Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τι ακριβώς είναι το Διεθνές Δίκαιο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Τι ακριβώς είναι το Διεθνές Δίκαιο; Σύμφωνα με ένα αρκετά διαδεδομένο ορισμό, είναι «το νομικό σύστημα το οποίο διέπει τη διεθνή κοινότητα. (Ρούκουνας)». Ενώ ένας άλλος ορισμός το ορίζει ως «το σύνολο νομικών κανόνων οι οποίοι διέπουν αποκλειστικώς τις σχέσεις μεταξύ των κρατών ή και Διεθνών Οργανισμών.»(Σκαλτσάς). Το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο διαπερνά όλους τους τομείς του εσωτερικού δικαίου χωρίς φυσικά να περιορίζεται στις διακρατικές σχέσεις. Επιπλέον, ρυθμίζει ολοένα και περισσότερο κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς.


  Τα κράτη είναι ανεξάρτητες οντότητες και σχηματίζουν de facto κοινωνία, τη διεθνή κοινότητα. Η διεθνής κοινότητα δεν αποτελείται μόνο από τα κράτη αλλά και από τα ανθρώπινα όντα, τα οποία αποτελούν τα κράτη. Και τα δύο έχουν ανάγκη κανόνων. Οι κανόνες αυτοί ρυθμίζουν σχέσεις, συμβιβάζουν συμφέροντα και κανονίζουν τη δικαιοδοσία των νόμων.

  Σήμερα παρατηρείται παγκοσμίως εντυπωσιακή παρέμβαση του νομικού επιστήμονα και κυρίως του εσωτερικού δικαστή, στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διεθνών κανόνων. Οι χρήστες του Διεθνούς Δικαίου είναι αναρίθμητοι. Ο ρόλος των Διεθνών Συνθηκών είναι σήμερα καταλυτικός, καθώς ενσωματώνουν νόμους σύμφωνους προς το Διεθνές Δίκαιο.

 

Διεθνής Συνθήκη.

  Τι σημαίνει όμως Διεθνής Συνθήκη; Υπό την ευρεία έννοια του όρου σημαίνει μια σειρά από διαδικασίες που απολήγουν στην τελική έκφραση της βουλήσεως των κρατών. Η Συνθήκη (treaty, traite, Vertrag, trattato, tratendo) εννοείται η κάθε συμβιβαστική σχέση που συνάπτεται μεταξύ των υποκειμένων του Διεθνούς Δικαίου είτε μεταξύ κρατών και Διεθνών Οργανισμών που έχουν δικαιοπρατική ικανότητα και αποσκοπούν στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων. Παράλληλοι όροι είναι: σύμβαση, συμφωνία ανταλλαγή επιστολών, πρωτόκολλο, διακήρυξη, σύμφωνο, καταστατικός χάρτης, τελική πράξη, understanding, memorandum, modus Vivendi κλπ. Με τη σύναψη Συνθήκης τα κράτη αναλαμβάνουν διάφορες δεσμεύσεις.

  Η σύναψη Συνθήκης περιλαμβάνει διαπραγμάτευση, επεξεργασία και διατύπωση κειμένου. Αρχικά γίνεται διαπραγμάτευση προκειμένου να επιτευχθεί συνεργασία.



  Η διαφορά μεταξύ διμερών και πολυμερών συνθηκών είναι ευδιάκριτη. Από νομική άποψη αυτοί οι δύο τύποι διαφέρουν ως προς την ακτινοβολία τους, καθώς σπάνια διμερής συνθήκη έχει οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση εθιμικών κανόνων, αλλά ως προς τη διαπραγμάτευση και σύναψη, την έναρξη ισχύος, τη δυνατότητα διατυπώσεως επιφυλάξεων, την ερμηνεία την αναθεώρηση, τη λήξη ισχύος κλπ. Στις πολυμερείς συνθήκες, το στοιχείο συλλογικότητας ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενο και το σκοπό τους.

  Η υπογραφή μιας συνθήκης αποτελεί διεθνή δέσμευση και αναγνωρίζει την υπόσταση του κειμένου. Αποτελεί επιπλέον και υπόσχεση από το εκάστοτε κράτος ότι θα εξετάσει τη δυνατότητα επικύρωσης της, σύμφωνα με το άρθρο 17 της Σύμβασης περί Συνθηκών. Τα κράτη εκφράζουν τη βούληση να δεσμευτούν άνευ εταίρου από το κείμενο της συνθήκης σύμφωνα με το άρθρο 17 της ίδιας συνθήκης (περί Συνθηκών). Τέλος, η επικύρωση μιας συνθήκης μπορεί να γίνει πολύ αργότερα από την υπογραφή της.

   Σχετικά με την έναρξη ισχύος μιας συνθήκης θα πούμε ότι υπάρχουν συνθήκες που ισχύουν από τη στιγμή της υπογραφής τους. Επίσης, αν η συνθήκη δεν περιέχει διάταξη σχετική με την έναρξη ισχύος είναι δυνατόν να ισχύσει και μετά την κατάθεση ορισμένου αριθμού επικυρώσεων από κάποια κράτη. Γενικότερα οι Διεθνείς Συμβάσεις τίθενται σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους της κάθε μιας από την επικύρωση τους με νόμο του κράτους.

 

Κλάδοι του Διεθνούς Δικαίου.

  Η κλασική νομική επιστήμη υιοθετεί μια παραδοσιακή διάκριση δικαίου σε κανόνες δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Το Διεθνές Δίκαιο διακρίνεται λοιπόν σε δύο μεγάλους κλάδους: Το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο.

  Το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο αφορά κράτη και πολιτείες που αποκτούν διεθνή προσωπικότητα. Έρχεται φυσικά σε αντιδιαστολή με το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο  και άλλες νομικές οντότητες όπως οι Διεθνείς Οργανισμοί (Ο.Η.Ε., ΝΑΤΟ, Ο.Ο.Σ.Α. κλπ). Οι προαναφερόμενοι οργανισμοί αποκτούν νομική προσωπικότητα.



  Από την άλλη το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο αφορά κυρίως τους υπηκόους των κρατών. Κανονίζει τη δικαιοδοσία των νόμων στους οποίους υπόκεινται οι υπήκοοι των διαφόρων κρατών στις διάφορες ενέργειες τους. Έχει να κάνει κυρίως με αστικές υποθέσεις όταν οι διάδικοι είναι υπήκοοι δύο ή περισσότερων διαφορετικών κρατών.

 

Διακρίσεις του Διεθνούς Δικαίου.

  Το Διεθνές Δίκαιο διακρίνεται και σε Ειδικό και Γενικό. Το Γενικό εφαρμόζεται από σχεδόν όλα τα κράτη ενώ από την άλλη το ειδικό, από τον προσδιορισμό του και μόνο γίνεται κατανοητό ότι αφορά ορισμένα μόνο κράτη. Θα αναφερθώ σε ακόμη μια διάκριση, αυτή μεταξύ Γραπτού και Άγραφου Διεθνούς Δικαίου. Το Γραπτό είναι το Ειδικό Διεθνές Δίκαιο, το αποκαλούμενο Συμβατικό Διεθνές Δίκαιο, που περιλαμβάνει Διμερείς ή Πολυμερείς (μεταξύ κρατών) Διεθνείς Συμβάσεις. Το Άγραφο είναι στην ουσία το Γενικό Διεθνές Δίκαιο, που απεριλαμβάνει την Αρχή Τήρησης Συμβάσεων (pacta sunt servant), καθώς και την ετεροδικία ορισμένων διπλωματών κλπ.

  Η υιοθέτηση μιας Διεθνούς Συνθήκης από το εσωτερικό δίκαιο ενός κράτους σε κάποιες περιπτώσεις απάντησε σημαντικές αντιδράσεις. Κυριάρχησε κάποιες φορές ο φόβος ότι μέσω μιας συνθήκης θα προέκυπτε κίνδυνος επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα. Πρόκειται για μια αναχρονιστική άποψη, καθώς η διεθνής ζωή επηρεάζει αναπόφευκτα την πραγματικότητα των κρατών. Η Σύμβαση Συνθηκών του 1969 με το άρθρο 27 ορίζει: «ένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί το εσωτερικό δίκαιο για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή μιας Συνθήκης.» Η σύναψη μιας συνθήκης είναι η τελική ενέργεια η οποία ολοκληρώνεται με την επικύρωση της. Συνεπώς ορθά επισημαίνεται ότι οι σχέσεις εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου υποδηλώνουν τη διαμάχη μεταξύ της κρατικής κυριαρχίας και της διεθνούς δικαιοδοσίας.



  Το Διεθνές Δίκαιο ρυθμίζει κατά κύριο λόγο τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, ενώ το εσωτερικό δίκαιο, που είναι πιο περιορισμένο, τις σχέσεις μεταξύ ατόμων ενός κράτους. Το εθνικό δίκαιο θεσπίζεται από κάθε κράτος μόνο του, από την άλλη το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζεται από δύο ή περισσότερα ή από όλα τα κράτη. Και τα δύο συστήματα εντάσσονται στο νομικό πλαίσιο της έννομης τάξης. Ο σκοπός του Διεθνούς Δικαίου είναι να εξασφαλίσει τα πρωτεία στο εσωτερικό δίκαιο. Για τη σχέση εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες εκ διαμέτρου αντίθετες, οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους.

  Σύμφωνα με τη ¨Μονιστική θεωρία¨ υφίσταται ενότητα μεταξύ Διεθνούς Δικαίου και εσωτερικής έννομης τάξης. Οι κανόνες δικαίου διαβαθμίζονται σε επάλληλες νομικές κατηγορίες, επειδή όμως το νομικό σύστημα του Διεθνούς Δικαίου είναι ελλιπές πρέπει να θεωρείται μέρος του παγκοσμίου δικαίου που αποτελείται από τα επιμέρους εθνικά δίκαια. Εξαιτίας της αλληλεξάρτησης των κανόνων δικαίου, το Διεθνές Δίκαιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο. Τα εσωτερικά όργανα εφαρμόζουν το Διεθνές Δίκαιο ως υπέρτατο κανόνα, έτσι στην πυραμίδα που σχηματίζεται δεν μπορεί να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου.

  Σε περιπτώσεις σύγκρουσης εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου υπερέχει, κατά τη ¨Μονιστική θεωρία¨ το δεύτερο και όχι το πρώτο όπως υποστηρίζει η ¨Δυΐστική θεωρία¨. Κάτι τέτοιο έχει επικρατήσει στο Διεθνές Δίκαιο σήμερα και είναι υποχρεωμένοι όλοι να δεχτούν το Διεθνές Δίκαιο, και ειδικά τα εθνικά δικαστήρια αλλιώς παρανομούν. Όλα αυτά σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο το οποίο ενεργεί απευθείας στο αντίστοιχο εσωτερικό δίκαιο. Το Κοινοτικό Δίκαιο επικαλύπτει, τροποποιεί και συμπληρώνει το εσωτερικό δίκαιο και όμως παραμένει Κοινοτικό/Ενωσιακό Δίκαιο. Οι αντιρρήσεις που προτάσσονται στη ¨Μονιστική θεωρία¨ επικεντρώνονται κυρίως στο γεγονός ότι καταργεί την αυθυπαρξία του εσωτερικού δικαίου.


  Σύμφωνα τώρα με τη ¨Δυΐστική θεωρία¨, η οποία επικρατούσε στο Διεθνές Δίκαιο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, τα δύο συστήματα είναι ισοδύναμα και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Οι πηγές, τα υποκείμενα και η θεσμική διάρθρωση διαφέρουν ανάμεσα στα δύο συστήματα. Το Διεθνές Δίκαιο δεν έχει υποχρεωτική ισχύ στο εθνικό δίκαιο. Το εσωτερικό δίκαιο επίσης δεν έχει ισχύ πάνω στο Διεθνές, καθώς οι κανόνες του εσωτερικού δικαίου απορρέουν από τη βούληση του κράτους, ενώ αυτοί του Διεθνούς από την κοινή βούληση των κρατών.

  Το κράτος υποχρεώνεται να θεσπίσει ένα παράλληλο κανόνα και στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά τη θεωρία αυτή, σύμφωνα με το Ρούκουνα, ακόμη και στις ακραίες περιπτώσεις, κατά τις οποίες μια διεθνής συνθήκη περιέχει, δηλαδή δίκαιο που μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο στην εσωτερική νομοθεσία, από όλα τα συμμετέχοντα στη συνθήκη κράτη, αυτό το ενιαίο δίκαιο δεν εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο μόνο του. Αν το εθνικό δίκαιο συμπίπτει με το Διεθνές Δίκαιο δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν συγκρουστούν όμως ποιο θα κυριαρχήσει; Σε αυτήν την περίπτωση τα εσωτερικά όργανα είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν το Σύνταγμα και τους Νόμους τους.

 

Η εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.

  Οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου εφαρμόζονται υποχρεωτικά από το δικαστήριο εφόσον δεν αντιτίθενται σε εσωτερικό νόμο. Γενικώς, οι κανόνες Διεθνούς Δικαίου καθίστανται, σύμφωνα με το Σκαλτσα, υποχρεωτικοί δια τα κρατικά όργανα και τους ιδιώτες μόνο μετά: «Το σχηματισμό των εις εθνικόν δίκαιον. Τούτο ειδικώς ισχύει προκειμένου μερί των Διεθνών Συνθηκών, αι οποίαι κυρούμεναι και δημοσιευμέναι, αποτελούν νόμο του κράτους.»

  Το άρθρο 2 παρ. 2 του ελληνικού συντάγματος το διευκρινίζει αυτό ξεκάθαρα. Σύμφωνα πάλι με το Ρούκουνα η διάταξη αυτή περιέχει δύο στοιχεία: Το πρώτο είναι η συμμόρφωση προς το Διεθνές Δίκαιο, που πρέπει να εξακολουθεί να είναι παράδοση για τη χώρα μας, και το δεύτερο είναι η πολιτική επιδίωξη για ειρήνη και δικαιοσύνη (στοιχεία που το ένα συμπληρώνει οπωσδήποτε το άλλο) μέσα από δυναμικές πρωτοβουλίες για ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τους άλλους λαούς και με τα άλλα κράτη. Τα όργανα του κράτους έχουν έτσι μια σαφή επιταγή στο πρώτο σκέλος της διατάξεως και μια προκαθορισμένη πολιτική ως προς το δεύτερο μέρος της διατάξεως. Σημειώνεται ότι η όλη δομή του άρθρου 2 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975 ήταν κακή, αλλά και η διατύπωση δεν ήταν καλύτερη. Το 1986 η διατύπωση έγινε σαφέστερη και όταν το άρθρο 2 παρ. 2 αναφέρεται στις φιλικές σχέσεις «μεταξύ των λαών και των κρατών» εννοεί «μεταξύ των άλλων λαών και των άλλων κρατών».


   Ας ακολουθήσουμε τη συνέχεια του σκεπτικού του Ρούκουνα: «Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια βασική παρατήρηση: Το πνεύμα με το οποίο συντάχθηκαν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1975 περί Διεθνούς Δικαίου αξίζει κάθε έπαινο και τοποθετεί τη χώρα μας ανάμεσα στις πιο προσαρμοσμένες (συνταγματικώς) στις σύγχρονες ανάγκες της διεθνούς ζωής. Η διατύπωση όμως των διατάξεων αυτών από φραστική, καθώς και από νομοτεχνική άποψη υπήρξε αδόκιμη, και έχει οδηγήσει σε άσκοπες παρερμηνείες. Και αυτό θα είχε αποφευχθεί αν λαμβάνονταν υπόψη από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή μερικές παρατηρήσεις που έγιναν τότε από εμπειρογνώμονες του κλάδου. Αν δε, για να διευκρινίσει κανείς το κείμενο του Συντάγματος, αναζητήσει λύσεις στα πρακτικά των υποεπιτροπών, της επιτροπής της Ε΄ Ολομέλειας της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής τότε είναι που θα δυσκολευθεί περισσότερο, γιατί αρκετοί από τους αγορητές δεν ήταν οικείοι με το Διεθνές Δίκαιο.» Σύμφωνα με τον ίδιο «Για το συμβατικό δίκαιο το Σύνταγμα απαιτεί για να εφαρμοστεί ένας κανόνας Διεθνούς Δικαίου να έχει κατισχύσει του νόμου, δηλαδή να έχει κυρωθεί διά νόμου.»

  Υπάρχουν όμως και συνθήκες που δεν έχουν κυρωθεί με νόμο. Πρόκειται για συμφωνίες απλοποιημένης μορφής που δεν αποτελούν Διεθνείς Συνθήκες. Οι Συνθήκες αυτές εντάσσονται με διάταγμα ή απόφαση. Συνεπώς αυτές οι Συνθήκες σε περιπτώσεις συγκρούσεων με τον εσωτερικό νόμο δεν πρέπει να θεωρούνται ότι κατισχύουν του νόμου (Ρούκουνας).

  Το Σύνταγμα του 1975 αναγνωρίζει πρωτεία μόνο υπέρ συνθηκών που έχουν κυρωθεί με τυπικό νόμο. Έτσι λοιπόν, ο εφαρμοστής δικαίου διαβάζει τον κανόνα αυτόν και τον αντιπαραβάλλει προς το εσωτερικό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, και με αυτό θα κλείσουμε, θα πρέπει να επιδιώκεται αρμονία Διεθνούς και Εσωτερικού Δικαίου…

 

 -Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Η Ελλάδα και η νέα Γιάλτα. Αλέξης Παπαχελάς

 Πριν από 80 χρόνια, η γεωπολιτική μοίρα της χώρας σφραγίστηκε πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί που έδωσε στους ομοτράπεζούς του ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Σήμερα έχει κανείς την αίσθηση πως ο πλανήτης θα ξαναμοιραστεί. Οχι ακριβώς όπως έγινε στη Γιάλτα το 1945. Γιατί ούτε η Ελλάδα είναι η διχασμένη, ρημαγμένη χώρα του τέλους του πολέμου. Αλλά και γιατί ο πλανήτης είναι πολύ πιο άναρχος και δεν είναι καθαρό ούτε ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος, ούτε επίσης ποιοι θα καθίσουν στο τελικό τραπέζι, όπου θα χαραχτούν οι νέες σφαίρες επιρροής.



Αφήστε επίσης που με τον Τραμπ και τον Πούτιν στο τραπέζι, δεν ξέρεις πού μπορείς να καταλήξεις. Ο μεν Τραμπ μπορεί εύκολα να σε ανταλλάξει με κάτι που δεν μπορείς καν να φανταστείς, ο δε Πούτιν παίζει αριστοτεχνικά το παιχνίδι χωρίς να ανοίγει ποτέ τα χαρτιά του.

Η Ελλάδα έχει τα τελευταία 60 χρόνια δύο μεγάλες αγωνίες: Η πρώτη είναι να κινείται πάνω σε σταθερές ράγες, που την προφυλάσσουν από περιπέτειες και εκτροπές, διασφαλίζοντας τον συνεχή εκσυγχρονισμό της. Αυτό μας διασφάλισε η Ε.Ε. Η δεύτερη αγωνία ήταν και παραμένει η Τουρκία. Γι’ αυτό το ζήτημα είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Θεωρούσαμε ότι σε οριακές στιγμές η Ουάσιγκτον θα παρενέβαινε για να αποτρέψει έναν πόλεμο στο Αιγαίο ή στην Κύπρο. Κυρίως, γιατί δεν θα ήθελε να διαταραχθεί η συνοχή της δυτικής συμμαχίας. Οπως λέει συχνά ένας βετεράνος και έμπειρος διπλωμάτης, «εμείς παριστάναμε ότι θα στεκόμασταν στο πλευρό των ΗΠΑ σε έναν γενικευμένο πόλεμο και εκείνοι ότι μας παρείχαν εγγυήσεις ασφαλείας».

Τώρα, όμως, έχουμε περάσει από την εποχή των ασφαλών υποθέσεων και της διπλωματικής υποκρισίας στον απολύτως στεγνό κόσμο της συναλλαγής. Εκείνο το παλιό κλισέ κάθε Ελληνα πολιτικού όταν απευθυνόταν σε Αμερικανό συνομιλητή του, ότι «η Ελλάδα είναι το λίκνο της Δημοκρατίας», ελάχιστους αφορά και μοιάζει γραφικό όταν βλέπεις πώς συμπεριφέρεται ο Τραμπ στον Καναδά, τη χώρα με την οποία οι ΗΠΑ διατηρούν τις πιο στενές σχέσεις.

Είμαστε πια σε έναν κόσμο όπου η ερώτηση, πριν συμμετάσχεις στο μοίρασμα της τράπουλας, είναι «και εσύ τι φέρνεις στο τραπέζι;». «Εχεις στρατό; Μάλιστα. Είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις να τον στείλεις σε μια επικίνδυνη αποστολή για λογαριασμό των συμμάχων σου;», «Εχεις φυσικούς πόρους, έλα να κάνουμε ένα ντιλ», «Διαθέτεις σοβαρή πολεμική βιομηχανία; Εχεις να προσφέρεις καινοτομία ή παραγωγή οπλικών συστημάτων;».

Δυστυχώς, έχουμε αποδυναμώσει μόνοι μας κάποια από τα χαρτιά μας. Ο εγχώριος λαϊκισμός και η διαχρονική φαυλότητα και ανεπάρκεια του πολιτικού μας συστήματος διέβρωσαν την απαραίτητη κουλτούρα ασφαλείας. Στα λόγια «είμαστε Ισραήλ», στην πράξη ό,τι να ‘ναι σε κρίσιμους τομείς. Εχουμε πάντως αποδειχθεί καλοί στο να παίζουμε τα γεωπολιτικά χαρτιά μας από τον Μαυροκορδάτο έως τις μέρες μας. Με λίγη ευρηματικότητα και επιμονή, θα βρούμε το ασφαλές γεωπολιτικό μονοπάτι. Αρκεί να σοβαρευτούμε, ενωμένοι αν γίνεται… Γιατί το πιο βασικό σε αυτό το άναρχο και επικίνδυνο σκηνικό είναι να μπορείς –στα δύσκολα– να βασιστείς στις δικές σου δυνάμεις.

 Το έμαθε το μάθημα η Ουκρανία, που κινδυνεύει να μην καθίσει στο μεγάλο τραπέζι που αφορά το δικό της μέλλον και η οποία είδε τις γεωπολιτικές βεβαιότητες και προσδοκίες της να καταρρέουν σε λίγες ώρες.

Πηγή: Καθημερινή

Μέντωρ ο Ρόδιος: Από το μηδέν στην ίδρυση μιας δυναστείας. Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

 Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι του 4ου αιώνα είναι αναγκαία η αφήγηση και της ιστορίας των Ελλήνων της “άλλης πλευράς”, αυτών δηλαδή που βρέθηκαν για διάφορους λόγους να πολεμούν υπό ξένο λάβαρο τόσο εναντίον άλλων Ελλήνων όσο και “βαρβαρικών” λαών.



Από τα τέλη του 5ου και κατά την διάρκεια του 4ου π.Χ αιώνα, οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών κρατών, οι πολιτικοκοινωνικές αναταραχές εντός των πόλεων και η παρατεταμένη οικονομική ύφεση που μάστιζε την χώρα είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση πλήθους νέων, φιλόδοξων και με μεγάλη πολεμική εμπειρία ανδρών που αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο ως το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους.

Από την άλλη οι Πέρσες, ήδη από την εποχή των ελληνοπερσικών συγκρούσεων του 5ου αιώνα π.Χ, είχαν συνειδητοποιήσει με οδυνηρό τρόπο την υπεροχή του βαρέως οπλισμένου πεζού οπλίτη και του ελληνικού τρόπου του μάχεσθαι έναντι του ασιατικού. Όντας μάλιστα και οι ίδιοι εκφυλισμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον τρυφηλό βίο σε σχέση με τους πολεμοχαρείς προγόνους τους, αναζητούσαν έμπειρους πολεμιστές για να στελεχώσουν και να διοικήσουν τους στρατούς τους. Μοιραία λοιπόν, και με τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ, στράφηκαν προς την δυτική πλευρά του Αιγαίου, όπου αφθονούσαν οι άεργοι πολεμιστές σε αναζήτηση γεναιόδωρου εργοδότη.

Η αρχή έγινε την άνοιξη του 401 π.Χ, όταν ο Πέρσης πρίγκιπας Κύρος ο Νεώτερος ξεκίνησε από τις Σάρδεις επικεφαλής ενός στρατού που περιελάμβανε περίπου 13.000 Έλληνες μισθοφόρους και 700 Λακεδαιμόνιους οπλίτες υπό τον στρατηγό Χειρίσοφο για να εκθρονίσει τον αδερφό του, βασιλιά Αρταξέρξη Β’ (404-358 π.Χ). Αν και ο Κύρος σκοτώθηκε τελικά σε μάχη στα Κούναξα της Μεσοποταμίας τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οι Έλληνες μισθοφόροι απέδωσαν εξαιρετικά και θα συνέχιζαν να είναι παρόντες τα πεδία μάχης της ανατολής για πολλά χρόνια ακόμα.

Η κατοχή των ελληνικών μικρασιατικών πόλεων αρχικά από την Αθήνα και αργότερα από την Σπάρτη αποτελούσε απειλή για την συνοχή της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας στην δύση. Παρά την οριστική ανάκτησή τους από τους Πέρσες το 387 π.Χ με την υπογραφή της Ανταλκιδείου Ειρήνης, ο έλεγχος των μικρασιατικών επαρχιών θα παρέμενε επισφαλής μέχρι και την κατάλυση του περσικού κράτους το 330 π.Χ, αφού η εύκολη πρόσβαση των επαρχιακών διοικητών σε μισθοφορικά στρατεύματα και επίδοξους συμμάχους από την δυτική πλευρά του Αιγαίου τούς επέτρεπε να αμφισβητούν περιοδικά την βασιλική εξουσία αποσταθεροποιώντας την αυτοκρατορία.

Η προσπάθεια του Αρταξέρξη Β’ να χαλιναγωγήσει τους ατίθασους σατράπες οδήγησε σε γενικευμένη εξέγερση το 367 π.Χ, όταν ο σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας Αριοβαρζάνης αποστάτησε κατά του αυτοκράτορα με σπαρτιατική υποστήριξη υπό τον βασιλιά Αγησίλαο Β’. Στο κίνημά του προσχώρησαν ο ηγεμόνας της Καρίας Μαύσωλος, ο σατράπης της Καππαδοκίας Δατάμης που επιχειρούσε ήδη κατά των βασιλικών στρατευμάτων στην βόρεια Μικρά Ασία, o σατράπης της Λυδίας Αυτοφραδάτης και της Αρμενίας Ορόντης. Αν και οι στασιαστές ηττήθηκαν τελικά το 362 π.Χ και ο Αριοβαρζάνης συνελήφθη και σταυρώθηκε, η κατάσταση δεν εκτονώθηκε, καθώς το 358 π.Χ και με αφορμή διάταγμα του νέου Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Γ’ Ώχου (358-338 π.Χ) για την διάλυση όλων των μισθοφορικών στρατευμάτων των δυτικών σατραπών, ο Αρτάβαζος, συγγενής του Αριοβαρζάνη και διάδοχός του στην διοίκηση της Ελλησποντικής Φρυγίας, επαναστάτησε κατά της βασιλικής εξουσίας με αθηναϊκή αυτή τη φορά ενίσχυση.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο αναδείχθηκαν δύο από τους σημαντικότερους Έλληνες κοντοτιέρους της αρχαιότητας. Ο εν πολλοίς άγνωστος Ρόδιος μισθοφόρος στρατηγός Μέντωρ και ο πολύ γνωστότερος, λόγω των προβλημάτων που προκάλεσε στον Μεγάλο αντίπαλό του Αλέξανδρο Γ’ της Μακεδονίας, αδερφός του Μέμνων.

Αν και δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για την σταδιοδρομία του Μέντορα πριν το 358, το γεγονός πως ο Αρτάβαζος τού εμπιστεύθηκε την ηγεσία του στρατού του ενώ ήταν μόλις 27 χρονών, δείχνει πως διέθετε ήδη σημαντικότατη προϋπηρεσία στην σατραπική αυλή ως διοικητής μισθοφορικών στρατευμάτων. Ο Πέρσης διοικητής τού παραχώρησε κτήματα στην περιοχή της Τρωάδας όπου εγκαταστάθηκε με τον μικρότερο αδελφό του Μέμνονα και μια αδελφή αγνώστων λοιπών στοιχείων. Η σχέση των δύο ανδρών ενισχύθηκε σύντομα και με δεσμούς αίματος, με τον Αρτάβαζο να νυμφεύεται την αδελφή του Ρόδιου στρατηγού και τον Μέντορα να παίρνει ως σύζυγο την κόρη του Πέρση διοικητή Βαρσίνη.

Η εποχή αυτή αν μη τι άλλο διακρίνεται για την πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των κύριων γεωπολιτικών παικτών της εποχής και τον κυνισμό με τον οποίο τα διάφορα μέρη άλλαζαν συμμάχους από μέρα σε μέρα. Έτσι βλέπουμε τους Αθηναίους, που λόγω έλλειψης χρημάτων αδυνατούσαν να υποτάξουν τους εξεγερθέντες συμμάχους τους στο ανατολικό Αιγαίο κατά τον λεγόμενο “Συμμαχικό” πόλεμο (357-355 π.Χ), να εξουσιοδοτούν τον στρατηγό τους Χάρη να υποστηρίξει στρατιωτικά τον Αρτάβαζο έναντι αδράς αμοιβής, την ίδια ώρα που θεωρητικά βρίσκονταν σε ειρήνη με τον Πέρση Μεγάλο Βασιλιά και ένας άλλος Ασιάτης ηγεμόνας τύποις υπό περσική επικυριαρχία, ο Μαύσωλος της Καρίας, υποστήριζε με χρήματα και μισθοφόρους τους αποστάτες σύμμαχους της πόλης τους. Πράγματι, με την αθηναϊκή ενίσχυση οι σατραπικές δυνάμεις υπό τον Μέντορα πέτυχαν μεγάλη νίκη έναντι των βασιλικών στρατευμάτων, που χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως δεύτερος Μαραθώνας. Μετά την έντονη διαμαρτυρία όμως του Αρταξέρξη Γ’ Ώχου που απειλούσε θεούς και δαίμονες στις αθηναϊκές αρχές, η Αθήνα αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Χάρη. Ο Αρτάβαζος τότε στράφηκε στους Θηβαίους, οι οποίοι εκείνη την εποχή διεξήγαν τον Γ’ Ιερό Πόλεμο κατά των Φωκέων στην κεντρική Ελλάδα ως επικεφαλής της Δελφικής Αμφικτυονίας και χρειάζονταν επίσης χρήματα. Παρά την άφιξη θηβαϊκής βοήθειας 5.000 ανδρών υπό τον στρατηγό Παμμένη το 354 π.Χ, ο Μέντωρ και ο Μέμνων, αν και είχαν κάποιες αρχικές επιτυχίες, απέτυχαν τελικά να απωθήσουν τα νέα βασιλικά στρατεύματα που έστειλε ο Αρταξέρξης και μαζί με τον Αρτάβαζο αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην μακεδονική πρωτεύουσα Πέλλα το 353 π.Χ. Εκεί ο βασιλιάς Φίλιππος Β’, που έπλεκε ήδη τα δικά του σχέδια κυριαρχίας και χρειαζόταν ικανούς άντρες γύρω του, τούς υποδέχθηκε εγκάρδια. Ο έκπτωτος σατράπης και ο Μέμνονας έμειναν στην μακεδονική Αυλή, όπου πιθανότατα είχαν και την πρώτη γνωριμία τους με τον τότε πρίγκιπα και μετέπειτα κατακτητή Αλέξανδρο Γ’, ενώ ο Μέντορας, μάλλον με συναίνεση του Μακεδόνα βασιλιά, αναχώρησε λίγα χρόνια μετά για την Αίγυπτο όπου ο Φαραώ Νεκτανεβώ Β’ (360-343 π.Χ) ανέμενε περσική εισβολή και συγκέντρωνε έμπειρους διοικητές για τον στρατό του από όλο τον ελληνικό κόσμο.

Ο Αιγύπτιος ηγεμόνας είχε ήδη αποκρούσει μια εισβολή των Περσών το 351-350 π.Χ με την βοήθεια μισθοφορικών στρατευμάτων υπό τον Διόφαντο τον Αθηναίο και τον Λάμιο τον Λακεδαιμόνιο. Τώρα, σχεδίαζε την αποσάρθρωση της ισχύος τους στην ανατολική Μεσόγειο μέσω της υποστήριξης των αποσχιστικών τάσεων στην Συρία και στην Κύπρο. Έτσι ο Μέντωρ στάλθηκε με 4.000 μισθοφόρους στην φοινικική πόλη Σιδώνα, όπου οι κάτοικοι είχαν εξεγερθεί κατά των Περσών επικυριάρχων τους. Μια πρώτη νίκη των συμμάχων εναντίον των Βήλεσι και Μαζαίου, διοικητών αντιστοίχως της Συρίας και της Κιλικίας, οδήγησε σε εξάπλωση της εξέγερσης και σε άλλες πόλεις της Φοινίκης και της Συρίας, αλλά και στην Κύπρο.

Αποφασισμένος να τελειώνει μια και καλή με το αγκάθι της Αιγύπτου, χώρα που είχε αποσχιστεί από την αυτοκρατορία ήδη από τα τέλη του 5ου αιώνα και αντιστεκόταν έκτοτε με εξαιρετική αποτελεσματικότητα στην περσική ισχύ, ο Αρταξέρξης εκστράτευσε αυτοπροσώπως στην Συρία με το σύνολο του στρατιωτικού δυναμικού της αυτοκρατορίας , ενώ έδωσε εντολή στον Ιδριαίο, δεσπότη της Καρίας και διάδοχο του προαναφερθέντα Μαυσώλου, να συγκεντρώσει στρατό και στόλο και να κινηθεί εναντίον των βασιλέων της Κύπρου. Σύντομα η Συρία και η Σαμάρεια ανακαταλήφθηκαν, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές οι Πέρσες υπό τον έμπιστο του Αρταξέρξη Γ’ ευνούχο διοικητή Βαγώα κατέστρεψαν την Ιεριχώ, εισήλθαν στην Ιερουσαλήμ και πολλοί Ιουδαίοι εξορίστηκαν στην Υρκανία.

Μαθαίνοντας για την τεράστια δύναμη που κατέφτανε σαρώνοντας τα πάντα στον διάβα της, ο βασιλιάς της Σιδώνας Ταμπνίτ αποφάσισε να έρθει σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Πέρση βασιλιά προκειμένου να σώσει την ζωή του και τον θρόνο του. Ο Αρταξέρξης Γ’, που στο μεταξύ διερχόταν την Συρία και παραλάμβανε καθ’οδόν ενισχύσεις Ελλήνων συμμάχων από την Θήβα, το Άργος και τις μικρασιατικές πόλεις, αξίωσε την παράδοση της Σιδώνας και την σύλληψη των πρωταίτιων της εξέγερσης. Ο Ταμπνίτ, αφού ενημέρωσε εμπιστευτικά τον Ρόδιο στρατηγό για τις συνεννοήσεις του με τον Μεγάλο Βασιλιά, αναχώρησε μαζί με 500 από τους επιφανέστερους πολίτες με πρόσχημα κοινή διαβούλευση με εκπροσώπους των υπόλοιπων Φοινίκων, αλλά με πραγματικό σκοπό την πραξικοπηματική παράδοση της πόλης στους Πέρσες. Στον Μέντορα και τους μισθοφόρους του ανατέθηκε η φρούρηση των τειχών της Σιδώνας, όπου οι κάτοικοι ανύποπτοι για τις δολοπλοκίες του βασιλιά τους προετοιμάζονταν πυρετωδώς για την επικείμενη πολιορκία. Όταν ο Ταμπνίτ θα επέστρεφε με την συνοδεία του περσικού στρατού, οι πύλες θα άνοιγαν και οι αιφνιδιασμένοι Σιδώνιοι θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων.

Όταν η βασιλική κουστωδία απομακρύνθηκε αρκετά από την πόλη, ο Σιδώνιος βασιλιάς συνέλαβε 100 από τους πολίτες που τον συνόδευαν (πιθανότατα πολιτικούς του αντιπάλους) και τους έστειλε στον Αρταξέρξη Γ’ για να καταδικαστούν ως υποκινητές της εξέγερσης. Οι άτυχοι Φοίνικες εκτελέστηκαν άμεσα και σύντομα ο Ταμπνίτ μαζί με τους υπόλοιπους Σιδώνιους υποδέχτηκε τον Πέρση Μεγάλο Βασιλιά για να δηλώσει υποταγή. Ο Αρταξέρξης Γ’ όμως, που είχε ως σκοπό την καταστροφή της πόλης για παραδειγματισμό, συνέλαβε τον Ταμπνίτ και έσφαξε τους Σιδωνίους της συνοδείας του, που σύμφωνα με τον Διόδωρο “κρατούσαν ακόμα τα βάγια στα χέρια (κλάδοι φοινίκων-σύμβολο βασιλικής υποδοχής)”. Ακολούθησαν η είσοδος των Περσών στην Σιδώνα με τη βοήθεια του Μέντορα, που μπροστά στις εξελίξεις άλλαξε κυνικά στρατόπεδο, και η εκτέλεση του Ταμπνίτ ως στασιαστή. Η προδομένη πόλη, από τις πλουσιότερες της εποχής της, λεηλατήθηκε άγρια και μεγάλο τμήμα της καταστράφηκε, καθώς πολλοί πολίτες προτίμησαν να αυτοπυρποληθούν με τις οικογένειές τους στα σπίτια τους παρά να υποστούν την ατίμωση της αιχμαλωσίας. Η είδηση της καταστροφής της ισχυρότερης πόλης τους σκόρπισε τον πανικό στους υπόλοιπους Φοίνικες, που άρχισαν να παραδίδουν τους οικισμούς τους τον έναν μετά τον άλλον αμαχητί. Ο Μέντορας έλαβε χάρη από τον Μεγάλο Βασιλιά και ανταμείφθηκε για την προσχώρησή του στο περσικό στρατόπεδο, διατηρώντας την διοίκηση των ανδρών του και ακολουθώντας τους Πέρσες στην εκστρατεία τους κατά της Αιγύπτου. Σε αυτό το εγχείρημα θα ήταν που το άστρο του Ρόδιου στρατηγού θα ανέτειλε και θα ανέβαινε ραγδαία την περσική ιεραρχία.

Μετά την κατάληψη της Σιδώνας, ο Αρταξέρξης χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη. Καθένα από αυτά είχε έναν Έλληνα και έναν Πέρση διοικητή. Ο Μέντορας παρέμεινε επικεφαλής των μισθοφόρων που είχε και πριν και συστρατεύτηκε με το Βαγώα, τον προαναφερθέντα έμπιστο του Αρταξέρξη, που διοικούσε τους Έλληνες που υπηρετούσαν το βασιλιά και πολλούς “βάρβαρους”. Τον Νοέμβριο του 343 π.Χ ο περσικός στρατός έφτασε στην συνοριακή αιγυπτιακή πόλη Πηλούσιον, με τον Νεκτανεβώ να έχει λάβει θέσεις στην αντίπερα όχθη του ομώνυμου βραχίονα του Νείλου με τον στρατό του. Ενώ ένα τμήμα υπό τον Θηβαίο Λακράτη και τον σατράπη Ιωνίας-Λυδίας Ροισάκη πολιορκούσε την πόλη, όπου βρισκόταν φρουρά 5.000 στρατιωτών υπό τον Λακεδαιμόνιο Φιλόφρονα, ένα άλλο υπό τον Αργείο Νικόστρατο και τον εισαγγελέα του βασιλέως Aρισταζάνη δημιούργησε προγεφύρωμα πέρα από το ποτάμι και συνέτριψε μια δύναμη μισθοφόρων των Αιγυπτίων υπό τον Κώο Κλεινία που έσπευσε να τους απωθήσει. Ο Νεκτανεβώ, που ήταν επικεφαλής της αιγυπτιακής εφεδρείας, πανικοβλήθηκε από την έκβαση της μάχης και υποχώρησε πίσω στην Μέμφιδα. Σύντομα έπεσε και το Πηλούσιον και ο δρόμος για την Αίγυπτο άνοιξε.

Ο Μέντωρ, επικεφαλής της δικής του δύναμης, κατάφερε την παράδοση πολλών πόλεων, ακολουθώντας το εξής σχέδιο: Καθώς γνώριζε ότι οι πόλεις φρουρούνταν από Αιγύπτιους αλλά και Έλληνες,ανάγγελλε πως, όποιοι παραδίδονταν δίχως μάχη θα αντιμετωπίζονταν με επιείκεια, αλλά όσοι κατακτούνταν με τη βία θα είχαν την ίδια μοίρα με τους πολίτες της Σιδώνας. Αυτό προκάλεσε ιδιαίτερες έριδες μεταξύ των Ελλήνων και των Αιγυπτίων.

Συγκεκριμένα στην πόλη Βούβαστο, όταν οι Έλληνες μισθοφόροι έμαθαν πως οι Αιγύπτιοι διαπραγματεύονταν μυστικά με τον Βαγώα για την παράδοσή της και θεωρώντας πως έχουν πέσει θύματα προδοσίας, επιτέθηκαν στους κατοίκους και αφού σκότωσαν κάποιους από αυτούς κατέλαβαν ένα τμήμα της πόλης, περιορίζοντας τους Αιγύπτιους στο υπόλοιπο. Οι τρομαγμένοι κάτοικοι, αφού ενημερωσαν τον Βαγώα για τα γεγονότα, τον κάλεσαν να μπει εσπευσμένα στην πόλη για να την παραλάβει από αυτούς, ενώ οι Έλληνες ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Μέντορα, ο οποίος τους παρακίνησε να επιτεθούν στους “βάρβαρους” την ώρα που ο Βαγώας θα έμπαινε στη Βούβαστο. Έτσι και έγινε: Ενώ ο Βαγώας εισερχόταν με τους στρατιώτες του στην πόλη, οι πύλες έκλεισαν αιφνιδιαστικά πίσω του, οι Ασιάτες που πρόλαβαν να περάσουν εντός των τειχών εξοντώθηκαν και ο Πέρσης διοικητής βρέθηκε αιχμάλωτος των Ελλήνων. Ο Μέντορας τελικά ήταν αυτός που παρέλαβε την πόλη από τους μισθοφόρους και μεσολάβησε για την απελευθέρωση του Βαγώα. Νοιώθοντας ευγνωμοσύνη για την απελευθέρωσή του ο ευνούχος διοικητής αντάλλαξε όρκους με τον Ρόδιο στρατηγό ότι μελλοντικά θα συνεννοούνταν μαζί του πριν αναλάβει δράση. Η στο εξής συνεργασία τους μέσα στην δίνη των μηχανορραφιών της περσικής Αυλής θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά γόνιμη και για τους δύο.

Καθώς οι αιγυπτιακές πόλεις παραδίδονταν διαδοχικά χάρη στην επιτυχημένη στρατηγική του Μέντορα, σύντομα ο φαραώ Νεκτανεβὼ αποθαρρύνθηκε και, εγκαταλείποντας την Μέμφιδα στην οποία είχε οχυρωθεί, έφυγε για την Αιθιοπία. Η Αίγυπτος λεηλατήθηκε ανηλεώς. Τα τείχη των πόλεών της γκρεμίστηκαν και οι θησαυροί και τα αρχεία των ναών μεταφέρθηκαν στα Σούσα. Σατράπης της ρημαγμένης χώρας ορίστηκε ο Φερενδάτης.

Μετά την τεράστια συμβολή του στην εκστρατεία κατά των Αιγυπτίων, ο βασιλιάς Αρταξέρξης αντάμειψε πλούσια το Μέντορα. Ο Ρόδιος στρατηγός, πιθανότατα με υποστήριξη του Βαγώα μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας τους ορίστηκε διοικητής των παραλίων της Ασίας και στρατηγός αυτοκράτορας στον πόλεμο κατά των αποστατών το 342 π.Χ. Όσο για τον Βαγώα, αφού υπηρέτησε ως διοικητής για κάποιο διάστημα στις ανατολικές σατραπείες, διορίστηκε χιλίαρχος από τον Πέρση βασιλιά (το ανώτερο διοικητικό αξίωμα στην αυτοκρατορία μετά το βασιλικό), αποκτώντας έτσι τεράστια δύναμη. Χάρη στην συνεργασία του με τον Μέντορα που ήταν ο ισχυρότερος στρατιωτικός διοικητής του βασιλείου, ήταν ουσιαστικά ο πραγματικός κυρίαρχος του περσικού κράτους και ο βασιλιάς Αρταξέρξης τον συμβουλευόταν για όλα τα θέματα.

Το κύρος του Μέντορα ήταν τέτοιο, ώστε κατάφερε να πείσει τον Αρταξέρξη να αποδώσει χάρη στον αδελφό του το Μέμνονα και τον κουνιάδο του Αρτάβαζο, που πριν χρόνια είχε αποστατήσει εναντίον του. Όταν κατέφτασαν κοντά του, φρόντισε ώστε τα ανίψια του από τον Αρτάβαζο να λάβουν σημαντικές θέσεις στον περσικό στρατό (με τον Φαρνάβαζο να αναλαμβάνει από κοινού με τον Αυτοφραδάτη το 333 π.Χ τον πολεμο στο Αιγαίο εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βλέπε: https://www.facebook.com/groups/847539878684505/permalink/1273677809404041/). Ο ίδιος ο Μέντορας με την κόρη του Αρτάβαζου Βαρσίνη απέκτησαν έναν γιο, τον Θυμώνδα, που έλαβε επίσης αξίωμα στον περσικό στρατό και μια κόρη που παντρεύτηκε τον Νέαρχο, τον ναύαρχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Μέντωρ δεν έζησε πολύ για να χαρεί το αξίωμά του. Η μόνη γνωστή του εκστρατεία ήταν κατά του Ερμία τυράννου του Αταρνέα, που ήταν φίλος του φιλόσοφου Αριστοτέλη και πιθανότατα σύμμαχος του Φιλίππου Β’, και ο οποίος είχε καταφέρει να κυριεύσει πολλές πόλεις και οχυρά. Ο Μέντορας του υποσχέθηκε ότι θα εξασφάλιζε τη συγχώρεση του βασιλιά και όταν συνάντησε τον Ερμία, τον συνέλαβε. Έγραψε μάλιστα επιστολές προς όλες τις πόλεις που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Ερμία, στις οποίες έλεγε ότι υπήρξε συμβιβασμός με το βασιλιά. Οι κάτοικοι πίστεψαν ότι ήταν αλήθεια και παρέδωσαν τις πόλεις τους, επειδή οι επιστολές ήταν σφραγισμένες με το δακτυλίδι του Ερμία. Παρομοίως κατάφερε να αντιμετωπίσει και άλλους αποστάτες που δεν κατονομάζονται από τις πηγές, είτε με τεχνάσματα, είτε με τη βία, ενώ ίσως συνδέεται και με την ανατροπή της βασίλισσας της Καρίας Άδας από τον αδερφό της Πυξώδαρο, τερματίζοντας την ύπαρξη της Καρίας ως ημιανεξάρτητη ηγεμονία.

Πέθανε το 340 π.Χ. Η χήρα του Βαρσίνη παντρεύτηκε τον αδερφό του Μέμνονα, οποίος επίσης θα πρόσφερε μελλοντικά μεγάλες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου θα γινόταν ερωμένη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χαρίζοντάς του τον πρώτο του γιο, τον Ηρακλή.

Πηγή: https://cognoscoteam.gr/archives/9402

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

 Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει μερίδα των ειδικών ενώ άλλοι, πάλι, τα τελευταία, κυρίως, χρόνια, δείχνουν μία αφοριστική διάθεση απέναντι στα παραμύθια, θεωρώντας πως η θεματολογία τους, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στο παιδί.



Αναρωτιούνται, δηλαδή, πόσο εκπαιδευτική και ωφέλιμη μπορεί να είναι για παράδειγμα, η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας, που την τρώει ο κακός λύκος ή εκείνη της κακιάς μάγισσας που ήθελε να μαγειρέψει και να φάει τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ.
Με αφορμή λοιπόν τα παραπάνω θέσαμε –ως koukoutza- τα ερωτήματα μας στην παιδοψυχολόγο Ηρώ Ντιούδη η οποία μας απάντησε ως εξής:

– Τα παραμύθια συμβάλλουν στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού; Αν συμβαίνει αυτό με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται;
Tα παραμύθια συμβάλλουν με έναν μοναδικό τρόπο στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς εκτός από τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα, αποτελούν ένα από τα κυριότερα μέσα για την δημιουργία μετέπειτα ολοκληρωμένων ενηλίκων. Έτσι έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές με κλασικά παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, ο Κοντορεβυθούλης που είναι δημοφιλή μέχρι και σήμερα .Πιο συγκεκριμένα , μέσα από τα παραμύθια προβάλλονται ανθρωπιστικές αξίες και πρότυπα υγιούς συμπεριφοράς ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την κριτική σκέψη και η φαντασία του παιδιού. Το παιδί διδάσκεται κάθε φορά το σωστό και το λάθος και του δίνεται η δυνατότητα κάθε φορά μέσω της ταύτισης με τους ήρωες του παραμυθιού να εκφράσει ασυνείδητες σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Βοηθούν δηλαδή τα παιδιά να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους αποτελεσματικά και με τρόπο που συνάδει στην ηλικία τους. Για παράδειγμα έντονα συναισθήματα όπως η ζήλια για τον μικρότερο αδερφό, το άγχος αποχωρισμού από τους γονείς, μια μεγάλη απώλεια μέσα στην οικογένεια και άλλες εσωτερικές συγκρούσεις εκτονώνονται μέσα από το παραμύθι. Οδηγείται δηλαδή το παιδί στην αυτογνωσία, βλέποντας καταστάσεις ευτυχίας αλλά και δυστυχίας και επιλέγοντας εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών.

– Πολλές φορές κι εμείς οι γονείς αποφεύγουμε να διαβάσουμε στο παιδί μας ένα σκληρό παραμύθι. Θα έπρεπε τα παραμύθια να έχουν happy end;
Θεωρώ ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε παραμύθι να έχει happy end. Η συμβολή του παραμυθιού έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι διδάσκει στα παιδιά ότι στην ζωή δεν υπάρχει πάντα ευτυχής κατάληξη και ότι είναι γεμάτη με πολλές ευτυχισμένες στιγμές αλλά και με μερικές άσχημες. Επίσης αποφεύγοντας να διαβάσουμε σημεία που το παραμύθι διαπραγματεύεται δυσάρεστα συναισθήματα και έννοιες που θεωρούμε ότι θα πληγώσουν ή θα φοβίσουν το παιδί, του μαθαίνουμε ότι είναι κακό να έχουμε αρνητικά συναισθήματα. Δηλαδή το παιδί νιώθει ότι είναι κακό να νιώθεις θυμό ή ζήλια και ότι είναι κάτι που πρέπει να κρύβεις. Για παράδειγμα ένα παιδί που ζηλεύει το αδερφάκι του, μαθαίνει ότι πρέπει να νιώθει μόνο χαρά και να αποσιωπά τα αρνητικά συναισθήματα. Έτσι το παιδί αισθάνεται ενοχές. Ωστόσο αυτό που θα συμβούλευα στους γονείς είναι να προσέχουν την ώρα που επιλέγουν να διαβάσουν ένα παραμύθι και το αναπτυξιακό στάδιο. Για παράδειγμα ένα παραμύθι με μία κακιά μάγισσα το βράδυ ίσως να τρόμαζε ένα παιδί μικρής ηλικίας.

– Μπορούμε να κρίνουμε ποιο παραμύθι ταιριάζει στο παιδί μας;
Δεν είναι εφικτό να κρίνουμε κάθε φορά ποιο είναι το σωστό παραμύθι που πρέπει να διαβάσουμε στο παιδί, καθώς δεν είμαστε σε θέση πάντα να γνωρίζουμε την συναισθηματική κατάσταση που βρίσκεται το παιδί μας. Όπως προείπαμε, δεν πρέπει να μας φοβίζουν παραμύθια που διαπραγματεύονται βαθιές έννοιες και έντονα συναισθήματα. Ωστόσο είναι βασικό το παραμύθι να είναι προσαρμοσμένο στον γλωσσικό και γνωσιολογικό πλούτο του παιδιού, να καλλιεργεί ευγενικά συναισθήματα, να ανταποκρίνεται στο ψυχικό και αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Έτσι για παράδειγμα για παιδιά νηπιακής ηλικίας είναι καλό να επιλέγουμε παραμύθια εικονογραφημένα, μικρής διάρκειας και με έντονα χρώματα. Τα παιδιά μας ουκ ολίγες φορές ζητούν το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά. Γιατί το κάνουν αυτό;
Η επιθυμία του παιδιού να ακούσει το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά, όσο κουραστικό και αν φαίνεται σε εμάς, αποκαλύπτει τον ψυχισμό του παιδιού στην παρούσα φάση. Το συγκεκριμένο παραμύθι που ζητά δηλαδή, του προκαλεί αίσθημα ανακούφισης και το βοηθά να εκφράσει τα συναισθήματά του. Μετά από λίγες μέρες ή εβδομάδες, μπορεί να παρατηρήσουμε ότι το ενδιαφέρον του παιδιού έχει μετατοπιστεί σε κάποιο άλλο παραμύθι. Με λίγα λόγια, το παραμύθι εκείνο έπαψε στην παρούσα συναισθηματική κατάσταση του παιδιού να <<μιλά στην ψυχή του>> και να το βοηθά να εκφράζει τον θυμό, την λύπη, τον ενθουσιασμό. Τέλος είναι καλό να αφήνουμε το παιδί να επιλέξει ποιο παραμύθι θέλει, ωστόσο θα πρέπει να δίνουμε και μερικές εναλλακτικές προτάσεις.

Κλασικά ή μοντέρνα παραμύθια;
Με κλασικά παραμύθια, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, η Ωραία Κοιμωμένη, μεγάλωσαν και μεγαλώνουν παιδιά σε όλον τον κόσμο. Ο λόγος είναι ότι τα κλασικά παραμύθια εισάγουν το παιδί στον μαγευτικό κόσμο του παραμυθιού διδάσκοντας ταυτόχρονα μέσω του συμβολικού του χαρακτήρα έννοιες δύσκολες να γίνουν κατανοητές στα παιδιά. Η έννοια για παράδειγμα του θανάτου, η γέννηση ενός αδερφού και τα συναισθήματα που προκαλεί, η αγάπη, η ευτυχία και η δυστυχία γίνονται κατανοητές στα παιδιά μέσω των ηρώων κάθε φορά του παραμυθιού. Βοηθούν δηλαδή τα παιδιά να εκφράσουν ασυνείδητες σκέψεις και καλά κρυμμένα συναισθήματα. Από τη άλλη πλευρά, τα μοντέρνα παραμύθια διαπραγματεύονται καταστάσεις σε ένα σύγχρονο περιβάλλον και με πρότυπα οικογένειας που συναντάμε καθημερινά. Έτσι θεωρώ ότι είναι σημαντικά στην ζωή των παιδιών εξίσου και τα μοντέρνα και τα κλασικά.

Ο γονιός «επιτρέπεται» να αλλάζει το παραμύθι την ώρα που το διαβάζει; Να κόβει δηλαδή τα δύσκολα κομμάτια όπως π.χ. μια πρόταση που αναφέρεται σ΄ένα θάνατο.
Η ανάγκη του γονέα να προστατέψει το παιδί από πιθανόν αρνητικά συναισθήματα, τον ωθεί στο να αλλάζει κομμάτια του παραμυθιού που ο ίδιος θεωρεί σκληρά ή δύσκολα να διαχειριστεί το παιδί. Έτσι όμως του διδάσκει μόνο την θετική πλευρά της ζωής και του μαθαίνει τη μισή αλήθεια. Κρατώντας τα παιδιά μακριά από αυτό, δεν τα βοηθάμε συναισθηματικά, αντιθέτως τα αποτρέπουμε από το να ανοίξουν έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί μας για τις ανησυχίες και τους φόβους τους ενώ ταυτόχρονα χάνουμε την μοναδική ευκαιρία που έχουμε να τους μάθουμε τη σημασία κάποιων άγνωστων μέχρι εκείνη τη στιγμή εννοιών. Επομένως είναι σημαντικό να διαβάζεται το παραμύθι όπως είναι γραμμένο από τον συγγραφέα και εμείς να παροτρύνουμε το παιδί να μας θέσει ερωτήσεις για ό,τι το απασχολεί.


Πηγή: https://psychology-playtherapy.gr/%CE%B7-%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CE%BF%CF%8D/

Λίγα λόγια για το γερμανικό μπάσκετ 🏀

 Λίγο πριν ξεκινήσει ο μεγάλος τελικός του Μίλτου, ας γράψω αυτό για να μείνει στα "πρακτικά". Αν κάποιοι πίστευαν πως οι Γερμανοί θα φτάσουν στην ζώνη των μεταλλίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2024, δεν ήταν άλλοι πάρα οι ίδιοι οι Γερμανοί. Πάμε όμως πίσω στον χρόνο...



Το 2005 ο Γιαν Πόμερ αναλαμβάνει ως διευθύνων σύμβουλος της Μπουντεσλίγκα με πενταετή θεητεία, ανανεώσιμη. Ο κυρίος Πόμερ δεν είναι μπασκετμπολίστας των 70s ή 80s που παίρνει την θέση τιμητικά για την προσφορά του στο άθλημα. Δεν είναι καν προπονητής. Η μόνη του επαφή με την σπυριάρα είναι ως έφηβος στο Όλντενμπουργκ. Είναι ένας νομικός που ξεκινάει ως ασκούμενος σε δικηγορικό γραφείο στην Κολωνία και έπειτα στην Μπομπ Μπόμπλιτς, εταιρία που ειδικεύεται στην παροχή νομικών συμβουλών, διαφήμισης και εκπροσώπησης πελατών (πλέον έχει ενταχθεί στον διεθνή κολοσσό της Όμνικομ Γκρουπ). Στην επανεκλογή του το 2010, θέτει τον φιλόδοξο στόχο πως η Μπουντεσλίγκα το 2020 θα είναι το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη.


Κάποιοι γέλασαν. Κάποιοι δεν τον άκουσαν καν. Στην Ελλάδα θα ζούσαμε ακόμα για λίγο καιρό μέσα στην φούσκα. Ο Ολυμπιακός με το πιο ακριβό ρόστερ της ιστορίας του με Κλέιζα, Τσιλντρες, Μίλος και δεν συμμαζεύεται. Ο Παναθηναϊκός στο "μεθύσι" του 2009 με ένα επίσης ακριβότατο ρόστερ. Ο Μίνωας Κυριακού να ρίχνει χρήματα στον ... Πανελλήνιο (WTF?) και με τον Ζούρο να τον φτάνει στο Φ4 του EuroCup. Το Μαρούσι (WTF? x2) να παίζει Ευρωλίγκα και στο All-Star Game ο Σχορτσανίτης να πετυχαίνει τρίποντο (WTF? x3) από το logo. Λίγο καιρό νωρίτερα, η γενιά των 90άρηδων, η τελευταία ποιοτική γενιά του ελληνικού μπάσκετ παίρνει Ευρωπαϊκό στην Ρόδο με Λεωνίδα Κασσελάκη με sleeve (ξεμένω από WTF? χαχα) και φτάνει στην 2η θέση του κόσμου στο Παγκόσμιο Εφήβων στην Νέα Ζηλανδία. Αχ. Ωραίες εποχές. 


Η Μπουντεσλίγκα έφτασε από το 2010 στο 2019 να έχει αύξηση στα έσοδα της κατά 71 εκατομμμύρια €. Ο λόγος; Η διαφήμιση. Οι ομάδες δημιουργούν περίπου το 70% των εσόδων τους μόνο από διαφημίσεις. Το συνδρομητικό κανάλι της Magenta Sport σίγουρα έχει έναν ρόλο αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο και η είσοδος της Μπάγερν Μονάχου που εκτόξευσε την θεαματικότητα του πρωταθλήματος. Ένας κολοσσός όπως η Μπάγερν πάντα τραβάει κόσμο να την δει, όπως εδώ θα τραβήξει περισσότερο ένα τηλεοπτικό πακέτο που έχει Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό μέσα. Το Magenta Sport παρέχει κάλυψη και μέσω Internet ενώ μπορεί να το αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα αν ζει στην Γερμανία ή όχι, γεγονός που ενισχύει και το viewership του πρωταθλήματος. 


Είπαμε το πρωί για γεμάτα γήπεδα. Πράγματι, το 85% των θέσεων στα γήπεδα είναι γεμάτες ενώ ακόμα κι αν βγάλουμε την μεγάλη Μερσέντες Μπενζ Αρένα της Άλμπα, το ποσοστό ξεπερνάει το 90%. Σε μια λίγκα που μπορεί να την δει όποιος θέλει, με καλό τηλεοπτικό πακέτο και κυρίως γεμάτα γήπεδα που δημιουργούν επιπλέον έσοδα, η οικονομική μεγέθυνση είναι δεδομένη. Επίσης, οι γερμανικές ομάδες είναι αρκετά ενεργές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους και στο όλο interraction με την βάση των οπαδών τους. Λέγαμε στην καραντίνα για το πως η Άλμπα Βερολίνου έφτιανχε "δεματάκια" για τους οπαδούς της με μπύρες, φαγητό και καλούδια για να δουν τους αγώνες της ομάδας τους ή τα πούλμαν που ναύλωνε για τους οπαδούς της για να κάνουν το ταξίδι στο F8 του Κυπέλλου, η Μπάγερν Μονάχου που έστηνε γιγαντοοθόνες για να δουν τα ματς της οι φίλοι της στο Μόναχο. Πολλές ομάδες έχουν δικό τους podcast το οποίο μιλάνε οι παίκτες της ομάδας ή μέλη του σταφ. Στην εποχή της άμεσης πληροφόρησης και της κυριαρχίας των social media, όταν εδώ πολλές ομάδες δεν έχουν καν ή τα χρησιμοποιούν σπάνια, είναι πολύ σημαντικό να παίρνεις αυτό το engagement που έχουν αυτά τα μέσα και σε κάνουν γνωστό κι εκτός των στενών σου γεωγραφικών ορίων. 


Το πιο σημαντικό όμως είναι η αγωνιστική άνοδος και η δημιουργία γηγενών παικτών. Οι γερμανικές ομάδες όπως οι αγγλικές ομάδες στο ποδόσφαιρο, δημιούργησαν και είχαν την ελευθερία να δημιουργήσουν δεσμούς με τοπικές ομάδες μικρότερης κατηγορίας και να δίνουν παίκτες με αμφίδρομα συμβόλαια. Ο Αντρέας Ομπστ ξεκίνησε μεν από την Μπάμπεργκ αλλά έπαιζε παράλληλα στην Μπράουναχ, στην Προ Α. Ο Φραντς Βάγκνερ έπαιζε βασικός και στην Άλμπα Βερολίνου στα 18 του στο EuroCup και στην Λοκ Μπερνάου στην Προ Β. O Σρέντερ ξεκίνησε να παίζει και στην θυγατρική της Μπράουνσβαιγκ μαζί με την πρώτη ομάδα. Ο "Ογκουνσότο" Ισάακ Μπόνγκα έπαιρνε χρόνο παράλληλα και στην μεγάλη ομάδα της Σκάιλαινερς και στην μικρή της. Για να επιτευχθεί ο στόχος του "καλύτερου πρωταθλήματος στην Ευρώπη" το 2010 ξεκίνησε το πρωτάθλημα νέων (η Jugend Basketball Bundesliga - JBBL) για παίκτες κάτω των 16 ετών. Όλοι οι NBAers των Γερμανών έχουν παίξει στην JBBL. Παράλληλα, ξεκίνησε και η αντίστοιχη πρωτοβουλία για τις νεαρές Γερμανίδες, η WBBL (Weibliche Nachwuchs Basketball Bundesliga). 


Τα σχολικά προγράμματα της ALBA που έχουμε πει τόσες και τόσες φορές, τα υιοθέτησαν κι άλλοι. Οι ομάδες δεν παίρνουν σβάρνα το κρατίδιο τους για να βρουν τον παικταρά αλλά ξεκινάνε από το σχολείο. Εκεί ειδικοί προπονητές παράλληλα με το σχολικό συγκρότημα κάνουν δράσεις γύρω από το μπάσκετ, τους φέρνουν σε επαφή με αυτό και κάτι που ξεκινάει σιγά σιγά ως παιχνίδι, γίνεται αθλητισμός και μετά πρωταθλητισμός. Εδώ ακόμα τους ψάχνουμε με το ντουφέκι και σε επίπεδο τοπικών κατηγοριών. 


Η Μπουντσελίγκα όχι, δεν είναι εν τέλει το κορυφαίο πρωτάθλημα στην Ευρώπη μετά το NBA. Αυτή είναι η Ισπανία που μας προσπέρασε μετά τα μισά του 2000. Είναι ενδεχομένως 2η ή 3η, εξαρτάται που βάζει κανείς την Τουρκία και την Ιταλία.  Όμως οι επιτυχίες της Εθνικής τους ομάδας και οι βάσεις για αυτές, τέθηκαν από νωρίς. Όταν είδαν πως το ηλιοβασίλεμα φτάνει στα γένια του Νοβίτσκι και έπρεπε να δημιουργήσουν την επόμενη γενιά μπασκετμπολιστών. Μια γενιά που δεν θα έπαιζε με τον μεγάλο Γερμανό, αλλά θα έπαιζε για αυτόν και την παρακαταθήκη που αυτός άφηνε στο γερμανικό μπάσκετ.

05-07-1946. ""Το Πρώτο Μπικίνι.''''

  Το ένδυμα που χωρίζεται σε δύο μέρη, καλύπτοντας το στήθος πάνω και την μέση με τους γλουτούς κάτω είναι γνωστό από την αρχαιότητα με ανάλογα ενδύματα να συναντάμε σε απεικονίσεις αθλητριών σε αρχαιοελληνικές καλλιτεχνίες και τοιχογραφίες.



Από τις αρχές του 1900 οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να διασκεδάσουν στις δημόσιες παραλίες. Όμως ήταν αδιανόητο να αφήσουν γυμνό το δέρμα τους. Φορούσαν μακριές φούστες και παντελόνια που κάλυπταν τους αστραγάλους. Η πρώτη που τόλμησε να πάει κόντρα στην εποχή, ήταν η κολυμβήτρια και πρωταγωνίστρια του βωβού κινηματογράφου, Annette Kellerman. Επαναστάτησε φορώντας στενό, ολόσωμο μαγιό. Τράβηξε την προσοχή και συνελήφθη. Χάρη στο θάρρος της, οι κανόνες χαλάρωσαν και μέχρι το 1915 οι γυναίκες όλου του κόσμου ντύνονταν στην θάλασσα όπως κι εκείνη.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο λιγότερο αυστηροί γίνονταν οι κανόνες. Έτσι στις 5 Ιουλίου του 1946 ο Γάλλος σχεδιαστής μόδας Λουί Ρεάρ (Louis Réard), παρουσίασε σε υπαίθρια επίδειξη μόδας στο Παρίσι το τολμηρό νέο μαγιό. Ονομάστηκε έτσι από την Ατόλη Μπικίνι στα νησιά Μάρσαλ του Ειρηνικού, όπου έγιναν οι πρώτες δοκιμές ατομικής βόμβας, με τις εκρήξεις των οποίων παρομοιάστηκε η έκρηξη ενθουσιασμού που προκλήθηκε στον ανδρικό πληθυσμό από τη δημιουργία του νέου μαγιό.

Ο σχεδιαστής Jacques Heim είχε δημιουργήσει πρώτος δυο μήνες πριν παρόμοιο μαγιό που το ονόμασε ''Atom'' από το Άτομο της Φυσικής γιατί ήταν το μικρότερο μαγιό του κόσμου. Όμως επικράτησε το όνομα ''Bikini''. Hταν ότι πιο αποκαλυπτικό είχε κυκλοφορήσει κι άλλαξε τον κόσμο της μόδας για πάντα. Καμία Γαλλίδα δε δεχόταν να φωτογραφηθεί με αυτό, οπότε η διαφημιστική καμπάνια έγινε με την αισθησιακή χορεύτρια Micheline Bernardini αφού ήταν η μοναδική που δέχτηκε.

Κράτη στην Ευρώπη, τη Μεσόγειο και ως επί το πλείστον καθολικά κράτη το απαγόρευαν. Καμία διαγωνιζόμενη σε καλλιστεία δεν επιτρεπόταν να εμφανιστεί φορώντας το. Οι γυναίκες δίσταζαν μέχρι που είδαν την Brigitte Bardot να το φοράει στην ταινία του 1957 ''Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα'' το απογείωσε. Στη δεκαετία του ’60 θεωρήθηκε must ένδυμα, ενώ αποτέλεσε έμπνευση για το τραγούδι ''Itsy Bitsy Teenie Weenie Yellow Polkadot Bikini'' του Brian Hyland. Παράλληλα, η Ursula Andress συγκλόνισε τους θεατές ως κορίτσι του James Bond στην ταινία ''007 εναντίον Dr. No'', με το αποκαλυπτικό, λευκό μαγιό της, το οποίο αργότερα πουλήθηκε έναντι 40 χιλιάδων δολαρίων.

Την δεκαετία του ’80, τα μπικίνι γίνονταν όλο και πιο διαδεδομένα και πιο αποκαλυπτικά. Το φεμινιστικό κίνημα των 90s όμως, σε συνεργασία με πολλές αθλήτριες, έδωσε τεράστια μάχη εναντίον τους. Τόνιζαν ότι αντικειμενοποιούσαν τη γυναίκα. Παρολες τις αντιδράσεις έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα string, λεπτές λωρίδες υφάσματος ή δέρματος που καλύπτουν αμυδρά επίμαχα σημεία. Στις περιπτώσεις χρήσης μόνο του κάτω μέρους, αφήνοντας το στήθος εκτεθειμένο, χρησιμοποιείται ο όρος ''Μονοκίνι'', εμπνευστής του οποίου είναι ο αυστριακός σχεδιαστής μόδας Ρούντι Γκερνράιχ.

Στις μέρες μας το μπικίνι δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, δεν προκαλεί αντιδράσεις, οι γυναίκες δικαιούνται να φορέσουν ότι τους αρέσει, και ότι νιώθουν πως τους ταιριάζει. Με εξαίρεση κράτη αντίθετης θρησκευτικής αντίληψης και ισότητας της γυναίκας.

Αναζητώντας τη Ρωμιοσύνη. Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

 Τα τελευταία περίπου εξήντα χρόνια, την εποχή της εκρηκτικής τεχνολογικής ανάπτυξης, που οδήγησε σε συγκεκριμένους τρόπους ζωής και που σήμερα έχει περάσει θριαμβευτικά στην επόμενη φάση της εξέλιξής της, έχουν εμφανιστεί πολλές φωνές, διαφορετικών προϋποθέσεων, που υποστηρίζουν ότι ο κυρίαρχος πλέον δυτικός πολιτισμός ακολουθεί εντελώς στραβό δρόμο – έναν δρόμο, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τους ανθρώπους (τα «άτομα») στην αποξένωση μεταξύ τους και από το φυσικό περιβάλλον, στην απομόνωσή τους, την κατάθλιψη και τη δυστυχία, την κοινωνία στην αποσύνθεση και τον πλανήτη στον όλεθρο.



Τέτοιες φωνές έχουν προέλθει στο παρελθόν από τους χίππις, διάφορες εκφάνσεις του ειρηνιστικού κινήματος, διάφορες νεανικές «υποκουλτούρες», οικολογικά κινήματα, αλλά και θρησκευτικές κινήσεις, μεταξύ των οποίων και ορθόδοξοι χριστιανοί, κυρίως άνθρωποι δυτικών κοινωνιών που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία βρίσκοντας σ’ αυτήν εκείνο που αναζητούσαν και οι οποίοι εξέφρασαν τον προβληματισμό τους μέσω της σοφίας των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. ο π. Σεραφείμ Ρόουζ στην Καλιφόρνια).

Άλλοι βεβαίως έχουν εντρυφήσει στη σοφία άλλων πολιτισμών, που κατά κανόνα συνδέεται και με τις θρησκευτικές παραδόσεις τους, όπως των ιθαγενών της Αμερικής, των Ινδών, των Κινέζων ή των αρχαίων Ελλήνων. Όλοι αυτοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην εξέλιξη του δυτικού κόσμου παρατηρείται πλεόνασμα επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, αλλά θλιβερό έλλειμμα σοφίας.

Ακόμη και το αίτημα ακαδημαϊκών κύκλων για μια θέση των φιλοσοφικών σπουδών στα σύγχρονα πανεπιστήμια, που επιμένουν παρότι οι σπουδές αυτές δεν δίνουν ώθηση στην επιστημονική, τεχνολογική και κατ’ επέκτασιν οικονομική ανάπτυξη, ουσιαστικά εντάσσεται στον ίδιο προβληματισμό.

Ξεκινώντας από τον Ψυχρό Πόλεμο, που σε αρκετές περιπτώσεις έγινε θερμός (με αποκορύφωμα το Βιετνάμ), προχωρώντας στην απειλή του πυρηνικού ολέθρου, η οποία μετασχηματίστηκε στη βεβαιότητα για τη μη αναστρέψιμη καταστροφή του περιβάλλοντος, για να περάσουμε σήμερα στο συναγερμό για την κλιματική αλλαγή, η ανθρωπότητα ζει έναν φόβο, εν πολλοίς δικαιολογημένο, που ωστόσο χρησιμοποιείται και από τους ισχυρούς για την εδραίωση και ενίσχυση της εξουσίας τους, ώστε να μιλάμε επίσης για ιμπεριαλισμό, νέα αποικιοκρατία και «δημοκρατία των πολυεθνικών» (σαρκαστικά). Πάντως, εκείνο που ενδιαφέρει αυτό το άρθρο είναι το αίτημα που εκφράζεται από πολλές κατευθύνσεις για αλλαγή «πολιτισμικού παραδείγματος», δηλ. μια διαφορετική πορεία στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και κάθε μορφή έκφρασης αυτού του αιτήματος αντιστοιχεί σε μια ουτοπία – αλλά όταν ένα ουτοπικό αίτημα προκαλεί ένα κίνημα, ενίοτε προκαλεί κραδασμούς στις παγιωμένες καταστάσεις. Κραδασμούς, που ωστόσο – ας το επισημάνουμε και αυτό – οι «έχοντες και κατέχοντες» συνήθως φροντίζουν να τους απορροφήσουν και, πριν προλάβουν να γίνουν ανατρεπτικοί, να τους αξιοποιήσουν προς όφελός τους.

Ένα παρόμοιο αίτημα έχει εκφραστεί και στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ως «επιστροφή στις ρίζες», με την ενασχόληση χιλιάδων νέων ανθρώπων με τη μουσικοχορευτική μας παράδοση (συμπεριλαμβάνοντας και τη μικρασιατική μουσική και το ρεμπέτικο και ακολουθώντας ενίοτε και έντεχνους δρόμους), αλλά και τη βυζαντινή μουσική, την αγιογραφία, την παραδοσιακή μαγειρική κ.λ.π.

Αυτό νομίζω ότι μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως και το αίτημα που εκφράζεται στην Ελλάδα σήμερα για μια «επιστροφή» στις πολιτισμικές ρίζες μας, λαμβάνοντας και πολιτική χροιά (όπως έχει σαφή πολιτική χροιά το αίτημα για παγκόσμια ειρήνη, αφοπλισμό των υπερδυνάμεων του παρελθόντος, αναστροφή της καταστροφής του περιβάλλοντος ή πλέον της κλιματικής αλλαγής κ.λ.π.), σωστό είναι να αντιμετωπιστεί με κατανόηση και όχι με περιφρόνηση και να διερωτηθούμε μήπως έχει κάτι να προσφέρει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας, αλλά και στην αναγέννηση της πολιτικής ζωής και δεν προέρχεται από ανόητους και αιθεροβάμονες ουτοπιστές, ούτε από βίαιους ακροτασικούς («εξτρεμιστές») ή ψυχασθενείς «ψεκασμένους».

Φυσικά, όπως κάθε κίνημα, έτσι κι αυτό συγκεντρώνει ρεύματα διαφόρων τάσεων. Όμως η σύνεση επιτάσσει, κατά τη γνώμη μου, να αναγνωρίσουμε τη σοβαρότητα αρκετών διανοητών του συγκεκριμένου κινήματος και ν’ αντλήσουμε από τη σκέψη τους ωφέλιμους καρπούς.

Οι πολιτισμικές ρίζες, που εννοώ, είναι αυτό που χαρακτηρίζεται «Ρωμιοσύνη» και εκ πρώτης όψεως εννοεί τη βυζαντινή ιστορία και τον βυζαντινό πολιτισμό, τόσο κατά την περίοδο της ιστορικής ύπαρξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο και μετέπειτα.

Ότι η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης γίνεται πλέον κίνημα με πολιτικό ενδιαφέρον θα το διαπιστώσουμε αμέσως με μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο, όπου θα εντοπίσουμε πλήθος ιστοσελίδων, ιστολογίων, ομάδων επικοινωνίας κ.λ.π. που επικαλούνται τη ρωμαίικη ταυτότητα των μελών τους ή αναφέρονται σε εμβληματικές προσωπικότητες του πολιτισμού μας, που διαθέτουν και πολιτικές προεκτάσεις, όπως ο άγιος αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ρήγας Φεραίος ή ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παραδείγματα, για να περιοριστώ σε λίγα στοιχεία, οι ιστοσελίδες ή ιστολόγια «Ενωμένη Ρωμιοσύνη» (του ομώνυμου δραστήριου συλλόγου), «Ρωμιοί της Πόλης», «Ρωμιοί της Ανατολής», «Ρωμηός», «Ρωμαίικο Οδοιπορικό», «Το Ρωμαίικο», «Άγιος Ιωάννης Βατάτζης», «Φίλοι του αγίου Ιωάννη Βατάτζη» (στο Viber) κ.π.ά. Αναζητήστε στο Διαδίκτυο φωτογραφίες από εικόνες του αγίου Ιωάννη Βατάτζη, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του οσίου Χριστοφόρου του Παππουλάκου, αλλά ακόμη και προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη, του Καποδίστρια κ.λ.π. και το πλήθος των φωτογραφιών που θα βρείτε νομίζω πως θα καταδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τη δίψα και τον πόθο των συμπατριωτών μας, που αισθάνονται υποτελείς και ταπεινωμένοι, για ελευθερία και αξιοπρέπεια!

Εξίσου ενδεικτικό είναι και το πλήθος των αναρτήσεων (και των εκδηλώσεων) που θα εντοπίσουμε κάθε χρόνο περί τις 29 Μαΐου για την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Ο κινητήριος μοχλός αυτής της αναζήτησης είναι η επίγνωση ότι κάποτε ο ελληνισμός βρισκόταν στο τιμόνι μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, που, παρά τα προβλήματά της, έχει να παρουσιάσει πολύ υψηλό δείκτη πολιτισμού (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, αξιοζήλευτα αρχιτεκτονήματα…), ισχυρή κρατική, στρατιωτική και οικονομική οργάνωση, υπερχιλιετή ζωή, τεράστιο πλήθος πνευματικών ανθρώπων (αγίων, ανδρών και γυναικών, πολλοί από τους οποίους ήταν συνάμα και φιλόσοφοι, επιστήμονες της εποχής τους, αναλυτές της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς, εμβριθείς μελετητές της κοινωνίας, ασυμβίβαστοι κοινωνικοί αγωνιστές, λογοτέχνες και καλλιτέχνες) και – κάτι αναπάντεχο – συνέχισε να ζει μέσω του πολιτισμού της ακόμη και πεντακόσια χρόνια μετά την ολοκληρωτική άλωσή της από βαρβάρους επιδρομείς!

Είναι φυσικό να συγκρίνουμε αυτό το ιστορικό παρελθόν μας με το παρόν, στο οποίο η χώρα μας διοικείται από πολιτικούς, τους οποίους θεωρούμε διεφθαρμένους, ο λαός μας είναι εξουθενωμένος και εξαθλιωμένος («φτωχοποιημένος»), είμαστε ουραγοί της Ευρώπης, υπερχρεωμένοι, απολύτως εξαρτημένοι οικονομικά και αναγκασμένοι να υπακούμε τυφλά σε εντολές ξένων κέντρων εξουσίας, των διαδόχων των αποικιοκρατών που κάποτε αιματοκύλησαν τον πλανήτη και ακόμη και σήμερα τον εξουσιάζουν. Η σύγκριση αυτή δεν μπορεί παρά να ανεβάζει το αίμα πολλών στο κεφάλι  και να προκαλεί σκέψεις ανατροπής του πολιτικού κατεστημένου της εποχής μας και αναγέννησης του ισχυρού παρελθόντος μας από την τέφρα του. Ενός παρελθόντος που δεν είναι τόσο μακρινό όσο η κλασική Ελλάδα και, το κυριότερο, είναι ακόμη ζωντανό – ζει, τόσο στις βυζαντινές εκκλησίες μας, όπου τελούνται οι βυζαντινές ακολουθίες της Ορθοδοξίας, όσο και στα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς μας, καθώς και στις μνήμες των αγώνων που έδωσαν με αυτοθυσία οι πρόγονοί μας για την ελευθερία μας, ήρωες που προτίμησαν να πεθάνουν αντί να παραδοθούν ή να προσκυνήσουν, προσφέροντας σε ολόκληρο το λαό τους (το λαό μας) συναισθήματα αξιοπρέπειας, αυτοπεποίθησης και ελπίδας για το αύριο. Ένας τέτοιος ήρωας – όπως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, που ακολούθησε το δρόμο του Λεωνίδα – αρκούσε για να τροφοδοτήσει το ηθικό ενός ολόκληρου λαού επί αιώνες.

Ζητούμε λοιπόν έναν νέο άγιο Ιωάννη Βατάτζη, έναν νέο Παλαιολόγο, έναν νέο Ρήγα Φεραίο, έναν νέο Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη, μια νέα Μαντώ Μαυρογένους και Μπουμπουλίνα, έναν νέο Καποδίστρια. Έχει ατονήσει η ιδέα ότι ζητούμε «έναν νέο Βενιζέλο». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εντάσσεται στη σύγχρονη, δυτική πολιτική σκέψη, σε ένα πλαίσιο που δεν μας βγήκε σε καλό, ούτε νιώθουμε να ύψωσε τα δικά μας αναχώματα απέναντι στην εξάρτηση από τους ισχυρούς. Οι ηγέτες που αναζητούμε είναι εκείνοι που διέθεταν και ευφυΐα και φιλοπατρία, αλλά και πίστη στον Θεό των πατέρων μας, εκτίμηση για τον πολιτισμό μας, δυναμισμό και διάθεση να θυσιάσουν τα πάντα για το λαό και την πατρίδα. Και, όταν αποτύγχαναν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι. Δεν αναζητούμε τεχνοκράτες, αλλά ήρωες.

Φυσικά μια άλλη τάση στον ελληνικό λαό αναζητά τεχνοκράτες και απορρίπτει με έμφαση τα παραπάνω. Για μια ακόμη φορά «ενωτικοί» και «ανθενωτικοί» συγκρούονται, «διαφωτιστές» και «κολλυβάδες» ανταγωνίζονται ποιοι επιτελούν την πραγματική υπηρεσία στην πατρίδα – στη χώρα ή «στο γένος». Είναι γνωστό ότι από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού σημειώθηκε έντονη διαμάχη στον πνευματικό κόσμο της σχετικά νεαρής ακόμη Ελλάδας για το αν είναι σωστό να αυτοαποκαλούμαστε «Ρωμιοί» ή μόνον «Έλληνες». Η διαμάχη αυτή έχει επανέλθει και η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης αναδύεται ως μια άλλη απελευθερωτική πρόταση, διαφορετική και εν πολλοίς αντίθετη από τον εθνικισμό, ο οποίος μέχρι πρότινος είχε τα πρωτεία στον αντισυστημικό πατριωτικό λόγο και ακόμη και σήμερα δεν εξέλειπε.

Μέσα σε όλα αυτά, η νέα γενιά φαίνεται εντελώς παραδομένη σε μια σύγχρονη αποικιοκρατική αλλοτρίωση, όπου οι αγωνίες και τα όνειρά της δεν έχουν απάντηση πέρα από την πλήρη ενσωμάτωσή της στο πολιτισμικό μοντέλο των εξουσιαστών μας – αυτό, που τόσο αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να αποτινάξουν όλοι εκείνοι που προσπαθούν για την αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος που προαναφέραμε. Η πολιτική της θέση είναι η άρνηση της πολιτικής. Με πλήρη άγνοια πλέον (την οποία επιδεινώνει το προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα) της ιστορίας και του πολιτισμού μας, χάνονται οι δυνάμεις μιας πραγματικά δικής μας αναγέννησης – και βαθαίνει το πικρό συναίσθημα της προδοσίας από την ίδια την ηγεσία της χώρας μας, που, αντί να φροντίζει για την αναγέννηση αυτή, προωθεί την πολιτική και κοινωνική «ατζέντα» των ξένων ισχυρών.

Από τα βιβλία στο Κοινοβούλιο

Aν και ίσως πρέπει να μνημονεύσουμε, ως προδρόμους αυτού του κινήματος, τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου (1954) και τις σχετικές αναφορές του Φώτη Κόντογλου, καθοριστική στην ανάκληση της Ρωμιοσύνης στη συλλογική μνήμη των συμπατριωτών μας ήταν η συμβολή πανεπιστημιακών του πρόσφατου παρελθόντος, κάποιοι από τους οποίους ήταν και κληρικοί, όπως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και ο Βρετανός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν. Τη σκυτάλη παρέλαβαν νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Αναστάσιος Φιλιππίδης (Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα), ο Ηλίας Καλλιώρας (Ρωμιοσύνη: Το οδοιπορικό της Ρωμανίας-Βυζαντίου), ο Ιωάννης Νεονάκης (Οικουμενική Ρωμανία) κ.ά.

Εσχάτως ο λόγος περί Ρωμιοσύνης εισήλθε για πρώτη φορά στην ελληνική Βουλή, με το πολιτικό κίνημα της Νίκης, ο πρόεδρος και τα στελέχη του οποίου, όχι μόνο μιλούν για Ρωμιοσύνη και «πονεμένη Ρωμιοσύνη» (η φράση από το ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου) και προβάλλουν ως πρότυπα πολιτικού ήθους τον Βατάτζη, τον Καποδίστρια κ.τ.λ., αλλά και – στις δημοσιευμένες θέσεις του κινήματος – απλώνουν γέφυρες προς τις άλλες βαλκανικές χώρες (ακόμη και προς εκείνες, από τις οποίες μας χωρίζουν ιστορικές διαφορές, όπως η Βουλγαρία και τα Σκόπια), βασισμένες στην Ορθοδοξία, την κοινή πολιτισμική κληρονομιά των περισσότερων βαλκανικών λαών (αν όχι όλων, στο απώτερο παρελθόν, ακόμη και εκείνων που σήμερα είναι κατά πλειοψηφία ρωμαιοκαθολικοί ή μουσουλμάνοι). Αυτή είναι πολιτική αντίληψη, θα λέγαμε, «καθαρά βυζαντινή» (ρωμαίικη), γι’ αυτό και ακατανόητη από τους πολλούς, που σοκάρονται και μιλούν για νοοτροπία που προέρχεται από το Μεσαίωνα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο εθνικισμός είναι άμεσα κατανοητός και εύκολα διαχειρίσιμος και ταξινομημένος στην ελληνική πολιτική σκηνή, η ρωμαίικη πολιτική ιδέα προκάλεσε σύγχυση ως προς την κατάταξή της στο πολιτικό φάσμα και επιχειρήθηκε να αποδομηθεί με τον χαρακτηρισμό του φορέα της ως δούρειου ίππου της κυβέρνησης, δούρειου ίππου της Ρωσίας (εκ διαμέτρου αντίθετα), δάκτυλου αγιορείτικων μονών (που δήθεν επιχειρούσαν να παρέμβουν στην πολιτική ζωή της χώρας), υποκινούμενου από Έλληνες επιχειρηματίες, παραθρησκευτικής ομάδας, οργάνωσης που… «ξεπλένει χρήματα», και των μελών της ως επικίνδυνων κρυπτοφασιστών, υποκριτών, γραφικών, «ψεκασμένων» κ.π.ά.

Ας επισημάνουμε εδώ ότι ο λόγος περί Ρωμιοσύνης δεν είναι «δεξιός» πολιτικός λόγος. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μίκης Θεοδωράκης (που μελοποίησε τη Ρωμιοσύνη) προφανώς ήταν αριστεροί. Για τον Φώτη Κόντογλου διαβάζουμε:  «Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, “στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρ’ όλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων”. Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου. Τέλος, ο Κόντογλου δεν υπέγραψε τη “Δήλωσιν Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών” που δημοσιεύθηκε ως παράρτημα της Διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων το 1946 καθώς είχε διχαστικές και εμφυλιοπολεμικές προεκτάσεις» (Βικιπαίδεια, λήμμα «Φώτης Κόντογλου»). Εξάλλου, στις 22.9.23, στη συζήτηση της ολομέλειας της Βουλής για το εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, κυβερνητικό στέλεχος χαρακτήρισε τις θέσεις της Νίκης για τα εργασιακά «ακραίες αριστερές, πέρα ακόμη και από την αριστερά» [1].

Ρωμανία εναντίον Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Ρωμανία («Βυζάντιο»), για τους θιασώτες της Ρωμιοσύνης, συνιστά το αντίπαλο δέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ένα οικουμενικό κράτος με πολλές εθνότητες, που συνυπάρχουν ισότιμα και, ενώ διατηρούν τη γλωσσική και πολιτισμική τους ιδιοπροσωπία, συνδέονται με δεσμούς πρωτίστως πολιτισμικούς και πνευματικούς – μια «οικουμένη των λαών», αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Ένωση των πολυεθνικών (και όχι «των λαών», όπως ήταν το αρχικό πανευρωπαϊκό όραμα), που έχει συνδετικό κρίκο την επιθυμία για διαρκή οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη και καταναλωτική ευμάρεια.

Αυτός ο συνδυασμός πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας και κοινού υπόβαθρου φαίνεται στον πολιτισμό (λόγιο και λαϊκό) των διαφόρων ρωμαίικων πληθυσμών, που πέρασαν στην επόμενη φάση της Ιστορίας, μετά την κατάκτησή τους είτε από τους Άραβες, είτε από τους δυτικούς, είτε από τους Τούρκους. Σημειώνω ότι «Ρωμιοί» υπάρχουν ακόμη και σήμερα στις χώρες που κατακτήθηκαν από τους Άραβες αιώνες πριν, τόσο στην Παλαιστίνη, όσο και στο Λίβανο, τη Συρία ή την Αίγυπτο. Είναι κυρίως οι λεγόμενοι «Ελληνορθόδοξοι», όπου το συνθετικό «ελληνο-» κατ’ ουσίαν δεν έχει εθνολογικό χαρακτήρα (αφού μπορεί να είναι Σύροι, Λιβανέζοι, Παλαιστίνιοι ή Αιγύπτιοι), αλλά εννοεί «Ρωμαίοι» (Βυζαντινοί, Ρωμιοί)· οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται «Ρουμ Ορτοντόξ» (Ορθόδοξοι Ρωμιοί) [2].  Το ελληνικό κράτος δεν τους δίνει σημασία, οι εθνικιστές δεν τους καταλαβαίνουν, αλλά οι θιασώτες της Ρωμιοσύνης, χωρίς να θέλουν να τους αφομοιώσουν, τους θεωρούν αδέρφια τους.

Επίσης η Ρωμανία (παρότι η Ιστορία της περιέχει πολλές αιματηρές σελίδες, πολλούς άδικους άρχοντες, αρκετή σκληρότητα και εμφύλιους σπαραγμούς) δεν βαρύνεται ιστορικά και ηθικά με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως οι σταυροφορίες, η αποικιοκρατία ή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι· ούτε φυσικά ο Ψυχρός Πόλεμος, η πυρηνική απειλή, η σύγχρονη αποικιοκρατία των πολυεθνικών ή η αλλοτρίωση των λαών, που βαραίνουν τους απογόνους των χθεσινών σταυροφόρων, κονκισταδόρων και αποικιοκρατών. Έτσι, μοιραία, σ’ έναν κόσμο που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, η Ρωμιοσύνη ως πολιτική πρόταση παρέχει ελπίδα για ένα διαφορετικό πρότυπο εξέλιξης, που θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο.

Σημειώσεις

[1] Βλ. την απάντηση του βουλευτή Αχαΐας Σπύρου Τσιρώνη, που απάντησε ότι οι θέσεις αυτές βασίζονται «στις αξίες της Ρωμιοσύνης», που είναι παλαιότερες από τους όρους «δεξιά» και «αριστερά» και τους υπερβαίνουν: https://www.youtube.com/watch?v=g_iLn9dDWpg.

[2] Βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτης Σαββίδης, «Το Ισλαμικό Κράτος και οι Ρουμ Ορτοντόξ της Ανατολής», Πρώτο Θέμα 27.9.2014, https://www.protothema.gr/blogs/panagiwtis-sabbidis/article/413626/to-islamiko-kratos-kai-oi-roum-ortodox-tis-anatolis


Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/43308

Ο Τζιάκομο Καζανόβα

Διαβόητος γυναικοκατακτητής, απατεώνας ολκής, θαμώνας των καζίνων και συνομιλητής των ισχυρών της εποχής, ο βενετός γόης έζησε, περιέγραψε κ...