Οι διαφορές "Μακεδονικες" ταυτότητες.

 Το Μακεδονικό ζήτημα άλλαξε μορφή στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως αφότου η Κομινφόρμ, το 1948 απέπεμψε τον Τίτο, ο οποίος ανησύχησε από ενδεχόμενη αναβίωση του παλαιού σχεδίου της Κομιντέρν για την ίδρυση Μακεδονικής Ομοσπονδίας προσδεμένης στη Βουλγαρία.



 Η σοβιετική πίεση εναντίον του μάλλον επίσπευσε τη δημιουργία «μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας» μέσα στα όρια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Την ίδια περίοδο, στα Σκόπια ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας, με σκοπό τη συλλογή αρχείων και την καταγραφή Τη δεκαετία του 1950 οι τριβές στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές αναφορές της πρώτης στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στη δυτική Μακεδονία. Στην ελληνική πολιτική κυριάρχησε η άποψη ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι οι 42.000 κάτοικοι (1952) που μιλούσαν εκτός της ελληνικής γλώσσας και ένα σλαβικό ιδίωμα, (μίγμα ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών λέξεων χωρίς γραμματική) ήταν πλήρως αφομοιωμένοι Έλληνες.

Αναφορικά με τη «μακεδονική γλώσσα», η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ήταν ότι η οργάνωση και οι γλώσσες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας αποτελούσαν εσωτερικό της ζήτημα. Το καλοκαίρι του 1960 ο σκοπιανός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για τα προσκόμματα που έφερναν οι τοπικοί άρχοντες της δυτικής Μακεδονίας στους Σλαβομακεδόνες να μιλούν τη σλαβική τους διάλεκτο.

Τη δεκαετία του 1960, η Γιουγκοσλαβία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Ταυτόχρονα ηγήθηκε της κίνησης των Αδεσμεύτων Κρατών, ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας στο Κυπριακό ζήτημα. Η διεθνής της θέση επέτρεπε στη Γιουγκοσλαβία να παρέχει ενεργό στήριξη στις σλαβομακεδονικές οργανώσεις, εγκαινιάζοντας έτσι την προβολή της σλαβομακεδονικής εκδοχής για τη Μακεδονία στο διεθνή διπλωματικό χώρο. 

Ωστόσο, η ελληνική πολιτική έδινε μικρότερη σημασία στο θέμα αυτό τότε και πολύ μεγαλύτερη στο ότι η Γιουγκοσλαβία συνέβαλλε αποφασιστικά στη διασφάλιση ψήφων από χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε.63 Τοβεβαρημένο ιστορικό του «Μακεδονικού» και η συνακόλουθη ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας το 1962 μεταξύ Ελλάδας– Γιουγκοσλαβίας, η οποία προωθούσε τη μη ανακίνηση θεμάτων ικανών να βλάψουν τις διμερείς σχέσεις και την αντιμετώπισή των όποιων προστριβών με απευθείας συνεννόηση.

 Το 1967 ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», ιστορίας του «μακεδονικού έθνους».53 Η συγγραφή της πρώτης γραμματικής της «μακεδονικής γλώσσας» χρησιμοποίησε ως βάση τη βουλγαρική, με σερβικές προσμίξεις, προκειμένου να ξεχωρίσει και να καταστεί επίσημη γλώσσα του ομόσπονδου κράτους.Η Βουλγαρία, από το 1948 και μετά, παραμέρισε τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις στην ευρύτερη Μακεδονία δηλώνοντας δημοσίως ότι δεν υπάρχει μακεδονική εθνότητα, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι μια εκσερβισμένη βουλγαρική διάλεκτος, ότι στη Μακεδονία του Πιρίν κατοικούν Βούλγαροι και ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται σλαβική μειονότητα.56

Η ένταξη της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο., το 1952, προσέφερε εγγυήσεις για τα βόρεια σύνορά της, ενώ η ευπρόσδεκτη για τις Η.Π.Α. υπογραφή του τριμερούς Βαλκανικού 

Συμφώνου μεταξύ Άγκυρας, Αθήνας και Βελιγραδίου (1953-1954) έβαλε προσωρινά στο περιθώριο το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο Τίτο όμως, δεν παρέλειπε να το χρησιμοποιεί ως μέσο διπλωματικής πίεσης προς την Ελλάδα και κυρίως προς τη ΒουλγαρίαΤη δεκαετία του 1950 οι τριβές στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές αναφορές της πρώτης στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στη δυτική Μακεδονία. Στην ελληνική πολιτική κυριάρχησε η άποψη ότι δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι οι 42.000 κάτοικοι (1952) που μιλούσαν εκτός της ελληνικής γλώσσας και ένα σλαβικό ιδίωμα, (μίγμα ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών λέξεων χωρίς γραμματική) ήταν πλήρως αφομοιωμένοι Έλληνες.

Αναφορικά με τη «μακεδονική γλώσσα», η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ήταν ότι η οργάνωση και οι γλώσσες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας αποτελούσαν εσωτερικό της ζήτημα.60 Το καλοκαίρι του 1960 ο σκοπιανός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για τα προσκόμματα που έφερναν οι τοπικοί άρχοντες της δυτικής Μακεδονίας στους Σλαβομακεδόνες να μιλούν τη σλαβική τους διάλεκτο.

Τη δεκαετία του 1960, η Γιουγκοσλαβία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της με την Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Ταυτόχρονα ηγήθηκε της κίνησης των Αδεσμεύτων Κρατών, ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και το τριμερές Βαλκανικό. 

Σύμφωνο, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας στο Κυπριακό ζήτημα. Η διεθνής της θέση επέτρεπε στη Γιουγκοσλαβία να παρέχει ενεργό στήριξη στις σλαβομακεδονικές οργανώσεις, εγκαινιάζοντας έτσι την προβολή της σλαβομακεδονικής εκδοχής για τη Μακεδονία στο διεθνή διπλωματικό χώρο. Ωστόσο, η ελληνική πολιτική έδινε μικρότερη σημασία στο θέμα αυτό τότε και πολύ μεγαλύτερη στο ότι η Γιουγκοσλαβία συνέβαλλε αποφασιστικά στη διασφάλιση ψήφων από χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε. Τοβεβαρημένο ιστορικό του «Μακεδονικού» και η συνακόλουθη ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας το 1962 μεταξύ Ελλάδας– Γιουγκοσλαβίας, η οποία προωθούσε τη μη ανακίνηση θεμάτων ικανών να βλάψουν τις διμερείς σχέσεις και την αντιμετώπισή των όποιων προστριβών με απευθείας συνεννόηση.

 Το 1967 ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία»,παρότι δεν έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σλαβομακεδονικές εκκλησίες ιδρύθηκαν στις Η.Π.Α., στην Αυστραλία και στη Δυτική Γερμανία, όπου συνέβαλαν στην προβολή της «μακεδονικής ταυτότητας».

Επιπλέον, μέχρι το 1970 είχε αναγνωριστεί η Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών της Σ.Δ.Μ. από σαράντα ακαδημίες ξένων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις απάντησαν με την ενθάρρυνση της ανάπτυξης ενός δικτύου εσωτερικής επικοινωνίας μεταξύ του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠ.ΕΞ.) και φορέων ικανών να αντιπαρατεθούν ακαδημαϊκά με τη σκοπιανή προπαγάνδα. Το δίκτυο αυτό περιλάμβανε την Παμμακεδονική Ένωση, το Ιστορικό τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.), την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το περιοδικό Μακεδονική Ζωή.

Το Μακεδονικό ζήτημα αξιοποιήθηκε από τη Βρετανία για να αντισταθμίσει την ελληνική διαμαρτυρία στο Κυπριακό κατά τη δεκαετία του 1950, από την Ε.Σ.Σ.Δ. για τον έλεγχο του Βελιγραδίου και της Σόφιας, και από τις Η.Π.Α. για να στηριχθεί η ανεξαρτησία του Τίτο από την Ε.Σ.Σ.Δ.. Το καθεστώς των Συνταγματαρχών (1967-1974) δεν ανέλαβε πρωτοβουλίες στο συγκεκριμένο ζήτημα, εν μέρει και για να μην διαταράξει την προσέγγισή του με τα σοσιαλιστικά βαλκανικά κράτη.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κύριες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Κ.), η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και η διαβαλκανική συνεργασία. Ως πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προτίμησε να αποφύγει ευθεία ρήξη με την Γιουγκοσλαβία, αλλά ταυτόχρονα ενδυνάμωσε τα επιχειρήματα των διπλωματών αναδεικνύοντας την πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας και την ανάπτυξη ακαδημαϊκών μελετών. Θεωρούσε ότι, ακόμα και αν υπήρχε επιβουλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας, περνούσε μέσα από την υπονόμευση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελλήνων. 

Σε επίσημη επίσκεψη του στην Αθήνα το 1976, ο Τίτο υποστήριξε ότι το «Μακεδονικό αποτελεί κάποιο εμπόδιο στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, αλλά μπορούν όλα να λυθούν με αμοιβαία εμπιστοσύνη». Ηαπάντηση του Κ. Καραμανλή ήταν: «Για εμάς η λέξη «Μακεδονικό» αντιπροσωπεύει γεωγραφικό χώρο στον οποίο ζουν διαφορετικοί λαοί και όχι ένας λαός».

Κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ (1981-1989), οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις επιβαρύνθηκαν από την ανακίνηση του ζητήματος της «μακεδονικής μειονότητας». Κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στο Βελιγράδι, το 1982, η πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας Μίλκα Πλάνιτς, ενώ τόνισε τη σπουδαιότητα της Ελλάδας για την Γιουγκοσλαβία, υποστήριξε ότι οι «μειονότητες θα έπρεπε να αποτελούν γέφυρα συνεργασίας και όχι μήλον της Έριδος». Ο Α. Παπανδρέου αντέδρασε έντονα εκθέτοντας τις πάγιες ελληνικές θέσεις περί μη υπάρξεως μακεδονικού έθνους και μειονότητας. Οι συνεχείς προκλήσεις της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας στο Μακεδονικό ζήτημα είχαν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση χορήγησης αναβολής στράτευσης σε φοιτητές που φοιτούσαν σε ιδρύματα όπου διδάσκονταν «μη ευρέως γνωστές γλώσσες». Ουσιαστικά, η σκλήρυνση της στάσης του Α. Παπανδρέου συμπλήρωνε πολιτικά την επιδίωξη του Κ. Καραμανλή να «παγώσει» το Μακεδονικό ζήτημα.

Αξιοσημείωτη υπήρξε η δήλωση του Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. Χαρίλαου Φλωράκη στις 15 Σεπτεμβρίου 1988 στο περιοδικό «Μακεδονική ζωή»: «Για το κόμμα μας Μακεδονικό ζήτημα και μακεδονική μειονότητα δεν υπάρχει.


Πηγή:Το ζήτημα των Σκοπίων στους Διεθνείς Οργανισμούς, 1990-1995. Ελληνικές θέσεις, παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες. Βασίλειος Ι. Θώδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Βέβαιας κι φογάται (φοβάται) τη Στοφορίνα, του Γιάννη Γεωργιάδη. Θεατρική βραδιά.

   Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.   Τον περσυνό Ιούνιο έζησα μια πρωτόγνωρη εμπειρία: την παρακολούθηση μιας παράστασης ποντιακού θεάτρου. Αν...