Μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος ΄Γ

Οι Ιταλικοί πόλεμοι έχουν παρέλθει και οι διάφορες συνθήκες που υπογράφονται δείχνουν φανερά ότι η Βενετία δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής. Ταυτόχρονα όμως αρχίζει και περιπλέκεται στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο με αμυντικό καταρχήν προσανατολισμό. Το 1571 χάνεται οριστικά η Κύπρος για τη Γαληνότατη.



Όπως είδαμε, με τους Ιταλικούς Πολέμους ο ιταλικός χώρος έγινε το κύριο πεδίο της σύγκρουσης της ισπανικής και της γαλλικής μοναρχίας. Νικητές του πολέμου αναδείχθηκαν οι Ισπανοί Αψβούργοι και πέραν του πεδίου της μάχης οι επιδιώξεις τους αποτυπώθηκαν αρχικά στη Συνθήκη της Μπολόνια το 1530

Για τη Βενετία η Συνθήκη επικύρωνε την ήττα της και την αδυναμία της να ανταγωνιστεί ισότιμα τις κύριες δυνάμεις της εποχής. Για τους Αψβούργους ο ιταλικός χώρος κατείχε κεντρική θέση στις αυτοκρατορικές επιδιώξεις τους ήδη από την περίοδο του Καρόλου Κουίντου. Κατά τον J. H. Elliott για τους Αψβούργους η ιβηρική και η ιταλική χερσόνησος αποτελούσαν μια ενιαία οντότητα. Διαδεχόμενος τον Κάρολο, ο Φίλιππος Β΄, με τον συνδυασμό ισχύος και διπλωματίας, ενέταξε τα περισσότερα ιταλικά κράτη στη γεωπολιτική σφαίρα της Ισπανίας, πετυχαίνοντας σχετική ισορροπία χωρίς σημαντικές εντάσεις και πολεμικές συρράξεις στον ιταλικό χώρο για μισό αιώνα μετά τη Συνθήκη του Cateau-Cambrésis το 1559.

 Η συνθήκη του Cateau-Cambrésis έθεσε οριστικό τέλος στους Ιταλικούς Πολέμους, την επί εξήντα χρόνια διαμάχη μεταξύ των Αψβούργων και των Βαλουά της Γαλλίας για τον έλεγχο της ιταλικής χερσονήσου.

 Η γαλλική μοναρχία παραιτήθηκε από δυναστικές αξιώσεις στην Ιταλία και ξεκίνησε μια μακρά περίοδος ισπανικής κυριαρχίας, την οποία συχνά η ιστοριογραφία αποδίδει με όρους ηγεμονίας. Επρόκειτο για μία «pax hispanica» κατά τη φράση του Fernand Braudel. Σε αυτή τη νέα συνθήκη η Βενετία αποτέλεσε τη μοναδική κρατική οντότητα που, παρά την ήττα της, διατήρησε σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας απέναντι στην Ισπανία, παρότι η πολιτική της επιδίωκε ή αναγκαζόταν
να προσαρμόζεται στην ισπανική κυριαρχία.

Ο Κάρολος Κουίντος και ο Φίλιππος Β΄ χρειάζονταν τη Βενετία για
τη ναυτική ισχύ της και τη γεωστρατηγική θέση της στους σχεδιασμούς τους απέναντι στους Οθωμανούς. Με τη σειρά της, η Βενετία επιδίωκε να ισορροπήσει και να ελιχθεί ανάμεσα στα δύο αυτοκρατορικά μορφώματα και τις ιδιαίτερες συνθήκες που υπαγόρευαν τις σχέσεις της με κάθε ένα από αυτά: τους στενούς οικονομικούς δεσμούς με τους Οθωμανούς και την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία της Ισπανίας στον ιταλικό χώρο.


Συνήθως τα οικονομικά συμφέροντα της Βενετίας στην οθωμανική επικράτεια υπερίσχυαν των προσδοκιών που έτρεφαν οι Ισπανοί για πολιτική και ιδεολογική συμπόρευση. Σε δύο περιπτώσεις, το 1540 και το 1573, η Βενετία εγκατέλειψε τους σχεδιασμούς των Ισπανών για στρατιωτική συμμαχία εναντίον των Οθωμανών και συνήψε ξεχωριστές συνθήκες ειρήνης με τους τελευταίους. Οι προτεραιότητες των Βενετών δεν γίνονταν κατανοητές από τους Ισπανούς.

Στον ηγεμονικό πολιτικό λόγο των Αψβούργων –τον «μεσσιανικό ιμπεριαλισμό» κατά τον ιστορικό Geoffrey Parker– που περιέγραφε την κυριαρχία και τις φιλοδοξίες της Ισπανίας με όρους
φυσικής τάξης, οι βενετικές διαφοροποιήσεις καταγράφονταν ως εκδηλώσεις φθόνου και εχθρότητας απέναντι στο ισπανικό μεγαλείο.
Για τους Βενετούς ο «μακρύς» 16ος αιώνας της ισπανικής ισχύος αποτέλεσε μια περίοδο αναδιάταξης των προτεραιοτήτων, διαπραγματεύσεων και προσαρμογών. Η καχυποψία της Βενετίας απέναντι στους Αψβούργους δεν ήταν αβάσιμη. Η Βενετία εδαφικά βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα σε επικράτειες που ανήκαν ή πρόσκειντο φιλικά στους Αψβούργους: στα βόρεια βρισκόταν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ δυτικά το βενετικό
Κράτος της Στεριάς συνόρευε με το Δουκάτο του Μιλάνου που από το 1535 είχε προσδεθεί με φεουδαρχικούς δεσμούς στον Κάρολο Κουίντο. Στον Πόλεμο του Cambrai (1509-1517) η Ισπανία είχε συμμετάσχει στον συνασπισμό εναντίον της Βενετίας και του κράτους της στην ενδοχώρα. Η κυρίαρχη θέση που αποκτούσαν οι Αψβούργοι και οι σχεδιασμοί τους για τον ιταλικό χώρο απαιτούσαν όχι μόνο τη συνεργασία των Βενετών, αλλά και τη σύμπτωση απόψεων ως προς την αναγνώριση κοινών εχθρών, πρωτίστως των Οθωμανών.

 Οι Βενετοί, ωστόσο, ήταν αναγκασμένοι να κινούνται προσεκτικά και να προσαρμόζουν την πολιτική τους κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1530, όταν η oθωμανική ισχύς στη Μεσόγειο φαινόταν αδιαμφισβήτητη θέτοντας σε κίνδυνο τα βενετικά κεκτημένα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Κέρκυρας το 1537, οι Βενετοί συνέπραξαν με τον Κάρολο Κουίντο και τον πάπα Παύλο Γ΄ εναντίον των Οθωμανών.

 Μετά την ήττα στη ναυμαχία της Πρέβεζας, γρήγορα οι Βενετοί έσπευσαν να απομακρυνθούν από τη συμμαχία και, παρά τις προσπάθειες των Ισπανών να τους διατηρήσουν στο στρατόπεδό τους, υπέγραψαν χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1540. Οι Βενετοί ήταν αναγκασμένοι να κινούνται με παρόμοιο τρόπο απέναντι στους Οθωμανούς, οι οποίοι έθεταν σε κίνδυνο τις κτήσεις τους στη Μεσόγειο και σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν να απειλούν και περιοχές στα βορειοανατολικά της ενδοχώρας, αλλά την ίδια στιγμή αποτελούσαν κύρια πηγή της βενετικής οικονομικής δραστηριότητας. Συνάμα οι Οθωμανοί αποτελούσαν
δυνάμει συμμάχους ή χρησιμοποιούνταν ως αντιπερισπασμός στον ανταγωνισμό με τους Αψβούργους στον ιταλικό χώρο.

Χαρακτηριστικά, ο Sanudo σημείωνε λίγο μετά την ήττα στη μάχη του Agnadello: «κυκλοφορεί
στην επικράτεια ότι πρόκειται [ενν. οι Βενετοί] να στραφούν στους Τούρκους και όλοι το επιθυμούν. Μακάρι και ο Θεός να το θέλει να συμβεί» (Sanudo, 1879-1903: τ. 9, σ. 100). Επρόκειτο για μια πολυκύμαντη και σύνθετη σχέση που δύσκολα μπορούμε να την ορίσουμε με ακρίβεια. Σίγουρα υπόκειτο σε συνεχείς μεταβολές που υπαγόρευαν τα βενετικά συμφέροντα και ο ευρύτερος συσχετισμός δυνάμεων. Σε αυτό το σύνθετο πλέγμα θα πρέπει να προσθέσουμε και την εικόνα που δημιουργούσαν άλλες δυνάμεις για τις βενετο-οθωμανικές σχέσεις˙ τον 16ο αιώνα, για παράδειγμα, οι Αψβούργοι της Ισπανίας αναφέρονταν στη Βενετία ως παλλακίδα (amancebada) των Οθωμανών.
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Βενετοί διατηρούσαν τις πιο πυκνές και συστηματικές διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με τους Οθωμανούς. Ήδη αρκετό διάστημα πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχαν επιδιώξει σχέσεις με τους σουλτάνους, αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη ισχύ της οθωμανικής παρουσίας.

Κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα επιδίωξη της Βενετίας ήταν η εξασφάλιση εμπορικών
προνομίων. Από τη μεριά τους οι σουλτάνοι αναγνώριζαν τη σημασία των Βενετών για την οικονομία της αυτοκρατορίας τους αλλά και επιδίωκαν να περιορίσουν την κυριαρχία των Βενετών στο μεσογειακό εμπόριο, ειδικά τον 15ο αιώνα μετά την υποχώρηση της Γένοβας. Ακόμη και τον 16ο αιώνα, όταν η εμπορική ισχύς των Βενετών είχε υποχωρήσει, παρέμεναν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος των Οθωμανών μέχρι και τον 17ο αιώνα.


Λόγω της ύψιστης σημασίας που απέδιδαν στις σχέσεις με τον βυζαντινό κόσμο και στη συνέχεια με τον οθωμανικό, οι Βενετοί διατηρούσαν από αιώνες διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, πολύ νωρίτερα από ό,τι άλλα ευρωπαϊκά κράτη και πριν τη θέσπιση συστηματικής παρουσίας διπλωματικών υπηρεσιών στις διακρατικές σχέσεις. Στην κορυφή του βενετικού διπλωματικού σώματος στην Κωνσταντινούπολη βρισκόταν
πατρίκιος αξιωματούχος που έφερε τον τίτλο «βαΐλος» (Bailo). Επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα αξιώματα της βενετικής διοίκησης.

Οι απαρχές του αξιώματος ανάγονται στον 11ο αιώνα όταν ο βενετός βαΐλος
ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές δραστηριότητες των Βενετών και εκπροσωπούσε τη Βενετία στον βυζαντινό αυτοκράτορα. Μέχρι το τέλος του Βυζαντίου ο βαΐλος είχε επιφορτιστεί με πολιτικά και διπλωματικά καθήκοντα και είχε σημαίνουσα θέση στην Κωνσταντινούπολη.

Με την εδραίωση των Οθωμανών οι Βενετοί έχασαν την επιρροή και τον παρεμβατικό ρόλο που είχαν κατά τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής περιόδου, αλλά ο βαΐλος αναδείχθηκε σε σημαίνουσα μορφή, καθώς με επιδεξιότητα έπρεπε να υλοποιεί την πολιτική εξισορρόπησης της Βενετίας ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Αψβούργους και να προστατεύει τα βενετικά εμπορικά συμφέροντα απέναντι στον αυξανόμενο ανταγωνισμό αναδυόμενων δυνάμεων όπως η Αγγλία και η Ολλανδία. 

Ο βαΐλος ήταν υπεύθυνος για την προάσπιση του καθολικισμού στο Κράτος της Θάλασσας, στις οθωμανικές περιοχές και στους Αγίους Τόπους μέχρι τον 17ο αιώνα, όταν η Γαλλία διεκδίκησε αυτό τον ρόλο για τον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνάμα, ο βαΐλος ήταν ο
κύριος πληροφοριοδότης της βενετικής διοίκησης για τα τεκταινόμενα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

 Διατηρούσε εκτεταμένα δίκτυα πατρωνίας και γύρω του συγκεντρώνονταν οι δεκάδες βενετικοί εμπορικοί οίκοι και οι χιλιάδες βενετοί υπήκοοι που δραστηριοποιούνταν στην οθωμανική πρωτεύουσα. Το έργο του υποστηριζόταν από μια διευρυμένη ακολουθία αξιωματούχων, γνωστή ως famiglia. Ο βαΐλος και η ακολουθία του συγκροτούσαν τον θεσμικό πυρήνα της πολυπληθούς βενετικής κοινότητας, που συνήθως στη διοικητική γλώσσα οριζόταν ως nazione, στην Κωνσταντινούπολη. Ο βαΐλος διατηρούσε για τον ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος της ακολουθίας του από τον 16ο αιώνα ένα οικιστικό συγκρότημα που βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης, στους λόφους που ήταν γνωστοί ως Vigne di Pera, πάνω από τη συνοικία του Γαλατά, ενώ η πλειονότητα των βενετών εμπόρων συγκεντρωνόταν κυρίως στον Γαλατά.

 Παρά την οικιστική και χωροταξική συγκέντρωση της βενετικής κοινότητας, η παρουσία
της, λόγω του πλήθους και της σημασίας της, διέφερε από την καθιερωμένη μορφή εμπορικής εγκατάστασης που συναντάμε στον μεσογειακό χώρο, το fondaco, στο οποίο η ξένη κοινότητα –συνήθως έμποροι– ήταν υποχρεωμένη να διαμένει σε περίκλειστους χώρους για να μην ενθαρρύνεται η συναναστροφή με τον ντόπιο πληθυσμό.


Οι Βενετοί αναγνώριζαν τον αυξανόμενο κίνδυνο που αποτελούσαν οι Οθωμανοί για τις κτήσεις τους
στον βαλκανικό και τον μεσογειακό χώρο και διαπίστωναν ότι μόνοι τους έπρεπε να τις υπερασπιστούν είτε καταφεύγοντας στον πόλεμο είτε κυρίως μέσω διπλωματικής ευελιξίας, καθώς η στρατιωτική ισχύς έγερνε ολοένα προς το μέρος των Οθωμανών. Ο βενετο-οθωμανικός πόλεμος του 1463-1479, με τις επιδρομές των Οθωμανών να αναστατώνουν την περιοχή του Φρίουλι, είχε ήδη καταδείξει την αδυναμία των Βενετών.

Στην κρίση του Πολέμου του Cambrai, φαινόταν ότι η Βενετία επιδίωκε συμμαχία με τους Οθωμανούς ή χρησιμοποιούσε μια τέτοια προοπτική ως αντιπερισπασμό απέναντι στον ασφυκτικό κλοιό των αντιπάλων της.


Ακολούθησε μια μακρά περίοδος ειρηνικών σχέσεων, με εξαίρεση τη συμμετοχή της Βενετίας στον αντι-οθωμανικό συνασπισμό που κατέληξε στην ήττα στην Πρέβεζα και την ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης την οποία η Βενετία έσπευσε να υπογράψει το 1540.
Αυτή η φάση των βενετο-οθωμανικών σχέσεων που καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την ηγεμονική θέση των Αψβούργων κορυφώνεται με τον Πόλεμο της Κύπρου και τον σχηματισμό του Ιερού Συνασπισμού.

Η Κύπρος υπήρξε βενετική κτήση από το 1489, με την υποχρέωση καταβολής ετήσιας εισφοράς στον σουλτάνο της Αιγύπτου και στη συνέχεια στους Οθωμανούς. Από την εποχή του Σουλεϊμάν Α΄ η κατάληψη του νησιού είχε περιληφθεί στους σχεδιασμούς των Οθωμανών. Πριν την επίθεση του οθωμανικού στόλου στην Κύπρο το 1570, η Βενετία είχε στραμμένη την προσοχή της στην αντιμετώπιση της επιδημίας πανώλης που έπληττε την ιταλική χερσόνησο, στην πυρκαγιά που είχε καταστρέψει το βενετικό ναυπηγείο και στην προσπάθεια να περιορίσει τη
δράση πειρατών, γνωστών ως Ουσκόκοι, που αναστάτωναν την Αδριατική. Βέβαια, η Βενετία, αντιλαμβανόμενη τις οθωμανικές βλέψεις, είχε προσπαθήσει να προετοιμαστεί για ενδεχόμενη επίθεση.

 Επίσης, είχε στραφεί στην Αγία Έδρα για βοήθεια, με τον πάπα να προτείνει τη συγκρότηση ενός χριστιανικού συνασπισμού με την Ισπανία.

Η οθωμανική επίθεση στην Κύπρο, σχετικά γρήγορα, στέφθηκε με επιτυχία, με την κατάληψη της Λευκωσίας και άλλων σημαντικών πόλεων, πριν οι Οθωμανοί στρέψουν την προσοχή τους στην Αμμόχωστο. Η κατάληψή της μεγαλόνησου ύστερα από πολύμηνη πολιορκία σήμαινε την απόσπαση της Κ
τελικά από τη βενετική επικράτεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...