Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία Αθήνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία Αθήνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς

 Το Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς (Πρόμαχος = που μάχεται στη πρώτη γραμμή) ήταν κολοσσιαίο έργο γλυπτικής στην Αρχαία Αθήνα. Τοποθετημένο στην Ακρόπολη μεταξύ των Προπυλαίων και του Ερεχθείου, ήταν ορατό από μεγάλη απόσταση, ακόμα και από τα πλοία που έπλεαν ανοιχτά του Σουνίου. Ο Παυσανίας αναφέρεται για το άγαλμα ως «η μεγάλη χαλκή Αθηνά» στην Ακρόπολη,σύμφωνα με την γραπτή του μαρτυρία η αιχμή του δόρατος (θα πρέπει το δόρυ να είχε μήκος 9-16μ.) και το λοφίο του κράνους της θεάς ήταν ήδη ορατά όταν πλησίαζε κανείς (στον Πειραιά) πλέοντας από το Σούνιο.



Χρηματοδοτήθηκε από τα λάφυρα των Μήδων του Μαραθώνα και ήταν έργο του Φειδία. Στο άγαλμα αυτό η Αθηνά παρουσιάζονταν όρθια, και πάνοπλη όπως στην μάχη. Το δόρυ της ήταν τόσο μεγάλο που το ύψος του υπερέβαλε τον Παρθενώνα. 

Κατά μία παράδοση, ο ηγέτης των Βησιγότθων Αλάριχος (370-410 μ.Χ.), τον καιρό που διενεργούσε επιδρομές κατά των ελληνικών κτήσεων του Βυζαντίου, είδε την Αθηνά Πρόμαχο επάνω στην Ακρόπολη να κινείται και από φόβο αποφάσισε να μην εισβάλει στην Αθήνα.


Το όλο καλλιτέχνημα ήταν επιβλητικό και αξιοθαύμαστο, αλλά ακόμα πιο θαυμαστή ήταν η ασπίδα, στην οποία ο καλλιτέχνης παρίστανε την μάχη των Λαπιθών με τους Κενταύρους. Η ύπαρξη του αγάλματος της Αθηνάς Προμάχου ίσως να ταυτοποιείται σε ορισμένα Αττικά νομίσματα που κόπηκαν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ., παρέχοντας ενδείξεις για τον εντοπισμό εκδόσεων σωζώμενων γλυπτών. Ίσως το άγαλμα αυτό να αποτέλεσε το πρότυπο για την κατασκευή αργότερα του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου.


Η Πρόμαχος περιστοιχιζόταν από διάφορα λάφυρα και άλλα μικρότερα αναθήματα και παίρνουμε έτσι μια ιδέα της μορφής των Ιερών κατά την αρχαιότητα. Η Αθηνά Πρόμαχος μεταφέρθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και καταστράφηκε το 1204 μ.Χ. κατά την διάρκεια της πρώτης καταστροφικής άλωσης από τους "σταυροφόρους".

Πηγή: Αρχαιολογία

Παλμύρα

Παλμύρα

    Αρχαία πόλη στην ομώνυμη όαση της συριακής ερήμου. Το εμπόριο των καραβανιών δημιούργησε τον πλούτο της πόλης, η οποία τον 3o αι. μ.Χ. έπαιξε σημαντικότατο ρόλο εξαιτίας της πρόθεσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να καταλάβουν το έδαφος των Πάρθων για να προφυλαχθούν από το βασίλειο των Σασανιδών. 



Η Π. ιδρύθηκε κατά την Παλαιά Διαθήκη από τον Σολομώντα, μερικοί όμως αμφισβηστούν το γεγονός. Η πρώτη μνεία της πόλης γίνεται σε επιγραφή του 1115 – 1100 π.Χ., όπου ονομάζεται, κατά την τοπική διάλεκτο, Ταντμάρ. Στους πρώτους αι. π.Χ. οι κάτοικοί της ήταν Άραβες, που μιλούσαν την αραμαϊκή. Στα χρόνια των Σελευκιδών ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας τους. Mετά έγινε ανεξάρτητη, και ήδη το 42 π.Χ. αποτελούσε με τις γύρω περιοχές πλουσιότατο μικρό κράτος με πληθυσμό αραβικό, ρωμαϊκό και ελληνικό. Στα χρόνια εκείνα η Π. έγινε εμπορικός σύνδεσμος του ρωμαϊκού με το παρθικό κράτος και αποτελούσε σημαντικό πέρασμα προς την Πέτρα και γενικά την Αραβία. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να ανησυχούν για την ακμή της Π. αλλά η εκστρατεία του Μάρκου Αντώνιου εναντίον της δεν πέτυχε. 

Μερικά χρόνια αργότερα έχουμε αυθεντικά στοιχεία για την Π. από αραμαϊκές επιγραφές. Πληροφορούμαστε μάλιστα από αυτές, ότι οι επιδρομές ληστρικών φυλών εναντίον της, ανάγκασαν τους ηγεμόνες της να εξοπλίσουν στρατό ώστε να προασπίσουν την ανεξαρτησία της. Η περίοδος της ακμής της Π. συμπίπτει με τα έτη 130-270 μ.X. Η πόλη γνώρισε καταστροφές στα χρόνια της εκστρατείας του Τραϊανού εναντίον των Περσών αλλά ο Αδριανός που την επισκέφτηκε αργότερα την ανοικοδόμησε, δίνοντάς της το όνομα Αδριανή Πόλη. Η Π. πέρασε τελικά στην επικυριαρχία της Ρώμης, που χρησιμοποίησε μάλιστα στον ρωμαϊκό στρατό τους περίφημους μισθοφόρους τοξότες της. 

Στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. της δόθηκαν μερικά προνόμια και οι κάτοικοί της υιοθέτησαν ρωμαϊκά επώνυμα. Τότε άρχισε να εδραιώνεται και η θέση της οικογένειας των Σεπτίμιων, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της πόλης. Ο Σεπτίμιος Οντενάτ πήρε τον τίτλο του συγκλητικού με εντολή του Αλέξανδρου Σεβίρου (230 – 231 μ.Χ.) και ο γιος του Σεπτίμιος Χαϊράν, του πρίγκιπα της Π. (ρας Ταντμόρ). Ο γιος του τελευταίου Σεπτίμιος Οντενάτ, ο Οδαίναθος ή Οδέναθος των αρχαίων Ελλήνων, ήταν ο σύζυγος της Ζηνοβίας. Ο Ουαλεριανός τον ανακήρυξε ύπατο (258) και του παραχώρησε δικαιώματα που καλλιέργησαν το φιλόδοξο σχέδιό του να καταστήσει την Π. διάδοχο των κτήσεων της Ρώμης στην Ανατολή. Μετά την ήττα του Ουαλεριανού στην Έδεσσα (260), ο Οδαίναθος άρχισε να ενοχλεί τον Πέρση βασιλιά Σαπώρ A» με επιδρομές. Οι Ρωμαίοι, που ήταν αντίπαλοι των Περσών, τον ενίσχυσαν και τον αναγόρευσαν αντιβασιλιά της Ανατολής (262). Ο Οδαίναθος νίκησε τότε σε αρκετές μάχες τους Πέρσες και κατόρθωσε να εδραιώσει την παλμυρική κυριαρχία στη Συρία του Ευφράτη και στην Αραβία.

 Το 266 όμως (ή 267) δολοφονήθηκε μαζί με τον γιο του Ηρώδη στην Έμεσσα, το σημερινό Χομς, και τον διαδέχτηκε η Ζηνοβία, ως επίτροπος του άλλου γιου τους Βαχμπαλάτ ή Αθηνόδωρου. Η Ζηνοβία προσάρτησε στο κράτος της Π. την Αίγυπτο, ανακήρυξε το γιο της βασιλιά, η ίδια αυτοανακηρύχθηκε βασίλισσα (270 – 271). Σύντομα όμως οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την Π. (άνοιξη του 272). Λίγο αργότερα οι Παλμυρηνοί επαναστάτησαν και οι Ρωμαίοι, για αντίποινα, ξεθεμελίωσαν την πόλη. Το 274 η Ζηνοβία κόσμησε τον θρίαμβο του Αυρηλιανού. Παρά τις προσπάθειες των Ρωμαίων να ξαναφέρουν την πόλη στην παλιά της ακμή, η Π. βρισκόταν πλέον σε κατάσταση μαρασμού. Το 400 ήταν σταθμός της A» Ιλλυρικής λεγεώνας. Ο Ιουστινιανός έχτισε εκεί υδραγωγείο, κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. 

Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Άραβες αποικίστηκε και πάλι και συνέχισε τη διαδρομή της ως αραβική πόλη πια, μέχρι το 1089, όταν καταστράφηκε από σεισμούς. Ανοικοδομήθηκε και πάλι για να καταστραφεί εκ νέου από τον Ταμερλάνο και να περάσει στην αφάνεια, ως μικρός αραβικός οικισμός. Στα χρόνια ωστόσο της γαλλικής κατοχής της Συρίας, το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα ερείπια της πόλης, στάθηκε αφορμή να χτιστούν εκεί τουριστικά ξενοδοχεία και να δημιουργηθεί ένας νέος οικισμός.

 Το αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των αρχαιοτήτων της Π. είναι μεγάλο. Χώρια από τις πολυάριθμες επιγραφές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι στην ελληνική, τα μνημεία της Π. μαρτυρούν ότι η τέχνη της αποτελεί κρίκο της αρχαίας ελληνικής και της ανατολικής χριστιανικής, με διασταύρωση ρωμαϊκών και άλλων τεχνοτροπιών. Ιδιαίτερα αξιόλογο μνημείο είναι ο ναός του Ήλιου, που αποτελεί το επίκεντρο πολλών άλλων μνημειακών οικοδομών. Υπάρχει ακόμα και μικρός ναός αφιερωμένος στην Άρτεμη. Η αρχαία πόλη είχε τρεις υπόγειες νεκροπόλεις και πολυάριθμους επίγειους τάφους, που βρίσκονται κατάσπαρτοι στην περιοχή.

 Από τα χριστιανικά μνημεία διασώθηκαν τα θεμέλια δύο εκκλησιών και από τα νεότερα το φρούριο του Φαχρεντίν του 16ου αι. Τέλος, τα παλμυρηνά νομίσματα με την ελληνική επιγραφή ΠΑΛΜΥΡΑ, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την ποικιλία των τύπων τους. Στην Π., καλλιτεχνικό κέντρο όπου συναντήθηκαν η κλασική τέχνη με τις ανατολικές επιδράσεις, αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στη γλυπτική, πρωτοποριακές τάσεις των μοτίβων της τέχνης της όψιμης αρχαιότητας, όπως είναι η ανάμειξη ρεαλιστικών και συμβολικών στοιχείων, η αδιαφορία για τη δήλωση χώρου και τοπίου, η μετωπικότητα και οι ιεραρχικές αναλογίες των προσώπων. Κατάλοιπο Μεγαλοπρεπούς κτίσματος της αρχαίας πόλης Παλμύρας.

Αττικός κύαθος.

Ανήκει στα συμποσιακά σκεύη που είχαν άμεση σχέση με τον οίνο. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι προσέθεταν στον αποθηκευμένο οίνο αρωματικά φυτά προκειμένου να τον αρωματίσουν. Με αυτό το σκεύος μπορούσαν να αντλήσουν τον οίνο από τον κρατήρα, να τον διηθήσουν και να τον μετακενώσουν στο κύπελλο των συμποσιαστών.



Οι καμπύλες του Παρθενώνα

Στο σχέδιο του Παρθενώνα δεν υπάρχει καμία ευθεία γραμμή, αλλά απαλές καμπύλες. Ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης κατασκεύασαν το ναό με ασύλληπτες λεπτομέρειες. Στην ανθρωποκεντρική αρχιτεκτονική κατασκευή του Παρθενώνα δεν υπάρχει καμία ευθεία! Αντιθέτως, υπάρχουν ανεπαίσθητες καμπύλες και μάλιστα αδιόρατες, πού δίνουν όμως την εντύπωση ότι ο στυλοβάτης π.χ. είναι ευθύς και εντελώς επίπεδος. Ανάλογη είναι και η καμπύλη των επιστυλίων.



Αυτό έγινε γιατί ο Ικτίνος προνόησε και έλαβε υπόψιν του την φυσική ατέλεια του ανθρώπινου οφθαλμού. Έτσι δημιούργησε την οφθαλμαπάτη στον θεατή που κοιτάζει υπό ορισμένη γωνία τον Παρθενώνα, ότι ο ναός ανυψώνεται στον αέρα. Οι κίονες, ως γνωστόν, υφίστανται μία εξόγκωση (η οποία καλείται «ένταση») στο μέσον περίπου του ύψους του κίονα. Εκείνο, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι πως οι άξονες των κιόνων, όπως και το επιστύλιο με το διάζωμα, έχουν μια ανεπαίσθητη κλίση προς τα μέσα, που κυμαίνεται από 0,9 έως 8,6 εκατοστά.


Αυτή η κλίση σημαίνει πως αν προεκτείνουμε νοερά τους άξονες προς τα πάνω, θα ενωθούν σε κάποιο ύψος σχηματίζοντας μια νοερή πυραμίδα. Το σημείο πάνω από την κρηπίδα, στο οποίο ενώνονται οι νοερές πλευρικές επεκτάσεις των κιονοστοιχιών του Παρθενώνα, είναι περίπου 1.852 μέτρα. Αυτό, μετρούμενο, βρέθηκε ότι δημιουργεί έναν όγκο, που είναι περίπου ο μισός της Μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπα στην Γκίζα της Αιγύπτου.


Το οπτικό αποτέλεσμα είναι εκτός από αρμονικό πολλές φορές και απροσδόκητο, μιας και ο Παρθενώνας καταφέρνει να δείχνει εντυπωσιακά μεγαλύτερος από το πραγματικό του μέγεθος, χωρίς όμως να βαραίνει το χώρο.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...