Με άρπαξαν από τον ύπνο, ίσως κατά λάθος, και με πέταξαν έξω από το τρένο σ’ έναν ασήμαντο σταθμό. Τη νύχτα, χωρίς να έχω τίποτα μαζί μου.
Δεν μπορώ να συνέλθω από την κατάπληξη. Εκείνο όμως που μ’ εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το ότι δεν βρίσκω επάνω μου κανένα σημάδι της βίας που έχω υποστεί· όχι μόνο, αλλά από το γεγονός αυτό δεν διατηρώ την παραμικρή εικόνα, ούτε καν μια συγκεχυμένη ανάμνηση.
Βρίσκομαι πεσμένος καταγής, μόνος, μες στα σκοτάδια ενός ερημικού σταθμού και δεν ξέρω σε ποιον ν’ αποταθώ για να μάθω τι μου συνέβη, πού είμαι.
Διέκρινα μόνο ένα φαναράκι με αδύνατο φως που έτρεξε να κλείσει την πόρτα του τρένου απ’ όπου με πέταξαν έξω. Το τρένο αναχώρησε αμέσως. Εξαφανίστηκε αμέσως μες στο σταθμό εκείνο το φαναράκι με την τρεμάμενη ανταύγεια που έστελνε το λιγοστό του φως. Μέσα στη σαστισμάρα μου, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τρέξω ξωπίσω του για να ζητήσω εξηγήσεις και να παραπονεθώ.
Να διαμαρτυρηθώ όμως για ποιο πράγμα;
Πολύ σαστισμένος διαπιστώνω πως δεν έχω πλέον ιδέα ότι ξεκίνησα ένα ταξίδι με το τρένο. Δεν θυμάμαι πια καθόλου από πού ξεκίνησα και προς τα πού κατευθυνόμουν και εάν πραγματικά, τη στιγμή της αναχώρησής μου, είχα μαζί μου κάτι. Μου φαίνεται πως δεν είχα τίποτα.
Στο κενό αυτής της φοβερής αβεβαιότητας, με κυριεύει ξαφνικά ο τρόμος για εκείνο το φαναράκι-φάντασμα που χάθηκε αμέσως, χωρίς να προσέξει ότι με πέταξαν έξω από το τρένο. Μήπως είναι το φυσικότερο των πραγμάτων σ’ αυτό το σταθμό να κατεβαίνει κανείς μ’ αυτό τον τρόπο από το τρένο;
Μες στο σκοτάδι δεν καταφέρνω να διακρίνω το όνομα της πόλης, η οποία μου είναι, βέβαια, άγνωστη. Μέσα στο πρώτο θαμπό φως της αυγής φαίνεται έρημη. Στη μεγάλη μουντή πλατεία μπρος από το σταθμό υπάρχει ένα φανάρι του δρόμου ακόμη αναμμένο. Το πλησιάζω, σταματώ και, μην τολμώντας να σηκώσω το βλέμμα, τρομαγμένος καθώς είμαι από την ηχώ που έκαναν τα βήματά μου μες στη σιωπή, κοιτάζω τα χέρια μου, τα παρατηρώ από την καλή και από την ανάστροφη, τα κλείνω, τα ξανανοίγω, αγγίζομαι, ψαχουλεύομαι, ακόμη και για να αισθανθώ πώς είμαι φτιαγμένος, επειδή ούτε και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, ότι δηλαδή υπάρχω στην πραγματικότητα και ότι όλα αυτά είναι αληθινά. Λίγο αργότερα, προχωρώντας μέχρι το κέντρο της πόλης, βλέπω πράγματα που θα με έκαναν να σταματώ σε κάθε βήμα από την έκπληξη, εάν μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη δεν με κυρίευε βλέποντας ότι όλοι οι άλλοι, παρόλο που είναι όμοιοι μ’ εμένα, κινούνται ανάμεσα στα πράγματα αυτά χωρίς να δίνουν σημασία, λες και γι’ αυτούς είναι τα πιο φυσικά και τα πιο συνηθισμένα. Νιώθω σαν να σέρνομαι, αλλά κι εδώ χωρίς ν’ αντιλαμβάνομαι ότι εξασκείται βία επάνω μου. Μόνο που εγώ, μέσα μου, αγνοώντας τα πάντα, είμαι σχεδόν από παντού περικυκλωμένος. Θεωρώ όμως, αν και δεν ξέρω πώς, ούτε από πού, ούτε γιατί έχει προκύψει, πως πρέπει να έχω βέβαια άδικο εγώ και δίκιο όλοι οι άλλοι που, όχι μόνο φαίνεται να το ξέρουν, αλλά ξέρουν ακόμη τι κάνουν, σίγουροι ότι δε σφάλουν, χωρίς την παραμικρή αβεβαιότητα, τόσο φυσικά πεπεισμένοι να κάνουν ό,τι κάνουν, που θα προκαλούσα βέβαια την έκπληξη, την μομφή, μπορεί ακόμη και την αγανάκτηση εάν, είτε λόγω της εμφάνισής τους, ή κάποιας πράξης ή έκφρασής τους, άρχιζα να γελάω ή έδειχνα έκπληκτος. Στην έντονη επιθυμία μου ν’ ανακαλύψω κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός, θα πρέπει συνέχεια να διώχνω από τα μάτια μου εκείνο το κάπως οξύθυμο βλέμμα που στα πεταχτά έχουν στα μάτια τους οι σκύλοι. Το λάθος είναι δικό μου, το λάθος είναι δικό μου, που δεν καταλαβαίνω τίποτα, που δεν καταφέρνω ακόμη να συλλάβω το νόημα. Πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να προσποιηθεί ότι κι εγώ είμαι πεπεισμένος γι’ αυτά που γίνονται και ότι πασχίζω να κάνω κι εγώ ό,τι κάνουν οι άλλοι, όσο και αν μου λείπει κάθε κριτήριο και κάθε πρακτική έννοια, ακόμη κι εκείνων των πραγμάτων που φαίνονται κοινότερα και ευκολότερα.
Δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ, ποιον δρόμο να πάρω, τι ν’ αρχίσω να κάνω.
Είναι όμως δυνατόν να έχω τόσο μεγαλώσει, παραμένοντας πάντα σαν παιδί, χωρίς να έχω κάνει ποτέ τίποτα; Ίσως να έχω δουλέψει στον ύπνο μου, δεν ξέρω πώς. Μα έχω βέβαια δουλέψει, έχω πάντα δουλέψει και μάλιστα πολύ, πολύ. Εξάλλου φαίνεται πως το ξέρουν όλοι, επειδή πολλοί γυρίζουν και με κοιτάζουν και περισσότεροι από ένας με χαιρετούν, χωρίς εγώ να τους γνωρίζω. Στην αρχή είμαι αμήχανος, εάν πράγματι ο χαιρετισμός απευθύνεται σ’ εμένα· κοιτάζω πλάι μου, κοιτάζω πίσω μου. Μήπως με χαιρέτησαν κατά λάθος; Όχι, εμένα χαιρετούν. Αγωνίζομαι, αμήχανα, με κάποια ματαιοδοξία που θα ήθελε και όμως δεν τα καταφέρνει να ξεγελαστεί, και προχωρώ σαν μετέωρος, χωρίς να μπορώ να απελευθερωθώ από μία περίεργη ενόχληση για κάτι – το αναγνωρίζω – πραγματικά άθλιο: δεν είμαι σίγουρος για το ρούχο που φοράω, μου φαίνεται περίεργο που είναι δικό μου και τώρα μου γεννιέται η αμφιβολία μήπως χαιρετούν αυτό το ρούχο κι όχι εμένα. Εγώ στο μεταξύ, εκτός από αυτό το ρούχο, δεν έχω τίποτε άλλο πλέον!
Αρχίζω πάλι να ψάχνομαι. Μία έκπληξη. Κρυμμένος μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου ένας μικρός δερμάτινος φάκελος. Τον βγάζω έξω, σίγουρος σχεδόν ότι δεν ανήκει σ’ εμένα, αλλά στο ρούχο που φοράω και που δεν μου ανήκει. Είναι πράγματι ένας παλιός μικρός δερμάτινος φάκελος, μ’ ένα ξεθωριασμένο, ξεπλυμένο κίτρινο χρώμα, λες και έπεσε σε κανένα ρυάκι ή σε κανένα πηγάδι απ’ όπου το ψάρεψαν. Τον ανοίγω ή, καλύτερα, τον ξεκολλάω στο σημείο που είναι κολλημένος και κοιτάζω μέσα. Ανάμεσα σε λίγα διπλωμένα χαρτιά, δυσανάγνωστα λόγω των κηλίδων που προκάλεσε το νερό διαλύοντας το μελάνι, βρίσκω μία μικρή εικονίτσα, κιτρινισμένη, από εκείνες που χαρίζουν στα παιδιά στις εκκλησίες, και κολλημένη σ’ αυτή, σχεδόν στο ίδιο μέγεθος, επίσης ξεθωριασμένη, μία φωτογραφία. Την ξεκολλάω και την παρατηρώ. Ω! Είναι η φωτογραφία μιας ωραιότατης νέας, με μαγιό, σχεδόν γυμνή, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν και τα μπράτσα σηκωμένα ζωηρά, σε στάση χαιρετισμού. Θαυμάζοντάς την, αν και με κάποια λύπη, πώς να το πω, μακρινή σχεδόν, αισθάνομαι να μου προκαλεί την εντύπωση, εάν όχι τη βεβαιότητα, ότι ο χαιρετισμός αυτών των χεριών, τόσο ζωηρά ανασηκωμένων στον άνεμο, απευθύνεται σ’ εμένα. Αλλά όσο και να προσπαθώ, δεν κατορθώνω να την αναγνωρίσω. Είναι ποτέ δυνατόν, μία τόσο όμορφη γυναίκα, να έχει εξαφανιστεί από τη μνήμη μου, να την έχει παρασύρει ο άνεμος που της ανακατεύει τα μαλλιά; Βέβαια, σ’ εκείνο το μικρό δερμάτινο φάκελο, που κάποτε έπεσε στο νερό, η φωτογραφία αυτή, πλάι στην εικονίτσα, έχει τη θέση που αρμόζει σε μιαν αρραβωνιαστικιά.
Συνεχίζω το ψάξιμο μέσα στο μικρό φάκελο και, με περισσότερη έκπληξη παρά με ευχαρίστηση, αφού αμφιβάλλω εάν μου ανήκει, βρίσκω σε μια μυστική κρυψώνα ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Ποιος ξέρει πόσον καιρό βρίσκεται εκεί ξεχασμένο, διπλωμένο στα τέσσερα, φθαρμένο εντελώς, τρυπημένο εδώ κι εκεί επάνω στις ήδη φαγωμένες τσακίσεις του διπλωμένου χαρτονομίσματος.
Στερημένος όπως είμαι των πάντων, θα μπορούσα να βοηθηθώ από αυτό; Δεν ξέρω με ποια δύναμη πειθούς, το πρόσωπο που απεικονίζει αυτή η μικρή φωτογραφία με διαβεβαιώνει ότι το χαρτονόμισμα είναι δικό μου. Μπορεί όμως να βασίζεται κανείς σ’ ένα κεφαλάκι που το έχει κάνει άνω-κάτω ο άνεμος; Έχει κιόλας περάσει το μεσημέρι και η πείνα με θερίζει. Πρέπει κάτι να φάω και μπαίνω μέσα σ’ ένα μαγέρικο.
Με έκπληξη βλέπω κι εδώ να με υποδέχονται σαν ένα σημαντικό επισκέπτη, πολύ ευπρόσδεκτο. Μου δείχνουν ένα στρωμένο τραπέζι και μετακινούν μία καρέκλα, προσκαλώντας με να πάρω θέση. Εμένα όμως με συγκρατεί κάποιος δισταγμός. Κάνω νεύμα στον ιδιοκτήτη και, παίρνοντάς τον κατά μέρος, του δείχνω το φθαρμένο χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Εκείνος το παρατηρεί έκπληκτος, με λύπη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται· το εξετάζει. Μου λέει έπειτα ότι χωρίς αμφιβολία είναι μεγάλης αξίας, αλλά εδώ και καιρό εκτός κυκλοφορίας. Όμως να μην φοβάμαι: εάν το δώσει στην τράπεζα ένα άτομο σαν κι εμένα, θα το πάρουν σίγουρα και θα το ανταλλάξουν με τρέχοντα χαρτονομίσματα.
Λέγοντας αυτά ο ιδιοκτήτης του μαγέρικου βγαίνει μαζί μου στο δρόμο και μου δείχνει το κτίριο της τράπεζας που βρισκόταν εκεί κοντά.
Πηγαίνω και όλοι σ’ εκείνη την τράπεζα μου δείχνουν τη χαρά τους που θα μου κάνουν αυτή τη χάρη. Το χαρτονόμισμά μου – μου λένε – είναι από τα ελάχιστα εκείνα που δεν μπήκαν ακόμη στην τράπεζά τους, η οποία, εδώ και καιρό, στις συναλλαγές της δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο πολύ μικρής αξίας νομίσματα. Μου το ανταλλάσσουν με πολλά, με πάρα πολλά μικρότερα χαρτονομίσματα, σε σημείο που τα χάνω και αισθάνομαι άσχημα. Δεν έχω μαζί μου παρά μόνο εκείνο το μικρό φθαρμένο δερμάτινο φάκελο. Με προτρέπουν να μην τα χάνω. Υπάρχει λύση για τα πάντα. Μπορώ να καταθέσω τα χρήματά μου στην τράπεζα σε λογαριασμό ταμιευτηρίου. Προσποιούμαι ότι έχω καταλάβει· βάζω στην τσέπη μερικά από εκείνα τα χαρτονομίσματα και ένα βιβλιάριο που μου δίνουν για όλα τα υπόλοιπα που τους αφήνω, και επιστρέφω στο μαγέρικο. Δεν βρίσκω εκεί φαγητά της αρεσκείας μου· φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να τα χωνέψω. Θα πρέπει όμως να έχει διαδοθεί η είδηση ότι εγώ, αν και όχι πλούσιος, δεν είμαι πλέον φτωχός, και πράγματι, βγαίνοντας από το μαγέρικο, βρίσκω ένα αυτοκίνητο να με περιμένει κι έναν οδηγό που βγάζει το καπέλο του με το ένα χέρι και με το άλλο ανοίγει την πόρτα για να μπω. Δεν ξέρω πού με πάει. Αλλά από τη στιγμή που έχω αυτοκίνητο, θα έχω, χωρίς να το ξέρω, και ένα σπίτι. Μα βέβαια, ένα ωραιότατο σπίτι, παλιό, όπου σίγουρα θα έχουν μένει πολλοί πριν από μένα και πολλοί θα κατοικήσουν μετά από μένα. Να είναι όντως δικά μου όλα αυτά τα έπιπλα; Αισθάνομαι ξένος εδώ, σαν παρείσακτος. Όπως σήμερα την αυγή η πόλη, τώρα και αυτό το σπίτι μου φαίνεται έρημο. Φοβάμαι πάλι την ηχώ που θα κάνουν τα βήματά μου, ενώ θα κινούμαι μέσα σε τόση σιωπή. Το χειμώνα νυχτώνει πολύ νωρίς· κρυώνω και νιώθω κουρασμένος. Κάνω κουράγιο· κινούμαι· ανοίγω στην τύχη μία από τις πόρτες· μένω έκπληκτος που βρίσκω το δωμάτιο φωτισμένο, την κρεβατοκάμαρα και, επάνω στο κρεβάτι, εκείνη, η νεαρή κοπέλα της φωτογραφίας, ζωντανή, με τα δυο της μπράτσα ακόμη γυμνά, ανασηκωμένα ζωηρά, αυτή τη φορά όμως με καλεί να τρέξω κοντά της και να με σφίξει στην αγκαλιά της, χαρούμενη.
Είναι όνειρο;
Βέβαια, σαν σε όνειρο, εκείνη επάνω στο κρεβάτι, μετά τη νύχτα, την αυγή δεν υπάρχει πια. Κανένα ίχνος από εκείνη. Και το κρεβάτι, που ήταν τόσο ζεστό τη νύχτα, αγγίζοντάς το τώρα, είναι παγωμένο, σαν τάφος. Και μέσα σ’ όλο το σπίτι υπάρχει εκείνη η μυρωδιά που φωλιάζει στα μέρη τα οποία είναι γεμάτα σκόνη, όπου η ζωή έχει μαραθεί εδώ και καιρό, κι εκείνο το συναίσθημα ενοχλητικής κόπωσης, που για να κρατηθεί κανείς στη ζωή έχει ανάγκη από καλορυθμισμένες και ωφέλιμες συνήθειες. Εμένα πάντα με τρόμαζαν τέτοιες καταστάσεις. Θέλω να το σκάσω. Δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι το σπίτι μου. Αυτό είναι ένας εφιάλτης. Σίγουρα έχω ονειρευτεί ένα από τα πιο παράλογα όνειρα. Για να βεβαιωθώ, πηγαίνω να κοιταχτώ σ’ έναν καθρέφτη που κρέμεται στον τοίχο απέναντι κι αμέσως σχηματίζω την εντύπωση ότι πνίγομαι, έντρομος, μέσα σε μία παραζάλη χωρίς τέλος. Από πόσο μακριά τα μάτια μου, αυτά που μου φαίνεται ότι τα έχω από μικρός, κοιτάζουν τώρα, ορθάνοιχτα από τρόμο, χωρίς να μπορούν να πεισθούν, αυτό το γεροντίστικο πρόσωπο; Εγώ, ήδη γέρος; Τόσο σύντομα; Πώς είναι δυνατόν;
Ακούω να χτυπούν την πόρτα. Ανασκιρτώ. Μου αναγγέλλουν ότι έφτασαν τα παιδιά μου.
Τα παιδιά μου;
Μου φαίνεται τρομαχτικό να έχουν γεννηθεί παιδιά από μένα. Πότε όμως; Μάλλον θα τα είχα από χθες. Χθες ήμουν ακόμη νέος. Θα πρέπει τώρα, γέρος πια, να τα γνωρίσω. Μπαίνουν, κρατώντας παιδιά στα χέρια τους, παιδιά που γεννήθηκαν από αυτούς. Τρέχουν αμέσως να με υποβαστάξουν· με αγάπη με ψέγουν που σηκώθηκα από το κρεβάτι· προσεκτικά με βάζουν να καθίσω, για να σταματήσει η δύσπνοιά μου. Εγώ δύσπνοια; Μα βέβαια, αυτοί το ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορώ πια να σταθώ στα πόδια μου και ότι είμαι πολύ μα πολύ άρρωστος.
Αφού κάθισα, τους κοιτάζω, τους ακούω· και μου φαίνεται ότι μου κάνουν ένα αστείο μες στο όνειρό μου.
Τέλειωσε κιόλας η ζωή μου;
Και ενώ τους παρατηρώ, όλους σκυμμένους επάνω μου, με μοχθηρία, σαν να μην έπρεπε να το πάρω είδηση, βλέπω να φυτρώνουν στα κεφάλια τους, κάτω από το βλέμμα μου, και να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν πολλά, πολλά άσπρα μαλλιά.
-Βλέπετε ότι δεν είναι αστείο; Κι εσείς ήδη με άσπρα μαλλιά.
Και κοιτάξτε, κοιτάξτε εκείνα τα μικρά που μόλις μπήκαν από εκείνη την πόρτα: να, ήταν αρκετό να πλησιάσουν την πολυθρόνα μου για να μεγαλώσουν και μία από αυτά, εκείνη εκεί, είναι κιόλας μία δεσποινίδα που θέλει ν’ απομακρυνθεί λίγο, για να την θαυμάσουν. Εάν δεν τη συγκρατήσει ο πατέρας της, θα έρθει να καθίσει στα γόνατά μου, ν’ απλώσει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό μου, ακουμπώντας στο στήθος μου το κεφαλάκι της.
Μου ’ρχεται να πεταχτώ όρθιος. Πρέπει να το παραδεχτώ όμως ότι δεν μπορώ πια να το κάνω. Και με τα ίδια μάτια που είχαν πριν λίγο αυτά τα μικρά, που έχουν ήδη τόσο μεγαλώσει, απομένω να κοιτάζω, μέχρις ότου μπορώ να το κάνω, με τόση, τόση συμπόνια, τώρα πια πίσω από τα καινούρια παιδιά, τα παλιά παιδιά μου.
[1935]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου