Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Γκαίτε και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

 Γράφει ο Μιχάλης Κωνσταντής

Μετά το 1806, και αφού ο Ναπολέοντας έθεσε υπό τον έλεγχό του τη Γερμανία, ο βαρόνος Βέρνερ Φον Χαξτχάουζεν, ο οποίος μιλούσε δεκατρείς γλώσσες και είχε σπουδάσει Νομικά, Ανατολικές Σπουδές και Ιατρική, όντας πολέμιος του Βοναπάρτη, αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Αγγλία. Για να βιοπορίζεται, έπιασε δουλειά ως γιατρός σε ένα ναυτικό νοσοκομείο κοντά στο Λονδίνο. Ο γιατρός αυτός μια μέρα, καθώς περπατούσε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, άκουσε μια παρέα Ελλήνων ναυτικών να σιγοτραγουδούν κάτι που το βρήκε ενδιαφέρον. Ο Χαξτχάουζεν, ο οποίος μιλούσε και ελληνικά, παράτησε τη δουλειά που έκανε και πήγε κοντά στους Έλληνες ναυτικούς παρακαλώντας τους να του πουν το τραγούδι τους. Τότε αυτοί ξεκίνησαν:

«Συννέφιασε ο Παρνασσός,
βρέχει στα καμποχώρια
κι εσύ, Διαμάντω, νύχτωσες,
πού πας αυτήν την ώρα;

Πάω γι’ αθάνατο νερό,
γι’ αθάνατο βοτάνι
να δώσω της αγάπης μου
ποτέ να μην πεθάνει».





Για όσες μέρες έμειναν στο νοσοκομείο οι Έλληνες ναυτικοί, ο Χαξτχάουζεν κατέγραφε μαγεμένος τα τραγούδια που του έλεγαν. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος προέβαινε σε συστηματική καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών.

Το 1814, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο βαρόνος Φον Χαξτχάουζεν πήγε στο συνέδριο της Βιέννης, έχοντας στις αποσκευές του τα δημοτικά τραγούδια που του είπαν οι Έλληνες ναυτικοί. Η Βιέννη τότε αποτελούσε παγκόσμιο πολιτικό και πνευματικό κέντρο, στο οποίο είχαν σημαντική παρουσία και δράση Έλληνες των γραμμάτων και του πνεύματος. Έναν απ’ αυτούς συνάντησε εκεί ο Χαξτχάουζεν, τον Μακεδόνα Θεόδωρο Μανούσο, και του είπε πως θέλει να καταγράψει όσο το δυνατόν περισσότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια με σκοπό να τα εκδώσει. Πρόθυμος ο Μανούσος πήγε τον βαρόνο στη γιαγιά του, την κυρία Αλεξάνδρα, η οποία τους είπε αρκετά τραγούδια. Ακολούθως, ο Χαξτχάουζεν, που είχε πλέον συγκεντρώσει έναν σημαντικό αριθμό τραγουδιών, τα μετέφρασε σε έμμετρη γερμανική γλώσσα, αλλά η εκδοτική του προσπάθεια δεν μπόρεσε να συνεχιστεί, επειδή ο ίδιος ένιωθε πως δεν διέθετε τις κατάλληλες γνώσεις, προκειμένου να προλογίσει και να επεξηγήσει ικανοποιητικά τα τραγούδια.

Έτσι, ο Χαξτχάουζεν, μη μπορώντας να συνεχίσει τα εκδοτικά του σχέδια, έδωσε σε μερικούς γνωστούς του τα τραγούδια αυτά για να τα διαβάσουν. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο μεγάλος ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Ο Γκαίτε ερωτεύτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του το είδος αυτό της ελληνικής λαϊκής ποίησης. Τόσο, που σε κάθε ευκαιρία παρότρυνε τον Χαξτχάουζεν να εκδώσει αμέσως τα δημοτικά τραγούδια. Ο Γκαίτε είχε τόσο γοητευθεί, που σε επιστολή προς τον γιο του Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου του 1815, αναφέρει με ενθουσιασμό ότι το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων «είναι τόσο δραματικό, επικό και λυρικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του στον κόσμο. Οι εικόνες αυτού του τραγουδιού είναι εκπληκτικές. Δυο βουνά μαλώνουν μεταξύ τους, ένας αετός μιλάει με το κομμένο κεφάλι ενός κλέφτη, ένας κλέφτης λέει να του κόψουν το κεφάλι για να μην το πάρουν οι Τούρκοι…»

Αυτήν την ευτυχία που γεύτηκε ο Γκαίτε, ερχόμενος σε επαφή με το δημοτικό μας τραγούδι, θέλησε να τη μοιραστεί με έναν σημαντικό αριθμό λογίων της Γερμανίας. Έτσι, κάπου το φθινόπωρο του 1815, οργάνωσε μια φιλολογική σύναξη με τους σημαντικότερους λογίους της Γερμανίας και τους «σύστησε» τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων. Είχαν όλοι μείνει άφωνοι. Ο ενθουσιασμός με τον οποίον τους μιλούσε ο Γκαίτε, οι εικόνες που δημιουργούσαν με τη φαντασία τους ακούγοντας τα τραγούδια, η πρωτόγνωρη για αυτούς ποιητική δομή, τα μορφολογικά και τα άλλα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, τους είχαν καθηλώσει.

Πέρασαν 200 και πλέον χρόνια από εκείνο το φθινόπωρο του 1815, που ο Γκαίτε μίλησε μπροστά σε κοινό για το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία κατά την οποίαν κοινοποιήθηκε και ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε ως μέγιστο ποιητικό είδος το νεοελληνικό δημοτικό μας τραγούδι, το οποίο καθόρισε μάλιστα και το ποιητικό ύφος πολλών σημαντικών ευρωπαίων ποιητών.

Τέλος, για την ιστορία, να πούμε ότι η συλλογή του Χαξτχάουζεν κυκλοφόρησε πολλά χρόνια μετά, στα 1935. Τον είχαν προλάβει πολλοί άλλοι, οι οποίοι γνώρισαν και αυτοί το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων και είχαν, όπως φαίνεται, τις κατάλληλες γνώσεις για να εκδώσουν μια τέτοια συλλογή. Πρώτος εξ αυτών ήταν ο Γάλλος Κλωντ Φωριέλ, που στα 1824 εξέδωσε για πρώτη φορά συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Ο Γκαίτε, όμως, ήταν εκείνος που το φθινόπωρο του 1815, έξι χρόνια πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση, έδωσε στο δημοτικό μας τραγούδι μια «διεθνή αίγλη» και ώθησε έκτοτε πολλούς άλλους ευρωπαίους λόγιους και διανοούμενους να το ανακαλύψουν μεθοδικότερα. Και μετά το συνέδριο της Βιέννης, σιγά-σιγά ο φιλελληνισμός υπό την ευρεία πλέον έννοιά του, εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και άρχισαν να καταφτάνουν πολλοί φιλέλληνες μετά το 1821, προκειμένου να συνδράμουν τους Έλληνες στον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα.


Πηγή: https://cognoscoteam.gr


Το λαϊκό παραμύθι. Κούρτογλου Αργυρώ

Το παραμύθι είναι έργο συλλογικό, μακραίωνο διαχρονικό και επέζησε μέσω του

προφορικού αρχικά λόγου (Αναγνωστόπουλος Βασίλης, 1997: 113-114). Ο κόσμος

του παραμυθιού κινείται στην σφαίρα του φαντασιακού, ονειρικού και τερατώδους,

εκεί όλα είναι πιθανά, και όπως αναφέρει η Marthe Robert στην εισαγωγή του

βιβλίου Τα Παραμύθια των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994: 13), δημιουργεί

εξωπραγματικούς χαρακτήρες με νεράιδες νονές και ομιλούντα ζώα. Η λέξη

παραμύθι προέρχεται εννοιολογικά από την λέξη «παραμυθία» που σημαίνει

παρηγοριά, όρος που μας παραπέμπει σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που έχουν τα

λαϊκά παραμύθια, να μαγεύουν και να κατευνάζουν (Δελώνης Αντώνης, 1990:101).

Τα παραμύθια μπορούν να ειδωθούν ως παρηγορητικές, λαϊκότροπες μικρές ιστορίες

οι οποίες όχι μόνο καθησυχάζουν και τέρπουν το ασυνείδητο των παιδιών αλλά και

διαμορφώνουν και προβάλλουν, μέσω των ηρώων τους, πρότυπα συμπεριφοράς

(Αναγνωστόπουλος, 1997:63).

                           


Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα λαϊκά παραμύθια ακολουθούν μια συγκεκριμένη

αφηγηματική πλαισίωση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ο αφηγητής παντογνώστης

και έχει γραμμική ροή. Οι ήρωες είναι ανώνυμοι, πάντα αδικημένοι και συνήθως τους

συνοδεύει ένα αντιθετικό δίπτυχο του καλού και του κακού. Ουσιαστικά οι ήρωες

είναι υπερβολικοί στην σκιαγράφηση τους διογκώνοντας κάποια χαρακτηριστικά του

προκειμένου οι συγγραφείς να δημιουργούν διάφορα δίπολα όπως καλός-κακός ή

όμορφος-άσχημος κ.ά. (Κανατσούλη Μένη, 2014: 125). Ακόμη, «το παραμύθι

συνδυάζει το φυσικό με το υπερφυσικό, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με

το ακατανόητο», όπως σωστά αναφέρει η Μαρία Αγγελίδου, στο προλογικό

σημείωμα των Παραμυθιών των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994:8). Τέλος,

τονίζεται η έντονη παρουσία των εξορθολογικών μοτίβων, όπως για παράδειγμα ζώα

ή αντικείμενα που μιλούν. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φυσικά έχουν ένα βαθύτερο

συμβολισμό, όπου τα βαθιά και πυκνά δάση συμβολίζουν το ασυνείδητο, ή ο κυνηγός

αντικαθιστά το πατρικό πρότυπο. Επίσης ο τόπος δεν προσδιορίζεται ονομαστικά,

ενώ η δράση λαμβάνει χώρα συνήθως σε ένα κλειστό χώρο, κάποια οικία ή κάποιο

σκοτεινό δάσος. Ακόμη, ο χρόνος στον οποίο τοποθετείται ένα παραμύθι είναι

«άχρονος», με διακριτές μόνο τις χρονικές ακολουθίες, όπως το πριν ή το μετά.




(Κανατσούλη, 2007:82). Τα λαϊκά παραμύθια αποτέλεσαν φορέα πολιτισμού, αφού

μέσα από αυτά εκφράστηκαν συλλογικές νοοτροπίες, ήθη, έθιμα και συμπεριφορικά

μοντέλα άλλων εποχών (Κανατσούλη, 2014: 120). Επιπλέον, ο ήρωας ταλανίζεται

από εξωγενείς παράγοντες, προσπαθεί να διαφύγει και στο τέλος απελευθερώνεται,

μέσω της κάθαρσης που επέρχεται με όχι εύκολο ή υπάκουο τρόπο. Έτσι, η τελική

κατάστασή του επιτυγχάνει και την δικαίωση του αναγνώστη, ο οποίος στο μεταξύ

έχει ταυτιστεί ψυχικά και συναισθηματικά με τον πρωταγωνιστή.


Οί Καλικάντζαροι-Παραμονή Θεοφανίων

 Την εσπέραν τής προ τής παραμονής τών Θεοφανείων ημέρας τά τερατόμορφα καί παιδοκτόνα ταΰτα μορμολύκεια, συναισθανόμενα την εν ’Ιορδάνη παρουσίαν τοΰ Θεανθρώπου, έν ω τάς: κάρας τών άνθριοπων συνέθλασε, λέγουσι προς άλληλα τά εξής εν εΐδει έπφδού: «φεύγετε νά φεύγωμε κ’ έ'φτασ’ ή τερλοπαπάς μέ τή(ν) πατερίτσα του καί μέ τά βριτούρα. του,» διότι παραδίδοται ότι ό ’Ιησούς Χριστός είπε νηπιάζων περί τοΰ δωδεκαημέρου καθ’ δ υπάρχει ή παρουσία τών ενοχλητικών τούτων καλ(ι)καντζάρων «δώδεκα μήνες πώς φυλάγω γώ, διόδεκα μέρες φ(υ)λαχθήτε σείς», δι’ δ λίαν τολμηροί θεωρούνται οΐ κωμασταί τών νυκτών, οί οδοιπόροι κτλ.



Τά δέ οχληρά ταύτα όντα, άμα φωτ(ι)οτοννα τά νερά, φεύγουσι δρομαία μη ανεχόμενα την παρουσίαν τού σταυρού καί μεταβαίνουσι εις τά. όρη, στά β(ου)νά, ή εις τ’ άκαρπα τά δέντρα, όπως τό επόμενον δωδε- καήμερον ακμαία έπιληφθώσι τού καταχθονίου αυτών έργου καί σύρωσι. τούς ανθρώπους εις την αμαρτίαν ή σωματικώς βλάψωσι τούς άφρονας, ατρόμητους.

Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Θησαυρού

Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά. Η γαλήνη και η ηρεμία σου αξίζουν περισσότερο...

 Ο γάιδαρος είπε στην τίγρη: "Το γρασίδι είναι γαλάζιο."

Η τίγρης απάντησε: "Όχι, το γρασίδι είναι πράσινο."

Η συζήτηση άναψε και οι δύο αποφάσισαν να  λύσουν τις διαφορές τους και να πάνε στο λιοντάρι, τον βασιλιά της ζούγκλας.

Πριν ακόμη φτάσουν στο δάσος, όπου το λιοντάρι καθόταν στον θρόνο του, ο γάιδαρος άρχισε να φωνάζει:

- "Υψηλότατε, είναι αλήθεια ότι το γρασίδι είναι γαλάζιο;"

Το λιοντάρι απάντησε: "Σωστά, το το γρασίδι είναι γαλάζιο."

Ο γάιδαρος έσπευσε και συνέχισε: -"Η τίγρης δεν συμφωνεί μαζί μου και με ενοχλεί, παρακαλώ τιμωρήστε την."

Ο βασιλιάς δήλωσε τότε: "Η τίγρης θα τιμωρηθεί με 5 χρόνια σιωπής." 

Ο γάιδαρος πήδηξε χαρούμενος και συνέχισε το διασκελισμό του, χαρούμενος και επαναλαμβάνοντας: 

-"Το γρασίδι είναι γαλάζιο"...

Η τίγρης δέχτηκε την τιμωρία της, αλλά πρώτα ρώτησε το λιοντάρι:

-"Η Αυτού Μεγαλειότητά σου, γιατί να με τιμωρήσει; Τελικά το γρασίδι είναι πράσινο."

Το λιοντάρι απάντησε: "Στην πραγματικότητα, το γρασίδι έχει πράσινο χρώμα."

Η τίγρης ρώτησε: -"Γιατί λοιπόν με τιμωρείς;"

Το λιοντάρι απάντησε: "Αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το ερώτημα αν το γρασίδι είναι μπλε ή πράσινο. Η τιμωρία είναι επειδή δεν είναι δυνατόν ένα γενναίο και έξυπνο πλάσμα σαν εσένα να σπαταλάει χρόνο με έναν γάιδαρο, και μετά να έρχεται να με ενοχλεί με αυτή την ερώτηση."



Το χειρότερο χάσιμο χρόνου είναι να μαλώνεις με τον ανόητο και φανατικό που δεν νοιάζεται για την αλήθεια, αλλά μόνο για τη νίκη των πεποιθήσεων και των ψευδαισθήσεων του. 

Ποτέ μην ξοδεύεις τον χρόνο σου σε συζητήσεις που δεν έχουν νόημα...

Υπάρχουν άνθρωποι που ανεξάρτητα από το πόσα στοιχεία παρουσιάζουν, αδυνατούν να κατανοήσουν, και άλλοι τυφλώνονται από τον εγωισμό, το μίσος και την αγανάκτηση, και το μόνο πράγμα που θέλουν είναι να είναι σωστοί ακόμα κι αν δεν είναι. 

Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά. Η γαλήνη και η ηρεμία σου αξίζουν περισσότερο...

Ηπειρώτικα Χριστουγεννιάτικα έθιμα. Γράφει ο φιλόλογος Πέτρος Μυλωνάς

Παραμονές Χριστουγέννων και η σκέψη όλων μας ασυναίσθητα γυρίζει στην παράδοση και στη λαογραφία. Αν όπως έχει λεχθεί: «μόνη μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια» τότε σίγουρα οι αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα στο χωριό συνηγορούν στην ορθότητα της παραπάνω φράσης και εξηγούν τον αέναο νόστο.
Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα άρχιζε από το καλοκαίρι.
Για κάθε φαμίλια του χωριού αρχές Αυγούστου γινόταν πράξη η «παροιμία»: «Αγόρασε γουρούνι στο σακί» αφού δεν ήξερε αν θα βγει καλό, αν θα βάλει βάρος, μην πάνε τζάμπα τα λεφτά, τα κολοκύθια και το τυρόγαλο. 15 του Νοέμβρη άρχιζε η σαρακοστή για τα Χριστούγεννα και οι φαντασιώσεις της ζεστής τσιγαρίδας μας βοηθούσανε ν’ αντέξουμε την τυραννία της φασολάδας και της γιαχνί πατάτας. -Βολευτείτε με τα «μπόλια» της Παναγίας και κάν’ τε όρεξη για τις τσιγαρίδες μας έλεγαν.
                 
Σφάξιμο γουρουνιού στην Ήπειρο
                                             

Καλομπόκι, στάρι, φασόλια, ρεβύθια βρασμένα με ζάχαρη ήταν το ιερό και απαραβίαστο «μενού» της μέρας για να εξασφαλίσει η χάρη Της την αφθονία των καρπών και την επόμενη χρονιά.
Γύρω στις 4 Δεκέμβρη, της Αγίας Βαρβάρας άρχιζαν οι «έγκυρες» μετεωρολογικές προβλέψεις:
Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απεκρίθη :
- Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο,
γιατί Αη Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
-Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
χαρά σ’ εκείνον το ζευγά, που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα βγαίναμε να κόψουμε «σκόπια» (ραβδιά) κρανίσια, όπλο πολύτιμο για τα σκυλιά στο γύρο του χωριού για τα κάλαντα.


Παραμονή Χριστουγέννων από το χάραμα στους δρόμους να λέμε τα κάλαντα για κανένα ξερό λουκουμάκι και λίγα κέρματα.
Το «θησαυροφυλάκιο» ήταν συνήθως ένα κουτί από λουκούμια με μια τρύπα στο πάνω μέρος και με μια χριστουγεννιάτικη κάρτα κολλημένη μπροστά. Στο δρόμο συχνά κουνούσαμε το κουτί για να υπολογίσουμε το μερτικό μας. Όλα έπρεπε να τελειώσουν ως τις 11 γιατί μετά σειρά είχε το σφάξιμο του γουρουνιού που ήταν ιεροτελεστία, ανδραγάθημα για τον σφάχτη και μαρτύριο για τις νοικοκυρές.


Παλιότερα το χτυπούσανε στο κεφάλι με τη βαριά και όταν έπεφτε κάτω το σφάζανε και το ξαπλώνανε για να το γδάρουν Το λιανίζανε σε μεγάλα κομμάτια και το κρεμούσανε για να στραγγίξει. Η επεξεργασία συνεχιζόταν μέχρι να μπουν όλα σε τάξη: Να πλυθούν και να γυριστούν τα άντερα για να γίνουν τα παραδοσιακά χειροποίητα λουκάνικα που τα γεμίζανε με ρύζι, συκωτάκια και λαχανικά, να καθαριστούν το κεφάλι και τα πόδια για να γίνουν πατσάς. Τα πιο παλιά χρόνια και ιδίως όταν το γουρούνι ήταν μεγάλο, από το τομάρι του έκαναν τα γουρουνοτσάρουχα. Όλα έπρεπε να τελειώσουν πριν το απόγευμα μην μας προλάβουν τα παγανά που καταφτάνανε την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως διηγούνταν οι γεροντότεροι και παραμένανε για όλο το δωδεκαήμερο, ως τα Φώτα.


Τις μέρες αυτές οι γυναίκες δεν πλένανε ούτε αφήνανε ρούχα έξω το βράδυ για να μην τα πάρουν τα παγανά. Βάζανε δώδεκα αδράχτια στη γωνιά, στο τζάκι, ένα για κάθε μέρα του δωδεκαήμερου για να μην κατέβουν οι καλικάντζαροι και μαγαρίσουν το λάδι ή το ψωμί. Η στάχτη από όλες αυτές τις μέρες μαζευόταν στην άκρη του τζακιού και την ημέρα των "Φώτων" τη ρίχνανε στις ρίζες των δένδρων του κήπου, ή τη σκορπίζανε στα χωράφια για να καρποφορήσουν.

Μαζεύανε τα αυγά από τις φωλιές γιατί οι καλικάντζαροι τα καταπίνανε ακέραια, με τα τσόφλια. Σκεπάζανε τον μπουχαρή (καπνοδόχο) με ένα κόσκινο ή το κρεμούσανε έξω από την πόρτα. Οι καλικάντζαροι, κουτοί και περίεργοι, μετρούσαν τις τρύπες του κόσκινου και χωρίς να το καταλάβουν ξημέρωνε, οπότε τρέχαν να κρυφτούν σε δάση και σπηλιές. Το βράδυ γινόταν το πάντρεμα της φωτιάς.


Ο μεγαλύτερος συνήθως της οικογένειας έφερνε μια κλάρα από πουρνάρι και την έκαιγε στη φλόγα της φωτιάς και καθώς καιγότανε τα φύλλα έλεγε την ευχή: «αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπροί» συμπυκνώνοντας με τη λακωνική αυτή ευχή τους καημούς και τις επιθυμίες κάθε σπιτικού. Το βράδυ των Χριστουγέννων περνούσε με ιστορίες γύρω από το τζάκι, κανένα ψητό κυδώνι ή καμιά ψητή πατάτα στη θράκα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις τσιγαρίδες για την επόμενη μέρα, τηγανίτες με μέλι ή καμιά καρυδόπιτα.


Το πρωί όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία, αν είχε καλό καιρό και μετά στο βακούφικο καφενείο για κεράσματα από τους Χρηστάδες και για αγορά πρωτοχρονιάτικου λαχείου από τους λαχειοπώλες του χωριού. Στο μεσημεριανό τραπέζι που μοσχοβόλαγε από τις τσιγαρίδες και από το χοιρινό στα κάρβουνα του τζακιού συνήθως υπήρχανε πατάτες, τουρσί, τυρί και εκείνη τη μέρα κρασί ή τσίπουρο. Οι ενδιάμεσες μέρες μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς ήταν για μας τα παιδιά, μέρες ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς. Αγαπημένη ασχολία οι παγίδες με πλάκα για τα πουλιά (τσιόπνες) και τα βρόχια θηλιές από τρίχες αλογοουράς τοποθετημένες σε ξύλινη βέργα που τη στερεώναμε σε δέντρο με κισσό και πλούσιους καρπούς (λιλίτσια). Πηγαίναμε το πρωί να ταΐσουμε με ψωμάκι τις τσιόπνες, να τις στήσουμε καλά, μόνο που αντί για πουλί καμιά φορά βρίσκαμε κανένα ποντίκι (αρουραίο) κάτω από την πλάκα. Μετά σειρά είχαν τα βρόχια να δούμε μήπως κάποιο κοτσύφι είχε πιαστεί στη θηλιά. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εμείς τα παιδιά ξανά στο ρόλο του αγγελιαφόρου για τη μεγάλη γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Το μόνο που άλλαζε ήταν η κάρτα στο κουτί με τα λουκούμια και τη θέση της εικόνας με τη φάτνη και της γέννηση έπαιρνε ο Αη Βασίλης. Παραμονή Πρωτοχρονιάς γινότανε το «τάισμα» της βρύσης.


Κάποια γυναίκα του χωριού από την παραμονή το βράδυ ή χαράματα Πρωτοχρονιάς, άλειφε τη βρύση του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στα σπίτια του χωριού τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι η ζωή τους. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση για νερό, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Πολλές νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς φτιάχνανε για τα παιδιά την παραδοσιακή μπουκουβάλα. Το όνομά της προέρχεται από τη βλάχικη λέξη bukuvala που σημαίνει μπουκιές ψωμιού ανακατεμένες με ζάχαρη στο τηγάνι με ζεστό λάδι ή βούτυρο.

Με την αλλαγή του χρόνου τρέχαμε να ξυπνήσουμε τον πάππο και τη βάβω μας για να τους πούμε καλή χρονιά μήπως φιλοτιμηθούν κι ανοίξουν το σφιχτοδεμένο μαντίλι με το κομπόδεμα και μας πληρώσουν τα συχαρίκια. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι περισσότεροι άντρες ήταν στο καφενείο ή μαζεύονταν σε σπίτια για το παραδοσιακό "τριανταένα" ή το "στούκι" (εικοσιένα). Συνήθως ξεκινούσαν με μικροποσά και τις μεταμεσονύχτιες ώρες τα πονταρίσματα αγρίευαν. Λίγοι απ’ αυτούς ήταν την άλλη μέρα στην εκκλησία και την αγορά του Καζαμία αναλάμβανε η κυρά τους.


Μετά τα κεράσματα στο καφενείο από τους Βασίληδες αυτή τη φορά, επιστροφή στο σπίτι. Κάποιοι σπάζανε στις πλάκες της αυλής ένα ρόδι για το καλό.


Μεγάλη σημασία δίνανε οι παλιότεροι στο ποιος θα σου κάνει ποδαρικό την Πρωτοχρονιά. Δεν έπρεπε να είναι κανένας μαγκούφης ή γρουσούζης γιατί θα πήγαινε στραβά όλη η χρονιά. Για Βασιλόπιτα συνήθως οι νοικοκυρές φτιάχνανε μια παραδοσιακή πίτα: μακαρονόπιτα ή κοτόπιτα και βάζανε μέσα ένα φλουρί. Κάπως έτσι χαρούμενα και ξένοιαστα φτάναμε ως του Σταυρού, παραμονή των Φώτων που περιμέναμε τον παπά με το κατσαρολάκι, τον σταυρό και το βασιλικό να αγιάσει το σπίτι, τα ζωντανά, τα υποστατικά και τα χωράφια για να έχουν ευλογία και τύχη όλη τη χρονιά. Στη θέα του, πιστεύανε οι παλιότεροι, οι καλικάντζαροι γινότανε «μπουχός» λέγοντας το τραγουδάκι: «φεύγετε να φύγουμε κι έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».


Την άλλη μέρα των Φώτων όλες οι γυναίκες του χωριού πηγαίνανε στην εκκλησία για να πάρουν τον αγιασμό σε γυάλινο μπουκαλάκι που τον φυλάγανε στο εικονοστάσι σαν γιατρικό για όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Κάπως έτσι τέλειωνε η περίοδος των γιορτών για όσους δεν είχαν Γιάννη στο σπίτι τους και η ζωή ξανάμπαινε στη ρουτίνα της καθημερινής βιοπάλης.


Πηγή: Μικρό Φιλολογικό Ιστολόγιο.


Γυναικείο Βυζαντινό ένδυμα αρχόντισσας

 Η ιστορική αναβίωση ( Αγγλικά: reenactment ) είναι μια εκπαιδευτική ή μαχητική ή ψυχαγωγική δραστηριότητα , όπου οι αναβιωτες προβάλουν μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Για να μπορέσουν οι αναβιωτες να παρουσιάσουν όσο πιο σωστά γίνετε το θέμα που παρουσιάζουν, έχουν ως συμβούλους ή και μέλη , ιστορικούς, αγιογράφους, ζωγράφους αρχαιολόγους, ενδυματολόγους που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη περιόδο, ενώ για την παρουσίαση μαχητικών δρώμενων συμβουλεύονται ή εκπαιδεύονται από προπονητές Ξιφασκίας και Οπλομαχίας. 

Η αναβίωση είναι πολύ διαδεδομένη στο εξωτερικό από συλλόγους που ειδικεύονται σε συγκεκριμένα χρονικές περιόδους. Στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει τα τελευταία 20 χρόνια. 



Ο σύλλογος είναι πρωτοπόρος σε ότι αφορά την αναβίωση της Βυζαντινής περιόδου. 


Αναβιωτης: Ευαγγελία Ζορμπά, Ξιφομάχος της Ακαδημίας Ιστορικών Ευρωπαϊκών Πολεμικών Τεχνών "Λέοντες"


Φωτογραφία: SpirosK photography 


Ένδυση :Ailiroy




ΟΙ ΣΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ-Αποβιβάζονται στη Σκιάθο...

 ΟΙ ΣΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ.
24-12 Παραμονές Χριστουγέννων και οι Καλικάντζαροι ετοιμάζονται να βγουν από τα έγκατα της γης και να επιτεθούν στον πάνω κόσμο.



Απόσπασμα από την παράδοση των Σκιαθιανών...

Από την πρώτη μέρα του σαραντάημερου ετοιμάζουν τα σκαλικαντζούρια το καράβι τους για να ΄ρθουν στο νησί. Την πρώτη μέρα κόβουν τα ξύλα στο δάσος και τα ετοιμάζουν , και ακούονται οι κούφιοι χτύποι που καρφώνουν τα μαδέρια.

 Όταν κοντεύουν τα Χριστούγεννα , το πισσώνουν , το καλαφατίζουν και την τελευταία ημέρα το ρίχνουν στον γιαλό. 

Έρχονται τη νύχτα του Χριστού, και από τότες ως τα Φώτα, κανείς δεν τολμά να βγει τη νύχτα στους δρόμους, γιατί θα τον πειράξουν , ούτε κανένα κορίτσι να κάμει νυχτέρι με το λυχνάρι , γιατί ο σκαλικάντζαρος από τον καπνολόγο επάνω κυνηγάει το φως , και η κόρη που δουλεύει θα βουβαθεί ή θα σακατευτεί.

 Και την παραμονή των Φώτω, γέροι άντρες , γυναίκες παιδιά , όλη η φαμίλια των σκαλικαντάρων , όπου φύγει φύγει. Φοβούνται μη τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει , γιατί θαρρούν πως η παπαδιά έχει θερμό τον αγιασμό, και ακολουθεί τον παπά που κρατεί τον σταυρό.

 Οι γέροι αργά αργα λέν στους άλλους με τη χοντρή φωνή τους , για να τους παρακινήσου ν να τρέξουν.

Φεύγετε να φεύγουμε
Να παπάς με το σταυρό
Παπαδιά με το θερμό .

Και όταν οι μεγάλοι , ακούγεται και η φωνή του μικρότερου παιδιού , που έμεινε πίσω γιατί δεν πρόφτασε να δέσει το τσαρουχάκι του , και τους φωνάζει:
«Καρτέρι κι εμέ να βάνω το τσαρ’ χάκι μ’ !
ΣΚΙΑΘΟΣ

Τι φοβούνται οι καλικάντζαροι;

Τι φοβούνται οι καλικάντζαροι;
Η παράδοση αναφέρει τρεις τρόπους απομάκρυνσης των καλικάντζαρων: χριστιανικές ιεροτελεστίες, επωδούς και μαγικές πράξεις.



Οι καλικάντζαροι, λοιπόν, φοβούνται τον σταυρό, τον αγιασμό και το λιβάνι, αλλά και το πατερημών ή τη φράση
«Ξύλα κούτσουρα, δαυλιά καημένα».
Όπως είπαμε φοβούνται τη φωτιά , αλλά και το κάπνισμα με δύσοσμες ουσίες όπως η βοτάνη χαμαιλέων ,κοινώς , χαμολιό. Έτσι στο Λαμπέτι Ηλείας λένε ότι οι καλικάντζαροι σαν μύριζαν τέτοιο βοτάνι έλεγαν φεύγοντας:
«Χαμολιός μυρίζει εδώ, να χαθεί τέτοιο χωριό.»
Οι καλικάντζαροι ακόμα έτρεμαν και τα αγκάθια για αυτό και οι άνθρωποι έλεγαν σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας(Καρδαμύλη):
«Να βάλεις αφάνες στην αστράχια, να βουλώσεις τες τρύπες…να μην χωράνε να αγκυλώνονται τα καταραμένα τσιλικρωτά».
Αποτρεπτική δύναμη είχε και το χοιρινό κόκαλο και τα χαϊμαλιά που κρεμούσαν έξω από τις πόρτες. Αν πάραυτα έβλεπαν καλικάντζαρο μέσα στο σπίτι τον έβαζαν να μετρήσει τις τρύπες κόσκινου για να τον ακινητοποιήσουν, του έδεναν τα πόδια με ψαθόσκοινο ή κόκκινη κλωστή.

ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ. (ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΝΉ ΠΑΡΆΔΟΣΗ)

ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ.

Απόσπασμα σχετικό με τη δράση των καλικάντζαρων και συμβουλές για την αντιμετώπιση τους από τη Ναυπακτιανή παράδοση:


Τα παγανά μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι κι απ’ τις τρύπες , και χύνουν το νερό και σκορπάν 
τ’ αλεύρι , μα σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάν τη στάχτη. Για τούτο πρέπει να σφαλείς τη νύχτα όλα τ’ αγγειά , και σαν πλαγιάζεις να ρίχνεις στη φωτιά ρείκια ή αλάτι να βροντάει , και δίνουν τότε δρόμο τα παγανά απ’ το βρόντημα που ακούγουν , ή να ρίχνεις κανένα κομμάτι πετσί να μυρίζει, και δε ζυγώνουν.



Κοιμόμουν μια φορά στο παραγώνι , κουκουλωμένη με το σκέπασμα ως το κεφάλι, κι είχε κατακάτσει η φωτιά κι ήταν σκοτάδι. Ξυπνάω άξαφνα , και βλέπω στο φως της αθράκας έναν παγανό κοντά στη σταχτοθουρίδα , που σκόρπαγε τη στάχτη. Και τον τσάκωσα απ’ την αγκούλα του , και κείνος τράβαγε και μου την πήρ΄, ο καταραμένος , κι έφυγε γελώντας απ’ το τζάκι. 

Γι αυτό και η στάχτη η παγανίσια , που μένει όσο κρατούν τα παγανά, είν’ οργισμένη. Και δεν πρέπει στην πλύση να την βάνεις γιατί κόβει τα ρούχα , αλλά να την πετάς μακριά όση μαζεύεις κι όσον καιρό είν’ αυτά , ώσπου να φύγουν πάλε, να παν’ στου Κάτου Κόσμου, στην οργή και στην κατάρα.
Και κει σαν κατέβουν τα παγανά, αρχίζουν να πελεκάν με τα δόντια τους και με τσεκούρια τις τρεις κολόνες που βαστάν τον κόσμο, να τις κρεμίσουν, ο κόσμος να χαλάσει. Τις πελεκάν μ’ αγώνα όλον το χρόνο, ώσπου αποσταμένοι αφήνουν μια τρίχα μοναχά ν’ ανασάνουν , μα ο Θεός τους δίνει οργή και τους αποκορώνει , και παίρνουν πάλε χόντρο, και γιομίζουν οι κολόνες , και κείνοι απ το πείσμα τους πιάνονται ύστερα και τρώγονται συνατοί τους.

Ναύπακτος

Τα Χριστούγεννα στη Σμύρνη...

 Χριστούγεννα στη Σμύρνη: 

έντονες μυρωδιές κανέλας, γαρύφαλλου και λίγο παραπάνω κονιάκ, για να αρχίσει το ταξίδι μας στο κοσμοπολίτικο αυτό μέρος. Από τις ετοιμασίες των μαγαζιών στον Φραγκομαχαλά, μέχρι τον ήχο των καμπαναριών  στις εκκλησιές. Μία διαδρομή  διαφορετική από όσα έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας.





Την Παραμονή των Χριστουγέννων εμφανίζονται στα μαγαζιά τα λεγόμενα τουμπελέκια (ξύλινα τύμπανα), τρίγωνα και χάρτινα φαναράκια, τα οποία ήταν ο απαραίτητος εξοπλισμός για τα κάλαντα των παιδιών. Ιδιαίτερα τα τουμπελέκια, αγορασμένα από εργαστήρια αγγειοπλαστικής στολίζονταν από χάντρες σε διάφορα σχέδια, ενώ αργότερα έμπαινε και το τεντωμένο δέρμα, το οποίο θα χτυπούσαν. Μάλιστα, το καλύτερο δέρμα λέγεται πως ήταν αυτό των γατιών! Όλες οι νοικοκυρές φύλαγαν τις γάτες τους με προσοχή μέσα στο σπίτι, όταν έρχονταν αυτές οι επικίνδυνες μέρες! Οι Σμυρναίοι έδιναν σε όσους έλεγαν τα κάλαντα το μεταλλίκι (νόμισμα), αλλά τους φίλευαν και με φοινίκι για τον κόπο τους.

Παράλληλα, γύρω από το τζάκι, οι γιαγιάδες συνήθιζαν να φουσκώνουν τα μυαλά των παιδιών με ιστορίες για καλικάντζαρους. Ενώ οι ανώτερες τάξεις δεν έδιναν σημασία σε τέτοια προλήψεις, οι κατώτερες επέμεναν πως έπρεπε να πάρουν τις προφυλάξεις τους. Για παράδειγμα, όσα παιδιά γεννιούνταν ανήμερα Χριστουγέννων, τα θεωρούσαν καταραμένα και ότι θα γίνουν καλικάντζαροι. Προκειμένου λοιπόν να αποτρέψουν το κακό, έκαιγαν τα νύχια του μωρού, με τη σκέψη πως καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται! Τέτοιου είδους ιστορίες πήγαιναν από γενιά σε γενιά και κάθε Χριστούγεννα ξαναζωντάνευαν μέσω των αφηγήσεων.


Τα Μαγαζιά στη Σμύρνη

Τα Χριστούγεννα στη Σμύρνη προϋποθέτουν και μία κατάλληλη προετοιμασία των μαγαζιών και των εμπορικών δρόμων. Τα κοσμηματοπωλεία είχαν πολλή δουλειά, καθώς τα χρυσαφικά ήταν πολυζήτητα εκείνες τις ημέρες. Συγχρόνως, τα ζαχαροπλαστεία έβγαζαν τους λεγόμενους νουγκάδες, που ήταν σαν μαντολάτο με πράσινο φυστίκι ή φουντούκι και φλούδα πορτοκαλιού. Σειρά έπαιρναν τα μελομακάρονα, οι δίπλες, οι λουκουμάδες και οι κουραμπιέδες.

Σε ειδικά μαγαζιά πουλούσαν το σουσαμόλαδο, το οποίο έφτιαχναν τρίβοντας το περίφημο σουσάμι της Λήμνου. Μεγάλη κίνηση είχε και το Γεμίς Τσαρσί, η σκεπαστή αγορά! Εκεί πουλούσαν τα πιο διαλεχτά φρούτα, αλλά και ό,τι άλλο έβαζε ο νους. Μάλιστα, προϊόντα όπως αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι και κρέας έμπαιναν σε ένα καλάθι για τους φτωχούς, το οποίο το τοποθετούσαν έξω από την πόρτα τους. Μεγαλομαγαζάτορες συγκέντρωναν πολλές φορές χρήματα, με σκοπό να βοηθήσουν αυτές τις άγιες μέρες τους συνανθρώπους τους.


Το Χριστουγεννιάτικο Τραπέζι

Μετά την πρωινή λειτουργία, το πρωινό περιελάμβανε ένα πιάτο πατσά ή σούπα με αυγολέμονο, λουκουμάδες και μελομακάρονα. Τα Χριστούγεννα στη Σμύρνη παρέμεναν σε κάθε περίπτωση παραδοσιακά. Οι νοικοκυρές περνούσαν ατελείωτες ώρες στην κουζίνα και ετοίμαζαν το φαγητό: γαλοπούλα παραγεμισμένη ή μοσχάρι, γαρνιρισμένα με πατάτες, τα οποία έστελναν στο φούρνο της γειτονιάς. Πάντα όμως πριν το τραπέζι, έψελναν τον χριστουγεννιάτικο ύμνο.

Το απομεσήμερο πια, μετά το φαγητό, βρίσκανε την ευκαιρία να βγούνε στη γύρα οι Τουρκόγυφτοι (όπως τους έλεγαν τότε), οι αρκουδιάρηδες, καθώς και οι μαϊμουδιάρηδες με τις μαϊμούδες τους. Τότε, τα παιδιά ξεχύνονταν στις γειτονιές και χόρευαν με αυτές τις παιχνιδιάρικες μελωδίες. Όταν πλέον έφθανε το βράδυ, γίνονταν και οι επισκέψεις στους εορτάζοντες Χρήστους και Χριστίνες. Έτσι, κυλούσαν τα Χριστούγεννα στην Σμύρνη, με γλυκές γεύσεις και μουσικές που έφερναν γαλήνη στις καρδιές των ανθρώπων.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:

Εκατό χρόνια πριν – Χριστούγεννα στη Σμύρνη των ονείρων. Αναρτήθηκε από: www.slpress.gr (Τελευταία Πρόσβαση: 2/12/2020)

 Πηγή:Max mag

Λίγα λόγια για τα Σκαλικαντζέρια...

Τα Σκαλικαντζέρια έρχουνται στα χουριά τα δωδεκαήμερα και φεύγουν την παραμονή των Φώτων. Την παραμονή του Χριστού έρχονται από πολλά μέρη και περιμένουν απ’ όξω από το χωριό , και άμα σμίξει η γημέρα με τη νύχτα , μπαίνουν μέσα.



Είναι κακά και πονηρά , μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους , γι αυτό και οι γυναίκες ακόμη τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες και άλλα πολλά.


Καθένας από τους σκαλικαντζέρους έχει κι από ΄να κουσούρι, καθώς και τα ζώα τους. Άλλοι είναι κουτσοί, άλλοι στραβοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες , στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, τσακισμένοι και κοντολογίς όλα τα κουσούρια και τα σακατλίκια τα βρίσκεις επάνω τους.

 Και όπως είναι αυτοί, τέτοια είναι και τα ρούχα τους , ελεεινά, ξεσκισμένα φτιασμένα από χίλια δυο κουρέλια λογής λογής. Τέτοια και τα στολίδια πο’ ΄χουν τα ζα τους.

Μια παραδοση για το Μέγα Αλέξανδρο από την Αράχωβα

 Από  την  Αράχωβα  πάλι  προέρχεται  ένα  παραμύθι  για  τον  Αλέξανδρο,  το  οποίο ουσιαστικά  συνδυάζει  τρία  διαφορετικά  επεισόδια  από  τη  Φυλλάδα. 

 Σύμφωνα  με  αυτό, ο  Αλέξανδρος  πηγαίνει  στο  νησί  των  Μακάρων,  το  οποίο  από  μακριά  του  φαινόταν σαν  μια  οχυρή  πόλη  με  δυνατά  τείχη.  





Εκεί,  ένα  κορίτσι  του  λέει  από  μέσα  πως βρίσκεται  ενώπιον  του  παραδείσου,  στον  οποίο  κανείς  ζωντανός  δεν  μπορεί  να εισέλθει,  αλλά  μόνο  ένας  νεκρός,  που  θα  κριθεί  άξιος  από  το  Θεό. 

 Στη  συνέχεια  του προμηθεύει  ένα  μέσο  για  να  δει  τουλάχιστον  κάποιους  νεκρούς  και  ο  Αλέξανδρος καταφέρνει  να  δει  τον  αλυσοδεμένο  βασιλιά  των  Περσών,  αυτόν  που  είχε  εν  ζωή νικήσει,  μέσα  σε  μια  σπηλιά,  που  ήταν  ο  τόπος  των  καταδικασμένων  (Dieterich  1904). 

Ουσιαστικά  εδώ  έχουμε  τρία  επεισόδια  από  το  Μυθιστόρημα  σε  μία  διήγηση,  το  νησί των  Μακάρων,  την  πόλη  του    Ήλιου  και  την  επίσκεψη  στο  σπήλαιο  των  νεκρών  (εις Άδου  κάθοδος).   

Τοπικές παραδόσεις για το Μέγα Αλέξανδρο και το Βουκεφάλα στη Βόρεια Ελλάδα.

 Στο  χωριό  Καλλιθέα  Δράμας,  σύμφωνα  με  μαρτυρία  κατοίκου  το  1964,  υπήρχε  μια πέτρα,  πάνω  στην  οποία  έμεινε  το  αποτύπωμα  από  το  πέταλο  του  αλόγου  του Αλέξανδρου,  όταν  πέρασε  από  κει  (Αικατερινίδης  2013:  1552).  





Κοντά  στο  χωριό Μεσολούρι  Γρεβενών  δείχνουν  τον  πετρωμένο  Βουκεφάλα,  που  πέθανε  εκεί  και πέτρωσε  επί  τόπου.  Επίσης,  στο  Δοτσικό  Γρεβενών  δείχνουν  τα  ίχνη  από  τα  πέταλα  του Βουκεφάλα  πάνω  στο  βράχο  και  στον  ποταμό  Βενετικό,  κοντά  στο  Ελευθεροχώρι Γρεβενών,  δείχνουν  ένα  βαθούλωμα  στη  γη,  που  άνοιξε  όταν  εκεί  πήδησε  ο Βουκεφάλας. 

 Αντίστοιχα,  τα  ίχνη  από  τα  πέταλα  του  Βουκεφάλα  δείχνουν  και  στα χωριά  Μανδήλι  και  Σφελινό  του  νομού  Σερρών.

  Παρόμοια  παράδοση  υπάρχει  και  στο Δραγοβίτσι  της  Καλαμπάκας  στη  Θεσσαλία,  όπου  μάλιστα  τα  ίχνη  του  Βουκεφάλα σχετίζονται  και  με  το  όραμα  ενός  όμορφου  καβαλάρη  που  περνά  από  κει  τις  νύχτες, τον  οποίο  κάποιοι  τον  ταυτίζουν  με  τον  Άγιο  Γεώργιο,  άλλοι  όμως  με  τον  Αλέξανδρο. 

Σε  άλλες  τοπικές  παραδόσεις  η  πατημασιά  που  αποτυπώθηκε  στο  βράχο  είναι ανθρώπινη  και  είναι  του  ίδιου  του  Αλέξανδρου,  όπως  λένε  στην  Κορμίστα  Σερρών  και στην  Καλλιπεύκη  του  Ολύμπου.  

Μια  παλιά  βρύση  στο  Ροδολείβος  Σερρών,  στη  θέση «Γουρνίκια»,  είναι  κατά  παράδοση  το  σημείο  που  ξεκουραζόταν  ο  Αλέξανδρος καθ’οδόν  για  το  δάσκαλό  του  τον  Αριστοτέλη,  στα  Στάγειρα  (Σπυριδάκης  1953:  388-389, Spyridakis  1973:  191-192,  Αικατερινίδης  1996:  11,  13-14).  

Τέλος,  η  ελληνική  τηλεόραση  το 1978  κατέγραψε  σε  ντοκιμαντέρ  μαρτυρίες  κατοίκων  της  Μακεδονίας,  που  έκαναν λόγο  για  διάφορες  παλιότερες  ή  και  ζωντανές  ακόμη  παραδόσεις.  Έτσι,  σύμφωνα  με αυτές  τις  καταγραφές,  στη  Μίεζα,  στη  Σχολή  του  Αριστοτέλη,  οι  γέροντες  έλεγαν παλιότερα  πως  ήταν  «το  σπήλαιο  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου».  Στο  χωριό  Παλιά  Πέλλα ο  Αλέξανδρος  είχε  το  βασίλειό  του  και  η  βρύση  του  χωριού  κατονομάστηκε  ως  «η βρύση  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου». 

 Όσο  για  την  Έδεσσα  με  τους  καταρράχτες  της,  εκεί ήταν  τα  θερινά  λουτρά  του  Αλέξανδρου.   Στην  περιοχή  της  Αριδαίας,  εξω  από  το χωριό  Άλωρο,  σε  απόσταση  περίπου  1000  μέτρων,  διασώζονται  τα  ερείπια  μιας γέφυρας  που  η  τοπική  παράδοση,  ακόμη  και  σήμερα,  ονοματίζει  ως  «γέφυρα  του Μεγάλου Αλεξάνδρου». 

 Η  ονοματοδοσία  περιοχών και  τοπωνυμίων με τον  Αλέξανδρο, όσο  απλοϊκή  κι  αν  φαίνεται  σήμερα,  έχει  τη  σημασία  της  για  τους  αγράμματους χωρικούς,    τους  φορείς  της  νεοελληνικής  παράδοσης  των  παλιότερων  εποχών. 

 Όπως εύστοχα  παρατήρησε  ο  Βελουδής,  «δείχνει  την  προσπάθειά  τους  να  συνδεθούν  με  τον κόσμο  που  τους  περιβάλλει,  την  προσπάθειά  τους  δηλαδή  να  βεβαιώσουν  και  να ενδυναμώσουν  την  ιστορικοκοινωνική  τους  συνείδηση»  (Βελουδής  1989  (1977):  πδ΄).    

Και ποια  άραγε  πιο  αντιπροσωπευτική  μορφή  για    την  ιστορική  συνείδηση  του  Νεοέλληνα από το  Μακεδόνα  βασιλιά, που  εμπεριέχει  καί  τον  Αχιλλέα  καί  τον  Αριστοτέλη;   

Πηγή: Κουγιουμτζόγλου, Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού. 

Μία παράδοση για το Μέγα Αλέξανδρο από την Αργυρούπολη Πόντου

 Από  τον  Πόντο    μια  καταγεγραμμένη  παράδοση  από  την  Αργυρούπολη  αναφέρει  τα  εξής:


 Ο  Μέγας  Αλέξανδρος,  σαν  έφτασε  στα  βάθη  της  Ινδίας,  βρήκε  στο δρόμο  του  μια  μεγάλη  πέτρα  που  έφερε  σκαλιστή  επιγραφή:  

"Στάσου  –μην  προχωρής παραπέρα".  Ρώτησε  τους  γεροντότερους  του  τόπου  να  του  πουν  ποιος  έβαλε  την  πέτρα με  την  επιγραφή,  αλλά  αυτοί  δεν  ήξεραν,  παρά  μόνο  ότι  ήταν  στην  ίδια  θέση  από παλιά.  Ο  Μέγας  Αλέξανδρος  θέλησε  να  σεβαστεί  τον  οιωνό,  αλλά  συνάμα  και  να προχωρήσει.  Γι’  αυτό  διέταξε  να  κουβαλούν  την  πέτρα  σ’  ένα  άρμα  του  που  πήγαινε πάντα  μπροστά  απ  τον  στρατό.  Κι  έτσι  προχώρησε,  δίχως  να  προσπεράσει  την  πέτρα" 

(Σπυριδάκης  1953: 398-399).   




Φονισσα μανα. Παράδοση της Μυτιλήνης.

 Ητανε  μια  γυναίκα  και  ήταν  πολύ ανάποδη.  Είχε  ένα  μοναχοπαίδι  και ήταν  στον  πόλεμο.  Αλλά  ήτανε τόσο  ανάποδη  αυτή  η  γυναίκα,  που δεν  ήθελε  να  βοηθήσει  κανέναν  στη  ζωή  της. 




Κάθε  βδομάδα  γύριζε  όλο  το  χωριό  ένας κύριος  επαίτης,  τότε  περνάγανε  οι  άνθρωποι, και  δίνανε  λάδια,  φαγητά,  ό,τι  είχε  ο  καθένας. Στεκότανε  στην  πόρτα  της  πάντα  και περίμενε  να  ανοίξει  να  του  δώσει  κάτι.  Και της  έλεγε:  Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό κάνεις,  κακό  βρίσκεις.  Αυτή  ούτε  άνοιγε,  ούτε  απαντούσε,  τίποτα. Μια  μέρα  εκνευρίστηκε  μαζί  του,  τον κερατά,  λέει,  άμα  θα  ρθει  την  άλλη  φορά  θα σ’  τον  φτιάξω  εγώ.  Πράγματι,  πήρε  αλεύρι και  έπλασε  μια  πίτα,  την  έψησε,  και  περίμενε να  ρθει  ο  γέροντας.  


Αυτός  ήρθε  πράγματι, έκατσε  στα  σκαλιά  και  λέει:  –Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό  κάνεις, κακό  βρίσκεις.  Ανοίγει  την  πόρτα  αυτή,  νά,  λέει,  σού  ’κανα μια  πίτα  σήμερα,  πάρε  να  φας.  


–Ευχαριστώ,  λέει.  Ο  Θεός  να  σ’  το ανταποδώσει  αυτό  το  καλό  που  μ’  έκανες τώρα.

  –Εντάξει,  λέει.  Πήρε  αυτός  το  δρόμο,  βγήκε  έξω  απ’  το χωριό,  είχε  μια  βρυσούλα,  έκατσε  να ξεκουραστεί.  Ήπιε  το  νεράκι  του  κι  έκατσε. Πάνω  που  έκανε  να  βγάλει  την  πίτα,  να  τη φάει,  βλέπει  κι  έρχεται  ένας  σίφουνας  από μακριά.  Ποδοβολητό  αλόγου.  Γύριζε  ο  γιος της  γυναίκας. 

 Στάθκε  στη  βρύση,  ωχ,  λέει, γέροντα,  να  πιω  λίγο  νερό  να  σταθώ.  Γύριζε από  τον  πόλεμο  αυτό.  

–Πιες,  λέει,  πιες.  

–Είμαι,  λέει,  και  ψόφιος  από  πείνα  και κουρασμένος  και  νηστικός.

  –Α,  λέει,  κάτσε,  μια  καλή  κυριούλα  μού έδωσε  αυτή  την  πιτούλα,  φά’  την.

  Του  δίνει  την  πίτα  τώρα  ο  γέροντας  χωρίς  να ξέρει,  έφαγε  το  μωρό  την  πίτα,  ήπιε  και  το νερό,  κάνει  καβάλα  στ’  άλογο,  λέει, ευχαριστώ,  γέροντα,  ώσπου  να  πάει  αυτός άρχισε  να  ζαλίζεται.  Χτυπά  την  πόρτα, βγαίνει  η  μάνα,  πέφτει  αυτός  μες  στην αγκαλιά  της  μάνας,  τι  έπαθες,  λέει,γιε  μ’;  τι είναι  αυτό;  Πήγες  στον  πόλεμο,  γύρισες καλά,  τι  έπαθες;  

–Τι  να  σε  πω  λέει,  μάνα,  έξω  απ’  το  χωριό ήταν  ένας  γέροντας  και  μ’  έδωσε  κι  έφαγα μια  πίτα  και  ήπια  και  νερέλι.

  –Άχ,  λέει,  γιε  μ’,  εγώ  γίνομαι  η  φόνισσα.  Και  θυμήθηκε  τα  λόγια  του  γέροντα,  που έλεγε:  Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό κάνεις,  κακό  βρίσκεις.   

Τα αρχαία μυστήρια

Τα  αρχαία  μυστήρια  ήταν,  ίσως,  η  ανώτερη  πνευματική  κληρονομιά  στην αρχαία  Ελλάδα.  Ήταν  κρυφές  τελετές,  όπου  έπρεπε  πρώτα  κανείς  να  μυηθεί,  δηλαδή να  εισαχθεί. 



Ο  οπαδός  αυτής  της  λατρείας  λεγόταν  Μύστης,  ενώ  αυτός  που  τον εισήγαγε  Μυσταγωγός.  Κάθε  μυστηριακή  κοινότητα  είχε  ιεροτελεστίες  κι  αυτοί  που συμμετείχαν  στα  ίδια  δρώμενα  ένιωθαν  ενωμένοι  για  πάντα.

  Η  λέξη  μυστήριο  στην  αρχαία  Ελλάδα  σήμαινε  το  απόρρητο,  το  μυστικό,  το άρρητο  μέρος  μιας  τελετής  ή  λατρείας,  η  οποία  δεν  γινόταν  φανερή  σε  όσους  δεν είχαν  μυηθεί.  Ετυμολογικά  η  λέξη  προέρχεται  από  το  ρήμα  Μυείν,  δηλαδή  κλείνω, και  αναφέρεται  κυρίως  στα  μάτια  και  τα  χείλη.  Εκείνοι  που  μυούνται  στα  μυστήρια του  υπερβατικού,  απαγορεύεται  να  τα  ανακοινώσουν  σε όποιον  μη  μυημένο. 

 Στην  εσωτερική  τους  έννοια  παρουσίαζαν  τις  αιώνιες  αλήθειες,  είτε  φυσικές είτε  πνευματικές,  που  διατηρήθηκαν  με  το  πέρασμα  χιλιάδων  ετών.  Απ΄  όσα  είναι γνωστά,  φαίνεται  ότι  παρουσίαζαν  αναπαραστάσεις  που  συμβολίζουν  τα  πεπρωμένα των  ψυχών  μετά  θάνατον,  το  νόμο  και  την  ενότητα  που  συνδέουν  όλα  τα  όντα. Ακόμα, ήταν  τελετουργίες  για  την  ευκαρπία  της  γης, την  πολυπόθητη  βροχή. 

 Στα  μυστήρια  όλων  των  εποχών  και  θρησκειών,  οι  άνθρωποι  επιδιώκουν  τη βοήθεια  του  θεού.  Και  την  επιδιώκουν  από  τη  στιγμή  που  μπόρεσαν  να  συλλάβουν την  ιδέα  των  πανίσχυρων  θεών  και  του  υπερβατικού  τους  κόσμου.  Τα  μυστήρια  εκ των  πραγμάτων,  εμφανίζονται  σ’  ένα  αρκετά  ανεπτυγμένο  πολιτιστικό  στάδιο  του ανθρώπου  -  η  σύλληψη  της  έννοιας  των  θεών,  των  πνευμάτων,  ενός  κόσμου  που υπάρχει  πέρα  από  τις  ανθρώπινες  αισθήσεις,  αποτελεί  αναγκαία  προϋπόθεση  για  την ύπαρξή  τους. 

 Σύμφωνα  με  την  Στεργίου  (1996)  στα  μυστήρια  μπορούσαν  να  λάβουν  μέρος μόνο όσοι  πετύχαιναν  μέσα  από προετοιμασίες  δοκιμασιών  και  υποσχέσεων  (π.χ.  περί εχεμύθειας),  για  να  βεβαιωθούν  για  το  ισχυρό  του  χαρακτήρά  τους  και  μόνο  τότε γίνονταν  δεκτοί  στο  χώρο  των  μυημένων.  Στους  χώρους  εκείνους,  που  υπήρχε εσωτερική  και  εξωτερική  λειτουργία,  ιδιαίτερη  έμφαση  δινόταν  στην  ψυχική ανύψωση  του  ανθρώπου  προς  την  πνευματική  του  ολοκλήρωση  και  τελειοποίηση μέσω  του  εξαγνισμού  και  του  καθαρμού,  για  να  κατακτήσει  ο  μυημένος  με  την  ψυχή του  την  αγάπη  και  την  πνευματική  ελευθερία.

Πηγή: Παρθενόπη Ιωαννίδου

Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια.

Τα μεγάλα ή εν Άστυ Διονύσια ήταν μία σημαντική εορτή της αρχαίας πόλης των Αθηνών με δημόσιο χαρακτήρα και ανοιχτή στους  μη Αθηναίους.





Η γιορτή

Γιορτάζονταν το μήνα Ελαφηβολιώνα (δηλαδή Μάρτιο-Απρίλιο). Κατά τη διάρκεια της πανελλήνιας γιορτής των Διονυσίων, η Αθήνα ζούσε μεγάλες μέρες.

Έφταναν αντιπρόσωποι από όλες τις συμμαχικές πόλεις, προσκόμιζαν τους φόρους και παρακολουθούσαν τους δραματικούς αγώνες.
Στη γιορτή «επιστατούσε ο επώνυμος άρχων της πόλης».

Κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. οι συγγραφείς που διαγωνίζονταν στους αγώνες όφειλαν να καταθέσουν μια τριλογία (όπως η σωζόμενη Ορέστεια του Αισχύλου) και ένα σατυρικό δράμα (όπως ο Κύκλωψ του Ευριπίδη), που απαραίτητα έπρεπε να έχουν σχέση μεταξύ τους.

Η γιορτή διαρκούσε εννιά μέρες. Την πρώτη διεξαγόταν ο προάγων στο Ωδείο του Περικλή δίπλα στο θέατρο του Διονύσου, όπου οι ποιητές που είχαν επιλεγεί από ειδική επιτροπή παρουσίαζαν τα έργα τους.

Σε ανάμνηση της άφιξης του Διονύσου από τις Ελευθερές στην Αθήνα, γινόταν κάθε χρόνο η συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του. Το λατρευτικό άγαλμα του θεού, την παραμονή και μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο.
Όταν στην πόλη έφτανε η είδηση της παρουσίας του θεού, ξεκινούσε σειρά γιορταστικών και θεατρικών εκδηλώσεων.



Το πρόγραμμα...

Την πρώτη επίσημη μέρα της γιορτής γίνονταν λατρευτικές πομπές για το Διόνυσο που κατέληγαν στο ιερό του Διονύσου Ελευθερέα, καθώς και ο διθύραμβος. Τη δεύτερη παρουσιάζονταν πέντε κωμωδίες. Την τρίτη, τέταρτη και πέμπτη μέρα διδάσκονταν τραγωδίες, μια τετραλογία την ημέρα. Την τελευταία μέρα γινόταν στο θέατρο γενική συνέλευση.

Η πόλη των Αθηνών προβάλλονταν και προπαγανδίζονταν με τον πιο επιτυχημένο τρόπο μέσω αυτών των εορτών...

Σε ποιες σημαντικές θρησκευτικές τελετές συμμετείχε ο αρχαίος Μακεδόνας βασιλιάς κατά την ιστορική εποχή;


Η καθιερωμένη συνήθεια απαιτούσε από τον βασιλιά στην αρχαία Μακεδονία να πρωτοστατεί προσωπικά σε πλήθος από ιεροπραξίες και θυσίες. 



Ανάμεσα σε αυτές, δύο ήταν οι σπουδαιότερες:
 (α) ο εξαγνισμός του στρατού που γινόταν κάθε χρόνο στη γιορτή «Ξανθικά», αρχές άνοιξης στο ξεκίνημα της εκστρατευτικής περιόδου, αν και αυτός ο εξαγνισμός μπορούσε να γίνει και σε άλλη χρονική περίοδο,
 και (β) η ευθύνη των βασιλέων να επιβλέπουν οι ίδιοι την ταφή των Μακεδόνων στρατιωτών που έπεσαν στη μάχη.

Το ριφάκι (τρυφερό κατσικάκι) Ικαριώτικη παράδοση

Και τώρα βουβές όλο αυτιά..




Ένας εδώ επήρε μια  νέα.  Η διαφορά της  ηλικίας  ήταν  εικοσιπέντε  χρόνια. Και του  λέανε αυτού, άμα μεγαλώσεις αυτή  θα  ξενοβλέπει. Κι  έλεε αυτός:
–Τι είναι  καλύτερα, να  τρως μιαν παλιοκατσίκα  μόνος σου  ή  ένα  ριφάκι με  την παρέα σου;

Κωνσταντίνος Κόχυλας,   Ράχες 

Οι καλικάντζαροι ξανά στα έγκατα της γης...

Σήμερα λήγει το Δωδεκαήμερο και οι καλικάντζαροι ξανά μπαίνουν στη Γη μετά τον αγιασμό των υδάτων!


Δείτε το σχετικό βίντεο:



Σύμφωνα με την παράδοση ξαναρχίζει το κόψιμο του δέντρου που κρατάει τη Γη...

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...