Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλασική μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλασική μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Άντον Μπρουκνερ.

 Ο Άντον Μπρούκνερ (Anton Bruckner, γεννημένος στο Άνσφελντεν της Αυστρίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1824, πέθανε στη Βιέννη στις 11 Οκτωβρίου 1896) ήταν Αυστριακός συνθέτης. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις εννέα συμφωνίες του. Είναι όλες πολύ μεγάλες και είναι γραμμένες σε ύστερο ρομαντικό ύφος για μεγάλη ορχήστρα. Ήταν επίσης οργανίστας και δάσκαλος.



Ο πατέρας του Μπρούκνερ ήταν οργανίστας και δάσκαλος σε ένα μικρό χωριό της Αυστρίας. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών ο Μπρούκνερ έδειχνε μουσικό ταλέντο. Έπαιζε μελωδίες ύμνων σε ένα μικροσκοπικό βιολί και στη συνέχεια έβρισκε τις αντίστοιχες συγχορδίες στο οικογενειακό σπινέτο. Στα δέκα του χρόνια έπαιζε μερικές φορές το εκκλησιαστικό όργανο του χωριού. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1837 έγινε χορωδός στο σχολείο του μοναστηριού του Αγίου Φλωριάν, όπου το 1848 έγινε οργανίστας της εκκλησίας του αβαείου. Εκείνη την εποχή άρχισε να συνθέτει και έγραψε ένα Ρέκβιεμ σε ρε ελάσσονα. Του άρεσε η μουσική του Σούμπερτ και του Μέντελσον και επηρέασαν τον τρόπο που συνέθετε.

Παρόλο που ήταν ευτυχισμένος στο St Florian, οι φίλοι του του είπαν ότι έπρεπε να αναζητήσει μια καλύτερη δουλειά. Τον έκαναν να υποβάλει αίτηση για τη θέση του οργανίστα στον καθεδρικό ναό του Λιντς, την οποία και πήρε εύκολα. Εν τω μεταξύ, προσπαθούσε να μάθει περισσότερα για την αρμονία και παρακολούθησε μαθήματα με έναν διάσημο δάσκαλο, τον Simon Sechter. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα ενορχήστρωσης με τον δάσκαλο Otto Kitzler. Ενδιαφέρθηκε πολύ για τη μουσική ρομαντικών συνθετών όπως ο Λιστ, ο Μπερλιόζ και κυρίως ο Βάγκνερ. Το 1864 έγραψε μια Λειτουργία σε ρε ελάσσονα για χορωδία και ορχήστρα, η οποία έδειχνε ξεκάθαρα την επιρροή του Βάγκνερ. Το 1866 ολοκλήρωσε την πρώτη από τις εννέα συμφωνίες του. Έγραψε επίσης μερικά πολύ όμορφα μοτέτα, τα οποία συγκαταλέγονται στην καλύτερη μουσική του 19ου αιώνα που γράφτηκε για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Το 1866 πέρασε τρεις μήνες σε σανατόριο μετά από νευρική κατάρρευση. Κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων χρόνων του υπέφερε συχνά από κατάθλιψη.

Το 1868 έγινε καθηγητής στο Ωδείο της Βιέννης, όπου δίδαξε αρμονία και αντίστιξη. Αυτή ήταν μια εξαιρετική δουλειά. Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του αφιέρωσε το χρόνο του στη διδασκαλία και στη σύνθεση των συμφωνιών του. Επίσης, ταξίδευε και έδινε ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου στην Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι και στο Royal Albert Hall και στο Crystal Palace στο Λονδίνο.

Η μουσική του ήταν πολύ μοντέρνα για την εποχή του και δεν άρεσε σε κάποιους, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου μουσικοκριτικού Eduard Hanslick. Ο Hanslick είπε ότι ο Μπρούκνερ συνέθετε όπως ο Βάγκνερ, αλλά παρόλο που ο Μπρούκνερ είχε μάθει από τον Βάγκνερ δεν τον αντέγραψε απλώς. Η μουσική του Μπρούκνερ δείχνει τη δική του ισχυρή προσωπικότητα. Ο Hanslick, ο οποίος προτιμούσε τις συμφωνίες του Brahms, έκανε μεγάλο κακό στον Bruckner γράφοντας κακές κριτικές για τη μουσική του. Ήταν κοσμήτορας του μουσικού τμήματος του πανεπιστημίου της Βιέννης και δεν ήθελε να διοριστεί ο Μπρούκνερ λέκτορας στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, ο Μπρούκνερ πήρε αυτή τη θέση το 1875. Έγινε όλο και πιο διάσημος, ιδίως αφότου ο μεγάλος μαέστρος Arthur Nikisch διηύθυνε την πρώτη εκτέλεση της Συμφωνίας του αρ. 7 στο Gewandhaus της Λειψίας το 1884. Του απονεμήθηκαν πολλές τιμητικές διακρίσεις. Τη στιγμή του θανάτου του δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει τη Συμφωνία αρ. 9. Ενταφιάστηκε στον Άγιο Φλόριαν.

Προσωπικότητα

Ο Μπρούκνερ παρέμεινε πάντα ένας απλός άνθρωπος που ντυνόταν και συμπεριφερόταν σαν κάποιος από ένα μικρό χωριό. Ποτέ δεν ένιωθε μεγάλη αυτοπεποίθηση και πάντα ρωτούσε τους άλλους ανθρώπους αν ήταν αρκετά καλός για τη δουλειά του. Ποτέ δεν παντρεύτηκε ούτε είχε μια κανονική σχέση με κανέναν, αν και ερωτεύτηκε αρκετές νεαρές γυναίκες.

Μουσική και επιτεύγματα

Οι συμφωνίες του Μπρούκνερ δείχνουν μια θαυμάσια ικανότητα να αναπτύσσει ιδέες αργά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ορισμένα από τα αργά μέρη διαρκούν περίπου 30 λεπτά. Η μουσική του αναπτύσσεται σταδιακά σε μεγάλες κορυφώσεις με τρόπο παρόμοιο με τη μουσική οργάνων. Τα scherzos του (τρίτα μέρη) είναι μελωδικά χορευτικά μέρη που συχνά ακούγονται σαν χωριάτικοι χοροί. Η μουσική του δείχνει μεγάλες αρμονικές και πολυφωνικές ικανότητες. Ο Μπρούκνερ έκανε συχνά αναθεωρήσεις (αλλαγές) στη μουσική του. Αυτό συχνά δημιουργεί πρόβλημα στους μαέστρους σήμερα, καθώς πρέπει να αποφασίσουν ποια έκδοση θα χρησιμοποιήσουν. Πολλοί μουσικοί πιστεύουν ότι συχνά οι πρώτες εκδόσεις του Μπρούκνερ ήταν οι καλύτερες. Οι αναθεωρήσεις ήταν συχνά περικοπές για να κάνουν μια συμφωνία μικρότερη, ώστε οι ορχήστρες να την παίζουν πιο εύκολα, αλλά οι περικοπές χαλάνε τη ροή της μουσικής. Σήμερα αναγνωρίζουμε τον Μπρούκνερ ως έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς συμφωνιών καθώς και ως έναν σπουδαίο συνθέτη χορωδιακής μουσικής.

Ερωτήσεις και απαντήσεις

Ερ: Ποιος είναι ο Άντον Μπρούκνερ;


A: Ο Άντον Μπρούκνερ είναι αυστριακός συνθέτης, οργανίστας και δάσκαλος.

Ερ: Για ποιο λόγο είναι διάσημος ο Άντον Μπρούκνερ;


A: Ο Άντον Μπρούκνερ είναι ιδιαίτερα διάσημος για τις εννέα συμφωνίες του.

Ερ: Πώς θα περιγράφατε τις συμφωνίες του Άντον Μπρούκνερ;


Α: Οι συμφωνίες του Άντον Μπρούκνερ είναι πολύ μεγάλες και είναι γραμμένες σε ύστερο ρομαντικό ύφος για μεγάλη ορχήστρα.

Ερ: Τι άλλους ρόλους είχε ο Άντον Μπρούκνερ εκτός από το να είναι συνθέτης;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ ήταν επίσης οργανίστας και δάσκαλος.

Ερ: Πότε και πού γεννήθηκε ο Άντον Μπρούκνερ;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ γεννήθηκε στο Άνσφελντεν της Αυστρίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1824.

Ερ: Πότε και πού πέθανε ο Άντον Μπρούκνερ;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ πέθανε στη Βιέννη στις 11 Οκτωβρίου 1896.

Ερ: Πόσες συμφωνίες έγραψε ο Άντον Μπρούκνερ;


Α: Ο Άντον Μπρούκνερ έγραψε εννέα συμφωνίες.

Secrets of the Rhine: Brahms’ Symphony No. 3

In October 1883, Antonín Dvořák wrote to his publisher: “I was recently in Vienna, where I spent very fine days with Dr. Brahms, who had just come back from Wiesbaden,” a picturesque town on the Rhine river in Western Germany. The Czech composer, a good friend of Brahms, continued:

 “You know, of course, how very reticent he is even to his dearest friends and musicians in regard to his work, but towards me he was not so. At my request to hear something of his new symphony, he was immediately forthcoming and played its first and last movements for me. I say without exaggerating that this work surpasses his first two symphonies; if not, perhaps, in grandeur and powerful conception—then certainly in—beauty. […] What magnificent melodies there are for the finding!”



Dvořák was not alone in his enthusiasm; upon the symphony’s premiere the following December with the Vienna Philharmonic, the work was embraced by audiences and critics alike and has remained a cornerstone of the repertoire ever since. The fifty-year-old composer was at the height of his powers, and in addition to the many beautiful melodies that Dvořák noted, his new symphony also displayed vibrant orchestral colors and an ingenious rhythmic and metrical flexibility. The shortest of his four symphonies, it remains a prime example of the musical economy and organic development which Brahms had long cultivated

A SECRET MUSICAL CODE?

But beneath the symphony’s technical perfections lie powerful emotions. Though Dr. Brahms liked to hide behind a professorial mask of craftsmanship and tradition, he was at heart a Romantic. The symphony traces a dramatic narrative arc, and its cyclical technique—in which melodies from earlier movements “cycle back” in later movements—was at the time more characteristic of program music than abstract symphonic music. The guarded Brahms always publicly denied any extra-musical inspiration for his instrumental works, although on rare occasions he gave his friends tantalizing clues about his true sources of inspiration. Regarding the Third Symphony, he said nothing, although scholars have identified a few intriguing musical allusions in the score that suggest that the work was a deeply personal one.

The symphony begins with three powerful chords that underscore the notes F-A-flat-F:

Virtually all of the melodic ideas in the symphony are related to this simple musical motif. The notes are a variant of Brahms’ famous F-A-F “motto.” Brahms’ friend and biographer Max Kalbeck identified F-A-F as a musical cipher for “frei aber froh”—“free but happy”—which was Brahms’ response to his friend Joseph Joachim’s F-A-E, which stood for “frei aber einsam”—“free but lonely.” Both of these can be found in other works (such as the A minor string quartet and the early F-A-E violin sonata, which was composed collaboratively by Brahms, Schumann and Dietrich for Joachim to play).

Brahms’ “frei aber froh” motto reflected his uncompromising need for independence in both his professional and personal life. Though he came close several times, he never married, possibly due to unresolved feelings for Clara Schumann, the disintegration of his parents’ marriage, a fear of being hindered in his work by having to provide for a family, or a simple fear of commitment. Instead, his typical pattern involved a series of intense but platonic crushes on intelligent, beautiful young singers and regular patronage of Vienna’s brothels, whose employees reportedly appreciated his kindness and generosity. Many biographers have also speculated that his purported youthful experiences of supplementing his family’s limited income by playing piano in Hamburg’s red light district may have influenced his relationships with women, although some dispute the claim that he performed in any disreputable establishments. He maintained a close circle of friends throughout his life, but rarely revealed his innermost thoughts and feelings, even to them. It was only though the inscrutable language of music that he gave full expression to his inner world.

The three notes that begin the symphony are not F-A-F, though, but F-A-flat-F. Though the key of the symphony is F major, the note A-flat belongs to F minor, and imbues the opening with a sense of conflict and instability. Indeed, the conflict between F major and F minor will drive the entire symphony, only reaching resolution in its final pages. For Brahms, could this alteration have symbolized doubt or conflicted feelings about his “free but happy” motto? Perhaps, but he may have made the change for purely musical reasons as well.

MEMORIES OF THE RHINE

The third chord also introduces the dynamic main theme of the first movement. Brahms’ stay in the Rhineland must have brought back memories of his formative years with the Schumanns in nearby Düsseldorf. The main idea that forms the basis of this melody is actually a quotation from a passing phrase in Schumann’s Rhenish Symphony, and its rushing, surging character recalls the opening of the same piece. While Schumann’s opening seems to be an uncomplicated, enthusiastic celebration of the famous river, Brahms’ “Rhine” theme is by contrast more laden with a tense, powerful energy: the music lunges back and forth between F major and F minor, realizing the conflict implied by the opening chords. The result is a thrilling, unforgettable beginning.

Soon after, the music broadens and calms as it transitions to the second theme. Just before it appears, Brahms includes an allusion to the music of Wagner, who had died just months before Brahms wrote the symphony. The harmonies just before the second theme arrives are adapted from the “Siren’s Chorus” from Tannhäuser, in which beautiful women sing “Approach the shore! Approach the land, where, in the arms of glowing love, let blissful warmth content your desires!” Although contemporary critics had often pitted Brahms and Wagner against each other as arch rivals, Brahms actually admired Wagner’s music, and even owned part of Wagner’s handwritten manuscript to Tannhäuser for a time (Wagner was dismayed when he found out it had fallen into Brahms’ hands and concocted a plot to get it back). Is this Wagner reference a hint at some secret program or merely a nod to an admired contemporary who had recently passed away? It could also be a simple coincidence, but given that Brahms owned and certainly studied Wagner’s manuscript, that seems unlikely.

Another consideration that makes the reference to Wagner’s “Siren’s Chorus” intriguing was Brahms proximity to the Lorelei rock, a famous cliff on the Rhine just downstream from Wiesbaden. It is likely that the scenery-loving Brahms visited it during his stay, and he was certainly familiar with the legend that the rock was the home of Lorelei, a beautiful, siren-like water spirit that lured passing fishermen to a rocky death with her enchanting song. The legend was perhaps most famously evoked in a poem by Heinrich Heine, which was in turn set to music by Franz Liszt. Compare this bit of Liszt’s song with the new theme that Brahms introduces immediately after the Wagner allusion. Here, Brahms imperceptibly slips from the 6/4 meter of the opening to the 9/4 meter of Liszt’s song, effectively adding a beat to each measure and further relaxing the music. Following a shape similar to that of Liszt’s melody, this lyrical tune for clarinet unfolds naturally and organically above a steady drone bass, giving the music a pastoral atmosphere. Each measure is a variation of the one before, as if the clarinetist is improvising, or noodling on a brief idea. Could this melody represent Lorelei’s song?

The melody is then taken up by other instruments, but soon unravels as the music darkens, transitioning to A minor. Interestingly, at this moment the “frei aber froh” motif reappears in the oboe. The music also returns to the original 6/4 meter, but the rhythms become increasingly unstable, full of syncopations and unexpected accents. The gathering storm disperses as the music suddenly falls down another major third, back to F major and the opening of the piece. Following classical tradition, the music repeats up to this point, giving listeners the chance to become more familiar with the main ideas of the movement.

When the stormy music returns, it leads to a transformed version of the “Lorelei” theme, which becomes passionate and emotionally intense. After this agitato episode, the music calms as a solo horn intones a warm, extended version of the “frei aber froh” motifFragments of the Rhine theme return low in the orchestra, leading to reprises of the Rhine theme and the “Lorelei” theme. The Rhine theme then begins a thrilling coda that dies away to a quiet ending.

The second movement begins in C major with another lyrical melody for clarinet that many have likened to a German folksong. The chorale-like texture of the accompaniment also recalls traditional hymns; indeed, Clara Schumann declared that this movement was “a pure idyll; I can see the worshipers kneeling about the little forest shrine, I hear the babbling brook and the buzz of insects….” Each phrase of the clarinet melody ends with a figure that is echoed in the lower strings; its shape strongly recalls the “frei aber froh” motif, and the contrasting instrumentation suggests a sort of musical conversation between two characters. The melody ends in a blossoming transitional passage that leads to a contrasting second theme. This melancholy, harmonically wandering melody for clarinet and bassoon leads to a strange series of chromatic chords. An increasingly intense development ensues, after which the opening theme returns in such a way that it is nearly impossible to say where the theme begins—a remarkable sleight of hand. Unusually, the melancholy second theme is missing during the reprise of the movement’s themes; in its place is a gorgeous, sunset-like passage leading to the return of the strange chromatic chords. The movement ends with the clarinet stretching out the main theme slower and slower over mysterious, chromatic harmonies.

ROMANI MELODIES

The third movement turns from the pastoral, sunshine-filled landscapes of the first half of the symphony to a more urban, nocturnal atmosphere. The C major of the previous movement now becomes C minor as the cellos open the movement with one of Brahms’ most famous melodies: a slow, bittersweet waltz. The violins then take it up, and after a contrasting phrase, the flute, oboe and horn complete it.

Brahms scholar Malcolm MacDonald has suggested that the melody’s ornamentation imitates Romani (gypsy) music. Likewise, its delicate string accompaniment may be inspired by the characteristic figurations of the cimbalom, an instrument typically associated with Romani music. Though Brahms’ love of this style was most famously manifested in his Hungarian Dances, numerous examples of its influence can be found throughout his oeuvre, ranging from the obvious to the subtle. Though this musical style was often associated with Hungary in Brahms’ day, its true roots lay not with Hungarian peasants but with Romani musicians. It could most often be heard played in cafes, pubs and on street corners; some have likened it to the jazz of nineteenth-century central Europe. Brahms likely associated it with the spirit of independence he so valued.

Brahms’ contemporaries also heard the influence of Romani music in the contrasting central section of the third movement. This strange passage in A-flat major features metrically displaced, sliding figures that float through the woodwinds, answered by tender phrases from the strings. The melody then returns, first in the horn, then the oboe, ending with violins.

The finale begins with a dark, unharmonized melody with an exotic, Phrygian sonority centered on the note C (the Phrygian mode is a variant of the minor scale). As the melody unfolds, an accompanimental texture emerges and reveals that the music is in F minor, fulfilling the implication of the “frei aber froh” motif that began the symphony. This F minor, however, is inflected with the augmented seconds of Romani music, as well as evocative orchestration featuring clarinets and cimbalom-like strings.

This theme is soon interrupted by the surprising return of the melancholy theme from the second movement, now as a tenebrous, mysterious chorale. Suddenly, musical lightning bolts based on the opening Phrygian theme rouse the music, which becomes increasingly tumultuous. A heroic, contrasting second theme appears in the cellos and horns, but the music soon darkens with a series of wrenching pauses followed by a sweeping new theme.

Once this stormy music dissipates, the Phrygian theme reemerges quietly in the woodwinds, as if on tiptoe. The music becomes softer and softer, until an eruption of sound signals the return of the mysterious chorale, this time as the powerful climax of the movement. This segues immediately into a wild reprise of the other themes.

The Phrygian melody then returns once more, unwinding and slowing until it slips into F major. The “frei aber froh” motif reappears, leading to the final incarnation of the mysterious chorale in a broad, noble form that seems to finally resolve the symphony’s tonal conflict. Fragments of the Phrygian theme are combined with the “frei aber froh” motif, the last note of which leads to a last surprise: a shimmering return of the Rhine melody. The music dies away, ending the symphony pianissimo. This hushed ending astonished Brahms’ contemporaries; it is possible that no composer had ended a symphony quietly since the 18th century.

What are we to make of this rich, highly suggestive work? Brahms’ musical allusions, quotations, and thematic recurrences seem to beg for some narrative interpretation. While it is possible to speculate, we will never know exactly what these melodies meant to Brahms, though it seems certain that they did mean something to him beyond abstract exercises in harmony, counterpoint and musical form. Though his distaste for narrative programs may in part have been driven by his desire to conceal his innermost thoughts, Brahms also wanted listeners to imagine their own responses to his works. Like musical inkblots, they invite us to discover our own meanings within them. With its serene ending, this symphony offers us the catharsis of intense emotions that find resolution in inner tranquility. —Calvin Dotsey.


https://houstonsymphony.org/brahms-symphony-3/


Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, ο κορυφαίος κλασικός.



Πηγή: 
 O Ludwig van Beethoven (16 Δεκεμβρίου 1770 - 26 Μαρτίου 1827) είναι μία από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής μουσικής, που συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους ευρύτερα αποδεκτούς συνθέτες όλων των μουσικών περιόδων και είναι από τους πλέον γνωστούς όλων των εποχών.




Γεννήθηκε στη Βόνς. Ο γιος του φλαμανδικής καταγωγής Johann Beethoven και της Magdalena Keverich έδειξε από μικρός αξιοθαύμαστη κλίση στη μουσική.

Ο πατέρας του, τενόρος της βασιλικής αυλής με πρόβλημα αλκοολισμού, παθιασμένος με την περίπτωση του Wolfgang Amadeus Mozart επιθυμούσε να μετατρέψει και τον γιο του σε ένα παιδί θαύμα. Έλαβε εξαιρετική μουσική μόρφωση για την εποχή του, μελετώντας έργα των Johann Sebastian Bach, Carlos Felipe Emmanuel Bach και Muzio Clementi.  Το 1778, ο 8χρονος Ludwig έπαιξε σε ένα κονσέρτο πιάνου στην Κολωνία, και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του τον οδήγησε σε μια περιοδεία ανά την Ολλανδία – η οποία όμως θεωρήθηκε αποτυχημένη. Στη Βιέννη γνώρισε τον θρυλικό Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), από τον οποίο έλαβε ορισμένα μαθήματα και ανέπτυξαν φιλική σχέση, ώσπου μια ασθένεια της μητέρας του τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Βόνη.

Στη συνέχεια γνωρίστηκε με τον κόμη Waldstein, άνθρωπο μορφωμένο και διακεκριμένο πιανίστα ο οποίος τον βοήθησε να ξεπεράσει το χαμό της μητέρας του ενώ τον ανακήρυξε «νόμιμο» διάδοχο του Mozart και του Joseph Haydn (1732-1809), συστήνοντάς τον ένθερμα προκειμένου να του ανοίξει πόρτες στη Βιέννη. Στην Αυστρία, με μεγάλο αριθμό έργων στις αποσκευές του – το πρώτο του έργο το έγραψε στα 10 του χρόνια – η βοήθεια του Κόμη του άνοιξε πόρτες των σαλονιών των αριστοκρατών και του επέτρεψε να μελετήσει με τον Haydn, τον Antonio Salieri και άλλους σπουδαίους μουσικούς σύνθεση, βιολί και συγγραφή για κουαρτέτα και κουιντέτα. Έτσι, έδωσε το πρώτο του δημόσιο κονσέρτο πιάνου, στις 30 Μαρτίου του 1795, αν και ήδη είχε όνομα βιρτουόζου του πιάνου τα τελευταία τρία χρόνια. Το ταλέντο του αναγνώριζαν δάσκαλοι και ευγενείς στηρίζοντάς τον οικονομικά προκειμένου να παραμείνει στη Βιέννη.

 Στο αποκορύφωμα της καριέρας του, ο συνθέτης άρχισε να βασανίζεται από τα συμπτώματα της κώφωσης, τα οποία είχαν εμφανιστεί ήδη από το 1796. Το κόστος ήταν τεράστιο για την ψυχολογία του συνθέτη που έβλεπε ότι έχανε την πλέον απαραίτητη αίσθηση για το επάγγελμα του. Το διαρκές σφύριγμα που άκουγε εμπόδιζε τη σωστή εκτίμηση της μουσικής που άκουγε, ενώ τον έκανε να αποφεύγει την ομιλία. Παρέδιδε μαθήματα πιάνου και μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι μετέπειτα συνθέτες Ferdinand Ries και Carl Czerny. Στις αρχές του 1800 συνέθεσε την περίφημη Σονάτα του Σεληνόφωτος, το μπαλέτο Πλάσματα του Προμηθέα και ολοκλήρωσε τη Δεύτερη Συμφωνία του. Παράλληλα, βελτιώνονται οι σχέσεις του με τους εκδότες και τα έργα του τυπώνονται, επιφέροντας πλέον σημαντικότερα έσοδα στον συνθέτη.


Συνέχισε να συνθέτει με ορισμένες περιόδους μικρότερης παραγωγής λόγω οικογενειακών προβλημάτων αλλά και προβλημάτων υγείας, η οποία από το 1825 κι έπειτα επιδεινωνόταν σταδιακά, ώσπου 
στις 26 Μαρτίου του 1827 έφυγε από τη ζωή. Περί τις 20.000 πολιτών συγκεντρώθηκαν για να τον αποχαιρετίσουν ενώ, όπως ήταν το έθιμο της εποχή, ενταφιάστηκε σε έναν κοινό ανώνυμο τάφο. Ο Franz Schubert, ο οποίος πέθανε τον επόμενο χρόνο κι ενταφιάστηκε δίπλα του, έφερε έναν από τους δαυλούς στην κηδεία του Beethoven. O Ludwig van Beethoven (16 Δεκεμβρίου 1770 - 26 Μαρτίου 1827) είναι μία από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής μουσικής, που συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους ευρύτερα αποδεκτούς συνθέτες όλων των μουσικών περιόδων και είναι από τους πλέον γνωστούς όλων των εποχών.

Γεννήθηκε στη Βόνς. Ο γιος του φλαμανδικής καταγωγής Johann Beethoven και της Magdalena Keverich έδειξε από μικρός αξιοθαύμαστη κλίση στη μουσική.

Ο πατέρας του, τενόρος της βασιλικής αυλής με πρόβλημα αλκοολισμού, παθιασμένος με την περίπτωση του Wolfgang Amadeus Mozart επιθυμούσε να μετατρέψει και τον γιο του σε ένα παιδί θαύμα. Έλαβε εξαιρετική μουσική μόρφωση για την εποχή του, μελετώντας έργα των Johann Sebastian Bach, Carlos Felipe Emmanuel Bach και Muzio Clementi.  Το 1778, ο 8χρονος Ludwig έπαιξε σε ένα κονσέρτο πιάνου στην Κολωνία, και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του τον οδήγησε σε μια περιοδεία ανά την Ολλανδία – η οποία όμως θεωρήθηκε αποτυχημένη. Στη Βιέννη γνώρισε τον θρυλικό Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), από τον οποίο έλαβε ορισμένα μαθήματα και ανέπτυξαν φιλική σχέση, ώσπου μια ασθένεια της μητέρας του τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Βόνη.

Στη συνέχεια γνωρίστηκε με τον κόμη Waldstein, άνθρωπο μορφωμένο και διακεκριμένο πιανίστα ο οποίος τον βοήθησε να ξεπεράσει το χαμό της μητέρας του ενώ τον ανακήρυξε «νόμιμο» διάδοχο του Mozart και του Joseph Haydn (1732-1809), συστήνοντάς τον ένθερμα προκειμένου να του ανοίξει πόρτες στη Βιέννη. Στην Αυστρία, με μεγάλο αριθμό έργων στις αποσκευές του – το πρώτο του έργο το έγραψε στα 10 του χρόνια – η βοήθεια του Κόμη του άνοιξε πόρτες των σαλονιών των αριστοκρατών και του επέτρεψε να μελετήσει με τον Haydn, τον Antonio Salieri και άλλους σπουδαίους μουσικούς σύνθεση, βιολί και συγγραφή για κουαρτέτα και κουιντέτα. Έτσι, έδωσε το πρώτο του δημόσιο κονσέρτο πιάνου, στις 30 Μαρτίου του 1795, αν και ήδη είχε όνομα βιρτουόζου του πιάνου τα τελευταία τρία χρόνια. Το ταλέντο του αναγνώριζαν δάσκαλοι και ευγενείς στηρίζοντάς τον οικονομικά προκειμένου να παραμείνει στη Βιέννη.
 


Από το 1811 έπαψε να δίνει ο ίδιος συναυλίες αφού η ακοή του δεν τον βοηθούσε ενώ φέρεται να έχασε τελείως την ακοή το 1814. Εξαιτίας αυτής της απώλειας, υπάρχει ένα μοναδικό αρχείο των διαλόγων του συνθέτη με τους φίλους του, οι οποίοι του έγραφαν αυτό που ήθελαν να του πουν και στη συνέχεια ο συνθέτης απαντούσε είτε προφορικά είτε γραπτά. Περισσότερα από τα μισά βιβλία ωστόσο με τους διαλόγους του συνθέτη καταστράφηκαν μετά το θάνατό του από τον βιογράφο του Anton Felix Schindler, ο οποίος επιχείρησε να παρουσιάσει μια ιδανική εικόνα του συνθέτη.

 

Οι συνθέσεις της περιόδου εκείνης είναι μεγαλοπρεπείς, με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, ενώ η δομή τους θεωρείται γενικά πιο αφηρημένη και ασαφής. Στα τελευταία έργα του, χρησιμοποίησε επίσης πολύ συχνά το στοιχείο των παραλλαγών. Οι παραλλαγές Diabelli θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα αυτού του είδους και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για αρκετά έργα της ρομαντικής περιόδου. Σχετικά με την πρεμιέρα της 9ης Συμφωνίας του, το 1824, λέγεται ότι χρειάστηκε να τον ακουμπήσει κάποιος για να γυρίσει μετά την ολοκλήρωση της, για να αντιληφθεί το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού – συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα απολύτως, ξέσπασε σε δάκρυα.

Πηγή:https://tvxs.gr/news/%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%B5%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%BF%CF%85-ludwig-van-beethoven

Η Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Μια συμφωνία γραμμένη για το Ναπολέοντα...

 Το δημιούργημά του που θεωρείται, ίσως, το σπουδαιότερο, είναι η 3η Συμφωνία σε Μι ύφεση μείζονα, Opus 55, γνωστή και ως Ηρωική Συμφωνία (Sinfonia Eroica). Πρόκειται για μία συμφωνία του  η οποία σηματοδοτεί την μεσαία και δημιουργική περίοδο του συνθέτη.

Ο συνθέτης ξεκίνησε τη σύνθεση της 3ης, αμέσως μετά το τέλος της 2ης Συμφωνίας σε Ρε μείζονα, Op. 36, ολοκληρώνοντάς την στις αρχές του 1804. Στις 7 Απριλίου του 1805 γίνεται η πρώτη παρουσίαση της συμφωνίας  στη Βιέννη. Η συγκεκριμένη συμφωνία ήταν αφιερωμένη στον Ναπολέοντα, ωστόσο αργότερα ο Μπετόβεν απέσυρε την αφιέρωση του.

Η πρώτη κυκλοφορία του 1806, βρίσκεται στο Lobkowicz Palace, στην Πράγα , μαζί με άλλα κειμήλια του Μπετόβεν. Ανάμεσά τους, χειρόγραφα από από την 4η Συμφωνία και την 5η Συμφωνία, τα οποία περιέχουν διορθώσεις και σχολιασμούς του Μπετόβεν για την παρουσίαση τους.




Ο λόγος που αρχικά η Τρίτη συμφωνία αφιερώθηκε  στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ήταν επειδή ο δημιουργός της θαύμαζε το νέο σύνταγμα του Ναπολέοντα, που ήταν βασισμένο σε "αληθείς αρχές της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, στα ιερά δικαιώματα της ιδιοκτησίας, της ισότητας και της ελευθερίας". Το Μάιο όμως του 1804, όταν μαθεύτηκε ότι ο Ναπολέων ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα, ο Μπετόβεν δήλωσε οργισμένος: "Ωστε κι αυτός δεν είναι τίποτε παραπάνω από έναν κοινό άνθρωπο. Τώρα θα βάλει κάτω απ’ την μπότα του όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα ικανοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Θα βάλει τον εαυτόν του πάνω απ’ όλους και θα γίνει ένας τύραννος!" Αμέσως, έσκισε τη σελίδα με την αφιέρωση "στον Βοναπάρτη" γράφοντας άλλη και  δίνοντας τον τίτλο ΗΡΩΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ.

Αυτή η κορυφαία συμφωνία, σε συνδυασμό με το κείμενο που φέρει τον τίτλο Heiligenstadt Testament, δείχνει το πόσο απελπισμένος ήταν ο συνθέτης της, που είχε έρθει στο χείλος της αυτοκτονίας. Η λατρεία του για τη μουσική και η αφοσίωση στην τέχνη ήταν για εκείνον η σανίδα σωτηρίας του. Με τη μουσική και την τεχνική του, αναθεωρήθηκε η ιδέα του κάλλους στην μουσική. Ο Μπετόβεν κατάφερε κάτι εξαιρετικό: να μοιραστεί μαζί μας το συναισθηματικό κόσμο. Τις χαρές και τις λύπες με τη μουσική του.  Με την Ηρωική συμφωνία, ξεσπά η δημιουργική ενέργειά του που άλλαξε σημαντικά  την συμφωνική μουσική.

Οι αναλυτές κρίνουν ότι η αρχική  αφιέρωση της συμφωνίας στον Βοναπάρτη εγκυμονούσε αρκετούς κινδύνους...

Ο Μπετόβεν με αυτήν του  την κίνηση, ήταν ξεκάθαρος στην προτίμησή του προς τις λαϊκές αρχές, ζώντας στην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία. Και χωρίς αμφιβολία, η συγκεκριμένη αφιέρωση θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση για δύο λόγους. Πρώτον,  επειδή προτίμησε την Επανάσταση και δεύτερον, αν άφηνε την αφιέρωση , τότε θα έδειχνε προτίμηση προς την Γαλλική Αυλή. Όποια και να ήταν η περιπτώση, ο Μπετόβεν θα ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την Βιέννη.

Τελικά, η Ηρωική Συμφωνία αφιερώθηκε στον Πρίγκιπα Lobkovitz θαυμαστή, χορηγό του σπουδαίου συνθέτη, αλλά και λάτρη των τεχνών.

 Γράφτηκε, λοιπόν: Sinfonia Eroica, composta per festeggiare il Souvenire di un grand` Uomo,

E dedicata A Sua Altezza Serenissima

Il Principe di Lobkoviz da Luigi van Beethoven,

Op. 55 No. III. delle Sinfonie.



Πηγή: Κλικ

Η σκοτεινή ημιτελής συμφωνία του Φραντς Σούμπερτ, υπ΄αριθ. 8.

 Ανολοκλήρωτο συμφωνικό έργο του Φραντς Σούμπερτ (1797-1831), σύμφωνα με την πλειονότητα των μουσικολόγων. Υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που θεωρεί το έργο ολοκληρωμένο. Ο πρωτότυπος τίτλο του είναι Συμφωνία αρ. 8 σε Σι ελάσσονα και φέρει τον αριθμό 759 στον κατάλογο Ντόιτς με τα έργα του σπουδαίου αυστριακού συνθέτη. Παρά τις διιστάμενες απόψεις, η Ημιτελής Συμφωνία παραμένει ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα στον χώρο της συμφωνικής μουσικής.





Το 1822 ήταν μια μεστή χρονιά για τον Σούμπερτ, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Συνέθεσε πολλά και αξιόλογα έργα (Λειτουργία σε λα ύφεση, Φαντασία του Οδοιπόρου, λίντερ σε ποίηση Γκέτε, Ένγκελχαρτ, Μπρούχμαν και Σόμπερ), ενώ σε προσωπικό επίπεδο συμφιλιώθηκε με τον υπερπροστατευτικό πατέρα του, με τον οποίον τα είχε «τσουγκρίσει» πριν από τέσσερα χρόνια. Στις 30 Οκτωβρίου άρχισε να συνθέτει τη Συμφωνία σε Σι ελάσσονα, που δημιούργησε αμφισβητήσεις, προβλήματα και δίχασε τους ιστορικούς της μουσικής. 

Ονομάστηκε «Ημιτελής» επειδή αποτελείται από δύο μέρη (Allegro moderato - Andante con moto) αντί των τεσσάρων μιας συνηθισμένης συμφωνίας του καιρού του. Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, όπως ότι ο Σούμπερτ δεν μπόρεσε να εμπνευστεί περισσότερα μέρη, ισάξια με τα δύο πρώτα ή ότι ολοκλήρωσε το έργο, αλλά τα δύο τελευταία μέρη χάθηκαν ή ακόμη ότι συνήθιζε να αρχίζει μία σύνθεση, να την ξεχνάει σ’ ένα συρτάρι και να καταπιάνεται με μια νέα.

Πάντως, υπάρχει ένα προσχέδιο «σκέρτσο» για την αρχή του τρίτου μέρους, με βάση το οποίο διάφοροι συνθέτες επιχείρησαν να τη συμπληρώσουν, χωρίς όμως επιτυχία.

Το ερώτημα αν τελικά πρόκειται για ανολοκλήρωτη συμφωνία ή όχι δημιούργησε το γεγονός ότι ο Σούμπερτ την προσέφερε και την αφιέρωσε στη Μουσική Εταιρεία της Στυρίας για την τιμή που του είχε κάνει ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο μέλος της. Οι μουσικολόγοι, λοιπόν, που αντιτίθενται στο όρο «Ημιτελής», προβάλλουν το επιχείρημα ότι θα ήταν αδιανόητο ο συνθέτης να προσφέρει σε ένα μουσικό ίδρυμα ένα ατελές έργο του. Έτσι, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ο συνθέτης την είχε συλλάβει στη μορφή που την παρουσίασε, δηλαδή με μόνο δύο μέρη.

Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1865 στη Βιέννη, 34 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του συνθέτη. Η Ημιτελής παρουσιάζεται εξαιρετικά σκοτεινή με έντονα δραματικά στοιχεία και διαμετρικά διαφορετική από τις υπόλοιπες συμφωνίες του συνθέτη. Γι’ αυτό θεωρείται ως η πρώτη ρομαντική συμφωνία του Σούμπερτ.




Πηγή: Σαν Σήμερα

Οι περίοδοι της κλασικής μουσικής.

Η κλασική μουσική είναι ένα αυθεντικό παιδί της Ευρώπης από την εποχή του Μεσαίωνα – και λίγο νωρίτερα. Έχει περάσει μέσα από διάφορα κύματα προβολής και επιρροής, που ξεκινούν από την Αγγλία και την Γαλλία και φτάνουν μέχρι την Γερμανία και την Ιταλία. Οι μουσικοί ιστοριογράφοι για να μπορέσουν να διαχωρίσουν τις τάσεις των εποχών της, επιλέγουν να την χωρίζουν σε 6 περιόδους.




Μεσαίωνας: Είναι η περίοδος πριν το 1400 που χαρακτηρίζεται από τα μονωδικά άσματα ή αλλιώς και Γρηγοριανά μέλη. Πήραν το όνομα τους από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα και έχουν κυρίως εκκλησιαστική μορφή άρα και θρησκευτικό χαρακτήρα.

Αναγέννηση: Περίοδος από το 1400 μέχρι το 1600, χαρακτηρίζεται από μαδριγάλια αλλά και από τραγούδια με λατινικό στίχο. Ουσιαστικά είναι η άνθιση της μουσικής της τέχνης και η πρώτη μορφή κειμένων που συναντούν την μουσική, όπως τα ποιήματα του Βοκάκιου και οι εκφραστικές συνθέσεις του πρωτοπόρου Κάρλο Τζεζουάλντο.

Μπαρόκ
: 1600-1750. Ξεχωρίζει για το απαλό μεν έντονο χρώμα στις μελωδίες, με την πλειοψηφία τους να είναι τόσο ακουστικές όσο και χορευτικές.

κλασική
: Ξεκινάει από τα μέσα του 1750 μέχρι την πρώτη δεκαετία του 1800. Η κλασική μουσική αποκτά για πρώτη φορά δομή και ισορροπία. Δεν υπάρχουν κομμάτια που αρχίζουν και τελειώνουν σε περίεργα σημεία, αλλά αρχή μέση και τέλος που υπακούν σε μουσικές αρχές και στην επαγγελματική αρμονία. Είναι η εποχή της γέννησης της Ευρωπαϊκής μουσικής.

Ρομαντική: 1820-1900. Μεγάλα κομμάτια με συναισθηματικές μελωδίες και έντονα χαρακτηριστικά.

Νεότερη: Είναι το κύμα της μουσικής που έρχεται μετά το 1900 και δεν γνωρίζει σύνορα και οδηγίες. Η τελευταία 15ετία ωστόσο χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στον ρομαντισμό.

Τα οφέλη της κλασικής μουσικής...

 Το πιο κλασικό που θα έχεις ακούσει μέχρι σήμερα, είναι ότι κατεβάζει την αρτηριακή πίεση και συστήνεται μέχρι και από γιατρούς σε γυναίκες που εγκυμονούν και είναι όλα αλήθεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Γιατρεύει την μελαγχολία και την κατάθλιψη, βοηθάει στην καλή διατήρηση της μνήμης μας, ενώ κάποιες από τις μελωδίες θεωρούνται ότι καταπραΰνουν τον πόνο των μυών μας. 



Να συνεχίσουμε; Εντείνει την παραγωγικότητα, ρίχνει σε μεγάλο βαθμό τον δείκτη του άγχους και ανεβάζει την παραγωγή της ντοπαμίνης, την ουσία που εκκρίνει ο εγκέφαλος όταν νιώθουμε ευτυχισμένοι. Οπότε μην νιώθεις περίεργα αν έχεις ξεκινήσει να αναπτύσσεις μία αγάπη για αυτή. Γιατί είναι πραγματικά μία κατηγορία μόνη της. Αυτό που καλείσαι να κάνεις, είναι να ακολουθήσεις τον ενθουσιασμό σου και την καρδιά σου. Όποια μελωδία σου τραβήξει την προσοχή, είναι αρκετά καλή για να της χαρίσεις τον εαυτό σου ολόκληρο. Γιατί η κλασική μουσική είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Είμαστε εμείς.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...