Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιραντέλο Λουίτζι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιραντέλο Λουίτζι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το ταξίδι, του Λουίτζι Πιραντέλλο

 Η Αντριάνα Μπράτζι είχε δεκατρία χρόνια να βγει από το παλιό σπίτι, που ήταν σιωπηλό σαν μοναστήρι, όπου είχε μπει νύφη σε πολύ νεαρή ηλικία. Δεν την έβλεπαν πια ούτε πίσω από τα τζάμια των παραθύρων οι λιγοστοί διαβάτες οι οποίοι ανέβαιναν που και που τον απότομο, γλιστερό και σχεδόν απόκρημνο δρόμο, τον τόσο ερημικό όπου οι τούφες του χορταριού φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες.



Στα είκοσι δύο της χρόνια, μόλις τέσσερα χρόνια μετά το γάμο, πέθανε ο άντρας της και μαζί του είχε σχεδόν πεθάνει κι εκείνη για τον κόσμο. Τώρα ήταν τριανταπέντε και φορούσε ακόμη τα μαύρα, όπως την πρώτη μέρα της συμφοράς· ένα μαύρο μεταξωτό μαντίλι έκρυβε τα ωραία καστανά μαλλιά της, απεριποίητα πια με μια χωρίστρα που τα χώριζε στις δυο πλευρές και τα έδενε πίσω στο σβέρκο. Παρόλα αυτά στο χλωμό και ντελικάτο πρόσωπό της διαγραφόταν μια θλιμμένης και γλυκιά ηρεμίας.

Αυτή η απομόνωση δεν έκανε εντύπωση σε κανέναν από τους κατοίκους εκείνης της άθλιας κωμόπολης στην ενδοχώρα της Σικελίας, όπου τα αυστηρά ήθη μόνο που δεν απαιτούσαν από τις συζύγους ν’ ακολουθούν στον τάφο τους συζύγους τους.. Οι χήρες όφειλαν να μένουν κλεισμένες στο σπίτι, πενθώντας συνεχώς, μέχρι το θάνατό τους.

Οι γυναίκες, εξάλλου, των λιγοστών αρχοντικών οικογενειών, τόσο όταν ήταν νεαρές, όσο και παντρεμένες, δεν εμφανίζονταν σχεδόν ποτέ στο δρόμο. Έβγαιναν μόνο τις Κυριακές για να πάνε στην εκκλησία και σπάνια σε καμιά επίσκεψη που αντάλλασσαν πότε πότε μεταξύ τους. Και τότε συναγωνίζονταν στην επίδειξη των πλούσιων φορεμάτων τους της τελευταίας μόδας, που τα έφερναν από τα καλύτερα ραφτάδικα του Παλέρμου ή της Κατάνιας, και των πολύτιμων λίθων και των χρυσαφικών, και όλα αυτά όχι από κοκεταρία. Περπατούσαν σοβαρές και κοκκίνιζαν, με τα μάτια χαμηλά, αμήχανες, γαντζωμένες στο πλευρό των συζύγων τους, του πατέρα τους ή του μεγαλύτερου αδελφού τους. Εκείνη η επίδειξη ήταν σχεδόν υποχρεωτική· οι επισκέψεις ή τα λίγα βήματα μέχρι την εκκλησία ήταν γι’ αυτές πραγματικές εκστρατείες, που απαιτούσαν προετοιμασία από την προηγούμενη κιόλας μέρα. Το καλό όνομα της οικογένειας θα μπορούσε να ζημιωθεί· και οι άντρες ανακατεύονταν κι εκείνοι σ’ αυτά τα θέματα και μάλιστα ήταν οι πιο πεισματάρηδες, επειδή επιθυμούσαν ν’ αποδείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι ήθελαν και μπορούσαν να ξοδεύουν για τις γυναίκες τους.

Πάντα υποταγμένες και υπάκουες, εμφανίζονταν όπως εκείνοι τις ήθελαν, για να μην σχηματισθεί κακή εντύπωση για τους άντρες τους. Μετά τις σύντομες εμφανίσεις τους επέστρεφαν ήσυχες στις σπιτικές φροντίδες και, εάν ήταν παντρεμένες, γεννοβολούσαν τόσα παιδιά όσα ο Θεός έστελνε (αυτός ήταν ο σταυρός τους). Εάν ήταν νεαρές κοπέλες, περίμεναν ν’ ακούσουν κάποια μέρα από τους συγγενείς τους να τους λένε: παντρέψου τον τάδε και τον παντρεύονταν. Και οι άντρες ήταν ήσυχοι και ικανοποιημένοι από εκείνη τη δουλική συζυγική πίστη χωρίς αγάπη.

Μόνο η τυφλή πίστη σε μια ανταμοιβή πέρα από τη ζωή μπορούσε να κάνει υποφερτή, χωρίς απόγνωση, την κακομοιριά που απλωνόταν βαριά και μονότονη κάθε μέρα, τη μια ίδια με την άλλη, πάνω σ’ εκείνη την άθλια ορεινή κωμόπολη, την τόσο σιωπηλή, που έμοιαζε σχεδόν ερημική, κάτω από το έντονο και καυτό γαλάζιο του ουρανού, με τα στενόχωρα, κακοστρωμένα δρομάκια της, που ελίσσονταν ανάμεσα σε άχαρα, πέτρινα και ασβεστωμένα σπιτάκια, με τις πήλινες υδρορροές και τα τσίγκινα ανοιχτά λούκια.

Από το σημείο όπου τερμάτιζαν τα δρομάκια η θέα της κυματιστής έκτασης της καμένης γης από τα ορυχεία του θειαφιού γέμιζε με θλίψη τον παρατηρητή. Άνυδρος ο ουρανός, άνυδρη και η γη, από την οποία, μες στην ακίνητη σιωπή, την αποκοιμισμένη από το βούισμα των εντόμων, από το τραγούδι κάποιου γρύλου, από το μακρινό λάλημα κάποιου κόκορα ή από το γαύγισμα κάποιου σκύλου, αναδυόταν έντονη, μες στο θάμπωμα του μεσημεριού, η μυρωδιά του μαραμένου χόρτου και της σκορπισμένης κοπριάς των στάβλων.

Όλα τα σπίτια, ακόμη και τα λιγοστά αρχοντικά, δεν είχαν νερό. Στις ευρύχωρες αυλές, όπως κι εκεί όπου τερμάτιζαν οι δρόμοι, υπήρχαν παλιές στέρνες στο έλεος του ουρανού· αλλά και το χειμώνα έβρεχε λίγο. Όταν έβρεχε ήταν γιορτή· όλες οι γυναίκες έβγαζαν έξω λεκάνες και κουβάδες, σκαφίδια και βαρελάκια και στέκονταν έπειτα στα κατώφλια, με τα σκουτιά τους ανασηκωμένα ανάμεσα στα πόδια τους, να βλέπουν το βρόχινο νερό να τρέχει σα ρυάκι στα απότομα δρομάκια, να το ακούν να κελαρύζει στις υδρορροές και μέσα από τους σωλήνες να καταλήγει στις στέρνες. Πλένονταν τα λιθόστρωτα, πλένονταν οι τοίχοι των σπιτιών και όλα έμοιαζε να αναπνέουν ελαφρότερα μες στην αρωματισμένη φρεσκάδα της βρεγμένης γης.

Οι άντρες λίγο πολύ τα βράδια εύρισκαν, στα διάφορα συμβάντα της δουλειάς τους, στη μάχη των τοπικών κομμάτων, στο Καφέ ή στο Καζίνο, παρέα για να ξεδίνουν κατά κάποιο τρόπο. Οι γυναίκες όμως, που από την τρυφερή ακόμη ηλικία τους ήταν αναγκασμένες να καταπνίγουν κάθε αίσθημα ματαιοδοξίας, παντρεύονταν χωρίς έρωτα, έκαναν, σαν να ήταν υπηρέτριες, όλες τις δουλειές του σπιτιού, πάντα τις ίδιες, μαράζωναν μίζερα μ’ ένα μωρό στην κοιλιά και το κομποσκοίνι στο χέρι, περιμένοντας να γυρίσει στο σπίτι ο άντρας τους, ο αφέντης.

Η Αντριάνα Μπράτζι δεν είχε αγαπήσει καθόλου τον σύζυγό της.  Με ασθενική κράση και σε συνεχή διέγερση εξαιτίας της επισφαλούς υγείας του, ο σύζυγός της την καταπίεζε και τη βασάνιζε επί τέσσερα χρόνια, ενώ ζήλευε ακόμη και τον μεγαλύτερο αδελφό του, στον οποίο ήξερε ότι είχε κάνει, όταν παντρεύτηκε, μία μεγάλη αδικία, και μάλιστα κάτι παραπάνω, μια προδοσία. Σ’ εκείνα τα μέρη, από όλα τα αρσενικά παιδιά μιας πλούσιας οικογένειας, ο μεγαλύτερος έπρεπε να παντρευτεί, για να μη διασκορπισθεί η περιουσία της οικογένειας σε πολλούς κληρονόμους.

Ο Τσέζαρε Μπράτζι, ο μεγαλύτερος αδελφός, δεν έδωσε ποτέ δείγματα ότι τον είχε πειράξει εκείνη η προδοσία, ίσως επειδή ο πατέρας, πεθαίνοντας λίγο πριν από εκείνο το γάμο, είχε ορίσει να παραμείνει αρχηγός της οικογένειας εκείνος και ο δευτερότοκος, ο παντρεμένος, να του είναι πλήρως υπάκουος.

Μπαίνοντας στο παλιό σπίτι των Μπράτζι η Αντριάνα ένιωσε κάπως ταπεινωμένη, όταν έμαθε ότι θα είναι υποταγμένη στον κουνιάδο της. Η κατάστασή της έγινε διπλά οδυνηρή και εκνευριστική, όταν ο ίδιος ο σύζυγός της, στη μανία της ζήλιας του, την άφησε να εννοήσει ότι ο Τσέζαρε είχε από παλιά την επιθυμία να την παντρευτεί. Δεν ήξερε πια τι στάση να κρατήσει απέναντι στον κουνιάδο της και η αμηχανία της είχε τόσο περισσότερο μεγαλώσει όσο λιγότερο ο κουνιάδος της έδειχνε να ασκεί εξουσία επάνω της. Από την πρώτη κιόλας μέρα την είχε υποδεχτεί με ειλικρινή εγκαρδιότητα και της συμπεριφερόταν σαν να του ήταν πραγματική αδελφή. 

Είχε ευγενικούς τρόπους στην ομιλία, στο ντύσιμο και σ’ όλα του τα χαρακτηριστικά, μια εξαίρετη φυσική ευγένεια, που ούτε η επαφή με τον άξεστο κόσμο της περιοχής, ούτε οι ασχολίες με τις οποίες καταγινόταν, ούτε οι συνήθειες της αποχαυνωτικής νωθρότητας στην οποία οδηγούσαν η κενή και μίζερη ζωή της επαρχίας τόσους μήνες το χρόνο, είχαν κατορθώσει να εκχυδαΐσουν, ούτε καν να αλλάξουν στο ελάχιστο.

Κάθε χρόνο, εξάλλου, για αρκετέ μέρες, συχνά για ένα μήνα και περισσότερο, απομακρυνόταν από την άθλια κωμόπολη και από τις δουλειές του. Πήγαινε στο Παλέρμο, στη Νάπολη, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία, στο Μιλάνο να βουτήξει μες στη ζωή, να κάνει – όπως έλεγε – ένα μπάνιο πολιτισμού. Επέστρεφε από εκείνα τα ταξίδια ανανεωμένος στην ψυχή και στο σώμα.

Η Αντριάνα, που δεν είχε κάνει ποτέ βήμα έξω από τον τόπο που γεννήθηκε, βλέποντάς τον να επιστρέφει έτσι στο μεγάλο, παλιό σπίτι, όπου ο χρόνος έμοιαζε να έχει βαλτώσει μέσα στη σιωπή του θανάτου, ένιωθε κάθε φορά μία μυστική, ανεξιχνίαστη αναστάτωση.

 Ο κουνιάδος έφερνε μαζί του τον αέρα ενός κόσμου, που εκείνη δεν μπορούσε καν να φανταστεί.

Και η αναστάτωσή της μεγάλωνε, όταν άκουγε τα τσιριχτά γέλια του συζύγου της, που στο διπλανό δωμάτιο άκουγε τις ιστορίες των πιπεράτων περιπετειών που τύχαιναν στον αδελφό του. Η αναστάτωσή της μετατρεπόταν κατόπιν σε αγανάκτηση και αηδία, το βράδυ, όταν ο σύζυγος, αφού είχε ακούσει τις ιστορίες του αδελφού του, πήγαινε να την βρει στην κρεβατοκάμαρα, ξαναμμένος, σε κατάσταση υπερδιέγερσης, ανυπόμονος. Η αγανάκτηση και η αηδία που ένιωθε για το σύζυγό της μεγάλωναν περισσότερο όσο εκείνη έβλεπε τον κουνιάδο της να της δείχνει μεγάλο σεβασμό και υπόληψη.

Όταν πέθανε ο σύζυγος, η Αντριάνα ένιωσε άγχος και αμηχανία με τη σκέψη ότι θα έμενε μόνη μαζί με τον κουνιάδο της σ’ εκείνο το σπίτι. Είχε, βέβαια, τα δύο μικρά, που είχαν γεννηθεί μέσα στα τέσσερα χρόνια, αλλά, παρόλο που ήταν μητέρα, δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει, απέναντι στον κουνιάδο της, τη φυσική, κοριτσίστικη δειλία της. Η δειλία αυτή στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ για εκείνη δισταχτικότητα. Τώρα όμως, ναι, και γι’ αυτό μέμφονταν τον ζηλιάρη σύζυγό της, που την είχε καταπιέσει με την πιο καχύποπτη και ύπουλη παρακολούθηση.

Ο Τσέζαρε Μπράτζι, με διακριτική βιασύνη, κάλεσε τότε τη μητέρα της να έρθει να μείνει με τη χήρα κόρη της. Και σιγά σιγά η Αντριάνα, απελευθερωμένη από τη μισητή τυραννία του συζύγου της, με τη συντροφιά της μητέρας της, μπόρεσε, αν όχι να ανακτήσει παντελώς την γαλήνη της, να ηρεμήσει τουλάχιστον το πνεύμα της. Αφιερώθηκε με πλήρη αυταπάρνηση στη φροντίδα των παιδιών, δίνοντάς τους απλόχερα εκείνη την αγάπη και τρυφερότητα που δεν μπόρεσαν να βρουν διέξοδο σ’ έναν ατυχή γάμο.

Ο Τσέζαρε συνέχιζε να κάνει κάθε χρόνο το μηνιαίο ταξίδι του στην ηπειρωτική χώρα, φέρνοντας στην επιστροφή δώρα σ’ εκείνη, στη γιαγιά και στα ανιψάκια του, στα οποία έδειχνε πάντα το πιο λεπτό πατρικό ενδιαφέρον.

Το σπίτι, χωρίς την προστασία ενός άντρα, τρόμαζε τις γυναίκες, κυρίως τη νύχτα. Τις μέρες που εκείνος έλειπε, φαινόταν στην Αντριάνα πως η σιωπή, που γινόταν πιο βαθιά, πιο σκυθρωπή, κρεμούσε πάνω από το σπίτι μία μεγάλη άγνωστη συμφορά και με μεγάλο δέος άκουγε το τρίξιμο της τροχαλίας της παλιάς στέρνας στην κορυφή του μοναχικού ανηφορικού δρόμου, όσες φορές το φύσημα του ανέμου κουνούσε το συρματόσχοινο. Μπορούσε όμως εκείνος, για χάρη των δύο γυναικών και των δύο μικρών παιδιών, που στο κάτω κάτω δεν του ανήκαν, να στερηθεί εκείνη τη μοναδική διασκέδαση, ύστερα από ένα χρόνο δουλειάς και πλήξης; Θα μπορούσε να μην τους φροντίζει σχεδόν, να ζει για τον εαυτό του και μόνο, ελεύθερος, αφού ο αδελφός του του είχε απαγορεύσει να κάνει τη δική του οικογένεια, και παρόλα αυτά – πώς να μην το αναγνωρίσει κανείς; - εάν βγάλουμε από τη μέση εκείνες τις σύντομες διακοπές, ήταν όλος αφοσιωμένος στο σπίτι και στα ορφανά ανιψάκια του.

Με τον καιρό, είχε αποκοιμηθεί μες στην καρδιά της Αντριάνας κάθε λύπη. Τα παιδιά της μεγάλωναν κι εκείνη ήταν ικανοποιημένη που μεγάλωναν κάτω από την επίβλεψη του θείου τους. Η αφοσίωσή της ήταν πλέον πλήρης, έτσι που απορούσε όταν ο κουνιάδος ή τα παιδιά της ήταν αντίθετοι σε κάποια επιπλέον φροντίδα που εκείνη ήθελε να τους προσφέρει. Της φαινόταν ότι δεν έκανε ποτέ αρκετά. Και τι θα έπρεπε να σκέφτεται, εάν όχι αυτά;

Πόνεσε πολύ με το θάνατο της μητέρας της, γιατί της έλειψε η μοναδική της συντροφιά. Εδώ και καιρό μιλούσε μαζί της σαν να ήταν αδελφή της· με τη μητέρα πλάι της, μπορούσε να θεωρεί ακόμη νέο τον εαυτό της, όπως πράγματι ήταν. Όταν έφυγε η μητέρα, με τα δυο παιδιά της, που ήταν κιόλας στην πρώτη τους νεότητα, το ένα δεκαεφτά χρονών και το άλλο δεκατεσσάρων, ψηλά, όσο και ο θείος τους σχεδόν, άρχισε να νιώθει και να θεωρεί τον εαυτό της ηλικιωμένο.

Βρισκόταν σ’ αυτή την ψυχολογική κατάσταση όταν για πρώτη φορά αισθάνθηκε μια αόριστη αδιαθεσία, μια κούραση, ένα πλάκωμα στη μία ωμοπλάτη και λίγο στο στήθος. Ήταν ένας κρυφός πόνος, που της έπιανε καμιά φορά και όλο τον αριστερό βραχίονα και που στιγμές στιγμές γινόταν οξύς και της έκοβε την αναπνοή.

Δεν παραπονέθηκε και ίσως να μην το μάθαινε κανείς, εάν μία μέρα στο τραπέζι δεν είχε μια από εκείνες τις κρίσεις που της προκαλούσαν οι ξαφνικοί δυνατοί πόνοι.

Κάλεσαν αμέσως τον παλιό γιατρό της οικογένειας, ο οποίος με το πρώτο έδειξε την ανησυχία του μελετώντας τα συμπτώματα. Η ανησυχία μεγάλωσε μετά από μία μακρά και προσεκτική εξέταση της άρρωστης.

Η αρρώστια εντοπιζόταν στο πλευρό. Ποια ήταν όμως η φύση της; Ο ηλικιωμένος γιατρός, με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του προχώρησε σε μια παρακέντηση χωρίς αποτέλεσμα. Κατόπιν, παρατηρώντας κάποια σκλήρυνση στους άνω και κάτω ωμοπλατιαίους αδένες, συμβούλεψε τον Μπράτζι να πάει αμέσως την κουνιάδα του στο Παλέρμο, αφήνοντας να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι φοβόταν την ύπαρξη κάποιου εσωτερικού όγκου, ίσως αθεράπευτου.

Δεν ήταν δυνατόν ν’ αναχωρήσουν αμέσως. Η Αντριάνα, μετά από δεκατρία χρόνια εγκλεισμού στο σπίτι, δεν είχε ρούχα να φορέσει, να εμφανισθεί στον κόσμο και να ταξιδέψει. Έπρεπε να γράψουν στο Παλέρμο για να φροντίσουν σχετικά όσο γινόταν γρηγορότερα.

Προσπάθησε ν’ αντισταθεί με κάθε τρόπο, διαβεβαιώνοντας τον κουνιάδο και τα παιδιά της ότι δεν αισθανόταν και πολύ άσχημα. Ένα ταξίδι; Μόνο που το σκεφτόταν την έπιανε σύγκρυο. Έπειτα ήταν η εποχή ακριβώς που ο Τσέζαρε συνήθιζε να παίρνει τις μηνιαίες του διακοπές. Εάν έφευγε μαζί του, θα του στερούσε την ελευθερία του και κάθε ευχαρίστηση. Όχι, όχι, δεν ήθελε με κανένα τρόπο! Κι έπειτα, πώς και σε ποιον θα άφηνε τα παιδιά της; Σε ποιον θα εμπιστευόταν το σπίτι; Προέβαλε όλες εκείνες τις δυσκολίες, αλλά ο κουνιάδος και τα παιδιά της τις κατέρριπταν γελώντας. Επέμενε ότι το ταξίδι θα την έκανε σίγουρα χειρότερα. Θεέ μου, αφού δεν ήξερε καν πώς ήταν φτιαγμένοι οι δρόμοι! Δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα! Για το Θεό, για το Θεό, ας την αφήσουν ήσυχη! 56

 

Όταν από το Παλέρμο έφτασαν τα ρούχα και τα καπέλα ήταν ένα πανηγύρι για τα παιδιά.

Μπήκαν στο δωμάτιο της μητέρας όλο χαρά με τα μεγάλα κουτιά τυλιγμένα σε κερωμένο ύφασμα, φώναζαν, έκαναν φασαρία και της έλεγαν ότι έπρεπε αμέσως να τα δοκιμάσει. Ήθελαν να τη δούνε όμορφη τη μητέρα τους, όπως δεν την είχαν δει ποτέ. Και είπαν τόσα και έκαναν τόσα που εκείνη υποχώρησε για να τα ικανοποιήσει.

Ήταν μαύρα ρούχα, ρούχα πένθους κι εκείνα, αλλά πλουσιότατα και δουλεμένα με εξαιρετική μαεστρία. Επειδή δεν είχε πλέον ιδέα από μόδα και ήταν άπειρη, δεν ήξερε από πού να τα πιάσει για να τα φορέσει. Πού και πώς να κουμπώσει όλες εκείνες τις κόπιτσες που έβρισκε εδώ κι εκεί; Εκείνο το κολάρο, Θεέ μου, τόσο ψηλό; Κι εκείνα τα μανίκια τόσο φουσκωτά.... Τέτοια συνήθιζαν τώρα;

Πίσω από την πόρτα, στο μεταξύ, χαλούσαν τον κόσμο τα παιδιά, ανυπόμονα:

-Μαμά, εντάξει; Ακόμη;

Λες και η μαμά, πίσω από την πόρτα, ντυνόταν για να πάει σε γιορτή! Δεν σκέφτονταν πια το λόγο για τον οποίο εκείνα τα ρούχα είχαν έρθει από το Παλέρμο· εκείνη τη στιγμή όμως δεν το σκεφτόταν ούτε η ίδια.

Όταν εντελώς σαστισμένη και ξαναμμένη σήκωσε τα μάτια και είδε τον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη της ντουλάπας, δοκίμασε μία εντύπωση πολύ βίαιη, σχεδόν ντροπή. Εκείνο το ρούχο τής τόνιζε με προκλητική κομψότητα τους γοφούς και το στήθος, της έδινε τη λυγεράδα και τον αέρα μιας κοπελίτσας. Θεωρούσε κιόλας τον εαυτό της ηλικιωμένο και ξαφνικά μέσα σ’ εκείνο τον καθρέφτη βρέθηκε να είναι νέα και όμορφη· μια άλλη!

-Μα δεν είναι δυνατόν! φώναξε αποστρέφοντας το βλέμμα και σηκώνοντας το χέρι για ν’ αποφύγει εκείνο το θέαμα.

Τα παιδιά, ακούγοντάς την ν’ αναφωνεί, άρχισαν να χτυπούν δυνατά την πόρτα με τα χέρια, με τα πόδια τους, να την σπρώχνουν, ενώ της φώναζαν ν’ ανοίξει, να την δουν.

Μα τι! Όχι! Ντρεπόταν. Ήταν μια καρικατούρα! Όχι, όχι.

Εκείνα όμως απειλούσαν να ρίξουν κάτω την πόρτα. Έπρεπε ν’ ανοίξει.

Στην αρχή έμειναν κι εκείνα με το στόμα ανοιχτό όταν είδαν εκείνη την ξαφνική μεταμόρφωση. Η μητέρα τους προσπαθούσε να αστειευτεί και επαναλάμβανε: - Όχι, όχι, αφήστε με! Μα δεν είναι δυνατόν! Τρελαθήκατε; - όταν έκανε την εμφάνισή του ο κουνιάδος της. Για όνομα του Θεού! Προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, να κρυφτεί, λες κι εκείνος την αντίκρισε ξαφνική γυμνή. Τα παιδιά όμως την κρατούσαν και την έδειξαν στο θείο που γελούσε βλέποντάς την να ντρέπεται.

-Αφού σου πάει πολύ! είπε εκείνος τελικά, σοβαρεύοντας. Έλα, άσε να σε δούμε.

Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι.

- Μου φαίνεται σαν να είμαι μασκαρεμένη...

- Όχι, γιατί το λες αυτό; Αντίθετα, σου πάει πάρα πολύ. Γύρισε λίγο έτσι, στο πλάι...

Υπάκουσε, βάζοντας τα δυνατά της να φαίνεται ήρεμη, αλλά το στήθος, που το αναδείκνυε καθαρά το ίδιο το ρούχο, φούσκωνε με την παραμικρή αναπνοή, που πρόδιδε μια εσωτερική αναστάτωση εξαιτίας της προσεκτικής και ήρεμης εξέτασης από τη μεριά του, που φανέρωνε πολύ πεπειραμένο γνώστη.

- Σου πάει πράγματι. Και τα μαλλιά;

- Έχει εδώ κάτι καπέλα σαν κάνιστρα! αναφώνησε η Αντριάνα σχεδόν με αγανάκτηση. 57

 

- Ε, ναι. Είναι στη μόδα τα πολύ μεγάλα.

- Πώς να τα βάλω στο κεφάλι μου; Θα πρέπει να χτενιστώ με διαφορετικό τρόπο.

Ο Τσέζαρε την ξανακοίταξε, ήρεμος και χαμογελαστός· της είπε:

- Φυσικά. Έχεις τόσα μαλλιά...

-Ναι, ναι, μπράβο μαμά! Χτενίσου αμέσως! επιδοκίμασαν τα παιδιά.

Η Αντριάνα χαμογέλασε λυπημένα.

- Βλέπετε τι με βάζετε να κάνω; είπε απευθυνόμενη και στον κουνιάδο.

Η αναχώρηση κανονίστηκε για την επόμενη μέρα.

Μόνη μαζί του!

Τον ακολουθούσε σ’ ένα από εκείνα τα ταξίδια που κάποτε τα σκεφτόταν ταραγμένη. Τώρα ένας μόνο ήταν ο φόβος της: μήπως και φανεί ταραγμένη σ’ εκείνον που βρισκόταν απέναντί της, αφοσιωμένος ολοκληρωτικά σ’ αυτήν, αλλά ήρεμος, όπως πάντα.

Αυτή η ηρεμία του, φυσικότατη, θα την έκανε να θεωρεί αξιοκαταφρόνητη την ταραχή της, σε σημείο που να κοκκινίζει, αφού η ίδια, με μία προσποίηση σχεδόν συνειδητή, ακριβώς για μην ντρέπεται και για να δώσει θάρρος στον εαυτό της, δεν του είχε δώσει άλλη αφορμή ούτε για το ταξίδι το ίδιο, ούτε για την έφοδο τόσων περίεργων εντυπώσεων που κατέκλυζαν την κλειστή και συνεσταλμένη της ψυχή. Την προσπάθεια που έκανε πιέζοντας τον εαυτό της για να κυριαρχήσει επάνω στην ταραχή της (η οποία, ωστόσο, ερμηνευμένη μ’ αυτόν τρόπο, δεν είχε τίποτε το αξιοκατάκριτο) την απέδιδε στο γεγονός ότι δεν ήθελε να δείχνει ότι τα πάντα τής ήταν τόσο καινούρια και θαυμαστά, εμπρός σ’ έναν άντρα, που εδώ και χρόνια ήταν έμπειρος σε όλα και κύριος του εαυτού του και που θα μπορούσε να νιώσει ενόχληση και δυσαρέσκεια με τη συμπεριφορά της. Θα μπορούσε, πράγματι, να φαντάζει γελοία στην ηλικία της, εξαιτίας του σχεδόν παιδικού ξαφνιάσματός της που έλαμπε μες στα μάτια της.

Αναγκαζόταν, κατά συνέπεια, να βάζει φρένο στην εύθυμη, πυρετώδη αγωνία του βλέμματός της και να μη στρέφει συνέχεια το κεφάλι από το ένα παράθυρο του τρένου στο άλλο, όπως την κέντριζε ο πειρασμός, για να μη χάσει τίποτα από όλα εκείνα τα πράγματα πάνω στα οποία η ματιά της, τόσο φευγαλέα, καθόταν για μια στιγμή για πρώτη φορά. Αναγκαζόταν να κρύβει το θαυμασμό της, να κυριαρχεί επάνω στην περιέργειά της, που σίγουρα θα της έκανε καλό να την κρατάει σε εγρήγορση και σε διέγερση, για να υπερνικήσει έτσι την παραζάλη και τον ίλιγγο που της προκαλούσαν ο ρυθμικός θόρυβος των τροχών και η ψεύτικη φυγή των φρακτών και των δέντρων και των λόφων.

Ταξίδευε πρώτη φορά με τρένο. Κάθε φορά, σε κάθε γύρισμα των τροχών, είχε την εντύπωση ότι εισχωρούσε, ότι προχωρούσε μέσα σ’ έναν άγνωστο κόσμο που ξαφνικά γεννιόταν μες στο νου της με όψεις οι οποίες, παρόλο που της ήταν κοντινές, της φαίνονταν, ωστόσο, μακρινές και της έδιναν, μαζί με την ευχαρίστηση της θέασής τους, και την αίσθηση μιας λεπτότατης και απροσδιόριστης λύπης. Και η λύπη αυτή είχε να κάνει με το γεγονός ότι όλα αυτά υπήρχαν πάντοτε πέρα και έξω από τη δική της ύπαρξη και φαντασία, ήταν η λύπη που την έκανε να νιώθει ότι ήταν ξένη προς όλα αυτά και περαστική και ότι όλα θα συνέχιζαν να ζουν και χωρίς αυτή, για τον εαυτό τους και με τα δικά τους συμβάντα.

Να, εκεί πέρα τα ταπεινά σπιτάκια ενός χωριού: σκεπές και παράθυρα και πόρτες και σκάλες και δρόμοι και ο κόσμος που κατοικούσε εκεί ήταν, όπως εκείνη που τόσα χρόνια έμενε στην άθλια κωμόπολή της, κλεισμένος σ’ εκείνο το σημείο της 58

 

γης, με τις συνήθειές του και τις ασχολίες του. Πέρα από όσα έβλεπε το μάτι τους δεν υπήρχε τίποτε γι’ αυτούς· ο κόσμος ήταν ένα όνειρο: τόσοι και τόσοι γεννιόνταν και μεγάλωναν εκεί και πέθαιναν, χωρίς να έχουν δει τίποτα από όσα πήγαινε να δει εκείνη μ’ αυτό της το ταξίδι, που ήταν, ωστόσο, τόσο λίγο σε σχέση με το μέγεθος του κόσμου και που, παρόλα αυτά, εκείνης της φαινόταν ήδη τόσο πολύ.

Στρέφοντας το βλέμμα της, συναντούσε πότε πότε τη ματιά και το χαμόγελο του κουνιάδου, που τη ρωτούσε:

-Πώς αισθάνεσαι;

Του απαντούσε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού:

-Καλά.

Αρκετές φορές ο κουνιάδος ήρθε να καθίσει πλάι της, για να της δείξει και να της πει το όνομα ενός μακρινού χωριού, όπου είχε πάει, κι εκείνο εκεί το βουνό με το απειλητικό προφίλ και γενικά όλα τα σημαντικά αξιοθέατα, που είχε τη γνώμη ότι θα μπορούσαν να της προσελκύσουν έντονα την προσοχή. Δεν σκεφτόταν ότι όλα τα πράγματα, και τα παραμικρότερα ακόμη, εκείνα που για τον ίδιο ήταν συνηθισμένα, ξυπνούσαν σ’ εκείνη μια αναστάτωση από νέα αισθήματα και ότι οι υποδείξεις και οι πληροφορίες που της έδινε, αντί ν’ αυξάνουν, ελάττωναν και πάγωναν τη διάπυρη και ταλαντευόμενη εικόνα μεγαλείου, που εκείνη, σαστισμένη και με μία αδιόρατη αίσθηση λύπης, δημιουργούσε για τον εαυτό της στη θέα ενός κόσμου τόσο άγνωστου.

Επιπλέον, στην εσωτερική αναστάτωση των αισθημάτων της, η φωνή του, αντί να διαφωτίζει, της προκαλούσε σχεδόν μία σκοτεινή και βίαιη αναστολή, γεμάτη από οδυνηρές ανατριχίλες και τότε εκείνη η αίσθηση λύπης γινόταν πιο έντονη, πιο ευδιάκριτη. Έβλεπε τον εαυτό της άθλιο μέσα στην άγνοιά της και ένιωθε μία σκοτεινή και σχεδόν εχθρική λύπηση λόγω της θέασης όλων εκείνων των πραγμάτων που τώρα, πολύ αργά πια για εκείνη, της γέμιζε τα μάτια και έμπαινε μες στην ψυχή της.

Την επόμενη μέρα στο Παλέρμο, βγαίνοντας από το σπίτι του διευθυντή της κλινικής, ύστερα από μία επίσκεψη που κράτησε πολλή ώρα, κατάλαβε καλά, από την προσπάθεια που έκανε ο κουνιάδος της να κρύψει τη βαθιά του λύπη, από τον προσποιητό ζήλο με τον οποίο για άλλη μια φορά ήθελε να του εξηγήσουν τον τρόπο που θα έπαιρνε η άρρωστη το προτεινόμενο φάρμακο και το ύφος με το οποίο ο γιατρός του είχε απαντήσει, κατάλαβε καλά ότι αυτός είχε βγάλει απόφαση που αφορούσε το θάνατό της και ότι εκείνο το μίγμα των γιατρικών που έπρεπε να παίρνει σε σταγόνες με μεγάλη προσοχή, δύο φορές τη μέρα πριν από τα γεύματα, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία πονετική εξαπάτηση ή μετάληψη ενός αργού θανάτου.

Και παρόλα αυτά, ενώ ήταν ακόμη λίγο ζαλισμένη και αηδιασμένη από τη διάχυτη οσμή του αιθέρα στο σπίτι του γιατρού, μόλις βγήκε από τη σκιά της σκάλας στο δρόμο, στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου που κάτω από έναν φλογισμένο ουρανό, ο οποίος από τη μεριά της παραλίας χιμούσε σαν ένα τεράστιο αστραφτερό σύννεφο επάνω στη μακριά λεωφόρο Κόρσο, είδε ανάμεσα στις άμαξες, μέσα σ’ εκείνη τη χρυσαφί λάμψη, το συνωστισμό του θορυβώδους πλήθους, με πρόσωπα και ρούχα, που είχαν πάρει λες κι εκείνα φωτιά από τις πορφυρές ανταύγειες, είδε τις αντανακλάσεις του φωτός, τις χρωματιστές αναλαμπές, σαν να ήταν πολύτιμοι λίθοι, των βιτρινών, των επιγραφών, των καθρεπτών των καταστημάτων και ένιωσε να εισβάλει με ορμή η ζωή μόνο, η ζωή, η ζωή στην ψυχή της μέσα από όλες τις αισθήσεις της, που ήταν αναστατωμένες και συνεπαρμένες, σαν από θεία μέθη. Δεν είχε την παραμικρή αγωνία ούτε τη φευγαλέα σκέψη για τον κοντινό και αναπόφευκτο θάνατό της, για το θάνατο που είχε ήδη φωλιάσει μέσα της, κρυμμένος 59

 

εκεί, κάτω από την αριστερή της ωμοπλάτη, όπου αισθανόταν μερικές φορές πιο έντονους τους πόνους. Όχι, όχι, η ζωή, η ζωή! Και όλη εκείνη η εσωτερική της αναστάτωση, που συγκλόνιζε το πνεύμα της, ήρθε να εγκατασταθεί βίαια στο λαιμό της, και δεν ήξερε τι ήταν αυτό· έμοιαζε σχεδόν με παλιό κρυφό πόνο από τα βάθη του είναι της που ξαφνικά την έπνιγε και την ανάγκαζε να κλαίει, παρά την τόση χαρά της.

-Τίποτα... τίποτα..., είπε στον κουνιάδο της μ’ ένα χαμόγελο που άστραψε ζωηρά στα μάτια της μέσα από τα δάκρια. Μου φαίνεται πως είμαι... δεν ξέρω... Πάμε, πάμε...

-Στο ξενοδοχείο;

-Όχι... όχι...

-Πάμε τότε να δειπνήσουμε στο «Σαλέ», στη θάλασσα, στο Φόρο Ιτάλικο. Σου αρέσει;

-Ναι, όπου θέλεις.

-Πολύ καλά. Πάμε! Έπειτα θα δούμε την παραλία του Φόρο Ιτάλικο· θ’ ακούσουμε μουσική...

Ανέβηκαν στην άμαξα και πήγαν προς την κατεύθυνση εκείνου του αστραφτερού σύννεφου που τύφλωνε.

Α, τι βραδιά ήταν για εκείνη, στο «Σαλέ» στη θάλασσα, κάτω από το φεγγάρι, με θέα εκείνη τη φωτισμένη παραλία που βούιζε από τον συνεχή θόρυβο των αστραφτερών αμαξιών, ανάμεσα στη μυρωδιά των φυκιών που έφερνε η θάλασσα και το άρωμα των λεμονανθών που ερχόταν από τους κήπους! Χαμένη σαν μέσα σε μια υπεράνθρωπη μαγεία, στην οποία μια κάποια αγωνία τής απαγόρευε να αφεθεί ολοκληρωτικά, μια αγωνία που την ξυπνούσε η αμφιβολία μήπως δεν ήταν αληθινό εκείνο που έβλεπε. Ένιωθε να βρίσκεται μακριά, μακριά και από τον ίδιο της τον εαυτό ακόμη, δίχως μνήμη, δίχως συνείδηση, δίχως σκέψη, σε μία άπειρη απόσταση ονείρου.

Την εντύπωση της άπειρης απόστασης την ξαναδοκίμασε πιο έντονη την επόμενη το πρωί, περιδιαβάζοντας με την άμαξα τα ατέλειωτα ερημικά δρομάκια του πάρκου Φαβορίτα, επειδή, κάποια στιγμή, μ’ έναν μακρύ αναστεναγμό ξαναγύρισε σχεδόν στον εαυτό της από εκείνη τη μακρινή απόσταση και μπόρεσε να την μετρήσει, χωρίς να διακόψει τη μαγεία, ούτε να πειράξει τη μέθη εκείνου του ονείρου κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα σ’ εκείνα τα φυτά, που έμοιαζαν κι εκείνα να είναι απορροφημένα από ένα όνειρο χωρίς τέλος.

Και χωρίς να το θέλει γύρισε να δει τον κουνιάδο της και του χαμογέλασε από ευγνωμοσύνη.

Αμέσως, όμως, εκείνο το χαμόγελο ξύπνησε μέσα της μια ζωηρή και βαθιά τρυφερότητα για την ίδια που ήταν καταδικασμένη να πεθάνει τώρα, τώρα που άνοιγαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια της τόσες υπέροχες ομορφιές, μια ζωή που θα μπορούσε να ήταν και για εκείνη τέτοια όπως ήταν για τόσους ανθρώπους που ζούσαν εκεί τριγύρω. Και ένιωσε ότι ίσως ήταν απάνθρωπο να την βάλουν να ταξιδέψει.

Λίγο αργότερα όμως, όταν η άμαξα σταμάτησε στο βάθος ενός απομακρυσμένου δρόμου κι αυτή, υποβασταζόμενη από εκείνον, κατέβηκε για να δει από κοντά την κρήνη του Ηρακλή, εκεί, μπροστά σ’ εκείνη την κρήνη κάτω από το σκούρο μπλε του ουρανού, τόσο σκούρο που έμοιαζε σχεδόν μαύρο γύρω από το αστραφτερό μαρμάρινο άγαλμα του ημίθεου, που στεκόταν επάνω στην ψηλή στήλη που ξεπρόβαλλε στο μέσο μιας φαρδιάς λεκάνης, σκύβοντας να δει το διάφανο νερό, που πάνω του έπλεαν μερικά φύλλα και υδροχαρή φυτά τα οποία καθρέφτιζαν τη 60

 

σκιά τους στον πυθμένα και βλέποντας έπειτα σε κάθε ανεπαίσθητο κυματισμό του νερού, να αχνίζει σαν ένα συννεφάκι επάνω στο ατάραχο πρόσωπο των σφιγγών που κοίταζαν τη λεκάνη με το νερό, ένιωσε κι εκείνη κάτι σαν μια σκιά σκέψης να περνάει στο πρόσωπό της σαν δροσερή ανάσα που προερχόταν από εκείνο το νερό. Και αμέσως, μ’ εκείνη την ανάσα, μια μεγάλη σιωπή έκπληξης της διεύρυνε υπέρμετρα το πνεύμα και, σαν να άναψε ξαφνικά ένα φως από άλλους ουρανούς μέσα σ’ εκείνο το τεράστιο κενό, ένιωσε ν’ αγγίζει εκείνη τη στιγμή σχεδόν την αιωνιότητα, ν’ αποκτά μια φωτεινή και απέραντη συνείδηση των πάντων, του απείρου που κρύβεται στα βάθη της μυστηριώδους ψυχής και να έχει ζήσει (και αυτό της ήταν αρκετό) επειδή ήταν για μια στιγμή, εκείνη τη στιγμή, αιώνια.

Πρότεινε στον κουνιάδο της να επιστρέψουν την ίδια εκείνη μέρα. Ήθελε να γυρίσει σπίτι για να τον αφήσει ελεύθερο, μετά από εκείνες τι τέσσερις μέρες που του είχε στερήσει από τις διακοπές του. Θα έχανε άλλη μία ημέρα συνοδεύοντάς την πάλι· κατόπιν θα μπορούσε να ξαναπάρει το δρόμο, την ετήσια φυγή του σε μέρη πιο μακρινά. πέρα από εκείνη την απέραντη τιρκουάζ θάλασσα. Θα μπορούσε να φύγει χωρίς φόβο, επειδή εκείνη σίγουρα δε θα πέθαινε τόσο σύντομα, στη διάρκεια του μήνα των διακοπών του.

Δεν του τα είπα όλα αυτά· τα σκέφτηκε μόνο και τον παρακάλεσε να της κάνει τη χάρη να την οδηγήσει στον τόπο τους.

-Όχι, γιατί; της απάντησε εκείνος. Τώρα πια κοντεύουμε· θα έρθεις μαζί μου στη Νάπολη. Για μεγαλύτερη σιγουριά θα επισκεφτούμε εκεί κάποιον άλλο γιατρό.

- Όχι, όχι, για το Θεό, Τσέζαρε! Άσε με να γυρίσω σπίτι. Δεν αξίζει τον κόπο!

-Γιατί; Καθόλου. Θα είναι καλύτερα. Για μεγαλύτερη σιγουριά.

-Δεν αρκεί αυτό που μας είπαν εδώ; Δεν έχω τίποτα· αισθάνομαι καλά, βλέπεις; Θα κάνω τη θεραπεία και αυτό θα είναι αρκετό.

Την κοίταξε σοβαρός και είπε:

-Αντριάνα, αυτή είναι η επιθυμία μου.

Και τότε εκείνη δεν μπόρεσε πια να του φέρει αντίρρηση: είδε στον εαυτό της τη γυναίκα του χωριού της που δεν μπορεί ποτέ να προβάλει αντίρρηση σε ό,τι ο άντρας εκτιμούσε πως ήταν το σωστό και το συμφέρον· σκέφτηκε ότι εκείνος ήθελε για τον εαυτό του την ικανοποίηση του να μην αρκεστεί σε μία μόνο ιατρική γνωμάτευση, την ικανοποίηση που θα ένιωθε όταν οι άλλοι, στον τόπο του, αύριο, μετά το θάνατό της θα έλεγαν: - «Έκανε τα πάντα για να τη σώσει· την πήγε στο Παλέρμο, ακόμη και στη Νάπολη...» - Ή μήπως είχε πραγματικά την ελπίδα ότι ένας άλλος γιατρός, πιο μακρινός, πιο καλός θα εύρισκε ότι ήταν θεραπεύσιμη η αρρώστια, θα εύρισκε ένα γιατρικό για να τη θεραπεύσει; Ή μήπως... μα βέβαια, μάλλον θα έπρεπε να πιστεύει το εξής: γνωρίζοντας ότι ήταν οριστικά χαμένη ήθελε εκείνος, μιας και βρισκόταν σε ταξίδι μαζί της, να της προσφέρει εκείνη την τελευταία και εξαιρετική διασκέδαση, σαν ελάχιστο αντιστάθμισμα στη σκληρή της μοίρα.

Να όμως που αυτή τρόμαζε με την ιδέα ότι θα διέσχιζε όλη εκείνη τη θάλασσα. Μόνο που την κοίταζε, μ’ αυτή τη σκέψη, ένιωθε να της κόβεται η αναπνοή, λες και θα την διέσχιζε κολυμπώντας.

- Μα όχι, θα δεις, την διαβεβαίωσε εκείνος χαμογελώντας. Ούτε που θα το καταλάβεις ότι είσαι στη θάλασσα αυτή την εποχή. Βλέπεις πόσο ήσυχη είναι; Κι έπειτα θα δεις το πλοίο... Δε θα καταλάβεις τίποτα.

Θα μπορούσε εκείνη άραγε να του εξομολογηθεί το σκοτεινό προαίσθημα που τη γέμιζε αγωνία στη θέα εκείνης της θάλασσας, ότι, δηλαδή, δε θα ξαναγύριζε στο 61

 

σπίτι της, δεν θα τη διέσχιζε ξανά, παρά μόνο νεκρή, εάν έφευγε, εάν απομακρυνόταν από τις ακτές του νησιού, που ήδη της φαίνονταν τόσο ξένες και τόσο μακρινές από το χωριουδάκι της, όπου ήδη είχε δοκιμάσει μια τόσο περίεργη αναστάτωση, εάν διακινδύνευε μαζί του ένα ταξίδι πιο μακρινό, χαμένη μαζί του στην τρομερή και μυστηριώδη απεραντοσύνη εκείνης της θάλασσας; Όχι, ούτε στον εαυτό της δεν μπορούσε να εξομολογηθεί αυτό το προαίσθημα και πίστευε και η ίδια στον τρόμο που της προκαλούσε η θάλασσα, από το γεγονός και μόνο ότι πριν δεν την είχε δει ούτε από μακριά και τώρα να πρέπει να γλιστρήσει επάνω της...

Μπαρκάρισαν το ίδιο βράδυ για τη Νάπολη.

Μόλις το πλοίο ξεκίνησε από τη ράδα και βγήκε από το λιμάνι, της πέρασε η ζάλη που της προκάλεσε από τη μία η ανακατωσούρα και η αναταραχή τόσων ανθρώπων που ανεβοκατέβαιναν φωνασκώντας στη σκάλα του πλοίου και από την άλλη το τρίξιμο των γερανών πάνω από τ’ αμπάρια. Είδε βαθμιαία να απομακρύνεται και να μικραίνει καθετί: οι άνθρωποι στην αποβάθρα, που συνέχιζαν ν’ ανεμίζουν τα μαντήλια του αποχαιρετισμού, η ράντα, τα σπίτια, μέχρι που η πόλη ολόκληρη μετατράπηκε σε μια λευκή γραμμή ατμού, που τη διαπερνούσαν εδώ κι εκεί χλωμά φώτα κάτω από τον πλατύ κύκλο των γκρίζων βουνών με κοκκινωπές ανταύγειες. Ένιωσε ξανά να χάνεται μες στο όνειρο, σ’ ένα άλλο υπέροχο όνειρο, που την έκανε, ωστόσο, να γουρλώνει τα μάτια από το σάστισμα, όταν εκείνο το πλοίο, αν και μεγάλο, βέβαια, ίσως όμως εύθραυστο αφού έτρεμε ολόκληρο στα υπόκωφα ρυθμικά χτυπήματα των ελίκων, έμπαινε μέσα στις δύο απεραντοσύνες: της θάλασσας και του ουρανού.

Εκείνος χαμογέλασε με το σάστισμά της και, λέγοντάς της να σηκωθεί την πήρε αγκαζέ για να την υποβαστάξει με μία οικειότητα που ποτέ μέχρι τότε δεν του την είχε επιτρέψει. Την πήγε να δει πιο πέρα, επάνω στο ίδιο το κατάστρωμα, τα ισχυρά, αστραφτερά έμβολα από ατσάλι που έδιναν κίνηση στις έλικες. Εκείνη όμως, ήδη αναστατωμένη από την ασυνήθιστη σωματική επαφή, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει σ’ εκείνη τη θέα κι επιπλέον στην αποπνικτική ζέστη και στη μπόχα που ανέδυαν οι μηχανές και λίγο έλειψε να λιποθυμήσει κι έγειρε ακουμπώντας σχεδόν το κεφάλι της στον ώμο του. Συγκρατήθηκε αμέσως, τρομοκρατημένη σχεδόν από εκείνη την ενστικτώδη επιθυμία εγκατάλειψης στην οποία ήταν έτοιμη να ενδώσει.

Κι εκείνος την ξαναρώτησε με μεγαλύτερη ανησυχία:

-Δεν αισθάνεσαι καλά;

Μη μπορώντας ν’ αρθρώσει λέξη, του έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Και πιασμένοι έτσι αγκαζέ κατευθύνθηκαν και οι δύο προς την πρύμνη για να δουν τη μακριά, αφρισμένη και φωσφορίζουσα γραμμή που άφηνε πίσω του το πλοίο επάνω σε μια θάλασσα που είχε ήδη γίνει σκούρα κάτω από τον έναστρο ουρανό προς τον οποίο το τεράστιο φουγάρο εξέπεμπε συνεχώς έναν πυκνό και ατέλειωτο καπνό, σχεδόν πυρωμένο από τη θερμότητα της μηχανής. Και για να συμπληρώσει τη μαγεία της βραδιάς βγήκε από τη θάλασσα το φεγγάρι· στην αρχή μέσα από τους ατμούς τού ορίζοντα, σαν ένα πένθιμο προσωπείο από φωτιά που ξεπρόβαλε απειλητικό για να κατασκοπεύσει μέσα στην τρομαχτική σιγαλιά τα μέρη της θαλασσοκρατορίας του· κατόπιν, ξεκαθαρίζοντας σιγά σιγά τη μορφή του, περιορίστηκε στη συνηθισμένη του πάλλευκη λαμπρότητα που έκανε τη θάλασσα ν’ απλώνεται μ’ ένα ρίγος ασημένιο χωρίς τέλος. Και τότε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η Αντριάνα ένιωσε να μεγαλώνει μέσα της η αγωνία και το σάστισμα εκείνης της γλύκας που την άρπαζε και την έσερνε ακαταμάχητα να κρύψει, εξαντλημένη, το πρόσωπό της στο στήθος του. 62

 

Συνέβη στη Νάπολη κάποια στιγμή, βγαίνοντας από ένα καφέ-κοντσέρτο, όπου είχαν δειπνήσει και περάσει το βράδυ. Συνηθισμένος, από τα ετήσια ταξίδια, να βγαίνει τη νύχτα σε τέτοια μέρη με μία γυναίκα αγκαζέ, προτείνοντας τώρα το μπράτσο του σ’εκείνη, πρόσεξε για μια στιγμή, κάτω από το μεγάλο μαύρο καπέλο με τα φτερά, να γλιστρά ένα φλογερό βλέμμα και αμέσως, σχεδόν χωρίς να το θέλει, έσφιξε στα γρήγορα με το μπράτσο του το δικό της επάνω στο στήθος του. Αυτό ήταν όλο. Η πυρκαγιά είχε ανάψει.

Μες στο σκοτάδι της άμαξας που τους πήγαινε στο ξενοδοχείο σφιχταγκαλιασμένους, να φιλιούνται αχόρταγα, τα είπανε όλα μέσα σε λίγα λεπτά, όλα εκείνα που αυτός πριν από λίγο είχε μαντέψει, για μια στιγμή, σε μια αναλαμπή, μέσα στο φλογερό βλέμμα της: όλη της τη ζωή που πέρασε μες στη σιωπή και στο μαρτύριο. Του είπε πως πάντα, πάντα, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το ξέρει, τον αγαπούσε· κι εκείνος πόσο την επιθυμούσε από τότε που ήταν κοριτσάκι κι ονειρευόταν να την κάνει δική του, δική του! δική του!

Ήταν ένα ντελίριο, μία φρενίτιδα, στις οποίες έδωσαν μία βίαιη, αδιάκοπη ορμή από τη μια η λαχτάρα της αποζημίωσης μέσα σ’ εκείνες τις λίγες μέρες, κάτω από την απειλή του θανάτου εκείνης, όλων εκείνων των χρόνων που πήγαν χαμένα μέσα σ’ ένα πάθος πνιγμένο και σ’ έναν κρυμμένο πυρετό και από την άλλη η ανάγκη να χαθούν, να μην αντικρίζουν πια ο ένας τον άλλο με τον τρόπο που γινόταν τόσα χρόνια, στις κόσμιες και έντιμες εμφανίσεις τους εκεί πέρα, στην άθλια κωμόπολη των αυστηρών ηθών, για τα οποία ο έρωτάς τους, ο γάμος τους αύριο, θα έμοιαζαν με μια ανήκουστη ιεροσυλία.

Ποιος γάμος; Όχι! Γιατί να τον αναγκάσει σε μια πράξη σχεδόν ιερόσυλη για όλους; Γιατί να τον δέσει μαζί της, αφού τώρα πια τόση λίγη ζωή της απόμεινε; Όχι, όχι: ο έρωτας, εκείνος ο φρενήρης και συναρπαστικός έρωτας, σ’ εκείνο το ταξίδι λίγων ημερών· ταξίδι έρωτα, χωρίς επιστροφή· ταξίδι έρωτα προς το θάνατο.

Δεν μπορούσε πλέον να επιστρέψει εκεί πέρα, μπροστά στα παιδιά της. Το είχε καλά προαισθανθεί, όταν έφευγε· το ήξερε πως, περνώντας τη θάλασσα, θα είχαν όλα τελειώσει για εκείνη. Και τώρα, να φύγει, να φύγει, ήθελε να φύγει, να πάει πιο πέρα, πιο μακριά, γαντζωμένη στο μπράτσο του, τυφλή, μέχρι το θάνατο.

Κι έτσι πέρασαν από τη Ρώμη, έπειτα από τη Φλωρεντία, έπειτα από το Μιλάνο, χωρίς να δούνε σχεδόν τίποτα. Ο θάνατος, που φώλιαζε μέσα της, με τις σουβλιές του, τους μαστίγωνε και κέντριζε το πάθος τους.

-Δεν είναι τίποτα! έλεγε σε κάθε κρίση, σε κάθε πόνο. Τίποτα...

Και πρότεινε το στόμα της, με τη χλομάδα του θανάτου στο πρόσωπο.

-Αντριάνα, εσύ υποφέρεις...

-Όχι, δεν είναι τίποτα! Τι με νοιάζει;

Την τελευταία μέρα, στο Μιλάνο, λίγο πριν αναχωρήσουν για τη Βενετία, είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη αποκαμωμένο. Και όταν, μετά το νυχτερινό ταξίδι, ξεδιπλώθηκε μπροστά της μες στη σιγαλιά της αυγής το ονειρικό θέαμα, υπέροχο και μελαγχολικό, της αναδυόμενης από το νερό πόλης, κατάλαβε ότι είχε φτάσει στο τέρμα · ότι εκεί θα έπρεπε να τελειώσει το ταξίδι της.

Ήθελε, παρόλα αυτά, τη βενετσιάνικη μέρα της. Μέχρι το βράδυ, μέχρι τη νύχτα, στα σιωπηλά κανάλια με τη γόνδολα. Και όλη τη νύχτα έμεινε ξύπνια με μία παράξενη εντύπωση που της άφησε εκείνη η μέρα: μια βελούδινη μέρα.

Το βελούδο της γόνδολας; το βελούδο της σκιάς κάποιων καναλιών; Ποιος ξέρει! Το βελούδο του φέρετρου.

Καθώς εκείνος την επόμενη μέρα κατέβηκε από το ξενοδοχείο για να πάει να ταχυδρομήσει μερικά γράμματα για τη Σικελία, εκείνη μπήκε στο δωμάτιό του. 63

 

Διέκρινε επάνω στο τραπεζάκι ένα φάκελο σκισμένο και αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του μεγάλου της γιου. Έφερε το φάκελο στα χείλη και τον φίλησε με απόγνωση· κατόπιν μπήκε στο δωμάτιό της· έβγαλε από τη δερμάτινη τσάντα το μπουκαλάκι με το μίγμα των φαρμάκων, άθικτο· έπεσε επάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι και με μια ρουφηξιά ήπιε όλο το περιεχόμενο.

(1910)

Η μύγα. Νουβέλα του Λουίτζι Πιραντέλο

 Ξέπνοοι, λαχανιασμένοι, για να κάνουν πιο γρήγορα, όταν έφτασαν κάτω από το χωριό – έλα, από δω, θάρρος! – σκαρφάλωσαν τη βραχώδη και αργιλώδη πλαγιά με τη βοήθεια και των χεριών τους – κουράγιο! κουράγιο! – αφού τα άρβυλά τους με τα καρφιά – Θεέ μου! – γλιστρούσαν.



Μόλις ξεπρόβαλαν από την πλαγιά, αναψοκοκκινισμένοι, οι γυναίκες που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από τη βρύση στην έξοδο του χωριού και μιλούσαν φωναχτά, έστρεψαν όλες για να δουν. Τ’ αδέλφια Τορτορίτσι δεν ήταν εκείνοι οι δυο; Ναι, ο Νέλι και ο Σάρο Τορτορίτσι. Οι κακόμοιροι! Και γιατί έτρεχαν έτσι;

Ο Νέλι, ο μικρότερος από τους δύο, μην αντέχοντας άλλο, σταμάτησε για λίγο να πάρει μιαν ανάσα και ν’ απαντήσει σ’ εκείνες τις γυναίκες, αλλά ο Σάρο τον πήρε τραβώντας τον από το μπράτσο.

- Ο Τζουρλάνου Τζαρού, ο ξάδελφός μας! – είπε ο Νέλι στρέφοντας και κάνοντας μια χειρονομία για να δείξει ότι ήταν ετοιμοθάνατος.

Οι γυναίκες ξέσπασαν σε κραυγές συμπόνιας και τρόμου· μία ρώτησε φωνάζοντας:

-Ποιος το έκανε;

-Κανείς, ο Θεός! – φώναξε ο Νέλι από μακριά.

Έστριψαν και έτρεξαν προς την μικρή πλατεία όπου βρισκόταν το σπίτι του κοινοτικού γιατρού.

Ο γιατρός, ο κύριος Σιντόρο Λοπίκολο, χωρίς σακάκι, με το πουκάμισο μόνο ανοιχτό στο στήθος, με γένια τουλάχιστον δέκα ημερών στα πλαδαρά μάγουλά του και με πρησμένα και τσιμπλιάρικα μάτια, γυρόφερνε μες στα δωμάτια σέρνοντας τις παντόφλες και κρατούσε αγκαλιά μία άρρωστη χλωμή μικρή, πετσί και κόκαλο, εννέα χρονών περίπου.

Η γυναίκα του έντεκα μήνες άρρωστη· έξι παιδιά στο σπίτι, εκτός από εκείνο που κρατούσε αγκαλιά και που ήταν το μεγαλύτερο· κουρελιάρικα, βρώμικα, σε ημιάγρια κατάσταση. Όλο το σπίτι άνω κάτω, ήταν μια σκέτη καταστροφή: θραύσματα πιάτων, φλούδες, σωροί τα σκουπίδια επάνω στο πάτωμα· σπασμένες καρέκλες, πολυθρόνες ξεπατωμένες, κρεβάτια που είχαν να στρωθούν ποιος ξέρει από πότε, με τις κουβέρτες κουρέλια, επειδή τα παιδιά διασκέδαζαν παίζοντας τον πόλεμο επάνω στα κρεβάτια και πετώντας τα μαξιλάρια, τα χαριτωμένα! Το μόνο άθικτο πράγμα, σ’ ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν το σαλονάκι, ένα φωτογραφικό πορτρέτο μεγεθυμένο και κρεμασμένο στον τοίχο· ήταν το δικό του πορτρέτο, του γιατρού κυρίου Σιντόρο Λοπίκολο, όταν ήταν ακόμη νεαρούλης, μόλις είχε πάρει το πτυχίο: καλοβαλμένος, κομψός και χαμογελαστός. Μπροστά σ’ αυτό το πορτρέτο πήγαινε τώρα σέρνοντας τα πόδια του· του έδειχνε τα δόντια μ’ έναν μορφασμό όλο χάρη, υποκλινόταν και του παρουσίαζε το άρρωστο κοριτσάκι του, απλώνοντας τα χέρια.

-Σισινέ, να σε εδώ!

Επειδή Σισινέ τον φώναζε κανακεύοντάς τον η μάνα του έναν καιρό, η μάνα του που προσδοκούσε σπουδαία πράγματα από αυτόν που ήταν ο Βενιαμίν, το στήριγμα και το έμβλημα του σπιτιού.

-Σισινέ!

Υποδέχτηκε τους δύο χωρικούς σαν ένας υδρόφοβος σκύλος.

-Τι θέλετε;

Μίλησε ο Σάρο Τορτορίτσι, λαχανιασμένος ακόμη, με την τραγιάσκα του στο χέρι:

-Κυρ γιατρέ, ένας ξάδελφός μας, ο κακομοίρης, πεθαίνει...

-Ο τυχεράκιας! Χτυπήστε χαρμόσυνα τις καμπάνες! φώναξε ο γιατρός.

-Α, όχι κύριε! Πεθαίνει έτσι, ξαφνικά, χωρίς να ξέρουμε από τι. Στην περιοχή της Μοντελούζα, μέσα σ’ ένα στάβλο.

Ο γιατρός έκανε ένα βήμα πίσω και ξέσπασε αγριεμένος.

-Στη Μοντελούζα;

Ήταν γεμάτα εφτά μίλια δρόμος από το χωριό. Και τι δρόμος!

-Γρήγορα, γρήγορα, για το Θεό! παρακάλεσε ο Τορτορίτσι. Έχει μελανιάσει όλος, σαν ένα κομμάτι συκώτι! Πρήστηκε τόσο που σε κάνει να φοβάσαι. Για το Θεό, γιατρέ!

-Μα πώς θα πάμε, με τα πόδια; φώναξε ο γιατρός. Δέκα μίλια με τα πόδια; Είστε τρελοί! Ένα μουλάρι! Θέλω ένα μουλάρι! Το έχετε έτοιμο;

-Τρέχω αμέσως να το φέρω, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Τορτορίτσι. Θα το δανειστώ.

- Κι εγώ τότε, είπε ο Νέλι, ο μικρότερος, πάω γρήγορα να ξυριστώ.

Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε, σαν να ήθελε να τον καταβροχθίσει με τα μάτια.

-Είναι Κυριακή, κύριε, δικαιολογήθηκε ο Νέλι, χαμογελώντας χαμένος. Είμαι αρραβωνιασμένος.

-Α, ώστε είσαι αρραβωνιασμένος; κάγχασε ο γιατρός, εκτός εαυτού. Κράτησέ την τότε αυτήν!

Και λέγοντας αυτά έβαλε στην αγκαλιά του την άρρωστη κόρη του· έπειτα πήρε ένα ένα τα άλλα μικρά που είχαν μαζευτεί γύρω του και του τα έσπρωξε με φούρια ανάμεσα στα πόδια.

- Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Ζώο! Ζώο! Ζώο!

Του γύρισε την πλάτη, έκανε να φύγει, αλλά γύρισε πίσω, ξαναπήρε την άρρωστη και φώναξε και στους δύο:

-Πηγαίνετε! Φέρτε το μουλάρι! Έρχομαι αμέσως.

Ο Νέλι Τορτορίτσι ξαναχαμογέλασε κατεβαίνοντας τη σκάλα πίσω από τον αδελφό του. Ήταν είκοσι χρονών· η αρραβωνιαστικιά του, η Λούτσα, δεκάξι: ένα τριαντάφυλλο! Εφτά παιδιά; Λίγα ήταν! Εκείνος ήθελε δώδεκα. Για να τ’ αναστήσει θα τον βοηθούσαν τα δυο του γερά μπράτσα μόνο, που του τα είχε δώσει ο Θεός. Πάντα να δουλεύει με χαρά, με μεράκι και να τραγουδά. Δεν ήταν τυχαίο που του είχαν δώσει το παρατσούκλι Λιολά ο ποιητής. Και καθώς ένιωθε ότι τον αγαπούσαν όλοι για την εξυπηρετική καλοσύνη του και για την σταθερά καλή του διάθεση, χαμογελούσε ακόμη και στον αέρα που ανάσαινε. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη καταφέρει να του μαυρίσει το δέρμα, να του κατσιάσει το όμορφο ξανθό χρυσαφί των κατσαρών μαλλιών του, που πολλές γυναίκες θα το ζήλευαν, γυναίκες που κοκκίνιζαν, αναστατωμένες, όταν τις κοίταζε με νόημα, μ’ εκείνα τα ζωηρά, ανοιχτόχρωμα μάτια του.

Περισσότερο και απ’ την περίπτωση του ξαδέλφου του Τζαρού εκείνη τη μέρα τον στενοχωρούσε κατά βάθος το κατσούφιασμα που του θα του επιφύλασσε η Λούτσα, που επί έξι μέρες περίμενε με αγωνία εκείνη την Κυριακή για να μείνει για λίγο μαζί του. Το βαστούσε όμως η καρδιά του να ξεφύγει από εκείνη τη χριστιανική συμπόνια; Καημένε Τζουρλάνου! Ήταν κι εκείνος αρραβωνιασμένος. Τι συμφορά, έτσι στα ξαφνικά! Ράβδιζε μύγδαλα εκεί κάτω στο κτήμα του Λόπες, στη Μοντελούζα. Το προηγούμενο πρωί, το Σάββατο, ο ουρανός συννέφιασε, αλλά δενφαινόταν άμεσος ο κίνδυνος της βροχής. Προς το μεσημέρι όμως ο Λόπες λέει: «Κάντε γρήγορα· δε θα ήθελα, τέκνα μου, να μου μείνουν καταγής τ’ αμύγδαλα, κάτω από τη βροχή» και έδωσε εντολή στις γυναίκες που μάζευαν τον καρπό να πάνε επάνω, στην αποθήκη, να σπάσουν τ’ αμύγδαλα. «Εσείς» λέει, απευθυνόμενος στους άντρες που ράβδιζαν (ανάμεσά τους και οι Νέλι και Σάρο Τορτορίτσι) «εσείς, εάν θέλετε, πηγαίνετε μαζί με τις γυναίκες να σπάσετε». «Εντάξει» λέει ο Τζαρού «όμως το μεροκάματό μου θα συμβαδίζει με το μισθό μου, εικοσιπέντε σόλδια;» «Όχι, μισό μεροκάματο· θα σου το υπολογίσω με το μισθό σου·» λέει ο Λόπες «το υπόλοιπο, μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες» Αυταρχικότητα! Γιατί, μήπως δεν είχε δουλειά για τους άντρες έτσι ώστε να κερδίσουν ολόκληρο το μεροκάματο; Δεν έβρεχε και δεν έβρεξε πράγματι όλη τη μέρα, ούτε τη νύχτα. «Μισή λιρέτα, όπως στις γυναίκες;» λέει ο Τζουρλάνου Τζαρού. «Εγώ φοράω παντελόνια. Να μου πληρώσει τη μισή μέρα με βάση τα εικοσιπέντε σόλδια, και φεύγω».

Δεν έφυγε· έμεινε περιμένοντας μέχρι το βράδυ τα ξαδέλφια του που συμβιβάστηκαν να σπάσουν τα μύγδαλα με μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες. Κάποια στιγμή όμως, επειδή κουράστηκε να μένει άπραγος και να κοιτάζει, μπήκε σ’ έναν στάβλο εκεί κοντά κι έπεσε να κοιμηθεί, ζητώντας από το τσούρμο να τον ξυπνήσει όταν θα ερχόταν η ώρα της αναχώρησης.

Ράβδιζαν μιάμιση μέρα και τα μύγδαλα που μάζεψαν ήταν λίγα. Οι γυναίκες πρότειναν να τα σπάσουν το ίδιο εκείνο βράδυ, δουλεύοντας μέχρι αργά και να μείνουν για ύπνο εκεί την υπόλοιπη νύχτα, για ν’ ανέβουν στο χωριό το επόμενο πρωί, ξυπνώντας χαράματα. Έτσι και έκαναν. Ο Λόπες έφερε βρασμένα κουκιά και δύο φλάσκες κρασί. Τα μεσάνυχτα, τελειώνοντας το σπάσιμο, έπεσαν όλοι, άντρες και γυναίκες για ύπνο στην αυλή, κάτω από τον ξάστερο ουρανό, όπου το άχυρο που είχε απομείνει ήταν βρεγμένο από την υγρασία, λες και πράγματι είχε βρέξει.

-Λιολά, τραγούδα!

Κι εκείνος, ο Νέλι, άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Το φεγγάρι μπαινόβγαινε ανάμεσα σ’ ένα πυκνό κουβάρι από λευκά και μαύρα συννεφάκια· και το φεγγάρι ήταν το ολοστρόγγυλο πρόσωπο της Λούτσας του που χαμογελούσε και σκοτείνιαζε με τα πάθη του έρωτα, άλλοτε λυπημένα και άλλοτε χαρούμενα. Ο Τζουρλάνου Τζαρού είχε μείνει μες στον στάβλο. Πριν απ’ το ξημέρωμα ο Σάρο πήγε να τον ξυπνήσει και τον βρήκε εκεί πρησμένο και μελανιασμένο να ψήνεται στον πυρετό.

Αυτά διηγήθηκε ο Νέλι Τορτορίτσι στον κουρέα που αφηρημένος κάποια στιγμή τον γρατσούνισε με το ξυράφι. Μια μικρή πληγή κοντά στο σαγόνι που δεν διακρινόταν καν! Ο Νέλι ούτε που το πήρε είδηση, επειδή στην είσοδο του μπαρμπέρικου πρόβαλε η Λούτσα με τη μητέρα της και τη Μίτα Λουμία, την κακομοίρα την αρραβωνιαστικιά του Τζουρλάνου Τζαρού, που φώναζε και έκλαιγε απελπισμένη.

Έβαλαν τα δυνατά τους για να δώσουν στο κακόμοιρο κορίτσι να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να πάει μέχρι τη Μοντελούζα για να δει τον αρραβωνιαστικό της. Θα τον έβλεπε πριν βραδιάσει, μόλις θα τον έφερναν επάνω στο χωριό όπως όπως. Έφτασε ξαφνικά ο Σάρο χειρονομώντας και φωνάζοντας ότι ο γιατρός είχε καβαλικέψει κιόλας και δεν μπορούσε πια να περιμένει. Ο Νέλι πήρε κατά μέρος τη Λούτσα και την παρακάλεσε να κάνει υπομονή. Θα επέστρεφε πριν το βράδυ και θα της έλεγε τόσα ωραία πράγματα.

Ωραία πράγματα όντως είναι και εκείνα που λένε μεταξύ τους δυο αρραβωνιασμένοι όταν σφίγγουν τα χέρια και κοιτάζονται μες στα μάτια.

Παλιόδρομος της συμφοράς! Γκρεμοί, που έκαναν το γιατρό Λοπίκολο να βλέπει το χάρο με τα μάτια του, παρόλο που ο Σάρο από τη μια και ο Νέλι από την άλλη κρατούσαν το μουλάρι από το καπίστρι.

Από ψηλά φαινόταν όλη η εκτεταμένη εξοχή, με πεδιάδες και κοιλάδες· καλλιεργημένη με σιτηρά, με ελαιώνες, με αμυγδαλιές. Κιτρίνιζε τώρα από τις καλαμιές των σιτηρών και εδώ κι εκεί μαύριζαν οι κηλίδες από όσες είχαν καεί. Στο βάθος διακρινόταν η θάλασσα έντονα κυανή. Μουριές, χαρουπιές, κυπαρίσσια, λιόδεντρα έδιναν τις δικές τους διαφορετικές αποχρώσεις του αέναου πράσινου. Τις κορυφές από τις αμυγδαλιές τις είχαν κιόλας αραιώσει.

Ολοτρόγυρα στον πλατύ ορίζοντα υπήρχε κάτι σαν αέρινο πέπλο. Ο καύσωνας όμως ήταν ανυπόφορος· ο ήλιος έσπαγε τις πέτρες. Πότε πότε έφτανε πέρα από τις σκονισμένες αιμασιές από φραγκόσυκα η στριγκιά φωνή καμιάς γαλιάντρας ή το γέλιο καμιάς κίσσας, που έκανε ν’ ανασηκώνονται τ’ αυτιά του μουλαριού του γιατρού.

-Παλιομούλαρο! παλιομούλαρο! διαμαρτυρόταν τότε εκείνος.

Για να μη χάνει από τα μάτια του εκείνα τ’ αυτιά, δεν αισθανόταν καν τον ήλιο που είχε μπρος στα μάτια του και άφηνε ανοιχτή την άθλια ομπρέλα με την πράσινη φόδρα ν’ ακουμπά επάνω στον μηρό του.

- Μη φοβόσαστε, κύριε, εδώ είμαστε εμείς, τον ενθάρρυναν οι αδελφοί Τορτορίτσι.

Στην πραγματικότητα ο γιατρός δεν θα έπρεπε να φοβάται. Τα παιδιά του σκεφτόταν. Έπρεπε να φυλάει το τομάρι του για εκείνα τα εφτά δυστυχισμένα πλάσματα.

Για να του αποσπάσουν την προσοχή οι Τορτορίτσι άρχισαν να του μιλούν για την κακή χρονιά: ελάχιστο το στάρι, ελάχιστο το κριθάρι, ελάχιστα τα κουκιά. Για τ’ αμύγδαλα ήταν δα γνωστό πως δεν καρποφορούν πάντα: ένα χρόνο ναι, τον άλλο χρόνο όχι. Για τις ελιές, κουβέντα να μη γίνεται: η ομίχλη τις είχε ζαρώσει πάνω στην ανάπτυξη, αλλά και ο τρύγος δε θα μπορούσε ν’ αποζημιώσει τους αγρότες, επειδή όλα τα αμπέλια της περιοχής ήταν άρρωστα.

-Καλή παρηγόρια! έλεγε κάθε τόσο ο γιατρός, κουνώντας το κεφάλι.

Μετά από δυο ώρες περπάτημα, όλα τα θέματα συζήτησης είχαν εξαντληθεί. Ο φαρδύς δρόμος προχωρούσε ευθύς για ένα μεγάλο διάστημα και στο επάνω στρώμα του, αποτελούμενο από μια ασπριδερή σκόνη, άρχισαν τη συζήτηση οι τέσσερις οπλές του μουλαριού και τα άρβυλα με τα καρφιά στις σόλες των δύο χωρικών. Ο Λιολά κάποια στιγμή άρχισε να σιγοτραγουδά ανόρεχτα και με σπασμένη φωνή· σταμάτησε σύντομα. Δε συνάντησαν ψυχή στο δρόμο, επειδή όλοι οι χωριάτες ήταν την Κυριακή επάνω στο χωριό, άλλος για να πάει στην εκκλησία, άλλος για ψώνια και άλλος για αναψυχή. Ίσως εκεί κάτω, στη Μοντελούζα, δεν είχε απομείνει κανείς πλάι στον Τζουρλάνου Τζαρού, που πέθαινε μόνος, αν ήταν ακόμη ζωντανός.

Τον βρήκαν, πράγματι, μόνο, μέσα στη μπόχα του βρόμικου στάβλου, ξαπλωμένο επάνω στο τοιχάκι, όπως τον είχαν αφήσει ο Σάρο και ο Νέλι Τορτορίτσι: μελανιασμένο, πρησμένο, αγνώριστο.

Ακουγόταν ο επιθανάτιος ρόγχος του.

Από το σιδερόφρακτο παράθυρο, κοντά στο παχνί, έμπαινε ο ήλιος για να του χτυπήσει το πρόσωπο που δεν έμοιαζε πια ανθρώπινο: η μύτη του με το πρήξιμο είχε χαθεί και τα χείλη του ήταν κι εκείνα τρομερά πρησμένα. Και ο ρόγχος έβγαινε από εκείνα τα χείλη με αγανάκτηση, σαν γρύλισμα. Ανάμεσα στα μαύρα κατσαρά μαλλιά του ένα κομματάκι άχυρο έλαμπε στον ήλιο.

Οι τρεις στάθηκαν μια στιγμή για να τον κοιτάξουν, σαστισμένοι και διστακτικοί από τον τρόμο που προκαλούσε εκείνο το θέαμα. Το μουλάρι χτύπησε την οπλή του πάνω στο χαλικόστρωτο του στάβλου, χλιμιντρίζοντας. Τότε ο Σάρο Τορτορίτσι πλησίασε τον ετοιμοθάνατο και τον κάλεσε τρυφερά:

-Τζουρλά, Τζουρλά, ήρθε ο γιατρός.

Ο Νέλι πήγε να δέσει το μουλάρι στο παχνί κοντά στο οποίο, επάνω στον τοίχο, ήταν ο ίσκιος λες ενός άλλου ζώου, τα ίχνη του γάιδαρου που έμενε σ’ εκείνο τον στάβλο και άφησε εκεί τη στάμπα του τρίβοντας το σώμα του στον τοίχο.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού, όταν τον ξαναφώναξαν, σταμάτησε το ρόγχο, δοκίμασε ν’ ανοίξει τα αιμάτινα μάτια του, τα μαυρισμένα, γεμάτα τρόμο. Άνοιξε to τρομερό στόμα του και αναστέναξε, σαν να καιγότανε τα σωθικά του:

-Πεθαίνω!

-Όχι, όχι, βιάστηκε να του πει ο Σάρο, όλος αγωνία. Εδώ είναι ο γιατρός. Τον φέραμε εμείς· τον βλέπεις;

-Πηγαίνετέ με στο χωριό! παρακάλεσε ο Τζαρού και με αγκομαχητό, χωρίς να μπορεί να κλείσει τα χείλη του: Αχ, μανούλα μου!

-Ναι, να εδώ είναι το μουλάρι! Απάντησε αμέσως ο Σάρο.

-Αλλά και στην αγκαλιά μου ακόμη θα σε κουβαλήσω εγώ, Τζουρλά! είπε ο Νέλι, τρέχοντας κοντά του και σκύβοντας επάνω του. Μην το βάζεις κάτω!

Ο Τζουρλάνο Τζαρού έστρεψε ακούγοντας τη φωνή του Νέλι, τον κοίταξε μ’ εκείνα τα αιμάτινα μάτια του, σαν να μην τον αναγνώρισε στην αρχή, έπειτα άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από τη ζώνη.

-Εσύ είσαι; Εσύ;

-Εγώ, ναι, κουράγιο! Κλαις; Μην κλαις, Τζουρλά, μην κλαις. Δεν είναι τίποτα!

Και έβαλε το χέρι επάνω στο στήθος του που τρανταζόταν από τα αναφιλητά και τα οποία δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν από το λαιμό του. Πνιγμένος, κάποια στιγμή ο Τζαρού κούνησε με θυμό το κεφάλι του, έπειτα σήκωσε το χέρι, έπιασε το Νέλι από το λαιμό και τον τράβηξε επάνω του:

-Ταυτόχρονα θα παντρευόμασταν....

-Και ταυτόχρονα θα παντρευτούμε, μην αμφιβάλλεις! είπε ο Νέλι, απομακρύνοντας το χέρι του που του έσφιγγε το λαιμό.

Στο μεταξύ ο γιατρός εξέταζε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν φανερό: ένα περιστατικό άνθρακα.

-Για πείτε μου, δε θυμόσαστε να σας έχει τσιμπήσει κάποιο έντομο;

-Όχι, έκανε με το κεφάλι ο Τζαρού.

-Έντομο; ρώτησε ο Σάρο.

Ο γιατρός εξήγησε, όσο μπορούσε καλύτερα, σ’ εκείνους τους δύο αδαείς, την αρρώστια. Κάποιο ζώο θα έπρεπε να είχε πεθάνει εκεί τριγύρω από άνθρακα. Πάνω στο ψοφίμι, πεταμένο σε κάποια χαράδρα, ποιος ξέρει πόσα έντομα είχαν καθίσει. Κάποιο από αυτά πετώντας μετέδωσε την αρρώστια στον Τζαρού μέσα σ’ εκείνο τον στάβλο.

Την ώρα που ο γιατρός έλεγε αυτά ο Τζαρού έστρεψε το πρόσωπο προς τον τοίχο.

Κανείς δεν το ήξερε, αλλά ο θάνατος ήταν ακόμη εκεί, παρών. Τόσο μικρός που μόλις θα μπορούσε κανείς να τον διακρίνει, εάν τον πρόσεχε.

Υπήρχε μια μύγα εκεί, επάνω στον τοίχο, που έμοιαζε ακίνητη· κοιτάζοντάς την όμως καλά, έβλεπε κανείς πότε να βγάζει έξω τη μικρή της προβοσκίδα και να ρουφάει, πότε καθάριζε γρήγορα τα μπροστινά λεπτά της ποδαράκια, τρίβοντάς ταμεταξύ τους, σαν να ήταν ικανοποιημένη. Ο Τζαρού τη διέκρινε και κάρφωσε επάνω της το βλέμμα.

Μια μύγα.

Θα μπορούσε να ήταν εκείνη εκεί ή κάποια άλλη. Ποιος να ξέρει; Τώρα που άκουγε το γιατρό να μιλά, νομίζει ότι θυμήθηκε. Ναι, την προηγούμενη μέρα, όταν έπεσε εκεί να κοιμηθεί, περιμένοντας τα ξαδέλφια του να τελειώσουν το σπάσιμο των αμύγδαλων του Λόπες, μία μύγα τον ενοχλούσε. Θα μπορούσε να ήταν αυτή;

Την είδε ξαφνικά ν’ απλώνει τα φτερά και να πετάει και την παρακολουθούσε με το βλέμμα.

Να την, πήγε και έκατσε επάνω στο μάγουλο του Νέλι. Από το μάγουλο, ανεπαίσθητα περιδιάβαζε τώρα στο σαγόνι του μέχρι που έφτασε στη αμυχή του ξυραφιού και καρφώθηκε αχόρταγη εκεί.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού έμεινε να την κοιτάει προσεχτικά, απορροφημένος. Έπειτα, βραχνιασμένος και με δύσπνοια ρώτησε με σπηλαιώδη φωνή.

-Μπορεί να ’ναι και μια μύγα;

-Μια μύγα; Γιατί όχι; - απάντησε ο γιατρός.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού δεν είπε τίποτε άλλο και βάλθηκε να κοιτάζει εκείνη τη μύγα την οποία ο Νέλι, που σχεδόν τα είχε χάσει από τα λόγια του γιατρού, δεν την έδιωχνε. Ο Τζαρού δεν πρόσεχε πια σε όσα έλεγε ο γιατρός, αλλά ευχαριστιόταν με το γεγονός πως μιλώντας εκείνος αποσπούσε την προσοχή του ξαδέλφου του, κάνοντάς τον να στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα και να μη δίνει σημασία στην ενόχληση που του προκαλούσε εκείνη η μύγα επάνω στο μάγουλο. Μακάρι να ήταν η ίδια! Τότε μάλιστα, θα παντρεύονταν ταυτόχρονα! Μία σκοτεινή ζηλοφθονία, μία κρυφή, μία άγρια ζήλια τον είχαν κυριεύσει για εκείνο το νεαρό ξάδελφο, τόσο όμορφο και ακμαίο που είχε μπροστά του γεμάτη υποσχέσεις τη ζωή, η οποία εκείνον τον εγκατέλειπε ξαφνικά.

Κάποια στιγμή ο Νέλι αισθάνθηκε επιτέλους το τσίμπημα, σήκωσε το χέρι, έδιωξε τη μύγα και με τα δάχτυλα άρχισε να πιέζει το σαγόνι του επάνω στην αμυχή. Στράφηκε στον Τζαρού που τον κοίταζε και έμεινε για λίγο αμήχανος γιατί αυτός είχε ανοίξει τα τρομακτικά του χείλη σε ένα τερατώδες χαμόγελο. Απόμειναν να κοιτάζονται για λίγο. Κατόπιν ο Τζαρού είπε χωρίς να το θέλει:

-Η μύγα.

Ο Νέλι δεν κατάλαβε και έτεινε το αυτί:

-Τι λες;

-Η μύγα, απάντησε εκείνος.

-Ποια μύγα; Πού; ρώτησε ο Νέλι αποσβολωμένος κοιτάζοντας το γιατρό.

-Εκεί που ξύνεσαι. Το ξέρω σίγουρα! είπε ο Τζαρού.

Ο Νέλι έδειξε στο γιατρό το τραύμα στο σαγόνι:

-Τι έχω; Με τρώει.

Ο γιατρός τον κοίταξε συνοφρυωμένος· κατόπιν, σαν να ήθελε να τον εξετάσει καλύτερα, τον πήρε έξω από το στάβλο. Ο Σάρο τους ακολούθησε.

Τι συνέβη μετά; Ο Τζουρλάνου Τζαρού περίμενε, περίμενε πολλή ώρα με μια αγωνία που του τάραζε τα σωθικά. Άκουγε να μιλούν εκεί έξω ανάκατα. Κάποια στιγμή ο Σάρο μπήκε φουριόζος μέσα στο στάβλο, πήρε το μουλάρι και, χωρίς καν να στρέψει να τον κοιτάξει, βγήκε έξω με λυγμούς:

-Α, Νελούτσο μου! Α, Νελούτσο μου!

Ήταν αλήθεια, λοιπόν; Και να, τον εγκατέλειπαν εκεί, σαν σκυλί. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί στον έναν αγκώνα, φώναξε δυο φορές:

-Σάρο! Σάρο!

Σιωπή. Κανείς. Δεν μπορούσε πια να κρατηθεί επάνω στον αγκώνα, έπεσε και άρχισε να γρυλίζει αρκετή ώρα για να μην αισθάνεται τη σιωπή της εξοχής που τον τρόμαζε. Κάποια στιγμή του γεννήθηκε η αμφιβολία μήπως είχε ονειρευτεί, μήπως είχε δει ένα κακό όνειρο μες στον πυρετό του· γυρίζοντας όμως προς τον τοίχο είδε τη μύγα πάλι εκεί.

Νάτην.

Πότε έβγαζε τη μικρή της προβοσκίδα και ρουφούσε, πότε καθάριζε στα γρήγορα τα δυο της μπροστινά λεπτά ποδαράκια, τρίβοντάς τα μεταξύ τους, λες και ένιωθε ικανοποιημένη.

[1904]

Μία μέρα, διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο

 Με άρπαξαν από τον ύπνο, ίσως κατά λάθος, και με πέταξαν έξω από το τρένο σ’ έναν ασήμαντο σταθμό. Τη νύχτα, χωρίς να έχω τίποτα μαζί μου.


 Δεν μπορώ να συνέλθω από την κατάπληξη. Εκείνο όμως που μ’ εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το ότι δεν βρίσκω επάνω μου κανένα σημάδι της βίας που έχω υποστεί· όχι μόνο, αλλά από το γεγονός αυτό δεν διατηρώ την παραμικρή εικόνα, ούτε καν μια συγκεχυμένη ανάμνηση.

 Βρίσκομαι πεσμένος καταγής, μόνος, μες στα σκοτάδια ενός ερημικού σταθμού και δεν ξέρω σε ποιον ν’ αποταθώ για να μάθω τι μου συνέβη, πού είμαι.

Διέκρινα μόνο ένα φαναράκι με αδύνατο φως που έτρεξε να κλείσει την πόρτα του τρένου απ’ όπου με πέταξαν έξω. Το τρένο αναχώρησε αμέσως. Εξαφανίστηκε αμέσως μες στο σταθμό εκείνο το φαναράκι με την τρεμάμενη ανταύγεια που έστελνε το λιγοστό του φως. Μέσα στη σαστισμάρα μου, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τρέξω ξωπίσω του για να ζητήσω εξηγήσεις και να παραπονεθώ.

Να διαμαρτυρηθώ όμως για ποιο πράγμα;

  Πολύ σαστισμένος διαπιστώνω πως δεν έχω πλέον ιδέα ότι ξεκίνησα ένα ταξίδι με το τρένο. Δεν θυμάμαι πια καθόλου από πού ξεκίνησα και προς τα πού κατευθυνόμουν και εάν πραγματικά, τη στιγμή της αναχώρησής μου, είχα μαζί μου κάτι. Μου φαίνεται πως δεν είχα τίποτα.

  Στο κενό αυτής της φοβερής αβεβαιότητας, με κυριεύει ξαφνικά ο τρόμος για εκείνο το φαναράκι-φάντασμα που χάθηκε αμέσως, χωρίς να προσέξει ότι με πέταξαν έξω από το τρένο. Μήπως είναι το φυσικότερο των πραγμάτων σ’ αυτό το σταθμό να κατεβαίνει κανείς μ’ αυτό τον τρόπο από το τρένο;

  Μες στο σκοτάδι δεν καταφέρνω να διακρίνω το όνομα της πόλης, η οποία μου είναι, βέβαια, άγνωστη. Μέσα στο πρώτο θαμπό φως της αυγής φαίνεται έρημη. Στη μεγάλη μουντή πλατεία μπρος από το σταθμό υπάρχει ένα φανάρι του δρόμου ακόμη αναμμένο. Το πλησιάζω, σταματώ και, μην τολμώντας να σηκώσω το βλέμμα, τρομαγμένος καθώς είμαι από την ηχώ που έκαναν τα βήματά μου μες στη σιωπή, κοιτάζω τα χέρια μου, τα παρατηρώ από την καλή και από την ανάστροφη, τα κλείνω, τα ξανανοίγω, αγγίζομαι, ψαχουλεύομαι, ακόμη και για να αισθανθώ πώς είμαι φτιαγμένος, επειδή ούτε και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, ότι δηλαδή υπάρχω στην πραγματικότητα και ότι όλα αυτά είναι αληθινά. Λίγο αργότερα, προχωρώντας μέχρι το κέντρο της πόλης, βλέπω πράγματα που θα με έκαναν να σταματώ σε κάθε βήμα από την έκπληξη, εάν μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη δεν με κυρίευε βλέποντας ότι όλοι οι άλλοι, παρόλο που είναι όμοιοι μ’ εμένα, κινούνται ανάμεσα στα πράγματα αυτά χωρίς να δίνουν σημασία, λες και γι’ αυτούς είναι τα πιο φυσικά και τα πιο συνηθισμένα. Νιώθω σαν να σέρνομαι, αλλά κι εδώ χωρίς ν’ αντιλαμβάνομαι ότι εξασκείται βία επάνω μου. Μόνο που εγώ, μέσα μου, αγνοώντας τα πάντα, είμαι σχεδόν από παντού περικυκλωμένος. Θεωρώ όμως, αν και δεν ξέρω πώς, ούτε από πού, ούτε γιατί έχει προκύψει, πως πρέπει να έχω βέβαια άδικο εγώ και δίκιο όλοι οι άλλοι που, όχι μόνο φαίνεται να το ξέρουν, αλλά ξέρουν ακόμη τι κάνουν, σίγουροι ότι δε σφάλουν, χωρίς την παραμικρή αβεβαιότητα, τόσο φυσικά πεπεισμένοι να κάνουν ό,τι κάνουν, που θα προκαλούσα βέβαια την έκπληξη, την μομφή, μπορεί ακόμη και την αγανάκτηση εάν, είτε λόγω της εμφάνισής τους, ή κάποιας πράξης ή έκφρασής τους, άρχιζα να γελάω ή έδειχνα έκπληκτος. Στην έντονη επιθυμία μου ν’ ανακαλύψω κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός, θα πρέπει συνέχεια να διώχνω από τα μάτια μου εκείνο το κάπως οξύθυμο βλέμμα που στα πεταχτά έχουν στα μάτια τους οι σκύλοι. Το λάθος είναι δικό μου, το λάθος είναι δικό μου, που δεν καταλαβαίνω τίποτα, που δεν καταφέρνω ακόμη να συλλάβω το νόημα. Πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να προσποιηθεί ότι κι εγώ είμαι πεπεισμένος γι’ αυτά που γίνονται και ότι πασχίζω να κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν οι άλλοι, όσο και αν μου λείπει κάθε κριτήριο και κάθε πρακτική έννοια, ακόμη κι εκείνων των πραγμάτων που φαίνονται κοινότερα και ευκολότερα.

Δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, ποιον δρόμο να πάρω, τι ν’ αρχίσω να κάνω.

  Είναι όμως δυνατόν να έχω τόσο μεγαλώσει, παραμένοντας πάντα σαν παιδί, χωρίς να έχω κάνει ποτέ τίποτα; Ίσως να έχω δουλέψει στον ύπνο μου, δεν ξέρω πώς. Μα έχω βέβαια δουλέψει, έχω πάντα δουλέψει και μάλιστα πολύ, πολύ. Εξάλλου φαίνεται πως το ξέρουν όλοι, επειδή πολλοί γυρίζουν και με κοιτάζουν και περισσότεροι από ένας με χαιρετούν, χωρίς εγώ να τους γνωρίζω. Στην αρχή είμαι αμήχανος, εάν πράγματι ο χαιρετισμός απευθύνεται σ’ εμένα· κοιτάζω πλάι μου, κοιτάζω πίσω μου. Μήπως με χαιρέτησαν κατά λάθος; Όχι, εμένα χαιρετούν. Αγωνίζομαι, αμήχανα, με κάποια ματαιοδοξία που θα ήθελε και όμως δεν τα καταφέρνει να ξεγελαστεί, και προχωρώ σαν μετέωρος, χωρίς να μπορώ να απελευθερωθώ από μία περίεργη ενόχληση για κάτι – το αναγνωρίζω – πραγματικά άθλιο: δεν είμαι σίγουρος για το ρούχο που φοράω, μου φαίνεται περίεργο που είναι δικό μου και τώρα μου γεννιέται η αμφιβολία μήπως χαιρετούν αυτό το ρούχο κι όχι εμένα. Εγώ στο μεταξύ, εκτός από αυτό το ρούχο, δεν έχω τίποτε άλλο πλέον!

  Αρχίζω πάλι να ψάχνομαι. Μία έκπληξη. Κρυμμένος μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου ένας μικρός δερμάτινος φάκελος. Τον βγάζω έξω, σίγουρος σχεδόν ότι δεν ανήκει σ’ εμένα, αλλά στο ρούχο που φοράω και που δεν μου ανήκει. Είναι πράγματι ένας παλιός μικρός δερμάτινος φάκελος, μ’ ένα ξεθωριασμένο, ξεπλυμένο κίτρινο χρώμα, λες και έπεσε σε κανένα ρυάκι ή σε κανένα πηγάδι απ’ όπου το ψάρεψαν. Τον ανοίγω ή, καλύτερα, τον ξεκολλάω στο σημείο που είναι κολλημένος και κοιτάζω μέσα. Ανάμεσα σε λίγα διπλωμένα χαρτιά, δυσανάγνωστα λόγω των κηλίδων που προκάλεσε το νερό διαλύοντας το μελάνι, βρίσκω μία μικρή εικονίτσα, κιτρινισμένη, από εκείνες που χαρίζουν στα παιδιά στις εκκλησίες, και κολλημένη σ’ αυτή, σχεδόν στο ίδιο μέγεθος, επίσης ξεθωριασμένη, μία φωτογραφία. Την ξεκολλάω και την παρατηρώ. Ω! Είναι η φωτογραφία μιας ωραιότατης νέας, με μαγιό, σχεδόν γυμνή, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν και τα μπράτσα σηκωμένα ζωηρά, σε στάση χαιρετισμού. Θαυμάζοντάς την, αν και με κάποια λύπη, πώς να το πω, μακρινή σχεδόν, αισθάνομαι να μου προκαλεί την εντύπωση, εάν όχι τη βεβαιότητα, ότι ο χαιρετισμός αυτών των χεριών, τόσο ζωηρά ανασηκωμένων στον άνεμο, απευθύνεται σ’ εμένα. Αλλά όσο και να προσπαθώ, δεν κατορθώνω να την αναγνωρίσω. Είναι ποτέ δυνατόν, μία τόσο όμορφη γυναίκα, να έχει εξαφανιστεί από τη μνήμη μου, να την έχει παρασύρει ο άνεμος που της ανακατεύει τα μαλλιά; Βέβαια, σ’ εκείνο το μικρό δερμάτινο φάκελο, που κάποτε έπεσε στο νερό, η φωτογραφία αυτή, πλάι στην εικονίτσα, έχει τη θέση που αρμόζει σε μιαν αρραβωνιαστικιά.

  Συνεχίζω το ψάξιμο μέσα στο μικρό φάκελο και, με περισσότερη έκπληξη παρά με ευχαρίστηση, αφού αμφιβάλλω εάν μου ανήκει, βρίσκω σε μια μυστική κρυψώνα ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Ποιος ξέρει πόσον καιρό βρίσκεται εκεί ξεχασμένο, διπλωμένο στα τέσσερα, φθαρμένο εντελώς, τρυπημένο εδώ κι εκεί επάνω στις ήδη φαγωμένες τσακίσεις του διπλωμένου χαρτονομίσματος.

  Στερημένος όπως είμαι των πάντων, θα μπορούσα να βοηθηθώ από αυτό; Δεν ξέρω με ποια δύναμη πειθούς, το πρόσωπο που απεικονίζει αυτή η μικρή φωτογραφία με διαβεβαιώνει ότι το χαρτονόμισμα είναι δικό μου. Μπορεί όμως να βασίζεται κανείς σ’ ένα κεφαλάκι που το έχει κάνει άνω-κάτω ο άνεμος; Έχει κιόλας περάσει το μεσημέρι και η πείνα με θερίζει. Πρέπει κάτι να φάω και μπαίνω μέσα σ’ ένα μαγέρικο.

  Με έκπληξη βλέπω κι εδώ να με υποδέχονται σαν ένα σημαντικό επισκέπτη, πολύ ευπρόσδεκτο. Μου δείχνουν ένα στρωμένο τραπέζι και μετακινούν μία καρέκλα, προσκαλώντας με να πάρω θέση. Εμένα όμως με συγκρατεί κάποιος δισταγμός. Κάνω νεύμα στον ιδιοκτήτη και, παίρνοντάς τον κατά μέρος, του δείχνω το φθαρμένο χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Εκείνος το παρατηρεί έκπληκτος, με λύπη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται· το εξετάζει. Μου λέει έπειτα ότι χωρίς αμφιβολία είναι μεγάλης αξίας, αλλά εδώ και καιρό εκτός κυκλοφορίας. Όμως να μην φοβάμαι: εάν το δώσει στην τράπεζα ένα άτομο σαν κι εμένα, θα το πάρουν σίγουρα και θα το ανταλλάξουν με τρέχοντα χαρτονομίσματα.

  Λέγοντας αυτά ο ιδιοκτήτης του μαγέρικου βγαίνει μαζί μου στο δρόμο και μου δείχνει το κτίριο της τράπεζας που βρισκόταν εκεί κοντά.

  Πηγαίνω και όλοι σ’ εκείνη την τράπεζα μου δείχνουν τη χαρά τους που θα μου κάνουν αυτή τη χάρη. Το χαρτονόμισμά μου – μου λένε – είναι από τα ελάχιστα εκείνα που δεν μπήκαν ακόμη στην τράπεζά τους, η οποία, εδώ και καιρό, στις συναλλαγές της δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο πολύ μικρής αξίας νομίσματα. Μου το ανταλλάσσουν με πολλά, με πάρα πολλά μικρότερα χαρτονομίσματα, σε σημείο που τα χάνω και αισθάνομαι άσχημα. Δεν έχω μαζί μου παρά μόνο εκείνο το μικρό φθαρμένο δερμάτινο φάκελο. Με προτρέπουν να μην τα χάνω. Υπάρχει λύση για τα πάντα. Μπορώ να καταθέσω τα χρήματά μου στην τράπεζα σε λογαριασμό ταμιευτηρίου. Προσποιούμαι ότι έχω καταλάβει· βάζω στην τσέπη μερικά από εκείνα τα χαρτονομίσματα και ένα βιβλιάριο που μου δίνουν για όλα τα υπόλοιπα που τους αφήνω, και επιστρέφω στο μαγέρικο. Δεν βρίσκω εκεί φαγητά της αρεσκείας μου· φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να τα χωνέψω. Θα πρέπει όμως να έχει διαδοθεί η είδηση ότι εγώ, αν και όχι πλούσιος, δεν είμαι πλέον φτωχός, και πράγματι, βγαίνοντας από το μαγέρικο, βρίσκω ένα αυτοκίνητο να με περιμένει κι έναν οδηγό που βγάζει το καπέλο του με το ένα χέρι και με το άλλο ανοίγει την πόρτα για να μπω. Δεν ξέρω πού με πάει. Αλλά από τη στιγμή που έχω αυτοκίνητο, θα έχω, χωρίς να το ξέρω, και ένα σπίτι. Μα βέβαια, ένα ωραιότατο σπίτι, παλιό, όπου σίγουρα θα έχουν μένει πολλοί πριν από μένα και πολλοί θα κατοικήσουν μετά από μένα. Να είναι όντως δικά μου όλα αυτά τα έπιπλα; Αισθάνομαι ξένος εδώ, σαν παρείσακτος. Όπως σήμερα την αυγή η πόλη, τώρα και αυτό το σπίτι μου φαίνεται έρημο. Φοβάμαι πάλι την ηχώ που θα κάνουν τα βήματά μου, ενώ θα κινούμαι μέσα σε τόση σιωπή. Το χειμώνα νυχτώνει πολύ νωρίς· κρυώνω και νιώθω κουρασμένος. Κάνω κουράγιο· κινούμαι· ανοίγω στην τύχη μία από τις πόρτες· μένω έκπληκτος που βρίσκω το δωμάτιο φωτισμένο, την κρεβατοκάμαρα και, επάνω στο κρεβάτι, εκείνη, η νεαρή κοπέλα της φωτογραφίας, ζωντανή, με τα δυο της μπράτσα ακόμη γυμνά, ανασηκωμένα ζωηρά, αυτή τη φορά όμως με καλεί να τρέξω κοντά της και να με σφίξει στην αγκαλιά της, χαρούμενη.

Είναι όνειρο;

  Βέβαια, σαν σε όνειρο, εκείνη επάνω στο κρεβάτι, μετά τη νύχτα, την αυγή δεν υπάρχει πια. Κανένα ίχνος από εκείνη. Και το κρεβάτι, που ήταν τόσο ζεστό τη νύχτα, αγγίζοντάς το τώρα, είναι παγωμένο, σαν τάφος. Και μέσα σ’ όλο το σπίτι υπάρχει εκείνη η μυρωδιά που φωλιάζει στα μέρη τα οποία είναι γεμάτα σκόνη, όπου η ζωή έχει μαραθεί εδώ και καιρό, κι εκείνο το συναίσθημα ενοχλητικής κόπωσης, που για να κρατηθεί κανείς στη ζωή έχει ανάγκη από καλορυθμισμένες και ωφέλιμες συνήθειες. Εμένα πάντα με τρόμαζαν τέτοιες καταστάσεις. Θέλω να το σκάσω. Δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι το σπίτι μου. Αυτό είναι ένας εφιάλτης. Σίγουρα έχω ονειρευτεί ένα από τα πιο παράλογα όνειρα. Για να βεβαιωθώ, πηγαίνω να κοιταχτώ σ’ έναν καθρέφτη που κρέμεται στον τοίχο απέναντι κι αμέσως σχηματίζω την εντύπωση ότι πνίγομαι, έντρομος, μέσα σε μία παραζάλη χωρίς τέλος. Από πόσο μακριά τα μάτια μου, αυτά που μου φαίνεται ότι τα έχω από μικρός, κοιτάζουν τώρα, ορθάνοιχτα από τρόμο, χωρίς να μπορούν να πεισθούν, αυτό το γεροντίστικο πρόσωπο; Εγώ, ήδη γέρος; Τόσο σύντομα; Πώς είναι δυνατόν;

  Ακούω να χτυπούν την πόρτα. Ανασκιρτώ. Μου αναγγέλλουν ότι έφτασαν τα παιδιά μου.

Τα παιδιά μου;

  Μου φαίνεται τρομαχτικό να έχουν γεννηθεί παιδιά από μένα. Πότε όμως; Μάλλον θα τα είχα από χθες. Χθες ήμουν ακόμη νέος. Θα πρέπει τώρα, γέρος πια, να τα γνωρίσω. Μπαίνουν, κρατώντας παιδιά στα χέρια τους, παιδιά που γεννήθηκαν από αυτούς. Τρέχουν αμέσως να με υποβαστάξουν· με αγάπη με ψέγουν που σηκώθηκα από το κρεβάτι· προσεκτικά με βάζουν να καθίσω, για να σταματήσει η δύσπνοιά μου. Εγώ δύσπνοια; Μα βέβαια, αυτοί το ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορώ πια να σταθώ στα πόδια μου και ότι είμαι πολύ μα πολύ άρρωστος.

  Αφού κάθισα, τους κοιτάζω, τους ακούω· και μου φαίνεται ότι μου κάνουν ένα αστείο μες στο όνειρό μου.

Τέλειωσε κιόλας η ζωή μου;

  Και ενώ τους παρατηρώ, όλους σκυμμένους επάνω μου, με μοχθηρία, σαν να μην έπρεπε να το πάρω είδηση, βλέπω να φυτρώνουν στα κεφάλια τους, κάτω από το βλέμμα μου, και να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν πολλά, πολλά άσπρα μαλλιά.

-Βλέπετε ότι δεν είναι αστείο; Κι εσείς ήδη με άσπρα μαλλιά.

  Και κοιτάξτε, κοιτάξτε εκείνα τα μικρά που μόλις μπήκαν από εκείνη την πόρτα: να, ήταν αρκετό να πλησιάσουν την πολυθρόνα μου για να μεγαλώσουν και μία από αυτά, εκείνη εκεί, είναι κιόλας μία δεσποινίδα που θέλει ν’ απομακρυνθεί λίγο, για να την θαυμάσουν. Εάν δεν τη συγκρατήσει ο πατέρας της, θα έρθει να καθίσει στα γόνατά μου, ν’ απλώσει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό μου, ακουμπώντας στο στήθος μου το κεφαλάκι της.

  Μου ’ρχεται να πεταχτώ όρθιος. Πρέπει να το παραδεχτώ όμως ότι δεν μπορώ πια να το κάνω. Και με τα ίδια μάτια που είχαν πριν λίγο αυτά τα μικρά, που έχουν ήδη τόσο μεγαλώσει, απομένω να κοιτάζω, μέχρις ότου μπορώ να το κάνω, με τόση, τόση συμπόνια, τώρα πια πίσω από τα καινούρια παιδιά, τα παλιά παιδιά μου.

[1935]

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...