Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διασπορά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διασπορά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟ 1942 Γράφει ο Χρίστος Παπαδόπουλος*

 Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ , ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΦΑΡΟΥΚ Α’, ΜΑΖΙ ΣΤΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟ 1942


Πολλοί βλέποντας την παραπάνω εικόνα θεωρούν ότι πρόκειται για παλιό νόμισμα της Αιγύπτου. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Μια συνήθης πρακτική του 20ου αιώνα ήταν η έκδοση αναμνηστικών μεταλλίων με αφορμή μια μεγάλη επέτειο, επίσημη επίσκεψη, εγκαίνια, αγώνες ή διεθνείς διοργανώσεις, όπως γίνεται στις μέρες μας με την έκδοση ειδικών αναμνηστικών σειρών νομισμάτων.



Ένα τέτοιο αναμνηστικό μετάλλιο εκδόθηκε για τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου Farouk I ,(σημερινό Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας) στις 2 Αυγούστου 1942, σε τρεις εκδόσεις, από μπρούτζο, επαργυρωμένο μπρούτζο, αλλά και ολόχρυσο, το οποίο δόθηκε στον Βασιλιά Φαρουκ και φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Αλεξάνδρειας.


Στην πρώτη του όψη, όπως βλέπεται στην εικόνα, βρίσκονται οι βασιλικές κεφαλές, του Μεγάλου Αλέξανδρου , του Έλληνα ιδρυτή της πόλης και του βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ , ενω στο κάτω μέρος ένα φοινικικό πλοίο που πλησιάζει τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, πιθανόν ως σύμβολο ναυτικής δύναμης. Με αυτά τα σύμβολα προσπάθησε ο καλλιτέχνης που το σχεδίασε να δείξει την Αλεξάνδρεια μέσα από τους αιώνες της ιστορίας και να συνδέσει το τότε παρόν της με το ένδοξο παρελθόν της. 


Η συγκεκριμένη απεικόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι εμπνευσμένη από Αργυρά τετράδραχμα των Πτολεμαίων με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου του 3ου π.Χ. αιώνα.


Στο μετάλλιο αναφερονται στα ελληνικά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ και στα Αραβικά Φαρουκ Α’ Βασιλευς της Αιγύπτου Ο παλαιότερος και ο σύγχρονος βασιλιάς, δίπλα δίπλα.


Στην πίσω όψη αναφέρονται περίπλοκοι αραβικοί θρύλοι και ημερομηνίες που είναι αδύνατον να διαβαστούν γιατί λείπουν , όπως λένε οι πηγές, βασικά σημεία στίξης της Αραβικής γλώσσας.


Το Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας είναι ένα δημόσιο ερευνητικό πανεπιστήμιο της Αιγυπτιακής συμπρωτεύουσας, που ιδρύθηκε το 1938 ως δορυφόρος του Πανεπιστημίου Fuad (το όνομα του οποίου αργότερα άλλαξε σε Πανεπιστήμιο του Καΐρου). Έγινε ανεξάρτητο το 1942. Ήταν γνωστό ως Πανεπιστήμιο Farouk μέχρι την Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952, όταν το όνομά του άλλαξε σε Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας. Ο μεγάλος φιλέλληνας φιλόλογος και συγγραφέας, Taha Hussein ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας. Είναι πλέον το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο και έχει πολλές συνεργασίες με διάφορα πανεπιστήμια σε διάφορα ερευνητικά πεδία.


*Διευθυντής του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Καΐρου

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Οι Έλληνες της Ουκρανίας έχουν πίσω τους μια μακρά ιστορία 2.500 ετών. Ήδη από τον 6ο  αιώνα είχε αρχίσει ο ελληνικός εποικισμός στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (Ευξείνου Πόντου) και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Η παρουσία αυτή των Ελλήνων είναι αδιάλειπτη εδώ και 27 αιώνες. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την Κριμαία Ταυρίδα ,σύμφωνα με το όνομα των κατοίκων της, των Ταύρων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ηρακλής όργωσε αυτή τη γη χρησιμοποιώντας ένα γιγάντιο ταύρο, (Ηροδότου Ιστορίαι 2.43.1-2.45.3).


Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. οι αρχαίοι Έλληνες αποικιστές άρχισαν να εγκαθίστανται κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Κάπου εκεί βρισκόταν και η μυθική Κολχίδα από όπου ο Ιάσονας πήρε το χρυσόμαλλο δέρας. Το 1777, μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας στη Ρωσία, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ διέταξε την εγκατάσταση όλων των Ελλήνων από τη χερσόνησο στη Βόρεια Αζοφική Θάλασσα, έτσι έγιναν γνωστοί ως Έλληνες της Αζοφικής. Εκεί θα ιδρύσουν μια νέα πόλη, στην οποία θα δώσουν το όνομα της Παναγίας και θα ονομαστεί Μαριούπολη. Από εκεί και πέρα η ελληνική μητρόπολη της Ουκρανίας θα μεταφερθεί στην περιοχή της Μαριούπολης με 23 ελληνικά χωριά. Στην Οδησσό (<Οδυσσεύς), την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας, υπήρχε μία οργανωμένη ελληνική παροικία. Η πόλη είναι συνδεδεμένη με την Ιστορία του Ελληνισμού. Το 1814 ιδρύθηκε στην πόλη η Φιλική Εταιρεία, που προετοίμασε την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Την ίδια χρονιά λειτούργησε και το πρώτο ελληνικό σχολείο. Από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, στον Καύκασο μετανάστευαν μαζικά οι Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως από την περιοχή του Πόντου. Στη Μαριούπολη δημιουργήθηκε ο εκδοτικός οίκος «Κολεκτιβιστής», ο οποίος εξέδιδε την ομώνυμη ελληνόγλωσση εφημερίδα είτε στην ελληνική δημοτική γλώσσα είτε στη μαριουπολίτικη  ελληνική διάλεκτο. Το 1928, μόνο στην περιοχή της Μαριούπολης, λειτουργούσαν 39 ελληνικά σχολεία πρώτης βαθμίδας και έξι της δεύτερης με 159 εκπαιδευτικούς.

Η Σοβιετική Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και κυρίως η εποχή του Ιωσήφ Στάλιν θα επηρεάσει αποφασιστικά το μέλλον των ελληνικών κοινοτήτων. Τον Δεκέμβριο του 1937, με απόφαση της σταλινικής ηγεσίας η ελληνική μειονότητα στοχοποιήθηκε. Περίπου 30.000 Έλληνες μεταφέρθηκαν στη Σιβηρία. Η ελληνική παιδεία απαγορεύτηκε, τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, τα ελληνικά κομματικά τυπογραφεία καταστράφηκαν, οι αυτόνομες  ελλη-νικές περιοχές καταργήθηκαν. Εκατοντάδες έχασαν τη ζωή τους έπειτα από δίκες-παρωδία. Με ψευδείς κατηγορίες, εκτελέστηκαν όλοι οι Έλληνες διανοούμενοι, καθώς και χιλιάδες εργάτες και αγρότες ελληνικής καταγωγής. Πολλοί Έλληνες άλλαξαν τα ονόματά τους και τα έκαναν ρωσικά για να διασωθούν. Όμως το ελληνικό στοιχείο θα αφήσει τη σφραγίδα του και στο μοίρασμα του κόσμου μετά το τέλος του 2ου  Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία της Κριμαίας ήταν η περιοχή της Γιάλτας, μια κωμόπολη που το 1900 κατοικούνταν από 10.000 Έλληνες. Το όνομά της είναι ελληνικό, προερχόμενο από τη λέξη «(αι)γιαλός». Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες από τις βαλκανικές χώρες. Βόρεια της Γιάλτας η περιοχή ονομάστηκε Λιβαδειά και ο Λάμπρος Κατσώνης απέκτησε με τσαρική εντολή μια μεγάλη έκταση γης. Το αρχοντικό που υπήρχε στην ιδιοκτησία του Κατσώνη μετατράπηκε σε ξενοδοχείο υπό την επωνυμία «Λιβαδειά» και σ’ αυτό υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 1945 η περίφημη συμφωνία της Γιάλτας, με την οποία οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μοίρασαν μεταξύ τους τον κόσμο.

Στη συνέχεια, με την άνοδο στη σοβιετική εξουσία του Νικήτα Χρουστσώφ, οι Έλληνες της Ουκρανίας, όπως και της υπόλοιπης πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αποκτούν σχετική πολιτική ελευθερία. Το κλίμα όμως αλλάζει ριζικά, όταν στην εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκεται ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στις 25 Ιανουαρίου του 1989 στη Μαριούπολη, ιδρύεται ο πρώτος ελληνικός σύλλογος, με πρωταρχικό σκοπό την αναγέννηση της ελληνικής διαλέκτου της Μαριούπολης και η εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας. Την 25η Μαρτίου του ίδιου έτους εορτάζεται για πρώτη φορά η εθνική εορτή μας και ακούγεται ο εθνικός ύμνος της Ελ-λάδας. Από το 1992 έως το 2000 στον τοπικό δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό, δύο φορές τον μήνα μεταδιδόταν η εκπομπή «Καλησπέρα». Από το 1992 έως το 1995 στο Ντονέτσκ εκδιδόταν η εφημερίδα «Λόγος», ενώ από το 1994 άρχισε να κυκλοφορεί η εφημερίδα «Χρόνος» του ελληνικού συλλόγου της Μαριούπολης και το 1996 ιδρύθηκε στην ίδια πόλη Ελληνικό Προξενείο. Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται σε εκατοντάδες παιδιά, ενώ οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών της Μαριούπολης, του Κιέβου, της Συμφερούπολης και του Λβοφ έχουν εκπαιδεύσει εκατοντάδες δασκάλους της ελληνικής γλώσσας.

Τις τελευταίες δεκαετίες η Ομογένεια ξαναβρήκε τα βήματα της. Πλέον, τους Έλληνες της Ουκρανίας τους συναντά κανείς παντού. Είναι καταστηματάρχες, ακαδημαϊκοί, ιατροί, δάσκαλοι. Μάλιστα στην προηγούμενη σύνθεση του Κοινοβουλίου της Ουκρανίας υπήρχαν δύο Έλληνες βουλευτές. Πάντως το 2014 αρκετοί Ουκρανοί ελληνικής καταγωγής σκοτώθηκαν στις πολεμικές συγκρούσεις, ενώ μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία ορισμένες ελληνικές κοινότητες εντάχθηκαν στη ρωσική επικράτεια. Σήμερα τα συμφέροντα των Ελλήνων εκπροσωπούνται από 95 ελληνικές κοινότητες σε 21 περιοχές της Ουκρανίας, οι ο-ποίες έχουν ενωθεί στην Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων Ουκρανίας. Η Μαριούπολη με σχεδόν μισό εκατομμύριο κατοίκους είναι το κέντρο του Ελληνισμού, όπως μαρτυρεί και το όνομα .

Επαγγέλματα και επεγγελματικές ταυτότητες των Ελλήνων της διασποράς στην Ευρώπη, 1945-1980. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ακολούθησε μία περίοδος μεγάλης ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, προέκυψε μία σημαντική μείωση του ανδρικού  εργατικού δυναμικού στις παραγωγικές ηλικίες. Τα δύο αυτά στοιχεία οδήγησαν στην ανάγκη μετακίνησης μεταναστών προς τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παρουσίασαν τις επόμενες δεκαετίες τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες της νοτίου Ευρώπης υπήρξαν οι  πηγές, από τις οποίες αντλήθηκε το ανωτέρω εργατικό δυναμικό. Η Ελλάδα ήταν από τις πρωταγωνίστριες χώρες σ' αυτή τη μεταναστευτική διαδικασία.

   Αρχικά θα επιχειρήσουμε να αναπτύξουμε τις επαγγελματικές ταυτότητες και  συμπεριφορές των Ελλήνων μεταναστών της κεντρικής Ευρώπης και των κομουνιστικών κρατών της ανατολικής.  Αντικείμενο μελέτης εν συνεχεία θα είναι η ίδια θεματολογία με αυτή του πρώτου μέρους, πλην όμως σε διαφορετικό γεωγραφικό πλαίσιο, στη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Στο τέλος, θα επιχειρηθεί η εξαγωγή συμπερασμάτων.

 

 

Παγκόσμιος Χάρτης Ελληνικής  Ομογένειας. .Πηγή: Sportime

                                                                        

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΜΠΛΟΚ.

 

 Αντικείμενο μελέτης εδώ, θα είναι η επαγγελματική δραστηριότητα των ελληνικών κοινοτήτων στην κεντρική Ευρώπη και στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Η υπό εξέταση περίοδος είναι μεταξύ των ετών 1945 και 1980.

 Η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας, ήταν ο πιο δημοφιλής προορισμός των Ελλήνων, που κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό κατά την συγκεκριμένη περίοδο. Βασική και σταθερή στρατηγική των Γερμανών, ήταν η προσέλκυση ανειδίκευτων εργατών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η μεγάλη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού έγινε μεταξύ των ετών 1960-1973, ενώ προβλήματα παρουσιάστηκαν στη μετανάστευση κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης των ετών 1966-1967 και 1973-1974.

 Οι Έλληνες, εργαζόμενοι στη Γερμανία, με τη συνδρομή των Γερμανών, ανέπτυξαν έναν ικανοποιητικό βαθμό οργάνωσης του εργασιακού τους χώρου. Ιδρύθηκε ο γερμανοελληνικός σύνδεσμος, που προώθησε τα συμφέροντα των Ελλήνων εργαζομένων. Με μέριμνα του ελληνικού κράτους, συστάθηκε επίσης το γραφείο εργατικού συμβούλου, μέσω του οποίου κλιμάκια του υπουργείου εργασίας συνέδραμαν τους Έλληνες εργαζομένους. Τέλος, από πλευράς Γερμανών βοήθησε και η Ευαγγελική εκκλησία με το Διακονικό ίδρυμα. Οι ανωτέρω οργανώσεις συνέτειναν στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των Ελλήνων στη Γερμανία.

 Ο μεταποιητικός παράγοντας της οικονομίας απορρόφησε τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων εργαζομένων (82%). Η βιομηχανία συγκεκριμένα, ήταν το κύριο κομμάτι της μεταποίησης στο οποίο εντάχθηκαν οι Έλληνες (53%). Η κυριαρχία όμως του δευτερογενή τομέα παραγωγής στην απασχόληση των Ελλήνων μεταναστών δεν ήταν σταθερή. Η πορεία[1] ήταν φθίνουσα καθώς σταδιακά και άλλοι τομείς επαγγελματικοί άρχισαν να απορροφούν το ελληνικό εργατικό δυναμικό. Αυτό το ποσοστό ακολουθεί φθίνουσα πορεία, αν παρατηρήσουμε ότι στην εικοσαετία (1960-1980) κυμαίνεται γύρω στο 80%.

 Στον πρωτόγεννη τομέα παραγωγής απέφυγαν οι ομογενείς να συμμετέχουν, επειδή είχαν κακή εμπειρία από το συγκεκριμένο παραγωγικό χώρο στην Ελλάδα. Υπογραμμίζεται ότι οι Έλληνες που μετακινήθηκαν στη Γερμανία, προέρχονταν σχεδόν όλοι από τον αγροτικό τομέα παραγωγής. Οι μετανάστες της πρώτης γενιάς μετατοπίστηκαν απευθείας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής.

 Το επίπεδο της επαγγελματικής εξειδίκευσης των Ελλήνων παρέμεινε χαμηλό και ελάχιστα εξελίχθηκε, παρά τη μακροχρόνια παραμονή τους στην Γερμανία. Διαπιστώθηκε μόνο μία χαμηλή ανάπτυξη από ανειδίκευτους σε εξειδικευμένους εργάτες. Το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, που έλαβαν οι μετανάστες στη Γερμανία και οι διακρίσεις που υπέστησαν, ήταν οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην ανωτέρω κατάσταση που επισημάνθηκε. Παρόλα αυτά, οι οικονομικές τους απολαβές έφτασαν στο 80% του μέσου Γερμανού.

 Η παρατηρούμενη[2] ενδοκλαδική κινητικότητα έχει φορά από το δευτερογενή προς το τριτογενή τομέα παραγωγής, η δε επαγγελματική κινητικότητα επιδεικνύει μάλλον οριζόντια φορά: από την μισθωτή εργασία προς την αυτοαπασχόληση. Τα επαγγέλματα που κυριάρχησαν ήταν οδηγοί ταξί, εστιατόρια (η ελληνική κουζίνα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής), λιανεμπόριο, μεταποίηση ενδυμάτων, ραφεία, παντοπωλεία κλπ. Η αυτοαπασχόληση είχε τα πλεονεκτήματα της γρήγορης εξεύρεσης εργασίας και των αυξημένων κερδών. Στον τριτογενή τομέα εντάσσονται και οι τέσσερις τράπεζες, που λειτούργησαν και στελεχώθηκαν από Έλληνες υπαλλήλους.

 Εξαίρεση αποτέλεσαν οι εκατό περίπου γουνοποιοί επιχειρηματίες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέχρι σήμερα στην περιοχή του Μάιντς και της Φρανκφούρτης. Ελάχιστοι ακόμη απασχολήθηκαν στον αγροτικό τομέα, εξαιτίας της προηγούμενης κακής εμπειρίας που είχαν στην Ελλάδα. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε., εξομοιώθηκαν εργασιακά σε όλα τα επίπεδα νομοθεσίας με τους Γερμανούς.

 Στην Ελβετία η επαγγελματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε και καθορίστηκε από τη γεωγραφική κατανομή. Στη Γερμανόφωνη βόρεια Ελβετία κυριάρχησε ο δευτερογενής τομέας παραγωγής. Όπως και στη Γερμανία, οι Έλληνες απορροφήθηκαν στη βιοτεχνία και στη βιομηχανία. Ωστόσο, απασχολήθηκαν αρκετοί και στον τριτογενή τομέα παραγωγής (ξενοδοχειακές επιχειρήσεις). Στη Γαλλόφωνη Ελβετία, οι Έλληνες που διέμεναν εκεί, ανήκαν στην οικονομική ελίτ της περιοχής, καθώς ο κύριος όγκος των εγκατεστημένων εκεί ήταν εφοπλιστές τραπεζίτες κλπ. Λίγοι ήταν αυτοί, που ασχολήθηκαν με τον δευτερογενή τομέα παραγωγής.


Έλληνες μετανάστες αναχωρούν για τη Γερμανία. Πηγή: tovima.gr



 Οι λίγοι Έλληνες που διαβίωναν στην ιταλόφωνη Ελβετία, ήταν απόφοιτοι των ιταλικών πανεπιστημίων και αναζήτησαν την τύχη τους εκεί, σε σχετικά με τις σπουδές τους επαγγέλματα, εξαιτίας των εξαιρετικά υψηλών αμοιβών. Επίσης στην Ιταλία, οι Έλληνες εργάσθηκαν κατά βάση στον τριτογενή τομέα παραγωγής ( εμπόριο, ελεύθερα επαγγέλματα κλπ). Αρκετοί πήγαν εκεί επίσης, αναζητώντας επαγγελματική διέξοδο εξαιτίας της δικτατορίας. Τέλος, στην Ιταλία και πριν ακόμη την είσοδο μας στην Ε.Ε., υπήρχαν Έλληνες στη δημόσια διοίκηση.

  Στις κάτω χώρες και κατά βάση στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, οι Έλληνες απασχολήθηκαν στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Ιδιαίτερα στο Βέλγιο, από το 1960 και μετά, οπότε και ξεκίνησε η εισροή Ελλήνων ανειδίκευτων εργατών, αρχικά απασχολήθηκαν στον πρωτογενή τομέα παραγωγής (ορυχεία). Σταδιακά όμως μεταπήδησαν στο δευτερογενή τομέα παραγωγής (σε πιο ειδικευμένη βιομηχανική εργασία). Έτσι και στην Ολλανδία - αρκετοί ήρθαν από το Βέλγιο, μην αντέχοντας τα ορυχεία - την ίδια περίοδο, η βιομηχανία απορρόφησε εργασιακά τους περισσότερους Έλληνες.

  Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες, στις δύο χώρες ( Βέλγιο και Ολλανδία), στρέφονται προς τον τριτογενή τομέα παραγωγής (εμπόριο και παροχή υπηρεσιών). Στο Βέλγιο μέχρι το 1955 ζούσαν επιπρόσθετα περίπου 1000 επιτυχημένοι εγγράμματοι επιχειρηματίες. Στην Ολλανδία σε σχέση με τους Τούρκους[3] και Μαροκινούς μετανάστες, όλο και περισσότεροι Έλληνες απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτείται ειδίκευση ή είναι μικρομεσαίοι επαγγελματίες. Το ίδιο συμβαίνει και στο Λουξεμβούργο (όπου οι Έλληνες απασχολούνται αμιγώς σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

  Στην Αυστρία, οι Έλληνες συγκροτούν μία πετυχημένη ομογένεια, η οποία δραστηριοποιείται στον τριτογενή τομέα παραγωγής (επιστήμες, εμπόριο, επιχειρήσεις), με ισχυρό μεσαίο και μικροαστικό στρώμα. Στη χώρα αυτή, όπως και σε άλλες, θα καταφύγουν και πολλοί κρατούμενοι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου.

 Στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, κατέφυγε μεγάλος αριθμός Ελλήνων, ο οποίος προέρχονταν από δύο κατηγορίες: πολιτικούς φυγάδες (αντάρτες του ΕΑΜ, αριστερούς κλπ) και ανήλικους του παιδομαζώματος, που ακολούθησε μετά την ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σ' αυτούς  προστέθηκε και ένας αριθμός (όχι ιδιαίτερα μεγάλος) ανθρώπων, που ζούσαν στις προαναφερόμενες χώρες πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.


Έλληνες στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Πηγή: iellada.gr



  Οι Έλληνες σ' αυτές τις χώρες εντάχθηκαν στην κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία. Εργάστηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Στην Ανατολική Γερμανία και την Ουγγαρία κυριάρχησε ο δευτερογενής τομέας παραγωγής. Σε χώρες, όπως η Πολωνία και επίσης η Ουγγαρία, κατευθύνθηκαν προς τον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Στα χωριά[4] Κροτσένκο και Λέσκοβατ δημιουργήθηκε ένας κρατικός αγροτικός συνεταιρισμός (Κολχόζ), στον οποίο έζησαν και εργάστηκαν περισσότεροι από 1000 Έλληνες. Όσων προϋπήρχαν του κομουνισμού σ' αυτές τις χώρες, κρατικοποιήθηκε η περιουσία τους.

 Εν κατακλείδι, στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, οι Έλληνες μετανάστες εργάστηκαν στον δευτερογενή τομέα παραγωγής, με τάση μετακίνησης προς τον τριτογενή τομέα παράγωγης. Στις πρώην χώρες του υπαρκτού Σοσιαλισμού, οι Έλληνες είτε εγκλωβισμένοι σ' αυτές, είτε εγκατεστημένοι με τη θέληση τους, προσαρμόστηκαν στο κομουνιστικό μοντέλο.

                                                         

                                                            

EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗ

 

 Ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού της διασποράς ζει και ακμάζει στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Από το σημείο αυτό και ύστερα αυτό θα μας απασχολήσει η επαγγελματική ταυτότητα και δραστηριότητα των Ελλήνων στις χώρες αυτής της γεωγραφικής περιοχής.

 Στις χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου, δηλαδή στην Ισπανία και την Πορτογαλία, δεν διαβιώσε μεγάλος αριθμητικά ελληνικός πληθυσμός.  Η επαγγελματική δραστηριότητα των εκεί Ελλήνων, επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα παραγωγής.

 Πιο συγκεκριμένα στην Ισπανία, οι Έλληνες ασχολήθηκαν με το εμπόριο, καθώς μετανάστευσαν στη χώρα αυτή μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, αρκετοί μικρασιατικής καταγωγής, έμποροι.  Ακόμη, αρκετοί Έλληνες φοιτητές τη δεκαετία 1960-1970, αφού σπούδασαν στην Ισπανία, τελικά παρέμειναν εκεί και ακολούθησαν επαγγέλματα παρεμφερή με τις σπουδές τους. Στην Πορτογαλία τέλος, η ισχνή ελληνική παρουσία ασχολείται αποκλειστικά με τον τριτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

 Βορειότερα, στη Γαλλία επικράτησε επίσης, όπως και στην Ιβηρική χερσόνησο, ο τριτογενής τομέας παραγωγής, όσον αφορά στην επαγγελματική δραστηριότητα των Ελλήνων. Στην υπό εξέταση χρονική περίοδο, αρκετοί Έλληνες σπούδασαν και μετεκπαιδεύτηκαν εκεί (εκμεταλλευόμενοι ευνοϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα), ενώ μετά ακολούθησαν πολλές φορές επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα. Οι Έλληνες[5] που ζουν  στη Γαλλία, κυρίως αυτοί που ζουν στη γαλλική πρωτεύουσα έχουν στην πλειονότητα τους υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και μεγάλο βαθμό ένταξης στη γαλλική κοινωνία. Ο τριτογενής τομέας παραγωγής απασχόλησε κατά βάση και στη Γαλλία τους Έλληνες.

 Στη Γαλλία κατέφυγαν επίσης και αρκετοί πολιτικοί πρόσφυγες, πιεζόμενοι από την επταετή δικτατορία. Αρκετοί από αυτούς ήταν διανοούμενοι, καλλιτέχνες κλπ. Διακρίθηκαν στον καλλιτεχνικό χώρο, πραγματοποιώντας ή ακολουθώντας την ήδη επιτυχημένη καριέρα τους. Οι Έλληνες[6] που ζουν σήμερα στη Γαλλία δεν είναι εργάτες στη βιομηχανία. Είναι κυρίως επαγγελματίες βιοτέχνες, επιχειρηματίες, εστιάτορες, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και ασκούν επιστημονικά επαγγέλματα.


Διαδήλωση Ελλήνων Ομογενών στο ΠαρίσιΠροσθήκη. Πηγή: Real.gr



  Στις τρεις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου ( Σουηδία, Σκανδιναβία και Φιλανδία), καθώς και στη Δανία, υφίσταται ελληνική ομογένεια, η οποία απασχολείται σε διάφορους τομείς της επαγγελματικής δραστηριότητας. Στη Σουηδία, όπου ζουν οι περισσότεροι Έλληνες και στη Δανία, οι  Έλληνες απασχολήθηκαν σε μεγάλα ποσοστά, στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Παρέμειναν στην πλειονότητα τους ανειδίκευτοι εργάτες. Πιο αναλυτικά, στη Σουηδία, σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το 1982, το 34% απασχολήθηκε στον δευτερογενή τομέα παραγωγής. Στη Δανία, οι Έλληνες, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, στη συντριπτική τους σχεδόν πλειοψηφία, ήταν ανειδίκευτοι εργάτες στη βιομηχανία.

 Στη Σουηδία παρατηρήθηκε οργανωμένη μετακίνηση ανθρώπινου δυναμικού, μέσω γραφείων στρατολόγησης. Έτσι[7] πολλοί Έλληνες έφτασαν στη χώρα στο πλαίσιο οργανωμένης στρατολόγησης εργατικής δύναμης από τις βιομηχανίες για να εργαστούν ως ανειδίκευτοι εργάτες, αρκετοί άλλοι μετακινήθηκαν αυτόνομα ή στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης. Υπενθυμίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο απασχολήθηκε στο δευτερογενή τομέα.

 Αρκετοί από τους Έλληνες αιχμαλώτους του Β' Παγκοσμίου πολέμου μετέβησαν στη Σουηδία. Μετά[8] το τέλος του  Β' Παγκοσμίου πολέμου μεταναστεύει περιορισμένος αριθμός Ελλήνων που απελευθερώθηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο οποίος δεν ξεπερνάει τα 250 άτομα. Προς όφελος της οργάνωσης των ομογενών εργαζομένων, ιδρύθηκε στη Σουηδία το Διευθυντήριο των ελληνικών επιχειρήσεων.

 Αρκετά μεγάλη συμμετοχή των Ελλήνων στις βόρειες χώρες, παρατηρήθηκε και στον τριτογενή τομέα παραγωγής. Στη Σουηδία, τα δύο τρίτα των Ελλήνων απασχολήθηκαν στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Στην προαναφερόμενη δημοσκόπηση του 1982, διαπιστώθηκε ότι 63% απασχολήθηκε σε ανειδίκευτες υπηρεσίες. Ενώ επίσης στη Σουηδία παρατηρείται και μία ροπή προς την αυτοαπασχόληση (καθαριότητα, εμπόριο, εστιατόρια). Στη Δανία παρατηρήθηκε  μία ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, φύσης τριτογενούς τομέα (κυρίως γουναράδες και εστιάτορες). Τέλος, στη Φιλανδία, η όχι μεγάλη στον αριθμό, πλην όμως επιτυχημένη οικονομικά, ομογένεια, ανέπτυξε την εν προκειμένω περίοδο, σχετικά καλή επιχειρηματική δραστηριότητα.

 Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Έλληνες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1945-1980, μετείχαν σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Αρκετοί εργάστηκαν και ως ωρομίσθιοι δάσκαλοι, συνδράμοντας τη μεγάλη φοιτητική ελληνική παροικία. Η ομογένεια στη Μεγάλη Βρετανία παρουσιάζει έναν εξαιρετικά μεγάλο πλουραλισμό, όσον αφορά στις κατηγορίες της οικονομικής δραστηριότητας, στις οποίες συμμετέχει.

  Μεγάλες οικονομικές αντιφάσεις συνυπήρξαν στο εσωτερικό της κοινότητας. Ευρισκόμενοι σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες οι Έλληνες, συγκρότησαν επίσης μία ισχυρή εφοπλιστική κοινότητα. Στη διάρκεια[9] των δεκαετιών 1940-1970 εγκαταστάθηκαν στο Σίτι κάπου 200 εφοπλιστικά γραφεία, ενώ μεγάλος αριθμός υψηλόβαθμων Ελλήνων  υπαλλήλων εργάζονταν σε αγγλικές τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, ναυλομεσιτικά γραφεία, ναυπηγεία και εταιρίες προμηθειών της ναυτιλίας.

 Συμπερασματικά, οι ελληνικές ομογένειες στη βόρεια και δυτική Ευρώπη, απασχολήθηκαν κυρίως στο δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα παραγωγής. Η ροπή, η οποία παρατηρήθηκε όσον αφορά την επαγγελματική κινητικότητα, ήταν  η μετατόπιση από το δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα παραγωγής.            


Έλληνες στη Στοκχόλμη. Πηγή: Ελληνική κοινότητα της Στοκχόλμης

               

   

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ                                                                   

 Οι Έλληνες που εργάστηκαν στην ευρωπαϊκή Ήπειρο, μετακινούμενοι προς τις ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των ετών 1945-1980, προέρχονται τις περισσότερες φορές από φτωχές αγροτικές ελληνικές περιοχές (Γερμανία), σε λίγες περιπτώσεις από άλλες γεωγραφικές περιοχές και εργασιακούς κλάδους (Ισπανία). Προέρχονται ακόμη από την αιχμαλωσία κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία (Αυστρία, Σουηδία), καθώς επίσης και ύστερα από διώξεις για πολιτικούς λόγους, κατά την περίοδο της δικτατορίας ( Σουηδία, Γαλλία).

 Από την ανωτέρω ανάπτυξη, έγινε επίσης φανερό ότι σταδιακά παρατηρήθηκε, με την πάροδο του χρόνου, μία ροπή από τον δευτερογενή στον τριτογενή τομέα παραγωγής (Γερμανία, Κάτω χώρες και Σουηδία). Αμιγώς στον τριτογενή τομέα παραγωγής συναντούμε τους Έλληνες στην Ισπανία, την Αυστρία, την Ιταλία (όπου συναντούμε συμμετοχή μέχρι και στη δημόσια διοίκηση). Ενώ ιδιαίτερα επιτυχημένη θα θεωρηθεί, κατά την εν λόγω περίοδο, η ελληνική ομογένεια  σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γαλλόφωνη Ελβετία, η Αυστρία κλπ. Στις χώρες του πρώην υπαρκτού Σοσιαλισμού, υπήρξε υπαγωγή των Ελλήνων που έζησαν εκεί, μεταξύ των ετών 1945-1980, στη  κεντρικά κατευθυνόμενη κρατική οικονομία, με ταυτόχρονη απαλλοτρίωση των περιουσιών τους.

 Από το 1980 η μετανάστευση των Ελλήνων προς το εξωτερικό θα μειωθεί σημαντικά. Ενώ ακόμη, με ιδιαίτερη έμφαση τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, θα μεταβληθεί και η ποιότητα του έμψυχου δυναμικού που μεταναστεύει, καθώς ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες αποδημούν.


 

Παύλος Παπαδόπουλος. Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.

                                              

                                                                 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1)      Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων, Ο Ελληνισμός της Διασποράς 15ος-21ος αιώνας, εκδ Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2006

2)       ΚΛ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α.  Ελληνισμός της Διασποράς τ. Β', εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003



[1]    ) ΚΛ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α.  Ελληνισμός της Διασποράς τ. Β', εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σελ 64.

[2]    ) στον ίδιο σελ. 64

[3]    )Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων, Ο Ελληνισμός της Διασποράς 15ος-21ος αιώνας, εκδ Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2006, σελ. 133

[4]    ) στον ίδιο σέλ. 164

[5]    )Λ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α. , Ο.Π. σελ 141.

[6]    ) στον ίδιο σελ. 141

[7]    )  Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων Ο.Π. σελ. 123

[8]    )Λ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α. , Ο.Π . 115

[9]    ) Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων Ο.Π. σελ. 96


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...