Το Αϊδίνιο κατεστραμμένο...

Το 1919 οι Τούρκοι αιφνιδιάζουν τον ελληνικό στρατό στο Αϊδίνιο τον απωθούν και κατασφάζουν τον ελληνικό πληθυσμό...


Η φωτογραφία τραβήχτηκε εκείνες τις ημέρες...

Η πορεία προς την πτώση της Κωνσταντινούπολης

Τα  δύο  πρώτα  χρόνια  της  βασιλείας  του  Κωνσταντίνου  κύλησαν  ειρηνικά  αν και  γεμάτα  αγωνία,  καθώς  η  αυτοκρατορία  είχε  προ  πολλού  αρχίσει  να  καταρρέει και  δεν  έδειχνε  σημάδια  ανάκαμψης.  



Από  το  1451  όμως,  έτος  κατά  το  οποίο,  όπως έχει  ήδη  αναφερθεί,  πέθανε  ο  σουλτάνος  Μουράτ  ο  Β΄  και  ανέλαβε  την  εξουσία  ο γιος  του  Μωάμεθ  είχε  γίνει  φανερό,  ότι  στόχος  του  νέου  σουλτάνου  ήταν  η Κωνσταντινούπολη  και  ότι  προετοιμαζόταν,  να  δράσει  όσο  το  δυνατό  συντομότερα εναντίον  της.  

Αν  και  αρχικά  ο  Κωνσταντίνος  προσπάθησε  με  διπλωματικά  μέσα  να αποφύγει  τη  σύγκρουση,  διέβλεψε  τον  κίνδυνο  πολύ  νωρίς  και  για  αυτό  το  λόγο πρώτο  του  μέλημα  υπήρξε  να  βρει  πόρους,  για  να  ενισχύσει  την  παραπαίουσα οικονομία  του  βυζαντινού  κράτους  και  φυσικά  την  άμυνα  της  Πόλης. 

Χαρακτηριστική  της  διάθεσης  αλλά  και  της  διορατικότητας  του  αυτοκράτορα  είναι  η απάντηση  του  προς  το  Μωάμεθ,  την  οποία  διασώζει  ο  ιστορικός  Δούκας  και αναφέρει  τα  εξής:  «Επειδή  έχεις  ήδη  διαλέξει  το  δρόμο  του  πολέμου  και  δεν  μπορώ να κάνω  τίποτα  για  να  σε  μεταπείσω  ούτε  με  όρκους,  ούτε  με  κολακείες,  πράξε λοιπόν  ό,τι  θέλεις.  Εγώ  καταφεύγω  στο  Θεό  και  αν  Εκείνος  θέλει  να  παραδώσει  την πόλη  αυτή  στα  χέρια  σου,  τότε  ποιος  μπορεί  να  πει  όχι;  Αν  πάλι  θελήσεις  την ειρήνη,  θα  το  δεχτώ  με χαρά.  Προς το  παρόν  όμως,  πάρε πίσω τις  συνθήκες και τους όρκούς  σου.  Εγώ  από  δω  και  πέρα  θα  κρατώ  κλεισμένες  τις  πύλες  της  Πόλης  και  θα υπερασπιστώ  τους  κατοίκους  της,  όσο  αντέχει  η  δύναμη  μου.  Όσο  για  σένα, συνέχιζε  να  κυβερνάς  σαν  σκληρός  δυνάστης,  ώσπου  ο  Δικαιοκρίτης  Θεός  να αποδώσει  σε  καθέναν  μας,  σε  εσένα  και  σε  μένα,  την  αδέκαστη  απόφαση  Του.» 

Δεύτερο  μέλημα  του  υπήρξε  η  συγκέντρωση  τροφίμων  μέσα  στα  τείχη  της  Πόλης, ώστε  να  αντιμετωπιστεί  αποτελεσματικά  το  ενδεχόμενο  μιας  μακροχρόνιας πολιορκίας.   Η  τουρκική  πολιορκία  του  1453  δεν  ήταν  η  μοναδική  στη  χιλιόχρονη  ιστορία του  βυζαντινού  κράτους.  Η  Περιώνυμος  Πόλη  έγινε  στόχος  από  τον  έβδομο  ήδη αιώνα  των  Αβάρων,  των  Αράβων  και  των  Περσών,  οι  οποίοι  εποφθαλμιούσαν  τα πλούτη  και  τους  αμύθητους  θησαυρούς  της  Κωνσταντινούπολης.  Ακολούθησαν  οι Φράγκοι,  οι  οποίοι  και  κατάφεραν  το  1204  να  την  κυριεύσουν  και  να  λεηλατήσουν τους  πολύτιμους  θρησκευτικούς  και  καλλιτεχνικούς  θησαυρούς,  που  διέθετε  και  να μεταφέρουν  κάποιους  από  αυτούς  στη  Δύση.  

Τέλος  οι  Τούρκοι  προσπάθησαν  δύο φορές  ανεπιτυχώς  στη  διάρκεια  των  εξήντα  προηγούμενων  χρόνων  να  καταλάβουν την  Κωνσταντινούπολη  μετά  από  πολιορκία.  Τα  πράγματα  ήταν  όμως  πολύ διαφορετικά  τότε  και  οι  συνέπειες  ελάχιστες  γιατί,  όπως  παρατηρεί  και  ο Κριτόβουλος,  είχε  περισσότερους  κατοίκους,  άφθονα  χρήματα  και  πλούσιο πολεμικό  εξοπλισμό,  ώστε  να  είναι  σε  θέση  να  αντιμετωπίσει  επιτυχώς οποιαδήποτε επίθεση και πολιορκία. 

Την  άνοιξη  του  1453  όμως  τα  πράγματα  είναι  πολύ  διαφορετικά,  σύμφωνα πάντα  με τον  ίδιο  συγγραφέα,  καθώς  στο  στενό  του  Βοσπόρου  υπάρχουν  τα  δύο φρούρια,  το  Ανατολού  και  το  Ρούμελη  Χισάρ  αντίστοιχα,  και  επομένως  είναι αδύνατη  η  διέλευση  βυζαντινών  πλοίων.  Επιπλέον  αναμενόταν  μεγάλος  τουρκικός στόλος,  έτοιμος  να  προσβάλει  τα  παραθαλάσσια  τείχη  και  ήταν  ελάχιστος  ο  αριθμός των κατοίκων  της  Πόλης  σε  σχέση  με  αυτόν  των  επιτιθέμενων. 

 Ακόμη υπήρχε έλλειψη  οικονομικών  πόρων,  δημόσιων  και  ιδιωτικών,  έλλειψη  ακόμη  και  των αναγκαίων  αγαθών  για  επιβίωση  και  το  χειρότερο  δεν  υπήρχε  ελπίδα  για  κανενός είδους βοήθεια από πουθενά.

Πηγή: Φοίβα Σοφία

Στάλινγκραντ. Η μεγάλη ρωσογερμανική χερσαία αναμέτρηση.

Η εκτενής ανάπτυξη του Βρετανού συγγραφέα που ακολουθεί μας παρέχει μία πλήρη εικόνα της εκστρατείας του Γερμανικού στρατού  στη νότια Ρωσία με κατεύθυνση το Στάλινγκραντ. Κατά τη γνώμη μου καλύπτει πλήρως τους λόγους της στρατιωτικής ήττας που υπέστη η Βέρμαχτ.Ο Πάρκερ αποκωδικοποιεί επίσης και την επιμονή του Χίτλερ για μη υποχώρηση στο Ανατολικό Μέτωπο...

Η μεγάλη ρωσογερμανική χερσαία αναμέτρηση καθόρισε όλη την πορεία του πολέμου.
Χωρίς τη μακρόχρονη εμπλοκή του κύριου όγκου του γερμανικού στρατού στη Ρωσία, οι
δυτικοί Σύμμαχοι δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην ηπειρωτική Ευρώπη, ακόμη κιαν -κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο- η Βρετανία συνέχιζε να αμύνεται αποτελεσματικά.




Η ρωσική ήττα θα είχε ως επακόλουθο είτε έναν πόλεμο που θα κρατούσε δεκαετίες είτε
μιαν εύθραυστη ειρήνη βασισμένη σε μια προσωρινή διχοτόμηση του κόσμου.

Τo 1940, βοηθούμενοι από θαλάσσης, οι Βρετανοί έδωσαν τη δυνατότητα να ανασυσταθεί το δυτικό
άκρο ενός διμέτωπου πολέμου. Το 1941, το 1942 και το 1943, η Σοβιετική Ένωση κράτησε 
το ανατολικό άκρο αντιμέτωπη με τον κύριο όγκο της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος και δεξιοτεχνίας, η οποία στάθηκε αδύνατο να αξιοποιηθεί κατά της Βρετανίας λόγω του
Στενού της Μάγχης. Στα χρόνια αυτά, στο ανατολικό μέτωπο δόθηκαν οι αποφασιστικές εκείνες μάχες του πολέμου, που καθόρισαν τον χαρακτήρα του αλλά και τις συνέπειές του.
Δεν είναι περίεργο το ότι στην αγγλοαμερικανική πολιτική και στρατηγική κυριαρχούσε η
ανάγκη να κρατηθεί η Ρωσία στον πόλεμο: μόνο έτσι θα μπορούσαν να νικηθούν οι
Γερμανοί στο εγγύς μέλλον.

Το 1941, λίγα μπορούσε να κάνει η Δύση για να αποσπάσει την προσοχή των Γερμανών από
το ρωσικό μέτωπο. Τον Ιούνιο του 1941, όλες οι γερμανικές θωρακισμένες μεραρχίες, οι μηχανοκίνητες μεραρχίες πεζικού, οι μεραρχίες Βάφφεν Ες-Ες και οι καλύτερες μεραρχίες πεζικού βρίσκονταν στο ρωσικό μέτωπο, εκτός από τις 2 μεραρχίες πάντσερ στην Αφρική.

Οι άλλες 54 μεραρχίες εκτός Ρωσίας δεν ήταν μονάδες ταχείας ανάπτυξης ή μονάδες
άριστης ποιότητας· και εκτός από τις 2 μεραρχίες του Ρόμμελ στην Αφρική, οι 150
μεραρχίες στα ανατολικά περιελάμβαναν τους πλέον αποτελεσματικούς σχηματισμούς.

Το καλοκαίρι του 1942, οι Βρετανοί κράτησαν 9 γερμανικές μονάδες μακριά από το ανατολικό μέτωπο: η μηχανοκίνητη 90ή Ελαφρά Μεραρχία είχε μεταβεί στην Αφρική και 3 μεραρχίες πάντσερ (και 5 μεραρχίες πεζικού) στάλθησαν στη δύση από το ανατολικό μέτωπο, μεταξύ
Απριλίου και Ιουνίου 1942· τον Ιούλιο ακολούθησαν 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες πεζικού των Ες-Ες. 

Ωστόσο, μόνο μία από αυτές τις ευέλικτες μεραρχίες παρέμεινε στη δύση μετά
την κρίση που προκάλεσε η περικύκλωση του Στάλινγκραντ από τους Ρώσους: η 10η
Μεραρχία Πάντσερ, η οποία είχε σταλεί στη βόρεια Αφρική μετά τις αγγλοαμερικανικές
αποβάσεις τον Νοέμβριο του 1942. Η μηχανοκίνητη μεραρχία "Χέρμαν Γκέρινγκ" στάλθηκε επίσης στην Τυνησία (τυπικά, επρόκειτο για μια μονάδα της αεροπορίας, εξ ου και το όνομα).

Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης στη νότια Ρωσία τον χειμώνα του 1942/43, αν
και ο Χίτλερ ήταν σε θέση να στείλει μερικές ενισχύσεις στην ανατολή, οι Βρετανοί και οι
Αμερικανοί δέσμευαν αποτελεσματικά 5 πρώτης τάξεως γερμανικές μεραρχίες ταχείας ανάπτυξης -τη 10η, τη 15η και την 21η μεραρχίες πάντσερ μαζί με τις μηχανοκίνητες
"Χέρμαν Γκέρινγκ" και 90ή Ελαφρά Μεραρχία, και άλλους, μικρότερους και ευέλικτους
σχηματισμούς. Οι δυτικοί Σύμμαχοι κρατούσαν απασχολημένο ένα σχετικά μικρό αριθμό
γερμανικών στρατευμάτων, μεγάλης, ωστόσο, μαχητικής ικανότητας, των οποίων η
απόσυρση από το ανατολικό μέτωπο βοήθησε σημαντικά τον Κόκκινο Στρατό. Η Βόρεια
Αφρική αποτέλεσε, λοιπόν, ένα αυθεντικό «δεύτερο μέτωπο».




Άλλη μια συμβολή σ τις δυσχέρειες τ ων Γερμανών στη Ρωσία ή ταν η απασχόληση
μεταγωγικών αεροσκαφών για τη μεταφορά ανδρών και εφοδίων στη Βόρεια Αφρική, λόγω
βύθισης των γερμανικών πλοίων από τους Βρετανούς στη Μεσόγειο. Επίσης, τα συμμαχικά εφόδια προς τη Ρωσία, τα οποία συχνά απέπλεαν με μόνιμο αντίπαλο τις αρκτικές καιρικές
συνθήκες, έπαιξαν σημαντικό ρόλο το 1942. Πριν από τον Ιούλιο του 1942, Βρετανοί και Αμερικανοί είχαν στείλει πάνω από 2.500 αεροπλάνα και 3.500 άρματα μάχης, καθώς και
άλλα εφόδια, όπως τα 608.000 χιλιόμετρα τηλεφωνικού καλωδίου.

Όπως και να 'χει όμως, ο κύριος όγκος του γερμανικού στρατού βρισκόταν στο ρωσικό
μέτωπο και αναχαιτίστηκε από τον Κόκκινο Στρατό. Τον Δεκέμβριο του 1941, πολυάριθμες
σοβιετικές μεραρχίες -στην πλειονότητά τους ελλιπώς επανδρωμένες και εξοπλισμένες, με
ελλιπή μεταφορικά μέσα, πολλές από τις οποίες ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένες και συχνά
υπό την διοίκηση ανεπαρκών αξιωματικών, ανίκανων για ελιγμούς πιο σύνθετους από τις
μαζικές και μετωπικές επιθέσεις του πεζικού- τώρα εξαπέλυαν επίθεση κατά της
γερμανικής Ομάδας Στρατιών Κέντρου, μετά την αποτυχία της τελευταίας να κυριέψει την
Μόσχα, έχοντας φτάσει στο τέλος μιας υπερβολικά εκτεταμένης γραμμής επικοινωνιών, με
ελλείψεις σε εφόδια, συχνά με ακατάλληλο ιματισμό και εξίσου ακατάλληλα καταφύγια.

Οι στρατιωτικές ιδιοφυΐες, Στάλιν και Χίτλερ, ανέλαβαν τα ηνία του πολέμου. Ο Στάλιν,
υπερβάλλοντας κατά πολύ στις εκτιμήσεις του για την εξασθένιση των Γερμανών, επέμενε
για μια μεγάλη επίθέση σε ευρύ μέτωπο. Ο Χίτλερ απέρριπτε λογικές προτάσεις για
σύμπτυξη των γερμανικών στρατευμάτων σε χειμερινούς καταυλισμούς.
Παρά τις απώλειες του 1941, ο Κόκκινος Στρατός υπερτερούσε αριθμητικά - διέθετε ίσως και 4 εκατομμύρια άνδρες στα πεδία μαχών έναντι σχεδόν 3 εκατομμυρίων Γερμανών αλλά σε πυροβόλα και άρματα μάχης οι Γερμανοί ήταν ανώτεροι, τόσο σε αριθμό όσο και σε ποιότητα υλικού.

Η σοβιετική αντεπίθεση ήταν καλά συγχρονισμένη και εξασφάλισε άμεση επιτυχία. Ο Ζούκοφ, επικεφαλής του «δυτικού μετώπου» -της σοβιετικής ομάδας στρατιών
που βρισκόταν μπροστά στη Μόσχα- ήθελε να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα,
ιδιαίτερα τα μεταφορικά, για να επικεντρωθούν κατά της εξέχουσας που είχε δημιουργηθεί
από τη γερμανική προέλαση προς τη Μόσχα.

Ο Μπράουχιτς, Αρχιστράτηγος του γερμανικού στρατού, ήθελε να συμπτύξει την Ομάδα Στρατιών Κέντρου, και να ξεκουράσει τα κατάκοπα στρατεύματα, μειώνοντας το εύρος του μετώπου. Ο Χίτλερ -φοβούμενος ίσως ότι η υποχώρηση θα εξελισσόταν σε άτακτη φυγή, και επειδή πάντα τον δυσαρεστούσε το ενδεχόμενο να καμφθεί το ηθικό των Γερμανών πολιτών εξαιτίας οποιασδήποτε υποχώρησης- απαγόρευσε μια τέτοια σύμπτυξη.  Μέσα στον Ιανουάριο του 1942, προελαύνουσες ρωσικές δυνάμεις απείλησαν να περικυκλώσουν δύο γερμανικές στρατιές. Ο Ζούκοφ
ισχυρίζεται ότι ο Στάλιν επέβαλε το σχέδιό του για μια γενική επίθεση, παρά τις
διαμαρτυρίες του, στις 5 Ιανουαρίου 1942· δύο εβδομάδες αργότερα, ο Στάλιν αφαίρεσε 2
στρατιές από τον Ζούκοφ και τις έδωσε στην Ανώτατη Διοίκηση Εφεδρειών για να ενισχύσει
άλλες επιθέσεις.

Η ρωσική χειμερινή επίθεση στις αρχές του 1942 ανάγκασε τους Γερμανούς να
συμπτυχθούν· πουθενά όμως δεν σημειώθηκε κάποια συντριπτική νίκη - αυτό έμελλε να
γίνει ένα χρόνο αργότερα. Για την ώρα οι ρωσικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετά ισχυρές σε
άρματα μάχης ή σε μεταφορικά μέσα ώστε να διεξάγουν πόλεμο ελιγμών μεγάλης
κλίμακας. Οι γερμανικές απώλειες στη διάρκεια της χειμερινής επίθεσης ήταν μικρότερες
από τις ρωσικές· οι Γερμανοί υπέφεραν περισσότερο από ασθένειες και κρυοπαγήματα (οι γερμανικές απώλειες σε μάχες έφτασαν τους 100.000 νεκρούς και 265.000 τραυματίες· ενώ
οι απώλειες λόγω ασθενειών έφτασαν τις 500.000 περίπου).




Την άνοιξη, η λάσπη εμπόδιζε τη μετακίνηση και των δύο πλευρών· τους Γερμανούς
ευνοούσε η θερινή περίοδος, οπότε οι επικοινωνίες τους λειτουργούσαν άριστα και η
ανωτερότητά τους αναδεικνυόταν πλήρως. Σκοπός του Χίτλερ ήταν μια αποφασιστική
εκστρατεία μέσα στο 1942. H Ομάδα Στρατιών Νότου, ανακτώντας την πλήρη ισχύ της, θα
περικύκλωνε και θα συνέτριβε τους Ρώσους δυτικά του ποταμού Ντον, και στη συνέχεια θα
κατακτούσε την κυριότερη προπολεμική βιομηχανική περιοχή της Σοβιετικής Ένωσης.
Κατόπιν θα κυριευόταν το Στάλινγκραντ, ώστε να αποκοπεί η οδός ανεφοδιασμού του
Βόλγα αλλά και να προστατευθεί το πλευρό μιας γερμανικής προέλασης για την κατάληψη
του Καυκάσου και των ρωσικών πετρελαιοπηγών. Η 4η και η 1η στρατιά τεθωρακισμένων θα αποτελούσαν την ευέλικτη αιχμή του δόρατος. Προτού αρχίσει η κύρια επίθεση, θα εκκαθαριζόταν η Κριμαία, όπως επίσης και μία σοβιετική εξέχουσα στο Ίζιουμ επί του ποταμού Ντονέτς, που είχε απομείνει εκεί μετά την ρωσική χειμερινή επίθεση. Ο Μάνσταϊν, επικεφαλής της γερμανικής 11ης Στρατιάς, καθοδήγησε με επιτυχία τις δύσκολες επιχειρήσεις στην Κριμαία και προκάλεσε στους Ρώσους απώλειες 250.000 ανδρών· η εξέχουσα του Ίζιουμ αποκόπηκε και άλλοι 250.000 Ρώσοι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.

Η συνεχιζόμενη άρνηση του Στάλιν να επιτρέψει έγκαιρες υποχωρήσεις, συνέβαλε στις γερμανικές επιτυχίες. Ωστόσο, η παιδεία του ως στρατιωτικού σημείωσε πρόοδο ύστερα από αυτά τα γεγονότα, κι έτσι έπαψαν να καταφθάνουν διαταγές από το Ανώτατο Αρχηγείο, να κρατούνται οι θέσεις πάση θυσία.

Ο Κόκκινος Στρατός είχε το ελεύθερο να παραχωρεί έδαφος για να κερδίζει
χρόνο. Με τις υποχωρήσεις θα αποφεύγονταν οι περικυκλώσεις. Όπως ήταν επόμενο, στη
θερινή επίθεση οι Γερμανοί κατέλαβαν τεράστιες περιοχές αλλά, συγκριτικά, κατέστρεψαν πολύ λίγες σοβιετικές μονάδες. Οι Ρώσοι ανασυγκρότησαν αργά τις δυνάμεις τους και ενίσχυσαν τις απειλούμενες περιοχές· και οι γερμανικές στρατιές απλώθηκαν τόσο ώστε να καταστεί εφικτή μια αντεπίθεση.

Η κύρια γερμανική επίθεση άρχισε στις 28 Ιουνίου στο βόρειο άκρο της Ομάδας Στρατιών
Νότου, με διπλή περικύκλωση και κατάληψη της πόλης Βορόνιεζ, στις 6 Ιουλίου. Μόνο
30.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι, μια που οι ρωσικές δυνάμεις πρόλαβαν να περάσουν στην
αντίπερα όχθη του Ντον. Στις επόμενες 6 εβδομάδες, μεγάλο μέρος της περιοχής δυτικά
του Ντον καταλήφθηκε με μια σειρά γρήγορων κυκλωτικών κινήσεων. Πάλι, μόνο 50.000
πιάστηκαν αιχμάλωτοι, καθώς υποχωρούσε ο κύριος όγκος των ρωσικών στρατιών. Παρ'
όλο που ο Στάλιν είχε εκδώσει εντολή μη υποχώρησης που ανακοινώθηκε στα στρατεύματα στα τέλη Ιουλίου, οι οπισθοχωρήσεις δεν ήσαν πλέον απολύτως απαγορευμένες όπως το 1941. Ο Χίτλερ μείωσε την αποτελεσματικότητα της επίθεσης ξεκινώντας να κινείται νότια
προς τον Καύκασο προτού ακόμη διασφαλιστούν οι αντικειμενικοί στόχοι στην περιοχή του Ντον. Η Ομάδα Στρατιών Νότου διασπάστηκε σε δύο ομάδες στρατιών: την "Α" που θα κυρίευε τον Καύκασο, και την "Β" που θα εκκαθάριζε την καμπή του Ντον και θα
προχωρούσε προς το Στάλινγκραντ. Στα τέλη Ιουλίου λοιπόν υπήρχαν δύο χωριστές
γραμμές επίθεσης, η καθεμία με δύο γερμανικές στρατιές. Τον Αύγουστο, η Ομάδα
Στρατιών Α προωθήθηκε περίπου 480 χιλιόμετρα μέσα στην περιοχή του Καυκάσου, και η Ομάδα Σ τρατιών Β κ ινήθηκε π ρος τ ον Βόλγα κ αι τ ο ί διο τ ο Στάλινγκραντ, μ ια πόλη π ου απλωνόταν κατά μήκος της δυτικής όχθης του ποταμού. Στην φάση αυτή ο ι γερμανικές δυνάμεις φάνηκαν να θριαμβεύουν. Πολλοί Βρετανοί και Αμερικανοί παρατηρητές πίστεψαν ότι η Σοβιετική Ένωση ίσως αναγκαζόταν να διαπραγματευτεί ή ακόμη και να
παραδοθεί.



Τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, η γερμανική προέλαση άγγιξε τα όριά της. Από τους τρεις
αντικειμενικούς στόχους της γερμανικής επίθεσης, μόνο ένας είχε επιτευχθεί - κι αυτός
προσωρινά: το Στάλινγκραντ είχε τεθεί εκτός δράσης ως βιομηχανικό και επικοινωνιακό
κέντρο, και η κυκλοφορία στον ποταμό Βόλγα είχε διακοπεί. Αλλά οι πετρελαιοφόρες
περιοχές του Καυκάσου δεν είχαν καταληφθεί, ούτε είχαν διασφαλιστεί τα νεοαποκτηθέντα
εδάφη. Οι θεαματικές προελάσεις απέκρυπταν τις αυξανόμενες αδυναμίες. Η εκτεταμένη
γραμμή επικοινωνιών που ξεκινούσε από τη μία και μοναδική σιδηροδρομική γέφυρα του
Δνείπερου, δεν αρκούσε για την απρόσκοπτη στήριξη της προέλασης και για τη διατήρηση
της ισχύος των προωθημένων κλιμακίων. Η Ομάδα Στρατιών Α (της οποίας την διοίκηση
είχε αναλάβει ο Χίτλερ και την ασκούσε από το μακρινό προσωπικό του αρχηγείο) και η
Ομάδα Στρατιών Β δεν αλληλοϋποστηρίζονταν πλέον.

Η σοβιετική Ανώτατη Διοίκηση συγκέντρωνε ολοένα και περισσότερες δυνάμεις στο
Στάλινγκραντ, ενάντια στην γερμανική 6η Στρατιά και την 4η Στρατιά Πάντσερ. Επί τρεις
μήνες σχεδόν, οι μάχες στην πόλη ήταν συνεχείς και θηριώδεις. Στις οδομαχίες οι Γερμανοί
έχασαν το πλεονέκτημα της ανώτερης οργάνωσης και τακτικής. Αργά και βασανιστικά, η γερμανική 6η Στρατιά επιχειρούσε να εκκαθαρίσει την πόλη, δρόμο με δρόμο, σπίτι με
σπίτι.

Δυτικά του Στάλινγκραντ εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος η πλευρά των δυνάμεων του Άξονα, την οποία φρουρούσαν ιταλικά και ρουμανικά στρατεύματα. Ο Χίτλερ ήξερε από την αρχή ότι ήταν ανάγκη να φρουρηθεί αυτή η πλευρά. Στην αρχική του διαταγή, τον Απρίλιο του1942, παρατηρούσε ότι το μέτωπο του Ντον θα επεκτεινόταν ολοένα και περισσότερο.

Έπρεπε λοιπόν να προετοιμαστούν αμυντικές θέσεις, και οι σύμμαχοι που τις κρατούσαν
έπρεπε να ενισχυθούν από γερμανικές εφεδρικές μεραρχίες. Όμως οι μεραρχίες αυτές
συμμετείχαν στη μάχη του Στάλινγκραντ. Και ενώ ήταν φανεροί οι κίνδυνοι που
εγκυμονούσε η α δύναμη εξέχουσα της καμπής τ ου Ντον, ο Χίτλερ σ υνέχιζε να αρνείται
οποιαδήποτε στρατηγική οπισθοχώρηση, επιμένοντας ότι τα εδάφη που είχαν καταληφθεί
το 1942, μαζί και το Στάλινγκραντ, έπρεπε να κρατηθούν ως γραμμή αφετηρίας για την
εκστρατεία του 1943. Στα μέσα του Νοεμβρίου, η μια πλευρά της γερμανικής εξέχουσας,
κορυφή της οποίας ήταν το Στάλινγκραντ, προστατευόταν από μια ρουμανική στρατιά, με
το -φοβερό μόνο κατ' όνομα- «480 Σώμα Πάντσερ» σε εφεδρεία, αποτελούμενο από μια
ρουμανική θωρακισμένη μεραρχία (με παρωχημένα τσέχικα άρματα) και τη γερμανική 22η Μεραρχία Πάντσερ. η οποία ήταν ελλιπώς επανδρωμένη και βρισκόταν σε φάση
επανεξοπλισμού.

Στις 19 Νοεμβρίου, μετά από παρατεταμένο μπαράζ πυροβολικού, οι Ρώσοι επιτέθηκαν
ρίχνοντας στη μάχη την 5η Θωρακισμένη Στρατιά (με 300 άρματα μάχης, από τα οποία τα
περισσότερα ήσαν Τ-34, αντίστοιχα των οποίων δεν διέθεταν οι Ρουμάνοι) και την 1η
Στρατιά Φρουράς.

Την άλλη πλευρά της εξέχουσας φρουρούσαν η ρουμανική 4η Στρατιά και η γερμανική 4η
Στρατιά Πάντσερ. Η τελευταία είχε χάσει τα μηχανοκίνητα στοιχεία της, τα οποία είχαν
αποσπαστεί και συμμετείχαν στις μάχες γύρω από το ίδιο το Στάλινγκραντ. Υπό τις διαταγές
του Στρατηγού Χοθ είχαν απομείνει μόνο 2 ρουμανικές και 2 γερμανικές μεραρχίες πεζικού.
Εναντίον αυτών των δυνάμεων επιτέθηκαν, στις 20 Νοεμβρίου, η 51η και η 57η σοβιετική
στρατιά. Η πρώτη περιλάμβανε το 40 Μηχανοκίνητο Σώμα, με 20.000 άνδρες, 2.000
καμιόνια και 220 άρματα μάχης. Στις 23 Νοεμβρίου, κάποιες από τις μονάδες της
συναντήθηκαν με προωθημένες μονάδες της σοβιετικής 5ης Θωρακισμένης Στρατιάς,
αποκόπτοντας περισσότερους από 200.000 Γερμανούς στο Στάλινγκραντ.

Ο Χίτλερ απέρριψε την ιδέα μιας άμεσης προσπάθειας να σπάσει ο κλοιός που περιέσφιγγε
την παγιδευμένη 6η Στρατιά. Προτίμησε τον από αέρος ανεφοδιασμό της, για να αντέξει
μέχρις ότου φτάσει βοήθεια απ' έξω. Όμως τα εφόδια που μπορούσαν να μεταφερθούν
από αέρος αποδείχτηκαν ανεπαρκή, και οι δυνάμεις που συγκέντρωσε ο Μάνσταϊν για να
απεγκλωβίσουν τον Στρατηγό Πάουλους στο Στάλινγκραντ δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν
αρκετά.

Από τους 100.000 Γερμανούς που αιχμαλωτίστηκαν, ελάχιστοι επέστρεψαν στη Γερμανία.
Όσο οι μάχες μαίνονταν στο Στάλινγκραντ, η εκεί αντίσταση βοήθησε στη σωτηρία της
γερμανικής στρατιάς στον Καύκασο από το να αποκοπεί κατά την οπισθοχώρησή της από
μια ρωσική επίθεση σ το Ροστόβ· α κόμη κ ι έ τσι όμως ο ι Γερμανοί α ναγκάστηκαν ν α
εγκαταλείψουν αυτή την ύστατη προσπάθεια κατάληψης των ρωσικών πετρελαιοπηγών.
Με ενισχύσεις που κατέφθασαν εσπευσμένα από τη δύση, ο Μάνσταϊν μπόρεσε με τη
σειρά τ ου ν α α πειλήσει τις ρωσικές επικοινωνίες και -επιτιθέμενος υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες- να ανασυγκροτήσει μια γραμμή στη νότια Ρωσία, κοντά σε εκείνη που υπήρχε στις αρχές του 1942. Επρόκειτο να εξαπολυθεί μία ακόμη μεγαλύτερη γερμανική επίθεση, αλλά η γερμανική εισβολή στη Ρωσία είχε εξαντλήσει τα όριά της εκείνο το φθινόπωρο του
1942: Ο Στάλιν και η Σοβιετική Ένωση θα επιβίωναν. Τη χρονιά εκείνη, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε πει ότι η Γερμανία δεν θα κέρδιζε τον πόλεμο, αν ο γερμανικός στρατός δεν κρατούσε τον
Καύκασο και τη λεκάνη του Ντονέτς - και ακριβώς σ' αυτό είχε μόλις αποτύχει.

Πώς αναχαιτίστηκαν τελικά οι Γερμανοί;

Οπωσδήποτε όχι χάρη στην αριθμητική υπεροχή του Κόκκινου Στρατού. Αυτό που μέτρησε πάνω απ' όλα ήταν οι καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες δυνάμεις. Το καλοκαίρι του
1942, οι γερμανικές χερσαίες δυνάμεις στην ανατολή αριθμούσαν 2.600.000 άνδρες. Ο
Κόκκινος Στρατός αντιπαρέταξε στα πεδία μαχών 3.000.000, ίσως και 3.500.000. Πολύ
σημαντικότερη, ωστόσο, υπήρξε η βελτίωση της ποιότητας και του εξοπλισμού των Ρώσων
στρατιωτών. Από τα τέλη του 1941, δόθηκε προτεραιότητα σε εξοπλισμό και ανθρώπινο
δυναμικό στις επίλεκτες μονάδες "Φρουρών". Επιπλέον -και ί σως α υτό α ποτέλεσε τ ην
μεγαλύτερη απογοήτευση των Γερμανών- η απώλεια ενός πολύ μεγάλου μέρους
βιομηχανικών περιοχών της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, μόνο προσωρινά ανέκοψε την ρωσική
πολεμική παραγωγή. Μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 1942, κατασκευάστηκαν σχεδόν
διπλάσια άρματα μάχης Τ-34 σε σύγκριση με το πρώτο: 8.100 έναντι 4.400. Άλλος μεγάλος
παράγοντας ήταν η ανεπάρκεια των γερμανικών γραμμών επικοινωνίας. Στη ρωσική
πλευρά, οι καλύτερες παράπλευρες επικοινωνίες επέτρεψαν στον ρωσικό στρατό να
ενισχύσει ευκολότερα κρίσιμους τομείς αντλώντας δυνάμεις από άλλους. Η βελτίωση της
οργάνωσης, επίσης, έκανε τους Ρώσους πιο ευέλικτους - αν και υπήρξαν στιγμές όπου οι
υποχωρήσεις τους μετατράπηκαν σε άτακτη φυγή. Οι δυτικοί Σύμμαχοι άρχισαν να
συνεισφέρουν εφοδιάζοντας τους Ρώσους με φορτηγά οχήματα: μέχρι τον Ιούλιο του 1942,
οι ΗΠΑ έστειλαν στη Ρωσία πάνω από 35.000 καμιόνια και 6.000 τζιπ. Από τον Ιούλιο ως τον
Οκτώβριο του 1942 οι Γερμανοί στο νότιο μέτωπο έχασαν τουλάχιστον 150.000 άνδρες,
τους οποίους δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις αυξάνονταν.
Στον τομέα του Στάλινγκραντ, τον Ιούλιο του 1942 Γερμανοί και Ρώσοι ήσαν σχεδόν
ισάριθμοι - ενώ τον Νοέμβριο οι Ρώσοι ήταν τουλάχιστον τριπλάσιοι από τους Γερμανούς,
που ως ισχνό αντιστάθμισμα είχαν στο πλευρό τους Ρουμάνους, Ούγγρους και Ιταλούς, και
μετά την παράδοση των Γερμανών στο Στάλινγκραντ, η Ομάδα Στρατιών του Μάνσταϊν
υπολειπόταν ακόμη περισσότερο.




Μετά το Στάλινγκραντ, η ισορροπία δυνάμεων στο ανατολικό μέτωπο απέκλειε μια τρίτη
απόπειρα μεγάλης γερμανικής επίθεσης που θα εξασφάλιζε μια για πάντα τη νίκη. Η
Γερμανία στηριζόταν στη στρατηγική άμυνα, και από τώρα και στο εξής η μόνη ελπίδα του
Χίτλερ ήταν να διασπάσει τους Συμμάχους. Για να το πετύχει, προσπάθησε να καταδείξει
ότι η καταστροφή τ ων Γερμανών εισβολέων θα απαιτούσε απίστευτες θυσίες και ότι ο
Στάλιν θα έπρεπε να επιδιώξει κάποιον συμβιβασμό. Στη συνέχεια, ο Χίτλερ θα μπορούσε γι' άλλη μια φορά να στρέψει την ανατολή κατά της δύσης.

Πηγή: Alastair Parker "Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος The Second World War"

Ανδρομάχη του Ευριπίδη. Αρχαίο Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Απόψε το βράδυ θα συνεχίσουμε τα καλοκαιρινά ραντεβού με το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα και θα σας παρουσιάσω την τραγωδία του Ευριπίδη "Ανδρομάχη".




Πληροφορίες για το έργο.


  Το δράμα διδάχθηκε τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (δεκαετία 430-420 πΧ.), και πιο συγκεκριμένα πιθανότερα μεταξύ 430 και 425 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Αρχιδάμειου πολέμου (Ά φάση του Πελοποννησιακού πολέμου). Το έργο θα γειτνιάσει χρονικά με την "Εκάβη"

 

  Για τις ανάγκες του έργου θα συνενωθούν δύο μύθοι, ο μύθος του "Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης" και ο μύθος της "Ανδρομάχης".

Ο Ευριπίδης θα αντλήσει από διαφορετικά στοιχεία της παράδοσης το υλικό του, θα δημιουργήσει έτσι το εν προκειμένω ανταγωνιστικό πλέγμα μέσω τριών εκπροσώπων από τρεις διαφορετικές περιοχές (Τροία, Φθία και Σπάρτη). 

 

  Η διάρθρωση του έργου θα πραγματοποιηθεί μέσα από δύο άνισα μέρη (πράγμα που δε συνηθίζεται στα αρχαία δράματα). Η αναντιστοιχία αυτή θα τονιστεί αρκετές φορές (δικαιολογημένα) και θα προκαλέσει αρκετά ερωτηματικά, ως προς τη γνησιότητα του έργου. Επιπρόσθετα αρκετά ερωτηματικά θα προκαλέσει και η καλλιτεχνική αξία του έργου.

 

  Η ηρωίδα του έργου (η σύζυγος του Έκτορα, Ανδρομάχη), θα γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου και της αιχμαλωσίας μετά τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Την κατάργηση δηλαδή της αξιοπρέπειας (αξιοπρέπεια που μόνο η ελευθερία καθορίζει), μέσω της σκλαβιάς της. Και για το λόγο αυτό δε θα διστάσει να κατονομάσει και να καταραστεί τους υπαίτιους για την κατάντια της σε πολλά σημεία του έργου.

 

  Ολόκληρο το έργο θα έχει ένα εχθρικό τόνο για την πόλη της Σπάρτης, οι επιθέσεις εναντίον της Σπάρτης είχαν κορυφωθεί σε όλους τους τομείς, σε μία περίοδο που η Αθήνα αγωνίζονταν για τη σωτηρία της. Ο Αθηναίος ποιητής θα καυτηριάσει στο συγκεκριμένο έργο το δόλο, την ατιμία και την πανουργία των Λακεδαιμόνιων. Η θέαση όμως του έργου όμως από  αντισπαρτιατική πλευρά και μόνο το αδικεί, καθώς όπως θα δούμε παρακάτω υπάρχουν και άλλες προεκτάσεις.

 

  Ο Χορός αποτελείται από δεκαπέντε Φθιώτισσες γυναίκες και συμπαραστέκεται συνεχώς στην Ανδρομάχη.




Η Ανδρομάχη θρηνεί επάνω από το πτώμα του Έκτορα.

Η εξέλιξη του έργου.

 

  Η σύζυγος του πρίγκιπα Έκτορα, η Ανδρομάχη, έχει δοθεί ως λάφυρο στον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο, μετά την Άλωση της Τροίας. Με το Νεοπτόλεμο η Ανδρομάχη γέννησε ένα αγόρι, ταυτόχρονα όμως ο Φθιώτης έχει παντρευτεί και την κόρη του Μενέλαου Ερμιόνη, η οποία είναι στείρα.

 

  Στον πρόλογο του έργου η Ανδρομάχη μιλά για την μοίρα της, που την έφερε μετά την πτώση της Τροίας στην εξουσία του Νεοπτόλεμου. Η Ανδρομάχη ζει στο Θετίδειο, παλάτι, στο οποίο κατοικούσε κάποτε η Θέτιδα (η μητέρα του Αχιλλέα) με τον Πηλέα. Από την αρχή του έργου, οι αναφορές του Ευριπίδη στη Θέτιδα έχουν σκοπό να προετοιμάσουν την παρουσία της ως από μηχανής Θεά.

 

  Ο Βασιλιάς Νεοπτόλεμος έχει αφήσει τον παππού του Πηλέα στην εξουσία της πόλης κατά τη μετάβαση του στους Δελφούς, προκειμένου, να ζητήσει συγχώρεση από τον Απόλλωνα, επειδή τόλμησε να απαιτήσει από το θεό μεταμέλεια για το θάνατο του Αχιλλέα.

 

  Η Ερμιόνη μαζί με τον πατέρα της Μενέλαο, σχεδιάζει να σκοτώσει την Ανδρομάχη (ο Μενέλαος έχει καταφτάσει στη Τροία για το σκοπό αυτό). Η νόμιμη γυναίκα του Νεοπτόλεμου πιστεύει ότι ήρθε η ώρα να παραγκωνίσει οριστικά την παλλακίδα με το παιδί της, γι’ αυτό και έχει καλέσει τον πατέρα της ώστε να τη βοηθήσει. Αντιλαμβανόμενη τους κινδύνους που τη διατρέχουν, η Ανδρομάχη καταφεύγει στο ιερό της Θέτιδας στη Φάρη, κρύβει το παιδί της και ζητάει καταφύγιο (η καταφυγή του βασικού ήρωα στο ιερό αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στον Ευριπίδη), την ώρα που ο Μενέλαος είναι κοντά στο να χρησιμοποιήσει τα σκοτεινά του σχέδια.

 Μόνη της η Ανδρομάχη στο βωμό, ξεσπά σε θρήνο για τα όσα της έχουν συμβεί.

 Σπάνια συναντούμε άλλο έργο του Ευριπίδη στο οποίο ο ποιητής εκθέτει τόσα πολλά στον πρόλογο του…




Ανδρομάχη και Έκτορας

  Ο Χορός των γυναικών από τη Φθία, εισέρχεται στη σκηνή στην πρώτη πάροδο, και εκφράζει τη συμπάθεια του για την ξένη, απαρτίζεται όπως προαναφέρθηκε από γυναίκες της περιοχής. Οι γυναίκες είναι φοβισμένες και προτείνουν στη Ανδρομάχη να αφήσει τον τόπο ικεσίας της, καθώς η κατάσταση της είναι απελπιστική. Έχει προηγηθεί η άφιξη μίας θεραπαινίδας, πιστής στην Ανδρομάχη ( καταγόμενη από την Τροία) που της φέρνει την κακή είδηση ότι ο Μενέλαος βγήκε από το σπίτι για να πάρει το παιδί της από την κρυψώνα του. Η Ανδρομάχη πείθει τη δούλα να φύγει και να πάει στον Πηλέα για να ζητήσει βοήθεια. Η δούλα θα το κάνει ξεπερνώντας τους φόβους της καθώς το κλίμα τρομοκρατίας που έχει απωθεί από την Ερμιόνη και το Μενέλαο έχει νεκρώσει τα πάντα.

 

  Η Ερμιόνη εισέρχεται στη σκηνή χωρίς αγγελία, αμέσως ξεκινά ο αγώνας λόγου με την Ανδρομάχη. Στο μακροσκελή της λόγο η Ερμιόνη παρουσιάζεται ως ένα φιλάρεσκο γύναιο, που φουσκώνει από περηφάνια για τα σπαρτιατικά της κοσμήματα. Η Ερμιόνη κατηγορεί την Ανδρομάχη με ωμό τρόπο, ότι με τα μάγια της έκανε τον άντρα της να τη μισήσει (την κατηγορεί άδικα ότι με τα μάγια που της έκανε δεν μπορεί να κάνει παιδί). Στη συνέχεια με ελάχιστη λογική επιχειρηματολογία την απειλεί με θάνατο, λέγοντας την πως μόνο η ταπείνωση και η υποταγή θα μπορούσαν να τη σώσουν,. Την εξευτελίζει ακόμη περισσότερο κατηγορώντας την ότι κοιμάται με τον άνθρωπο που σκότωσε τον άντρα της (χαρακτηριστικό των βαρβάρων). 

 

  Στο λόγο της Ερμιόνης η γυναικεία αντιζηλία θα αναδυθεί σε πλήρη ανάπτυξη.

 

  Η Ανδρομάχη απορρίπτει τις κατηγορίες της Ερμιόνης, λέγοντας της πως δεν έχει να ελπίσει πλέον κάτι μία αιχμάλωτη ξένη γυναίκα που έχασε το σπίτι της και άρχισε να γερνά, (η Ανδρομάχη με τη βία αναγκάστηκε να πλαγιάσει με το Νεοπτόλεμο και να κάνει παιδί, το αναφέρει ρητά στο στίχο 35). Της επισημαίνει ακόμη ότι δεν ήταν τα μαγικά βότανα που έκαναν τον άντρα της να την αποστραφεί, αλλά ο αλαζονικός της χαρακτήρας και η έλλειψη υποταγής, η Ανδρομάχη επικαλείται ακόμη την πολυγαμία των Θρακών και προβάλλει τον εαυτό της ως καλό παράδειγμα καθώς είχε προσφέρει το στήθος της και αυτή στα νόθα παιδιά του Έκτορα. Στο σημείο αυτό η επιχειρηματολογία της Ανδρομάχης προκαλεί ορισμένα ερωτηματικά, θα μπορούσε να αρκεστεί μόνο στο επιχείρημα ότι σύρθηκε στο κρεβάτι από το Νεοπτόλεμο με τη βία, πλην όμως χρησιμοποιεί ορισμένα σοφιστικού τύπου επιχειρήματα, που προκαλούν περίεργες εντυπώσεις για το πρόσωπο της προκειμένου να αντικρούσει την Ερμιόνη. Ένα είναι βέβαιο, ότι εδώ πράγματι παρουσιάζεται ως μία βάρβαρη γυναίκα από την Τροία, δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι σε έναν αγώνα λόγων στο αρχαίο δράμα κάθε επιχείρημα-όπλο είναι νόμιμο.

 

  Η κορυφαία του Χορού σ' αυτό το σημείο κάνει μία ανόητη παρέμβαση ζητώντας συμβιβασμό μεταξύ των δύο γυναικών.

 

  Η Ανδρομάχη εύχεται να είχε σκοτώσει τον Πάρη η μητέρα του (όπως ζητούσε η Κασσάνδρα), καθώς εξαιτίας του καταστράφηκε η Τροία. 

 

  Στη συνέχεια παρουσιάζεται αξιοθρήνητος στη σκηνή ο Μενέλαος, και ένας νέος αγώνας λόγων μεταξύ αυτού και της Ανδρομάχης θα ξεκινήσει.  Ο βασιλιάς της Σπάρτης της προτείνει ή να πεθάνει η ίδια ή να δει νεκρό το παιδί της έτσι ώστε να σωθεί. Η Ανδρομάχη του τονίζει ότι ο Νεοπτόλεμος σίγουρα εξαναγκάστηκε από το παλάτι να νυμφευθεί την Ερμιόνη, γιατί κανείς δε θα την έπαιρνε για σύζυγο του, υπονοώντας έτσι στειρότητας της. Ο Μενέλαος χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα της Ανδρομάχης "σμικρά", προβάλλει πάλι τις εναλλακτικές λύσεις Εσύ ή το Παιδί...

 

  Ο δεύτερος μεγάλος λόγος της Ανδρομάχης είναι διαφορετικός από τον πρώτο, τώρα εκλιπαρεί για τη ζωή της, ταυτόχρονα θρηνεί πάλι για την τωρινή και την παλιά της μοίρα και διαπιστώνοντας πόσο άσκοπη είναι η ικεσία της, παραδίδεται στο θάνατο εγκαταλείποντας το άσυλο για χάρη του παιδιού της. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο ο Μενέλαος παρουσιάζει την τελευταία πτυχή της κακοήθειας του, δίνοντας εντολή στους δορυφόρους του να την αλυσοδέσουν, λέγοντας κυνικά ότι "θα δει τι θα κάνει με το παιδί", αθετώντας έτσι τη συμφωνία του με την Ανδρομάχη. Η Ανδρομάχη ξεσπά αχαλίνωτα, λοιδορώντας αρχικά τη Σπάρτη, μετά γεμάτη περηφάνια και περιφρόνηση για τον εχθρό της περιμένει το θάνατο.





  Ο Χορός στο δεύτερο στάσιμο διαπιστώνει ότι ένας διπλός γάμος, μία διπλή εξουσία ή μία διπλή διακυβέρνηση σε ένα πλοίο δεν ωφελεί ποτέ...

  Στο τρίτο επεισόδιο οι δορυφόροι φέρνουν αλυσοδεμένη την Ανδρομάχη με το παιδί, καμία διέξοδος δε φαίνεται δυνατή γι αυτήν ώσπου έρχεται ο Πηλέας με ένα υπηρέτη και ξεκινά αγώνα λόγων με το Μενέλαο. Ο Πηλέας έχει μάθει από την υπηρέτρια για τη μοίρα της αιχμάλωτης και απειλώντας διατάζει να της λύσουν τα δεσμά άμεσα. Ο Μενέλαος με ψευτοεπιχειρήματα προσπαθεί να αντιδράσει στην εντολή. Τότε ο Μενέλαος εξαπολύει ένα μακρύ υβρεολόγιο, για το γόητα και δειλό Μενέλαο, τον πρωταίτιο της ανυπολόγιστης συμφοράς του Τρωικού πολέμου. Ο πατέρας του Αχιλλέα θα καυτηριάσει την ανηθικότητα των κοριτσιών της Σπάρτης στην ανατροφή τους (αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών αποτελεί η Ελένη). Ο Μενέλαος στα λόγια αυτά απαντά με έκφραση δουλικότητας, ότι καλά έκανε και δε σκότωσε την Ελένη. 

  Ο παππούς του Νεοπτόλεμου λοιπόν ξεμπροστιάζει το Μενέλαο, στολίζει τη Σπάρτη και μετά από μία λογομαχία τον αναγκάζει να φύγει. 

 Ο Πηλέας τώρα αρχίζει μία (με δημοκρατικό πνεύμα) επίθεση εναντίων της κακιάς συνήθειας να δρέπει ο αρχηγός μετά τη νίκη στη μάχη, τα κέρδη των πολλών, όπως συνηθίζονταν (προβάλλοντας έτσι το δημοκρατικό ιδεώδες της Αθήνας). Συνδέοντας έτσι με τον τρόπο αυτόν, στη σκέψη ολονών, τη Σπάρτη με τους Ατρείδες.

  Κατόπιν ο Πηλέας, παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια του, διώχνει από το σπίτι του το Μενέλαο και τη στείρα θυγατέρα του Ερμιόνη, ταυτόχρονα λύνει τα δεσμά της Ανδρομάχης σηκώνοντας την όρθια καθώς είχε καταρρεύσει.

  Βλέποντας όλα αυτά η κορυφαία του Χορού κατά περίεργο τρόπο κρίνει τον "απότομο τρόπο των γέρων".

  Στο τρίτο στάσιμο του Χορού γίνεται η καταδίκη της άνομης βίας, σαν αυτή που ήθελε να ακολουθήσει ο Μενέλαος.

Κάπου εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος...

  Η οργανική σχέση του δευτέρου με το πρώτο μέρος δεν μπορεί να γίνει απόλυτα πιστευτή... Η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους δίνει την εντύπωση μιας αυτοτελούς τραγωδίας.

  Στο ξεκίνημα του δευτέρου μέρους η Ερμιόνη τρέμει την ιδέα του γυρισμού του Νεοπτόλεμου, οι δούλες τις μετά βίας τη συγκρατούν να μην αυτοκτονήσει. Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Ορέστης που αν και εξάδελφος της την διεκδικούσε παλιότερα από το Νεοπτόλεμο.

  Ο Ορέστης δηλώνει στην κορυφαία του Χορού, αφού της αποκαλύπτει την ταυτότητα του, ότι στο δρόμο για την επίσκεψη του  στη Δωδώνη, την πρόθεση του να επισκεφτεί τη συγγενή του Ερμιόνη.

  Μόλις η Ερμιόνη συναντά τον Ορέστη τον ικετεύει για βοήθεια, ενώ αιτιολογεί την ανέντιμη συμπεριφορά της αποδίδοντας την στα "ψιθυρίσματα των κακών γυναικών". Ο Ορέστης της αποκαλύπτει ότι είχε πληροφορηθεί για τη διχόνοια που είχε πέσει στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, την οποία και αποκαλύπτει πως σκοπεύει να εκμεταλλευθεί για να υλοποιήσει την παλιά του διεκδίκηση προς αυτήν. 

  Η διεκδίκησή της Ερμιόνης από τον Ορέστη είναι παλιά ιστορία, καθώς ενώ ο Μενέλαος την είχε υποσχεθεί σ' αυτόν μπροστά στα τείχη της Τροίας, τελικά την έδωσε στο Νεοπτόλεμο χλευάζοντας τον. Τέλος ο Ορέστης αποκαλύπτει ότι έχει στήσει θανάσιμη παγίδα στο Νεοπτόλεμο κατά την επιστροφή του από τους Δελφούς!



Ο Νεοπτόλεμος πολεμά στην Τροία.


Στο τέταρτο στάσιμο οι γυναίκες της Φθίας θρηνούν για την κουρσεμένη πόλη των εχθρών τους (Τροία).

 

 Εν συνεχεία, εξιστορείται ο φόνος του Αγαμέμνονα και της Κλυτεμνήστρας, καθώς και η ερήμωση της Ελλάδας που προκλήθηκε από την αναχώρηση για την Τροία, ερήμωση που μεταδόθηκε και στη Φρυγία μετά το τέλος του πολέμου και την καταστροφή της Τροίας (προετοιμάζεται έτσι το επόμενο έργο του Ευριπίδη Τρωάδες, που έχει συμφιλιωτικό χαρακτήρα μεταξύ ηττημένων και νικητών).

 Στο τελευταίο μέρος του έργου  ο Πηλέας ενημερώνεται για τον κίνδυνο που διατρέχει ο Νεοπτόλεμος. Ο Πηλέας σκοπεύει να τον ειδοποιήσει ώστε να τον σώσει, αλλά έρχεται ο μαντατοφόρος και ανακοινώνει το θάνατο του Νεοπτόλεμου ύστερα από την οργανωμένη επίθεση του Ορέστη.

  Ο γέρος στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του εγγονού του καταρρέει, όλα έγιναν δυστυχώς όπως τα είχε αναγγείλει ο Ορέστης. Απεικονίζεται  ο θρασύδειλος όχλος ο οποίος (με μαεστρία) επιτέθηκε στο Νεοπτόλεμο, η μάχη που έδωσε ο Νεοπτόλεμος αφού πήρε τα όπλα από την παραστάδα του Ναού (κατάφερε αρχικά να τους τρέψει σε φυγή) και η τελική προτροπή του Απόλλωνα να επιτεθούν πάλι και να καταφέρουν να τον σκοτώσουν.

  Το πτώμα του Νεοπτόλεμου καταφθάνει με συνοδεία και ο γερό- Πηλέας θρηνεί γιαυτόν και για την ύβρη όμως του νεκρού εναντίον του Απόλλωνα. 

Η Θέτιδα τώρα θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεά!

 Η Νηρηίδα αποκαθιστά την τάξη λέγοντας ότι ο Νεοπτόλεμος θα ταφεί στους Δελφούς, και η παρουσία του τάφου του εκεί θα αποτελεί μόνιμη ντροπή για τους κατοίκους της περιοχής. Ο Νεοπτόλεμος θα λατρεύεται πια ως θεός στους Δελφούς. Η Ανδρομάχη, συνεχίζει η Θέτιδα, θα πάει στη χώρα των Μολοσσών και θα παντρευτεί τον Έλενο, ο γιος της θα γίνει ο πρόγονος των εκεί βασιλιάδων. Στον Πηλέα η Θέτιδα υπόσχεται την αθανασία, θα κατοικεί στο παλάτι του Νηρέα και από εκεί θα μπορεί να επισκέπτεται με στεγνά πόδια το γιο του Αχιλλέα στη νήσο Λεύκη όπου κατοικεί μετά το θάνατό του.

 Με ευχάριστες υποσχέσεις η Ανδρομάχη κλείνει το έργο  λέγοντας ότι ο γιος της Ανδρομάχης θα ιδρύσει τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών (από τον οποίο θα προκύψει και ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω της μητέρας του Ολυμπιάδας)...






ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

 

  Το έργο σίγουρα προπαγάνδισε αρνητικά τη Σπάρτη δεδομένης της χρονική συγκυρίας της δημιουργίας του. Η "Ανδρομάχη" ανήκε στην πατριωτική περίοδο της δημιουργίας του Ευριπίδη, στην οποία συμπεριλήφθηκαν και τα έργα Ηρακλείδες και Ικέτιδες. Θα ήταν όμως μέγα λάθος η προσέγγιση του έργου μόνο από αυτή τη σκοπιά.

 

 

 

 Ο Μενέλαος παρουσιάστηκε ως παλιάνθρωπος προκειμένου να διεξαχθεί με επιτυχία η αντισπαρτιατική προπαγάνδα. Η Ανδρομάχη προσέβαλε το Σπαρτιάτη βασιλιά ως πολεμιστή, καθώς τον κατηγόρησε ότι γύρισε στην Ελλάδα χωρίς λαβωματιές και ότι λύγισε μπροστά στη γυμνή Ελένη ( του έπεσε το σπαθί) και δε μπόρεσε να τη σκοτώσει.

 

 Η αντισπαρτιατική προπαγάνδα και τα υπονοούμενα για την εποχή του εντοπίζεται στα εξής σημεία με έντονο τρόπο (υποσυνείδητα ή φανερά):

1) Η ύπαρξη δύο γυναικών (Ερμιόνης και Ανδρομάχης) στο παλάτι παραπέμπει στη διπλή βασιλεία της Σπάρτης.

2)  Η Ανδρομάχη ήταν ξένη και παλλακίδα η επιλογή της αποτέλεσε έμμεση αναφορά-υπονοούμενο στην επίκαιρη τότε σχέση του Περικλή με την Ασπασία, υπάρχουν κοινά στοιχεία με το πολυσυζητημένο ζευγάρι της Αθήνας (ο Περικλής απέκτησε δυο γιους με την Ασπασία, άλλαξε τη νομοθεσία και έτσι απέκτησε συνέχεια ο οίκος του).

3) Ο Μενέλαος ήταν αναξιόπιστος, γεγονός που φάνηκε στο σημείο που είπε στην Ανδρομάχη ότι θα θανατώσει και τους δύο (αυτή και το παιδί)

4) Το ξέσπασμα κατά της Σπάρτης υπενθύμισε τις άνομες ενέργειες των Σπαρτιατών (Θάνατος των ειλώτων, σύλληψη και θανάτωση Αθηναίων εμπόρων, σφαγή Πλαταιών, φιλοχρήματη στάση τους, μη αξιόπιστοι στα λόγια κλπ)

5) Στον αγώνα λόγων Πηλέα-Μενέλαου ο Πηλέας ξεφτίλισε το Σπαρτιάτη βασιλιά σε θέματα ανθρώπινης ηθικής (ανέφερε την κατάρα την Ατρειδών, του θύμισε ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει  έναν άλλο άντρα, τον έψεξε τέλος για την ανηθικότητα των κοριτσιών στη Σπάρτη που κυκλοφορούν με ακάλυπτους μηρούς)

 

  Η Ανδρομάχη μαζί με τις τραγωδίες Εκάβη και Τρωάδες ασχολήθηκε με τη μοίρα των ηττημένων, στην περίπτωση της Ανδρομάχης τονίστηκε η πικρία της δουλείας.

 

  Η πρωταγωνίστρια του έργου αν και Ασιάτισσα λειτούργησε σαν Αθηναία, στέκεται δίπλα στον άνδρα της (ας το πούμε έτσι για την περίπτωση του Νεοπτόλεμου) καθώς του συγχωρεί κάθε συζυγικό παράπτωμα, του γεννά απογόνους και φροντίζει για το σπίτι της. Η Ανδρομάχη φέρθηκε γενικά απέναντι στο Νεοπτόλεμο όπως και στο νόμιμο σύζυγο της Έκτορα. Όλα αυτά βρέθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τη συμπεριφορά της Σπαρτιάτισσας Ερμιόνης. 

 

  Με έμμεσο και εύστοχο τρόπο παρουσιάστηκε, μέσω του εξαίρετου ήθους της Ανδρομάχης, η μοίρα των γυναικών της Αρχαίας Αθήνας  που ήταν προορισμένες να δεχτούν την απόφαση του πατέρα τους για τον ποιον θα παντρευτούν, αλλά και τις παραξενιές του συζύγου τους. Η Αθηναία κλεισμένη στο σπίτι της θα έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό της και τον άντρα της. Στο νου μας για μία ακόμη φορά έρχεται ο μονόλογος της τρομερής Μήδειας, που με υπομονή αντιμετώπισε την απιστία του συζύγου της.

 

  Ο Ευριπίδης και στα δύο μέρη του έργου έπλεξε μία κατάσταση έσχατης απελπισίας, η οποία ανατράπηκε με μία κατοπινή σωτηρία με την εμφάνιση νέων προσώπων (Πηλέας και Θέτιδα)... Το γεγονός αυτό όμως δεν έλυσε το πρόβλημα της ενότητας του έργου. Στο τέλος του πρώτου μέρους όλοι θα νομίσουν ότι το έργο τελειώνει...

 

  Με επιτυχία ακόμη προβλήθηκε το συναισθηματικό κλίμα σκηνών που δεν είχαν σχέση με την εξέλιξη του έργου  ( δολοφονία Αγαμέμνονα-Κλυταιμνήστρας κλπ)

 

  Η οργάνωση επίσης των γεγονότων πραγματοποιήθηκε προσεκτικά από τον Ευριπίδη, φάνηκε από την περίεργη αναφορά ότι ο Νεοπτόλεμος περιφέρονταν τρεις μέρες στους Δελφούς πριν ακόμη δοκιμάσει να εξευμενίσει το θεό (έτσι ο Ορέστης βρίσκει καιρό ώστε να υλοποιήσει τη σκευωρία του).

 

Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες

  Το έργο είχε θαυμαστά μέρη που απεικονίστηκαν πολύ ζωηρά, ψυχικές καταστάσεις προσώπων όπως η ζηλοτυπία και το αδυσώπητο μίσος (της Ερμιόνης), άφησαν δυνατή εντύπωση. Η απελπισία της Ερμιόνης όταν συλλογιστικέ τι κακό πήγε να κάνει αποτυπώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο τύπος του τιποτένιου ανθρώπου που δε διστάζει να εξαντλήσει την αυστηρότητα του σε μία γυναίκα και ένα παιδάκι (Μενέλαος), και που όταν παρουσιάστηκε ο γερό-Πηλέας και του πήρε τα θύματα από τα χέρια του έγινε ένας γελοίος. Η συγκινητική στοργή της Ανδρομάχης στο παιδί της. Ο Πηλέας (τύπος παρμένος από τη ζωή), είναι ο αιώνιος παππούς, πάντοτε οι παππούδες λαχταρούν για τα εγγόνια τους. Γνώριμος και ο τύπος της τροφού που όταν μεγαλώσει την κόρη της κυράς της την κάνει και αυτή κόρη της…


 
Η μεταφορά έγινε από το κανάλι ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΑΡΟΝΑΣ:




Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ «Ανδρομάχη» Συγγραφέας: Ευριπίδης Μετάφραση: Θεόφιλος Σταύρου Σκηνοθεσία: Νίκος Χαραλάμπους Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας Ηθοποιοί: Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Άλκηστις Παυλίδου, Μαρία Μίχα, Ευτύχιος Πουλλαίδης, Έλενα Παπαδοπούλου, Στέλιος Καυκαρίδης, Λένια Σορόκου, Βαρνάβας Κυριαζής, Γιώργος Μουαίμης, Αννίτα Σαντοριναίου, Ανδριανή Μαλένη, Σοφία Καλλή, Ανδρούλα Ηρακλέους. Μήδεια Χάννα, Μαρία Γουσίου, Μαρίνα Μαλένη, Χριστίνα Παυλίδου, Μαριάννα Καυκαρίδου και Λέα Μαλένη



                

Πηγές: Η Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Λέσκυ), Η Καθημερική, Κατσουρίνη Λένα, Τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων-Τόμος 2 (Λέσκυ),Τραγικοί (Κρεβατάς), 24 grammata, patras event, ancient-dromenablogspot.com

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Το τελευταίο γκολ στην καριέρα του Ίλια Ίβιτς

Ο Σέρβος άσσος σκοράρει για τελευταία φορά...




Σεζόν 2003-2004.

Καλλιθέα-ΑΕΚ 1-3

Περίπατος της Ένωσης στο Ελ Πάσο...



μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος ΄Δ

Η απώλεια της Κύπρου και οι επιδρομές των Οθωμανών στη Νότια Ιταλία με αποκορύφωμα την πολιορκία της Μάλτας καταθορύβησε τις δυτικές δυνάμεις και οδήγησε στη σύσταση του αντιοθωμανικού Ιερού Συνασπισμού ο οποίος συνέτριψε τον οθωμανικό στόλο στη Ναύπακτο το 1571 βάζοντας προσωρινά έτσι φρένο στην οθωμανική επεκτατικότητα. Το τέλος του αιώνα βρίσκει τη Γαληνότατη να καταβάλλει προσπάθειες να προσαρμοστεί στη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα.





Το κλίμα που δημιούργησε η απώλεια της Κύπρου και η απειλή της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο ενίσχυσαν τη στροφή της Βενετίας προς τον πάπα, τους Ισπανούς και το συγκροτούμενο σχέδιο στρατιωτικής συνεργασίας εναντίον των Οθωμανών.

 Κατά τη δεκαετία του 1560 η οθωμανική επιθετικότητα έγινε αισθητή στα ισπανικά εδάφη της νότιας Ιταλίας με επιδρομές στη Σικελία, στις ακτές της Απουλίας και της Καλαβρίας.

Η επίθεση το 1565 και η πολιορκία της Μάλτας αποκάλυπτε την οθωμανική ισχύ και τις επιδιώξεις της για την κεντρική Μεσόγειο. Σε αυτό το περιβάλλον η ισπανική ηγεμονία στον ιταλικό χώρο και η αναδυόμενη παπική απολυταρχία, ως αλληλοσυμπληρούμενες δυνάμεις, συνέβαλαν στη συγκρότηση του Ιερού Συνασπισμού το 1571, με τη σημαντική συμμετοχή της Βενετίας που συνεισέφερε αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. 

Ο Ιερός Συνασπισμός και η νίκη του επί των Οθωμανών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto) το 1571 επενδύθηκαν με τη σταυροφορική ρητορική του χριστιανικού πολέμου εναντίον των «απίστων» και έγιναν δεκτοί με πρωτόγνωρους πανηγυρισμούς στην Ευρώπη.

Η Βενετία πρωτοστάτησε στους πανηγυρισμούς για τη νίκη στη Ναύπακτο, διοργανώνοντας κατά την πάγια τακτική της λαμπρές τελετές στη πόλη, αναμοχλεύοντας και αναπαράγοντας το σταυροφορικό πνεύμα που ενέπνευσε τη νίκη. Μάλιστα, στη βενετική σταυροφορική ρητορική διαπλεκόταν ο αντιοθωμανισμός με τον αντιεβραϊκό λόγο. Οι Βενετοί απέδιδαν σε εβραϊκή π λεκτάνη τόσο την επίθεση των Οθωμανών στην Κύπρο όσο και την καταστροφή του κρατικού ναυπηγείου από πυρκαγιά το 1569. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το βενετικό κράτος αναπαρήγαγε μύθους βαθιά ριζωμένους στη χριστιανική Δύση από τη μεσαιωνική περίοδο, περί εβραϊκής και μουσουλμανικής συνέργειας εναντίον της χριστιανοσύνης.

 Η Βενετία δεν περιορίστηκε σε επίπεδο ρητορικής, αλλά κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σύγκλητος διέταξε να τεθούν υπό κράτηση «μουσουλμάνοι, εβραίοι λεβαντίνοι και άλλοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» («Turchi, Hebrei levantini et altri sudditi turcheschi»), κυρίως έμποροι που βρίσκονταν στη Βενετία και στη βενετική επικράτεια, και να κατασχεθούν τα εμπορεύματά τους. Μάλιστα, λίγο μετά τη νίκη στη Ναύπακτο, σε μια κορύφωση του χριστιανικού ζήλου, η Σύγκλητος διέταξε την απέλαση όλων των εβραίων από την πόλη, αν και σύντομα η  απόφαση ανακλήθηκε. Άλλωστε, η επιθετική πολιτική της Βενετίας απέναντι σε εμπόρους από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία ή εβραίους εμπόρους που ζούσαν στο Γκέτο της πόλης απέβαινε εις βάρος της καθώς το βενετικόεμπόριο βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στη δραστηριότητα εμπόρων που δεν ήταν βενετοί πατρίκιοι.


Ωστόσο, η επιτυχία στη Ναύπακτο και η αναβίωση της σταυροφορικής ρητορικής δεν επαρκούσαν στη Βενετία για να αντισταθμίσει την απώλεια της Κύπρου. Η Κύπρος αποτελούσε κομβικής σημασίας βάση για το εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο και ίσως την πλουσιότερη αποικία με σημαντικά αγροτικά πλεονάσματα για εξαγωγή. 

Η Βενετία, κινούμενη από καχυποψία απέναντι στους Ισπανούς, αναγνωρίζοντας το βάρος που
έφερε η οθωμανική κατάληψη της Κύπρου αλλά και την ανάγκη επανεκκίνησης των εμπορικών συναλλαγών, έσπευσε να κλείσει συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1573 καταβάλλοντας σημαντικές αποζημιώσεις.

Η αδυναμία της Βενετίας να αντιπαρατεθεί με τους Οθωμανούς την εξανάγκαζε να αποδεχτεί την απώλεια μιας σημαντικής κτήσης με οικονομικές και γεωστρατηγικές συνέπειες, ειδικά για τη βενετική πρόσβαση στο εμπόριο της Μέσης Ανατολής. Για τους Οθωμανούς, ο αντίκτυπος της ήττας στη Ναύπακτο ήταν περιορισμένος, καθώς είχαν κυριαρχήσει στην ανατολική Μεσόγειο με την κατάκτηση της Κύπρου, ενώ σύντομα στράφηκαν

Οι δύο σοβαρές κρίσεις στις οποίες ενεπλάκη η Βενετία δεν αποκρυστάλλωσαν μόνο την αντι-ισπανική ρητορική. Μέσω αυτής της ρητορικής η Βενετία προσδιόρισε τον εαυτό της κατά τον πόλεμο προπαγάνδας που έλαβε χώρα. Τα κείμενα του Paolo Sarpi, συμβούλου (consultore in iure) της βενετικής κυβέρνησης και κύριου ενορχηστρωτή της βενετικής προπαγάνδας, όχι μόνο υπογράμμιζαν την κρατική κυριαρχία ως απόλυτη αρχή την οποία δεν μπορούσε να υπερκεράσει καμία άλλη εξουσία, όπως η παπική στην περίπτωση της κρίσης του 1606, αλλά προέβαλαν τη Βενετία ως μια ελεύθερη δημοκρατία απέναντι στην τυραννική και απολυταρχική Ισπανία.

 Στον αντίποδα, από τη σκοπιά της Ρώμης, η πνευματική εξουσία του πάπα αποτελούσε την υπέρ-
τατη αρχή. Επρόκειτο για μια θέση την οποία συμμεριζόταν και η ισπανική μοναρχία η οποία αξίωνε για τον εαυτό της τον ρόλο της προστάτιδας δύναμης της Εκκλησίας. Η θεωρητική διαμάχη με την οποία επενδύθηκε ο πόλεμος προπαγάνδας στην κρίση της παπικής Απαγόρευσης και της ισπανικής «συνωμοσίας» αποτέλεσε την κορύφωση σε μια σειρά εξελίξεων στην πολιτική θεωρία και τη ρητορική που έλαβαν χώρα κατά τον 16ο αιώνα και έθεσαν τη βάση της συζήτησης που θα ακολουθούσε σχετικά με την κρατική ισχύ. 

Για τη Βενετία η προβολή της δημοκρατικής εικόνας, στη σκιά μιας αυξανόμενα ολιγαρχικής διακυβέρνησης στη διάρκεια του 16ου αιώνα, που συνοδευόταν από τη συγκέντρωση εξουσιών στο πανίσχυρο Συμβούλιο των Δέκα, αναπαρήγαγε τον βενετικό μύθο όπως είχε διαμορφωθεί από τον προηγούμενο αιώνα.

 Ωστόσο, τόσο η βενετική ρητορική περί δημοκρατίας όσο και το αντίπαλο δέος της παπικής και ισπανικής απολυταρχίας καταδείκνυαν την υποχώρηση του πολιτικού ουμανισμού και την αναγωγή του κρατικού συμφέροντος σε ύψιστη αρχή, διαδικασία που επρόκειτο να χαρακτηρίσει τις διακρατικές σχέσεις τον 17ο αιώνα.


Οι δύο κρίσεις των αρχών του 17ου αιώνα υπήρξαν γεγονότα πανευρωπαϊκής εμβέλειας, καθώς οι όροι και η φύση της αντιπαράθεσης αφορούσαν όλους τους ηγεμόνες και τις πολιτικές οντότητες της εποχής. Συνάμα οι κρίσεις επιβεβαίωσαν το μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο και τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονταν.

Αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Αγγλία και η Ολλανδία έδειχναν ενδιαφέρον για τις αντιπαραθέσεις της Βενετίας με την Αγία Έδρα και την Ισπανία και επιχειρούσαν να πάρουν θέση σε αυτές. Η Αγγλία και η Ολλανδία, εκτός από τις φιλοδοξίες τους στον Ατλαντικό ωκεανό και στις περιοχές του Νέου Κόσμου όπου κύριος αντίπαλος ήταν η Ισπανία, επιδίωκαν και εξασφάλιζαν την αύξηση της επιρροής τους στη Μεσόγειο. 

Το πολιτικό τοπίο στον ιταλικό χώρο γινόταν πιο σύνθετο καθώς, εκτός από τις νέες δυνάμεις που έστρεφαν σε αυτό το ενδιαφέρον τους και με απώτερο στόχο τη διείσδυση στην οικονομία της ανατολικής Μεσογείου, η γαλλική μοναρχία, μετά το τέλος των θρησκευτικών πολέμων το 1598, επανάκαμπτε δυναμικά. Το τέλος της pax hispanica με τον θάνατο του Φιλίππου Β΄ το 1598, η διαδοχή του από τον άπειρο γιο του Φίλιππο Γ΄ και η γαλλική εμπλοκή μετά από δεκαετίες στα ιταλικά τεκταινόμενα, αρχικά στον Πόλεμο του Monferrato, αναδιέταξαν την πολιτική σκηνή
του ιταλικού χώρου, παρότι η Ισπανία παρέμεινε κυρίαρχη μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.
Το τέλος του βενετικού «μακρύ» 16ου αιώνα που θα τοποθετήσουμε στις δεκαετίες του 1620-1630 σηματοδότησε η κορύφωση της αντι-ισπανικής ρητορικής και η σταδιακή μεταβολή των ισορροπιών που είχαν χαρακτηρίσει την προηγούμενη περίοδο, με τη Βενετία να κινείται μεταξύ των Οθωμανών και της Ισπανίας.

 Η είσοδος στη Μεσόγειο νέων δυνάμεων, όπως της Αγγλίας και της Ολλανδίας, και η δυναμική επιστροφή της Γαλλίας στην ιταλική σκηνή έδιναν περισσότερες ευκαιρίες ελιγμών, αλλά την ίδια στιγμή έκαναν τη βενετική ελίτ να συνειδητοποιήσει ότι πλέον αποτελούσε δευτερεύουσα δύναμη τόσο πολιτικο-στρατιωτικά όσο και οικονομικά.

Πηγή : Πλακωτός

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...