Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ωδή εις το Λόρδο Βύρωνα, του Διονυσίου Σολωμού. Ποιητική Βραδιά

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι απόψε, με αφορμή την επέτειο της εθνικής εορτής, θα σας παρουσιάσω το υπέροχο επικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού «Ωδή εις το Λόρδο Βύρωνα». Μια μακρά ωδή η οποία αντανακλά το γενικό πένθος για το θάνατο του σπουδαίου φιλέλληνα.

«Η Ελλάδα στέφουσα τον Λόρδο Βύρωνα», αλληγορικό μαρμάρινο σύμπλεγμα, Αθήνα.

 Ο Σολωμός άρχισε να επεξεργάζεται την Ωδή το 1824, αμέσως μετά το θάνατο του Άγγλου Φιλέλληνα στο Μεσολόγγι, τον Απρίλιο του 1824, και τη δημοσιεύτηκε το επόμενο έτος. Λέγεται ότι όταν έφτασαν στη Ζάκυνθο τα νέα για το θάνατο του Μπάιρον, ο Σολωμός πήδηξε πάνω στο τραπέζι της ταβέρνας όπου καθόταν με φίλους του και εντελώς αυθόρμητα συνέθεσε την πρώτη στροφή:

 Λευτεριά για λίγο πάψε/ να χτυπάς με το σπαθί/ κι έλα σίμωσε και κλάψε/ εις του Μπάιρον το κορμί.

 Καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου οι κανονιοβολισμοί ακούγονταν μέχρι τα παράλια της Ζακύνθου. Το γεγονός αυτό κρατούσε τη σκέψη του Σολωμού σε εγρήγορση.

 Η πρώτη πλήρης μορφή του κειμένου διαμορφώθηκε ύστερα από αλλεπάλληλες επεξεργασίες και αλλαγές. Κατόπιν ο Σολωμός υποδείκνυε πολλές επεξεργασίες και διορθώσεις πάνω στο ποίημα. Αρκετά μετά ο Σολωμός επεξεργάστηκε το ποίημα καταλήγοντας στην απόρριψη της πρώτης δημοσίευσης (ουσιαστικά ο Σολωμός εγκατέλειψε το ποίημα). Σώζονται επίσης αυτόγραφα από απανωτές διορθώσεις από τον ίδιο το Σολωμό με φράσεις αυστηρής αυτοκριτικής.

 Το κείμενο καθαρογράφηκε από τον Γεώργιο Δε Ρώση και συμπεριλήφθηκε στο Τετράδιο Ζακύνθου αριθμός 10. Το 1850 δημοσιεύθηκε στο Ανθολόγιο του Ι. Πανταζή σε μια εκδοχή 172 στροφών. Αργότερα στο Τετράδιο Ζακύνθου αριθμός 20, και ως Εθνικής Βιβλιοθήκης Φ 2. Σκοπός ήταν να προωθηθεί η έκδοση του ποιήματος στο εξωτερικό, κάτι που όμως τελικά δεν έγινε. Η έκδοση των Ευρισκόμενων (συλλογή ερωτικών, εμβληματικών και σύμμικτων ποιημάτων το 1859 από τον Πολυλά και όλες οι μεταγενέστερες εκδόσεις βασίστηκαν στη μορφή των 165 στροφών. Επρόκειτο για μια διαφορετική μορφή.

Προσωπογραφία του 1832, Άνταμ Φρίντελ.


Λίγα λόγια για το Λόρδο Βύρωνα.

 Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρόνος Μπάιρον γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους σημαντικότερους φιλέλληνες. Υπήρξε εξαιρετικά διάσημος και επιτυχημένος ως ποιητής, αλλά και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αγγλία, ζώντας άστατη οικονομική ζωή.

 Αργότερα συνέδεσε το όνομα του με την στήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε Ιταλία και Ελλάδα, και πέθανε στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών στο Μεσολόγγι μετά από υψηλό πυρετό που ανέπτυξε. Θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της επανάστασης του 1821 και εθνικός ευεργέτης.

 Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά.

 Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Διατηρούσε αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες όπως ο Σάμουελ Μπαρφ για την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών, και ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε το δάνειο στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.

Ο Λόρδος Μπάιρον στο νεκροκρέβατό του, Ζοζέφ Ντενί Οντεβάιρ (περ. 1826). GroeningemuseumΜπρυζ.

 Ένας από τους στενούς φίλους του Βύρωνα στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστόνη Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου, ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.

 Μετά το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος - περικεφαλαία του Βύρωνα, το οποίο αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του Σαμουήλ Χάου, η Μοντ Χάου και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.

 Όταν ο Μπάιρον πέθανε από το πολιορκημένο Μεσολόγγι ακούστηκαν 37 κανονιές, όσες και τα χρόνια του. Από την Ελλάδα τιμήθηκε με την αιώνια ευγνωμοσύνη. Ένα από τα ωραιότερα αγάλματα στο Ζάππειο, στο σημείο όπου η Λεωφόρος Αμαλίας συναντά τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, τον αναπαριστά στα γόνατα της Ελλάδας. Τέλος το όνομα του δόθηκε σε έναν προσφυγικό συνοικισμό πάνω από το Παγκράτι…

 

Λίγα ακόμη στοιχεία.

 Η Ωδή προς τον Μπάιρον αποτέλεσε ένα από τα μοναδικά λαϊκά αναγνώσματα της προεπαναστατικής περιόδου.

 Το έργο αποτελεί μια ανακρεόντεια ωδή σε τροχαϊκούς οχτασύλλαβους στίχους. Ο όρος ανακρεόντειος αναφέρεται γενικά σε θεματολογία σχετική με τον έρωτα, το κρασί, τις απογοητεύσεις και τις απογοητεύσεις της ζωής, την ευτυχία και τη γοητεία. Όταν μιλάμε, επίσης για τροχαϊκό στίχο εννοούμε το συνταίριασμα μιας τονισμένης και μιας άτονης συλλαβής, ενός στίχου που έχει ζυγό αριθμό συλλαβών. Σε αυτήν την περίπτωση τονίζονται οι μονές συλλαβές, όχι όμως απαραίτητα όλες.

 Ο Κάλβος, συνέγραψε επίσης ένα παρόμοιο ποίημα για τον Μπάιρον. Βρίσκεται στην αρχή του τόμου των Λυρικών (1826). Ο αυθορμητισμός του Σολωμού εδώ υποκαθιστάτε με έναν αυστηρό διάκοσμο από τον Κάλβο.

Ανακοίνωση του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα με δημοσίευση της 7ης Απριλίου 1824 στην Ελληνική Γλώσσα στην εφημερίδα Νέας Υόρκης The Albion. Ιστορικό Αρχείο Ευγενίας Αντωνίου Σκιαθά

 Η Ωδή είναι (μαζί με τον Ύμνο) το μοναδικό μεγάλο έργο του ποιητή. Ως προς τη μορφή και το ύφος ακολουθεί στενά τον Ύμνο. Το έργο θεωρήθηκε από αρκετούς ένα αδύναμο αντίγραφο του Ύμνου εις την ελευθερία.  Στο ποίημα αυτό ο Σολωμός μεταχειρίζεται την υπερβολή. Ο ίδιος λέει: «Η δυσκολία που νοιώθει ένας συγγραφέας δεν είναι να δείξει φαντασία και πάθος, αλλά να τα υποτάξει στο νόημα της τέχνης.»

Σε μία από τις στροφές λέει:

 Συχνά εβράχνιασε η μιλιά του/ Τραγουδώντας λυπηρά/ Πως στον ήλιο αποκάτου/ Είναι λίγη η ελευτεριά.

 Ο ποιητής και σε αυτό το έργο γράφει στη γλώσσα του λαού. Ο Σολωμός πήρε θέση στο γλωσσικό ζήτημα, υποστηρίζοντας το μοντέλο των δυτικών ομιλούμενων γλωσσών. Ουδέποτε όμως θεώρησε δεδομένο ότι η γραπτή γλώσσα πρέπει να ταυτίζεται με την ομιλούμενη. Προώθησε τη γνώμη ότι η ομιλούμενη γλώσσα πρέπει να αποτελεί βάση για τη γραπτή. Ο Σολωμός έγραφε στη γλώσσα του λαού σα να ήθελε ενδόμυχα να γίνει ο ¨Εθνικός Ποιητής¨.


Ο Διονύσιος Σολωμός


 

Πηγές:

1)      Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

 

2)      Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Δ. Λουκά, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

 

3)      Δημήτρης Αγγελάτος, Το έργο του Διονυσίου Σολωμού και ο κόσμος των λογοτεχνικών ειδών, Gutenberg, Αθήνα 2009.

 

4)      Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984.

5)      https://www.artigo.gr/people/lord-byron-maid-ofathens-ere-we-part/

6)      https://www.ethnos.gr/history/article/204219/lordosbyronenaskoinostyxodiokthspoyxreosethnelladaposhistoriatonagkaliasekaitononomasefilellhna

7)      www.elzoni.gr/html/ent/149/ent.20149.asp

8)      https://zakynthos-museumsolomos.gr/eis-ton-thanaton-tou-lord-bairon.html

9)      https://www.maxmag.gr/afieromata/ellada1821/lordos-vyron-o-romantikos-poiitis-symvolo-toy-filellinismoy/

10)   https://polinices50.rssing.com/chan-22777447/all_p83.html


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Η Ιθάκη του Καβάφη...

 Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.


Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.


Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.


Να εύχεσαι νά ναι μακρύς ο δρόμος.


Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.


Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.


Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.


Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.


Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.


Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.


Χωρίς αυτήν δεν θά βγαινες στον δρόμο.


Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.


Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.


Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, 

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.




Ο ΣΚΟΤΑΔΟΨΥΧΟΣ

Φαρμάκι έχω στην ψυχή 

Φέρνει μαυρίλα θολερή 

Στα στήθια μου Νύχτα αξημέρωτη ξανά

Με το πιοτό της με κερνά

Εβίβα μου,Σκοτάδι πίνω για πιοτό, 

Πω πω πω πω πω πω πω πω, 

Ντέφι της λύσσας μου κρατώ, 

πωπωπωπω, πωπωπωπω 

Και το μυαλό μου είναι θολό, 

πωπωπωπω, πωπωπωπω. 




#παγκοσμιαημεραποιησης

Ο Σεφέρης και η Κύπρος. Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος

Το σημερινό άρθρο μου – αφιέρωμα στην Κύπρο μας είναι αφιερωμένο στον διπλωμάτη και ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1900-1971). Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ως διπλωμάτης στο επάγγελμα και ποιητής στο ταλέντο βίωσε τους πόθους των Ελλήνων της Κύπρου, τους αγώνες τους, τις αγωνίες τους, τη φιλοπατρία τους, τον σε βάρος τους αμείλικτο πόλεμο των κατακτητών Άγγλων. Ο Θεός τον πήρε κοντά του πριν ζήσει τον Αττίλα και την τελευταία γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων κατά τον 20ό αιώνα, μετά από αυτές της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.



Ο αείμνηστος Πρόεδρος της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού, σε εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή, την 24η Μαΐου 1984, στην Πύλη της Αμμοχώστου, στη Λευκωσία είπε, μεταξύ άλλων:

«Ο Σεφέρης συνδέθηκε πολιτικά και εθνικά με την Κύπρο. Δεν υπήρξε ξένος προς τον αγώνα της, ούτε προς τους χειρισμούς του εθνικού μας ζητήματος, λόγω της κατά την κρίσιμη περίοδο διευθυντικής θέσης του στο Υπουργείο των Εξωτερικών και της πρεσβευτικής του θέσης στο Λονδίνο κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου….Ο Γιώργος Σεφέρης ήξερε τι θα πει λαχτάρα της πατρίδας και καημός της λευτεριάς, γιατί γεννήθηκε στη Σμύρνη και ένιωσε την πρώτη εκείνη, πριν από την Κύπρο, εθνική τραγωδία του νεότερου Ελληνισμού το 1922».

Οι Άγγλοι συνέχισαν στην Κύπρο την πολιτική τους να ξεριζώσουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, που με την ίδια ένταση εφάρμοσαν στους Ιρλανδούς. Στο άρθρο του «Η ελληνική εκπαίδευση της Κύπρου κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας» (Τόμος «Κυπριακά» 1878-1955, έκδ. Δήμου Λευκωσίας, Λευκωσία, 1986, σελ. 262) ο Γιώργος Προδρόμου γράφει:

«Οι Άγγλοι, καθόλη τη διάρκεια της κατοχής της Κύπρου, προσπάθησαν να ελέγξουν την εκπαίδευση του νησιού,…επιβάλλοντας με διαφόρους νόμους, που ξεσήκωναν την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, ένα συγκεντρωτισμό ελεγχόμενο από την αποικιοκρατική διοίκηση. Παράλληλα με διαφόρους άλλους νόμους και κανονισμούς, προσπάθησαν να ελέγξουν και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, αλλάζοντας τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα της και προωθώντας τον εξαγγλισμό της».

Ο Σεφέρης με σφοδρότητα αντιδρά στην προσπάθεια εξαγγλισμού των Ελλήνων της Κύπρου και εκθειάζει την επιμονή τους στην εθνική τους ταυτότητα. Σε επιστολή του προς την αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1954, γράφει:

« Εννιακόσια χρόνια σκλαβιάς υπό διάφορους κατακτητές, οι Κύπριοι, λαός πιστός και πεισματάρικα σταθερός, δεν επηρεάστηκαν καθόλου και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: ΘΕΛΟΜΕΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΙ ΑΣ ΤΡΩΓΩΜΕΝ ΠΕΤΡΕΣ». Και καταλήγει στην ίδια επιστολή: «Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας».

Τελειώνω το άρθρο μου με την απάντηση του ποιητή Σεφέρη στους διάφορους που εποφθαλμιούν την Κύπρο. Είναι από το ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος»:

« Η γης δεν έχει κρικέλια (Σημ. γρ. χαλκάδες) για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν…και τούτα τα κορμιά πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές…».-

****

Σάββας Παύλου: Σεφέρης και Κύπρος, εκδόσεις Κουκκίδα, 2023, σ. 543

Πηγή: Άρδην.

Μια εξαιρετική ανάλυση του Κωνσταντίνου Μάντη πάνω στο ποίημα Φιλέλλην του Καβάφη

 Κωνσταντίνος Καβάφης «Φιλέλλην»


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.



Στο ποίημα «Φιλέλλην» [1912] ο Καβάφης μας παρουσιάζει μια πράξη με πολιτική χροιά, χρησιμοποιώντας το ίδιο διαλογικό μοτίβο που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, το 1926, και στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας», για να μας εισαγάγει εκ νέου στα παρασκήνια μιας ανάλογης πολιτικής πράξης. Στο «Φιλέλλην» το ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός του νομίσματος που θα κόψει ένα κράτος ή κρατίδιο κάπου στην Ανατολή, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» το έγγραφο με το οποίο θα επαινεθεί ο νικητής της ναυμαχίας του Ακτίου (ο οποίος παρά τις αρχικές τους εκτιμήσεις δεν ήταν ο Αντώνιος, αλλά ο Οκταβιανός).

Ο διάλογος και στα δύο ποιήματα είναι ατελής, υπό την έννοια πως ακούμε τη φωνή μόνο του ενός προσώπου, το οποίο και δίνει οδηγίες σ’ ένα δεύτερο πρόσωπο, που όμως απομένει σιωπηλό∙ σημειώνοντας ίσως ή προσέχοντας τις οδηγίες που του δίνονται. Ειδικότερα, στο «Φιλέλλην» ο σιωπηλός ακροατής είναι ο Σιθάσπης, ο τεχνίτης που θα σχεδιάσει το νόμισμα, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» είναι εκείνος ο γραφέας που θα κάνεις τις διορθώσεις στο ετοιμαζόμενο έγγραφο.    

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό∙
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.

Το πρώτο αίτημα που διατυπώνεται προς τον σχεδιαστή του νομίσματος έχει να κάνει με την αρτιότητα της χάραξης, ώστε ν’ αποδοθεί στην έκφραση του ηγεμόνα σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Η εικόνα έχει σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερη σημασία κι απ’ την ίδια την πραγματικότητα, κάτι που το γνωρίζουν και το αξιοποιούν οι πολιτικοί ηγέτες διαχρονικά. Εύλογα, λοιπόν, η σοβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια συνιστούν δύο βασικές αρετές για την απεικόνιση κάθε ηγέτη είτε αυτός διοικεί ένα μικρό κράτος είτε μια σπουδαία αυτοκρατορία.

Το δεύτερο αίτημα, για το στενό διάδημα -τη διακοσμητική ταινία του κεφαλιού- λειτουργεί περισσότερο στο πλαίσιο του παιχνιδιού που ξεκινά απ’ την αρχή του ποιήματος ο Καβάφης σχετικά με την ταυτότητα του κράτους στο οποίο αναφέρεται. Μη θέλοντας ο ποιητής να μιλήσει για ένα συγκεκριμένο βασίλειο της Ασίας δίνει μια σειρά αντιφατικών στοιχείων που έχουν σκοπό κυρίως να μπερδέψουν εκείνον που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει επακριβώς το χώρο του ποιήματος. Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που μας παρέχει έμμεσα ο Αλεξανδρινός είναι πως δεν πρόκειται για κάποιον Πάρθο βασιλιά, μιας και ο καθοδηγητής του σχεδιασμού ξεκαθαρίζει πως τα φαρδιά διαδήματα των Πάρθων δεν του αρέσουν. Η επικράτεια, επομένως, των Πάρθων (το Ιράν) αποκλείεται ως ο χώρος που δρουν τα πρόσωπα του ποιήματος.

Η διατύπωση «δεν με αρέσουν» πέρα από τη γλωσσική σφραγίδα του Καβάφη με το πολίτικο ιδίωμα, καθιστά εμφανές πως εκείνος που δίνει τις οδηγίες στον Σιθάσπη, είναι ο ίδιος ο βασιλιάς. Η προσωπική ενασχόληση του οποίου με τις λεπτομέρειες του νομίσματος -κυρίως η σκηνοθεσία της ίδιας του της εικόνας-, όπως και οι πολιτικές εξαρτήσεις του κράτους του, υποδηλώνουν πως δεν πρόκειται για κάποιον μεγάλο ηγεμόνα, αλλά για κάποιον ελάχιστα σημαντικό βασιλιά.

Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά∙
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.

Η επιγραφή του νομίσματος θα πρέπει, όπως άλλωστε συνηθίζεται, να είναι γραμμένη στα ελληνικά. Με τη διαπίστωση αυτού του στίχου ο Καβάφης τονίζει την επέκταση που είχε γνωρίσει -χάρη και στη δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου- ο ελληνικός πολιτισμός∙ αλλά και την ανάγκη των περιφερειακών βασιλείων να συνδέονται με αυτόν, έστω κι αν δεν είχαν ελληνικούς πληθυσμούς ή κάποια ουσιαστική γνωριμία με τους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα είχε εξαπλωθεί, όχι μόνο στα διάδοχα βασίλεια της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, τα γνωστά ως ελληνιστικά, αλλά και σε γειτνιάζουσες περιοχές, αποτελώντας για ένα ικανό διάστημα τον κώδικα κοινής επικοινωνίας εμπορικών, οικονομικών και πολιτιστικών συναλλαγών.

Ο σχεδιασμός του νομίσματος οφείλει ν’ ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες της εποχής, γι’ αυτό και η ελληνική υπογραφή συνιστά βασικό όρο για τη χρήση και την αποδοχή του νομίσματος στις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές. Η επαφή με τον ελληνικό κόσμο ή έστω, η δημιουργία της εντύπωσης πως υπάρχει επικοινωνία με τον ελληνικό κόσμο, είναι αναγκαία προκειμένου το κρατίδιο αυτό να μη βρεθεί απομονωμένο απ’ τα υπόλοιπα βασίλεια που έχουν μια πιο ουσιαστική επαφή με το ελληνικό στοιχείο. Η ελληνική επιγραφή συνιστά, επομένως, μια πολιτική πράξη καίριας σημασίας, για να διαφυλαχτεί η επαφή του μικρού κράτους με τα γειτονικά εξελληνισμένα κράτη.

Επειδή, όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο στην Ασία τον έχει η Ρώμη, θα πρέπει να προσεχθεί το περιεχόμενο της επιγραφής, ώστε να μη δοθεί η εντύπωση πως ο ηγεμονίσκος αγνοεί ή περιφρονεί την εξάρτησή του απ’ τους Ρωμαίους. Χρειάζεται, οπότε, μια τιμητική βεβαίως επιγραφή, αλλά όχι κάτι το υπερβολικό ή πομπώδες, που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή και να ενοχλήσει τον Ρωμαίο τοποτηρητή, τον ανθύπατο, που σαφώς ελέγχει τις δράσεις του ηγεμονίσκου και στέλνει αναφορές στη Ρώμη. Υπάρχει, άρα, μια πολιτική ισορροπία που πρέπει να τηρηθεί με ιδιαίτερη ευλάβεια, καθώς από τη μία είναι ο ελληνικός πολιτισμός που λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός για τα βασίλεια της ευρύτερης περιοχής, κι από την άλλη οι Ρωμαίοι που έχουν τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο. Κι αυτοί οι δύο πόλοι εξάρτησης θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, εκμηδενίζοντας σχεδόν το αυτεξούσιο, αλλά και τον ξεχωριστό χαρακτήρα του ίδιου του κρατιδίου. Ούτε η γλώσσα του θ’ αποτυπωθεί στο νόμισμα, ούτε κάποια έκφραση που να φανερώνει αξιώσεις μεγαλείου ή πολιτικής ισχύος.  

Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος∙
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος, απαλλαγμένη από το βάρος πολιτικών συνδηλώσεων, καλείται να ενισχύσει την αισθητική του νομίσματος. Ο ηγεμονίσκος δεν έχει κάποια συγκεκριμένη απαίτηση∙ θέλει ωστόσο να είναι κάτι το πολύ εκλεκτό, κάτι το εξαιρετικά καλαίσθητο∙ ίσως κανένας ωραίος έφηβος δισκοβόλος. Η σκέψη αυτή του βασιλιά θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ανταποκρίνεται στα ελληνικά πρότυπα ομορφιάς, ωστόσο η εικόνα ενός ωραίου αθλητή δεν συγκινεί και δεν διατρέχει μόνο τον ελληνικό κόσμο.

Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.

Η έμφαση αυτών των στίχων, που τονίζεται ακόμη περισσότερο με την παρενθετική έκκληση του βασιλίσκου (προς θεού, να μη λησμονηθεί), δίνεται στον τιμητικό όρο «Φιλέλλην»∙ ο οποίος αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματος.
Πέρα από του βασικούς τίτλους Βασιλεύς, αλλά και Σωτήρ (τίτλος που αποδίδεται σε ηγεμόνες που κατόρθωσαν με τη δράση τους να προσφέρουν κάποια σωτήρια υπηρεσία στο έθνος τους∙ εδώ μάλλον είναι περισσότερο τυπικός, καθ’ επίδραση άλλων νομισμάτων, κι όχι δηλωτικός κάποιας ουσιαστικής προσφοράς), ο βασιλιάς ζητά απ’ τον αυλικό του να χαράξει με κομψά γράμματα και τη λέξη Φιλέλλην. Διεκδικεί, έτσι, μερίδιο μιας ανώτερης παιδείας, που τον φέρνει πλησιέστερα στον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό. Ο Φιλέλληνας ηγεμόνας έχει -υποτίθεται- γνωρίσει κι εκτιμήσει βαθύτατα τις αξίες του ελληνικού κόσμου. Είναι κι αυτός λάτρης των ελληνικών γραμμάτων και άρα άξιος συνομιλητής των υπόλοιπων βασιλέων της περιοχής.

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.

Ο ηγεμονίσκος, βέβαια, αντιλαμβάνεται πόσο απέχει απ’ την αλήθεια, κι απ’ την πραγματική του φύση ο τίτλος του Φιλέλληνα, γι’ αυτό και σπεύδει να προλάβει τις εύλογες αντιρρήσεις του αυλικού του. Αφού το γράφουν τόσοι και τόσοι, πιο βάρβαροι από εμάς, θα το γράψουμε κι εμείς! Ο βασιλιάς γνωρίζει καλά πως, όσο κι αν κάτι τέτοιο απέχει απ’ την αλήθεια, πρέπει να συμπεριληφθεί στο νόμισμά του, καθώς διαφορετικά θα βρεθεί αποκομμένος απ’ το σημαντικότερο δεσμό, απ’ το σημαντικότερο σημείο επαφής των άλλων βασιλείων. Φιλέλληνας μπορεί να μην είναι -και πραγματικά δεν είναι-, αλλά δεν είναι και τόσο ανόητος, ώστε να το παραδεχτεί. Στην πολιτική, άλλωστε, σημασία έχει η εικόνα που παρουσιάζεις στους άλλους, και όχι η αλήθεια.
Σχετικά με τους τοπικούς προσδιορισμούς που παρέχει ο ηγεμονίσκος, ας δούμε σημεία από τα σχόλια των Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη:

«Ο Ζάγρος είναι η κεντρική οροσειρά που διαθέει από ΒΔ προς ΝΑ το Ιράν, παράλληλα δηλαδή προς την ανατολική ακτή του Περσικού κόλπου: Τα Φράατα... ήταν η πρωτεύουσα της Ατροπατηνής Μηδίας, μιας ηγεμονίας εξαρτημένης από τους Πάρθους, στα ΒΔ της Περσίας, γύρω στο σημερινό Tabriz. ...

Αν, εντούτοις ο στίχος μοιάζει με την επάλληλη παράθεση των τριών τοπικών επιρρημάτων (πίσω, εδώ, πέρα), να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, ο Ζάγρος και τα Φράατα, ως γεωγραφικές συντεταγμένες, είναι ασύμβατα. Με αυτονόητο σημείο αναφοράς τη Μεσόγειο, η έκφραση πίσω απ’ το Ζάγρο υποδεικνύει την περιοχή του Ισπαχάν, στην καρδιά της Περσίας (όπου ακριβώς βρισκόταν το βασίλειο των Πάρθων), ενώ το: πέρα απ’ τα Φράατα οδηγεί είτε στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν και στον Καύκασο, εκτός της κλασικής οικουμένης σχεδόν, ή (το που θάταν κι ο μοναδικός ανεκτός συνδυασμός των δύο συντεταγμένων): στη νότια ακτή της Κασπίας. Όμως κι αυτή η περιοχή στους Πάρθους ανήκε! Κι ο Φιλέλλην, καθώς συνάγεται απ’ τα λεγόμενά του, σίγουρα Πάρθος δεν ήταν!»

Ο Καβάφης, επομένως, επιχειρεί περισσότερο να συσκοτίσει παρά να προσδιορίσει την τοποθεσία του βασιλείου. Στοιχείο που φανερώνει πως ό,τι τον ενδιαφέρει κυρίως είναι να δοθεί προσοχή στην έκταση που είχε λάβει η ελληνική επίδραση, και όχι στην ταυτότητα του συγκεκριμένου κρατιδίου.  

Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

Με το κλείσιμο του ποιήματος και την αιτιολόγηση που παρέχει ο βασιλίσκος σχετικά με την επαφή που έχουν με τον ελληνικό πολιτισμό, ενισχύεται η εις βάρος του ειρωνεία του ποιητή. Ως επιχείρημα πως δεν είναι «ανελλήνιστοι» προβάλλει το γεγονός πως έρχονται ενίοτε και σ’ αυτούς απ’ τη Συρία σοφιστές, στιχοπλόκοι (δεν καταδέχεται καν να τους ονομάσει ποιητές) και άλλοι ματαιόσπουδοι (αυτοί που ασχολούνται εμβριθώς με μάταια πράγματα)∙ μια μηδαμινή δηλαδή επαφή μ’ έναν πλούσιο και πνευματικά ακμάζοντα πολιτισμό. Ωστόσο, εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι να γνωρίσει ουσιαστικά τον ελληνικό κόσμο, αλλά να εκμεταλλευτεί προς όφελός του και τα ελάχιστα αυτά ψήγματα επαφής με τους Έλληνες. Γνωρίζει, βέβαια, πως κανένας σημαντικός σοφιστής ή ποιητής δεν θα καταδεχόταν να φτάσει ως το δικό του κρατίδιο, και πως όσοι τους επισκέπτονται δεν είναι παρά φιλοχρήματοι καιροσκόποι, που θέλουν απλώς να εξαργυρώσουν τη φήμη που έχουν τα ελληνικά γράμματα, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει απ’ το να διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο του Φιλέλληνα. Δεν θεωρεί απαραίτητο να είναι πραγματικά κοινωνός της ελληνικής παιδείας, του αρκεί και μόνο να δίνει προς τα έξω αυτή την εντύπωση.

Ο Καβάφης σχολιάζει το ποίημα ως εξής: «Κάποιος βασιλίσκος, προς ανατολάς της Μεσοποταμίας, είναι ματαιόδοξος αλλ’ όχι βλαξ, διότι εννοεί μεν ότι οι Έλληνες που έρχονται στην αυλήν του είναι περιτρίμματα, εν τούτοις θέλει να εκμεταλλευτεί το γεγονός [της χαράξεως του νομίσματός του] δια να αποδείξει ότι ευρίσκεται εις επικοινωνίαν με τον ελληνικόν κόσμον».



Κωνσταντίνος Μάντης
Σπουδές: Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταπτυχιακές σπουδές στη Σύγχρονη Ιστορία (ΕΑΠ)

Πηγή https://latistor.blogspot.com/2014/01/blog-post_21.html?m=1

Καβάφης. Φιλέλλην.


 

Κώστας Καρυωτάκης: Όταν το βίωμα γίνεται ποίηση. Ιάκωβος Μενελάου

 Πέρασαν 90 χρόνια από το θάνατο του Καρυωτάκη. Ενός ποιητή που αγαπήθηκε όσο λίγοι και που εξακολουθεί να είναι δημοφιλής, να μεταφράζεται και να μελοποιείται. Φυσικά, ήταν με μεγάλη μου τιμή που δέχτηκα την πρόταση από την έκδοση του περιοδικού Neograeca Bohemica να συγγράψω το δοκίμιο αυτό, την οποία και θα ήθελα να ευχαριστήσω.                 



Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896–1928) είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές των ελληνικών γραμμάτων. Στο σύντομο βίο του εξέδωσε τις ακόλουθες τρεις ποιητικές συλλογές: Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921) και Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από βαθιά μελαγχολία, έντονα νοσταλγικό τόνο, πεσιμισμό και άρνηση για τη ζωή. Βασικά στοιχεία της ποιητικής του είναι ο λυρικός και σατιρικός τόνος που διαπερνούν ολόκληρο το ποιητικό του έργο, με το σατιρικό στοιχείο ωστόσο πιο έντονο στην τρίτη και τελευταία συλλογή. Ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας του έργου του έγινε σημείο αναφοράς και διαφωνίας μεταξύ των κριτικών. Ένας σημαντικός αριθμός ποιημάτων έχει καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία και αυτό έδωσε στους αναγνώστες και αναλυτές του Καρυωτάκη τροφή για διαφορετικού τύπου προσεγγίσεις. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι παραδοσιακή ως προς τη μορφή, αλλά σε περιεχόμενο κάποιος θα μπορούσε να πει μοντέρνα. Παρότι βλέπουμε την κυριαρχία του ιαμβικού στίχου, υπάρχουν και κάποια ποιήματα σε τροχαϊκό, αναπαιστικό, μεσοτονικό και δακτυλικό μέτρο, αλλά και σε ελεύθερο στίχο.

 Παρότι οι ποιητικές εμπνεύσεις του Καρυωτάκη ανιχνεύονται στη γαλλική ποίηση, και συγκεκριμένα στη Μπωντλαιρική παράδοση, η ποίησή του αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα αφού καταπιάνεται με θέματα διαχρονικά για τον Έλληνα όπως η στρατιωτική θητεία, η δημοσιοϋπαλληλία αλλά φυσικά και με άλλες υπαρξιακές ανησυχίες και παράπονα της ελληνικής πραγματικότητας. Επομένως αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι πως ναι μεν υπάρχει η Μπωντλαιρική επίδραση στον Καρυωτάκη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μίμηση αυτού του προτύπου. Νοουμένου λοιπόν ότι στα ποιήματά του πραγματεύεται καίρια και διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού χώρου, το έργο του αποκτά και διαχρονικό χαρακτήρα. Οι επανεκδόσεις των ποιημάτων του δείχνουν και την προτίμηση που τυγχάνει ο ποιητής στο αναγνωστικό κοινό σήμερα, με την έκδοση ωστόσο του Σαββίδη να αποτελεί σταθμό. Άλλες αξιόλογες εκδόσεις επίσης υπάρχουν, όπως αυτή του Ελευθεράκη.

Η δημοτικότητα του Καρυωτάκη στις μέρες μας μπορεί να συσχετισθεί και με το γεγονός ότι ποιήματά του μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από αξιόλογους καλλιτέχνες, που τυγχάνουν ιδιαίτερης αναγνώρισης ανάμεσα σε εφήβους και άτομα νεαρής ηλικίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα ποιήματα Ιδανικοί Αυτόχειρες και Πρέβεζα που τραγούδησαν ο Νίκος Ξυλούρης (1936–1980) και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1950–) αντίστοιχα. Η μελοποιημένη ποίηση βρίσκει συχνά πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα και συνεισφέρει ουσιαστικά στη διάδοση του ποιητικού έργου. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό του Νίκου Καββαδία (1910–1975) του οποίου τα ποιήματα έγιναν τραγούδια στο στόμα του ελληνικού λαού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ποιήματα του Καρυωτάκη απέκτησαν και διεθνή αναγνώριση, αφού μεταφράσεις των ποιημάτων του υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες όπως τα αγγλικά και τα πολωνικά. Η εξαιρετικά αξιόλογη τηλεοπτική σειρά της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΡΤ) Καρυωτάκης που βασίζεται στη ζωή και το έργο του ποιητή, είναι μια άλλη απόδειξη της απήχησης που έχει ο Καρυωτάκης. Η σειρά καταπιάνεται όχι μόνο με τα ποιητικά κείμενα και την αγάπη του Καρυωτάκη για την ποίηση, αλλά και με τις υπαρξιακές και επαγγελματικές ανησυχίες του ποιητή· και φυσικά τον έρωτά του με την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902–1930).

 Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησης του Καρυωτάκη έγινε αιτία διάφορων συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, ο Δημαράς μίλησε για ειλικρίνεια στην ποίηση του Καρυωτάκη αφού η προσωπική εμπειρία και τα προσωπικά βιώματα είναι εμφανέστατα στα ποιητικά του κείμενα, ενώ η αυτοκτονία του είναι επιβεβαίωση της ταύτισης ζωής και έργου. Ο δε Θεοτοκάς είδε τη διάχυτη προσωπική τραγωδία του Καρυωτάκη σαν μια προσπάθεια να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του. Παρομοίως, ο Χονδρογιάννης σχολιάζοντας την ταύτιση ζωής και έργου στον Καρυωτάκη, ισχυρίστηκε πως ο ποιητής έγραψε για τον πόνο του εν τη απουσία πραγματικού ταλέντου. Αν κάποιος πάρει ως αυτονόητο πως η βιωματική γραφή είναι απαραίτητα και αδυναμία, τότε δεν μπορεί να οδηγηθεί πουθενά αλλού από μια τέτοια απορριπτική και μονοδιάστατη ανάλυση. Ωστόσο τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτυγχάνουν να δουν την αλήθεια των ποιημάτων, αλλ ά και το γεγονός πως πολλές φορές ζωή και έργο είναι στοιχεία αλληλένδετα. Ειδικά ο Θεοτοκάς και ο Δημαράς άσκησαν αυστηρότατη κριτική στον Καρυωτάκη μετά την έκδοση των Απάντων του ποιητή από το Χαρίλαο Σακελλαριάδη το 1938.

 Σε αντίθεση με αυτές τις αρνητικές κριτικές, ο Άγρας μίλησε εγκωμιαστικά για την καρυωτακική ποίηση και υποστήριξε ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας αληθινός ποιητής, ενώ τα ποιήματά του είναι «σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του». Στην ποίηση του Καρυωτάκη «ζωή και τέχνη γίνονται ένα». Η ποίησή του κουβαλά τη δική του μελαγχολία που είναι και «τεκμήριο ευαισθησίας». Ο Καρυωτάκης είναι ένας ρομαντικός ποιητής που αντιπροσώπευσε μια ολόκληρη γενιά.

 Όπως γίνεται αντιληπτό, παρά το γεγονός πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις ο άξονας παραμένει ο ίδιος: ο βιωματικός χαρακτήρας του καρυωτακικού έργου. Ενώ κριτικοί όπως ο Δημαράς, ο Θεοτοκάς και ο Χονδρογιάννης ερμήνευσαν την ταύτιση έργου και ζωής ως αδυναμία, ο Άγρας την είδε ως ταλέντο· και σαν πραγματικός ποιητής που ήταν ο Καρυωτάκης, έκανε την ποίησή του κομμάτι του εαυτού του.

 Γι’ αυτό και η ανάγνωση των ποιημάτων πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον Καρυωτάκη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τα οποιαδήποτε βιογραφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε πολλά ποιήματά του. Και η αλήθεια είναι πως τόσο ο ποιητής Καρυωτάκης, όσο και ο άνθρωπος Καρυωτάκης παραμένουν στο προσκήνιο όχι μόνο της ποίησης, αλλά και της φιλολογίας και της κριτικής. 

Εντούτοις δεν απουσιάζουν άλλου τύπου κριτικές που προτείνουν μια ανάγνωση των ποιημάτων ως ανεξάρτητων οντοτήτων, βάσει μιας καθαρά φορμαλιστικής προσέγγισης. Η βιογραφία του ποιητή και τα όποια κοινωνικοϊστορικά δεδομένα δεν λαμβάνονται υπόψη. Παρότι τέτοιες προσεγγίσεις καταλήγουν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως μέσω μιας τέτοιας ανάλυσης χάνεται η γοητεία ανίχνευσης βαθύτερων νοημάτων, που φυσικά προκύπτουν μέσα από βιογραφικά και κοινωνικοϊστορικά δεδομένα.

Μια άλλη σημαντική πτυχή του καρυωτακικού έργου είναι και η επίδραση που άσκησε ο Καρυωτάκης σε άλλους ποιητές. Μια επίδραση που έγινε γνωστή ως «καρυωτακισμός». Τα χρόνια 1928–1935 έχουμε την πρώτη «ιστορικά μαρτυρημένη» μορφή καρυωτακισμού. Πρόκειται για μια μιμητική τάση που αναπτύχθηκε αυτά τα χρόνια και ουσιαστικά έκανε ποιητική μόδα τον καρυωτακικό πεσιμισμό και τη θλίψη. Η ποιητική γενιά του ’20 μιμήθηκε τα βασικά στοιχεία της καρυωτακικής ποιητικής. Όμως ενώ στον Καρυωτάκη ο πόνος, ο μαρασμός και η απαισιοδοξία είναι στοιχεία γνήσια που πηγάζουν από τα βιώματα του ποιητή, στους περισσότερους ποιητές της γενιάς αυτής βλέπουμε μια ατελή μίμηση που καταλήγει σε μια προσποιητή μελαγχολία. Ενώ δηλαδή στον Καρυωτάκη έχουμε το «βίωμα του καρυωτακισμού», στους μιμητές του βλέπουμε τη «μίμηση του καρυωτακισμού». 

Ωστόσο, η άποψη πως ο καρυωτακισμός είναι μάλλον μια εφήμερη μανία αποδείχτηκε λάθος, αφού στοιχεία της καρυωτακικής ποίησης επανεκτιμούνται από τη σύγχρονη κριτική. Πέραν τούτου η καρυωτακική απαισιοδοξία είναι χαρακτηριστικό που ο μελετητής της νεοελληνικής ποίησης βλέπει συχνά να χρησιμοποιείται και μάλιστα από πολύ μεταγενέστερους ποιητές· από κάποιους σε πιο μικρό βαθμό και από κάποιους σε πιο μεγάλο βαθμό. Η επίδραση παραμένει άλλοτε μίμηση και άλλοτε μπαίνει στο καλούπι μιας πιο παραγωγικής ποιητικής δημιουργίας, ανάλογα με το μέταλλο και το ταλέντο του ποιητή. Επί της ουσίας, ο Καρυωτάκης είναι ενδεχομένως ένας από τους ποιητές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στο νεοελληνικό ποιητικό κόσμο και θα ήταν μάλλον άτοπο να υποστηρίξει κάποιος σήμερα πως ο καρυωτακισμός ήταν κάτι εφήμερο, νοουμένου ότι παραμένει στο επίκεντρο της φιλολογικής κριτικής και ποιητικής δημιουργίας ως πηγή έμπνευσης. 

Αναλύοντας τις επιδράσεις της καρυωτακικής ποίησης, το 1972 ο Σαββίδης εστιάζει σε τέσσερις σπουδαίες μορφές του ’30: το Γιώργο Σεφέρη (1900–1971), το Γιάννη Ρίτσο (1909–1990), τον Ανδρέα Εμπειρίκο (1901–1975) και τον Οδυσσέα Ελύτη (1911–1996). Στο τέλος της εργασίας του ο Σαββίδης ανιχνεύει τις καρυωτακικές επιδράσεις στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά (Λεοντάρης, Ευαγγέλου) και στη γενιά του ’70 (Πούλιο, Παναγιώτου, Σοφιανό, Βαλαβανίδη). Φυσικά εδώ δεν μιλάμε για μίμηση του καρυωτακικού προτύπου, αλλά για παρουσία μιας παραγωγικής μορφής επίδρασης. 

Ο Ρίτσος συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την υπαρξιακή αγωνία του Καρυωτάκη και καρυωτακικά ίχνη είναι εμφανή στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές (Τρακτέρ,1934 και Πυραμίδες, 1935). Τα στοιχεία της καθαρεύουσας που βλέπει ο αναγνώστης του Ρίτσου επίσης αποτελούν καρυωτακικές επιδράσεις, όπως εξάλλου και οι «αυτούσιες καρυωτακικές ρίμες».

 Οι καρυωτακικές επιδράσεις στο έργο του Ελύτη επίσης χρήζουν διερεύνησης αφού διαφορετικού τύπου είναι η σχέση του Ελύτη με τον Καρυωτάκη στη συλλογή Προσανατολισμοί (1940) και άλλ ου τύπου στο Ήλιος ο Πρώτος (1943). Η μεταγενέστερη δε ποίηση του Ελύτη δείχνει άλλη σχέση με τον Καρυωτάκη απ’ ότι οι δύο αυτές συλλογές. 

Το ποίημα του Καρυωτάκη [ Άλογα Μαύρα] είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει ως τεχνική τις μεταφορές που υποδηλώνουν τη σχέση του ποιητή με το έργο του, ενώ ο αυτοχαρακτηρισμός «κλόουν τραγικός» αναφέρεται στην προσωπική του πάλη αλλά και στο πώς βλέπουν οι άλλοι το θάνατό του:

 Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε 

οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου. 

Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε

 να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.

 Ο Καρυωτάκης αντιλαμβάνεται νωρίς ότι η ταύτιση ζωής και έργου «θα τον οδηγήσει στην υποχρεωτική αποξένωση», ενώ το ποίημα Σταδιοδρομία είναι απόδειξη της άποψης του ιδίου για την ποιητική σταδιοδρομία:

 Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω 

σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

 «Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες» 

θα γράψουν οι εφημερίδες. 

«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου» 

και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου. 

Φυσικά και σε άλλα ποιήματα του Καρυωτάκη, ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει αυτή την ταύτιση ζωής και έργου. Για παράδειγμα το ποίημα Δημόσιοι Υπάλληλοι παραπέμπει στη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του ποιητή, ενώ το Ωχρά Σπειροχαίτη, που είναι το βακτήριο της σύφιλης, στην προσωπική τραγωδία του ποιητή και το γεγονός ότι έπασχε από την ασθένεια. 

Αυτό που μπορεί κάποιος να αντιληφθεί είναι πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί η σχέση – ή και ταύτιση ακόμα – ζωής και έργου στον Καρυωτάκη ως αδυναμία. Ο Καρυωτάκης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές, που χάρισε στα νεοελληνικά γράμματα κάτι εντελώς καινούργιο και καινοτόμο. Αυτό μπορούμε να το δούμε μέσα από τα ποιήματά του αλλά και από τον τρόπο που στοιχεία της ποίησής του χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους ποιητές, είτε μέσω της ατελούς μίμησης είτε με πιο παραγωγικούς τρόπους. Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησής του επιτρέπει στον αναγνώστη να γνωρίσει όχι μόνο τον ποιητή Καρυωτάκη, αλλά και τον άνθρωπο Καρυωτάκη. Το να αφήσει όμως κατά μέρος ο αναγνώστης τα βιωματικά στοιχεία, ταυτόχρονα σημαίνει και διάσταση από τον πραγματικό και βαθύτερο κόσμο των ποιημάτων. Όταν ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του Οι Στίχοι μου λέει «δικά μου οι στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά», ενδεχομένως να πρέπει να ερμηνευθεί και από τον κριτικό σαν μια έμμεση προτροπή ότι το ποίημα, όπως και άλλα ποιήματα, θα διαβαστεί καλύτερα σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Και τελικά αν ο σκοπός και στόχος της ανάλυσης ενός ποιήματος (ή ενός κειμένου γενικά) είναι η αλήθεια του ποιητή ή ένα αποτέλεσμα κοντά στην αλήθεια αυτή, πώς μπορεί η βιογραφία να μην χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο ανάλυσης;


 Βιβλιογραφία 

Benatsis, A. 2004. „Ti neoi pou ft asamen edo“: Kostas Karyotakis: apo ta prota os ta teleft aia po ii mata. Athina. [Μπενάτσης, A. 2004. «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ»: Κώστας Καρυωτάκης: από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα. Αθήνα.]

 Frantzi, A. 1998. I poiitiki stin poiisi tou K. G. Karyotaki. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 131–142. [Φραντζή, Α. 1998. Η ποιητική στην ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. InΜ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 131–142.]

 Garantoudis, E. 1998a. Pseft i tou kosmou. To Vima, 5 Iouliou 1998 [online]. Available from: https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy. [Γαραντούδης, Ε. 1998. Ψεύτη του κόσμου. Το Βήμα, 5 Ιουλίου 1998 [online]. Πρόσβαση από: https://www. tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy.] Garantoudis, E. 1998b. I anaviosi tou karyotakismou. O K. G. Karyotakis kai i poiitiki genia tou 1970. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 195–258. [Γαραντούδης, E. 1998. Η αναβίωση του καρυωτακισμού. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1970. In Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 195–258.]

 Georgiadis, N. 2014. Kostas Karyotakis: Apantiseis sta erotimata gia ton idio kai to ergo tou. Athina. [Γεωργιάδης, N. 2014. Κώστας Καρυωτάκης: Απαντήσεις στα ερωτήματα για τον ίδιο και το έργο του. Αθήνα.]

Karyotakis, K. 2001. Poiimata kai peza. Epimeleia G. P. Savvidis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2001. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα.] 

Karyotakis, K. 2006. Battered Guitars: Poems and Prose. Translated by William W. Reader and Keith Taylor. Birmingham. Karyotakis, K. 2010. Poiimata kai peza. Epimeleia D. Eleft herakis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2010. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Δ. Ελευθεράκης. Αθήνα.]

 Koutrianou, Ε. 2000. Odysseas Elytis and K. G. Karyotakis: I know him no longer. ..? Journal of Modern Greek Studies 18/2, 415–451. Kruczkowska, J. 2015. Who Gets Translated and Why?: Anthologies of Twentieth-Century Greek Poetry in Poland. Journal of Modern Greek Studies 33/1, 105–125.

 Ntounia, Chr. 2000. O ‘karyotakismos’ tou Gianni Ritsou. Eleft herotypia 128 (10. 11. 2000). Afi eroma: Giannis Ritsos, Vivliothiki tis Eleft herotypias, 10–11.[Ντουνιά, Xρ. 2000. Ο «καρυωτακισμός» του Γιάννη Ρίτσου. Ελευθεροτυπία 128 (10. 11. 2000). Αφιέρωμα: Γιάννης Ρίτσος, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 10–11.] 

Philokyprou, Ε. 1992. Why the Post-Symbolists Have No Symbols. Journal of Modern Greek Studies 10/2, 235–247.

 Strasburger, J. 1987. Poeci Nowej Grecji. Warszawa.


Πηγή: Reports

Η αυτοκτονία του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη μέσα από επίσημα έγγραφα.

Στις 21 Ιουλίου του 1928 ο Κώστας Καρυωτάκης θα βάλει τέλος στη ζωή του με μία σφαίρα στην καρδιά, αφού οι προηγούμενες απόπειρές του να πνιγεί είχαν αποτύχει, κάνοντας τον να γράψει στο υστερόγραφο του σημειώματος που βρέθηκε στην τσέπη του: «Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Ο Καρυωτάκης ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των ποιητών της γενιάς του 1920 και ανήκει γραμματολογικά στους νεοσυμβολιστές ή νεορομαντικούς ποιητές του μεσοπολέμου. Εκτός από ποιητής, ο Καρυωτάκης είχε μια καριέρα δημοσίου υπαλλήλου.  Σπούδασε Νομική, αλλά δεν μπόρεσε να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος. Διορίστηκε γραμματέας στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης το 1919 και έκτοτε ξεκίνησαν οι συνεχείς μεταθέσεις του σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Άρτα, Κυκλάδες, Αθήνα, Πάτρα, Πρέβεζα) εξαιτίας και της συνδικαλιστικής του δράσης (Γενικός Γραμματέας του Δ. Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων). Στη Νομαρχία Πρέβεζας, που ήταν και η τελευταία του μετάθεση, ήταν υπάλληλος του Γραφείου Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων.




🔎Δείτε μέσα από τεκμήρια των αρχειακών συλλογών της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους


📌Υπηρεσιακές εκθέσεις των Νομαρχών Αττικοβοιωτίας (1923) και Θεσσαλονίκης (1920) για τον υπάλληλο Κωνσταντίνο Καρυωτάκη


📌Φύλλο μητρώου του υπαλλήλου Κωνσταντίνου Καρυωτάκη με ιδιόχειρη υπογραφή του (1920)





Ο σκαρτάδος, του Γεωργίου Σουρή.

 Ο σκαρτάδος, του Γεωργίου Σουρή. 

        

Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος

ἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του,
κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.

Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.

Τί διάβολο;… κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.

Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.

Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.

Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα…
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.

Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.

Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919): σατιρικὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν Σύρο, ἐξέδιδε ἐπὶ μακρὸν τὴν καθὅλα ἔμμετρη ἐφημερίδα «ὁ Ῥωμηός».





Ο Τζιάκομο Καζανόβα

Διαβόητος γυναικοκατακτητής, απατεώνας ολκής, θαμώνας των καζίνων και συνομιλητής των ισχυρών της εποχής, ο βενετός γόης έζησε, περιέγραψε κ...