν την μείζονα παραχώρηση της αναγνώρισης «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικής» ταυτότητας (που αποτελούσε και την ουσία της διαφοράς για το ονοματολογικό), πρακτικά άνοιγαν ένα ακόμη μέτωπο για την συντήρηση των παλιών εθνικισμών στα Βαλκάνια.




Η μη αναγνώριση της γλώσσας και της ταυτότητας ως «βορειομακεδονικής» καθώς οι Πρέσπες πρακτικά αποδέχτηκαν την πάγια επιδίωξη των Σκοπίων για διπλή ονομασία, προκάλεσε τα εθνικιστικά αντανακλαστικά στην Σόφια που πάντοτε έβλεπαν την γειτονική χώρα τους ως κατασκεύασμα του Τίτο προκειμένου να περιοριστεί η Βουλγαρική επιρροή στα Βαλκάνια αλλά και για επέκταση της γιουγκοσλαβικής επιρροής στην Ελλάδα.

Η Βουλγαρία αν και από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ανεξάρτητη «Μακεδονία» ουδέποτε αναγνώρισε την γλώσσα ως «μακεδονική» θεωρώντας ότι πρόκειται για διάλεκτο της Βουλγαρικής και ότι η ταυτότητα των πολιτών της χώρας είναι βουλγαρική .

Η κυβέρνηση που διαπραγματεύτηκε την Συμφωνία των Πρεσπών, αντί να εκμεταλλευθεί αυτή την λεπτή ισορροπία που υπήρχε και χρησιμοποιώντας και την πίεση των Βουλγάρων, αλλά και την στήριξη της αλβανικής κοινότητας να διεκδικήσει το αυτονόητο, δηλαδή την χρήση της νέας ονομασίας σε κάθε πτυχή και προφανώς και για την γλώσσα και την ταυτότητα, έκανε την παραχώρηση η οποία όχι μόνο οδήγησε σε παραίτηση από την πάγια ελληνική θέση, αλλά δίνει πλέον την ευκαιρία στην Βουλγαρία και στα εθνικιστικά στοιχεία της κυβέρνησης Μπορίσοφ να παίζουν παιγνίδια εναντίον της γειτονικής χώρας .

Έτσι με την επιστολή που έχει στείλει η Βουλγαρική κυβέρνηση από τον Αύγουστο στις Βρυξέλλες έχει θέσει φρένο στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας απαιτώντας ουσιαστικά να παραδεχθούν τα Σκόπια ότι «ιστορικά και γλωσσικά αποτελούν τμήμα της Βουλγαρίας»

Και προφανώς αυτός ο βουλγαρικός εθνικισμός αφορά και την Ελλάδα καθώς αναβιώνει τους μεγαλοϊδεατισμούς της Σόφιας, τους οποίους έχει πληρώσει η Ελλάδα και για δεκαετίες βρέθηκε στο στόχαστρο τους..

Το Βουλγαρικό κείμενο τιτλοφορείται «Επεξηγηματικό μνημόνιο για τις σχέσεις της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας σε σχέση με τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, σύνδεσης και σταθεροποίησης»(πηγή: DW) περιλαμβάνει ιστορικές αναφορές που καταδεικνύουν σύμφωνα με τους συντάκτες του ότι «εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις, έγιναν στη Βόρεια Μακεδονία τη δεκαετία του 70 μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Και επισημαίνει ότι «Η διαδικασία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας προσφέρει μια πραγματική ευκαιρία στην ηγεσία της να σπάσει τους δεσμούς με την ιδεολογική κληρονομιά και τις πρακτικές της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Η διαδικασία διεύρυνσης δεν θα πρέπει να νομιμοποιήσει τις εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις προηγούμενων αυταρχικών καθεστώτων», με αναφορά στην γνωστή βουλγαρική θέση ότι το καθεστώς Τίτο επέβαλε τεχνητά την «μακεδονική» ταυτότητα και γλώσσα.

Το 2017 η τότε «ΠΓΔΜ» και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμφωνία φιλίας που προέβλεπε και την σύσταση επιτροπών για την εξέταση των ιστορικών θεμάτων και των αναφορών σε βιβλία(όπως προβλέπεται και στην Συμφωνία των Πρεσπών),η οποία επιτροπή όμως δεν κατόρθωσε να καταλήξει σε αποφάσεις καθώς οι επιδιώξεις της Βουλγαρίας δεν γίνονται αποδέκτες από τα Σκόπια.

Έτσι δημιουργείται μια νέα «παράλογη» για τους Ευρωπαίους διαφορά στα Βαλκάνια για την οποία ευθύνη έχει και η Συμφωνία των Πρεσπών η οποία χάιδεψε τον «μακεδονισμό» και άφησε ανοικτούς λογαριασμούς για τα θέματα ταυτοτήτων στα Βαλκάνια.

Το θέμα αναγνώρισης της Αυτοκεφαλίας της σχισματικής «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας» θέτουν ο πρόεδρος και πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, ανοίγοντας ένα σοβαρό ζήτημα στην εσωτερική τάξη της ορθοδοξίας και φέρνοντας σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

«Σεβόμαστε οτιδήποτε έχει θεσπιστεί με διεθνείς συμφωνίες και παράδοση. Αλλά ζητούμε η Εκκλησία μας να είναι ελεύθερη εντός των συνόρων της χώρας μας και να είναι ισότιμη με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες του κόσμου» και ζητούμε την «ανεξαρτησία της, την οποία ονειρευόμαστε έναν αιώνα» αναφέρει στην επιστολή του ο Ζ. Ζαεφ ζητώντας από τον κ.κ. Βαρθολομαίο να υπογράψει την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας.

Προκαλεί εντύπωση βεβαίως το γεγονός ότι ο κ. Ζάεφ αναφέρεται στην αναγνώριση της «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας - Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας» ενώ ο επικεφαλής της σχισματικής εκκλησίας κ. Στέφανος στην επιστολή που υπό πίεση είχε στείλει στον Οικουμενικό Πατριάρχη (προκειμένου να αποφύγει η σκοπιανή πλευρά να συμπεριληφθεί δέσμευση για την αλλαγή ονομασίας της Εκκλησίας, στην συμφωνία των Πρεσπών ) είχε ζητήσει την αναγνώριση του Αυτοκέφαλου με νέα ονομασία «Εκκλησία της Αχρίδας» χωρίς καμία αναφορά σε «μακεδονική»

Όμως πέραν αυτής της παραμέτρου, το αίτημα των Σκοπίων φέρνει σε δύσκολη θέση τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βεβαίως αναγνώρισε την Αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας, επιλογή με γεωπολιτικές διαστάσεις, που προκάλεσε το ρήγμα στο εσωτερικό του Ορθόδοξου κόσμου και τώρα καλείται να λάβει μια αντίστοιχη απόφαση η οποία θα διευρύνει το ρήγμα, καθώς θα προκαλέσει την αντίδραση του Πατριαρχείου Σερβίας και αμφισβήτηση της Πρωτοκαθεδρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εξάλλου την κηδεμονία της Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας είχε σπεύσει να διεκδικήσει και το Βουλγαρικό Πατριαρχείο…
Πηγή Λιμπεράλ

Ο Κίρο Γκλιγκοροφ επιλέγει τη ¨Μακεδονική" εθνική ταυτότητα...

 Ο Κίρο Γκλιγκόροφ ήταν ο άνθρωπος που βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας, των Σκοπίων, από το 1990 έως το 1995. 

Σκόπια 1974.



Πέτυχε την αναίμακτη απόσχιση της ΠΓΔΜ από την ΟΔΓ, καθώς το Βελιγράδι συνεργάστηκε και σεβόμενο την απόφαση του δημοψηφίσματος του 1990 απέσυρε τα Ομοσπονδιακά Γιουγκοσλαβικά στρατεύματα. 

Στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή ήταν άμεσο προϊόν της επικέντρωσης του σερβικού ενδιαφέροντος στο πεδίο μαχών της Βοσνίας και το μικρό ενδιαφέρον για το κρατίδιο του νότου, το οποίο θεωρείτο θνησιγενές. 

Το υψηλό ποσοστό μειονοτήτων και οι βλέψεις της Βουλγαρίας στο νεοσύστατο κράτος, ανάγκασε την κυβέρνηση Γκλιγκόροφ να πραγματοποιήσει την περιβόητη φυγή προς τα εμπρός, επενδύοντας στη διαφύλαξη και προβολή της «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας και την προσπάθεια σύνδεσης της μακεδονικής ιστορίας με το «μακεδονικό» έθνος και το διαχωρισμό του από Βούλγαρους (κατά κύριο λόγο) και Σέρβους. 

Ταυτόχρονα, η προσπάθεια οικειοποίησης συμβόλων της Μακεδονικής αρχαιότητας, η αξίωση αναγνώρισης «μακεδονικού έθνους» και γλώσσας και φυσικά οι αλυτρωτικές αναφορές στο πρώτο Σύνταγμα της χώρας, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Ελλάδας. Η Αθήνα απαίτησε από τα Σκόπια την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας», τη διαγραφή του αστεριού της Βεργίνας από τα εθνικά σύμβολα του κράτους και την άμεση απόσυρση των αναφορών σε αλλαγή των συνόρων, καθώς σε χάρτες που έκαναν την εμφάνισή τους και απεικόνιζαν τη «Μεγάλη Μακεδονία» περιλαμβανόταν ελληνικά εδάφη. 



Πηγή:

Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας- ΠΓΔΜ: Η ανάδειξη της επικρατούσας Θεωρίας Διεθνών σχέσεων μέσα από την αξιολόγηση και οριοθέτηση του αντίκτυπου των οικονομικών διαδράσεων μεταξύ των δύο χωρών. 

Ορέστης Φοίβος Πιτσάβας 

Δείτε εδώ τι λεει πρωην υπουργός εθνικής Άμυνας της Κύπρου για τον Ελληνισμό των Σκοπίων.

 Ο αείμνηστος πρώην υπουργός Αμυνας της Κύπρου Τάσος Μητσόπουλος αποκάλυψε στις 17/7/2008 στη «ΣΗΜΕΡΙΝΗ» της Λευκωσίας τα εξής:

«Την περίοδο 1989-1993, όταν υπηρετούσα ως ειδικός σύμβουλος στο Ελληνικό ΥΠΕΞ, είχα λάβει ρητές οδηγίες από την προϊσταμένη μου υφυπουργό Βιργινία Τσουδερού να ασχοληθώ με το θέμα της Ελληνικής μειονότητας στα Σκόπια. Εχοντας πολύτιμους συμπαραστάτες στην αποστολή μου αυτή επιφανείς καθηγητές και επιστήμονες, αλλά και θερμούς και συνετούς πατριώτες, ταξίδεψα αρκετές φορές στην ΠΓΔΜ και κυρίως στην περιοχή του Μοναστηρίου.





Ηρθα σε επαφή, λαμβάνοντας πάντα τις σχετικές προφυλάξεις, με δεκάδες Ελληνες των Σκοπίων, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια και πόνο ψυχής μού εξιστορούσαν τις διώξεις που υπέστησαν, την αφόρητη πνευματική τρομοκρατία που γνώρισαν προκειμένου να απαρνηθούν τις ρίζες, την ταυτότητα, την πίστη τους και να γίνουν δηλωσίες· να αποδεχθούν δηλαδή ότι δεν υπήρξαν ποτέ Ελληνες αλλά Σλαβομακεδόνες. Συγκέντρωσα υλικό που κατέγραφε τη συστηματική προσπάθεια αλλοίωσης των φυλετικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών των Ελλήνων μειονοτικών...!!! 

Πίσω από κάθε μικρή ή μεγάλη ιστορία κρύβονταν απίστευτες προσωπικές περιπέτειες και ανείπωτες δοκιμασίες, που γράφτηκαν με πολύ πόνο, αίμα και δάκρυ. Οικογένειες που ξεκληρίστηκαν, άνδρες που βιαίως εκτοπίστηκαν, ονόματα που εκσλαβίστηκαν, ακόμη και κοιμητήρια ολόκληρα που ισοπεδώθηκαν...Και όλα τούτα, σε μια προσπάθεια να εμπεδωθεί παντί τρόπω η θέση ότι οι Μακεδόνες είναι Σλάβοι και όχι Ελληνες»...!!!

Βίντεο από περιπλάνηση στα βλαχόφωνα χωριά των Σκοπίων


'Έχουμε ουκ ολίγες φορές αναφερθεί από εδώ στον Ελληνισμό των Σκοπίων. Ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής μη αναγνωρισμένης μειονότητας στα Σκόπια αποτελούν οι Βλαχόφωνοι.


Αξίζει να παρακολουθήσετε τα ανωτέρω αποσπάσματα (περίπου 5 λεπτών) από την περιπλάνηση του κου Ι.Ν. Μέρτζου (πρόεδρος της εταιρίας μακεδονικών σπουδών 2006-2015) σε βλαχόφωνα χωριά.

Μία ηλικιωμένη βλάχα στα 58" παραδέχεται την ελληνική καταγωγή της απαντώντας "βλάχα Γκρέκα" 

Το όνομα Παπαδόπουλος έγινε Ποπώφ από τους Βούλγαρους και μετά Πόποβιτς από τους Σκοπιανούς...

Σε τάφο βλέπουμε το όνομα Καλυψο Γκλιγκόροβα=Καλυψώ Γρηγορίου επίτηδες όπως σημειώνεται έβαζαν αρχαία ελληνικά ονόματα για να τονίσουν την καταγωγή τους.

Η αποτροπή της πρόωρης βουλγαροποίησης εκτεταμένων περιοχών βόρεια των συνόρων μας εξαιτίας της καταλυτικής παρουσίας της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας.

Η ΊΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΑΣ ΑΠΟΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΠΡΟΩΡΗ ΒΟΥΛΓΑΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΤΟΝ 10ο ΑΙΩΝΑ.



Η περιοχή της Αχρίδος κατά τη βυζαντινή περίοδο παρουσιάζει εκτεταμένη Ελληνική πολιτιστική παρουσία με πλήθος σωζόμενων μνημείων τέχνης.
 Οι σλαβικές επιδρομές που πραγματοποιούνταν κατά τον 9ο αιώνα στην ευρύτερη περιοχή αποτελούσαν παράγοντα ανάσχεσης της πολιτιστικής προόδου. Το σλάβικο στοιχείο παρέμενε απολίτιστο στερούμενο αλφαβήτου. Όσον αφορά τους εγκατεστημένους Σλάβους στην περιοχή η άγνοια της ελληνικής γλώσσας τους εμπόδιζε να εκπολιτιστουν.

Το κενό κάλυψαν οι Θεσσαλονικείς μοναχοί Κύριλλος και Μεθόδιος, οι οποίοι επιχείρησαν να εκπολιτίσουν τους Σλάβους με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού και την επινόηση του σλαβικού αλφαβήτου. Μετά το θάνατο του Μεθόδιου το 887 ο γερμανικός κλήρος κατέστρεψε το έργο των Ελλήνων ιεραποστόλων.

                               

 Κατόπιν και ενώ η ορθοδοξία είχε εδραιωθεί στη Βουλγαρία,  οι μοναχοί Ναούμ και Κλήμης εστάλησαν από το Βούλγαρο βασιλιά Βόρη στην περιοχή της Αχρίδος με σκοπό τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη ενός σλαβικού πολιτισμού για πρώτη φορά στην περιοχή. Ήταν η εποχή κατά την οποία είχε ατονήσει η ελληνική πολιτιστική δραστηριότητα.

Η περιοχή της Αχρίδος όμως αποτελούσε περιοχή υπό επανάκτηση για το Βυζάντιο και έτσι ο Ιωάννης Τσιμισκής κατέλυσε το πρώτο βουλγαρικό κράτος το 971, ενώ ταυτόχρονα διέλυσε την αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία.
Στην Αχρίδα όπως και στις Πρέσπες τότε ιδρύθηκε μία Αρχιεπισκοπή από τον αμφιβόλου εθνικότητας Σαμουήλ, ο οποίος εκ νέου ίδρυσε ένα βουλγάρικο κράτος, συνέχεια όπως ανακήρυξε ο ίδιος του 1ου βουλγάρικου κράτους. Επρόκειτο για ένα κράτος πολυεθνικό με πολυπληθείς όμως Έλληνες. Ταυτόχρονα ο Σαμουήλ έφερε στις περιοχές  αυτές συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς από την περιοχή της Λάρισας.

Η απόχρωση της γλώσσας του νεοσύστατου κράτους ήταν αμφίβολο εάν ήταν σλάβικη, ή βουλγάρικη ή εάν τελικά ήταν ελληνική. Πάντως επιγραφές και χαράγματα στον ελληνικό ναό του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών (σημειωτέον ότι υπήρξε η εκκλησιαστική καθέδρα του κράτους) καθώς και οι επιγραφές στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν ελληνικές. Έτσι λοιπόν εάν ο επίσημος χαρακτήρας του κράτους ήταν βουλγάρικος δε δικαιολογείται η ελληνική επιγραφή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.



 Ένα είναι σίγουρο, αν δε μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε για ελληνικό χαρακτήρα του κράτους του Σαμουήλ, ότι τα βασικά στρώματα του κράτους ήταν τρία: το ελληνόφωνο, το σλαβόφωνο και το πρώτο-βουλγάρικο.
Στη  σύνθεση του πληθυσμού προστίθενται και Ιλλυριοι καθώς και Βλάχοι. Ο Σαμουήλ προκειμένου να νομιμοποιήσει το κράτος του ως συνέχεια του βουλγάρικου τους παρουσίαζε όλους Βούλγαρου συμπεριλαμβανομένου και των Ιλλυρίων και των Βλάχων.
Υπό αυτό το πρίσμα ιδρύθηκε η Αρχιεπισκοπή.

Το 1018 όμως ηττήθηκε από τον Βουλγαροκτόνο ο Ιωάννης Βλαδισλάβος, τελευταίος υπερασπιστής του βουλγάρικου κράτους του Σαμουήλ. Επομένως η βυζαντινή κυριαρχία και διοίκηση αποκαταστάθηκε σε όλη την εμβέλεια της τέως βουλγάρικης επικράτειας. 



 Τότε ο βυζαντινός αυτοκράτορας θα αποφασίσει την ίδρυση της αρχιεπισκοπής Αχρίδας. 
Ο Bασίλειος θα ετοιμάσει την επικράτεια του τέως βουλγάρικου κράτους του Σαμουήλ ως Βουλγαρία, προκειμένου να κατευνάσει τα αρνητικά συναισθήματα των Σλάβων. Δημιούργησε έτσι ένα χώρο στον οποίο στον οποίο θα περιλαμβάνονταν όλοι,
 1) Επήλυδες, 
2) Σλάβοι, 
3) Εκσλαβισθέντες 
4) Πρωτοβούλγαροι, 
5) Ιθαγενείς Έλληνες, 
6) Νεοφερμένοι Έλληνες (λ.χ. Από τη Θεσσαλία) κλπ.

O βυζαντινός αυτοκράτορας ίδρυσε λοιπόν την αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας με έδρα την Αχρίδα και μ’αυτόν τον τρόπο υποκατέστησε την προηγούμενη κατάσταση (βουλγάρικη εξουσία-βουλγάρικου κράτους) με την εκκλησιαστική εξουσία που θα λογοδοτούσε στον αυτοκράτορα. Επιπρόσθετα κράτησε και τους αξιωματούχους του Σαμουήλ που δήλωσαν υποταγή σ’ αυτόν.

ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος


 Έτσι λοιπόν ο Βασίλειος με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας πέτυχε τα εξής:
Την εύκολη και άμεση υπαγωγή της Βουλγαρίας στην άμεση εξουσία του αυτοκράτορα.
Τον κατευνασμό των συναισθημάτων των Βουλγάρων για την κατάλυση του βουλγαρικού κράτους, καθώς και την ενδεχόμενη ίσως εκδήλωση αποσχιστικών ή επαναστατικών τάσεων.
Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της περιοχής που ονομάστηκε Βουλγαρία (ήταν πλέον αναπόφευκτος εξαιτίας της πληθυσμιακής υπεροχής του σλαβικού στοιχείου) απέτρεψε στην περίπτωση αυτή την πρόωρη πλήρη βουλγαροποίηση της περιοχής μέσω του εκσλαβισμού των Ελλήνων, καθώς το τέως βουλγάρικο αυτοδιοίκητο αντίκαταστάθηκε από την εκκλησιαστική και υπαγόμενη απευθείας στον αυτοκράτορα εξουσία.

Πρώτος αρχιεπίσκοπος ανέλαβε ο Ιωάννης (επρόκειτο μάλλον για Σλάβο), ενώ πρώτος Έλληνας αρχιεπίσκοπος ήταν μάλλον ο Λέων (διάδοχος του Ιωάννη). Γενικότερα οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδας ήταν στην πλειονότητα τους Έλληνες, υψηλής μόρφωσης και στάθμης.

Η επισκοπή καταργήθηκε το 1767 και υπήχθει στη  δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, τελευταίος αρχιεπίσκοπος ήταν ένας αγράμματος Σλάβος, ο Αρσένιος.


(το υλικό αντλήθηκε από την εργασία του κου Ταχιάου σχετικά με την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας)

ΠΑΝΤΩΣ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΕΘΕΙ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΡΗΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ  “ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ” ΚΑΙ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΕΠΙΣΗΣ “ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ” Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΥΤΗ (ΑΦΟΥ  ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΞΗ ΣΛΑΒΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΩΝ ΦΥΛΛΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 6ο ΑΙΩΝΑ). ΟΜΙΛΟΥΜΕ ΓΙΑ ΣΛΑΒΟΥΣ, ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ, ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΠΉΛΥΔΕΣ ΚΛΠ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ “ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ” ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΝΟΤΑΤΗ ΕΑΝ ΟΧΙ ΚΥΡΙΑΡΧΗ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ. ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΟΜΩΣ ΠΟΥΘΕΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ.

Το Μοναστήρι στα τέλη του 19ου αιώνα.

Το Μοναστήρι στις αρχές του αιώνα μας ήταν η δεύτερη, μετά τη Θεσσαλονίκη,
πόλη της Μακεδονίας με 40.000 κατοίκους.
Η ελληνική κοινότητα διατηρούσε 17 σχολεία κι ένα νοσοκομείο.



Η πόλη πρωτοαναφέρεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς γύρω στον 10ο αιώνα με το όνομα «Βουτέλιον». Έτσι (Βιτώλια), την ονόμαζαν και οι Έλληνες κάτοικοί της, μέχρι που αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν.
 Το προσφυγικό ρεύμα προς την Ελλάδα άρχισε από το 1912, όταν η περιοχή περιήλθε στην κατοχή των Σέρβων.

Από το βιβλίο του Νίκου Νικητίδη "Η προσφυγιά των Ελλήνων

Έλληνες βλαχόφωνοι του Μοναστηρίου αντιδρούν στην προσπάθεια βουλγαροποίησης τους το 1903 (απόσπασμα από υπόμνημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις).

Το 1903 κορυφωνόταν η βουλγαρική προσπάθεια αφομοίωσης των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής των Σκοπίων.

Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο του ίδιου έτους είχε συντελεστεί η ψευτο-εξέγερση του Ίλιντεν.

Οι Έλληνες βλαχόφωνοι του Μοναστηριού αντέδρασαν συντάσσοντας υπόμνημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις απόσπασμα του οποίου σημείωνε τα εξής:

“…λαλούμεν  ελληνιστί,  βουλγαριστί,  βλαχιστί,  αλβανιστί,  αλλ’  ουδέν  ήττον  εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο”.

Ήταν η εποχή που οι Βούλγαροι είχαν το πάνω χέρι σε λίγο θα συνέβαινε η έκρηξη του Μακεδονικού Αγώνα και η κατάσταση θα ισορροπούσε.

Με πείσμα λοιπόν οι Έλληνες βλαχόφωνοι αρνούνταν να βουλγαροποιηθούν...


Σχετικά με τον Ελληνισμό των Σκοπίων...

Ο γνωστός ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος σημειώνει σχετικά με τον Ελληνισμό των Σκοπίων:


«... Οι Έλληνες των Σκοπίων, του Κρουσόβου, του Περλεπέ, του Μοναστηρίου κ.λπ.., άρχισαν να διαρρέουν στα χωριά και στις πό-λεις της ελληνικής Μακεδονίας, προ πάντων στη Θεσσαλονίκη, όπου με συλλόγους συντηρούν ακόμη ως σήμερα τις αναμνήσεις, τα ήθη και έθιμα των μακρινών πατρίδων τους. Όσοι έμειναν με την θέλησή τους είτε στη Βουλγαρία είτε στη Γιουγκοσλαβία αφομοιώνονται βαθμιαία με το περιβάλλον». («Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985», εκδ. 1988).


Σύμφωνα με τη διατύπωση του μεγάλου σύγχρονου Έλληνα ιστορικού είναι γεγονός ότι στη Βουλγαρία και στα Σκόπια υπάρχουν Έλληνες, οι οποίοι παρέμειναν μετά το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των βαλκανικών κρατών και ειδικά μετά τους βαλκανικούς πολέμους...

Οι ελληνικοί πληθυσμοί βρίσκονται στο έλεος των εν λόγω κρατών και όπως είναι φυσικό σταδιακά αφομοιώνονται από αυτά καιτοι ελληνογενείς, ενώ δε λείπουν και τα φαινόμενα γενιτσαρισμού καθώς πολλοί αφομοιωμένοι στρέφονται εις βάρος των Ελλήνων με ιδιαίτερο μένος...


Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΣΗΜΕΡΑ.

Στη χώρα μας κυριαρχεί η λογική του παραλόγου, αντί να συζητάμε την ύπαρξη Ελληνικής μειονότητας στα Σκόπια (λογική) αναλωνόμαστε στο να επιχειρηματολογούμε (κατά ως συνήθως) για την ανύπαρκτη "Μακεδονική'' μειονότητα της βόρειας Ελλάδας (παραλογισμός).








Τα στοιχεία που θα σας παραθέσω δεν προέρχονται από κάποια περιθωριακή πηγή του διαδικτύου ή από κάποιον τηλεπαρουσιαστή-πλασιέ βιβλίων, στερούμενα παντελώς επιστημονικού κύρους (σύγχρονος σκοταδισμός), αλλά από τον Δεύτερο Τόμο του Ελληνισμού της Διασποράς (Ο Ελληνισμός της Διασποράς στην Ευρώπη, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003) και πιο συγκεκριμένα στις σελίδες 227-228 (δημογραφικά στοιχεία για τον ελληνισμό στη ΠΓΔΜ , παράγραφος 7.4.3) του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, υλικό το οποίο διδάσκεται στην ενότητα ΕΛΠ 43 (Ελληνισμός της Διασποράς) στη σχολή του Ελληνικού Πολιτισμού (σχολή στην οποία είχα την τύχη να φοιτήσω).

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή
:

Σίγουρα στη χώρα μας υπάρχουν κάποιες εκατοντάδες ελληνόφωνων με σλάβικη συνείδηση συγκεντρωμένοι κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας. Πρόκειται κατά βάση για παραπλανημένους Έλληνες οι οποίοι χρήζουν επιμελημένης διαφώτισης (και όχι διώξεων) από το Ελληνικό έθνος και κράτος προκειμένου να επανέλθουν στον Ελληνισμό. Φυσικά υπάρχουν και πείσμονες σλάβικης καταγωγής πράκτορες που ασκούν ανθελληνική προπαγάνδα με τους οποίους θα πρέπει να ασχολούνται (όπως και ασχολούνται) εξειδικευμένες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους προκειμένου να αντιμετωπιστούν. Το παρόν άρθρο όμως δεν προτίθεται να ασχοληθεί με την κατάσταση των σλάβικης συνείδησης  λιγοστών ελληνόφωνων που διαβιούν νοτίως  των συνόρων με τα Σκόπια αλλά με τους δεκάδες χιλιάδες ελληνικής συνείδησης που κατοικούν βορείως της μεθοριακής γραμμής.

Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα διδάσκονται στους φοιτητές του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου το 1941 (αρχικά) στην απογραφή που πραγματοποιήθηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής, διαπιστώθηκε ότι το 12% του τότε πληθυσμού (περίπου 100.000) άνθρωποι δήλωσαν Έλληνες και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Στο ξεκίνημα λοιπόν της γερμανικής κατοχής στην περιοχή, η οποία θα εξελίσσονταν σε βουλγάρικη 100000 δήλωναν Έλληνες. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΉ ΑΥΤΉ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΣΤΟΙΧΕΊΟ ΉΤΑΝ ΗΤΤΗΜΈΝΟ. Ήταν δηλαδή στο στρατόπεδο των ηττημένων του ΄Β παγκοσμίου πολέμου, και όχι μόνο αυτό αλλά επέκειτο και βουλγάρικη κατοχή με ότι αυτό θα σήμαινε (ήταν νωπές οι μνήμες της βουλγάρικης πολιτικής στη Μακεδονία κατά τους βαλκανικούς πολέμους και κατά τη διάρκεια του Ά παγκόσμιου πολέμου καθώς πολλοί ακόμη ήταν εν ζωή).  Οι Έλληνες λοιπόν της περιοχής (σλαβόφωνοι και ελληνόφωνοι) θα βρουν το σθένος να δηλώσουν την καταγωγή τους μέσα σ' αυτές τις συνθήκες.



Στο σημείο αυτό θα προκύψει όμως και μία εύλογη απορία η οποία σίγουρα αποτελεί και ρητορική ερώτηση  σε όλους ( η οποία θα προκύπτει από δω και πέρα σε κάθε βήμα-τμήμα του άρθρου) καθώς η απάντηση είναι αυτονόητη... Δεν υπήρξαν και αρκετοί Έλληνες φοβούμενοι τα αντίποινα ή την κακή ενδεχομένως και σύμφωνα με την εμπειρία του παρελθόντος μεταχείριση καθώς ήταν και εντελώς απροστάτευτοι στη συγκεκριμένη συγκυρία που έκρυψαν την καταγωγή τους;  Δεν αποτελεί όμως  αντικείμενο έρευνας αυτό επί του παρόντος .




Το 1951 θα απογραφεί εκ νέου ο Ελληνισμός της περιοχής και ανεπίσημα ο αριθμός των Ελλήνων θα ανέβει στις 160.000 (τα στοιχεία που μας παραθέτει το Ε.Α.Π.είναι πιο αναλυτικά 100.000 Βλάχοι, 25.000 γηγενείς, 3.000 Σαρακατσάνοι και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες). Το πολιτικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας είναι πια κομουνιστικό, ανελεύθερο δηλαδή, και επιχειρείται κρατική προσπάθεια "μακεδονοποίησης" του πληθυσμού. Παρόλα αυτά 24.000 περίπου από αυτούς δηλώνουν και πάλι με σθένος μη Μακεδόνες. Το ρητορικό ερώτημα της προηγούμενης παραγράφου τίθεται και σ'αυτό το
σημείο.

Τελευταία στοιχεία που θα μας παραθέσει το Ε.Α.Π. θα αφορούν την απογραφή του 1991 η οποία και δεν θα κοινοποιηθεί από τις Αρχές της ΠΓΔΜ πλήρως για ευνόητους φυσικά λόγους.  Πληροφορίες ωστόσο που δημοσιεύτηκαν στο τύπο ανέφεραν ότι το 12 με 18% του πληθυσμού δήλωσε ότι έχει Ελληνική εθνική συνείδηση (Αγγελόπουλος, 1992, σ. 202-204) σε απογραφικά δελτία ή δημοσκοπίσεις. Η εκτίμηση όπως αναφέρει και η ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ για τον αριθμό των Ελλήνων  είναι 250.000 . Όλα αυτά και πάλι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και ο σκοτεινός αριθμός των Ελλήνων, αυτών δηλαδή των οποίων για διάφορους λόγους (συμφέρον, φόβος αντιποίνων κλπ) δεν δηλώνουν την Ελληνική τους καταγωγή.

Ενδεικτικό της επικρατούσας κατάστασης θα αποτελέσει και η δήλωση (ανεπίσημη και φραστική) του πρώην προέδρου των Σκοπίων Κ. Γκλιγκόρωφ ότι η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στη Χώρα του ανέρχεται σε 100.000 ανθρώπους (Βακαλόπουλος 1998β, σ 215).

Παρακάτω την παράγραφο 7.4.4 του ίδιου εγχειρήματος (σελ. 228) το ΕΑΠ μας πληροφορεί για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες των Σκοπίων (επίσημη αναγνώριση, δυνατότητα χρήσης της ελληνικής γλώσσας στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, εκπαίδευση των παιδιών κλπ). Όλα αυτά δηλαδή που απολαμβάνει κάθε αναγνωρισμένη μειονότητα στην Ευρώπη (Γαρούφας 1992). Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ακόμη και τα κρούσματα βιαιοπραγίας που ασκούνται από σκοπιανές εθνικιστικές  ομάδες. Όλα αυτά όμως θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας στο μέλλον από εμάς.



Η προσέγγιση μας στο φαινόμενο της λογικής του παραλόγου κλείνει προσωρινά εδώ. Η Πολιτισμική Διαδρομή όμως θα επανέλθει σύντομα στο θέμα.






Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...