Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τι ακριβώς είναι το Διεθνές Δίκαιο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Τι ακριβώς είναι το Διεθνές Δίκαιο; Σύμφωνα με ένα αρκετά διαδεδομένο ορισμό, είναι «το νομικό σύστημα το οποίο διέπει τη διεθνή κοινότητα. (Ρούκουνας)». Ενώ ένας άλλος ορισμός το ορίζει ως «το σύνολο νομικών κανόνων οι οποίοι διέπουν αποκλειστικώς τις σχέσεις μεταξύ των κρατών ή και Διεθνών Οργανισμών.»(Σκαλτσάς). Το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο διαπερνά όλους τους τομείς του εσωτερικού δικαίου χωρίς φυσικά να περιορίζεται στις διακρατικές σχέσεις. Επιπλέον, ρυθμίζει ολοένα και περισσότερο κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς.


  Τα κράτη είναι ανεξάρτητες οντότητες και σχηματίζουν de facto κοινωνία, τη διεθνή κοινότητα. Η διεθνής κοινότητα δεν αποτελείται μόνο από τα κράτη αλλά και από τα ανθρώπινα όντα, τα οποία αποτελούν τα κράτη. Και τα δύο έχουν ανάγκη κανόνων. Οι κανόνες αυτοί ρυθμίζουν σχέσεις, συμβιβάζουν συμφέροντα και κανονίζουν τη δικαιοδοσία των νόμων.

  Σήμερα παρατηρείται παγκοσμίως εντυπωσιακή παρέμβαση του νομικού επιστήμονα και κυρίως του εσωτερικού δικαστή, στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διεθνών κανόνων. Οι χρήστες του Διεθνούς Δικαίου είναι αναρίθμητοι. Ο ρόλος των Διεθνών Συνθηκών είναι σήμερα καταλυτικός, καθώς ενσωματώνουν νόμους σύμφωνους προς το Διεθνές Δίκαιο.

 

Διεθνής Συνθήκη.

  Τι σημαίνει όμως Διεθνής Συνθήκη; Υπό την ευρεία έννοια του όρου σημαίνει μια σειρά από διαδικασίες που απολήγουν στην τελική έκφραση της βουλήσεως των κρατών. Η Συνθήκη (treaty, traite, Vertrag, trattato, tratendo) εννοείται η κάθε συμβιβαστική σχέση που συνάπτεται μεταξύ των υποκειμένων του Διεθνούς Δικαίου είτε μεταξύ κρατών και Διεθνών Οργανισμών που έχουν δικαιοπρατική ικανότητα και αποσκοπούν στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων. Παράλληλοι όροι είναι: σύμβαση, συμφωνία ανταλλαγή επιστολών, πρωτόκολλο, διακήρυξη, σύμφωνο, καταστατικός χάρτης, τελική πράξη, understanding, memorandum, modus Vivendi κλπ. Με τη σύναψη Συνθήκης τα κράτη αναλαμβάνουν διάφορες δεσμεύσεις.

  Η σύναψη Συνθήκης περιλαμβάνει διαπραγμάτευση, επεξεργασία και διατύπωση κειμένου. Αρχικά γίνεται διαπραγμάτευση προκειμένου να επιτευχθεί συνεργασία.



  Η διαφορά μεταξύ διμερών και πολυμερών συνθηκών είναι ευδιάκριτη. Από νομική άποψη αυτοί οι δύο τύποι διαφέρουν ως προς την ακτινοβολία τους, καθώς σπάνια διμερής συνθήκη έχει οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση εθιμικών κανόνων, αλλά ως προς τη διαπραγμάτευση και σύναψη, την έναρξη ισχύος, τη δυνατότητα διατυπώσεως επιφυλάξεων, την ερμηνεία την αναθεώρηση, τη λήξη ισχύος κλπ. Στις πολυμερείς συνθήκες, το στοιχείο συλλογικότητας ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενο και το σκοπό τους.

  Η υπογραφή μιας συνθήκης αποτελεί διεθνή δέσμευση και αναγνωρίζει την υπόσταση του κειμένου. Αποτελεί επιπλέον και υπόσχεση από το εκάστοτε κράτος ότι θα εξετάσει τη δυνατότητα επικύρωσης της, σύμφωνα με το άρθρο 17 της Σύμβασης περί Συνθηκών. Τα κράτη εκφράζουν τη βούληση να δεσμευτούν άνευ εταίρου από το κείμενο της συνθήκης σύμφωνα με το άρθρο 17 της ίδιας συνθήκης (περί Συνθηκών). Τέλος, η επικύρωση μιας συνθήκης μπορεί να γίνει πολύ αργότερα από την υπογραφή της.

   Σχετικά με την έναρξη ισχύος μιας συνθήκης θα πούμε ότι υπάρχουν συνθήκες που ισχύουν από τη στιγμή της υπογραφής τους. Επίσης, αν η συνθήκη δεν περιέχει διάταξη σχετική με την έναρξη ισχύος είναι δυνατόν να ισχύσει και μετά την κατάθεση ορισμένου αριθμού επικυρώσεων από κάποια κράτη. Γενικότερα οι Διεθνείς Συμβάσεις τίθενται σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους της κάθε μιας από την επικύρωση τους με νόμο του κράτους.

 

Κλάδοι του Διεθνούς Δικαίου.

  Η κλασική νομική επιστήμη υιοθετεί μια παραδοσιακή διάκριση δικαίου σε κανόνες δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Το Διεθνές Δίκαιο διακρίνεται λοιπόν σε δύο μεγάλους κλάδους: Το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο.

  Το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο αφορά κράτη και πολιτείες που αποκτούν διεθνή προσωπικότητα. Έρχεται φυσικά σε αντιδιαστολή με το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο  και άλλες νομικές οντότητες όπως οι Διεθνείς Οργανισμοί (Ο.Η.Ε., ΝΑΤΟ, Ο.Ο.Σ.Α. κλπ). Οι προαναφερόμενοι οργανισμοί αποκτούν νομική προσωπικότητα.



  Από την άλλη το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο αφορά κυρίως τους υπηκόους των κρατών. Κανονίζει τη δικαιοδοσία των νόμων στους οποίους υπόκεινται οι υπήκοοι των διαφόρων κρατών στις διάφορες ενέργειες τους. Έχει να κάνει κυρίως με αστικές υποθέσεις όταν οι διάδικοι είναι υπήκοοι δύο ή περισσότερων διαφορετικών κρατών.

 

Διακρίσεις του Διεθνούς Δικαίου.

  Το Διεθνές Δίκαιο διακρίνεται και σε Ειδικό και Γενικό. Το Γενικό εφαρμόζεται από σχεδόν όλα τα κράτη ενώ από την άλλη το ειδικό, από τον προσδιορισμό του και μόνο γίνεται κατανοητό ότι αφορά ορισμένα μόνο κράτη. Θα αναφερθώ σε ακόμη μια διάκριση, αυτή μεταξύ Γραπτού και Άγραφου Διεθνούς Δικαίου. Το Γραπτό είναι το Ειδικό Διεθνές Δίκαιο, το αποκαλούμενο Συμβατικό Διεθνές Δίκαιο, που περιλαμβάνει Διμερείς ή Πολυμερείς (μεταξύ κρατών) Διεθνείς Συμβάσεις. Το Άγραφο είναι στην ουσία το Γενικό Διεθνές Δίκαιο, που απεριλαμβάνει την Αρχή Τήρησης Συμβάσεων (pacta sunt servant), καθώς και την ετεροδικία ορισμένων διπλωματών κλπ.

  Η υιοθέτηση μιας Διεθνούς Συνθήκης από το εσωτερικό δίκαιο ενός κράτους σε κάποιες περιπτώσεις απάντησε σημαντικές αντιδράσεις. Κυριάρχησε κάποιες φορές ο φόβος ότι μέσω μιας συνθήκης θα προέκυπτε κίνδυνος επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα. Πρόκειται για μια αναχρονιστική άποψη, καθώς η διεθνής ζωή επηρεάζει αναπόφευκτα την πραγματικότητα των κρατών. Η Σύμβαση Συνθηκών του 1969 με το άρθρο 27 ορίζει: «ένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί το εσωτερικό δίκαιο για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή μιας Συνθήκης.» Η σύναψη μιας συνθήκης είναι η τελική ενέργεια η οποία ολοκληρώνεται με την επικύρωση της. Συνεπώς ορθά επισημαίνεται ότι οι σχέσεις εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου υποδηλώνουν τη διαμάχη μεταξύ της κρατικής κυριαρχίας και της διεθνούς δικαιοδοσίας.



  Το Διεθνές Δίκαιο ρυθμίζει κατά κύριο λόγο τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, ενώ το εσωτερικό δίκαιο, που είναι πιο περιορισμένο, τις σχέσεις μεταξύ ατόμων ενός κράτους. Το εθνικό δίκαιο θεσπίζεται από κάθε κράτος μόνο του, από την άλλη το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζεται από δύο ή περισσότερα ή από όλα τα κράτη. Και τα δύο συστήματα εντάσσονται στο νομικό πλαίσιο της έννομης τάξης. Ο σκοπός του Διεθνούς Δικαίου είναι να εξασφαλίσει τα πρωτεία στο εσωτερικό δίκαιο. Για τη σχέση εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες εκ διαμέτρου αντίθετες, οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους.

  Σύμφωνα με τη ¨Μονιστική θεωρία¨ υφίσταται ενότητα μεταξύ Διεθνούς Δικαίου και εσωτερικής έννομης τάξης. Οι κανόνες δικαίου διαβαθμίζονται σε επάλληλες νομικές κατηγορίες, επειδή όμως το νομικό σύστημα του Διεθνούς Δικαίου είναι ελλιπές πρέπει να θεωρείται μέρος του παγκοσμίου δικαίου που αποτελείται από τα επιμέρους εθνικά δίκαια. Εξαιτίας της αλληλεξάρτησης των κανόνων δικαίου, το Διεθνές Δίκαιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο. Τα εσωτερικά όργανα εφαρμόζουν το Διεθνές Δίκαιο ως υπέρτατο κανόνα, έτσι στην πυραμίδα που σχηματίζεται δεν μπορεί να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου.

  Σε περιπτώσεις σύγκρουσης εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου υπερέχει, κατά τη ¨Μονιστική θεωρία¨ το δεύτερο και όχι το πρώτο όπως υποστηρίζει η ¨Δυΐστική θεωρία¨. Κάτι τέτοιο έχει επικρατήσει στο Διεθνές Δίκαιο σήμερα και είναι υποχρεωμένοι όλοι να δεχτούν το Διεθνές Δίκαιο, και ειδικά τα εθνικά δικαστήρια αλλιώς παρανομούν. Όλα αυτά σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο το οποίο ενεργεί απευθείας στο αντίστοιχο εσωτερικό δίκαιο. Το Κοινοτικό Δίκαιο επικαλύπτει, τροποποιεί και συμπληρώνει το εσωτερικό δίκαιο και όμως παραμένει Κοινοτικό/Ενωσιακό Δίκαιο. Οι αντιρρήσεις που προτάσσονται στη ¨Μονιστική θεωρία¨ επικεντρώνονται κυρίως στο γεγονός ότι καταργεί την αυθυπαρξία του εσωτερικού δικαίου.


  Σύμφωνα τώρα με τη ¨Δυΐστική θεωρία¨, η οποία επικρατούσε στο Διεθνές Δίκαιο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, τα δύο συστήματα είναι ισοδύναμα και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Οι πηγές, τα υποκείμενα και η θεσμική διάρθρωση διαφέρουν ανάμεσα στα δύο συστήματα. Το Διεθνές Δίκαιο δεν έχει υποχρεωτική ισχύ στο εθνικό δίκαιο. Το εσωτερικό δίκαιο επίσης δεν έχει ισχύ πάνω στο Διεθνές, καθώς οι κανόνες του εσωτερικού δικαίου απορρέουν από τη βούληση του κράτους, ενώ αυτοί του Διεθνούς από την κοινή βούληση των κρατών.

  Το κράτος υποχρεώνεται να θεσπίσει ένα παράλληλο κανόνα και στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά τη θεωρία αυτή, σύμφωνα με το Ρούκουνα, ακόμη και στις ακραίες περιπτώσεις, κατά τις οποίες μια διεθνής συνθήκη περιέχει, δηλαδή δίκαιο που μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο στην εσωτερική νομοθεσία, από όλα τα συμμετέχοντα στη συνθήκη κράτη, αυτό το ενιαίο δίκαιο δεν εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο μόνο του. Αν το εθνικό δίκαιο συμπίπτει με το Διεθνές Δίκαιο δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν συγκρουστούν όμως ποιο θα κυριαρχήσει; Σε αυτήν την περίπτωση τα εσωτερικά όργανα είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν το Σύνταγμα και τους Νόμους τους.

 

Η εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.

  Οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου εφαρμόζονται υποχρεωτικά από το δικαστήριο εφόσον δεν αντιτίθενται σε εσωτερικό νόμο. Γενικώς, οι κανόνες Διεθνούς Δικαίου καθίστανται, σύμφωνα με το Σκαλτσα, υποχρεωτικοί δια τα κρατικά όργανα και τους ιδιώτες μόνο μετά: «Το σχηματισμό των εις εθνικόν δίκαιον. Τούτο ειδικώς ισχύει προκειμένου μερί των Διεθνών Συνθηκών, αι οποίαι κυρούμεναι και δημοσιευμέναι, αποτελούν νόμο του κράτους.»

  Το άρθρο 2 παρ. 2 του ελληνικού συντάγματος το διευκρινίζει αυτό ξεκάθαρα. Σύμφωνα πάλι με το Ρούκουνα η διάταξη αυτή περιέχει δύο στοιχεία: Το πρώτο είναι η συμμόρφωση προς το Διεθνές Δίκαιο, που πρέπει να εξακολουθεί να είναι παράδοση για τη χώρα μας, και το δεύτερο είναι η πολιτική επιδίωξη για ειρήνη και δικαιοσύνη (στοιχεία που το ένα συμπληρώνει οπωσδήποτε το άλλο) μέσα από δυναμικές πρωτοβουλίες για ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τους άλλους λαούς και με τα άλλα κράτη. Τα όργανα του κράτους έχουν έτσι μια σαφή επιταγή στο πρώτο σκέλος της διατάξεως και μια προκαθορισμένη πολιτική ως προς το δεύτερο μέρος της διατάξεως. Σημειώνεται ότι η όλη δομή του άρθρου 2 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975 ήταν κακή, αλλά και η διατύπωση δεν ήταν καλύτερη. Το 1986 η διατύπωση έγινε σαφέστερη και όταν το άρθρο 2 παρ. 2 αναφέρεται στις φιλικές σχέσεις «μεταξύ των λαών και των κρατών» εννοεί «μεταξύ των άλλων λαών και των άλλων κρατών».


   Ας ακολουθήσουμε τη συνέχεια του σκεπτικού του Ρούκουνα: «Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια βασική παρατήρηση: Το πνεύμα με το οποίο συντάχθηκαν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1975 περί Διεθνούς Δικαίου αξίζει κάθε έπαινο και τοποθετεί τη χώρα μας ανάμεσα στις πιο προσαρμοσμένες (συνταγματικώς) στις σύγχρονες ανάγκες της διεθνούς ζωής. Η διατύπωση όμως των διατάξεων αυτών από φραστική, καθώς και από νομοτεχνική άποψη υπήρξε αδόκιμη, και έχει οδηγήσει σε άσκοπες παρερμηνείες. Και αυτό θα είχε αποφευχθεί αν λαμβάνονταν υπόψη από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή μερικές παρατηρήσεις που έγιναν τότε από εμπειρογνώμονες του κλάδου. Αν δε, για να διευκρινίσει κανείς το κείμενο του Συντάγματος, αναζητήσει λύσεις στα πρακτικά των υποεπιτροπών, της επιτροπής της Ε΄ Ολομέλειας της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής τότε είναι που θα δυσκολευθεί περισσότερο, γιατί αρκετοί από τους αγορητές δεν ήταν οικείοι με το Διεθνές Δίκαιο.» Σύμφωνα με τον ίδιο «Για το συμβατικό δίκαιο το Σύνταγμα απαιτεί για να εφαρμοστεί ένας κανόνας Διεθνούς Δικαίου να έχει κατισχύσει του νόμου, δηλαδή να έχει κυρωθεί διά νόμου.»

  Υπάρχουν όμως και συνθήκες που δεν έχουν κυρωθεί με νόμο. Πρόκειται για συμφωνίες απλοποιημένης μορφής που δεν αποτελούν Διεθνείς Συνθήκες. Οι Συνθήκες αυτές εντάσσονται με διάταγμα ή απόφαση. Συνεπώς αυτές οι Συνθήκες σε περιπτώσεις συγκρούσεων με τον εσωτερικό νόμο δεν πρέπει να θεωρούνται ότι κατισχύουν του νόμου (Ρούκουνας).

  Το Σύνταγμα του 1975 αναγνωρίζει πρωτεία μόνο υπέρ συνθηκών που έχουν κυρωθεί με τυπικό νόμο. Έτσι λοιπόν, ο εφαρμοστής δικαίου διαβάζει τον κανόνα αυτόν και τον αντιπαραβάλλει προς το εσωτερικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, και με αυτό θα κλείσουμε, θα πρέπει να επιδιώκεται αρμονία Διεθνούς και Εσωτερικού Δικαίου…

 

 -Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Τι ακριβώς είναι το Διεθνές Δίκαιο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Τι ακριβώς είναι το Διεθνές Δίκαιο; Σύμφωνα με ένα αρκετά διαδεδομένο ορισμό, είναι «το νομικό σύστημα το οποίο διέπει τη διεθνή κοινότητα...