Ο Φόβος, του Λουίτζι Πιραντέλο. Νουβέλα

 Αποτραβήχτηκε από το παράθυρο με μια κίνηση και μια κραυγή έκπληξης· ακούμπησε στο τραπεζάκι το εργόχειρό της δαντέλας που κρατούσε στο χέρι της και πήγε να κλείσει βιαστικά, αλλά προσεκτικά την πόρτα μέσα από την οποία επικοινωνούσε αυτό το δωμάτιο με τα άλλα· έπειτα περίμενε μισοκρυμμένη πίσω από ένα παραβάν της άλλης πόρτας που οδηγούσε στην είσοδο.



-Κιόλας εδώ; είπε χαμηλόφωνα, ικανοποιημένη, σηκώνοντας τα χέρια της επάνω στο γεροδεμένο στήθος του Ατόνιο Σέρα, αυτή, που ήταν εύθραυστη, μικροκαμωμένη, προτείνοντας το πρόσωπό της για να λάβει στα γρήγορα το συνηθισμένο κλεφτό φιλί.

Αλλά ο άντρας ξεγλίστρησε ταραγμένος.

-Δεν είσαι μόνος; ρώτησε και συμμαζεύτηκε αμέσως η Λιλίνα Φάμπρις. Πού άφησες τον Αντρέα;

-Επέστρεψα πρώτος απόψε..., απάντησε με τόνο τραχύ ο Σέρα και πρόσθεσε, σαν να ήθελε να απαλύνει την προηγούμενη έκφραση: Με μια δικαιολογία... Όμως ήταν αλήθεια: έπρεπε να βρίσκομαι εδώ το πρωί, για υποθέσεις...

-Δεν μου είπες τίποτα..., τον έψεξε εκείνη τρυφερά. Μπορούσες να με ειδοποιήσεις... Τι έχεις;

Ο Σέρα την κοίταξε στα μάτια σχεδόν με μίσος, έπειτα ξέσπασε χαμηλόφωνα, αλλά έντονα:

-Τι έχω; Φοβάμαι ότι ο άντρας σου μας υποψιάζεται...

Εκείνη έμεινε, σαν ένας κεραυνός να έπεσε δίπλα της και με έκπληξη γεμάτη τρόμο είπε:

-Ο Αντρέας; Πώς το ξέρεις; Μήπως σου ξέφυγε τίποτα;

-Όχι, πάντως προδοθήκαμε και οι δύο! έσπευσε εκείνος ν’ απαντήσει. Το βράδυ της αναχώρησης...

-Εδώ;

-Ναι την ώρα που εκείνος κατέβαινε τις σκάλες... Ο Αντρέας κατέβαινε μπροστά μου, θυμάσαι; με τη βαλίτσα... Εσύ κρατούσες το φανάρι στην πόρτα, έτσι δεν είναι; κι εγώ περνώντας...

Η Λιλίνα Φάμπρις έφερε και τις δυο παλάμες στο πρόσωπο, έπειτα τις απομάκρυνε:

-Μας είδε;

-Μου φάνηκε πως έστρεψε, κατεβαίνοντας..., πρόσθεσε εκείνος ξερά και σκυθρωπά. Δεν κατάλαβες τίποτα εσύ;

-Εγώ όχι, τίποτα! Μα πού είναι;. Ο Αντρέας, πού είναι;

Ο Σέρα, σαν να μην είχε ακούσει την αγωνιώδη ερώτηση της μικρής ερωμένης του, της οποίας δεν κατάλαβε ποτέ τη μεγαλοσύνη της ψυχής και της αγάπης, ξαναείπε σκυθρωπά:

-Πες μου: είχα αρχίσει να κατεβαίνω, όταν εκείνος σε φώναξε;

-Και με χαιρέτησε! αναφώνησε εκείνη. Και με το χέρι ακόμα... Άρα έγινε στη στροφή του πλατύσκαλου;

-Όχι, πριν... πριν.

-Μα, εάν μας είχε δει...

- Μάλλον φευγαλέα μας είδε... Για μια στιγμή!

-Και σ’ άφησε να έρθεις πρώτος; είπε εκείνη με αυξανόμενη αγωνία... Μα είσαι σίγουρος πως δεν αναχώρησε;

-Βεβαιότατος! Όσο γι’ αυτό, σιγουρότατος... Και πριν από τις έντεκα δεν υπάρχει άλλο δρομολόγιο από την πόλη...

Κοίταξε το ρολόι και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.

-Όπου να ΄ναι φτάνει... Και στο μεταξύ εμείς...σ’ αυτή τη αβεβαιότητα... πάνω από μία άβυσσο...

-Πάψε, πάψε, για όνομα του Θεού! τον παρακάλεσε εκείνη. Ηρέμησε... Πες τα μου όλα... Τι έκανες; Θέλω να τα ξέρω όλα...

-Τι θέλεις να σου πω; Σ’ αυτή την κατάσταση, τα πιο ασήμαντα πράγματα σου φαίνονται υπαινιγμοί: κάθε βλέμμα, μία χειρονομία...

-Ηρεμία... ηρεμία... επανέλαβε εκείνη.

-Ναι, ηρεμία. Άντε να τη βρεις!

Και ο Σέρα άρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο συστρέφοντας τα χέρια του. Μετά από λίγο σταμάτησε και ξανάρχισε:

-Εδώ, το θυμάσαι; πριν αναχωρήσουμε, συζητούσαμε εγώ κι εκείνος για εκείνη την καταραμένη υπόθεση που μας έκανε να πάμε επειγόντως στην πόλη... Εκείνος είχε πάρει φωτιά...

-Ναι, κι έπειτα;

-Μόλις βρεθήκαμε στο δρόμο ο Αντρέας δεν μιλούσε πια· προχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι· τον κοίταξα, ήταν ταραγμένος, συνοφρυωμένος... «Το πήρε είδηση!» σκέφτηκα και δεν μιλούσα. Φοβόμουν μήπως έτρεμε η φωνή μου· έτρεμα ολόκληρος... Αλλά, ξαφνικά, με απλό ύφος, φυσικό, μέσα στην ησυχία της ψυχρής νύχτας, μες στο δρόμο, μου κάνει: -«Είναι μια θλίψη, ε; Να ταξιδεύεις το βράδυ, ν’ αφήνεις βραδιάτικα το σπίτι σου...»

-Έτσι σου είπε;

-Ναι. Του φαινόταν θλιβερό και για εκείνον που έμενε πίσω... Έπειτα μια φράση... (μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας!): - «Ν’ αποχαιρετά κανείς με το φως του κεριού σε μια σκάλα...»

-Α, αυτό... πώς το είπε; αναφώνησε εκείνη εντυπωσιασμένη.

-Με την ίδια φωνή..., απάντησε ο Σέρα, φυσικά... Δεν ξέρω· το έκανε επίτηδες! Μου μίλησε για τα παιδιά, που είχε αφήσει στο κρεβάτι, κοιμισμένα· αλλά όχι μ’ εκείνη την απλή αγάπη που καθησυχάζει... και για σένα.

-Για μένα;

-Ναι, αλλά με κοίταζε.

-Τι είπε; - ρώτησε εκείνη με κομμένη την ανάσα.

-Ότι εσύ αγαπάς πολύ τα παιδιά του.

-Τίποτα άλλο;

-Στο τρένο ξανάπιασε τη συζήτηση για τη διαμάχη που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε. Με ρώτησε για το δικηγόρο Γκόρι, εάν τον γνώριζα.

-Πάψε! τον διέκοψε εκείνη ξαφνικά.

Μπήκε η υπηρέτρια για να ρωτήσει εάν ήταν η ώρα να πάνε για τα παιδιά, που τα είχαν στείλει το πρωί στους γονείς του πατέρα τους. Δεν έπρεπε να επιστρέψει εκείνη τη μέρα το αφεντικό; Οι άμαξες είχαν κιόλας αναχωρήσει για το σταθμό.

Η Λιλίνα, αναποφάσιστη, απάντησε στην υπηρέτρια να περιμένει ακόμη λίγο και στο μεταξύ να τελειώνει με το στρώσιμο του τραπεζιού στο άλλο δωμάτιο. Όταν έμειναν και πάλι μόνοι κοιτάχτηκαν χαμένοι κι εκείνος επανέλαβε:

-Θα είναι εδώ σε λίγο...

Εκείνη του έσφιξε δυνατά το μπράτσο, με οργή:

-Μα πες μου κάτι! Δεν μπόρεσες να βεβαιωθείς για τίποτα; Είναι δυνατόν αυτός, o τόσο βίαιος, με την καχυποψία στην ψυχή, να μπορέσει να προσποιηθεί μαζί σου μ’ αυτόν τον τρόπο;

-Κι όμως..., είπε εκείνος χτυπώντας τα χέρια. Λες η καχυποψία μου να μ’ έχει κάνει αναίσθητο μέχρις αυτού του σημείου; Πολλές φορές, βλέπεις, μέσα από τα λεγόμενά του μου φάνηκε ότι διάβαζα κάτι... Αμέσως μετά έλεγα στον εαυτό μου καθησυχάζοντάς τον: «Όχι, είναι ο φόβος!»

-Φοβόσουν εσύ;

-Ναι, εγώ! Επειδή εκείνος έχει δίκιο..., δήλωσε, μες τη χοντροκοπιά του, ο Σέρα με τον αυθορμητισμό της πιο φυσικής πεποίθησης. Τον μελέτησα, κατασκόπευσα όλες τις κινήσεις του: πώς με κοίταζε, πώς μου μιλούσε... Ξέρεις ότι δε συνηθίζει να μιλά πολύ ... ωστόσο, αυτές τις τρεις μέρες να τον άκουγες! Συχνά όμως κλεινόταν για μεγάλα διαστήματα σε μιαν ανήσυχη σιωπή· έβγαινε όμως από εκεί κάθε φορά, ξαναπιάνοντας τη συζήτηση της υπόθεσής του. «Να τον απασχολεί αυτό το θέμα;» διερωτόμουν τότε, «ή κάτι άλλο; Ίσως τώρα μου μιλά για να κρύψει την υποψία του...». Μια φορά μου φάνηκε ότι δε θέλησε καν να μου σφίξει το χέρι... Κοίταξε, το αντιλήφτηκε ότι του το είχα απλώσει κι έκανε ότι ήταν αφηρημένος· κάπως περίεργο πράγματι. Συνέβη την επαύριον της αναχώρησής μας. Αφού έκανε λίγα βήματα, με φώναξε. «Το μετάνιωσε!», έσπευσα να παρατηρήσω. Και πράγματι είπε: «Α, με συγχωρείς... ξέχασα να σε χαιρετήσω! Το ίδιο κάνει...». Άλλες φορές μου μίλησε για σένα, για το σπίτι, χωρίς καμία φανερή πρόθεση... Μου φάνηκε όμως ότι απέφευγε να με κοιτάζει στο πρόσωπο... Συχνά επαναλάμβανε τρείς, τέσσερις φορές την ίδια φράση, χωρίς κανένα νόημα... λες και σκεφτόταν κάτι άλλο... Κι ενώ μιλούσε για άσχετα πράγματα ξαφνικά έβρισκε τον τρόπο να ξαναρχίσει απότομα να μου μιλά για σένα ή για τα παιδιά, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου και μου έκανε μερικές ερωτήσεις... Με δόλιο τρόπο; Ποιος να ξέρει; Ήλπιζε να με αιφνιδιάσει; Γελούσε, αλλά με μια άσχημη έκφραση χαράς στο πρόσωπο...

-Κι εσύ; ρώτησε εκείνη κρεμασμένη από τα χείλη του.

-Εγώ; πάντα προσοχή...

Η Λιλίνα Φάμπρις κούνησε το κεφάλι με οργίλη αγανάκτηση:

-Θα πήρε είδηση την καχυποψία σου...

-Αφού μας υποπτευόταν ήδη! είπε εκείνος, ανασηκώνοντας τους φαρδιούς του ώμους.

-Θα επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του! ανταπάντησε εκείνη. Έπειτα, τίποτα άλλο;

-Ναι… την πρώτη νύχτα στο ξενοδοχείο..., ξανάρχισε αποκαρδιωμένος ο Σέρα. Θέλησε να πάρουμε ένα δωμάτιο από κοινού, με δύο κρεβάτια. Πέρασε ώρα αφότου ξαπλώσαμε... κατάλαβε ότι δεν κοιμώμουν, δηλαδή δεν το κατάλαβε, επειδή ήταν σκοτάδι – το υπέθεσε. Και κοίταξε να δεις, εγώ δεν έκανα την παραμικρή κίνηση – εκεί τη νύχτα... μέσα στο ίδιο δωμάτιο μαζί του και με την υποψία ότι εκείνος ήξερε... για φαντάσου! Είχα τα μάτια ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, περιμένοντας - ξέρω κι εγώ; - να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε περίπτωση που... Με την παραμικρή κίνησή του θα πεταγόμουν απ’ το κρεβάτι ... και τότε... Μα καταλαβαίνεις; η ζωή του και η ζωή μου, καλύτερα η δική του παρά η δική μου... Ξαφνικά, μες στην ησυχία, ακούω να προφέρει αυτές ακριβώς τις λέξεις: «Εσύ δεν κοιμάσαι».

-Κι εσύ τι απάντησες;

-Τίποτα. Δεν απάντησα. Έκανα πως κοιμάμαι. Μετά από λίγο επανέλαβε: «Εσύ δεν κοιμάσαι». Εγώ τότε του έκανα: «Είπες κάτι;» Κι εκείνος: «Ναι, ήθελα να ξέρω εάν κοιμάσαι». Δεν είναι όμως αλήθεια, δεν ρωτούσε, ξέρεις, όταν έλεγε: «Εσύ δεν κοιμάσαι». Πρόφερε την πρόταση με τη βεβαιότητα ότι εγώ δεν κοιμόμουν, ότι εγώ δεν μπορούσα να κοιμάμαι... καταλαβαίνεις; Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.

-Τίποτα άλλο; ξαναρώτησε εκείνη.

-Τίποτα άλλο... Δεν έκλεισα μάτι δυο νύχτες.

-Έπειτα, μαζί σου, πάντα ο ίδιος;

-Ναι... ο ίδιος...

Εκείνη έμεινε για μια στιγμή σκεφτική, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό· έπειτα είπε αργά, σαν να μιλούσε στον εαυτό της:

-Όλες αυτές οι προσποιήσεις... αυτός!... Εάν μας είχε δει...

-Κι όμως έστρεψε κατεβαίνοντας..., αντέτεινε ο Σέρα.

Εκείνη τον κοίταξε μες στα μάτια μια στιγμή, σαν να μην είχε καταλάβει.

-Ναι, αλλά δεν πρέπει να κατάλαβε τίποτα! Είναι δυνατόν;

-Μπορεί ν’ αμφιβάλλει..., έκανε εκείνος.

-Ακόμη και αν αμφιβάλλει! Δεν τον ξέρεις καλά... Να επιβληθεί αυτός έτσι στον εαυτό του, να μην αφήσει να φανεί τίποτα... Τι ξέρεις εσύ; Τίποτα! Υπόθεσε ότι μας είχε δει, την ώρα που περνούσες και έσκυψες προς το μέρος μου. Εάν του είχε γεννηθεί η παραμικρή υποψία... ότι με φίλησες... θα είχε ξανανέβει επάνω... να ’σαι σίγουρος! Σκέψου, σκέψου τι θα παθαίναμε! Όχι, άκουσέ με, όχι· δεν είναι δυνατόν! Φοβήθηκες, αυτό είναι όλο! Φοβήθηκες εσύ, Αντόνιο!... Όχι, όχι εκείνος δεν μπορεί να σκέφτηκε κάτι κακό... Δεν έχει λόγους να μας υποψιάζεται: πάντα μου συμπεριφερόσουν με οικειότητα μπροστά του...

Χαρούμενος κατά βάθος από την αναπάντεχη εμπιστοσύνη που έδειξε η ερωμένη του ο Σέρα επέμενε, ωστόσο, στην αγωνιώδη αμφιβολία του, γιατί τον ευχαριστούσε να τον καθησυχάζει όλο και περισσότερο εκείνη:

-Ναι, αλλά η υποψία μπορεί να γεννηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Τότε - καταλαβαίνεις; - χιλιάδες άλλα γεγονότα, μόλις αντιληπτά, που δεν τα υπολογίζει κανείς, παίρνουν χρώμα ξαφνικά. Κάθε απροσδιόριστη νύξη γίνεται απόδειξη· κατόπιν η αμφιβολία γίνεται βεβαιότητα: να τι φοβάμαι...

-Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί..., απάντησε εκείνη.

Απογοητευμένος ο Σέρα ένιωσε κάτι σαν θυμό προς την ερωμένη του:

-Τώρα να είμαστε προσεκτικοί; Εγώ πάντα σου το έλεγα!

Εκείνη τον κοίταξε περιφρονητικά:

-Με μέμφεσαι τώρα;

-Δεν σε μέμφομαι καθόλου! απάντησε εκείνος με μεγαλύτερο θυμό. Μπορείς όμως να αρνηθείς το γεγονός ότι τόσες φορές σου είπα: Πρόσεχε! Κι εσύ...

-Ναι, ναι... επιβεβαίωσε εκείνη, σαν να ήταν αηδιασμένη.

-Δεν ξέρω τι ευχαρίστηση υπάρχει, είπε εκείνος, στο να αφήνεται κανείς να τον ξεσκεπάζουν έτσι, για το τίποτα... λόγω μιας ασήμαντης αμέλειας... όπως έγινε πριν τρία βράδια... Εσύ ήσουν εκείνη που...

-Πάντα εγώ, ναι...

-Εάν δεν ήταν για σένα!

-Ναι, έκανε εκείνη και σηκώθηκε μ’ έναν κοροϊδευτικό μορφασμό, ο φόβος!

Θιγμένος, ο Σέρα ξέσπασε:

-Μα σου φαίνεται η περίσταση να είμαστε χαρούμενοι εσύ κι εγώ; Εσύ, ειδικά!

Ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο, σταματώντας πότε πότε και μιλώντας θαρρείς στον εαυτό του:

-Ο φόβος... Νομίζεις ότι δεν σκέφτομαι κι εσένα; Ο φόβος... Είχαμε μεγάλη εμπιστοσύνη, αυτό είναι όλο! Ναι, και τώρα όλη μας η ανεμελιά, όλες μας οι τρέλες ξεπηδούν μπρος στα μάτια μου, βλέπεις, και διερωτώμαι πώς και δεν υποψιάστηκε τίποτα μέχρι στιγμής...

Θιγμένη από την κατηγόρια του εραστή της, έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της και παραδέχτηκε:

-Είναι αλήθεια... είναι αλήθεια... πολύ τον εξαπατήσαμε...

Έμειναν για πολύ σιωπηλοί, έπειτα, αποκαλύπτοντας πάλι το πρόσωπό της, εκείνη συνέχισε:

-Με κατηγορείς τώρα; Είναι φυσικό! Ναι, εξαπάτησα έναν άνθρωπο που έδειχνε περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ εμένα παρά στον εαυτό του. Ναι, και φταίω εγώ γι’ αυτό, πράγματι.

-Δεν ήθελα να πω αυτό, είπε εκείνος πνιχτά, συνεχίζοντας να πηγαινοέρχεται.

-Μα ναι, μα ναι... ξανάρχισε εκείνη με θέρμη, πηγαίνοντας προς το μέρος του. Το ξέρω, και κοίταξε, μπορείς ακόμη να προσθέσεις ότι μαζί του το ’σκασα από το σπίτι μου, ναι, και ότι εγώ σχεδόν τον έσπρωξα να το κάνει – εγώ επειδή τον αγαπούσα, ναι – κι έπειτα τον πρόδωσα μ’ εσένα! Είναι σωστό τώρα να με καταδικάζεις, πολύ σωστό! Εγώ όμως, άκου, εγώ το ’σκασα μαζί του επειδή τον αγαπούσα, όχι για να βρω εδώ όλη αυτή την ηρεμία, όλη αυτή την καλοπέραση σ’ ένα καινούριο σπίτι: εγώ είχα το δικό μου· δεν θα έφευγα μαζί του... Εκείνος όμως, όπως είναι γνωστό, έπρεπε να δικαιολογηθεί απέναντι στους άλλους για την επιπολαιότητα στην οποία υπέκυψε, αυτός που ήταν σοβαρός άνθρωπος, μετρημένος... Ε, ναι! η τρέλα είχε γίνει· να θεραπευθεί τώρα! να επανορθώσει και μάλιστα γρήγορα! Πώς; Με το να αφοσιωθεί όλος στη δουλειά, με το να μου κάνει ένα πλούσιο σπίτι, όπου κυριαρχεί η αδράνεια... Κι έτσι δούλεψε σαν χαμάλης· δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά μόνο τη δουλειά, πάντα· χωρίς να επιθυμεί άλλο από μένα εξόν τους επαίνους για την εργατικότητά του, για την τιμιότητά του... και την ευγνωμοσύνη μου επίσης! Μάλιστα, γιατί θα μπορούσα να βρίσκομαι σε χειρότερη κατάσταση!... Ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, αυτός· θα με ξανάκανε πλούσια, αυτός, όπως πριν, καλύτερα από πριν... Εμένα, που τον περίμενα κάθε βράδυ ανυπόμονη, ευτυχισμένη για την επιστροφή του... Γύριζε στο σπίτι κουρασμένος, εξαντλημένος, ευχαριστημένος από την εργάσιμη μέρα του, ανήσυχος ήδη για τις δουλειές της επόμενης μέρας... Ε, λοιπόν, στο τέλος κουράστηκα κι εγώ να είμαι υποχρεωμένη να σέρνω σχεδόν αυτόν τον άνθρωπο να με αγαπά με το ζόρι, ν’ ανταποκρίνεται με το ζόρι στον έρωτά μου. Η εκτίμηση, η εμπιστοσύνη, η φιλία του συζύγου μερικές φορές μοιάζει να προσβάλλουν τη φύση... Κι εσύ εκμεταλλεύτηκες την περίσταση, εσύ που τώρα με κατηγορείς για την αγάπη και την προδοσία, τώρα που ο κίνδυνος έφτασε και φοβάσαι· το βλέπω ότι φοβάσαι! Εσύ όμως τι έχεις να χάσεις; Αλλά εγώ...

-Με συμβουλεύεις εμένα να είμαι ήρεμος! είπε ψυχρά ο Σέρα. Μα, εάν φοβάμαι, φοβάμαι για σένα, για τα παιδιά σου...

-Τα παιδιά μου μην τα πιάνεις στο στόμα σου! του φώναξε εκείνη πληγωμένη, με μάτια που γυάλιζαν από μίσος. Είναι αθώα πλάσματα! πρόσθεσε ξεσπώντας σε κλάματα.

Ο Σέρα την κοίταξε κάμποση ώρα, έπειτα περισσότερο εκνευρισμένος παρά ενοχλημένος, της είπε:

-Τώρα κλαις... Φεύγω...

-Τώρα; τώρα; είπε μέσα στα αναφιλητά εκείνη. Φυσικά, τώρα δεν έχεις πια τίποτα να κάνεις εδώ...

-Είσαι άδικη! απάντησε εκείνος, τονίζοντας τις λέξεις. Σε αγάπησα, όπως με αγάπησες κι εσύ, το ξέρεις! Σε συμβούλεψα να προσέχεις, έκανα άσχημα; Περισσότερο για σένα παρά για μένα: ναι, επειδή εγώ, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω να χάσω τίποτα, εσύ το είπες. Έλα, έλα Λιλίνα... σύνελθε... δεν έχουν νόημα τώρα οι αντεγκλήσεις... Αυτός δεν θα μάθει τίποτα· το πιστεύεις και έτσι θα γίνει... Κι εμένα μου φαίνεται τώρα δύσκολο για εκείνον να μπορέσει να συγκρατηθεί μέχρι τέτοιου σημείου... Μάλλον δεν θα κατάλαβε τίποτα... κι έτσι... έλα, έλα... τίποτα δεν έχει τελειώσει... Εμείς θα είμαστε...

-Α. όχι! τον διέκοψε εκείνη αγέρωχα. Όχι! Τι θέλεις τώρα πια; Όχι, είναι καλύτερα, είναι καλύτερα να τελειώνουμε...

-Όπως νομίζεις..., είπε απλά ο Σέρα.

-Να ποια είναι η αγάπη σου! αναφώνησε εκείνη αγανακτισμένη.

Ο Σέρα πήγε προς το μέρος της σχεδόν απειλητικά:

-Μήπως βάλθηκες να με τρελάνεις;

-Όχι, πραγματικά είναι καλύτερα να τελειώνουμε..., ξανάρχισε εκείνη, και μάλιστα από αυτή τη στιγμή, ό.τι και αν συμβεί. Μεταξύ μας όλα τέλειωσαν. Άκουσε, θα ήταν καλύτερα να τα μάθει εκείνος όλα... Καλύτερα, καλύτερα έτσι! Τι ζωή είναι η δική μου; Το φαντάζεσαι; Δεν έχω πια το δικαίωμα ν’ αγαπώ κανέναν εγώ! Ούτε καν τα παιδιά μου... Εάν σκύψω να τα φιλήσω, μου φαίνεται πως η σκιά της ενοχής μου προβάλλεται επάνω στα άσπιλα μέτωπά τους! Όχι... όχι... Θα με βγάλει από τη μέση; Θα το κάνω εγώ, εάν δεν το κάνει εκείνος!

-Τώρα παραλογίζεσαι..., είπε εκείνος ήρεμα και σκληρά.

-Πράγματι! συνέχισε η Λιλίνα. Πάντα το έλεγα! Είναι πολύ... είναι πολύ... Δεν μου μένει πια τίποτα...

Έπειτα, δίνοντας δύναμη στον ίδιο της τον εαυτό για να συνεχίσει, πρόσθεσε:

-Πήγαινε, πήγαινε τώρα... να μη σε βρει εκείνος εδώ...

-Πώς... πρέπει να φύγω; έκανε ο Σέρα σκεφτικός. Να σ’ αφήσω; Ήρθα επί τούτου... Δεν είναι καλύτερα εγώ...

-Όχι, τον διέκοψε εκείνη, δεν πρέπει να σε βρει εδώ. Γύρνα όμως, όταν εκείνος επιστρέψει σε λίγο. Τη μάσκα πρέπει να τη φορέσουμε ακόμα μαζί. Γύρνα σύντομα, και ήρεμος, αδιάφορος... όχι έτσι! Μίλα μου μπροστά του, απεύθυνέ μου συχνά το λόγο... καταλαβαίνεις; Εγώ θα σε σιγοντάρω...

-Ναι... ναι...

-Γρήγορα. Εάν όμως...

-Εάν όμως;

Έμεινε σκεφτική για μια στιγμή, ανασηκώνοντας τους όμως:

-Τίποτα, έτσι κι αλλιώς...

-Τι; ρώτησε ο Σέρα μπερδεμένος.

-Τίποτα... τίποτα... Σου λέω: έχε γεια!

-Μα, στ’ αλήθεια, λοιπόν..., δοκίμασε εκείνος να πει.

-Φύγε! τον διέκοψε αμέσως εκείνη με καταφρόνια.

Και ο Σέρα έφυγε υποσχόμενος:

-Σε λίγο.

Εκείνη έμεινε στη μέση του δωματίου, με το βλέμμα απλανές, σαν να είχε στο νου της κάτι απειλητικό, που έπαιρνε πραγματική μορφή μπροστά της. Έπειτα κούνησε το κεφάλι και έβγαλε την εσωτερική της δυσφορία μ’ έναν λυπημένο και κουρασμένο αναστεναγμό. Έτριψε δυνατά το μέτωπό της, αλλά δεν τα κατάφερε να διώξει την σκέψη που κυριαρχούσε. Περπάτησε για λίγο ανήσυχη μες στο δωμάτιο· σταμάτησε μπροστά σ’ έναν περιστρεφόμενο καθρέφτη στο βάθος, κοντά στην είσοδο. Η εικόνα της μέσα στον καθρέφτη την έκανε ν’ αφαιρεθεί και απομακρύνθηκε. Πήγε να καθίσει μπρος στο τραπεζάκι του εργόχειρου και εκεί επάνω έσκυψε κι έκρυψε το πρόσωπό ανάμεσα στους βραχίονές της. Μετά από λίγο ανασήκωσε το κεφάλι ψιθυρίζοντας:

-Δεν θα είχε ξανανέβει τη σκάλα με κάποια αφορμή; Θα μ’ εύρισκε εκεί... πίσω από το παράθυρο να κοιτάζω...

Κούνησε πάλι το κεφάλι δίνοντας στο πρόσωπό της έκφραση περιφρόνησης και αηδίας και πρόσθεσε:

-Εάν δεν ήταν ο φόβος... Φοβάται τόσο πολύ! Α, τώρα όμως τελείωσε... Τελείωσε... Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Τα παιδιά μου... τα παιδιά μου... Κακόμοιρε Αντρέα!


(1897) 

Μετάφραση από τα Ιταλικά: Χρίστος Αλεξανδρίδης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...