Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο καπετάν Μητρούσης

 Ο Μητρούσης Γκογκολάκης, υπήρξε η κατ’εξοχήν ηρωϊκή φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιφέρεια των Σερρών. Καταγόταν από ένα χωριό κοντά στις Σέρρες με το όνομα Χομόνδος (σημερινό Μητρούσι), οι κάτοικοι του οποίου ήταν σλαβόφωνοι, πλην όμως γνήσιοι Ελληνομακεδόνες και καυχιόνταν για την ελληνική τους καταγωγή. Το αθλητικό του παράστημα η αδιαφιλονίκητη υπεροχή του ως παλαιστή και το εξαίρετο ήθος του , είχαν ως αποτέλεσμα ο Γκογκολάκης να χαίρει του θαυμασμού και της αγάπης των κατοίκων της περιοχής. Ο Μητρούσης συγκρότησε ένοπλη ομάδα και ανέπτυξε πλούσια δράση κατά των βουλγαρικών συμμοριών.




Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1906, ο αρχικομιτατζής Τάσκα, ο οποίος απέτυχε να προσελκύσει στις τάξεις του τον Γκογκολάκη με παροχές και υποσχέσεις, για να τον εκδικηθεί και να τον τρομοκρατήσει μπαίνει στο σπίτι του στο Χομόνδος και σφάζει τη γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους. Ο Μητρούσης μόλις πληροφορείται το γεγονός γίνεται έξαλλος και στρέφεται μαζί με συντρόφους του κατά του βουλγαρίζοντος χωριού Καρατζάκιοϊ (Μονοκλησιάς) όπου σύμφωνα με πληροφορίες κρύβονταν οι δολοφόνοι των δικών του. Εκεί σκοτώνουν γύρω στους 30 κομιτατζήδες (μέλη βουλγαρικών συμμοριών) και πριν φθάσουν τα τουρκικά αποσπάσματα πυρπολούν σπίτια και αποχωρούν.

Το εγχείρημα αυτό του Γκογκολάκη, προκάλεσε διαμαρτυρία και κάποια αναταραχή στο Κέντρο των Σερρών και προκειμένου να κοπάσει κάπως ο σάλος που δημιουργήθηκε, ο Μητρούσης αποστέλλεται στην Αθήνα, απ' όπου επανέρχεται μετά από δύο μήνες με δύο φίλους του συναγωνιστές από την ελεύθερη Ελλάδα και τίθεται αμέσως επικεφαλής Σώματος ανδρών, (στο οποίο, πλην των δύο αγαπητών του συντρόφων, του Ιωάννου Ούρδα και του Μιχαήλ Ουζούνη, προσκολλώνται ως υπαρχηγός του Σώματος, ο λοχίας Θεόδωρος Τουρλεντές από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας και ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο, με τους οποίους γνωρίστηκε στην Αθήνα. 

Τον Ιούλιο του 1907, πληροφορείται ο Γκογκολάκης ότι ο φονιάς της συζύγου και του παιδιού του, αφού διέφυγε κατά την επίθεση στο Καρατζάκιοϊ, κρύβεται στην πόλη των Σερρών. Αψηφώντας τους κίνδυνους, το απόγευμα της 13ης Ιουλίου φθάνει με τους τέσσερις γενναίους συναγωνιστές του στην πόλη των Σερρών (στη συνοικία Καμενίκια), και εγκαθίσταται στην οικία του ιερέα του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Σερρών, Παπαθανάση, όπου, όμως, γίνεται αντιληπτός από τον βουλγαρίζοντα Δίγκο και προδίδεται απ' αυτόν στις Τουρκικές Αρχές. Ευθύς αμέσως, η συνοικία που βρισκόταν ο Γκογκολάκης, δηλαδή τα Καμενίκια, πολιορκείται από ισχυρότατη τουρκική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από ολόκληρη την φρουρά των Σερρών και περίπου 500 άτακτους.

Το επόμενο πρωί, δηλαδή στις 14 Ιουλίου 1907, αρχίζει η επική και οπωσδήποτε άνιση από αριθμητικής πλευράς μάχη. Ο Μητρούσης με τα παλληκάρια του Γιάννη Ούρδα, Μιχάλη Ουζούνη, συγχωριανούς του, Θεόδωρο Τουρλεντέ και Νικόλαο Παναγιώτου, από την ελεύθερη Ελλάδα, καταλαμβάνει το παρακείμενο κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας.

Ο σκληρός και χωρίς ελπίδα αγώνας διαρκεί πέντε ώρες. Δύο από τα παλληκάρια του Μητρούση, ο Θεόδωρος Τουρλεντές και ο Μιχάλης Ουζούνης, πέφτουν ηρωϊκώς στο πλευρό του, ενώ οι άλλοι δύο, δηλαδή ο Νίκος Παναγιώτου και ο Ιωάννης Ούρδας, πολεμώντας στήθος με στήθος στην Ούρα του προαυλίου της εκκλησίας, τραυματισμένοι βαρύτατα, συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 1907 οδηγούνται στην αγχόνη, αφού προηγουμένως βασανίστηκαν απάνθρωπα

Ο Καπετάν Μητρούσης, μένοντας τελικά μόνος, συνεχίζει τον αγώνα αλύγιστος μέχρις ότου αντιλαμβάνεται ότι μόνον μία σφαίρα του είχε απομείνει. Θέλει να την πουλήσει και αυτήν ακριβά. Καλεί τον Διευθυντή της Αστυνομίας, προσποιούμενος ότι θέλει, δήθεν, να παραδοθεί και φυτεύει στον κρόταφο του ανύποπτου αυτού Τούρκου αξιωματούχου την τελευταία του σφαίρα, ενώ συγχρόνως για να μην συλληφθεί ζωντανός, βυθίζει το μαχαίρι του στα σπλάχνα του μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αντιπάλων του, δίνοντας έτσι τέλος στην ανεπανάληπτη αυτή εποποιία, η οποία θα παραμείνει για πάντα φωτεινό παράδειγμα και ορόσημο για να διδάσκει στους Έλληνες τις θυσίες των προγόνων μας για να παραμείνει η Μακεδονία μας ΕΛΛΗΝΙΚΗ.

Την επαύριο το σώμα του Μητρούση ετάφη πλησίον του τόπου της συμπλοκής. Η πόλις των Σερρών, ευγνωμονούσα έστησε την προτομή του ηρωικού τέκνου της Μητρούση Γκογκολάκη πλησίον του τόπου της θυσίας του.

Πηγή: dim-kat-mitrous.ser.sch.gr

Κώστας Γουμάτης

Ο Κωνσταντίνος και οι στρατιώτες.

 Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά προσηνής προς τους στρατιώτες, αλλά σκληρός προς τους αξιωματικούς που έκαναν κατάχρηση του αξιώματός τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση μιας σχεδόν 10ωρης πορείας στρατιωτικών μας μονάδων, που τις συνόδευε ο Στρατηλάτης και που είχαν «κορακιάσει» από την δίψα, χωρίς να συναντήσουν έστω και μια πηγή για να ξεδιψάσουν. Τα μεσάνυχτα βρέθηκε μια βρυσούλα στην πλαγιά του βουνού, που ωστόσο έσταζε ελάχιστα, με συνέπεια να δημιουργηθεί τεράστια ουρά. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε τον γιακά του μανδύα του και πλησίασε στο σκοτάδι την πηγή, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν ομαλά. Και έγινε έξω φρενών, όταν άκουσε έναν επιλοχία φορτωμένο παγούρια να φωνάζει άγρια στους στρατιώτες:

«Τραβηχτείτε από εκεί, ρε γαϊδούρια!».



Ολοι παραμέρισαν αλλά ένας πανύψηλος εύζωνας ρώτησε:

«Γιατί, κυρ-επιλοχία; Ιδώ έχουμι σειρά, δεν το βλέπ΄ς;».«Ισα ρε, κάνε στην μπάντα. Τα παγούρια είναι του λοχαγού. Ποιος σας λογαριάζει εσάς;».«Εγώ!» ακούστηκε σαν κεραυνός μια βροντερή και οργισμένη φωνή. Ηταν ο Στρατηλάτης που πλησίασε, άδραξε τον επιλοχία από τους ώμους και τον ταρακούνησε!

«Όπως άκουσες επιλοχία! Μπορεί άλλοι να μην λογαριάζουν τους στρατιώτες μου, αλλά τους λογαριάζω εγώ! Ποιος είναι ο λοχαγός σου; Τσακίσου να του πεις να έρθει γρήγορα εδώ!».

Ο επιλοχίας χαιρέτισε και έφυγε τρέχοντας, ενώ οι στρατιώτες κοίταζαν τον Κωνσταντίνο με ανοικτό το στόμα! Ο Στρατηλάτης τους χαμογέλασε:

«Γεμίστε τα παγούρια σας με την σειρά. Δεν θα σας ενοχλήσει κανένας άλλος».

Μερικές στιγμές αργότερα έστεκε κλαρίνο μπροστά του ο λοχαγός.

«Θα ήθελα να μάθω, αν εσύ έστειλες τον επιλοχία για νερό», ρώτησε αυστηρά ο Στρατηλάτης.

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Αλλά δεν ήξερα ότι…».

«Και πόσα παγούρια έχεις, κύριε λοχαγέ;».

Ο άλλος κόμπιασε, ξεροκατάπιες, αλλά όφειλε να απαντήσει:

«Εντεκα, Μεγαλειότατε».

Ο Κωνσταντίνος κόντεψε να εκραγεί!

«Εντεκα παγούρια και έχεις το θράσος να το λες; Ξέρεις πόσα έχουν οι στρατιώτες;».

«Ενα…»

«Και εγώ που είμαι Βασιλιάς πόσα έχω, ξέρεις;».

Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει.

«Με την δική σου λογική, αφού εσύ ο λοχαγός έχεις έντεκα, εγώ θα πρέπει να έχω εκατόν έντεκα, έτσι; Ε, λοιπόν, δεν έχω ούτε ένα και δεν έχω βάλει ούτε μια γουλιά νερό στο στόμα μου!».

Ο λοχαγός είχε γίνει κουρέλι στην κυριολεξία!

«Λοιπόν», βρυχήθηκε ο Κωνσταντίνος, «σε τιμωρώ με 10 ημέρες φυλάκιση, για να μάθεις πως στον πόλεμο που το νερό είναι λιγοστό, πρώτα πίνουν οι στρατιώτες, μετά οι υπαξιωματικοί, ύστερα οι αξιωματικοί και τελευταίος ο Βασιλιάς. Και στο μέλλον θα έχεις μόνο ένα παγούρι!».

Ωστόσο, την επόμενη ημέρα ο Κωνσταντίνος του χάρισε την ποινή και ο αξιωματικός πήρε το μάθημά του για όλη του την ζωή!

28 Ιουνίου 1913 Απελευθέρωση των Σερρών

Οι Βούλγαροι, μετά την συντριβή τους στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, είχαν εγκαταλείψει από τις 21 Ιουνίου τις Σέρρες, ενώ η 7η Μεραρχία, υπό τον Υπτγο Ναπολέοντα Σωτήλη, προήλαυνε ήδη για την απελευθέρωση της πόλης. Η απελευθέρωση καθυστέρησε λόγω καταστροφής των γεφυρών του Στρυμόνα που η επισκευή τους κράτησε μέχρι το πρωί της 28ης Ιουνίου. Τότε, η 7η ΜΠ μεραρχία προέλασε ξανά και εισήλθε στις Σέρρες. Η εικόνα ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους είχαν κάψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη Ελληνική συνοικία και την Ελληνική αγορά.



Ο Μέραρχος εξέδωσε αμέσως προκήρυξη, εξαγγέλοντας ότι «απελευθερώνει και καταλαμβάνει τας Σέρρας και προσκαλεί τους κατοίκους ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσης και θρησκεύματος, να επανέλθουν εις τας ειρηνικάς των ασχολίας» και έστειλε τηλεγράφημα στο ΓΣ, ζητώντας επειγόντως βοήθεια:

«Η πόλις των Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού.

Αστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας. Λεπτομερείας τηλεγραφήσω προσεχώς.»


Στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 29/6/1913 διαβάζουμε την είδηση:

«Σώμα προσκόπων υπό τον Ταγματάρχην κ. Μαζαράκην κατέλαβε τας Σέρρας κηρύξαν τον στρατιωτικόν νόμον. Ο Βουλγαρικός Στρατός αποχωρήσας εκ Σερρών εν πανικώ εγκατέλιπε τα πάντα μη προφθάσας να φονεύση άπαντας τους προκρίτους. Εκ των 70 προκηρυχθέντων ο Διευθυντής της Τραπέζης Ανατολής Σταμούλης, ο ιατρός Χρυσάφης και 20 άλλοι εσφάγησαν κατόπιν φρικωδών βασανιστηρίων. Ο Επίσκοπος Πολυανής και 30 πρόκριτοι Δοϊράνης, ους είχε παραλάβει ο Βουλγαρικός Στρατός ως ομήρους, δεν έφθασαν εις Σέρρας. Φαίνεται ότι εξηφανίσθησαν καθ΄ οδόν.»


Οι απειλές των Βουλγάρων, ότι θα έκαιγαν την πόλη αν αναγκάζονταν να φύγουν, είχαν πραγματοποιηθεί. Μετά την αποχώρησή τους στις 12 Ιουνίου, στις 25, ένα Βουλγαρικό απόσπασμα προσπάθησε να μπει ξανά στην πόλη, αλλά αποκρούστηκε από σώμα πολιτοφυλάκων. Η αντίσταση κράτησε ως τις 27 Ιουνίου. Τότε, έφτασαν ισχυρές Βουλγαρικές δυνάμεις με 4 πυροβόλα, που κατέλαβαν το ύψωμα δίπλα στην πόλη και το επόμενο πρωί, Παρασκευή 28 Ιουνίου, άρχισαν να την βομβαρδίζουν. Ταυτόχρονα, Κομιτατζήδες με επί κεφαλής Αξιωματικούς του Στρατού, μαζί με τον αρχι-Κομιτατζή Γιάγκωφ και τον Γραμματέα της Νομαρχίας Βούλκωφ, γύριζαν μέσα στην πόλη και έβαζαν φωτιά στα σπίτια με πετρέλαιο, βρίζοντας και φωνάζοντας «ούρα ούρα», ενώ άλλοι λεηλατούσαν σπίτια και μαγαζιά. Από την λεηλασία δεν γλύτωσε ούτε η κατοικία του Αυστριακού Προξένου Ζλάτκου και όσοι είχαν καταφύγει για να προσττευθούν σ’ αυτήν. Ενώ και ο ίδιος ο Ζλάτκος συνελήφθη όμηρος και για να ελευθερωθεί πλήρωσε 40 λίρες. Τα ίδια συνέβησαν και στην κατοικία του Ιταλού Προξένου.


Οι πρώτες οβίδες πέσανε στα κτίρια της Αμερικανικής Εταιρείας Καπνών, παρ’ όλο που είχε υψωθεί Αμερικανική σημαία. Τα αποθηκευμένα καπνά έπιασαν φωτιά και η ζημιά υπολογίστηκε σε πάνω από 1.000.000 δολλάρια. Ωστόσο, αν και οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και το Ελληνικό Νοσοκομέιο, την Εβραϊκή Συναγωγή, το Μέγαρο της Μητρόπολης και τόσα άλλα καταστήματα και κτίρια παραδόξως δεν πείραξαν το Διοικητήριο, το Τηλεγραφείο και τους Στρατώνες.


Ιδού πώς περιγράφει ο Αυστριακός Πρόξενος την αποχώρηση των Βουλγάρων, σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη:

«Ένα Βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα Ιππικού και Πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου). Αφού έπεσαν βόμβες σε διάφορα σημεία το Πεζικό μπήκε στην πόλη. Έσφαξαν πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς. Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαΐάς είναι πολυάριθμα. 2.000 περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην αποστολή βοήθειας.

Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι Στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου και μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου. Τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς. Είμαι με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.»


Τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής στις 1/7/1913, αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Πριν βάλουν φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγισαν ούτε ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οι οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου, Διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών και Αυστριακού υπηκόου, που κατοικούσε στο σπίτι του επίσης Αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του αγγλικού καπνεμπορικού καταστήματος “Κομέρσιαλ”, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε Aυστριακό, οι καπναποθήκες “Αμέρικαν Ταμπάκο” και “Έρζοκ”, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, η οικία του Ιταλού Κιαζημμεμίν και του Ισπανού Χασίζ Σαούρτα. Επίσης κάηκε η Τράπεζα Αθηνών και Ανατολής και το σπίτι του Γερμανού υπηκόου Κ. Μαρούλη.»


Ο εμπρησμός και η λεηλασία κράτησαν μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε έφθασε το σώμα Προσκόπων του Μαζαράκη που έτρεψε σε φυγή τους Βουλγάρους. Από τους προσκόπους σκοτώθηκαν 7 και τραυματίστηκαν 10. Η εκδικητική μανία των Βουλγάρων δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ευτυχώς γλύτωσαν τα γυναικόπαιδα.


Για τις Βουλγαρικές θηριωδείες ο Βασιλιάς τηλεγράφησε στην κυβέρνηση:

«Διαμαρτυρηθήτε κατ΄ εντολήν Μου εις τους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων εναντίον των ανθρωπομόρφων τούτων τεράτων, καθώς και εις τον πεπολιτισμένον κόσμον ολόκληρον και δηλώσατε ότι θα αναγκασθώ μετά λύπης Μου να προβώ εις αντίποινα, όπως εμπνεύσω φόβον και σκέψιν τινά προ της τελέσεως τοιούτων εγκλημάτων. Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλας τας φρικαλεοτήτας των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να συγκαταλέγωνται μεταξύ των πεπολιτισμένων λαών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.»


20 μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» δημοσίευσε στο φύλλο της 19ης Ιουλίου μια σειρά ανταπoκρίσεων απεσταλμένου της από τις Σέρρες, που τις χαρακτηρίζει νεκρόπολη!

«Δεν είναι υπερβολή. Οι Σέρρες δεν υπάρχουν πια. Εκεί που πριν λίγο ακόμη στεκόταν υπερήφανη η πιο ωραία, πατριωτική και αρχοντική πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, απλώνονται ερείπια και κυριαρχεί η σκιά δυστυχίας και θανάτου. Και κάτω από την σκιά αυτή, δίπλα στα ερείπια, 15 χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και τάξης γελούν και κλαίνε, έχοντας στερηθεί τα πάντα. Γελούν για την απελευθέρωσή τους από τον Βουλγαρικό ζυγό και την εθνική τους αποκατάσταση. Κλαίνε για την ατομικήν τους καταστροφή. 15 περίπου ημέρες έρασαν από την αποφράδα και ευτυχή ημέρα κατά την οποία από τη μία άκρη έβγαιναν οι Βουλγαρικές ορδές αφήνοντας πίσω φλόγες και από την άλλη έμπαινε ο Ελληνικός Στρατός. Και όμως, στα πρόσωπα των Σερραίων διακρίνω ακόμη τις γραμμές του τρόμου και της ημιπαραφροσύνης μαζί με τις γραμμές της χαράς και της ανακούφισης. Οι δυστυχείς έζησαν ώρες μακρές, από εκείνες που συγκλονίζουν βαθιά την ψυχή και αφήνουν βαθύτατα ίχνη.»


Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο δημοσίευσε η εφημερίδα «Εμπρός» της 5ης Ιουλίου. Αφορά την εκδήλωση που έγινε στο τζαμί Εσκή, που είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία. Με την απελευθέρωση της πόλης το τζαμί δόθηκε πάλι στους Μουσουλμάνους από τις Ελληνικές Αρχές.


Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν οι Πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι ξένοι ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν, ο Δήμαρχος Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι.


Ο Φρούραρχος των Σερρών Μαζαράκης, κήρυξε την απελευθέρωση της πόλης με τα παρακάτω λόγια:

«Εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου Στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών, τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η Ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.»


Στις 6 Ιουλίου, με εντολή του Φρουράρχου άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων στο κέντρο της πόλης. Στη διάρκειά της βρέθηκαν πολλά καμμένα πτώματα κατοίκων, που είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28, μεταξύ αυτών και ο Αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ.


100 χρόνια πριν ελευθερώνεται η Καβάλα...

 26 Ιουνίου 1913. Β΄ Β.Π. Τα Α/Τ Δόξα Πάνθηρ και Ιέραξ αποβιβάζουν άγημα και απελευθερώνουν την Καβάλα από Βουλγάρους χωρίς αντίσταση υπό τον έξαλλο ενθουσιασμό των κατοίκων. Ο Πλχης Αντ Κριεζής υψώνει την Ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, διαβάζει διάγγελμα Κουυντουριώτη.



17 Ιουνίου 1913, η άγνωστη μάχη της Θεσσαλονίκης με τα βουλγαρικά στρατεύματα.

Με την έναρξη των εχθροπραξιών του Β΄Βαλκανικού Πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός εκκαθαρίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης από τα βουλγαρικά στρατεύματα.




Ύστερα από την αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων της 16ης Ιουνίου, η ΙΙ Μεραρχία επιδίδει στις 16:00 της 17ης τελεσίγραφο μίας ώρας στον Βούλγαρο στρατηγό να εγκαταλείψει την πόλη ζητώντας του να διατάξει τον αφοπλισμό των στρατιωτικών τμημάτων εντός της Θεσσαλονίκης αλλιώς θα αντιμετωπίζονταν εχθρικά. Ο Βούλγαρος στρατηγός ζητά 5 ώρες για να λάβει εντολές από τους ανωτέρους του αλλά οι Έλληνες αρνήθηκαν. Με παρέμβαση του Γάλλου προξένου θα δοθούν άλλες δύο διορίες αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Καθώς το τελεσίγραφο μένει αναπάντητο μέχρι τις 19:00, οι Έλληνες ξεκινούν εκκαθάριση της πόλης από τα Βουλγαρικά στρατεύματα. Συμπλοκές έλαβαν χώρα σε διάφορα μέρη της Θεσσαλονίκης, σημεία ελέγχου και χώρους στρατοπεδίας. Ιδιαίτερη μάχη έγινε στο αρχηγείο της Βουλγαρικής διοίκησης, στο ξενοδοχείο Grand Hotel, που επίσης ήταν και κέντρο οργάνωσης των ατάκτων ενόπλων.

Η επιχείρηση θα λήξει την επομένη το πρωί, 18 Ιουνίου 1913, με την παράδοση των Βουλγάρων. Οι Έλληνες έχουν 64 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Βούλγαροι 77 και επιπλέον 1.360 αιχμαλωτίζονται.

9/11 Ιουλίου 1913: Άλωση των στενών της Κρέσνας (Διήγηση του Θωμά - Λοχίας Θωμάς Φαρμάκης, 5ο ΣΠ, 1η Μεραρχία, μυθιστορηματικό πρόσωπο - Απόσπασμα από το βιβλίο "Εμπρός δια της λόγχης - 2ος Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β')

Μετά τη φονικότατη μάχη του Λαχανά, η 1η Μεραρχία, με εμπροσθοφυλακή το 5ο Σύνταγμα, κινήθηκε στις 23/6 προς το Σιδηρόκαστρο. Στις 25 Ιουνίου, η μέρα ξεκίνησε με την ανακοίνωση προαγωγών «επ’ ανδραγαθεία». Ανάμεσα στους προαγόμενους ήμουν κι εγώ, που έγινα Λοχίας. Και την ίδια μέρα, η Μεραρχία προέλασε προς το Μπέλες, κάτω από πυκνά πυρά Πυροβολικού. Στις 26 φτάσαμε στο Χατζή Μπεϊλίκ, τη σημερινή Βυρώνεια και στις 26 και 27 Ιουνίου, το Σύνταγμά μας έδωσε μάχες με τους Βουλγάρους κοντά στο χωριό Αετοβούνι. Στις 27, με την ενίσχυση της ΙΙ/2 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, πήραμε με τη λόγχη τα υψώματα στα ανατολικά του χωριού και τρέψαμε τους Βούλγαρους σε φυγή. Σταθμεύσαμε για λίγο στη Βέτρινα για ξεκούραση, και την επομένη άρχισε η προέλαση της Μεραρχίας προς το Λιβούνοβο, όπου φτάσαμε στις 3 Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου προελάσαμε ως τα υψώματα Σβέτι Βρατς και στις 6 στο Χάνι Μπελίτσας. Στις 7, μαζί με την 2η και την 4η ΜΠ διώξαμε τον εχθρό από το ύψωμα Ροσσελίν. Ήταν η πρώτη φορά μετά τόσες ημέρες που συναντήσαμε ξανά  Βουλγάρους. Αλλά δεν σκόπευαν να πολεμήσουν για πολύ, ήταν οπισθοφυλακές που ήθελαν μόνο να  δώσουν λίγο χρόνο παραπάνω στους δικούς τους, που οργάνωναν την άμυνά τους στα στενά της Κρέσνας. 



Την επομένη, 8 Ιουλίου, η 1η ΜΠ προέλασε ως το χωριό Γενίκιοϊ. Το πήραμε κι αυτό και σταθμεύσαμε για ανασυγκρότηση στα βόρεια του χωριού. Μπροστά μας ήταν η φοβερή Κρέσνα. Η Κρέσνα είναι φαράγγι με εκπληκτική ομορφιά, γεμάτο κέδρα και κωνοφόρα, που από εκεί περνάει ο Στρυμόνας. 


Αυτά, όσον αφορά τη φυσική ομορφιά. Γιατί όσον αφορά τη στρατιωτική σημασία της, είναι ένα φοβερό πέρασμα, μήκους 20 σχεδόν χιλιομέτρων, ανάμεσα στα βουνά Μέλεσι και Όρβηλο, από όπου κατεβαίνει ο Στρυμόνας. Από εκεί περνούσε ο δρόμος από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία και τη Τζουμαγιά. Και μετά από εκεί είναι η Σόφια. 


Οι Βούλγαροι, που ήξεραν καλά τη σημασία της Κρέσνας, την είχαν οχυρώσει σε πολλά σημεία και δεν είχαν αφήσει γεφύρι που να μην το ανατινάξουν, στην υποχώρησή τους. Και τα γεφύρια ήταν πολλά, καθώς ο δρόμος άλλοτε ακολουθούσε τη δεξιά και άλλοτε την αριστερή όχθη του ποταμού.  Ο Λόχος του Μηχανικού ήταν συνεχώς σε δουλειά, στήνοντας πρόχειρες γέφυρες και ανοίγοντας δρόμους για να περάσει το Πυροβολικό.


Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Χωρίς πυροβόλα, μόνο με τη λόγχη, ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Αρκετές απώλειες είχαμε στο Λαγκαδά, όπου η ταχύτητα μετρούσε διπλά και τριπλά. Εδώ, και να χανόταν μια μέρα, άξιζε τον κόπο. Οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί, δεν υπήρχε λόγος ούτε να τρέχουμε σαν τα κατσίκια ούτε να σπαταλάμε Ελληνικό αίμα . Στις 9 Ιουλίου, το Σύνταγμά μας, το 5ο, διατάχθηκε να εισέλθει στα στενά και να έρθει σε επαφή με τον εχθρό. Ο αμαξιτός δρόμος που διασχίζει τα στενά βαλλόταν συνεχώς από τα πυροβόλα τους. Και σε κάθε στροφή του δρόμου, υπήρχαν θέσεις οχυρωμένες. Το πράγμα έδειχνε δύσκολο. Ο ίδιος ο Μέραρχός μας, ο Μανουσογιαννάκης, πήγε μπροστά με το Επιτελείο για  αναγνώριση. Αυτό που είδε, επιβεβαίωσε αυτό που ήξερε ότι θα έβλεπε. Ότι ήταν αδύνατο να βαδίσουμε «σαν κύριοι», ή σαν ζώα αν προτιμάτε, ίσα καταπάνω στις βουλγαρικές κάννες. Μας διέταξε λοιπόν να πάμε από τα πλάγια, από μονοπάτια κακοτράχαλα αλλά αφύλακτα. 


Ο Μέραρχος διέταξε το Μηχανικό να δουλέψει όσο γίνεται ταχύτερα, με τη βοήθεια και Στρατιωτών από τα άλλα Συντάγματα, για να μπορέσουν να περάσουν τα πυροβόλα. Κάθε Πυροβολαρχία που προχωρούσε, έπαιρνε αμέσως «θέσεις πυροβόλησης» τρέποντας σε φυγή τις εχθρικές προφυλακές. 


Τα πυρά ήταν τόσο πυκνά, που ο εχθρός ήταν πεισμένος ότι τουλάχιστον 2-3 Μεραρχίες μας συμμετείχαν στην επίθεση. Από τους δρόμους που άνοιγε ή επισκεύαζε το Μηχανικό, περνούσαν συνεχώς όλο και περισσότερες Πεδινές Πυροβολαρχίες.

 

Και επειδή όπως είπα ήδη, δεν υπήρχε λόγος να χύσουμε πολύτιμο αίμα, εμείς πήραμε τα μονοπάτια και τις πλαγιές. Μερικοί ντόπιοι οδηγοί, που ήξεραν τα ορεινά περάσματα, φάνηκαν πολύτιμοι και άξιοι της αμοιβής τους, λίγα κιλά κρέας και σιτάρι για τις φαμελιές τους. 

 

Η πορεία ήταν εξαντλητική, αλλά στις 11 Ιουλίου, με ένα θαυμάσιο ελιγμό και ελάχιστες απώλειες, φτάσαμε στην έξοδο των στενών, στο χωριό Κρούπνικ. Οι Βούλγαροι για μία ακόμη φορά υποχώρησαν πανικόβλητοι, με σκοπό να αμυνθούν προς το Σιμιτλή.


Την ίδια μέρα πέρασαν την στενωπό και  τα άλλα σώματα της Μεραρχίας μας. 


Όταν αναφέραμε στο Στρατηγείο, ότι πήραμε τα Στενά της Κρέσνας όχι με σκληρές μάχες αλλά με ελιγμούς πάνω από τα κατσάβραχα, και με ελάχιστες απώλειες, δεν το πίστεψαν. Το θεώρησαν αδιανόητο και διέταξαν να σταλούν Σύνδεσμοι για εξακρίβωση. Αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου, αντίθετα μας γέμισε περηφάνεια. Η Μεραρχία μας, η «σιδηρά 1η Μεραρχία» δεν τρόμαζε μόνο τον εχθρό αλλά κατέπλησσε και το ίδιο μας το Στρατηγείο! 


Κατάκοποι και εξαντλημένοι από τις συνεχείς πορείες και μάχες, καταφέραμε επί τέλους να αναπαυθούμε για λίγο στο Κρούπνικ. Σαν έπεσε η νύχτα, το μόνο που ακουγόταν από τα αντίσκηνα ήταν η συναυλία σε «ροχ μείζονα» του κουρασμένου στρατεύματος. Που πότε πότε, διανθιζόταν και με τα «αλτ» των σκοπών ή κανένα χλιμίντρισμα. Ξυπνήσαμε ξαφνικά από μία δυνατή κραυγή:

«Όχι το άλογο! Δεν θα μου πάρεις το άλογο!»

Να είναι ο σταυλοφύλακας που μαλώνει με κανένα κλέφτη; Πετάχτηκα όρθιος με το μάνλιχερ στο χέρι, έτοιμος για δράση … Μαζί με 5-6 φαντάρους τρέξαμε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Αλλά δεν πηγαίναμε προς τα άλογα. Η φωνή είχε ακουστεί από τη σκηνή του Λοχαγού μας. Να κλέβανε το άλογό του; Τρέξαμε αμέσως προς τα εκεί, αλλά δεν είδαμε καμία κίνηση. Και το άλογο του Λοχαγού κοιμόταν ήσυχο λίγο πέρα από τη σκηνή, που ήταν φωτισμένη, αλλά κατά τα άλλα ήσυχη. Ήσυχη; Όχι ακριβώς. Καθώς πλησιάσαμε στα 10 βήματα, ακούστηκε νέα δυνατή κραυγή, με ύφος απειλητικό:

«Άσε κάτω τ’ άλογο γιατί δεν θα σου μείνει ούτε ένας Αξιωματικός!»


Τι σόι απειλή ήταν αυτή, σε καιρό πολέμου, και ποιος την εκστόμισε;


Ο Λοχαγός μας έπαιζε σκάκι με τον Γιατρό του Συντάγματος …  Απέμεινα να τους θαυμάζω για την ηρεμία τους, να παίζουν σκάκι, μετά από τόσες μάχες και κακουχίες. Αλλά κι αυτοί θαύμασαν γελώντας την ετοιμότητά μας και την άμεση αντίδρασή μας. 

«Πάντα σε ετοιμότητα κύριε Λοχία! Αλλά πηγαίνετε πίσω στα αντίσκηνά σας, σήμερα ο πόλεμος εσταμάτησε για εμάς. Εκμεταλλευθείτε την περίσταση για ανάπαυση, πριν έλθουν νέες διαταγές για προέλαση …»


Την επομένη, η ανάπαυση συνεχίστηκε. Ήρθε και ταχυδρομείο. Με γράμματα από τις … «αδερφούλες» μου. Ναι, στον πόλεμο, απέκτησα και 4 αδερφούλες, χάρη στις φροντίδες ενός Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων, που προέτρεπαν νέες κοπέλλες να στέλνουν γράμματα στους φαντάρους, από τον καιρό που ήμασταν στην Θεσσαλονίκη. Λάμβανα κι εγώ λοιπόν γράμματα κάθε τόσο. Δεν ήξερα τα ονόματά τους, μου είχαν συστηθεί ως Zeyneb, Melek, Zezia και Zenan. Είχαν δανειστεί τα ονόματα των ηρωίδων από τις «Απογοητευμένες» του Πιερ Λοτί, τον οποίο, ομολογώ, αγνοούσα και ακόμη αγνοώ. Εγώ βέβαια, κύριος, προσπαθούσα να τις πείσω ότι δεν είχαν λόγο, νέα κορίτσια, να αισθάνονται απογοητευμένες. Ποιος ξέρει; Αν ήμουν κοντά τους, ίσως να ήμουν πιο πειστικός. Πάντως, τα γράμματά τους ήταν σκέτη όαση κάθε φορά. Και με κάθε γράμμα, λάβαινα και πεσκέσια: Τσιγάρα και γλυκά. Σε ένα προηγούμενο γράμμα τους, μου ζήτησαν να τους στείλω μία φωτογραφία μου. Και είχαν υποσχεθεί να στείλουν και αυτές τις δικές του φωτογραφίες. Το έκαμα. Αλλά μου τη σκάσανε. Στο γράμμα που πήρα τώρα, υπήρχε πράγματι η πολυαναμενόμενη φωτογραφία: Όλες μαζί, καθισμένες σταυροπόδι σε ένα ντιβάνι, αλλά κρύβοντας τα πρόσωπά τους με βεντάλιες! Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπήρχε και σχόλιο:

«Έκαμε πολλή ζέστη και ο σαχλός ο φωτογράφος τράβηξε την φωτογραφία ενώ αεριζόμασταν …»

Κάνανε και πλάκα … Αλλά εγώ τις αγαπούσα και έτσι. Έστω και αν ένοιωθα πως οι ελπίδες μου για να γνωρίσω από κοντά, έστω και μία από αυτές, ήταν ελάχιστες έως μηδαμινές. Ας είστε καλότυχες κορίτσια, όπου κι αν βρίσκεστε!

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ ΔΡΑΜΑΣ (30 Ἰουν.1913)

 Το Δοξάτο βρέθηκε στο στόχαστρο το 1913. Το μαρτυρικό χωριό της Δράμας



«Σταματά ο νους . Τραγικωτέρας σκηνάς δεν δύναται να φαντασθή ο νους του ανθρώπου».


Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης στην επιστολή που έστειλε στον αδερφό του, τη σφαγή στο χωριό Δοξάτο της Δράμας....


1.500 γυναικόπαιδα εσφάγησαν∙ όπου επεράσαμεν, δεν εβλέπαμεν τίποτε άλλο παρά κεφαλάς και πόδια παιδιών, γυναικών και ανδρών. Εις την οικίαν του ιερέως όταν εισήλθομεν, ευρέθην προ φρικώδους θεάματος∙ ο ιερεύς κομμένος εις δύο και κρεμασμένος εις τον τοίχον! Επίσης και η σύζυγός του με βγαλμένα τα μάτια και όλα τα παιδιά του κατακρεουργημένα κατά τον πλέον φρικώδη τρόπον. Πλην των άλλων απήγαγον και 150 κορίτσια του χωριού. Αφού εισήλθομεν εις το χωρίον, όσοι ήσαν ζωντανοί, χωσμένοι εις υπόγεια ή άλλα μέρη εξήρχοντο γυμνοί και τρελλοί φωνάζοντες εκδίκησιν κατά των εντοπίων Τούρκων και Βουλγάρων»....


Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης στην επιστολή που έστειλε στον αδερφό του, τη σφαγή στο χωριό Δοξάτο της Δράμας. Ήταν 30 Ιουνίου 1913 όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα μπήκαν στο χωριό Δοξάτο και έσφαξαν συνολικά 650 κατοίκους. Μετά τις θηριωδίες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού έλουσαν με πετρέλαιο τα σπίτια και πυρπόλησαν το χωριό. Συνολικά έκαψαν 250 σπίτια και 80 καταστήματα και το όμορφο Δοξάτο της Δράμας που φημιζόταν για τα πλούτη του μετατράπηκε σε κολαστήριο....


Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912 το χωριό Δοξάτο και η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, οι οποίοι έδιωξαν τους Έλληνες διοικητές του χωριού. Την επόμενη χρονιά διεξήχθη ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος και ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ ανέλαβε να ελευθερώσει τις περιοχές της Μακεδονίας που ήταν υπό βουλγαρική κατοχή. Αφού κατέλαβε αρχικά την Καβάλα και τις Σέρρες συνέχισε με επιτυχία την προέλαση του προς τη Δράμα. Τα ελληνικά στρατεύματα ανάγκασαν τους Βούλγαρους σε υποχώρηση. Πριν εγκαταλείψουν την περιοχή της Δράμας, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και των Βουλγάρων στρατιωτών. Τότε οι δεύτεροι προφασιζόμενοι τους πυροβολισμούς επιτέθηκαν στο χωριό Δοξάτο. 30 Ιουνίου 1913. Εκείνο το πρωί πολλοί κάτοικοι είχαν πάει στην εκκλησία για να προσευχηθούν για την γιορτή των Αγίων Αποστόλων. Οι Βούλγαροι κύκλωσαν έφιπποι το χωριό και όρμησαν στους ανυπεράσπιστους κατοίκους. Ανάμεσα στους αμάχους ήταν γέροι, γυναίκες και παιδιά. Η δολοφονική τους δράση δεν είχε όρια....


Για ώρες έσφαζαν τους κατοίκους και τους αποκεφάλιζαν. Αφού πρώτα βίασαν τις γυναίκες μετά τις κατακρεούργησαν με τα σπαθιά τους. Όσοι κάτοικοι έτρεχαν στον κάμπο να ξεφύγουν τους εκτελούσαν. Το ίδιο συνέβη και σε όσους είχαν κρυφτεί μέσα σε σπίτια. Τις πρώτες απογευματινές ώρες, τελείωσαν τις θηριωδίες σε βάρος των κατοίκων, έβαλαν φωτιά στο χωριό και το εγκατέλειψαν. Ανάμεσα στους Βούλγαρους ήταν και πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι θεωρώντας ότι η Τουρκία είχε συμμαχήσει μαζί τους δεν αρνήθηκαν να επιτεθούν στους Έλληνες συγχωριανούς τους. Λίγες ώρες μετά την αποχώρησή τους προσπάθησαν να επιστρέψουν για να θάψουν μερικά πτώματα για να κρύψουν τη σφαγή, αλλά ο ελληνικός στρατός πλησίαζε στη Δράμα και υποχώρησαν γρήγορα...


Οι Έλληνες στρατιώτες έγιναν δεκτοί ως σωτήρες από τους εναπομείναντες κατοίκους. Μόλις αντίκρισαν τις φρικαλεότητες ένιωσαν αποτροπιασμό. Ανάμεσα στους Έλληνες στρατιώτες ήταν και ένας Πλοίαρχος του Βρετανικού ναυτικού Cardale, ο οποίος περιέγραψε όσα αντίκρισε στο Δοξάτο ως εξής: «Κατά την είσοδον εις την πόλιν, το πρώτο όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως  εκ τούτου δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των ερειπίων. Όλα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών»...


Τα επόμενα χρόνια έγιναν προσπάθειες ανοικοδόμησης του χωριού, αλλά οι Βούλγαροι χτύπησαν ξανά το 1917, αυτή τη φορά ως σύμμαχοι των Γερμανών. Τότε εισέβαλαν το μαρτυρικό Δοξάτο και πήραν ομήρους αρκετούς άντρες και τους έστειλαν στη Βουλγαρία. Τον Σεπτέμβριο του 1941 η ιστορία επαναλήφθηκε. Βουλγαρικά αποσπάσματα εκτέλεσαν ξανά 350 κατοίκους του Δοξάτου έπειτα από επίθεση ανταρτών εναντίον τους....


Πηγή Σαν Σήμερα 



13-15 Ιουλίου 1913, οι μάχες για την κατάληψη του υψώματος 1378. Όταν ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας...

 Το ύψωμα 1378 (Αρισβάνιτσα), βρισκόταν βαθιά στο βουλγαρικό έδαφος και η νικηφόρα κατάληξη των μαχών για την κατάληψη του, έκρινε και τα σημερινά σύνορα με την Βουλγαρία.



Οι Βούλγαροι ύστερα από συνεχείς υποχωρήσεις, εκμεταλλευόμενοι και την κατόπιν ρωσικών πιέσεων και αυστριακών απειλών σερβική αδράνεια, μετέφεραν δυνάμεις στο μέτωπο με την Ελλάδα πραγματοποιώντας την ύστατη προσπάθεια να αλλάξουν τα πολεμικά δεδομένα.

Για το λόγο αυτό έφεραν μία από τις εκλεκτότερες μονάδες τους, το 1ο Σύνταγμα της βασιλικής φρουράς, καθώς και ένα ακόμη σύνταγμα επιλέκτων. Απέναντι τους κατά ευνοϊκή συγκυρία βρέθηκαν μερικές από τις καλύτερες μονάδες του ελληνικού στρατού, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων , το 9ο Τάγμα Ευζώνων με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Βελισσαρίου, το 8ο Τάγμα Ευζώνων και το Τάγμα Κρητών.

Οι μάχες ξεκίνησαν στις 12 Ιουλίου και ειδικά εκείνες που δόθηκαν στο ύψωμα 1378, χαρακτηρίζονταν, από πρωτοφανή αγριότητα, με τον ένα να ξεκοιλιάζει τον άλλο…

Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που διηγείται ό λοχίας Παναγάκης του Τάγματος των Κρητών : `` Οι Βούλγαροι ενισχυθέντες , φαίνεται την ημέραν εκείνην προέβησαν εις ορμητικήν επίθεσιν εναντίον των δύο ταγμάτων των Κρητικών και ενός τάγματος του 17ου. Τέσσερα πεδινά πυροβόλα εβοήθουν τους Βουλγάρους δια των καταστρεπτικών πυρών τους από τόσον μικράς αποστάσεως , ώστε ήταν κανονισμένα εις το μηδέν. 

Οι ήρωες Κρήτες και εύζωνοι προ της ορμητικής αυτής επιθέσεως και προ των τρομακτικών απωλειών προς στιγμή κλονίζονται. Την στιγμήν εκείνην δέκα σάλπιγγες σημαίνουν γενικήν επίθεσιν και ανακτούν το θάρρος των. Ορμούν ακάθεκτοι δια της λόγχης και ο εχθρός προ της παράφρονος αυτής επιθέσεως ανακόπτει την ορμήν του.

Συγχρόνως ενίσχυσις δύο λόχων υπό τους ήρωας λοχαγούς Μανωλίδην και Καραχρήστον δίδουν θάρρος εις τους μαχομένους. Κρήτες και εύζωνοι πλησιάζουν πλέον τους Βουλγάρους και η μάχη μεταβάλλεται εις λυσσώδη πάλην δια των χειρών και των οδόντων. Ένας Κρής ευρισκόμενος εν τω μέσω πέντε εχθρών λογχίζεται με λύσσαν. Έχει πετάξει το Μάνλιχερ και κρατά μία πελώριαν πάλαν.

Με αυτή κτυπά μέχρις ότου πίπτει νεκρός με 22 λογχισμούς εις το σώμα. Δύο εύζωνοι του 8ου τάγματος ο λοχίας Τόλιας και ο στρατιώτης Μακράκης ανέρχονται από μίαν χαράδραν η οποία χωρίζει τους Βουλγάρους απ` αυτούς και προχωρούν εις τα προχώματα του υψώματος 1378.

Οι εχθροί τους αφίνουν και πλησιάζουν και εκεί τους τεμαχίζουν δια της λόγχης μετά λυσσώδην πάλην. Εις το σώμα του Τόλια εμετρήσαμεν περί τους 30 λογχισμούς .

Ο Μακράκης με τους οφθαλμούς εξωρρυγμένους και το στήθος διάτρητον από σφαίρες. Η σφαγή αυτή διήρκεσε μέχρι της 7ης εσπερινής και θα εξηκολούθει , αν δεν εξηντλούντο όχι μόνο τα φυσίγγια των ευζώνων και των Κρητών , αλλά και οι πέτρες ακόμη ``.

(Αρίστου Περίδη `` Στα κανόνια μας `` 

Οι ελληνικές δυνάμεις τρεις φορές κυρίευσαν το ύψωμα 1378 και τρεις φορές εκτοπίσθηκαν απ' αυτό. Κατά την διάρκεια των μαχών είχαν φονευθεί εκλεκτοί αξιωματικοί όπως ο διοικητής του Τάγματος Κρητών Γιώργος Κολοκοτρώνης (ακαριαία από οβίδα), ο θρυλικός Διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχης Βελισσαρίου Ι. , ενώ λίγο αργότερα τους ακολούθησε και ο Διοικητής του 9ου Τ. Ευζώνων Λοχαγός Μανωλίδης,

Ο Γιώργος Κολοκοτρώνης ήταν εγγονός του θρυλικού γέρου του Μωριά. Πάντα βάδιζε μπροστά από τους άνδρες του χωρίς να υπολογίζει οβίδες και σφαίρες Κάποια φορά ο διοικητής της μονάδας του έκανε παρατήρηση να φυλάγεται περισσότερο, με τον Κολοκοτρώνη να απαντά:

`` Κύριε διοικητά σέβομαι όσα μου λέτε. Αλλά αν ένας αξιωματικός οφείλει να προφυλάσσεται, σε ένα Κολοκοτρώνη δεν αρμόζει να μην είναι μπροστά από τους άνδρες του ``.

Αλλά και ο θρυλικός Ταγματάρχης Βελισσαρίου που (πριν από τον Πλαστήρα ) τον είχαν ονομάσει Μαύρο Καβαλλάρη δεν ήξερε από άμυνα. Για το λόγο αυτό πάντοτε ξεκινούσε με το σπαθί υψωμένο πρώτος την επίθεση παροτρύνοντας τους στρατιώτες του με εκφράσεις όπως ``εμπρός δια της λόγχης`` και `` Επάνω τους παιδιά,`` μέχρι που δύο σφαίρες τον βρήκαν κατάστηθα…

Σύμφωνα με μαρτυρίες `` παρέδωσε την ψυχήν του παραληρών προς την γυναίκα του: Χαρίκλεια, Χαρίκλεια μετά δύο ώρας στη Σόφια! Και εξέπνευσε ``. 

Τον θάνατο του τον είχε προαισθανθεί η γυναίκα του, όταν πριν ξεκινήσει ο β’ βαλκανικός πόλεμος είχε φτάσει στο Ασβεστοχώρι για να ξεπροβοδίσει τον άνδρα της. Αυτός κατευθυνόταν προς την Γκιουβέζνα (Άσσηρος) . Ο Βελισσαρίου δείχνοντας με το δάκτυλο τις φλόγες της Μπέροβας , είπε στην γυναίκα του πως δεν έχει καιρό για αποχαιρετισμό και σπηρούνισε το άλογο του και χίμιξε προς τα εμπρός. Η γυναίκα του βουβή και δακρυσμένη ψιθύρισε : Κάτι μου λέει πως δεν θα τον ξαναδώ…

(Σαράντος Καργάκος `` Η Ελλάδα κατά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13).

 Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, πληροφορούμενος τον θάνατο του ήρωα του Μπιζανίου Βελισσαρίου αντί συλλυπητηρίων τηλεγράφησε στην οικογένεια του την παρακάτω φράση:

"Χαιρετίζω τον ήρωα των ηρώων".

Οι μάχες ήταν φονικότατες με τις ελληνικές απώλειες να ανέρχονται σε 859 στρατιώτες. Αντίστοιχα μεγάλες όμως ήταν και οι απώλειες των Βουλγάρων μεταξύ αυτών και ο διοικητής της φρουράς τους…

Η πρωία της 15 Ιουλίου 1913 έβρισκε τον ελληνικό στρατό οριστικά κυρίαρχο του υψώματος. Από ψηλά μπορούσε να δει κάποιος τις κλιτύες και τις χαράδρες γεμάτες από ανάμικτα πτώματα Ελλήνων και Βουλγάρων. Ο αγώνας υπήρξε τόσο λυσσώδης και εκ του συστάδην, ώστε πολλοί εκ των πεσόντων εκατέρωθεν έφεραν τραύματα δια λόγχης, αρκετοί δε Βούλγαροι είχαν κτυπηθεί δια λίθων των οποίων έκαναν χρήση οι Εύζωνοι, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά ....

Τούρκος αιχμάλωτος σκοτώνει πισώπλατα Έλληνα γιατρό που τον θεράπευε.Εξώφυλλο του Γαλλικού περιοδικού ‘’Le Petit Journal’’ που εκδόθηκε την 17-11-1912

 Εξώφυλλο του Γαλλικού περιοδικού ‘’Le Petit Journal’’ που εκδόθηκε την 17-11-1912, και είναι αφιερωμένο σε ένα γεγονός που είχε προκαλέσει αλγεινή εντύπωση σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, όπου το εξώφυλλο αποτυπώνει το όλο αυτό γεγονός όσο μπορεί πιο ρεαλιστικά, όταν φανατικός Τούρκος αιχμάλωτος ενώ νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο της Ελασσόνας μετά το τέλος της ομώνυμης Μάχης τον Οκτώβριο του 1912, και ενώ τύγχανε της αμέριστης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τους Έλληνες ιατρούς, τόσο ο ίδιος, όσο και οι άλλοι συνάδελφοί του, αυτός δεν δίστασε να σκοτώσει τον ίδιο τον θεράποντα ιατρό του (δωρεά κ.Ηλία Σαραφίδη)



1 Σεπτεμβρίου 1911. Η υποδοχή του Αβέρωφ.

Ο Ελληνικός Λαός υποδέχεται το θωρακισμένο καταδρομικό, στην συνείδηση του Ελληνικού Λαού θωρηκτό, "Γεώργιος Αβέρωφ", που καταπλέει στα φαληρικά νερά.



Η τότε κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη δαπάνησε 23.650.000 χρυσές δρχ. για την απόκτησή του. Τα 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης), στην οποία όριζε ότι το ποσό αυτό διατίθεται για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα φέρει το όνομά του και θα χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτικό πλοίο και «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων». Το υπόλοιπο ποσό (15.650.000 χρυσές δραχμές) καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου.


To "Γεώργιος Αβέρωφ" αποδείχθηκε ότι ήταν το τέλειο όπλο στα χέρια του Αρχηγού του Στόλου του Αιγαίου Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, ο οποίος συνδύαζε στο πρόσωπό του την υδραίικη παράδοση με την σύγχρονες αντιλήψεις της ναυτικής τακτικής - φονικός για τον εχθρό συνδυασμός.


Έχοντας την πεποίθηση ότι τα "ουδέν έθνος δύναται να θαλασσοκρατή εφ' όσον δεν θεωρεί τα πολεμικά πλοία προωρισμένα να κινδυνεύουν" δεν δίστασε να διακινδυνεύσει το πλοίο του προκαλώντας ένα αληθινό ψυχολογικό σοκ στους Οθωμανούς.


Ύψωσε στον κύριο ιστό του πλοίου το διεθνές σήμα «Ζ» που δηλώνει στον υπόλοιπο σχηματισμό "κινήσεις μου ανεξάρτητες", αύξησε την ταχύτητα στους 20 κόμβους και όρμησε "ΜΕΘ’ΟΡΜΗΣ ΑΚΑΘΕΚΤΟΥ" με συγκλίνουσα πορεία προς τον εχθρό. Οι αξιωματικοί και τα πληρώματα του Οθωμανικού Στόλου έχασαν πλήρως το ηθικό τους λαμβάνοντας πορεία προς τα Στενά.


Το "Γεώργιος Αβέρωφ" συνέχισε να καταδιώκει τον εχθρικό στόλο προς τα Στενά, προσπαθώντας να απομονώσει το τρίτο οθωμανικό θωρηκτό, το "Μεσουδιέ", το οποίο εάν ακολουθούσε για μικρό χρονικό διάστημα ακόμη τη ΒΑ πορεία θα εισερχόταν στο πεδίο βολής του ελληνικού θωρακισμένου καταδρομικού πλην όμως ο κυβερνήτης του ετράπη προς τα Στενά. Το "Γεώργιος Αβέρωφ" είχε ήδη εισέλθει στην απόσταση βολής των οθωμανικών επάκτιων πυροβολείων. Η αστοχία του οθωμανικού πυροβολικού ήταν αδικαιολόγητη διότι πρώτον, έβαλλαν από σταθερό έδαφος και δεύτερον, είχαν τον ήλιο όπισθεν, ενώ το αντίθετο συνέβαινε με τα ελληνικά πλοία.



Αξίζει να σημειωθεί ότι οΝαύαρχος Παύλος Κουντουριώτης στην Ναυμαχία της Έλλης (3/16 Δεκεμβρίου 1912) διέπραξε ένα από τα μεγαλύτερα don't της Ναυτικής Τακτικής. Μέσα του όμως "μίλησαν" οι Yδραίοι πρόγονοι, η ίδια η μορφή του Μιαούλη... Άρα γε και ο Μιαούλης δεν νικούσε πρώτα στην ψυχολογία τους εχθρούς στέλνοντας τα πυρπολικά; Την νίκη στην Ναυμαχία της Έλλης ακολούθησε η νίκη στην Ναυμαχία της Λήμνου (5/18 Ιαν. 1913) και το κλείδωμα της ελληνικής κυριαρχίας στο Αρχιπέλαγος. Αρχιτέκτονας και της δεύτερης νίκης ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.


Στην φωτογραφία εικονίζεται το "Γεώργιος Αβέρωφ" σε επιστολικό δελτάριο της εποχής. Στην δεύτερη ειονίζεται σχεδιάγραμμα της Ναυμαχίας της Έλλης (Μητρώο Πλοίου Γεώργιος Αβέρωφ - αρχείο ΠΝΜ Γεώργιος Αβέρωφ).

Οι Σέρρες αναπνέουν ελεύθερο αέρα!

 29 Ιουνίου 1913 . Σερραίοι μπροστά στο κτίριο του διοικητηρίου (σημερινό κτίριο Περιφέρειας Σερρών ) πανηγυρίζουν για την απελευθέρωση της πόλης . 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕΡΡΕΣ.


Έφυγε επιτέλους η βουλγάρικη μπόχα..

Απελευθέρωση του Σιδηρόκαστρου

 Οι Βούλγαροι που μάχονταν στον Λαχανά υποχώρησαν προς το Όρλιακο, το σημερινό Στρυμονικό. Κατέστρεψαν τις γέφυρες του Στρυμόνα, έκαψαν την πόλη των Σερρών και αποτραβήχτηκαν προς το Δεμίρ Ισάρ, όπως λεγόταν τότε το Σιδηρόκαστρο, με σκοπό να βαστήξουν άμυνα στα στενά της Στρώμνιτσας που ήταν η πόρτα για την κοιλάδα του Στρυμόνα. Αλλά να σας τα διηγηθώ καλύτερα με τη σειρά, αρχίζοντας από την επομένη της μάχης του Λαχανά.



Η 22α Ιουνίου ήταν μέρα ξεκούρασης. Για πρώτη φορά μετά από τρεις μέρες, μπόρεσα να πλύνω το πρόσωπό μου με νερό, καθώς και τα χέρια και τα πόδια μου. Μην ρωτάτε για περισσότερο πλύσιμο, τέτοιες πολυτέλειες δεν υπήρχαν εκεί στα υψώματα του Μπάσκιοϊ (σημερινό Κεφαλοχώρι Σερρών). Και ο Στρυμόνας, κάτω στην πεδιάδα των Σερρών, απείχε πολύ ακόμη. Ο Βελισσαρίου μας κέρασε όλους καφέ, γιατί είχε λέει να μας πει σπουδαία νέα. Ο «υπηρέτης» του, ο Στρατιώτης Καπαμάς, έψηνε καφέδες και δεν σταματούσε. Μας κέρασε και κουραμπιέδες, και ήταν όλο κέφι. «Ας φάμε τουλάχιστον τους κουραμπιέδες, αφού δεν μπορούμε να τους βάλουμε στη γραμμή να πολεμήσουν …» έλεγε και γελούσε μέσα από το μουσάκι του. Γιατί κουραμπιέδες λέγαμε και τους φυγόστρατους και αυτούς που βολεύονταν «με μέσο» σε υπηρεσίες των μετόπισθεν. Την ημέρα εκείνη τα εφόδια ήταν άφθονα και το συσσίτιο πολύ και καλό, καθώς φτάσανε επί τέλους οι εφοδιοπομπές. Αλλά ούτε αυτή ήταν η έκπληξη. 

«Παιδιά μου, σας κάλεσα όλους εδώ, δια να σας αναγγείλω τας προαγωγάς σας “επ’ ανδραγαθεία” εις τον επόμενον βαθμόν, κατά την επιθυμίαν και του Βασιλέως μας. Και να σας παρακαλέσω να φροντίσητε και δια την επιλογή των Ευζώνων σας, οίτινες θα προαχθώσιν εις Δεκανείς.»

«Ζήτω το 9ον Τάγμα!»

«Ζήτω ο Ταγματάρχης μας!»

«Ζήτω ο Βασιλεύς!»

«Και τώρα παρακαλώ να επιστρέψητε εις τας υπηρεσίας σας, καθ’ ότι εις την περιοχήν κυκλοφορούν ακόμη Βούλγαροι Στρατιώται, που μας αναμένουν δια να τους συλλάβωμεν …» είπε ο Βελισσαρίου χαμογελώντας, σαν κόπασαν οι ζητωκραυγές, προκαλώντας τα γέλια όλων με το αστείο του. Αλλά τα γέλια κόπηκαν, όταν ο Βελισσαρίου διάβασε την Βασιλική Διαταγή για ξήλωμα των σειρητίων, από τα πηλίκια των Αξιωματικών τονίζοντας το «Οι παραβάται της παρούσης να τιμωρηθώσιν αυστηρότατα». Παρ’ όλο που ο σκοπός της Διαταγής ήταν να περιοριστούν οι απώλειες σε Αξιωματικούς, οι περισσότεροι διαφωνούσαν, λέγοντας ότι δεν είχαμε τόσες απώλειες επειδή σημάδευαν οι Βούλγαροι τους Αξιωματικούς, αλλά επειδή αυτοί πήγαιναν μπροστά στην πρώτη γραμμή, κάτι που δεν γίνεται να αλλάξει. Αλλά, Βασιλική Διαταγή και τα σκυλιά δεμένα …


Όλο το απόγευμα, οι περίπολοί μας συνελάμβαναν φυγάδες Βουλγάρους, που είχαν αποκοπεί, καθώς από το πρωί οι συμπατριώτες τους είχαν βάλει φωτιά στην ξύλινη γέφυρα της Κουμάριανης. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους και ένας Ταγματάρχης που έλεγε ότι δεν περίμενε να ήταν τόσο ορμητικοί οι Έλληνες. 


«Α, ρε κορόιδο, είχες πιστέψει κι εσύ στα ψέματα της προπαγάνδας σας. Ότι εσείς ήσασταν οι “Πρώσοι της Βαλκανικής” κι εμείς θα το βάζαμε στα πόδια βλέποντάς σας.» 

Δεν του είπα τις σκέψεις μου, δεν το επέτρεπε η μεγαλοφροσύνη του νικητή.


Για τους 9 Βουλγάρους που συνέλαβε μόνος του ο Εύζωνος ο Τσούκας σας είπα ήδη. Αυτό που δεν σας είπα είναι ότι, όλοι σχεδόν οι αιχμάλωτοι βρίζανε τον Δάνεφ, τον Πρωθυπουργό τους, που τους έμπλεξε σ’ αυτόν τον πόλεμο. Την υπόλοιπη μέρα άραξα κάτω από ένα θάμνο, που με το ζόρι σκέπαζε μόνο το κεφάλι μου, καθώς δίπλα μου ήρθαν κι άλλοι τρεις να μοιραστούν τον ίδιο ίσκιο. Κάτω στην πεδιάδα επικρατούσε ησυχία, ούτε πυροβόλα ακούγονταν πια ούτε τίποτα. Τούρκοι χωριάτες μας φέρνανε νερό και φιλέματα κι εμείς χαζεύαμε τα ήρεμα, θολά και σκούρα νερά του Στρυμόνα, που οι Τούρκοι τον λένε «Καρά Σου», δηλαδή μαύρο νερό.


Τη νύχτα, η απόλυτη ησυχία κόπηκε ξαφνικά από τα «Ούρρα! Ούρρα!» που φώναζαν οι Κρητικοί, που μετά ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.

«Που να πάρει ο διάολος τσι αποθαμένοι του … αφήστε τον να ξεθυμάνει μωρέ, νυχτερινή επίθεση κάνει, Βούλγαρος είναι …»

Ένα μουλάρι είχε αφηνιάσει και έτρεχε μέσα στον καταυλισμό, με τους πάντα κεφάτους Κρητικούς να φωνάζουν και να το τρομάζουν περισσότερο.


Το επόμενο πρωί Κυριακή 23 Ιουνίου ήρθε Διαταγή να προελάσει η Μεραρχία μας και πάλι. Κατά τις 11 πμ μπήκαμε σε πορεία προς το χωριό Κιοσελή (σημείωση: το χωριό δεν υπάρχει πια, το 1920 εντάχθηκε στην Κοινότητα Κοπρίβης Σερρών, το 1927 μετονομάστηκε σε Χείμαρρος και από το 1997 υπάγεται στον Δήμο Στρυμονικού), μένοντας στην δυτική όχθη του Στρυμόνα, ακολουθώντας την 1η Μεραρχία που βάδιζε μπροστά. Στην αριστερή όχθη, αφού πρώτα πέρασε τον Στρυμόνα, βάδιζε η 7η Μεραρχία, καλύπτοντας το δεξιό του Τμήματος Στρατιάς. Ο ήλιος έκαιγε αφόρητα, το νερό σπάνιο, και είχαμε και κρούσματα ηλίασης. Κατά τις 3 μμ, φτάσαμε σε μια πηγούλα, και έγινε ωριαία στάση για ανάπαυση. Γευματίσαμε με βρεγμένη γαλέτα, το μόνο που πήγαινε κάτω με τόση ζέστη. Στις 4 μμ ξεκινήσαμε πάλι, και ως αργά τη νύχτα διασχίζαμε κακοτράχαλα και επικίνδυνα μονοπάτια. Φαίνεται ότι για μας τους Ευζώνους δεν υπήρχαν δρόμοι κανονικοί. 


Κατά τις 10 μμ, εδέησε ο Θεός να σταματήσουμε για καταυλισμό, κάθε Τάγμα στη θέση που βρισκόταν. Ευτυχώς, σε όλη την πορεία φρόντιζα να έχω κοντά μου τους άνδρες μου, και έτσι δεν χρειαζόταν να τους ψάχνω. Κανονίσαμε τις σκοπιές και τις υπηρεσίες και πήγα για ύπνο. Σαν πιο ηλικιωμένος, είχα και προνόμια που ήταν καλοδεχούμενα … Βρήκα ένα χωράφι μισοθερισμένο και βολεύτηκα μια χαρά, φτιάχνοντας «στρώμα» με στάχυα. Άπλωσα δηλαδή το αντίσκηνο πάνω τους, έκανα το γυλιό μαξιλάρι, σκεπάστηκα με την κουβέρτα, και το έριξα στη «νυχτερινή συμφωνία σε ροχ μείζονα …», ξεχνώντας και την πείνα μου. Δεν θα πέρασε καμιά ώρα, και με σκούντησε ο Βούλγαρης .

«Τ’ είναι ωρέ Λιάκο, ροχαλίζω πολύ ή φανήκαν οι Βούλγαροι;»

«Όχι κυρ Λοχία, είναι έτοιμο το συσσίτιο.»


Την ξέρετε την παροιμία που λέει «το πρωί να τρως σα Βασιλιάς, το μεσημέρι σαν Πρίγκηπας και το βράδυ σαν ζητιάνος»; Ε, λοιπόν, το 12-13 στον Στρατό την εφαρμόζαμε, αν βέβαια δεχτούμε ότι οι Πρίγκηπες … πρόσεχαν πολύ τη σιλουέτα τους … Πάντως το πρωινό συσσίτιο, όταν το είχαμε, ήταν καλύτερο κι απ’ το φαγητό της μάνας μας. Κρέας βραστό με σούπα, αρνίσιο ή βοδινό, ή και στιφάδο που ήταν το αγαπημένο μας, χοιρινό παστό αν δεν προλάβαιναν οι μάγειροι. Και αξημέρωτα τη Δευτέρα στις 24, είχαμε κοτόπουλο ψητό, ένα κοτόπουλο ανά δύο άτομα. Το κακό ήταν ότι εμείς οι βαθμοφόροι έπρεπε να ξυπνάμε πριν τους απλούς φαντάρους, για να τα έχουμε όλα έτοιμα σαν έρθει η ώρα του εγερτηρίου, και έτσι τρώγαμε στα σκοτεινά, προσέχοντας μη φάμε κανένα τσαρούχι αυτών που κοιμόντουσαν, αντί για κουραμάνα …


Σαν έφεξε, μπήκαμε ξανά σε κίνηση, και μετά από λίγες ώρες φτάσαμε τελικά στην Κόπριβα (σημερινός Χείμαρρος Σερρών), όπου μείναμε όλο το απόγευμα και τη νύχτα. Ξαναπήραμε δυνάμεις και το επόμενο πρωί, ώρα 6 πμ, συνεχίσαμε την πορεία μας προς τις υπώρειες του Μπέλες, με σκοπό να χτυπήσουμε μαζί με την 1η Μεραρχία τον εχθρό που, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε οχυρωθεί στο Χάνι Δερβέντι (σημερινό Ρούπελ) και τα στενά του Δεμίρ Ισσάρ. Η πορεία ήταν εξαντλητική. Ως και οι πέτρες καίγανε από τη ζέστη. Οι ηλιάσεις αυξήθηκαν, και νερό ούτε για να δροσίσεις το κούτελό σου. Όχι ότι δεν βρήκαμε πηγάδια. Αλλά η Διαταγή ήταν αυστηρή, να μην πιούμε σταγόνα απ’ αυτά ούτε να ποτίσουμε τα ζώα. Λέγανε ότι ήταν δηλητηριασμένα με χολέρα. Ο γιατρός του Συντάγματος, ο κ. Χριστοδούλου, έβριζε κι αυτός, μούσκεμα στον ιδρώτα. Εξαντλημένοι, φτάσαμε κατά τις 4.30 το απόγευμα στο χωριό Τζουμά και διανυκτερεύσαμε σ’ ένα ξεροπόταμο.


Πρωί πρωί στις 26 το μηνός, ημέρα Τετάρτη, διαταχθήκαμε να κινηθούμε προς το Χατζή Μπεϊλίκ (η σημερινή Βυρώνεια) και να τεθούμε υπό τις διαταγές του Μέραρχου της 1ης ΜΠ, Μανουσογιαννάκη. Έχοντας μαζί μας ένα πυροβόλο υπό τον Ανθγό Ταβουλάρη και δύο πολυβόλα, το Σύνταγμα κινήθηκε βορειοδυτικά, ώστε να βγούμε δυτικά του Χατζή Μπεϊλίκ, στο δεξί πλευρό του. Ακολουθήσαμε ένα δύσκολο δρόμο που περνούσε από ένα Βλαχοχώρι, τα Άνω Πορόγια (Άνω Πορόια, κτισμένα στις υπώρειες του Μπέλες ΒΔ της λίμνης Κερκίνης - εκεί είχε αρχικά την έδρα ο Στρατηγός Σαράφωφ, αλλά εξ αιτίας της Ελληνικής προέλασης, την εγκατέλειψε εσπευσμένα, μεταφέροντάς την στο Νέο Πετρίτσι), συνεχίζοντας προς τη δίοδο του Δεμίρ Καπού, όπου σύμφωνα με πληροφορίες υπήρχε Βουλγαρική δύναμη με πυροβόλα. Για να καταλάβετε από πού έπρεπε να περάσουμε, σας λέω ότι Δεμίρ Καπού είναι Τούρκικες λέξεις που στα Ελληνικά σημαίνουν «Σιδερένια Πύλη». Είναι η ψηλότερη κορυφή του Μπέλες  σε υψόμετρο 1608 μέτρα και από κει περνούσε ένας δύσβατος ανηφορικός μουλαρόδρομος, που από τα Άνω Πορόια ανεβαίνει στην κορυφή και μετά κατεβαίνει προς το χωριό Κολάροβο. Ξεκινήσαμε με καύσωνα φοβερό και φτάνοντας σε ένα Τούρκικο χωριό που λεγόταν Κεσεσλίκ (το σημερινό Αετοβούνι), αν θυμάμαι καλά, παρά λίγο να ξεχάσουμε ποιος ήταν ο σκοπός μας και να χαθεί εντελώς η πειθαρχία, καθώς οι εξαντλημένοι και διψασμένοι Εύζωνοι όρμησαν όλοι στις κορομηλιές και άντε να τους μαζέψεις.

«Κατεβείτε αμέσως παιδιά, έχουν χολέρα!» φωνάζαμε, προσπαθώντας να τους φοβίσουμε για να ξαναμπούν σε τάξη.

«Κάλλιο από χολέρα, παρά από σφαίρα …» απαντούσαν.

«Ας φάμ’ τούτα το κουρόμηλα που είνι δρουσιρά, γιατί μετά μας περ’μένουν άλλα κουρόμηλα, που είνι πιο καυτά …»


Με το ζόρι τους μαζέψαμε, με τις τσέπες φουσκωμένες από κορόμηλα. Σαν βγήκαμε από το χωριό, οι Βούλγαροι πυροβολητές μας είχαν επισημάνει και άρχισαν να πέφτουν οβίδες από βαριά πυροβόλα. Τραυματίστηκαν μερικοί Εύζωνοι και ο Λοχίας Φούντης, ο γραφέας του Συντάγματος. Στις 3.30 μ.μ. ο Ανχης Παπαδόπουλος υπέβαλε την αναφορά του στον Μανουσογιαννάκη: 

«Έφτασα στο Κεσεσλίκ αλλά αναγνωρίστηκα από τον εχθρό, ο οποίος έβαλε με το Πυροβολικό του εναντίον μου. Λόγω έλλειψης οδηγού δεν μπόρεσα να προχωρήσω και να αναγνωρίσω το έδαφος. Έφτασα με τους άνδρες μου εξαντλημένους από τη ζέστη, έχω μάλιστα 7 κρούσματα ηλιάσεως. Εάν μεταβώ στη Ράμνα (μικρό βλαχοχώρι πάνω από το σημερινό Ομαλό) με 2 πυροβόλα η αποστολή μου θα είναι επιτυχής, αφού θα βρίσκομαι πάνω από τον εχθρό. Τραυματίστηκε ο Λοχίας που με ακολουθεί ως σύνδεσμος και ένας στρατιώτης …»


Μετά τις 4 μμ, οι Βούλγαροι μετρίασαν τα πυρά τους και λίγο αργότερα, σταμάτησαν εντελώς. Συνεχίσαμε από ένα δρόμο ανηφορικό, σχεδόν κάθετο, που ήταν ατελείωτος. Ως τις 10 τη νύχτα ανηφορίζαμε, ώσπου να φτάσουμε στο μέρος που είχε οριστεί και να στήσουμε προφυλακές και φυλακεία. Στο Μπέλες είχε κοπάδια πρόβατα, και παρά τις διαμαρτυρίες των Βουλγάρων τσομπάνηδων, οι Εύζωνοι πήραν κάμποσα. 

 

Λάφυρα πολέμου που έλεγε κι ο Βούλγαρης … Έχετε δει αρνιά να σφάζονται, να γδέρνονται και να τεμαχίζονται στη διάρκεια πορείας; Εγώ το είδα κι αυτό τότε. Πώς αλλιώς να συμβιβάζονταν πορεία και πείνα; Ήταν κι ο παγωμένος αέρας του βουνού, που άνοιξε την όρεξη σαν έπεσε ο ήλιος. Αντιμετωπίσαμε το δυνατό κρύο ψήνοντας παϊδάκια μέσ’ τη νύχτα. Και μετά βολευτήκαμε όπως όπως για ύπνο, τυλιγμένοι με τ’ αντίσκηνα και τις κουβέρτες.


Πριν ξημερώσει, έφτασαν και κουραμάνες. Ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση και μας μίλησε ο Βελισσαρίου:

«Πάμε παιδιά! Ούτε συγκίνηση χρειάζεται ούτε ταραχή. Πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας.»

Από τα υψώματα βλέπαμε παρακάτω το εχθρικό στρατόπεδο. Στρατιώτες σκάβανε προχώματα, άλλοι στήνανε πυροβόλα, άλλοι μεταφέρανε οβίδες. Τη ρουτίνα τους διέλυσε το «πάμε» του Βελισσαρίου. Οι ομοβροντίες μας και οι οβίδες από το μοναδικό πυροβόλο του Ταβουλάρη, που το έστησε στο ύψωμα Κιζ Μουνάρ, σε 1.454 μέτρα ύψος, έσπειραν τον πανικό. Έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους και ξαφνιάστηκαν. Δεν περίμεναν ότι θα είχαμε την αντοχή να σκαρφαλώσουμε εκεί πάνω στην κορυφή. Όπως έλεγε αργότερα ο Βούλγαρος Τχης Ράτκο Πετρίτσιεφ: «Το Επιτελείον μου δεν εφαντάσθη ότι εκεί επάνω θ’ ανέβουν άνθρωποι. Το μέρος αυτό ήτο εις την κατοχήν των αγρίων θηρίων και κυνηγημένων ληστών. Στρατιώται δεν ήτο δυνατόν να περάσουν.» Στρατιώτες συνηθισμένοι όχι, αλλά Εύζωνοι μπορούσαν. Και τον δυστυχή Πετρίτσιεφ, που έχασε το γιο του στη μάχη του Λαχανά και τον αδερφό του στο Δεμίρ Ισσάρ, τον έφαγε «η φωτιά που ήρθε από τους ουρανούς». Και του πήραμε και τα δύο πυροβόλα που ήταν στο Δεμίρ Καπού.


Στο μεταξύ, η 1η Μεραρχία, είχε ήδη πάρει επαφή από νωρίς μετωπικά, και μας περίμενε να φτάσουμε για να επιτεθούμε πλευρικά. Το 5ο Σύνταγμα, είχε καταφέρει να φτάσει έξω από τη Βέτρινα (το Νέο Πετρίτσι Σερρών) και να καταλάβει τα δεσπόζοντα αντιστηρίγματα, που ήταν ισχυρά οχυρωμένα. Ο Μανουσάκης, εκτιμώντας ότι οι Βούλγαροι υπερτερούσαν σε πυροβόλα, απασχολούσε με την 1η Μεραρχία τους Βουλγάρους, μέχρι να φτάσουμε, αλλά χωρίς να κάνει επίθεση που θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Η επίθεση ορίστηκε για την επόμενη μέρα. Με τη δύση του ήλιου, ο Μανουσογιαννάκης, εξέδωσε την παρακάτω Διαταγή:

«1. Ο εχθρός εξακολουθεί να κατέχει την είσοδο της κλεισούρας του Δερβέντι. 2. Το τμήμα στρατιάς θα διανυκτερεύσει επί του πεδίου της μάχης. 

3. Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού και το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων θα παραμείνουν στις θέσεις που κατέχουν ολόκληρη τη νύχτα» .


Στην αναφορά του προς τον Μανουσογιαννάκη, ο Παπαδόπουλος έγραψε: 

«Σήμερα το πρωί, στις 4 περίπου, ενήργησα με ένα Λόχο επιθετική αναγνώριση βορείως του χωριού Βέτρινα, εντός του οποίου υπάρχουν 2 Τάγματα εντός ταχυσκάπτων. Θα συνδυάσω έγκαιρη επίθεση με την κατά μέτωπο των άλλων Συνταγμάτων και τότε είμαι βέβαιος ότι θα τους ρίξουμε στο ποτάμι».


Στις 3 πμ, κινούμενη μέσα στη νύχτα, η Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού της 6ης Μεραρχίας, τάχθηκε ανατολικά των υψωμάτων του Κεσεσλίκ. Σαν ανέτειλε η 27η Ιουνίου, ο Παπαδόπουλος, έκανε κατόπτευση των εχθρικών θέσεων, και μετά διέταξε τον 3ο Λόχο του 8ου ΤΕ να επιτεθεί στις πρώτες Βουλγαρικές οχυρώσεις. Ο Διοικητής του Λόχου, ο Λγός Μανωλίδης, μπήκε μπροστά στην ορμητική έφοδο με τη λόγχη και αιφνιδίασε τους εχθρούς, που μετά από μικρή αντίσταση υποχώρησαν προς τις θέσεις που είχαν πιο πίσω, που ήταν ισχυρότερες. Μπήκε στη μάχη και ο Συνταγματάρχης μας, επί κεφαλής των άλλων 3 Λόχων του 8ου, με εφεδρεία το Τάγμα των Κρητών. Οι Βούλγαροι δεν άντεξαν στην πίεση και τα οχυρώματά τους πάρθηκαν το ένα μετά το άλλο, παρ’ όλο που τα πυροβόλα τους σκόρπιζαν το θάνατο με τις βαριές εκρηκτικές οβίδες τους. Όμως και τα δύο πολυβόλα μας, ταγμένα ψηλά και έχοντας εξαίρετα πεδία βολής, αποδεκάτιζαν τους Βουλγάρους με δραστικά πυρά. 


Για μια ακόμη φορά, εντυπωσίασαν τα Βουλγαρικά χαρακώματα, που είχαν αρκετό βάθος, ώστε οι Στρατιώτες να μπορούν να βάλλουν από όρθια στάση και όλα ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους με γραμμές τηλεφώνου. Μέχρι τις 6 το πρωί, το Σύνταγμά μας και το 5ο Πεζικού της 1ης Μεραρχίας εκτόπισαν τον εχθρό από σημαντικές θέσεις και υψώματα γύρω από τη Βέτρινα. Στις 7 το πρωί η επίθεση γενικεύτηκε σε όλο το μέτωπο, ενώ άρχισε να βάλλει κατά των εχθρικών θέσεων και το Πυροβολικό μας. Μία Πυροβολαρχία, ταγμένη σε λόφο, χτυπούσε τα πυροβόλα τους. Οι άλλες, μπόρεσαν έτσι να προωθηθούν σε καλύτερες θέσεις. Με πρόχειρα έργα που έκανε το Μηχανικό, δύο πεδινά πυροβόλα κατάφεραν να πιάσουν θέσεις σε κορυφή πάνω από το Κεσισλίκ. Και μια Ορειβατική Πυροβολαρχία, αφού κατάφερε να στηρίξει στις απότομες πλαγιές τα κανόνια της, άρχισε να μονομαχεί με τα εχθρικά τοπομαχικά. Μάχη τοπομαχικών με ορειβατικά, δεν πρέπει να είχε ξαναγίνει. Αλλά οι βαριές οβίδες των Βουλγάρων ήταν άστοχες, ενώ τα δικά μας, με «ταχύ πυρ» έσπειραν πανικό. Ο Βούλγαρος Διοικητής διέταξε υποχώρηση.


Στις 8 το πρωί, τμήματά μας, με επί κεφαλής τον μετέπειτα Στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη, έφτασαν στο σημείο που είχαν κρυφθεί οι Έλληνες του χωριού, οι οποίοι τους υποδέχτηκαν με άκρατο ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια. Στις 8.15 ο Παπαδόπουλος ανέφερε στον Μανουσογιαννάκη:

«Κατέλαβα τη Βέτρινα, εκτοπίζοντας τον εχθρό από τις θέσεις που κατείχε σε υψώματα βορείως του χωριού, μέχρι τώρα επτά διαδοχικά. Ο εχθρός υποχω-ρεί προς το βορρά». 

«Ο Παπαδόπουλος μοι έδωκεν την νίκην» σχολίασε ο Μανουσογιαννάκης. 


Στα δεξιά μας, συνέχιζαν να πιέζουν μετωπικά οι Τρικαλινοί του 5ου Πεζικού, αναγκάζοντας το εχθρικό Πυροβολικό να αλλάξει στόχο. Έτσι εμείς, με το που διώξαμε τους Βουλγάρους και μπήκαμε στη Βέτρινα, «τ’ είχες Γιάννη τ’ είχα πάντα …» Ξεχάστηκε ο πόλεμος και κάναμε πάλι έφοδο στις κορομηλιές αφού η πείνα και, κυρίως η δίψα, μας είχαν ξεθεώσει. Οι Βούλγαροι, σαν μας είδαν να αδρανούμε, ξεθάρρεψαν και επιχείρησαν να αντεπιτεθούν. Ευτυχώς, ήταν εκεί ο 4ος Λόχος του 8ου, με τον Λοχαγό Καραχρήστο, και τους βάστηξε. Και από τα πλάγια, έφερε ο Παπαδόπουλος το 3ο Τάγμα Κρητών και ακολούθησαν άγριες λογχομαχίες. 


Ένας νεαρός Κρητικός, ονόματι Βασιλάκης, είχε επιτεθεί σε έναν γιγαντόσωμο Βούλγαρο και προσπαθούσε να τον λογχίσει. Εκείνος, αποκρούοντας τους λογχισμούς, βούτηξε τον Βασιλάκη απ’ το λαιμό για να τον πνίξει. Αφήνει το όπλο του ο Βασιλάκης, του βάζει μια τρικλοποδιά και τον ρίχνει κάτω. Και κρατώντας τον αυτός τώρα απ’ το λαιμό με το ένα χέρι, με το άλλο του έριχνε γροθιές στο πρόσωπο. Στο τέλος, κατάφερε να βάλει το γόνατο πάνω στο στήθος του Βούλγαρου, ακινητοποιώντας τον. Και τότε τράβηξε με σβελτάδα τη λόγχη του και την κάρφωσε κατ’ ευθείαν στην καρδιά του, δίνοντας τέλος. Πιο δίπλα, ένας άλλος Εύζωνος, απειλώντας με το όπλο έναν Βούλγαρο, τον διέταξε να παραδοθεί. Εκείνος σήκωσε ψηλά τα χέρια, αφήνοντας το όπλο του, αλλά καθώς ο Εύζωνος πήγε κοντά του, άρπαξε το όπλο από την κάννη και προσπάθησε να του το πάρει. Πιο σβέλτος ο Εύζωνος, απέκρουσε την κίνησή του και τον κάρφωσε στην κοιλιά. Σε ένα άλλο περιστατικό, ένας Εύζωνος ξέμεινε μόνος του καλυμμένος σε ένα χαράκωμα πυροβολώντας. Και συνέχισε να πυροβολεί, χωρίς να αντιληφθεί ότι οι άλλοι είχαν υποχωρήσει. Ένας Βούλγαρος αξιωματικός προσπάθησε να τον αιφνιδιάσει, επιτιθέμενος από τα πλάγια. Κατάφερε να πιάσει την κάννη του όπλου του, αλλά έκαψε τα χέρια του, καθώς αυτή είχε ανάψει από τους συνεχείς πυροβολισμούς. Δεν τα έχασε ο Βούλγαρος, έκανε δεύτερη προσπάθεια να πιάσει το όπλο του Ευζώνου από το κοντάκι. Αλλά τώρα ο Εύζωνος είχε το πάνω χέρι. Με μια δυνατή σπρωξιά με το όπλο έριξε κάτω τον Βούλγαρο και τον τρύπησε με τη λόγχη. Αμέσως έτρεξε προς τα πίσω, ενώ όλοι οι Βούλγαροι του ρίχνανε για να εκδικηθούν τον Αξιωματικό τους. Μάταια … ούτε μια σφαίρα δεν τον πέτυχε. Ακούστηκε ακόμη ότι ένας Εύζωνος Λοχίας και ένας Βούλγαρος Στρατιώτης βρέθηκαν νεκροί, ο πρώτος έξω από το χαράκωμα και ο δεύτερος μέσα σ’ αυτό,  έχοντας  διαπεράσει αμοιβαία με τις ξιφολόγχες τα κορμιά τους.       


Η Βουλγαρική αντεπίθεση απέτυχε και οι εχθροί τράπηκαν σε φυγή. Δύο μόνο Τάγματά μας, το 8ο και το 3ο των Κρητών, άρχισαν να καταδιώκουν ίσα με 20 εχθρικά Τάγματα! Η περιοχή από τη Βέτρινα ως τον Στρυμόνα κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους. Δύο εχθρικά τμήματα προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους φυγάδες, αλλά δεν τα κατάφεραν. Παρασύρθηκαν κι αυτά από το ρεύμα των φυγάδων. Στην αρχή, οι Βούλγαροι υποχωρούσαν προς τη σιδηροδρομική γέφυρα του Στρυμόνα, μέχρι που ανατίναξαν ένα τόξο της για να μας εμποδίσουν να τους καταδιώξουμε. Και έτσι, όσοι Βούλγαροι μείνανε στη δική μας όχθη, πήραν τρέχοντας το δρόμο προς τα βόρεια.


Σταματήσαμε λίγο για ανασύνταξη, γιατί είχαμε σκορπιστεί καταδιώκοντας. Η δίψα μας έκαιγε το λαιμό και το μαρτύριο γινόταν χειρότερο, καθώς βλέπαμε σε μικρή απόσταση τα καθαρά νερά του Στρυμόνα. Κατά τις 11 πμ, έχοντας μαζί του 17 μόνο Ευζώνους και ακολουθούμενος από τον Τχη Κολοκοτρώνη και τον Λγό Καραχρήστο, ο Παπαδόπουλος πέρασε βαλλόμενος μέσα από το ποτάμι, διώχνοντας τους άνδρες του εχθρικού Μηχανικού που είχαν διαταγή να την ανατινάξουν,  και ύψωσε στη μισογκρεμισμένη γέφυρα τη σημαία του Συντάγματος. Η πράξη τους μας γέμισε όλους θαυμασμό. Και σαν είδε τους Στρατιώτες να χαζεύουν θαυμάζοντας τον απέραντο κάμπο των Σερρών, τους αποπήρε χαμογελώντας:

«Τι τον κοιτάτε μωρέ; Δικός μας είναι !!!»


Οι απώλειες της Μεραρχίας μας στη διήμερη μάχη ανήλθαν σε 35 νεκρούς και 132 τραυματίες. Από αυτούς, 12 νεκροί και 40 τραυματίες ήταν από το Τάγμα μας και άλλοι 10 νεκροί και 70 τραυματίες ήταν από το υπόλοιπο Σύνταγμα. Ανάμεσά τους και ο Λοχαγός Γεώργιος Παπαδόπουλος , που σκοτώθηκε από σφαίρα, οδηγώντας τον Λόχο του με το περίστροφο στο χέρι, στην έφοδο για τα 4 τοπομαχικά πυροβόλα (ο ηρωικός Λοχαγός, θάφτηκε στο σημείο που έπεσε νεκρός, στα υψώματα πάνω από το στρατόπεδο που φέρει σήμερα το όνομά του). Τα πυροβόλα κυριεύθηκαν, μαζί 8 βλητοφόρα και πλήθος οβίδων. 

(Σημείωση: Είχαν τοποθετηθεί στο ύψωμα που είναι σήμερα ο Λόχος Διοικήσεως. Δύο από αυτά ήταν ταχυβόλα Schneider Canet 120 mm/L14.5 Howitzer, Μ. 1910, που έβαλλαν βλήματα των 21 κιλών (εκρηκτικά με 4,1 kg Trotyl και βολιδοφόρα με 588 των 16 gr) και τα άλλα δύο (τα ανωτέρω εικονιζόμενα) ήταν μη ταχυβόλα Schneider 120 mm/L28, Μ.1897, που έβαλλαν βλήματα 20 κιλών (εκρηκτικά με 1,35 ή 3,16 kg μαύρης πυρίτιδας ή 2 kg Schneiderite και βολιδοφόρα με 369 βολίδες των 16 gr). Ήταν δηλαδή πολύ ισχυρά πυροβόλα για την εποχή, με εξαιρετικά βαριά βλήματα.)


Ο Παπαδόπουλος ήταν ο τελευταίος Λοχαγός των Κρητών που ήταν γερός ως εκείνη την ώρα. Μαζί του τραυματίστηκε κι ο Ανθγός Σταγάκης. Μεταξύ των νεκρών ήταν κι ο Εύζωνος Λοχίας Κεχριμπάρης, σωστός λεβέντης, ευθυτενής και ατσαλάκωτος πάντα, και με ένα μεγάλο χαμόγελο, που δεν το έχασε ούτε στον θάνατό του. Αλλά και ο Λοχίας ο Κοτέλος. Που καθώς ανηφόριζε με τους άνδρες του και σταμάτησε λίγο, να πάρουν μιαν ανάσα, τον είδε ο πανταχού παρών Βελισσαρίου και τον παρατήρησε:

«Κοτέλο, εδώ είσαι ακόμη παιδί μου;»

Τι ήταν να του πει έτσι; Ο Κοτέλος ψιθύρισε μια δικαιολογία και μετά είπε στους Ευζώνους του:

«Παιδιά, δεν θα σταματήσουμε στον πρώτο λόφο, όπως ήταν η Διαταγή, αλλά θα συνεχίσουμε πέρα ως τον άλλο που είναι οι Βούλγαροι. Εμπρός!»

Και πήραν το λόφο οι Εύζωνοι, αλλά πανηγύρισαν χωρίς τον Κοτέλο που ήταν ο μόνος νεκρός μας στην επίθεση αυτή …


Η Ημιλαρχία Ιππικού της Μεραρχίας μας, με επί κεφαλής τον Ανθχο Ιωαννίδη, κάλπασε ως το Σιδηρόκαστρο, που τότε λεγόταν Δεμίρ Ισσάρ, και ύψωσε τη γαλανόλευκη στο Βυζαντινό κάστρο της πόλης. Εκεί βρέθηκαν τα πτώματα του μητροπολίτη και 100 προκρίτων που είχαν σφαγεί από τους Βουλγάρους. Ο Μέραρχός μας, έστειλε τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο:

«Δεμίρ Ισσάρ 27 Ιουνίου

Γενικόν Στρατηγείον 

Ο Βούλγαρος Λοχαγός της Χωροφυλακής Μίκτα Μιλεγκώφ, με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων, συνέλαβε τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον Ιερέα Παπασταύρο, τον Προύχοντα Θωμά Παπαζαχαρίου και πλέον των εκατό άλλων ομογενών, του οποίους έκλεισε στον περίβολο της Βουλγαρικής Σχολής. Όλους αυτούς, την νύχτα της 25ης προς 26 τρέχοντος μηνός Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν. 

Αγγάρεψαν, μάλιστα, Τούρκους χωρικούς και τους έθαψαν στον περίβολο της Σχολής, έξω από τον ανατολικό μαντρότοιχο αυτής. Ο Αξιωματικός του Επιτελείου μου διέταξε την εκταφή αυτών για να βεβαιωθεί για το αποτρόπαιο γεγονός. Πράγματι, σε βάθος πλέον των δύο μέτρων βρέθηκαν μαζεμένα τα πτώματα αυτών που έσφαξαν. Εκτός από τις σφαγές, Αξιωματικοί αλλά και Στρατιώτες του Βουλγαρικού στρατού βίασαν πολλές παρθένους. Μία μάλι-στα από αυτές, ονομαζόμενη Αγαθή Θωμά, κόρη κηπουρού, αντιστάθηκε και την έσφαξαν.

6η Μεραρχία ΔΕΛΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΣ».


Οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν το Δεμίρ Ισσάρ ως Κέντρο Εφοδιασμού. Αυτό είχε ως συνέπεια να κυριευθούν τεράστιες ποσότητες τροφίμων και υλικών: 325.000 οκάδες αλεύρι, 800.000 οκάδες σίκαλη, 325.000 οκάδες ρύζι, 15.000 οκάδες σιτάρι, 205.000 οκάδες κριθάρι, 9.500 οκάδες καλαμπόκι, 105.000 οκάδες αλάτι, 154.000 οκάδες πίτουρα, 2.800 οκάδες φασόλια, 1.050 οκάδες πιπέρι, 1.250 κιβώτια με ζάχαρη, 250 κιβώτια τσάι, 15.000 οκάδες βούτυρο, 80 κιβώτια με ελβετικό τυρί, 12.500 ζεύγη υποδημάτων, χιλιάδες σάκκους με πέταλα αλόγων, 240 νοσοκομειακές σκηνές, 70 κλινάμαξες τραίνου κλπ. Δόξα τω Θεώ, βολευτήκαμε με τσάι και ζάχαρη μια χαρά. Μέσα σε ένα βαγόνι είχαν τροκάνια και κουδούνια. Τα είχανε για να τα κρεμάσουν σε μας, που νόμιζαν πως θα μας νικούσαν και θα μας πιάνανε αιχμαλώτους, αλλά τα φυλάξαμε γι’ αυτούς …


Στο Δεμίρ Ισσάρ, σφάξαμε και αρνιά και βάλαμε σούβλες. Και δύο Εύζωνοι, που είχαν τραυματιστεί ελαφρά στη μάχη, ετοίμαζαν με τέχνη το κοκορέτσι και σχολίαζαν:

«Λοιπόν, άμα τελειώσουμ’ με τη Βουλγαρία, θα τα βάλουμι με την Αυστρία»

«Γιατί ωρέ Μήτρο, πώς σου ήρθε;»

«Άκουσα ότι εκεί στα μέρη τους, έχ’ ούλο λιβάδια μ’ αρνιά …»

«Αέρα και τους φάγαμε! Θα φάμε κι κουκουρέτσ’ Αυστριακό!»

«Αέρα! Αέρα!» φωνάξανε μεμιάς όλοι οι Εύζωνοι από γύρω! Η κραυγή αυτή, που ξεκίνησε σαν κοροϊδία όταν τρέχανε να γλυτώσουν οι Βούλγαροι, μας άρεσε και εξελίχθηκε σιγά σιγά σε πολεμική κραυγή των Ευζώνων .

Ο δεκανέας Σταμάτης Σταματίου...

 Ο έφεδρος δεκανέας Σταμάτης Σταματίου, με τη βουλγαρική σημαία που άρπαξε από Βούλγαρο σημαιοφόρο, πολεμώντας σώμα με σώμα στη μάχη της Στρώμνιτσας, το 1913.





Η Απελευθέρωση της Νιγρίτας

Στις 20 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την πόλη της Νιγρίτας, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Προηγουμένως, ο βουλγαρικός στρατός είχε πυρπολήσει την πόλη και είχε κατασφάξει όσους αμάχους είχαν παραμείνει σ' αυτή.



Η Νιγρίτα απέχει 25 χιλιόμετρα νότια των Σερρών και είναι χτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς Βερτίσκος. Την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ένα από τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της περιοχής. Στις 22 Οκτωβρίου 1913, Έλληνες πρόσκοποι (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα) απελευθέρωσαν την πόλη από τους Οθωμανούς Τούρκους και εγκατέστησαν σ’ αυτή ελληνικές αρχές.


Με το ξέσπασμα του Β' Βαλκανικού Πολέμου, στις 16 Ιουνίου 1913, η Νιγρίτα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, που ενήργησαν αστραπιαία και ανάγκασαν την 7η Μεραρχία, που την υπερασπιζόταν να υποχωρήσει νοτιότερα για να μην κυκλωθεί. Η βουλγαρική ταξιαρχία της Δράμας, που ενήργησε την επίθεση, κατέλαβε όχι μόνο την πόλη, αλλά και την υπερκείμενη αυτής κορυφογραμμή.


Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση. Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η 7η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Μηχανικού Ναπολέοντα Σωτήλη ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Νιγρίτα. Αποτελούσε το άκρο δεξιό του ελληνικού στρατού, που είχε εξαπολύσει την ίδια ημέρα την επίθεση στην κύρια αμυντική γραμμή των Βουλγάρων στον άξονα Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά.


Στο Σούλοβο (σημερινό Σκεπαστό) το 20ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας, μετά από σύντομη μάχη, έτρεψε σε φυγή τρία βουλγαρικά τάγματα, ενισχυμένα με μία ορειβατική πυροβολαρχία. Η μάχη στοίχισε στο σύνταγμα 30 νεκρούς και 169 τραυματίες.


Το πρωί της επομένης (20 Ιουνίου), τα πρώτα τμήματα της 7ης Μεραρχίας εισήλθαν στη Νιγρίτα, την οποία όμως οι Βούλγαροι κατέστρεψαν προτού αποχωρήσουν, προχωρώντας σε πυρπολήσεις οικιών και σφαγές του αμάχου πληθυσμού. «Ότε ο συνταγματάρχης Σωτήλης, κατόπιν επιτυχούς μάχης προς τον εχθρόν, εισήλθεν εις την Νιγρίταν εύρε την μέχρι προ ολίγου ευημερούσαν πολίχνην μεταμορφωμένη εις καπνίζοντα ερείπια και σφαγείον. Εκ των 1450 οικιών της 49 μόνον απέμειναν ιστάμεναι. Πανταχού έκειντο χαμαί πτώματα κρεουργημένα και απηνθρακωμένα των σφαγέντων κατοίκων της. Κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς υπέρ τους 400 κάτοικοι εφονεύθησαν τελείως υπό του βουλγαρικού στρατού προ της υποχωρήσεώς του», έγραψε ο απεσταλμένος των Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφορντ Πράις, για τις βουλγαρικές ωμότητες στη Νιγρίτα.


Ήταν το προανάκρουσμα για το τι θα επικρατούσε στις Σέρρες μία εβδομάδα αργότερα...


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/633


Η μάχη της Κρέσνας, το καλοκαίρι του 1913.

Τα στενά της Κρένσνας ήταν το ανώτατο σημείο κατάκτησης του Ελληνικού Στρατού στη Βουλγαρία, κατά τη διάρκεια του ΄Β Βαλκανικού Πολέμου.




Στα φοβερά στενά της Κρέσνα ο Ελληνικος Στρατος ξεκινώντας, σαν σήμερα, από το Μελισσοχώρι Μυγδονίας (αποτρέποντας βουλγαρική επίθεση στη Θεσσαλονίκη, και συντριβοντας κατόπιν τους Βουλγάρους στο Κιλκίς και το Λαχανά) , στο δρόμο για την Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαβγκόεγκραντ, είκοσι χλμ πριν τη Σόφια) νικησε αλλά σταμάτησε λόγω κυρίως εξωτερικών παρεμβάσεων και παρασκηνιακών ρυθμίσεων.




Τελικά με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το Σεπτέμβρη αναδιπλωθήκαμε στα σημερινά ελληνοβουλγαρικά σύνορα αφήνοντας εκτεταμένες περιοχες όπου διαβιούσαν Ελληνες και Ελληνογενεις με Βουλγάρικη εθνική συνείδηση (λογω καταπιέσεων από τους Κομιτατζήδες). Πόλεις όπως η Πέτριτσα, η Στρώμνιτσα (εκεί είχε στήσει το στρατηγείο του ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος), το Μελένικο , η Άνω Τζουμαγιά, το Στάρτσεβο κλπ αποδώθηκαν οριστικά στους Βούλγαρους.

Ποιο το κέρδος αγαπητοί φίλοι; Η Ανατολική Μακεδονία, μα ήδη απελευθερώσει με τη δυναμη των όπλων μηνες πριν....

Εκθέματα από τους βαλκανικούς αγώνες

 ΔΩΡΕΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΥ

Η οικογένεια του Βεροιώτη Μακεδονομάχου Λάζαρου Θέμελη δώρισε ως μόνιμα εκθέματα στο Βλαχογιάννειο Μουσείο το τυφέκιο του, τα κιάλια του και την παλάσκα που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ως μαχητής κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα όπου έδρασε στην περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας.


Πηγή Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Μπιζάνι 1913 Προετοιμασίες για την επίθεση 4η Μεραρχία (Από το βιβλίο "Εμπρός δια της λόγχης")

 Την ελεύθερη Θεσσαλονίκη δεν την απολαύσαμε, κατά την επιστροφή μας από τη Δυτική Μακεδονία. Ίσα που πρόφτασα να πιω ένα καφέ και να περπατήσω λίγο τα μαγαζιά της Σαμπρή Πασά. Όπου μαντέψτε τι αγόρασα: Τρεις οκάδες αλάτι!



Μα θα μου πείτε:
«Αλάτι; Σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη δεν βρήκες κάτι άλλο να αγοράσεις;»
Και θα απαντήσω:
«Εξαρτάται τι σου λείπει … Φάτε εσείς δυο τρεις φορές βραστό από ανάλατη προβατίνα, και μετά να δούμε τι θα σας έχει λείψει πιο πολύ …»
Και δεν πήρα μόνο αλάτι, είχα αποφασίσει να βελτιώσω το λίγο φαΐ που έτρωγε η διμοιρία μου. Και αγόρασα και εκατό δράμια πιπέρι και ρίγανη και πολλά άλλα μπαχαρικά, μερικά από τα οποία δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Εκείνο το μαγαζί του Στέιν με τα αποικιακά είδη, αλλά και τα άλλα του Μάγιερ και του Μπακ, μου είχαν φανεί σαν «εγκυκλοπαίδιες γεύσης». Πήρα και ένα μεγάλο κομμάτι παστουρμά, από έναν Αρμένη, που με έσφαξε στην τιμή, αλλά χαλάλι του. Τον φάγαμε όλο στο καράβι, κι ας είναι καλά ο Στρατιώτης ο Ζαφειρίου με το μαχαίρι του το κοφτερό, που έκοβε τις φέτες τόσο λεπτές που τις έκανε διάφανες, αλλιώς θα τέλειωνε από την πρώτη μέρα.
Στις 11 Δεκεμβρίου το Σύνταγμα επιβιβάστηκε για την Ήπειρο. Αργά το βράδυ ξεκίνησαν τα καράβια, ήταν η «Αργολίς», η «Ερμούπολις», η «Κασσιανή», η «Σαμψώ» και η «Σταματούλα». Φτάσαμε στην Πρέβεζα στις 14 του Δεκέμβρη και αποβιβαστήκαμε με βάρκες από τα πλοία.
Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, ήρθαν και αναπληρώσεις για τις απώλειες που είχαμε, μετά προωθηθήκαμε στο μέτωπο, όπου μας ανατέθηκε ο τομέας Χάνι Εμίν Αγά, Χάνι Φτελιάς αλλά και κάμποσα υψώματα ψηλά στον Ολύτσικα, εκεί περάσαμε τα Χριστούγεννα.
Συμμετείχαμε στην επίθεση της 7ης Ιανουαρίου, που δεν είχε αποτέλεσμα, και στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της ράχης του Προφήτη Ηλία, στις 11 ως 13 του Γενάρη, όπου είχαμε απώλειες χωρίς να γίνει κάτι.


Το πιο μεγάλο κακό στην Ήπειρο ήταν το κρύο, τα χιόνια και οι λάσπες. Ή θα σαπίζαμε ή θα κοκαλώναμε. Και κάθε φορά που είχαμε υπηρεσίες στις προφυλακές στα υψώματα, είχαμε απώλειες από κρυοπαγήματα.
«Είμαστε εμείς οι Καλαματιανοί για τέτοια; Εδώ θέλει Αρκάδες, που ξέρουν από αυτά …» έλεγε ο πάντα κεφάτος Ηλιόπουλος, που δεν έχανε την όρεξή του για αστεία. Αλλά ήταν κι ο μόνος που με την σπιρτάδα του ξεπερνούσε τα προβλήματα. Στην Πρέβεζα, όταν οι υπόλοιποι γύριζαν στα καφενεία, αυτός είχε πάει στην αγορά και αγόρασε τσαρούχια, μάλλινες κάλτσες και μια κάπα! Την τελευταία την παζάρεψε από έναν Αλβανό που μάλλον ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από την πόλη.
Αλλά με την κάπα δεν χόρταινε την πείνα του. Η πείνα, αυτό ήταν το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα στην Ήπειρο. Είχε καταντήσει σοβαρό καθήκον μου, αλλά και τέχνη, η δίκαιη μοιρασιά τεσσάρων ή πέντε καρβελιών σε τόσους άντρες …
Ευτυχώς, κάποια στιγμή στήθηκαν κοντά μας τα κινητά αρτοποιεία, και από τότε είχαμε άρτο σχεδόν καθημερινά.
Ας είναι καλά ο Μέραρχός μας ο Μοσχόπουλος, που τα φρόντιζε όλα …
Πάντως, η κατάσταση βελτιώθηκε σοβαρά κατά τα τέλη Γενάρη, με τα μέτρα που πάρθηκαν από το Επιτελείο για ανάπαυση και ανασυγκρότηση. Φτιάχτηκαν καλύμματα από λάσπη, κλαδιά και άχυρα, που προφύλασσαν τα αντίσκηνα από κάτω, έφτιαξε κάπως ο εφοδιασμός με τρόφιμα, ήρθαν άρβυλα και ρουχισμός.
Το μόνο «κακό» ήταν οι αγγαρείες και το κουβάλημα. Ετοιμαζόταν επίθεση και έπρεπε να διαθέσουμε άντρες στα μεταγωγικά, που κάνανε μέρες για να φέρνουν τα εφόδια από την Πρέβεζα. Εφόδια κάθε είδους, αλλά κυρίως οβίδες και σφαίρες. Αλλά και άλλα υλικά που έδειχναν ότι οργανωνόμαστε καλά. Μέχρι και σταθμό ασύρματου τηλέγραφου αποκτήσαμε, αν και κάποιοι λέγανε ότι μέσα στα βουνά δεν έκανε και πολλά πράγματα.
Ανήμερα της Υπαπαντής, 2 Φεβρουαρίου, ο Θεός ξέχασε ότι για μας τους Καλαματιανούς ήτανε μέρα … αργίας, και δεν είχε σκοπό να μας αφήσει ήσυχους. Έριξε πάνω από πενήντα πόντους χιόνι, οι Στρατιώτες που κοιμόντουσαν στα αντίσκηνα πλακώθηκαν από το βάρος του χιονιού, που παρέσυρε και τις σκεπές που ήταν από πάνω, φτιαγμένες από κλαριά και άχυρα. Ευτυχώς όμως, σύντομα γλύκανε πάλι ο καιρός και λοιώσανε τα χιόνια. Αλλά στη θέση τους ήρθαν οι λάσπες, άλλο βάσανο ...

Στα μέσα Φλεβάρη, πήραμε διαταγή να μετασταθμεύσουμε σε νέες θέσεις. Σε συνάντηση Αξιωματικών, ο Συνταγματάρχης μας ενημέρωσε ότι ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη μέρα, αλλά δεν μας είπε περισσότερα. Το 8ο και το 11ο Σύνταγμα μεταφέρθηκαν κοντά στα στενά της Μανωλιάσσας και μαζί τους πήγε και η Μοίρα Ορεινού Πυροβολικού. Εμείς πήγαμε στο «στόμα του λύκου», στο ύψωμα 703, έχοντας αριστερά μας τον Προφήτη Ηλία, δεξιά μας το Αυγό και μπροστά μας το τρομερό Μπιζάνι με τα φοβερά κανόνια του. Η κίνησή μας έγινε μέσα στη νύχτα, κάτω από την μύτη των Τούρκικων Προφυλακών, που βλέπαμε τις φωτιές τους και ζηλεύαμε …
Η μεγάλη μέρα της επίθεσης ήταν κοντά. Το ηθικό ανέβηκε κατακόρυφα, παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους.
Ας μπούμε στα Γιάννενα, κι ας πάμε σέρνοντας …

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ

Η ελευθερία για τους Στρωμνιτσιώτες διήρκεσε μόλις ένα μήνα, από τις 27 Ιουνίου 1913 που απελευθερώθηκε η πόλη από τον ελληνικό στρατό μέχρι τις 28 Ιουλίου που επικυρώθηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η αναγγελία της επιδίκασης της επαρχίας Στρωμνίτσης στη Βουλγαρία προκάλεσε πανικό και απελπισία, τόσο στους Έλληνες όσο και στους μουσουλμάνους κατοίκους της. Η απόφαση που επικράτησε αμέσως ήταν να φύγουν όλοι, εγκαταλείποντας τα πάντα. Οι πιο πολλοί την τήρησαν. Οι λίγοι που έμειναν, το έκαναν με βαριά καρδιά διατηρώντας αμυδρές ελπίδες ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν στο μέλλον. 




Από τις 31 Ιουλίου ο δρόμος από τη Στρώμνιτσα προς τη Δοϊράνη είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά από ανθρώπους κάθε ηλικίας που κατευθύνονταν στην Ελλάδα. Οι Στρωμνιτσιώτες, αδυνατώντας να εκποιήσουν τα υπάρχοντά τους, προσπάθησαν να πάρουν μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Ελάχιστα πράγματα όμως κατάφεραν τελικά να διασώσουν, αφού τα διαθέσιμα μεταγωγικά δεν επαρκούσαν για τη μεταφορά 30-35 χιλιάδων ανθρώπων.

Μέχρι τις 7 Αυγούστου είχαν εγκαταλειφθεί 13 από τα 32 χωριά της Στρώμνιτσας, ενώ η πόλη της Στρώμνιτσας είχε εγκαταλειφθεί από τα ¾ των κατοίκων και όσοι είχαν απομείνει ανέμεναν εναγωνίως μεταγωγικά για να αναχωρήσουν κι αυτοί.

Η μετανάστευση τόσων χιλιάδων ανθρώπων έγινε με τρόπο τραγικό. Μικρά ή μεγάλα καραβάνια από χριστιανούς και μουσουλμάνους εγκατέλειπαν χωρίς να το θέλουν τους τόπους που γεννήθηκαν, τους ναούς και τα τεμένη τους, τα χωράφια και τους κήπους τους, τα φτωχικά ή πλούσια σπίτια τους. Στο δρόμο για την ελευθερία, τους συντρόφευε η καταπόνηση του ταξιδιού, η αγωνία για το άγνωστο, οι σκέψεις για το παρελθόν που άφηναν πίσω τους. Πως θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τα δυστυχή αυτά όντα; Τις κατάκοπες γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά τους που σωριάζονταν καταγής από την κούραση και αναλύονταν σε δάκρυα και γοερούς λυγμούς κάτω από τα απορημένα μάτια των παιδιών τους. Τους άντρες με χαρακωμένα από το μόχθο και τον πόνο πρόσωπα που περπατούσαν με σκυμμένα τα κεφάλια αναλογιζόμενοι το σπίτι τους, τους εγκαταλειμμένους τάφων των προγόνων τους, τα παρατημένα χωράφια τους. Τα παιδιά που γαντζώνονταν τρομαγμένα στα φουστάνια των μανάδων τους. Τους γέροντες και τις γερόντισσες με τα βουβά χείλη και τα απλανή βλέμματα που κατέπνιγαν τον πόνο τους μετρώντας τη δυστυχία που τους βρήκε σε αυτή την ηλικία. Οι γηραιότεροι από αυτούς επικαλούνταν σιωπηλά το θάνατο, που κάτω από τέτοιες συνθήκες σίγουρα δεν θα αργούσε να έρθει. 

Στις 10 Αυγούστου, ημέρα Σαββάτου, οι εναπομείναντες Στρωμνιτισώτες έβαλαν φωτιά πρώτα στα σχολεία και την εκκλησία και έπειτα στα σπίτια τους. Τα ωραία οικοδομήματα, το ένα μετά το άλλο, σωριάζονταν σε ερείπια από τις φλόγες που κατέστρεφαν τα πάντα. Το μόνο που απέμενε όρθιο ήταν η ιστορία αιώνων που κάλυπτε το υπερνέφελον πολίχνιον που περιέγραψε ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Ιστορία που ξεκινούσε από Άστραιον των αρχαίων, συνεχιζόταν με την Τιβεριούπολη και τη Στρουμίτζα των Βυζαντινών και έφτανε μέχρι την ηρωική Στρώμνιτσα του Μακεδονικού Αγώνα. 

Πού όμως επρόκειτο να εγκατασταθούν αυτοί οι άνθρωποι; Στις 14 Αυγούστου τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη διαβεβαίωνε ότι η εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών θα γίνει τελικά στο Κιλκίς. Επιτροπή Στρωμνιτσιωτών μαζί με τον μητροπολίτη τους Αρσένιο και το λοχαγό του πεζικού Βλάσιο Τσιρογιάννη, παρουσιάστηκε στο Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη για να συζητήσουν το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων. Ο Δραγούμης δήλωσε στην επιτροπή ότι είχε αποφασίσει η εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών να γίνει στην περιφέρεια του Κιλκίς και τους ενημέρωσε ότι ορίστηκαν επιτροπές που θα φρόντιζαν για τη μεταφορά των προσφύγων, τη σταδιακή τους εγκατάσταση, την κατασκευή παραπηγμάτων, την επισκευή των σπιτιών που δεν είχαν καταστραφεί εντελώς και την τοπογραφική αποτύπωση του τόπου εγκατάστασης τους. Ο Δραγούμης τους ενημέρωσε επίσης ότι στο Κιλκίς θα εγκατασταθούν και οι Μελενικιώτες «οίτινες θα αποτελέσουν ιδιαίτερον συνοικισμόν, χωριζόμενοι από την Νέαν Στρώμνιτσαν δια λεωφόρου».

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...